- «Τι κάθεσαι παλιόπουστρα; Δεν ξέρεις τη δουλειά σου; Στα γόνατα!»
Έπεσα αμέσως στα γόνατα, όπως με διέταξε.
- «Μπράβο πουστράκο! Τώρα, επειδή είμαι στις καλές μου, θα σε αφήσουμε να κάνεις εσύ παιχνίδι με τον μικρό από δω. Αν θες να ανέβεις και να αρχίσεις την ιππασία, ή να κάτσεις στα τέσσερα και να αναλάβει αυτός. Αλλά να ξέρεις ότι δεν έχει ξαναγαμήσει… λοιπόν τι θες;»
Φυσικά αποφάσισα να τον καβαλήσω εγώ και έτσι όπως ήταν μισοξαπλωμένος στον καναπέ ανέβηκα πάνω του, κεντράρισα το παλούκι του στον κώλο μου και κάθισα σιγά - σιγά πάνω του. Ήταν πολύ χοντρό και ατελείωτο. Προσπαθούσα να μείνω χαλαρός και να το σπρώχνω μέσα μου αργά. Μόλις έφτασα στο τέρμα σταμάτησα να ηρεμήσω και να το συνηθίσω.
Ήθελα να ουρλιάξω από τον πόνο και κρατιόμουν με το ζόρι… Είχα μουδιάσει ολόκληρος. Νόμιζα ότι θα μου έσπαζε ο κώλος από την πίεση. Οι άλλοι γύρω μου χαχάνιζαν και σφύριζαν:
- «Πω πω! Τι γαμιόλι είναι αυτό; Με τη μία τον πήρε όλο μέσα. Είσαι μεγάλη πούστρα! Ξεκώλι!», και άλλα πολλά.
Ο Κώστας όπως καθόταν δίπλα μου έσκυψε και δοκίμασε να μου βάλει δάχτυλο.
- «Τέντα! Απόλυτα εφαρμοστό… Άντε κι εσύ λούγκρα, κουνήσου!», είπε και μου έδωσε μια δυνατή στα κωλομάγουλα.
Άρχισα να κουνιέμαι πάνω στο παλούκι που με είχαν καρφώσει. Ο πόνος ήταν τεράστιος. Προσπαθούσα να κάνω συσπάσεις με τον κώλο, για να τον κάνω να χύσει χωρίς να χρειαστεί να κάνει απότομες κινήσεις, οι μεγάλοι συνήθως χύνουν γρήγορα, όμως του κάκου… Αυτός με άρπαξε απ’ τα καπούλια και άρχισε να με χορεύει πάνω στον πούτσο του. Άρχισα να φωνάζω:
- «Σε παρακαλώ… Σταμάτα! Πονάω! Μη! Δεν αντέχω άλλο…»
Αλλά αυτός συνέχιζε. Έτσι όπως με είχε καρφωμένο με γύρισε στο πλάι. Τον βοήθησε ο Κώστας και με έβαλαν ανάσκελα, κολλημένο στη γωνία του καναπέ. Ήρθαν και οι άλλοι για να βλέπουν καλύτερα. Κρατούσαν τα πόδια μου ανοιχτά στο πλάι. Ο Σταμάτης έπιασε την πλάτη του καναπέ και άρχισε να καρφώνεται με δύναμη. Δεν άντεξα άλλο και άρχισα να ουρλιάζω με δύναμη. Οι άλλοι γελούσαν παροτρύνοντας το ‘μικρό’:
- «Έτσι μπράβο! Ξεκώλιασε τον, τον πούστη!»
Είχα χάσει τον έλεγχο. Ο άλλος μπαινόβγαζε το παλούκι του, ξεσκίζοντας με. Ένιωθα μαζί με το παλούκι του να φεύγουν τα σωθικά μου. Από τις φωνές μου άρχισαν να χτυπάνε την πόρτα από τα διπλανά δωμάτια. Ο Τόνι άνοιξε αδιάφορα, και στους δυο - τρεις που μπήκαν μέσα, με έδειξε λέγοντας:
- «Τίποτα. Γαμάμε έναν πούστη που του αρέσει το φωναχτό».
Κάτι είπαν μεταξύ τους αλλά δεν μπορούσα να παρακολουθήσω. Ένιωθα να χάνω τις αισθήσεις μου. Αυτός άρχισε να καρφώνεται έξαλλος με δύναμη και να χύνει. Η ξεσκισμένη τρύπα μου πλημύρισε με άφθονο καυτό σπέρμα. Έχυνε για ώρα… και όταν τραβήχτηκε ένιωσα κρύο αέρα να μπαίνει μέσα μου.
Με έπιασαν και με έβαλαν να κάτσω στα γόνατα. Το σπέρμα κυλούσε από την τρύπα μου στα πόδια και το πάτωμα. Ο Σταμάτης μου έχωσε το καυλί του στο στόμα, για να το καθαρίσω, ενώ οι άλλοι άρχισαν να μιλάνε φωναχτά:
- «Επειδή είσαι μια μεγάλη ξεκωλιάρα πουτάνα, ενώ γεννήθηκες με αρχίδια, πρέπει να τιμωρηθείς αυστηρά!», είπε ο Κώστας.
