Η ιστορία:
Δεν είχα καταλάβει πως πέρασαν σχεδόν πέντε ώρες που καθόμουν στον υπολογιστή, είχα πιαστεί ολόκληρος. Γέμισα την μπανιέρα με νερό και πλούσιο αφρόλουτρο, πήρα κοντά το ποτάκι μου και μπήκα μέσα! Απολάμβανα αυτήν την στιγμή της χαλάρωσης. Κάτι τέτοιες στιγμές αναλογίζομαι την ερωτική μου ζωή. Πόσοι να πέρασαν άραγε από αυτήν την μπανιέρα μαζί μου; Και πόσοι άλλοι, απλά πλύθηκαν αφού προηγούμενος είχαμε βγάλει τα μάτια μας;
Μερικά ονόματα, που περνούν από το μυαλό μου, με κάνουν να κλείνω τα μάτια και να αναπολώ εκείνες τις στιγμές. Κάποιοι άλλοι τύποι, περνούν από το μυαλό μου αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα τους και τότε ένα παράξενο συναίσθημα με κατακλύζει. Και ξαφνικά θυμάμαι τα λόγια του Γιάννη:
- «Μαρή την Άρτα και τα Γιάννενα πήρες, που να θυμάσαι το κάθε λατσό που σε κουραλάβει;»
Πάντα μου την λέει όταν προσπαθώ να θυμηθώ το όνομα ενός γαμιά μου, άσχετα αν ο ίδιος είναι κινητή ατζέντα, θυμάται σε μερικές περιπτώσεις μικρές λεπτομέρειες από εραστές του, που βρέθηκε μια φορά το πολύ δυο πριν από χρόνια. Έδιωξα από το μυαλό μου τον Γιάννη και ξανά γύρισα στις αναμνήσεις μου. Προσπαθούσα να θυμηθώ το όνομα ενός τύπου, που είχαμε γνωριστεί σ’ ένα γκέι μπαρ, πριν από δυο με δυόμιση χρόνια. Κανένα όνομα δεν μπορούσα να του κολλήσω. Θυμήθηκα άλλους εκείνης της περιόδου, αυτόν όμως όχι.
Θυμάμαι που μου τηλεφώνησε ο Γιάννης, από εκείνο το γκέι μπαρ και μου είπε ότι με περιμένει με άλλους φίλους. Τέτοιες ευκαιρίες δεν τις έχανα. Έκανα ένα γρήγορο ντους για φρεσκάρισμα, ντύθηκα στην τρίχα και έφυγα για το μπαρ. Φτάνοντας στο μπαρ, είδα στην πόρτα τον Γιάννη να βγαίνει από μέσα μ’ έναν τύπο σου εξιτάριζε την φαντασία για σεξ.
Φορούσε σκισμένο τζιν παντελόνι με ένα πουκαμισάκι σε ανοιχτόχρωμο ροζ. Τα μανίκια από το πουκάμισο ήταν έτοιμα να σκιστούν από τα παρά φουσκωμένα μπράτσα του, το στήθος πρησμένο με τις τρίχες να φαίνονται από τα πάνω ανοιγμένα κουμπιά. Μόλις με είδε ο Γιάννης έτρεξε κατά πάνω με αγκάλιασε με φίλησε και προσπάθησε να δικαιολογηθεί:
- «Αχ μωρέ φιλενάδα, μη μου κρατήσεις καμιά κακία, αλλά τι να κάνω η πεινασμένη; Τα το αφήσω αυτό το λουκουμάκι αφάγωτο;»
Δεν μπορούσα να πω τίποτα, γιατί αν έχεις στην διάθεση σου έναν τέτοιο παίδαρο, παίρνεις άφεση αμαρτίας αυτόκλητα.
- «Μέσα είναι τα παιδιά, σε περιμένουν… να περάσετε καλά και μη με περιμένετε».
Ούτε καν είχε την ευγένεια να με συστήσει. Πήγε κοντά του, τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και προχώρησαν. Μόνο το μανάρι, φτάνοντας δίπλα, όπου είχα κοκαλώσει να τους κοιτάω μου είπε:
- «Χάρηκα που γνώρισα εξ αποστάξεως, αλλά έστω κι έτσι μην χαθούμε ε;», και προχώρησα.
