Η ιστορία:
Με τον Τάκη είχαμε ταιριάξει καλά και στην παρέα. Όποτε μπορούσαμε βγαίναμε για φαγητό ή καφέ. Τα πηγαίναμε καλά. Τα ραντεβού μας τα δίναμε πάντα στο διαμερισματάκι του που είχε γίνει η φωλιά μας. Ήταν αφοσιωμένος στο να ανοίξει καλά την τρύπα μου και με γαμούσε με λύσσα αδειάζοντας ποτάμια χύσι μέσα μου. Έτρωγα αλύπητη πούτσα απ’ τον Τάκη κάθε φορά που βρισκόμασταν κι ασχολιόταν μεθοδικά με το να οργώσει το κωλαράκι μου και να το ανοίξει.
- «Θέλω να ανοίξεις καλά και να μπορώ να σε γαμάω αβέρτα!» μου έλεγε.
Καμιά φορά ένιωθα ότι απλά μ’ έχει για να ξεκαυλώνει και θα με σουτάρει, αλλά με καταλάβαινε και μου έλεγε:
- «Μη χαλιέσαι αγόρι μου με μαλακίες. Πουστράκο μου θα σ’ έχω για τα κέφια μου. Μαζί μου θα είσαι».
Μου είχε δώσει κλειδιά για το διαμέρισμα για ευκολία. Καθάριζα και συγύριζα το σπίτι, είχα πάει και ρούχα μου, είχε φέρει κι αυτός δικά του. Περνάγαμε πολλές ώρες μαζί όποτε είχε χρόνο και με γαμούσε πάντα με κέφι σαν να ήταν η πρώτη φορά. Ήταν πολύ χύμα. Κυκλοφόραγε γυμνός μες στο σπίτι κι εμένα με είχε πάντα με στρινγκάκι και κάτι σαγιονάρες που πιο πολύ έμοιαζαν γυναικείες.
Ένα Σαββατόβραδο, κάνα μήνα μετά απ’ την πρώτη συνάντηση, κοιμηθήκαμε μαζί στο διαμέρισμα. Το πρωί μετά σηκώθηκα πρώτος κι έπινα καφέ στο σαλόνι. Σηκώθηκε κι εκείνος κατά τις έντεκα με την ψωλάρα του τέντα απ’ τον ύπνο και πήγε προς το μπάνιο. Άφησε την πόρτα ανοιχτή και τον άκουγα να κατουράει. Θυμήθηκα το κατούρημα που μου είχε ρίξει στην παραλία και ερεθίστηκα. Μετά από λίγη ώρα τον άκουσα να με φωνάζει:
- «Γιάννη, έλα εδώ!» μου είπε.
Πήγα στο μπάνιο και τον είδα αραχτό καθισμένο στη λεκάνη να κάνει τσιγάρο. Μου έκανε νόημα και πήγα μπροστά του.
- «Τι κάνω εδώ;» μου λέει.
Ούτε κι ήξερα τι να απαντήσω. Μου φαινόταν και λίγο αστεία η όλη κατάσταση. Με άρπαξε με τα χέρια του και με έβαλε να κάτσω στα πόδια του πάνω στη λεκάνη, με την πλάτη σ’ εκείνον.
- «Έχω αράξει σαν πασάς στον θρόνο μου» μου είπε τρίβοντας τις ρώγες μου και γλείφοντας το λαιμό μου. «Έχω κωλάθρα αντρική και την έχω μόνο για να χέζω» μου είπε. «Όχι σαν κι εσένα που είσαι πουστράκι και γαμιέσαι».
Ερεθίστηκα απίστευτα. Κατάλαβα ότι ο Τάκης άδειαζε και με είχε εκεί στα πόδια του. Έτριβα το κωλαράκι μου πάνω στο παλούκι του που ήτανε τέντα όρθιο κι εκείνος άδειαζε. Τέλειωσε και σηκώθηκε.
- «Καθάρισε!», μου είπε.
Τράβηξα καζανάκι κι εκείνος μπήκε στη μπανιέρα και πλενόταν. Τον κοίταζα απίστευτα ερεθισμένος. Μου είπε να του φτιάξω καφέ. Βγήκε απ’ το μπάνιο βρεγμένος και πήγε στο σαλόνι. Άραξε στον καναπέ.
