Παρατηρήσεις αποστολέα: Βρισκόμουν στο δωμάτιο κλειδωμένος και ολόγυμνος, βασανιζόμουν με τις σκέψεις μου. Σκεφτόμουν όσα είχαν συμβεί και από τη μια καύλωνα αλλά και από την άλλη ντρεπόμουν και φοβόμουν για το τι θα επακολουθήσει.
Αφού είχα μείνει μέσα για κανένα 20λεπτο, άκουσα βήματα προς τη πόρτα και αμέσως σκεπάστηκα με το σεντόνι του κρεβατιού μου.
- Τι κάνει ο κωλαράκος σου;
μου είπε ειρωνικά η μητέρα μου και ήρθε προς το μέρος μου.
- Όπου να ναι θα γυρίσει ο πατέρας σου και να ετοιμάζεις δικαιολογία, αν και δε νομίζω ότι θα σε σώσει
είπε και γέλασε. Μετά από αυτό έφυγε κλειδώνοντας πίσω της την πόρτα κι εγώ έμεινα ξανα μόνος με τις σκέψεις μου. Μετά από κανένα 15λεπτο άκουσα τη γκαραζόπορτα να ανοίγει και κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε γυρίσει. Η καρδιά μου χοροπηδούσε από την αγωνία Μόλις χτύπησε το κουδούνι έσπευσα στη σιφονιέρα μου και φόρεσα ένα σορτσάκι για να μην με δει ο πατέρας μου το κωλαράκι μου ολοκόκκινο από τις ξυλιές της μαμάς, ελπίζοντας ότι δεν θα του πει τι είχε συμβεί αλλά μάταια. Άκουσα τη φωνή της μητέρας μου μόλις μπήκε μέσα.
- Καλώς τον, πως πήγε το γυμναστήριο;
- Μια χαρά. Που είναι ο μικρός;
αυτά πρόλαβα να ακούσω γιατί μετά πέρασαν στο σαλόνι και δεν μπορούσα. Ο φόβος με κατέκλυε. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτή τη στιγμή η μάνα μου έλεγε στο πατέρα μου τι είχε συμβεί. Μετά από λίγο άκουσα την κλειδαρότρυπα της πόρτας μου να γυρίζει. Ήταν η μητέρα μου.
- Για έλα έξω που σε θέλει ο μπαμπάς σου. Α… τι βλέπω ντύθηκες;
Στην κυριολεξία έσυρα τα πόδια μου και αντίκρισα τον πατέρα μου καθισμένο στο καναπέ με την ιδρωμένη φόρμα του γυμναστηρίου να με περιμένει.
- Τι είναι αυτά που μου είπε η μάνα σου ρε μαλακισμένο; Είσαι αδελφή;
Κοκκίνισα από ντροπή και χαμήλωσα το κεφάλι.
- Λέγε ρε…
και αγριεμένος σηκώθηκε και με άρχισε στις σφαλιάρες μπροστά στη μάνα μου.
- Και έπρεπε να μας κάνεις κι εμάς ρεζίλι στους ξένους ανθρώπους ρε;
μονολογούσε και μου έχωνε χαστούκια.
- Λοιπόν, από εδώ και πέρα, αφού δεν θες να είσαι άντρας, θα είσαι κοριτσάκι να δούμε αν σ αρέσει. Και αυτό θέλω να το αναλάβεις εσύ Μαίρη…
είπε στη μητέρα μου.
- Εσύ μαλακιστήρι θα ακούς τη μάνα σου και θα κάνεις ότι σου λέει για να σε κάνουμε άνθρωπο. Μην ακούσω ότι της φέρνεις αντιρρήσεις γιατί τελείωσες.
- Εντάξει αγάπη μου, είπε η μάνα μου. Πήγαινε να ξεκουραστείς τώρα. Ας’ το πάνω μου και θα στον φτιάξω εγώ του είπε και με κοίταξε.
- Έλα εδώ εσύ,
μου είπε, με έπιασε από το αυτί και με έσυρε στο δωμάτιο μου κλείνοντας τη πόρτα.
- Άκούσες τι σου είπε. Θα κάνεις ότι σου λέω. Μια λοιπόν και θες να είσαι κοριτσάκι, αύριο το πρωί που θα σηκωθείς θα μαζέψεις το σπίτι θα σκουπίσεις και θα πλύνεις τα πιάτα. Αφού τελειώσεις, θα μαζέψεις τα άπλυτα ρούχα και θα τα πλύνεις όλα στο χέρι. Κατάλαβες;
Η επόμενη μέρα έφτασε και αφού είχα γυαλίσει όλο το σπίτι, βρέθηκα σκυμμένος στη μπανιερά να πλύνω τα εσώρουχα των γονιών μου. Από τη μια τα κυλοτάκια τη μάνας μου που η οσμή τους μου προκαλούσε στύση και από την άλλη τα μποξεράκια του πατέρα μου και τις μαύρες μυρωδάτες του κάλτσες, που η μυρωδιά του ήταν εξίσου τέλεια. Η μητέρα μου μόλις ξύπνησε και ήρθε στο μπάνιο.