Γύρισα να δω το τελευταίο που είχε απομείνει από τον τυπά… τα κωλομέρια! Καλοσχηματισμένα και πολύ γυμνασμένα, όπως δηλαδή τα περίμενα! Αναστέναξα και μπήκα στο μαγαζί. Όπως πάντα ήταν γεμάτο, γινόταν χαμός μέσα! Όλοι χόρευαν στον δυνατό ρυθμό της μουσικής, κάποιοι ανεβασμένοι και μισόγυμνοι στο μπαρ, κάποιοι άλλοι ανεβασμένοι στα τραπέζια.
Δεν είχε πολύ σημασία που χόρευε κανείς, όλο το μαγαζί, πάνω η κάτω από τα τραπέζια ήταν μια τεραστία πίστα. Λικνιζόμουν αμήχανα κι εγώ, ψάχνοντας την παρέα μου ανάμεσα στον κόσμο, αλλά πριν προλάβω να την εντοπίσω, με βρήκε ο Οδυσσέας.
- «Έλα βρε φίλη, που είσαι; Και μην ψάχνεις τον Γιάννη, την κοπάνησε η σκύλα!»
Το πόσο αγαπιόντουσαν οι δυο τους δεν λέγεται! Με τράβηξε από το χέρι και προχωρήσαμε στο βάθος. Χαιρετηθήκαμε με τα παιδιά χωρίς καν να σταματήσουμε τον χορό. Ένας - ένας με αγκάλιασε και ανταλλάσσαμε μερικά λόγια, άλλος για τι τυχερό του Γιάννη, άλλος έκανε παράπονα ότι δεν παίζει κάτι καλό στο μαγαζί απόψε.
Προσπαθούσα να εντοπίσω τον σερβιτόρο, για να παραγγείλω ποτό για μένα και την παρέα, που είχαν ξεμείνει κι αυτοί από ώρα, αλλά με τέτοιο χαμό ήταν αδύνατον. Ξεκίνησα να πάω προς το μπαρ, ήταν κι ευκαιρία να χαιρετήσω τον μπάρμαν που ήταν γνωστός μου. Φτάνοντας μετά από κόπο και χορεύοντας με οποιοδήποτε άγνωστο με αγκάλιαζε στο δρόμο! Είχα ζεσταθεί τόσο που έβγαλα το μπλουζάκι, την ώρα που έλεγα στον μπάρμαν τι ποτά να μου στείλει. Κάποιος εκείνη την ώρα κόλλησε από πίσω μου.
- «Άναψες γλύκα;»
Γύρισα περιμένοντας να δω κάποιον γνωστό, αλλά αντίθετα ήταν ένα παλικαράκι, που ήταν δεν ήταν δεκαοκτώ - είκοσι χρονών. Είχε ωραίο πρόσωπο, με αξύριστο λουκ και κάτι χειλάρες να τις ρουφάς με τις ώρες.
- «Άναψα, αλλά κι εσύ αναμμένος μου φαίνεσαι!»
- «Δεν μου κάθεται κανείς!»
- «Παρά παίρνεις φόρα, δεν νομίζεις;»
- «Καλά, δεν θα παντρευτούμε κιόλας!»
- «Και αν δεν παντρευτούμε, τότε τι;»
- «Τι λες για κανένα πούτσο τάκα - τάκα;»
Η αλήθεια, μου ήρθε να γελάσω! Όχι γιατί ήταν μικρός, ίσα - ίσα μου άρεσε το παλικάρι και ήθελα να ξεσκιστούμε, αλλά η όλη φάση έγινε τόσο γρήγορα κι εκτός αυτού είχε ένα νευρικό ύφος, σαν να μην ήταν πολύ σίγουρος για το τι κάνει κι από την άλλη μια αποφασιστικότητα, που τον παρακινούσε να ζητήσει με τον τρόπο αυτό σεξ.
