Το e-mail μου είναι το:
Όχι έρωτα δεν κάναμε. Τρέχαμε από φίλο σε φίλο και από παράσταση σε παράσταση. Κατόπιν έφυγα για Κωνσταντινούπολη, για να συναντήσω τον Μουράτ, που ο πατέρας του είχε ένα από τα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά γραφεία της Πόλης και με τον οποίο είχαμε συναντηθεί στην τάξη Αγγλικών του Concordia στο Μόντρεαλ και είχαμε γίνει φίλοι. Ο ίδιος, μετά ένα χρόνο είχε γυρίσει πίσω για να αναλάβει το γραφείο του πατέρα του, αλλά καταφέραμε να κρατήσουμε επαφή όλα αυτά τα χρόνια.
Έφτασα βράδυ στην Πόλη. Ο Μουράτ με πήρε από το αεροδρόμιο και πήγαμε να φάμε σε ένα ωραίο εστιατόριο στο Πέρα. Μετά με άφησε στο ξενοδοχείο μου. Την επόμενη μέρα μου έβγαλε εισιτήριο με το λεωφορείο για Κουσάντασι, με πήγε με το αμάξι του στο σταθμό και με κατευόδωσε σαν ένας υπέροχος οικοδεσπότης. Χάρηκα που τον είδα μετά τόσα χρόνια και του είπα ότι θα τα ξαναπούμε πάλι στην επιστροφή μου στην Πόλη.
Έφτασα στο Κουσάντασι μετά δέκα ώρες ταξίδι, λιωμένος από την ζέστη. Η πόλη εντελώς τουριστική, χωρίς καμία ιδιαιτερότητα. Έκατσα μόνο ένα βράδυ και το επόμενο πρωί έπαιρνα το πλοίο και πέρναγα στην Σάμο.
Ήταν ο μόνος τρόπος να μπω Ελλάδα χωρίς να περάσει το διαβατήριο μου από το κομπιούτερ, οπότε θα με έστελναν πακέτο στο στρατό, μιας που ήμουν λιποτάκτης. Μπήκα στο παλιό λεωφορείο, που τέτοια συναντούσες ακόμα μόνο στα νησιά και στα απομακρυσμένα χωριά της επαρχίας και κατευθύνθηκα προς τον Μαραθόκαμπο που με περίμενε ο πολύ καλός μου φίλος ο Ηλίας, από το Μόντρεαλ, που είχε πάει κι αυτός στο νησί του για διακοπές, μια που είχε δύο χρόνια να δει τους γονείς του. Με πλησίασε ο εισπράκτορας και βγάζοντας τις δραχμές που είχα κρατήσει σε ένα κουτάκι κλεισμένες, όλα αυτά τα πέντε χρόνια, για να του πληρώσω το εισιτήριο, τις μετράω και συνειδητοποιώντας ξαφνικά που είμαι, μόλις που πρόλαβα να στρέψω το πρόσωπο μου προς το τζάμι, προτού ένας υδάτινος καταρράκτης καλύψει τα πάντα.
Σιχαίνομαι όταν πρέπει να αντικρύσω τους φίλους με κατακόκκινα μάτια. Χάρηκα όμως που περάσαμε μαζί μια υπέροχη βδομάδα στο νησί του, χαζεύοντας τους φαντάρους και κάνοντας τους καμάκι στην παραλία, προτού πάρω το πλοίο της γραμμής και κατευθυνθώ προς τον Πειραιά, όπου έφτασα μετά από δώδεκα ώρες ταξίδι.
Χτύπησα το κουδούνι δειλά. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα αυτή άνοιξε διάπλατα και καθώς ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τον πατέρα μου, αυτός έκπληκτος έβγαλε μια κραυγή, άνοιξε τα χέρια του διάπλατα και φώναξε, «γύρισες Βασίλη μου;» (το όνομα του αδερφού μου, που σπούδαζε ακόμη στην Ρώμη).
Όχι δεν είχα καμιά ομοιότητα με τον αδερφό μου και ναι, κουτούλησα στην πόρτα του ασανσέρ, καθώς κάνοντας επιτόπου στροφή απότομα, ο γνωστός καταρράκτης με πρόδωσε την πιο κρίσιμη στιγμή και έχασα το φως μου.
Οικογένεια πάστα Φλώρα.