- «Χώσε τη μάπα σου και ξεκούρασε την κωλάρα μου!» μου είπε.
Χώθηκα υποτακτικά γονατισμένος κάτω από τον καναπέ τρίβοντας το μουτράκι μου στη βρεγμένη κωλάρα του Αφέντη Τάκη. Ήταν πολύ τριχωτή και δυνατή. Ο Τάκης κατέβηκε λίγο προς τα κάτω στον καναπέ κι άνοιξε διάπλατα τις ποδάρες του. Με έπιασε απ’ το σβέρκο κι οδήγησε το στόμα μου κατευθείαν στην τρύπα του.
- «Σ’ έχω με τη μούρη σου εκεί που χέζω πούστη!» μου είπε ενώ εγώ έγλειφα την τρύπα του και χαιρόμουνα την κωλάθρα του που για πρώτη φορά με άφηνε να λατρέψω.
Οι τρίχες ανακατεύονταν στο στόμα μου ενώ εκείνος απολάμβανε την ταπείνωσή μου πίνοντας τον καφέ του. Ανασηκώθηκε κι έκατσε στο πρόσωπό μου, γεμίζοντάς με τον τεράστιο αντρικό κώλο του. Τριβόταν πάνω μου όλο καύλα και με μια κίνηση βύθισε το κοντάρι του στο στόμα μου μέχρι τ αρχίδια μπουκώνοντάς με αλύπητα. Βγήκε, πήρα ανάσα κι ύστερα πάλι γέμισε τη μούρη μου με τον κώλο του καθισμένος επάνω μου σαν να είμαι καρέκλα για εκείνον.
- «Πουστάρα μου ξεφτιλισμένη!», μου είπε. «Γλείφεις και προσκυνάς την κωλάθρα μου. Γι’ αυτό σ’ έχω πουστράκι. Για να μου ξεκουράζεις τον κώλο όταν χέζω».
Σηκώθηκε και μ’ έβαλε να καθίσω στον καναπέ. Ήρθε από πάνω και μου γαμούσε κυριολεκτικά το πρόσωπο με τον κώλο του. Ένιωσα απίστευτα ερεθισμένος από την ταπείνωση και τα λόγια του Τάκη που γέμιζε το μουτράκι μου με την τριχωτή αντρο-κωλάρα του. Με ξάπλωσε στον καναπέ. Κάθισε πάνω στη μούρη μου κι άναψε τσιγάρο. Έβαλε τηλεόραση κι έκανε ολόκληρο το τσιγάρο του με τη μούρη μου μαξιλάρι για τον κώλο του.
- «Εκεί!», μου είπε. «Έτσι θα νιώσεις πάνω σου την εξουσία μου».
Σηκώθηκε, έσβησε το τσιγάρο του κι ήρθε πάνω μου και με πλάκωσε στα σκαμπίλια. Ήταν η πρώτη φορά που μ’ έδερνε έτσι. Τα χέρια του με μαεστρία εναλλάσσονταν στα μάγουλά μου. Κράταγε μέτρο στην ένταση αλλά τα χαστούκια πέφτανε βροχή κάνοντας το μουτράκι μου κατακόκκινο. Με έφτυνε στο πρόσωπο και μ’ έβαζε με τα δάχτυλά του να γλείφω τις ροχάλες του κι ύστερα πάλι οι χερούκλες του έπεφταν με δύναμη στα μάγουλά μου. Ένιωθα πόνο, αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην καύλα που με πλημμύριζε.
- «Σήκω αδερφάρα!» μου είπε. «Φτιάξε το σπίτι κι ετοιμάσου. Θα πάμε για φαγητό».
Σηκώθηκα υπάκουα κι άρχισα να συγυρίζω ενώ εκείνος απολάμβανε αραχτός τον καφέ του. Άρχισα να ντύνομαι.
- «Μη φορέσεις σλιπάκι!» μου φώναξε.
