Το e-mail μου είναι το:
Ενώ το σώμα ήταν πρόθυμο, ο νους δεν έλεγε να κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Πάλι βάραγε υπερωρίες σκεπτόμενο τα όσα θα έπονταν, σκεπτόμενο την κατάσταση ως έχουσα, εστιάζοντας στα αρνητικά, ως συνήθως. Το συνεπόμενο άγχος και η περισυλλογή δικαιολογημένα περιόρισαν αισθητά τις ώρες ύπνου.
Από το βάθος φάνηκε το τρένο που θα με μετέφερε Θεσσαλονίκη. Το τρένο που θα με μετέφερε σε μια πόλη, όπου θα άλλαζαν πολλά μέσα μου. Σε μια πόλη την οποία θα στιγμάτιζα και θα με στιγμάτιζε με εντελώς ασύλληπτο τρόπο. 10 λεπτά μετά από μια σειρά συνοπτικών διαδικασιών, βρίσκομαι καθισμένος στο αναπαυτικό κάθισμά μου και ενημερώνω τηλεφωνικώς πως όλα είναι οκ για το ταξίδι.
Νιώθοντας σαν ταξιδιώτης από κάποιο παραμύθι, με τη ζωή και τον ενθουσιασμό να κυλάει στις φλέβες του, που ξεκινάει για κάποια περιπέτεια γεμάτη συγκινήσεις, εστίασα το βλέμμα μου στο λαμπερό ήλιο έξω από το παράθυρο. Με το που ξεκινάει το τρένο, ενέτεινα το συναίσθημα αυτό αρχίζοντας να ακούω μουσική. Είμαστε Ένα – Émigré, Steps – Secret Garden και η ελαφρώς επιτυχημένη προσπάθεια να καταπνιχτεί το άγχος από μεγάλες δόσεις θετικότητας και χαλαρότητας ήταν πασιφανής.
Το ταξίδι κύλησε ήσυχα. Μια ταινία στο psp, πολλή μουσική, το σταδιακό αποτελείωμα του φραπέ από το σταθμό και μικρές προσπάθειες ύπνου συνετέλεσαν στο να φτάσει σχετικά γρήγορα και άνετα αυτό το ταξίδι στο τέλος του.
Η αισθητά μεγαλύτερη θερμοκρασία στην πόλη, σε αντίθεση με τη δροσιά του κλιματιζόμενου τρένου, μου ήρθε σαν μια δυσάρεστη πρώτη έκπληξη με το που βγήκα από το τραίνο. Χωρίς όμως να πτοηθώ ούτε δευτερόλεπτο, με τις αποσκευές μου γερά στηριγμένες στους ώμους μου, περπάτησα προς το τέρμα των λεωφορείων, λίγο πιο πέρα από το σταθμό των τραίνων.
Καθώς πέρασα από τον κεντρικό χώρο του σταθμού, απροσδόκητα γλυκιά νοσταλγία με πλημμύρισε σαν είδα το γνωστό και όμορφο αυτό χώρο. Γιατί, όμως; Με εξαίρεση την τελευταία μου επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, οι προηγούμενες ήταν από δυσάρεστες έως αδιάφορες, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Την τελευταία φορά που βρέθηκα ήταν για να περάσω λίγες μέρες με κάτι φιλαράκια. Πράγματι, πέρασα αρκετά καλά, άλλα όχι σε βαθμό να νοσταλγήσω τόσο. Ίσως το λόγω έντονης συναισθηματικής φόρτισης και άγχος άστατο μυαλό μου απλά αντέδρασε έτσι. Ίσως...
Με ταχύ και αποφασιστικό βήμα φτάνω στο τέρμα των λεωφορείων και μετά από κάμποσο ψάξιμο βρίσκω ένα από τα λεωφορεία που θα με οδηγούσαν στον προορισμό μου. Ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τη μεγαλύτερη οργάνωση των αστικών συγκοινωνιών της συμπρωτεύουσας σε σχέση με αυτή του ΟΑΣΑ, βολεύτηκα στο ευχάριστα και ανακουφιστικά κλιματιζόμενο λεωφορείο.
Μερικά λεπτά αργότερα κατέβηκα στη στάση «Κολόμβου», όπου και βρισκόταν το ξενοδοχείο. Λίγο περπάτημα και ψάξιμο μεσολάβησε μέχρι να το βρω, αλλά σύντομα βρισκόμουν μπροστά από τις γυάλινες πόρτες εισόδου του ξενοδοχείου «Ήλιος». Είχα φτάσει στον τελικό προορισμό μου.