Δεν ξέχασα ποτέ εκείνη την Κυριακή στα δέκα μου χρόνια. Ήταν η μοναδική μέρα της βδομάδας που καθόμασταν και τρώγαμε όλοι μαζί. Εκείνη την Κυριακή λοιπόν είχαμε μακαρονάδα με κιμά, που ήταν ένα από τα αγαπημένα μου φαγητά. Κάποια στιγμή σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Τρομοκρατήθηκα! Μου φάνηκαν σαν τρεις ξένοι. Ένα ρίγος με διαπέρασε καθώς σκέφτηκα ότι ίσως νάμουν υιοθετημένος. Αλλά πάλι. δεν μπορεί. τους μοιάζω τόσο πολύ σκέφτηκα…
Ηρέμησα κάπως, αλλά η απορία έμεινε μετέωρη μέχρι να απαντηθεί δεκαετίες αργότερα. Μα πως δεν τόχα σκεφτεί πιο μπροστά; Εμείς διαλέγουμε το περιβάλλον που θα ανατραφούμε. Εμείς υιοθετούμε την οικογένεια που θα μας μεγαλώσει και όχι το αντίθετο.
Είμαι αυτός που είμαι σήμερα, γιατί ανατράφηκα από αυτή την οικογένεια. Προφανώς χρειαζόμουνα όλο αυτόν τον απίστευτο πόνο για να ωριμάσω. Και επειδή φαίνεται αυτός δεν θάταν αρκετός για να γίνει η δουλειά σωστά, προστέθηκε και η ομοφυλοφιλία μου. Και έτσι το πλοίο θα έσχιζε πια με δύο τουρμποκινητήρες την θάλασσα του πόνου.
Και όταν ο Κύριος αισθάνθηκε ότι ολοκλήρωσε το έργο του, στράφηκε να φύγει. Και ξαφνικά κοκάλωσε... γύρισε πίσω και κοίταξε προσεχτικά το δημιούργημα του. Μετά με μια αποφασιστική κίνηση έγειρε ξανά πάνω από το έργο του και έκοψε ένα μικρό κομμάτι. Με ένα αχνό χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο του, γύρισε πια και έφυγε.
Merciful God. Δεν ξέρω γιατί με έχει αγαπήσει τόσο. Αλλιώς δεν εξηγείται πως εμένα δεν με προίκισε με ένα εικοσάρη πούτσο, όπως τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Βλέπετε αυτοί οι extra πέντε πόντοι ίσως να ήταν αρκετοί για να πνίξουν το δημιούργημα του στο πηγάδι της αλαζονείας. Και δεν θέλαμε να το επιτρέψουμε αυτό να συμβεί. Έτσι δεν είναι Κύριε;
Όχι βέβαια, σίγουρα δεν θέλαμε να το επιτρέψουμε. Βέβαια η μάχη είναι πολύ δύσκολη. Η αλαζονεία δεν είναι εύκολος αντίπαλος. Ούτε βέβαια και η οργή που κρύβω μέσα μου και μου με στρέφει συνέχεια να ερωτοτροπώ με το κακό, χωρίς τουλάχιστον να με τρομάζει πια, όπως συνέβη την πρώτη φορά που το αντίκρισα κατάματα στον καθρέπτη, είκοσι χρόνια πριν. Ο άνθρωπος οφείλει να αγωνίζεται μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του για το καλύτερο. Αν σταματήσει, εκφυλίζεται και τα αποτυπώματα του χάνονται στον αέρα της ερήμου.
Εν τω μεταξύ ο Σπύρος τα είχε φτιάξει με ένα πολύ γλυκό άνθρωπο, που όποτε μπορούσε ανέβαινε και τον έβλεπε στο Άγιο Όρος, όπου ο ίδιος έκανε το αγροτικό του, ζώντας στο κελλάκι του κοντά στις Καριές, σαν ένας καλόγερος ανάμεσα στους υπόλοιπους. Λάτρευε το μέρος, όπως το λάτρεψα και γω όταν τον επισκέφτηκα για δέκα μέρες, στο ερημητήριο του. Προηγουμένως με είχε φιλοξενήσει ο νέος του φίλος ο Ανδρέας στην Αθήνα. Δεδομένου ότι δεν κάναμε τίποτα με τον Σπύρο εκείνο το καλοκαίρι, είχαμε γίνει μια υπέροχη οικογένεια οι τρεις μας! Βέβαια ήταν φανερό ότι στην σχέση τους, όπως και στην πρότερη δική μου με τον Διονύση, τους έδενε η συντροφικότητα, αλλά όχι το πάθος. Ουπς.