Φυσικά και είχα ανάλογες προτάσεις στο μπαρ κάποιες φορές ακόμα και με χειρότερο τρόπο, για παράδειγμα στις τουαλέτες που πήγαινα να πλυθώ η για κατούρημα να με τραβάει κάποιος που μαλακιζόταν μέσα σε καμπίνα, χωρίς να ειπωθεί τίποτα για κάνα τσιμπούκι και σπανιότερα για γαμήσι. Τον ρώτησα αν είναι μόνος και τον κάλεσα στην παρέα, που με ακολούθησε. Μόλις τον είδε ο Οδυσσέας τον πλησίασε και είπε
- «Καλέ πάλι εδώ εσύ; Άντε τζάσε από εδώ!»
- «Κάτσε ρε συ, τι έπαθες;», ρώτησα.
- «Καλέ μας έπρηξε να του κάτσουμε τόση ώρα. Τώρα κολλάει σε σένα;»
Δεν άντεξα και γέλασα δυνατά, αλλά ταυτόχρονα τράβηξα τον παλικαράκι κοντά μου, που μου φάνηκε ότι πήγε να φύγει.
- «Παρέα μου είναι το παιδί…», είπα στον Οδυσσέα που νομίζω ότι δεν μου έδινε σημασία, αφοσιωμένος και πάλι στο χορό του.
Έπιασα από την μέση τον μικρό και τον κόλλησα απότομα πάνω και λικνιζόμουν στους ρυθμούς συμπαρασύροντας κι αυτόν μαζί μου. Μου ανέβασε τα χέρια μου στους ώμους και μ έπιασε από την μέση, παίρνοντας αυτός την πρωτοβουλία του χορού. Κατέβαζε τα χέρια του μέχρι που μου χούφτωσε για τα καλά τον κώλο.
- «Θέλω να σε γαμήσω τώρα!»
- «Τώρα; Να κατεβάσω το παντελόνι!», είπα με αρκετά σαρκαστικό τρόπο.
Με γύρισε και κόλλησε από πίσω μου, όπως ακριβώς είχε κάνει στο μπαρ, συνεχίζοντας τον χορό, με την διαφορά ότι ένιωσα τον πούτσο του πέτρα! Δεν έχανε την ευκαιρία να με πιάνει από την κοιλιά ή την λεκάνη και να πιέζει δυνατά τον πούτσο του, σαν να με γαμάει…
- «Αφού γουστάρεις, γιατί δεν πάμε τάκα - τάκα να σου ρίξω έναν πούτσο!»
- «Πάμε σπίτι…», του είπα και φόρεσα το μπλουζάκι μου.
- «Όχι, θα χύσω μέχρι να πάμε. Πάμε τουαλέτα καλύτερα!»
Βρεθήκαμε σε καμπίνα στις τουαλέτες χωρίς να το καταλάβω. Δεν είπαμε τίποτα. Εγώ ξεκούμπωνα το παντελόνι μου βιαστικά και το παλικάρι το ίδιο, φανερώνοντας το καυλί του στητό πέτρα και όρθιο, σχεδόν παράλληλα με το σώμα του. Έβγαλε ένα προφυλακτικό, το φόρεσε στο πούτσο του, κατέβασε το καπάκι από το κάθισμα της τουαλέτας και κάθισε υποδεικνύοντας με να καθίσω πάνω στον πούτσο του.
Έβγαλα το παντελόνι τελείως και τον καβάλησα. Έφτυσα στα δάχτυλα μου και σάλιωσα τον πούτσο του και την κωλοτρυπίδα μου, έπιασα τον πούτσο του και τον κέντραρα στην τρύπα και πίεζα για να κάτσω, νιώθοντας πόνο όσο ο πούτσος του χώνονταν μέσα μου.
- «Πονάς;», με ρώτησε σιγανά.
Δεν απάντησα παρά μόνο μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού ναι.
- «Καύλα!!! Θέλω να στο χώσω όλο μέσα!»
