Η ιστορία:
Την επομένη το πρωί ξύπνησα με το κωλαράκι μου να τσούζει ακόμα από το αλύπητο γαμήσι του Τάκη, που κοιμόταν ακόμα. Σηκώθηκα και είδα το Μανούσο να κοιμάται ολόγυμνος στον καναπέ. Τα μάτια μου έπεσαν πάλι στα βαριά του αρχίδια. Έφτιαξα καφέ κι έκατσα στην πολυθρόνα πλάι του χαζεύοντας τον Κρητίκαρο που κοιμόταν. Κανένα μισάωρο μετά άνοιξε τα μάτια του.
- «Φτιάξε έναν ελληνικό σκέτο διπλό ρε», μου είπε χαμογελαστά.
Πετάχτηκα ελατήριο για να φτιάξω τον καφέ του αρχιδαρά και του τον έφερα σε δισκάκι μαζί με κρύο νερό και κουλούρια για να φάει κάτι. Ο Μανούσος έριξε ένα κατούρημα κι έκατσε στον καναπέ απολαμβάνοντας τον πρωινό καφέ. Ήταν πολύ φιλικός και μου έπιασε κουβέντα ρωτώντας για μένα. Ήτανε πολύ εντάξει άτομο, με σεβασμό στον άλλον, όπως κι ο Τάκης. Δεν πέρναγε στη συμπεριφορά του απέναντί μου αυτά που κάναμε στο κρεβάτι κι είχε κι αυτή την έμφυτη κρητική ευγένεια. Έβγαινε καλοσύνη απ’ το βλέμμα του. Κι ο Τάκης μου έτσι ήταν, γι’ αυτό κι έδεσα μαζί του.
- «Δε χορταίνεις να κοιτάς τα παπάρια μου ρε!» μου είπε βλέποντας το βλέμμα μου να πηγαίνει όλο εκεί.
- «Είναι υπέροχα τ’ αρχίδια σου. Βαριά, αντρικά».
- «Μόνο τ’ αρχίδια μου σ’ αρέσουνε ρε Γιάννη; Τίποτα άλλο;»
- «Αντράκλαρος είσαι με τα όλα σου. Και κάνεις και γερό κουμάντο. Μ’ αρέσει που έχεις γούστα όπως ο Τάκης. Χάρηκα χθες που ικανοποιήθηκες με το στόμα μου».
- «Το κωλαράκι σου δεν το χάρηκα ακόμα όμως».
- «Δεν ξέρω αν θέλει ο Τάκης. Ότι πει ο Τάκης σ’ αυτά».
- «Σωστός είσαι. Μπράβο. Θέλει ο Τάκης. Απλά καλά κάνεις και περιμένεις να στο πει ο ίδιος».
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας ώσπου ξύπνησε κι ο Τάκης. Του έφτιαξα καφέ κι έκατσε μαζί μας.
- «Ο Γιάννης ρωτάει αν μ’ αφήνεις να του γαμήσω τον κώλο…» είπε ο Μανούσος στο Γιάννη.
Ο Τάκης γέλασε δυνατά.
- «Όχι ρε! Τι λες! Όχι να τον γαμήσεις... Άμα θες μόνο να τον ξεκωλιάσεις μέχρι να μη μπορεί να κάτσει!»
- «Είδες μικρέ;» μου είπε ο Μανούσος.
Εγώ ψιλοκοκκίνισα από ντροπή αλλά και μου φάνηκε αστείο το στιλάκι του πουτσαρά γαμιά Τάκη. Με το νεύμα του Μανούσου πήγα κοντά του και με πήρε στα πόδια του. Με χάιδευε, έπαιζε με τις ρώγες μου και τις έγλειφε.
- «Τι στηθάκια τρυφερά είναι αυτά μωρό μου;» μου έλεγε και τα πιπίλαγε με τη γλώσσα και τα χείλια του.
Ένιωθα τη μουστάκα του πάνω μου και με γαργάλαγε αλλά και μ’ ερέθιζε απίστευτα.
- «Μικρέ με τρώνε τ’ αρχίδια μου. Ξύστα μου», μου είπε.
Πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στις τριχωτές μπουτάρες του και χάιδευα τ’ αρχίδια του βλέποντας τον πούτσο του να τεντώνεται.
- «Πετάγομαι σε μια δουλειά και θα γυρίσω το μεσημεράκι. Κοίτα ρε μη μου το χαλάσεις το μωράκι μου. Το θέλω γερό όταν γυρίσω», είπε ο Τάκης γελώντας και άρχισε να ντύνεται.