Οι διακοπές μου τέλειωναν και γω πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Πειραιάς - Σάμος, Σάμος - Κουσάντασι, Κουσάντασι - Πόλη, Πόλη - Λονδίνο, Λονδίνο - Τορόντο.
Για να ανακαλύψω μόλις γύρισα πίσω, ότι στις αρχές του καλοκαιριού είχε αλλάξει ο νόμος και θα μπορούσα να είχα πάει κατευθείαν στην Αθήνα χωρίς τον φόβο να με συλλάβουν.
Ο well. Το ταξίδι που λέει και ο ποιητής.
Ο δεύτερος χρόνος στο Τορόντο κύλησε ήρεμα, με δουλειά στο εστιατόριο, κάβλες και καθημερινή σχεδόν προπόνηση με την ομάδα water polo του πανεπιστημίου και προετοιμασία του project μου για το μεταπτυχιακό μου, που ήταν η συγγραφή σεναρίου μιας εικοσάλεπτης ταινίας και το γύρισμα της. Τώρα πια έμενα στο κέντρο του Τορόντο, σε ένα υπέροχο τεσσάρι, με συγκάτοικο ένα φίλο gay σκηνογράφο, που δούλευε στην Καναδική τηλεόραση και που με δίδαξε τι σημαίνει δημιουργικό χάος. Όπως ας πούμε, να μπαίνεις στο σαλόνι σου και νάνε όλα ανάκατα και συ να μην θέλεις να αγγίξεις τίποτα, γιατί όλα μοιάζουν να είναι πεταμένα έτσι από μια ανώτερη δύναμη, με απίστευτο γούστο και γνώση του όμορφου.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 91 είχα τελειώσει το σενάριο και είχα βρει τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες από το πανεπιστήμιο, που θα με βοηθούσαν στο γύρισμα της ταινίας. Όλα πηγαίνανε μια χαρά εγώ όμως ένοιωθα ότι είχα χάσει το παιχνίδι. Πλησιάζανε τα Χριστούγεννα και ο άνθρωπος που ήθελε να κατακτήσει το Hollywood, αντί να πάει Δυτικά, έβγαλε εισιτήριο για Αθήνα και όταν έφτασε με το καλό εκεί, χαιρέτησε τους φίλους του και δυο μέρες μετά έφυγε ασθμαίνοντας για το Άγιο Όρος. Και εκεί άφησε πια την ψυχή του να πετάξει ψηλά, καθώς τα όνειρα του για μια διεθνή καριέρα τάπαιρνε το ρυάκι και τα ξέβρασε στη μαυροθάλασσα του Άθωνα, που τάκρυψε στην αγκαλιά της, μέχρι νάρθει ο Χρόνος να τα πάρει στη χούφτα του και να τα ξαναφυσήξει απαλά μες στη ψυχή και το μυαλό μου.
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 91 ουσιαστικά εισήλθαμε στην τρίτη και τελική περίοδο της μακροχρόνιας σχέσης μας και σε αυτό το υπέροχο βουνό, τολμώ να πω ότι έζησα τις πιο μαγικές στιγμές της ζωής μου.
Δεν υπήρξε μια μέρα και μια νύχτα που να ήταν ίδια με την προηγούμενη, καθώς εγώ ξαπλωμένος στο μιντέρι γυμνός, με τον ίδιο να με κρατάει αγκαλιά από πίσω, ακουμπώντας την πλάτη του στα μαξιλάρια που τον χωρίζανε απτή χτιστή την σόμπα που ζέσταινε όλο το καθιστικό, ατενίζαμε έξω από την τζαμαρία το πούσι να κατεβαίνει αργά και να καλύπτει σαν πέπλο όλη την απέναντι πλαγιά.
Για να ακολουθήσει την επόμενη νύχτα το χιόνι που κάλυψε τα πάντα και όπου, μέσα στην άκρα σιωπή μας βρήκε το χάραμα να παρακολουθούμε αγκαλιασμένοι τις νιφάδες που ακολουθούσαν ακούραστα τον αέναο χορό τους, μετά από άλλη μια νύχτα απίστευτου έρωτα
Για να έρθει ζηλόφθονα την επόμενη το ουρλιαχτό του αέρα και η βοή της ανταριασμένης θάλασσας, που διέσχιζε έξι χιλιόμετρα δάσους και ερχόταν σαν γλυκιά μουσική να χαϊδέψει τα αυτιά μας , καθώς την ακούγαμε αγκαλιά, ξαπλωμένοι στο μιντέρι, αποχαυνωμένοι από την απίστευτη ομορφιά αυτού του κόσμου, μετά από άλλη μια νύχτα μαγικού έρωτα, να μας διηγείται...