Σιγά - σιγά είχα πάρει όλο τον πούτσο μέσα μου κι άρχισα να γαμιέμαι πάνω του… ταυτόχρονα έσκυψα μπροστά κι άρχισα να τον φιλάω. Αυτός ανταποκρίθηκε άμεσα… φιλούσε υπέροχα! Μου έχωνε όλη την γλώσσα στο στόμα και έπαιζε με την δική μου, μου γαμούσε κώλο και στόμα μαζί! Το γαμήσι γινόταν σχεδόν στα μουγκά, μόνο ο ήχος από τα φιλιά ακουγόταν και κάποια βογκητά προσεκτικά όμως από μένα. Στο χώρο της τουαλέτας μπαινόβγαινε πολύς κόσμος, κάποιοι μάλιστα τσιμπουκωνόταν στην διπλανή καμπίνα και ήταν πιο διαχυτικοί από εμάς. Το χύσιμο δε ήταν πολύ θορυβώδες με τον τύπο που έχυνε να λέει:
- «Παρ’ τα στη μάπα! Χύνωωωωωωω!!!»
Όταν έφυγαν με ρώτησε:
- «Θέλεις να χύσω στην μάπα;»
- «Όπως γουστάρεις εσύ!»
Με έπιασε από τα κωλομέρια και τα ανέβαζε πιο γρήγορα πάνω στον πούτσο του.
- «Θα σε χύσω στο γαμήσι τώρα! Γαμήσου πιο γρήγορα!»
Άρχισα να κουνιέμαι πιο γρήγορα ακόμα πάνω στον πούτσο του. Μου τράβηξε το κεφάλι και με φιλούσε με πάθος. Μέσα από τα φιλιά έλεγε:
- «Χύνω τώρα, σε χύνωωωωωωω!!!»
Άφησε να του ξεφύγει ένα δυνατό βογκητό ευχαρίστησης και μου πίεσε τον κώλο πάνω στον πούτσο χώνοντας τον όλο μέσα. Ήθελα να φωνάξω από την καύλα, αλλά δάγκωνα τα χείλια μου, για να μην το κάνω. Τελείωσε μ’ ένα πολύ - πολύ παθιάρικο φιλί και με σήκωσε πάνω από τον πούτσο του. Εγώ δεν είχα χύσει κι ο πούτσος μου στεκόταν σκληρός στάζοντας υγρά.
Χωρίς να πει τίποτα, γονάτισε και μου πήρε τον πούτσο στο στόμα του. Δεν μπορούσα να κρατηθώ καθόλου, ήμουν έτοιμος να χύσω ώρα πριν… Πήγα να του τραβήξω το κεφάλι για να χύσω, αλλά αυτός συνέχισε… μέχρι που άρχισα να χύνω με ένα βογκητό που μπορεί να ακούστηκα ακόμα και έξω από τις τουαλέτες. Αφού καθάρισε καλά τα χύσια πάνω από τον πούτσο μου, σηκώθηκε κι άρχισε πάλι να με φιλάει.
- «Θέλω να σε γαμήσω κι άλλη φορά… Πες μου πότε;»
- «Όποτε θέλεις, εξάλλου γουστάρω!»
Ντυθήκαμε γρήγορα, του έδωσα το νούμερο του κινητού και βγήκαμε έξω. Στο μεταξύ από την παρέα έμεινε μόνο ο Οδυσσέας που τριβόταν με έναν άγνωστο για μένα. Τον χαιρέτισα από μακριά και φύγαμε μαζί με το παλικάρι. Ρώτησα που μένει και προθυμοποιήθηκα να τον πάω με το αυτοκίνητο. Στο δρόμο για το σπίτι με ρώτησε:
- «Έχεις καπότες στο σπίτι;»
- «Έχω πάντα στο σπίτι. Όποτε και να έρθεις είμαι ετοιμοπόλεμος!», είπα και του έκλεισα πονηρά το μάτι.
- «Θέλεις να πάμε τώρα;»
- «Είναι αργά, μέχρι να σε πάω και στο σπίτι σου;»
- «Δεν θα αργήσουμε. Τάκα - τάκα σε γαμάω στη πόρτα και μετά φεύγω με ταξί!»