- «Μη σε νοιάζει αδελφέ. Ένα στρώσιμο θα του κάνω, να τραβάει στις ανηφόρες».
Ο Τάκης έφυγε κι έμεινα μόνος μου με τον Μανούσο να με κρατάει στα πόδια του με την ψωλάρα του έτοιμη να με ξεσκίσει.
- «Πέσε και προσκύνα με!», μου είπε.
Έπεσα αμέσως στα τέσσερα μπροστά του γλείφοντας τα πόδια του, μπουκώνοντας τα δάχτυλα του λαίμαργα.
- «Με τη μούρη κάτω γαμημένε!» μου είπε όταν πήγα να τον κοιτάξω λίγο.
Καθόταν αραχτός τρίβοντας τα παπάρια του κι εγώ του έγλειφα τα πόδια υποτακτικά. Σήκωσε το ένα του πόδι και μου πάτησε το κεφάλι κάτω κρατώντας το στο πάτωμα. Με διέταξε να κουνάω το κωλαράκι μου και μου έριξε μια ροχάλα. Αυτός με είχε έτσι κάτω και συνέχιζε να απολαμβάνει τον πρωινό καφέ του.
- «Όπως είσαι…» μου λέει και σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα.
Εγώ έμεινα στη θέση μου στα τέσσερα με το κεφάλι στο πάτωμα. Γύρισε κι ένιωσα ένα αγγούρι ανάμεσα στα καπούλια μου. Ήξερα την αίσθηση γιατί ήταν αγαπημένη συνήθεια του Τάκη. Δυο - τρεις γερές ροχάλες στην τρυπούλα μου και το αγγούρι πήρε τη θέση του στην τρύπα μου. Ο Μανούσος ξανάκατσε στον καναπέ.
- «Κάνε βολτούλα στα τέσσερα μικρή μου αδελφούλα…» μου είπε.
Άρχισα να μπουσουλάω στα τέσσερα γύρω - γύρω στο σαλόνι με το αγγούρι στον κώλο μου. Ένιωθα το κωλαράκι μου να τσούζει και δυσκολευόμουν να κινηθώ προκαλώντας γέλιο στο Μανούσο που κοίταζε ικανοποιημένος την ταπείνωσή μου καπνίζοντας το τσιγάρο του. Πήρε τα τσιγάρα του και τα πέταξε μακριά. Με το νεύμα του μου έδωσε εντολή να τα φέρω. Πήγα στα τέσσερα, τα έπιασα με το στόμα μου και τα πήγα μπροστά του. Τα πήρε και τα ξαναπέταξε στην άλλη άκρη. Πάλι μπουσούλησα με το αγγούρι στον κώλο για να φέρω τα τσιγάρα του Κρητίκαρου.
- «Μπράβο πουστροσκυλίτσα!», μου είπε όταν τα ξαναπήγα.
Τα τράβηξε απ’ το στόμα μου και μου έριξε μια ροχάλα που κύλησε στο πρόσωπό μου. Σηκώθηκε και μου έβγαλε απ’ τον κώλο το αγγούρι με μια απότομη κίνηση που με έκανε να βογκήξω απ’ τον πόνο.
- «Ήσυχα μωρή!», μου είπε ξαναπατώντας το κεφάλι του με το πόδι μου μέχρι να πιάσω πάτωμα.
Έβαλε το πόδι του στην πλάτη μου ωθώντας το σώμα μου να βρεθεί ξαπλωμένο μπρούμυτα στο χαλί. Ένιωθα την ποδάρα του Μανούσου να με πατάει με δύναμη στην πλάτη. Το ερεθισμένο πουλάκι μου πιεζόταν. Γύρισα στο πλάι για να τον κοιτάξω, όπως στεκόταν έτσι όρθιος επάνω μου. Κινώντας με, με το πόδι του με γύρισε δυο τούμπες και με οδήγησε στο χολάκι ξαπλωμένο κάτω. Ήρθε από πάνω μου κι άρχισε να με κατουράει κινώντας την ψωλάρα του και γεμίζοντας όλο το κορμί μου από πάνω μέχρι κάτω. Τα έφερνε για λίγο στο στόμα μου κι ύστερα πάλι στο στήθος, στο πουλάκι μου στα πόδια μου. Όταν άδειασε έφερε τα τσιγάρα, άναψε τσιγάρο, άναψε κι άλλο ένα και μου το έβαλε στα χείλη όπως ήμουν ξαπλωμένος κάτω.
- «Γιατί σε κατούρησα;» με ρώτησε.