...ξανά και ξανά, νύχτα με την νύχτα, αρχαίους θρύλους πόνου και αγάπης, μέχρι που με βαριά καρδιά ήρθε η μέρα που έπρεπε να ξεκινήσω το ταξίδι του γυρισμού. Μόνο όμως αφού της υποσχέθηκα ότι σύντομα θάμουν πάλι κοντά της. Γιατί η θάλασσα ήταν πάντα η πιο γλυκιά μου αγαπημένη και μόνο σαυτήν θα μπορούσα να εμπιστευτώ το φύλαγμα των ξεχασμένων ονείρων μου.
Και το επόμενο καλοκαίρι κράτησα την υπόσχεση μου και κάθε πρωί έτρεχα σαν μικρό παιδί να χαθώ πλατσουρίζοντας στη δροσερή της αγκαλιά. Και μετά από οκτώ ώρες ψαροντούφεκο στα παρθένα νερά της Καλιάγρας και αφού καθάριζα τα 6-7 κιλά των ψαριών και τα τρία-τέσσερα χταπόδια που έβγαζα κάθε μέρα, τα έριχνα στο σάκο μου μαζί με την πετσέτα μου, την μάσκα, τα βατραχοπέδιλα και το ψαροντούφεκο μου και έπαιρνα σιγά -σιγά το δρόμο προς το καλυβάκι μας, όπου έφτανα αργά το απόγευμα μετά από πενήντα πέντε λεπτά αναρρίχησης μέσα στο άγριο δάσος.
Και καθώς με αντίκριζε να περνάω το πορτάκι της αυλόπορτας, το πρόσωπο του έλαμπε ολόκληρο, άφηνε την τσάπα καταγής, άνοιγε τα χέρια του διάπλατα και γω πετώντας τα πάντα έτρεχα να χαθώ μες στην αγκαλιά του. Και εκείνες τις στιγμές ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνδρας αυτού του ψεύτικου ντουνιά. Και μετά, καθώς εγώ μάζευα τα κλαδιά για να ανάψω την φωτιά και να ψήσω τα ψάρια , εκείνος έκανε μια βόλτα στον κήπο και σε ελάχιστα λεπτά είχε κορφολογήσει μια αγκαλιά στύφνα , που τα πέταγε μέσα στο βραστό νερό και τάβγαζε μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Μέχρι εκείνος να στρώσει το τραπέζι, είχα κάνει τον γύρο και είχα μοιράσει τα ψημένα ψάρια στα γεροντάκια που ζούσαν στα κοντινά κελιά, μια που φτάνανε για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι και όχι μόνο εμείς οι δύο.
Παράδεισος; Για μένα ναι αυτός ήταν ο παράδεισος. Αυτοί οι τρεις μήνες του καλοκαιριού του 92 στο Άγιο Όρος. Αλλά δεν θέλω να ξαναπάω ποτέ μου εκεί. Βλέπετε όταν τον Παράδεισο τον έχεις συνδέσει με ένα συγκεκριμένο άτομο, οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια επιστροφής εκεί, μόνο πόνο μπορεί να σου προξενήσει. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπόρεσα να επιστρέψω ποτέ στο Λονδίνο, μετά τον θάνατο του Διονύση, έντεκα χρόνια πριν.
Όπως και δεν ξαναεπέστρεψα ποτέ στο Άγιο Όρος, μετά το τέλος του αγροτικού του Σπύρου και την αναχώρηση του από εκεί, για την συγκατοίκηση μας στην Αθήνα που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Γιατί ήταν προδιαγεγραμμένο πια. Ήξερα ότι τελειώνοντας το πανεπιστήμιο θα γύρναγα πίσω για να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Μία και καλή.
Τον Σεπτέμβριο του 92 γύρισα στο Τορόντο για να ολοκληρώσω την ταινία μου. Δούλεψα τους επόμενους μήνες ολοκληρώνοντας τo montage και λύνοντας διάφορα προβλήματα που είχανε προκύψει. Την Άνοιξη του 93 τελειώνοντας με την ταινία και το μεταπτυχιακό μου, κλείστηκα στην τεράστια βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου επί τρεις μήνες για να διαβάσω όλα τα βιβλία που ήθελα πάντα να διαβάσω και που ποτέ δεν είχα χρόνο να το κάνω και αποχαιρέτησα τους πολίστες του York και τις φίλες τους, με ένα αξέχαστο δείπνο, που όμοιο του δεν έχω ξαναμαγειρέψει ποτέ.
