Η ιστορία:
Όσο κι αν περνούσε ο καιρός, η σχέση μου με τον Τάκη δεν έχανε τη φρεσκάδα της. Καμάρωνα που ήμουνα μ’ έναν τέτοιο άντρακλα και με γούσταρε τόσο πολύ. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά και η δουλειά του είχε σπάσει με αποτέλεσμα να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί στο διαμερισματάκι μας. Είχα ασχοληθεί κι εγώ αρκετά, το βάψαμε το φρεσκάραμε και με μερικά διακοσμητικά το είχα κάνει κουκλάκι. Ο Τάκης δε χόρταινε το κωλαράκι μου. Με κάθε ευκαιρία με γαμούσε και μ’ έδερνε. Χαιρόμουνα ατελείωτα το ξυλίκι που μου έριχνε, αν και άμα έκανε κέφι, δεν έπαιρνε χαμπάρι και μου τις έχωνε γερά.
Ένα βράδυ που ήμασταν αραχτοί αγκαλιά στον καναπέ και χαζολογάγαμε μια ταινία, χτύπησε το τηλέφωνό του.
- «Ίντα κάνεις σύντεκνε;» είπε κάπως κοροϊδευτικά.
Μίλαγε με κάποιον άντρα για λίγη ώρα στο τηλέφωνο.
- «Ο Μανούσος ήτανε», μου είπε μόλις το έκλεισε. «Φίλος αδελφικός. Θα έρθει το Σαββατοκύριακο. Εδώ θα μείνει».
Κατσούφιασα. Σκέφτηκα ότι θα έτρωγα πόρτα όσο θα έμενε αυτός ο Μανούσος και ξενέρωσα.
- «Να μαζέψω τα πράματά μου, να μη δει τίποτα…», είπα.
- «Όχι ρε, κι εσύ εδώ θα μείνεις. Στον καναπέ θα κοιμηθεί ο Μανούσος. Ανοίγει και γίνεται κρεβάτι».
- «Τι λες Τάκη;» του λέω. «Και τι θα του πούμε; Ποιος είμαι;»
- «Αυτός που είσαι. Ο Γιάννης το πουστάκι μου», μου απάντησε με απόλυτη φυσικότητα. «Ο Μανούσος τα ξέρει τα γούστα μου».
Με το βλέμμα που του έριξα και μόνο κατάλαβε τι σκεφτόμουν.
- «Θα περάσεις καλά, μη σε νοιάζει…» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. «Πάμε να την πέσουμε τώρα, νυστάζω».
Πήγαμε στο κρεβάτι και ξαπλώσαμε. Πέρασα το χέρι μου και χάιδευα τις αρχιδάρες του μέσα απ’ το πάπλωμα. Του άρεσε πολύ αυτό. Κι εμένα μου άρεσε. Αποκοιμήθηκα με τη σκέψη πως θα ήταν μ’ έναν άγνωστο άντρα και μαζί με τον Τάκη. Όταν έφτασε η Παρασκευή, το άγχος μου βάραγε κόκκινο. Ο Τάκης είχε πάει να τον πάρει απ’ το αεροδρόμιο. Άκουσα τα κλειδιά στην πόρτα. Μπήκανε μέσα. Ο Τάκης με σύστησε και ο Μανούσος ακούμπησε κάπου τη βαλίτσα του και μου έσφιξε το χέρι.
- «Βάλε κάτι να πιούμε κι έλα να κάτσουμε» μου είπε ο Τάκης.
Τους έβαλα ποτά και πήγα στο σαλόνι μαζί τους. Ο Μανούσος ήτανε 53, καλοδιατηρημένος, αν και φαίνονταν λίγο πολύ τα χρόνια του, με πολύ πυκνά μαλλιά και μουστακαλής. Είχε πολύ αγριωπή, φοβιστική φάτσα. Πανύψηλος και πάρα πολύ σωματώδης με λίγο κοιλίτσα. Κρητίκαρος με τα όλα του. Εγώ ήμουνα κατακόκκινος απ’ το άγχος και τη ντροπή μου που ήμουνα έτσι μ’ έναν άγνωστο άντρα. Ο Τάκης μου είχε πει να μείνω όπως είμαι πάντα κι έτσι φόραγα ένα κοντό εφαρμοστό σορτσάκι και λευκό στρινγκάκι που με το παραμικρό που έσκυβα φαινόταν. Ο Μανούσος κατάλαβε την αμηχανία μου.
- «Δεν έγινε τίποτα ρε καλόπαιδο» μου λέει. «Παρέα είμαστε».
Είχε ένα φιλικό της Εθνικής σε λίγο και χαζοκουβέντιαζαν μέχρι ν’ αρχίσει.
- «Έλα ρε Γιάννη εδώ. Βγάλε μου τα παπούτσια», μου είπε ο Μανούσος.