- «Γιατί είσαι άντρακλας Αφέντης κι εγώ ένα ταπεινό πουστράκι και είναι τιμή μου που χάρηκα το κατούρημά σου γαμιά Μανούσο» του απάντησα ερεθισμένος από την ταπείνωση που μου πρόσφερε αυτός ο άντρακλας που στεκόταν από πάνω μου καυλωμένος κι έβγαζε τα γούστα του στο κορμάκι μου.
Πήγε στο μπάνιο και τον ακολούθησα, όπως με πρόσταξε. Με έβαλε στη μπανιέρα καθιστό και μπήκε κι εκείνος όρθιος. Πήρε το σαμπουάν και με περιέλουσε. Άρχισε να πλένεται κι εγώ κάτω στα πόδια του πλενόμουν με το νερό που έπεφτε από εκείνον. Βγήκε απ’ το μπάνιο και πήγε πίσω στο σαλόνι γεμίζοντας το σύμπαν με νερά. Βγήκα κι εγώ, σκουπίστηκα καλά και πήγα πίσω στο σαλόνι. Με διέταξε να σταθώ όρθιος στο κέντρο του δωματίου. Απομάκρυνε το τραπεζάκι για να κάνει χώρο κι έμεινα εκεί όρθιος όπως μου είπε.
- «Γιατί γαμιέσαι;», με ρώτησε.
- «Γιατί είμαι πούστης», απάντησα πρόθυμα.
- «Σε ποιον ανήκεις;»
- «Είμαι το πουστράκι του πουτσαρά γαμιά Τάκη», απάντησα με περηφάνια.
Έφερε τη ζώνη του κι άρχισε το σφυροκόπημα. Έπρεπε να παραμείνω όρθιος και να δέχομαι τα χτυπήματα του αρχιδαρά Κρητίκαρου χωρίς μα μου και βογκητά και χωρίς να πέσω. Σε κάθε χτύπημα έπρεπε να μετράω και να εξηγώ γιατί με χτυπάει.
- «Μία, γιατί είμαι πούστης».
- «Δύο, γιατί πίνω χύσια».
- «Τρία, γιατί είσαι άντρακλας Αφέντης και κάνεις ότι γουστάρεις».
- «Τέσσερα, γιατί είμαι σκλάβος της καύλας σου».
Το μέτρημα συνεχίστηκε μέχρι το τριάντα με το κωλαράκι μου να έχει ανάψει, να έχει γίνει κατακόκκινο και να τσούζει απίστευτα. Ο Μανούσος είχε ιδρώσει παρά το μπάνιο και το παλούκι του ήτανε πέτρα από την καύλα.
- σ« Άξιος πούστης!» μου είπε κι έριξε τη ζώνη κάτω.
Κάθισε στην πολυθρόνα και μ’ έβαλε ανάμεσα στα πόδια του με την ψωλάρα του να τρίβεται στα κωλομάγουλα μου. Με αγκάλιασε με τις μπρατσάρες του και με φίλαγε τρυφερά. Με ρώταγε αν είμαι εντάξει και με επιβράβευε για την υπακοή μου γεμίζοντας το κορμάκι μου με τις ροχάλες τους και φιλώντας με παντού. Έτριβα το κωλαράκι μου πάνω στο κοντάρι του ζητώντας το γαμήσι του Μανούσου κι εκείνος εκτόνωνε με την εμπειρία του τον πόνο στο κωλαράκι μου και μ’ έκανε να λιώνω από καύλα εκλιπαρώντας για την πούτσα του. Τα δάχτυλά του άρχισαν να ετοιμάζουν την τρυπούλα μου…
- «Σε λίγο οι αρχιδάρες μου θα σφραγίσουν την τρυπούλα σου Γιάννη» μου ψιθύριζε ανοίγοντάς με, με τα δάχτυλά του.
Με γύρισε και με μια κίνηση με κάρφωσε σιγά - σιγά στο κοντάρι του. Δεν ένιωσα καν πόνο. Μόνο τη βαριά του πούτσα να σφηνώνεται μέσα μου γεμίζοντας την τρύπα μου. Άνοιξα τα κωλομάγουλα μου για να μπει εντελώς μέσα, μέχρι που ένιωσα τις αρχιδάρες του ν’ αγκαλιάζουν την τρύπα μου. Με κρατούσε πάνω του φιλώντας με. Μ’ έπιασε απ’ τα πόδια και με σήκωσε στον αέρα. Με πήγε γαμιώντας στην κρεβατοκάμαρα και κάθισε στο κρεβάτι.
- «Σ’ έχω στην ψωλάρα μου επάνω. Σε γαμώ και πούστη μου σε κάνω!», μου είπε και χύθηκε στο κρεβάτι αφήνοντάς με να χορέψω πάνω στο καυλί του.