- Βλέπω έκανες καλή δουλειά στο καθάρισμα. Ελπίζω και στο πλύσιμο, είπε και γέλασε. Λοιπόν αποφάσισα, μου είπε όσο χτένιζε τα μαλλιά της στον καθρέπτη, να σε πάρω σήμερα να πάμε για ψώνια να μου πεις κι εσύ τη γνώμη σου τι λες;
είπε και με κοίταξε.
- Λοιπόν ντύνομαι και φεύγουμε.
Εγώ συνέχισα να πλένω όταν ακούστηκε μια φωνή.
- Φέρε μου τα παπούτσια μου
και έτρεξα να της τα πάω.
- Καλά τι θα γίνει; Έτσι θα έρθεις με το βρακάκι σου; Έλα φόρεσε μου τα και τσακίσου να ρίξεις κάτι πάνω σου.
Μετά από δυο λεπτά, αφού έβαλα ένα σορτσάκι και μια πρόχειρη μπλούζα, πήγα προς το σαλόνι που με περίμενε.
- Φύγαμε έχουμε πολλή δουλειά.
Στο αυτοκίνητο ήταν αμίλητη σαν να είχαν στρώσει τα πράγματα αλλά έκανα λάθος. Μόλις φτάσαμε στο πρώτο κατάστημα, μπήκε μέσα με ένα άνετο ύφος κι εγώ πίσω ακολουθούσα. Αφού δοκίμασε ένα παντελόνι, με ρώτησε αν μου αρέσει και σιγανά είπα ναι. Όμως αυτή νευρίασε και μου άστραψε ένα μπάτσο.
- Μιλά δυνατά…
όλοι στο κατάστημα έμειναν έκπληκτοι από τη συμπεριφορά της δεν έλειψαν βέβαια και τα γέλια από κάποιους.
- Έχετε κάποιο πρόβλημα;
τη ρώτησε η υπάλληλος.
- Ναι από εδώ με το μαλακισμένο…
και της εξιστόρησε δυνατά τι είχε συμβεί. Όλοι γελούσαν μαζί μου και με κορόιδευαν ενώ η μητέρα μου συνέχισε να δοκιμάζει ρούχα. Αφού έγινε αυτό και σε άλλα μαγαζιά με φόρτωσε όλες τις τσάντες σα γαϊδούρι και κατευθυνθήκαμε προς στο αυτοκίνητο, με εκείνη να έχει πολλά νεύρα από τη συμπεριφορά μου, μιας και η ντροπή μου με ανάγκασε να της φέρνω αντιρρήσεις.
- Θα τα πω όλα στον πατέρα σου για σήμερα. Έχεις να φας πολύ ξύλο μόλις πάμε σπίτι.
Ο δρόμος για το σπίτι ήταν μαρτυρικός. Μόλις φτάσαμε, ο πατέρας μου είχε ήδη γυρίσει από τη δουλειά, παρκάραμε και κατευθυνθήκαμε προς τα μέσα.
- Αγάπη μου γύρισα, που είσαι;
και τον αντικρίσαμε να βγαίνει από την κουζίνα.
- Τι έγινε μωρό μου πως πήγε σήμερα; Ήταν υπάκουος;
- Άστα καθόλου. Δεν συμπεριφέρθηκε καθόλου σωστά, δε μου απαντούσε και γενικά ήταν ανυπάκουος. Με κούρασε πολύ.
- Τι σου είπα ρε χθες;
είπε και μου έχωσε ένα χαστούκι.
- Σου αρέσει να τρως ξυλιές μάλλον. Δε με πειράζει καθόλου…
είπε και έβγαλε τη μαύρη δερμάτινη σαγιονάρα του από το πόδι και μονομιάς άρχισε να μου ρίχνει μ’ αυτή στο πρόσωπο. Αφού μου φούσκωσε τη μούρη, έριξε τη σαγιονάρα κάτω και με διέταξε να του τη φορέσω. Υπάκουσα. Μετά με έπιασε από το αυτί και με οδήγησε στο δωμάτιο μου.
- Κάτσε εδώ τώρα και μη διανοηθείς να το κουνήσεις μέχρι το απόγευμα που έχεις φροντιστήριο.
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 72596)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.