Κοίταξα τον Τάκη που μου έκανε νόημα να κάνω αυτό που ζήταγε ο Μανούσος. Πήγα μπροστά του, έβγαλα τα παπούτσια του, τις κάλτσες του και τα τακτοποίησα στο μπάνιο. Έφερα μια βρεγμένη με ζεστό νερό πετσέτα και τα έτριβα απαλά όπως με είχε μάθει ο Τάκης να κάνω τα δικά του.
- «Αστέρι είσαι Γιάννη!», μου είπε ο Μανούσος.
Ο αγώνας ξεκίνησε και παρακολουθούσαμε, οι δυο άντρες στον καναπέ με τα ποτάκια τους κι εγώ καθισμένος ανάμεσά τους στο πάτωμα. Κάθε τόσο ο Τάκης μου χάιδευε τα μαλλιά. Στο ημίχρονο σηκώθηκαν κι οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα. Ο Τάκης μουέκανε νόημα να γονατίσω μπροστά στο χολάκι κι οι δυο άντρες στάθηκαν μπροστά μου. Με απόλυτη φυσικότητα κατέβασαν τα παντελόνια τους και άρχισαν να με κατουράνε παντού.
- «Στο στόμα του ρε! Πότισέ τον!», είπε ο Τάκης στο Μανούσο, που με την παρότρυνση του Τάκη άρχισε να μου τα ρίχνει στο στόμα.
Με κατούρησαν παντού και όπως έκανα πάντα στον Αφέντη μου, πήρα τα εργαλεία τους στο στόμα μου και τα στέγνωσα τελείως. Γύρισαν στον καναπέ κι έβγαλαν τελείως τα παντελόνια τους. Εγώ πήγα κι έκανα μπάνιο. Όταν γύρισα και είδα τους άντρες αραχτούς στον καναπέ με τις ψωλάρες τους έξω, έπαθα την πλάκα μου. Ο Μανούσος ήταν θηριώδης. Τα μπούτια του ήταν τεράστια και οι γάμπες του χοντρές κι ήταν πιο τριχωτός κι απ’ τον Τάκη. Το καυλί του φαινόταν χοντρό αλλά μ’ εκείνο που κόλλησα ήταν τ’ αρχίδια του. Ούτε σε τσόντα δεν είχα ξαναδεί τέτοιες αρχιδάρες. Τεράστια, τριχωτά και ζουμερά. Είχε καρφωθεί το βλέμμα μου πάνω τους.
- «Σ’ αρέσουν οι αρχιδάρες μου γαμημένε πούστη;» με ρώτησε πίνοντας το ποτό του. «Θα τις φας καριόλη!» μου είπε.
Περίμενα όλο ανυπομονησία να τελειώσει το παιχνίδι. Όταν τέλειωσε ο αγώνας, ο Τάκης με το Μανούσο σηκώθηκαν και γδύθηκαν τελείως. Ο Μανούσος μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Άρχισαν να με παίζουν και να με φιλάνε. Μ’ ένα γερό σκαμπίλι του Μανούσου βρέθηκα στο πάτωμα και ήρθε κι έκατσε στη μούρη μου μπουκώνοντάς με, με τις αρχιδάρες μου.
- «Έτσι, πουτάνα, σου γαμώ το στόμα με τα παπάρια μου».
Ο Τάκης γαμούσε την τρύπα μου με τα δάχτυλά του.
- «Τι πούστρα είναι αυτή ρε φίλε; Πώς τα μπουκώνει έτσι τ’ αρχίδια;» είπε ο Μανούσος κι ανασηκώθηκε για να με δει.
Μου πότισε το στόμα με απανωτές ροχάλες.
- «Άστον μου λίγο», είπε στον Τάκη, που τραβήχτηκε, έκατσε στον καναπέ κι άναψε τσιγάρο.
Ο Μανούσος μ’ έπιασε απ’ τα πόδια, με έσυρε πάνω στο χαλί και μ’ έφερε μπροστά στα πόδια του Τάκη. Με άρπαξε απ’ το σβέρκο και μου μπούκωσε το κοντάρι του Τάκη στο στόμα.
- «Ρούφα μωρή γαμιόλα το καυλί του άντρα σου!» μου είπε και μ’ ανεβοκατέβαζε στο παλούκι του Τάκη κρατώντας με σα γατί απ’ το σβέρκο.
Σε λίγο ανέλαβε ο Τάκης και μου γαμούσε το στόμα ενώ ο Μανούσος άναψε τσιγάρο, πήρε τη ζώνη του και μου κατακοκκίνιζε το κωλαράκι. Μπούκωνα την ψωλάρα του άντρα μου ενώ ο Μανούσος μου τις έριχνε απανωτές.
- «Πωωωωω ρε πούστη, μήλο ροδοκόκκινο στο έκανα το γαμοκωλί σου!» μου είπε και μ’ άρπαξε απ’ τη μέση τραβώντας με απ’ τον Τάκη. «Στα τέσσερα πούστη!» με διέταξε κι αμέσως πήρα θέση.