Δεν ξέρω, αλλά όλο αυτό το σκηνικό με καύλωνε. Άλλαξα πορεία και κατευθύνθηκα στο σπίτι μου. Μπήκαμε στο σπίτι και προχώρησα προς το σαλόνι, αλλά αυτός δεν με ακολούθησε. Ξαναγύρισα να δω και με περίμενε στο χολ, έχοντας ήδη κατεβάσει το παντελόνι και με τον πούτσο έτοιμο και σκληρό όπως στο μπαρ.
- «Φέρε την καπότα να τελειώνουμε τάκα - τάκα!»
Γύρισα εκεί που με περίμενε στο χολ με την καπότα στο χέρι. Πήγα να γονατίσω για να του πάρω πίπα, να γευτώ τον πούτσο, αλλά δεν με άφησε.
«Γύρνα πρώτα να σου γαμήσω τον κώλο και μετά μου παίρνεις πίπα…»
Χωρίς πολλά - πολλά, κατέβασα το παντελόνι και στήθηκα στον τοίχο τουρλώνοντας το κωλαράκι μου σε αυτόν. Αυτή τη φορά δεν δυσκολεύτηκε να μπει. Με δυο - τρεις κινήσεις μου είχε χώσει όλο τον πούτσο του μέσα μου. Με γαμούσε δυνατά και άτσαλα. Πολλές φορές το καυλί του έβγαινε, αλλά το έβαζε ξανά γρήγορα και συνέχισε στον ίδιο ρυθμό.
- «Πες μου, σου αρέσει;»
- «Ναι πολύ!»
- «Με καυλώνει η κωλοτρυπίδα σου. Θέλω να σε γαμάω συνέχεια!»
Με τράβηξε από τους ώμους προς το μέρος του κι άρχισε να με φιλάει στον λαιμό. Με έκανε να λιώνω από καύλα.
- «Με τρελαίνει η ψωλάρα σου!»
Συνέχισε για μερικά λεπτά να με γαμάει πολύ γρήγορα και δυνατά. Το σπίτι γέμισε από τα βογκητά μας και τον ήχο από το γαμήσι που μου έκανε. Βγήκε απότομα από μέσα μου και με γύρισε προς το μέρος. Με αγκάλιασε και με φιλούσε πολύ δυνατά. Μου δάγκωνε τα χείλια, τα ρουφούσε όπως έκανε και με την γλώσσα, σαν να τις έπαιρνε τσιμπούκι!
- «Θέλω να χύσω…»
- «Χύσε με όπου θέλεις!»
Με έσπρωξε προς τα κάτω και βρέθηκα μπροστά στον τέλειο πούτσο του! Μου θύμιζε το αγαλματίδιο του σάτυρου… στητός πούτσος και πέτρα, σχεδόν παράλληλος με την κοιλιά του. Είχα επιτέλους τη ψωλάρα του στο στόμα, αλλά δεν με άφησε να τον απολαύσω, γιατί μου γαμούσε το στόμα αδιάκοπα κρατώντας με από το κεφάλι.
- «Θα σε χύσω στη μάπα. Τα θέλεις;»
Δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσω με τον πούτσο του να πηγαινοέρχεται βαθιά μέσα στο στόμα μου.
- «Ετοιμάσου να στα πετάξω στη μάπα. Χύνω σε λίγο…»
Έβγαλε τον πούτσο του κι άρχισε να τον παίζει, ενώ έσπρωξε το στόμα μου προς τα αρχίδια του, τα οποία έγλειφα με καύλα μέχρι που απότομα μου τράβηξε το κεφάλι πίσω και είπε:
- «Άνοιξε το στόμα… Χύνωωωωωωωωωωωωωωωωω!!!»
Άνοιξα το στόμα βγάζοντας την γλώσσα έξω.
- «Παρ’τα στη μάπα!», είπε και άρχισε να μου εκτοξεύει τα καυτά του χύσια στη μάπα.
Ακούμπησε τον πούτσο του στο πρόσωπο και πασάλειβε τα χύσια παντού.
- «Για δυο πράγματα τρελαίνομαι! Για κωλοτρυπίδες και να βλέπω τα χύσια μου σε μάπες!»
