Η ιστορία:
Μετά από αυτό το γαμήσι πήγα για ύπνο και την επόμενη μέρα έφυγα με τον πατέρα μου. Δεν ήταν δυνατόν να κάτσω. Με έπιασε φόβος. Πονούσα πολύ. Με είχε ξεσκίσει ο θείος μου και αν καθόμουν θα ήμουν τρελός μάλλον.
Τελικά όταν πήγα σπίτι, είδα λίγο αίμα στο σλιπάκι μου. Πήρα ένα καθρεφτάκι και διαπίστωσα ότι μου είχε σκίσει τον κώλο στην κυριολεξία. Ευτυχώς είχε ξεραθεί και δεν έτρεχε αίμα. Το καλοκαίρι τέλειωνε και ύστερα από αυτό, δεν είχα σκοπό να ξαναπάω στο θείο.
Ξεκίνησαν τα σχολεία και έτσι το χειμώνα δεν πήγαινα καθόλου στο χωριό. Ερχόταν καμιά φορά η γιαγιά και μερικές φορές και ο θείος. Μια φορά με στρίμωξε στην πίσω μεριά του σπιτιού και με ρώτησε γιατί δεν έρχομαι στο χωριό ενώ με χάιδευε και κοιτούσε γύρω μην μας δει κανείς. Έβαλε το χέρι του από μέσα και το δάχτυλο του πήγε ίσια στην τρύπα μου.
- «Σιγά!», του είπα.
Του εξήγησα τι έγινε και μου χαμογέλασε.
- «Δεν πειράζει καύλα μου…», μου λέει. «Άνοιξε το κωλαράκι σου. Τώρα θα είναι καλύτερα. Όμως θα κάνω υπομονή γιατί έχεις διαβάσματα. Το καλοκαίρι όμως σε θέλω δικό μου. Το πουτανάκι μου. Θα περάσουμε υπέροχα!»
- «Καλά θείε, θα δούμε…», του λέω.
- «Όχι θα δούμε…», μου λέει και μου σκάει ένα γλωσσόφιλο.
Το μυαλό μου γέμισε με εικόνες. Η καύλα μου ατελείωτη. Την ημέρα ξεχνιόμουν και τη νύχτα που έπεφτα για ύπνο, οι εικόνες ζωντάνευαν και τα βράδια μου ήταν ζεστά και υγρά... Όσο περνούσε ο χειμώνας, είχα αφοσιωθεί στα μαθήματα μου και εκτός από αντικείμενα και το δάχτυλο του φίλου μου, δεν είχε μπει τίποτα στην κωλοτρυπίδα μου. Όσο και να με παρακαλούσε ο φίλος μου, μόνο πίπα του έκανα μερικές φορές. Ήθελα να κλείσει καλά η πληγή και να είμαι έτοιμος για ένα δυνατό καλοκαίρι.
Όταν μπήκε η άνοιξη, η καύλα μου μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Όταν είχα χρόνο, φόραγα μια στενή φόρμα που έμπαινε μέσα στον κώλο και έβγαινα για περπάτημα, σε μέρη απόμερα βέβαια, μην πέσω σε κανένα γνωστό. Για κακή μου τύχη, μια μέρα έπεσα πάνω στον κυρ Γιάννη, είμαστε σχεδόν γείτονες και με ήξερε.
Ο κυρ Γιάννης είναι γύρω στα 65, γεροδεμένος κύριος, με άσπρα μαλλιά και γένια. Ωραίος τύπος. Δεν τον ήξερα και πολύ καλά. Όταν τον είδα ήταν αργά… είχε έρθει από πίσω και σίγουρα πρόσεξε την φόρμα που έμπαινε στον κώλο μου και έδειχνε ξεκάθαρα τον υπέροχο ανοιχτό κώλο μου.
- «Γεια σου αγόρι μου!», μου είπε. «Της κυρίας Βούλας ο γιος δεν είσαι;»
- «Ναι, ναι!», του λέω.
- «Νόμιζα πως είσαι κορίτσι…», μου λέει. «Έτσι όπως σε είδα από πίσω, με καύλωσες ρε παιδάκι μου! Γι’ αυτό έτρεξα να δω ποια είναι και βλέπω εσένα!»