Μου χούφτιαζε τα κωλοκάπουλα με τις χερούκλες του ανοίγοντάς τα για να καρφώνεται όλο το παλούκι μέσα.
- «Είσαι άντρακλας Μανούσο. Το κωλαράκι μου είναι δώρο για σένα από τον άντρα μου τον Τάκη. Γάμησε το όσο γουστάρεις!», του είπα, χορεύοντας σαν πουτανάκι ανάμεσα στις μπουτάρες του.
Μ’ ένα σάλτο βγήκε και με πέταξε στα τέσσερα στο κέντρο του κρεβατιού.
- «Σ’ έχω στα τέσσερα γαμιόλη και θα την φας στον κώλο όλη!» μου είπε καρφώνοντας το κοντάρι του με λύσσα όλο μέσα μου.
Αυτή τη φορά ήταν απότομος πολύ. Ούρλιαξα απ’ τον πόνο. Ξαναβγήκε με τη μία όλος έξω.
- «Βόγκα ρε πούστη όσο θες, στον κώλο σου το χώνω, και όσο πιο πολύ βογκάς, τόσο εγώ καυλώνω!» μου είπε και ξανακαρφώθηκε με φόρα μέσα μου μέχρι τ’ αρχίδια.
Μούδιασα απ’ τον πόνο και την καύλα.
- «Πάρε τ’ αρχίδια μου καλά στον κώλο σου αδερφάρα. Είναι μεγάλα και βαριά, μου ‘λεγες με λαχτάρα. Τώρα τον πούτσο μου βαθιά στον κώλο σου καρφώνω, την τρύπα με τ’ αρχίδια μου γαμιόλη σου ταπώνω!»
Ο Μανούσος είπε τη μαντινάδα και την έκανε πράξη με τη μια. Καρφώθηκε με φόρα πάλι μέσα μου και μ’ άρπαξε με απίστευτη δύναμη απ’ τους ώμους και με κάρφωσε ανάμεσα στις μπουτάρες του. Ένιωσα τις αρχιδάρες του να κοπανιούνται στην τρύπα μου. Μου άνοιξε τα κωλομάγουλα, συνέχισε να με κουμαντάρει απ’ τους ώμους κι έδινε ώθηση με το σώμα του μένοντας βαθιά καρφωμένος μέσα μου. Με γαμούσε πολύ βαριά κινώντας τη μέση του με τον ψώλο του σφηνωμένο στο κωλί μου για ώρα. Τραβήχτηκε και μ’ άφησε να πέσω μπρούμυτα εξαντλημένος απ’ τον πόνο και την καύλα. Με γύρισε και πήρε τα πόδια μου πάνω του ανοίγοντάς τα και μπήκε μέσα μου ξεκινώντας ένα λυσσαλέο ασταμάτητο γαμήσι.
Με φίλαγε και με έφτυνε. Το πουλάκι μου έχυνε σαν τρελό κι ο Μανούσος μπαινόβγαινε μέσα μου με δύναμη ξεσκίζοντάς με. Έλιωνε το κορμάκι μου απ’ την καύλα κι ο μουστακαλής Κρητίκαρος γαμούσε ασταμάτητα. Έπιανα με τα χέρια μου την ιδρωμένη κωλάθρα του φέρνοντάς τον πιο μέσα μου κι ένιωθα το αντριλίκι του να με γεμίζει παντού. Με γύρισε στο πλάι και χούφτιαζε τα στηθάκια μου συνεχίζοντας να ταπεινώνει το κωλαράκι μου με τον ψώλαρό του ενώ εγώ άνοιγα όσο μπορούσα για να τον δέχομαι όλο μέσα μου. Με φίλαγε κι ύστερα πάλι έχωνε το ματσούκι του μέσα μου και γλένταγε το κωλαράκι μου ψιθυρίζοντάς μου μπινελίκια μέχρι που σφίχτηκε όλος πάνω μου.
- «Σε γκαστρώνω πουστρόσκυλο!» μου φώναξε πετώντας τα χύσια του μέσα μου.
Λαχανιασμένος και γεμάτος ιδρώτα άραξε στο πλάι κι έκανε τσιγάρο. Πήρα το κοντάρι του στο στόμα μου και το έγλειψα μέχρι να ηρεμήσει τελείως κι ύστερα προσκύνησα με τη γλώσσα μου τα ιδρωμένα του αρχίδια ενώ εκείνος μου χάιδευε τα μαλλιά. Αποκοιμηθήκαμε κι οι δυο και μας ξύπνησε το απόγευμα ο Τάκης.
(Copyright protected OW ref: 44261)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.