Πήρε το σκοινί της μπουγάδας και μου έδεσε τα χέρια με τα πόδια, έτσι που οι παλάμες μου να πιάνουν τις φτέρνες μου. Έτσι όπως ήμουν ένιωθα τον κώλο μου τελείως ορθάνοιχτο, να στάζει ακόμη. Αφού σχολίασαν την τρυπάρα μου κάποιος πήρε από το ψυγειάκι ένα μπουκάλι παγωμένο νερό και το άδειασε μέσα στην τρύπα μου.
Η αίσθηση του παγωμένου νερού να χύνεται χύμα μέσα στην τρύπα με ανατρίχιασε και άρχισα να τους παρακαλάω να σταματήσουν, σταμάτησαν μόνο αφού το άδειασαν όλο. Ο Τόνι πήρε από το μπάνιο ένα μπουκάλι αφρού ξυρίσματος και μου τον έχωσε στην τρύπα, έτσι για να πάρει το σχήμα… Ξαφνικά μια ζώνη προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στον κώλο μου.
- «Θα μετράς τις βιτσιές και θα λες τι γαμημένη πούστρα που είσαι… και θα με ευχαριστείς για τις περιποιήσεις μου!», μου φώναξε ο Κώστας.
- «Μάλιστα Αφέντη… Μία βιτσιά γιατί είμαι μια ξεκωλιάρα γαμημένη πούστρα Αφέντη. Ευχαριστώ. Δύο… γιατί είμαι μια ξεκωλιάρα γαμημένη πούστρα Αφέντη, ευχαριστώ!»
Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τις είκοσι. Ο κώλος μου έκαιγε από τις βιτσιές, ενώ κάθε φορά που η ζώνη χτυπούσε το μπουκάλι και το τράνταγμα χτυπούσε μέχρι βαθιά στον πάτο μου, πεταγόμουν απ’ τον πόνο. Μετά τον Κώστα ανέλαβε ο Τόνι, για να με βάλει πάλι να μετρήσω μέχρι το είκοσι. Ακολούθησε ο Γιάννης, ο ντράμερ. Αυτός, παρατηρώντας πως αντιδρούσα όταν η ζώνη χτυπούσε το μπουκάλι, επικέντρωσε εκεί τα χτυπήματα, και σαν ντράμερ αυτά ήταν τρομερά.
Δεν άντεξα πάνω από δέκα και έβαλα τα κλάματα. Αντί όμως να συγκινηθούν έβαλαν το Σταμάτη να μου χώσει τη μάνικα του στο στόμα, για να μην ακούγομαι και συνέχισαν. Φαίνονταν ήδη άγρια καυλωμένοι. Γρήγορα σκέφτηκα θα με γαμήσουν και θα τελειώσει το μαρτύριο. Όμως αυτοί δεν φαινόταν να σκοπεύουν να με αφήσουν έτσι εύκολα…
Το τέρας του Σταμάτη μετά από αρκετό τσιμπούκι φαινόταν πάλι έτοιμο για δράση. Τράβηξαν το μπουκάλι, κάποιος πήρε την αλοιφή και άρχισε να μου μαλάζει την τρύπα, βάζοντας 3τρία - τέσσερα δάχτυλα. Οπότε έκαναν νόημα στο Σταμάτη να αφήσει το στόμα μου και να αναλάβει ξανά την άλλη μου τρύπα. Μετά από τόσο χτύπημα, ακόμη και το σφυροκόπημα του Σταμάτη στην τρύπα μου ήταν προτιμότερο.
Με ξεκώλιασε για αρκετή ώρα, αδιαφορώντας για τις φωνές μου, μέχρι που έχυσε ξανά. Στο μεταξύ ένας - ένας όλοι πέρασαν από το στόμα μου. Όταν ο Σταμάτης τελείωσε, ο Τόνι που τον είχα στο στόμα μου εκείνη την ώρα, τραβήχτηκε και με ρώτησε:
- «Τι προτιμάς; να ξαναρχίσουμε το κόλπο με το μπουκάλι και τη ζώνη ή να σε γαμήσουμε όλοι μαζί, όπως γουστάρουμε;»
- «Να με γαμήσετε όλοι μαζί, όπως γουστάρετε. Γαμήστε με αλλά μη με μαστιγώνεται άλλο παρακαλώ…»
- «Μάγκες, το πουστράκι δεν έστρωσε. Ακόμη να το γαμήσουν παρακαλάει. Ε, πριν συνεχίσουμε την εκπαίδευση… ας του κάνουμε το χατίρι…»
Με έλυσαν και με έβαλαν να κάτσω πάνω στο ορθωμένο καυλί του Κώστα, που περίμενε καθισμένος στον καναπέ. Κάθισα με την πλάτη γυρισμένη στον Κώστα, έτσι που μπορούσα να δω το σκηνικό. Οι ζώνες πεταμένες σε μια γωνία, μαζί με το μπουκάλι, ο Σταμάτης ξαπλωμένος στο κρεβάτι να χαϊδεύει το μαρκούτσι του, που επιτέλους ήταν πεσμένο, και στη μισάνοιχτη πόρτα δύο άσχετοι, από τα διπλανά δωμάτια να χαζεύουν το θέαμα, χαϊδεύοντας τα καυλιά τους, που φαινόντουσαν καθαρά κάτω από τα σορτς που φορούσαν.