Μου χαμογελάει.
- «Έχεις τέλειο κώλο!», μου λέει. «Πιο καλό και από γκόμενας. Αλήθεια... Εσύ γουστάρεις ψωλές καυλιάρη μου;», μου λέει και μου χουφτώνει δυνατά τον κώλο.
- «Γουστάρω!», του λέω.
- «Έλα.. πάμε εδώ!», μου λέει και με τραβάει σε κάτι χόρτα.
Κατεβάζει τη φόρμα του και εμένα το βλέμμα μου έπεσε αμέσως στο καυλί του. Είχε πολλές τρίχες αλλά ήταν χοντρό, γύρω στους 18 πόντους και όπως του είχε ψιλοσηκωθεί, ήταν καύλα.
- «Ξάπλωσε κάτω και έλα από πάνω. Θέλω να σε γλείψω!», μου είπε.
Εκεί κάτω στα χορτάρια, σε στάση 69, έβαλα την ψωλή του στο στόμα και έγλειφα όλο το καυλί του πάνω - κάτω. Ερχόταν η μυρωδιά του ιδρώτα και μια γεύση αλμυρή από τον ιδρώτα. Δεν με ένοιαζε τίποτα.. είχα καυλώσει πολύ και ήθελα να με γαμήσει.
Μετά από κανένα μισάωρο γλείψιμο, με σήκωσε και στήθηκα στα τέσσερα, έσκυψε και συνέχισε το γλείψιμο. Με τρέλαινε πραγματικά! Δεν το περίμενα από τον κυρ Γιάννη. Τον έβλεπα στην γειτονιά τόσα χρόνια και δεν μου πέρασε από το μυαλό ποτέ. Δεν ντρεπόμουν όμως τώρα… με έγλειφε υπέροχα.
Σε μια στιγμή σηκώθηκε και μου έχωσε την πούτσα του με δύναμη βαθιά με τη μία. Πόνεσα και πήγα να τραβηχτώ αλλά με είχε γραπώσει γερά από τη μέση και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Αυτός χτυπιόταν πότε με μανία και πότε αργά - αργά και ο ιδρώτας του έσταζε στην πλάτη μου. Εγώ είχα παραδοθεί από την καύλα και γαμιόμουν με μανία. Άνοιγα τα κωλομέρια μου για να μπαίνει όσο πιο βαθιά γίνεται.
Κάποια στιγμή γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν κόκκινος και ιδρωμένος.
- «Δεν χύνω εύκολα, μεγάλωσα πια. Πού θέλεις να σε χύσω;», με ρωτάει.
- «Στο στόμα!», του λύω.
- «Μμμμ…», κάνει με ευχαρίστηση. «Γουστάρω καύλα μου!»
Με γαμάει δυνατά κι εγώ βγάζω φωνές σαν καμιά πουτάνα και τον καυλώνω πιο πολύ.
- «Έτσι!», μου λέει. «Έτσι πουτανάκι. Θα σε γαμάω πιο συχνά τώρα καύλα μου!»
Ξαφνικά πετάγεται και έρχεται μπροστά μου. Ανοίγω το στόμα μου και μου τα δίνει όλα. Τα κατάπια και συνέχισα να τον γλείφω μέχρι που μαράθηκε εντελώς.
- «Δεν έχω άλλο μανάρι μου…», μου λέει. «Μου τα ρούφηξες όλα. Δεν θα πούμε τίποτα σε κανένα και θα περνάμε καλά όποτε θέλεις. Εντάξει;» με ρωτάει.
- «Εντάξει θείε!», του απαντάω.
- «Μου άρεσε αυτό το θείε!», μου λέει και φεύγει.
Μαζεύτηκα κι εγώ και πήγα σπίτι. Στο μυαλό μου όμως ήταν ο αγαπημένος μου θείος. Ήμουν ερωτευμένος και δεν ντρεπόμουν καθόλου. Αυτή ήταν η μόνη απιστία που έκανα στο θείο αλλά δεν άντεχα… πέρασαν τόσοι μήνες. Η τρύπα μου ήταν έτοιμη για πολύ γαμήσι.
Στην άλλη ιστορία: Το καυτό καλοκαίρι με τον θείο.
(Copyright protected OW ref: 10535)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.