Πήρε τα ποτά τους, το τασάκι και τα τσιγάρα και τ’ ακούμπησε στην πλάτη μου.
- «Καλό το τραπεζάκι;» είπε στον Τάκη που έγνεψε ναι μ’ ένα βλέμμα μες στην καύλα και σηκώθηκε.
- «Μανούσο, εσύ στόμα εγώ κώλο!» είπε κι ο Μανούσος πήρε θέση μπροστά μου.
- «Έτοιμος Τάκη!», άκουσα το Μανούσο να λέει.
Ο Τάκης μ’ έπιασε απ’ τη μέση και βύθισε το καυλί του στον κώλο μου. Ο Μανούσος βάσταγε τα ποτήρια να μην πέσουν όσο με κάρφωνε ο Τάκης, μέχρι που το εργαλείο του μπήκε τέρμα στον κώλο μου.
- «Εντάξει!» είπε ο Τάκης.
Ο Μανούσος άφησε τα ποτά και με μπούκωσε με τον πούτσο του. Ήτανε χοντρό και μεγάλο, όχι όσο του Τάκη, αλλά ικανό να μου γαργαλάει το λαρύγγι όταν μου το πέταξε όλο στο στόμα. Ο πουτσαράς γαμιάς Τάκης είχε σφηνωθεί στον κώλο μου κι ο Μανούσος μου μπούκωνε το στόμα. Δεν κινούνταν. Ανάψανε τσιγάρο και τους άκουγα να πίνουν και να συζητάνε για διάφορα μ’ εμένα ανάμεσά τους σαν τραπεζάκι να γαμιέμαι από στόμα κι από κώλο.
- «Άντε, δυο γουλιές μείνανε», άκουσα το Μανούσο να λέει.
- «Άσπρο πάτο;» ρωτάει ο Τάκης.
- «Άσπρο πάτο. Όλα στον πάτο!» απαντάει ο Μανούσος.
Τους άκουσα να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Ήπιαν και τ’ ακούμπησαν ταυτόχρονα πάνω μου. Ο Μανούσος με μια κίνηση τα πέταξε όλα κάτω. Φύγανε τσιγάρα, τασάκια, ποτήρια, όλα. Ο Τάκης βγήκε με μιας από μέσα μου και πριν προλάβω καν να βογκήξω ξανακαρφώθηκε με λύσσα μέχρι τέρμα. Ο Μανούσος με άρπαξε με τα δυο χέρια απ’ τα μαλλιά και με μπούκωσε μέχρι που τ’ αρχίδια του χτύπησαν στο σαγόνι μου. Ξεκίνησαν να μου γαμάνε στόμα και κώλο αλύπητα. Δεν μπορούσα ούτε ανάσα να πάρω από τις ψωλιές που μου ρίχνανε μπροστά και πίσω. Ο Μανούσος μου σήκωσε το κεφάλι και μου τράβηξε μια γερή ροχάλα κι ένα σκαμπίλι.
- «Σε λιώνουμε στην πούτσα πουστρόσκυλο. Στόμα και κώλο σου γαμάμε. Εσύ βογκάς κι εμείς καλοπερνάμε».
- «Έλα οι μαντινάδες οι καλές! Α, ρε παλιόπουστα! Ποιητή τον έκανες τον φίλο μου. Νόμπελ πάνω στο μουνόστομά σου θα πάρει!» μου είπε ο Τάκης κι άρχισε να με γαμάει στριφογυριστά κάνοντας το κωλαράκι μου να ανοίγει όσο δεν παίρνει με το λοστάρι του.
Το βάρβαρο γαμήσι τους συνεχίστηκε για ώρα. Είχα παραλύσει απ’ τον πόνο και την καύλα και το κορμί μου ήταν γεμάτο απ’ τις ροχάλες τους και κατακόκκινο απ’ τα σκαμπίλια.
- «Τελειώνει το γαμήσι. Ώρα να πνιγείς στο χύσι…» φώναξε ο Μανούσος.
Ένιωσα και τους δυο άντρες να ξεφορτώνουν τα χύσια τους ταυτόχρονα γεμίζοντας τον κώλο και το στόμα μου. Τραβήχτηκαν κι έκατσαν στον καναπέ. Με κοίταζαν όλο καύλα ξαπλωμένο στο χαλί, γεμάτο με τα χύσια τους να τρέμω από καύλα.
- «Έχυσε το πουστρόμουνο!» , είπε ο Μανούσος δείχνοντας στον Τάκη το πουλάκι μου που γέλασε και μου πέταξε τα τσιγάρα.
Έκανα τσιγάρο εκεί ξαπλωμένος μπροστά τους. Πήγαμε στο μπάνιο και πλυθήκαμε και οι τρεις μαζί. Παραγγείλαμε φαγητό και αράξαμε να φάμε.
(Copyright protected OW ref: 44192)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.