Χαμογέλασα και έβγαλα την γλώσσα λίγο στην οποία μου έτριψε το πουτσοκέφαλο του.
- «Που μπορώ να πλυθώ;»
Του έδειξα και μπήκα μαζί του για να πλυθώ κι εγώ.
- «Έλα θα σε πάω στο σπίτι, μην παίρνεις ταξί τέτοια ώρα».
- «Δεν πειράζει. Δεν είμαι μακριά. Τάκα - τάκα θα φτάσω…»
Επέμενα όμως και τον πήγα εγώ τελικά. Πάρκαρα έξω ακριβώς από την είσοδο της οικοδομής που μένει. Τον είδα λίγο αναποφάσιστο για να κατέβει. Νόμιζα ότι κάτι ήθελε να μου πει, αλλά αυτός είχε άλλο στο μυαλό του. Με τράβηξε κοντά του από τον λαιμό και με φίλησε με διάρκεια.
- «Θέλω να σε ξαναγαμήσω. Μη χαθούμε;»
- «Είπαμε, δεν θα παντρευτούμε κιόλας!»
- «Ναι σωστά! Αλλά για ένα γαμήσι τάκα - τάκα, δεν νομίζω να υπάρχει πρόβλημα;»
- «Εννοείται πως όχι!»
Μου έριξε πάλι ένα φιλί και κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Άναψα ένα τσιγάρο και τον κοιτούσα που έμπαινε στην οικοδομή. Όσο περίμενε το ασανσέρ κοιτούσε προς τα μένα. Όταν έφτασε μου έστειλε ένα φιλάκι και χάθηκε μέσα στο ασανσέρ. Αλήθεια; Πως τον λένε;
Είχα χαλαρώσει αρκετά, δεν ήθελα να βγω από το μπάνιο, αλλά είχαν μουλιάσει τα άκρα μου και από την άλλη μου είχε τελειώσει και το ποτό. Οπότε βγήκα, φόρεσα το μπουρνούζι έβαλα ένα ποτό ακόμα και άραξα στο καναπέ. Μάταια προσπαθούσα να θυμηθώ το όνομα του, παρόλο που βρεθήκαμε αρκετές φορές!
Δεν μπορεί να μην ανταλλάξαμε τα ονόματα μας, εγώ δεν θυμάμαι απλά! Από την άλλη όμως, οι συναντήσεις μας γινόταν στο σπίτι και δεν διαρκούσαν παραπάνω από όσο διαρκούσε ένα γαμήσι. Ένα γαμήσι πάντα στο χολ του σπιτιού. Τη σκέψη μου διέκοψε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξα κι ήταν ο Γιάννης.
- «Τι κάνεις μωρό μου; Βαρέθηκα σπίτι και πέρασα να σε δω…»
- «Καλά έκανες. Κι εγώ παρέα ήθελα…»
Στον Γιάννη είχα πει για τον μικρό τότε και μάλιστα μου είχε πει ότι τον κόλλησε κι αυτόν εκείνη την μέρα, αλλά αυτός είχε μυαλό μόνο για τον παίδαρο. Ήξερε για τις αιφνίδιες επισκέψεις για ένα γαμήσι, αλλά και σε μια από αυτές ήταν κι ο Γιάννης στο σπίτι, στην οποία με τον παλικάρι γαμηθήκαμε στην τουαλέτα. Ρώτησα τον Γιάννη αν θυμάται το όνομα του μικρού. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει ποιον εννοώ αλλά όταν το συνέδεσα με τον παίδαρο που έβγαινε από το μπαρ τσίριξε:
- «Αααααααααα! Τον τάκα τάκα λες!!! Καλά δεν θυμάσαι που σε ρωτούσα πως τον λένε και μου έλεγες ότι, δεν λέμε πολλά - πολλά, όλα τάκα - τάκα τα θέλει όταν έρχεται; Δεν του κολλήσαμε το όνομα Τάκα - τάκας;»
Τελικά ο Γιάννης είχε δίκιο. Δεν ξέχασα το όνομα του, απλά δεν το έμαθα ποτέ!
(Copyright protected OW ref: 25706)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.