Το e-mail μου είναι το:
- Hi
- Τι ψάχνεις;
- 183, 85 καστανός
- Θεσσαλονίκη
- Οτιδήποτε ζητήσεις... δίχως όρια.
Η συνέχεια συνήθως ανούσια. Λίγες λέξεις παραπάνω και μετά κλείσιμο του παραθύρου. Όχι όμως πάντα. Υπήρχαν και νύχτες…
Μία από αυτές, δύο τύποι φάνηκαν ότι έψαχναν κάτι να ξεκαυλώσουν. Θα έκλεινα γρήγορα… δεν είχε νόημα… θα τους κατάπινα αμάσητους. Μία ερώτηση όμως μου τράβηξε την προσοχή.
- Δουλεύεις αύριο;
- Όχι, γιατί;
- Δε μας αρέσουν οι διορίες.
- Χαμογέλασα :-). Γιατί όχι;
Μία ώρα μετά βρέθηκα στην πόρτα τους. Μου άνοιξαν και πέρασα μέσα. Ελαφρά ντυμένοι, λίγα λόγια. Μου είπαν να γδυθώ και να γονατίσω. Το έκανα δίχως να προλάβω να σκεφτώ. Το χρωστούσα στον εαυτό μου.
Ο ένας ήρθε από πίσω και με πάτησε στους ώμους. Με ανάγκασε να σκύψω και να κολλήσω την μούρη μου στο πάτωμα… Στα πόδια του άλλου, που άρχισα να τα γλύφω. Δεν μύριζαν καθόλου. Καλά πλυμένος. Αδυναμία; Πίεσα τον εαυτό μου να μην σκέφτεται.
Από πίσω, ο άλλος με έπιασε από τα μαλλιά και με σήκωνε αργά, δίχως να σταματήσω να γλύφω. Λίγο πριν φτάσω στο πουλί του, με μια άγαρμπη κίνηση, για να μη πέσω, στηρίχθηκα στο πρόσωπο μου και τα δόντια μου πίεσαν με δύναμη στο κρέας του. Βόγκηξε. Όχι σαν να πονάει. Ούτε σαν να θυμώνει. Οι σκέψεις μου άρχισαν να τρέχουν. Δεν μπορούσα πια να σταματήσω. Έχασα τον έλεγχο, στο να μην ελέγχω…
Σηκώθηκα πατώντας δυνατά στα πόδια μου και τον κοίταξα στα μάτια. Ο άλλος από πίσω άφησε τα μαλλιά μου, δεν ήξερε τι να κάνει. Τον κοίταξα καλά, όμορφα μάτια, αδύναμα. Του έπιασα τα αρχίδια και τα πίεσα. Ξαναβόγκηξε, αλλά δεν τραβήχτηκε. Χαμογέλασα και τα άφησα.
Κινήθηκα… τον πλεύρισα και πήγα από πίσω του. Μόνο το κεφάλι γύρισε. Το παιχνίδι ήταν πια δικό μου… έκλεισα το μάτι στο φίλο του που μου χαμογέλασε και άρχισα…
Σε μία ώρα πηδιόταν καλά σαν σκύλα, μπορεί και καλύτερα.
Πήγαμε στο μπάνιο. Αποφασίσαμε ότι διψούσε. Ο καμπινές είχε καλό νερό. Τον αναγκάσαμε να πιει. Άφησα τον φίλο του να τον περιποιείται και πήγα στην κουζίνα. Ήθελα παγωμένο νερό. Ήπια και κράτησα και το μπουκάλι. Έψαξα στα συρτάρια, μόνο ένα χωνί. Το πήρα και αυτό μαζί μου.
Το χωνί μπήκε εύκολα. Το πολύ καμιά αμυχή. Πονούσε και φώναζε. Τον έβρισα και τον έφτυσα, αλλά ξαναπήγα στην κουζίνα και πήρα το λάδι. Ο φίλος του έβγαλε το χωνί. Του είπα ότι δεν χρειάζεται, ίσα-ίσα, έτσι θα λαδώσει καλύτερα η τρύπα του. Το ξαναέβαλε και ρίξαμε γενναίες ποσότητες.
Το περισσότερο χύθηκε απ’ έξω και γλιστρούσε. Είπα με στόμφο τότε ότι έπρεπε να ξεπλύνουμε λίγο την βρωμιά. Παγωμένο νερό ότι έπρεπε. Θα μούδιαζε ακόμα και το έντερο.
Εικόνες ελκυστικά γελοίες. Φρενίτιδα. Κάποια στιγμή τον κατούρησα… ήπιε και ζητούσε κι άλλο. Τον χτυπήσαμε, άγαρμπα… όλα εκεί μέσα υγρά και αρωματισμένα.
Κάποια στιγμή μάτωσε...
Μετά έβαλε τα κλάματα…
Έχυσα πάνω στα δάκρυα του. Ήταν όμορφα!
Τον σύραμε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξα την ντουλάπα του. Άδειασα τα ρούχα του και σκουπιζόμουν πάνω τους. Ο φίλος του με κοιτούσε αδιάφορα και κάπνιζε. Αυτός μυξόκλαιγε καθώς τον σκέπαζα με αυτά.
Λαχάνιασα… κουράστηκα… εκτονώθηκα. Πήρα ότι είχα να πάρω. Πήγα μέσα και ντύθηκα.
Όταν κατάλαβε ότι θα φύγω, έτρεξε και με παρακάλεσε. Ήθελε να ξαναβρεθούμε… το τηλέφωνο μου. Χαμογέλασα και τρυφερά του είπα να ζει όμορφα. Με ξαναπαρακάλεσε.
Δεν υπάρχεις πια για μένα. Όπως το σπίρτο.
Έφυγα και η νύχτα ήταν γλυκιά και ο ύπνος ασυννέφιαστος.
Αλήθεια ή φαντασίωση; Τι σημασία έχει;
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.