Ο Κώστας με έπιασε από τα καπούλια και άρχισε να με ανεβοκατεβάζει πάνω στον πούτσο του. Το χοντρό 18άρι του άλλες φορές θα με είχε ξεσκίσει, όμως μετά τον Σταμάτη μπαινόβγαινε άνετα. Σε λίγο βλέπω να έρχεται αυτός που πρώτος είχε μπει να ρωτήσει τι γινόταν, όταν με γάμησε την πρώτη φορά ο Σταμάτης, κρατώντας μια αλοιφή.
Ο Κώστας βγήκε, αλλά συνέχισε να με κρατάει στον αέρα. Ο Τόνι πήρε την αλοιφή και άρχισε να την απλώνει στον κώλο μου. Ήταν με ξυλοκαΐνη και κάποιο δυνατό αναισθητικό, γιατί αμέσως ένιωσα τον κώλο μου να μουδιάζει.
- «Έτσι πουστράκο θα σε γαμάμε χωρίς να μας παίρνεις τα αυτιά... Κώτσο, ας τον να σε πάρει πίπα για κανένα δεκάλεπτο και μετά ξαναρχίζουμε…»
Η αλοιφή ήταν όντως αποτελεσματική. Ο πόνος από το γαμήσι του Σταμάτη, αλλά και από τις βιτσιές του Γιάννη εξαφανίστηκε. Μετά από λίγο, όταν βεβαιώθηκαν ότι η αλοιφή είχε απορροφηθεί πλήρως, με ξανακάθισαν όπως πριν στο καυλί του Κώστα. Ο Κώστας με κάρφωσε μέχρι τέρμα και μου κρατούσε τα πόδια ανοιχτά.
- «Πονάς;», με ρώτησε.
- «Μα ούτε και πριν πονούσα…», του απάντησα.
Ο Τόνι παίζοντας το καυλί του στάθηκε μπροστά μου. Έκανα να ανοίξω το στόμα για να τον πάρω πίπα, αλλά αυτός με έσπρωξε πάνω στον Κώστα και έχωσε το καυλί του στον κώλο. Ααχ, αυτό πόνεσε, αλλά η αλοιφή ήταν δραστική. Σε λίγο άρχισαν να με γαμάνε και οι δύο συντονισμένα, πότε βάζοντας και βγάζοντας τα καυλιά τους ταυτόχρονα και πότε εναλλάξ. Με κάρφωναν λες και γαμούσαν ένα ζώο.
Σε λίγο, αυτός με την αλοιφή, ανέβηκε πάνω στον καναπέ και μου έχωσε το καυλί του στο στόμα, έτσι για να μην ακούγομαι… Μετά απ’ αυτούς, ήρθαν άλλοι τρεις και μετά ξανά και ξανά… Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου… Προσέφερα τις τρύπες μου στις πούτσες των καυλωμένων γαμιάδων μου χωρίς να μπορώ ούτε καν να καταλάβω ποιος γαμούσε ποιαν τρύπα.
Κάποια στιγμή οι άλλοι σταμάτησαν. Ο Σταμάτης, που τόση ώρα δεν ήταν ξαπλωμένος, μου με πήρε και με έριξε στο κρεβάτι, με γάμησε ιεραποστολικά και μόλις έχυσε έπεσε δίπλα μου για να κοιμηθεί.
Κοίταξα το ρολόι μου.. κόντευε πέντε το πρωί. Επί έξι ώρες με γαμούσαν ασταμάτητα, δεν ξέρω πόσοι… Ο Τόνι με τον Κώστα ήταν καθισμένοι στον καναπέ και φαινόταν να τους είχε πάρει ο ύπνος. Οι άλλοι είχαν φύγει. Σηκώθηκα κι εγώ να ντυθώ και να την κάνω, όταν ο Τόνι με άρπαξε από το χέρι.
- «Για πού το έβαλες πουστράκο;»
Με έβαλε να ξαπλώσω δίπλα στον Σταμάτη και με το μπουγαδόσκοινο μου έδεσε τα χέρια για να μην φύγω. Δεν είχα το κουράγιο να αντισταθώ.. κάθισα υπάκουα να με δέσει και μετά κοιμήθηκα.
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 8635)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.