Έκανα βέβαια ότι μου είπε. Φόρεσα μια φόρμα κι ένα φουτεράκι νιώθοντας το κωλαράκι μου γυμνό από μέσα. Ντύθηκε κι εκείνος και βγήκαμε έξω. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε. Βγήκαμε απ’ την πόλη και ανεβήκαμε προς Πάρνηθα. Στη διαδρομή βρήκε ένα πάρκινγκ, κάπως απομονωμένο. Σταμάτησε και μου είπε να βγω έξω και να σταθώ έτσι πίσω απ’ το αμάξι να μη φαίνομαι και να στηθώ στα τέσσερα. Έκανα όπως μου είπε κι έμεινα να τον περιμένω με τη μούρη μου ακουμπισμένη στο κάθισμα του συνοδηγού και το κωλαράκι μου στημένο στα τέσσερα. Αυτός καθόταν στη θέση του και με κοίταζε για λίγο με ικανοποίηση. Βγήκε απ’ το αμάξι, ήρθε πίσω μου και κατέβασε εντελώς το σορτσάκι του. Έβγαλε το σλιπάκι του και μου το μπούκωσε στο στόμα.
- «Άχνα μη βγάλεις αγόρι μου!» μου είπε.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση και χωρίς να μου τίποτα με άρπαξε απ’ τη μέση και με κάρφωσε με φόρα στον κώλο. Μούδιασα απ’ τον πόνο. Με γαμούσε δυνατά και αλύπητα χτυπώντας με στην πλάτη και τα καπούλια. Μου είπε να μη βγάλω άχνα αλλά έβαζε όλο του το ζόρι για να μου τραβάει όσο πιο γερές ψωλιές γινόταν ξεσκίζοντας μου το κωλαράκι.
- «Ξεσκίζεσαι από την πούτσα μου μικρό πουστράκι» μου ψιθύρισε.
Άκουγα που και που τ’ αυτοκίνητα να περνάνε κι ο Τάκης συνέχιζε να με ξεκωλιάζει μ’ απίστευτη μανία. Δάγκωνα το σλιπάκι του για να μην ουρλιάξω κι εκείνος γλένταγε πάνω στον κώλο μου αδιάκοπα, ταπεινώνοντας την τρύπα μου με το εργαλείο του.
- «Πονάς απ’ το γαμήσι που σου ρίχνω μες στη φύση;», μου είπε γελώντας.
Και μ’ ένα απότομο κάρφωμα χύθηκε πάνω αδειάζοντας το σπέρμα του μέσα μου. Ντύθηκε, σηκώθηκε και μου είπε να μείνω όπως είμαι. Τον άκουσα ν’ ανοίγει το πορτ παγκάζ. Γύρισε στη θέση του κι άναψε τσιγάρο.
- «Μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι στα τέσσερα γαμημένο από τον πούτσο μου. Κάτσε όπως είσαι».
Απολάμβανε το τσιγάρο του μ’ εμένα στα τέσσερα να νιώθω τα χύσια του να κυλάνε στην τρύπα μου, εξαντλημένο απ’ το βαρύ γαμήσι. Μόλις έκανε το τσιγάρο του, μου έδωσε μια πετσέτα κι ένα μπουκάλι νερό.
- «Καθαρίσου, ντύσου κι έμπα μέσα να πάμε να φάμε», μου είπε.
Έκανα όπως μου είπε, μπήκα μέσα και ξεκινήσαμε. Ένιωθα το κωλαράκι μου να τσούζει απ’ το ξέσκισμα, αλλά ήμουν απίστευτα ικανοποιημένος από το γαμήσι που μου έκανε ο πουτσαράς γαμιάς Τάκης. Εκείνος οδήγαγε βλέποντας με ικανοποίηση τον πόνο και την ηδονή στα μάτια μου. Φτάσαμε στην ταβέρνα και κάτσαμε για φαγητό. Στο γυρισμό με πήγε πάλι στο ίδιο πάρκινγκ, με έβαλε πάλι στην ίδια θέση στα τέσσερα με το κεφάλι μου στη θέση του συνοδηγού και μου είπε να «παίξω με το μουνάκι μου για να εκτονωθώ».
Έκανε τσιγάρο γεμίζοντας το μουτράκι μου με ροχάλες ενώ εγώ έπαιζα το πουλάκι μου γεμάτος ηδονή. Μόλις είχα οργασμό με επιβράβευσε με μια γερή ροχάλα και χάιδεψε τα μαλλιά μου. Ντύθηκα, μπήκα στ’ αμάξι και γυρίσαμε σπίτι…
(Copyright protected OW ref: 44130)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.