Το μυαλό απλά δεν έλεγε να επεξεργαστεί τα πράγματα. Εντελώς μηχανικά έσπρωξα τις πόρτες, ανέβηκα τα σκαλοπάτια, συνεννοήθηκα με τον κύριο στην υποδοχή, πήρα κλειδί, τηλεχειριστήριο τηλεόρασης και κλιματισμού και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου, το δωμάτιο 403. Στο μυαλό μου άρχισε να παίζουν σκηνές από μια πρόσφατη και δυσάρεστη ταινία. Για ακόμα μια φορά τακτοποιούσα τις αποσκευές μου σε καρέκλες και τραπέζια, για ακόμα μια φορά έβγαζα τα ιδρωμένα υποδήματά μου στο άβολα μικρό μπαλκόνι... Για ακόμα μια φορά έκανα τις ίδιες κινήσεις που έκανα ενάμιση σχεδόν μήνα πριν.
Ένα μπάνιο για να φύγει από πάνω μου τόσο η κούραση και ο ιδρώτας του ταξιδιού, όσο και η θολούρα από το μυαλό μου. Με ελαφρώς επαναφορτισμένες τις μπαταρίες μου, του στέλνω μήνυμα να έρθει στο ξενοδοχείο σε μισή ώρα. Ώρα αρκετή για να κλείσω λίγο τα μάτια μου και να ανασυγκροτηθώ. Αυτό και έκανα. Μόνο που δεν το έκανα. Γιατί όταν τα μάτια κλείνουν, το μυαλό δουλεύει διπλά. Η σκηνή που θα λάμβανε χώρα σε μερικά λεπτά έπαιζε ξανά και ξανά στο κεφάλι μου, κάθε φορά ελαφρώς διαφορετική.
Ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα με επανέφερε στην πραγματικότητα. Σα μαγικό ξόρκι, λειτούργησε παυστικά στο μυαλό μου, το οποίο σταμάτησε να σκέφτεται εντελώς εκείνη τη στιγμή. Ανοίγω την πόρτα. Σαν σκηνικά θεάτρου που αλλάζουν στο διάλειμμα, και η παραμικρή αρνητική σκέψη, και η πιο ισχνή συννεφιά που συσκότιζε το μυαλό μου, και η τελευταία ιδέα άγχους εξαφανίστηκαν σαν τον αντίκρισα. Όμορφος. Καλός. Παιδικός. Αγνός. Αληθινός. Αγγελικός.
Με μάτια μισόκλειστα -όχι από τη νύστα, αλλά από την προσπάθεια μου να καταλαγιάσει στο κεφάλι μου η ιδέα πως επιτέλους, μετά από τόσες μέρες, τον είχα κοντά μου- στάθηκα να τον θωρώ εκεί, στην πόρτα, χωρίς να λέω τίποτα. Αυτός με διαπερνούσε ένα σπινθηροβόλο, γεμάτο ζωή και χαρά βλέμμα.
- «Σε ξύπνησα, μωρό μου, ε;», μου είπε, βλέποντας το παράξενο βλέμμα μου.
- «Όχι... Απλά προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πως επιτέλους είμαστε μαζί».
Κατά το ήμισυ, στην αρχή, αμήχανα, κατά το ήμισυ αυθόρμητα, τον τύλιξα σε μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά που γινόταν μόνο πιο σφιχτή καθώς περνούσε η ώρα. Λες και θέλαμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο πως είμαστε μια οπτασία, σφίγγαμε ο ένας τον άλλον στην αγκαλιά του. Τα χείλια μου πρωτοσυνάντησαν τα δικά του και το παραμύθι άρχισε. Ή μάλλον συνέχισε, σε νέο κεφάλαιο. Καρδιές κόρεσαν τον πόθο, σώματα κατεύνασαν τη λαχτάρα.
Το τι ακολούθησε τις 3 μαγικές αυτές μέρες που έμεινα στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τους 2μιση μήνες που κράτησε το όμορφο, αλλά με άδοξο τέλος παραμύθι αυτό είναι κάτι που θέλω να κρατήσω μέσα μου, αλλά και που λίγη σχέση έχει με την ιστορία αυτή. Να ζείτε κάθε στιγμή αγάπης με πάθος, σα να ’ταν η τελευταία σας. Να είστε πάντα καλά.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.