Ξεκίνησα να μαγειρεύω τριανταέξι ώρες πριν το δείπνο, έξι κυρίως πιάτα και έξι σαλάτες, ικανά να θρέψουν σαράντα πέντε άτομα. Και βγήκαν όλα τόσο όμορφα, που ο πιο αθώος και sexy πολίστας, μου είπε ενώπιον όλων , ότι αν ήταν gay δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί καλύτερο άνδρα για να μοιραστεί την ζωή του.
Είπαμε, ο έρωτας περνάει πάντα από το στομάχι!
Εμ τι περίμενα; Ήμουν ο μόνος χωρίς γκόμενα εκεί μέσα... Δεν ήταν τόσο χαζοί για να μην καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Πάντως η αλήθεια είναι ότι εγώ εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα πολύ υπερήφανος. Αν μη τι άλλο, κατάφερα να γίνω στο τέλος, όντως ένας πολύ καλός μάγειρας Ελληνικής παραδοσιακής κουζίνας! Έτσι, για να μην πάει χαμένη και η πράσινη κάρτα που πήρα σαν τέτοιος.
Σαν Καναδός υπήκοος πια, πήγα στρατό για έξι μόνο μήνες. Απολύθηκα από το Μανταμάδος, στη Μυτιλήνη και αυτό οφείλεται για άλλη μια φορά, σε μια μη ξεκάθαρη ευχή. Ζήτησα από τον Θεό να με στείλουν σε νησί, μια που λάτρευα τόσο πολύ την θάλασσα, αλλά ξέχασα να ζητήσω να έχω και θέα προς αυτή. :-)
Και έτσι με έφαγαν οι μύγες και τα κουνούπια από το σφαγείο δίπλα στο στρατόπεδο, πάνω στο άγονο και αφιλόξενο βουνό, χαμένος στο πουθενά, με μόνη συντροφιά τον Άγιο να με κοιτάζει απορημένα από την ματωβαμμένη του εικόνα.
Έχετε και σεις την αίσθηση ότι κάποιος γελάει συνεχώς μαζί σας, μετά απόλες τις υπέροχες ευχές που κάνετε;
Γύρισα στην Αθήνα και έψαξα σε όλες τις περιοχές για να βρω ένα ωραίο διαμέρισμα για τον Διονύση. Τελικά κατέληξα σε ένα ωραίο ρετιρέ στους Αμπελοκήπους, το ενέκρινε και αυτός, αγόρασε όλα τα ηλεκτρικά είδη και καθώς εγώ το επίπλωσα, μου το έκανε δώρο. Και για τα επόμενα χρόνια, μέχρι που έφυγε από αυτό τον κόσμο, ερχόταν κάθε καλοκαίρι και ένα μήνα κάθε χειμώνα και έμενε μαζί μας.
Τον σκέφτομαι ακόμα σχεδόν καθημερινά και ακόμη δεν έχω ξεπεράσει τις ενοχές μου που δεν μπόρεσα ποτέ να τον αγαπήσω τόσο όσο κατάφερε αυτός να με αγαπήσει.
Πηγαίναμε συχνά τα Σαββατοκύριακα στο εξοχικό της Σταρ. Λάτρευε τα θαλασσινά και οι ψαράδες της τα φέρνανε σαν δώρο με τους κουβάδες. Την αγαπούσαν πολύ... Πείνες, στρείδια και μύδια, όλα ολοζώντανα και πάντα σερβιρισμένα μαζί με υπέροχες μακαρονάδες. Σας είπα πόσο λατρεύω τα θαλασσινά και ειδικά όταν σερβίρονται με υπέροχες μακαρονάδες; Όχι ε;
Ε λοιπόν η λατρεία μου για αυτά δεν έχει όρια και εκείνη την Κυριακή το μεσημέρι που μου έλεγε πως είμαι πια και εγώ μέρος της οικογένειας και πως μπορώ να της ζητήσω ότι θέλω, έτρωγα με απίστευτη όρεξη την μακαρονάδα μου και γυρίζοντας να την ευχαριστήσω για τα καλά της λόγια, είδα τα μάτια της να πετάνε λάμψεις. Γύρισα απορημένος και κοίταξα την πιατέλα που την είχα αδειάσει μόνος μου. Ξαναγύρισα κατόπιν αργά προς το πρόσωπο της και είδα το μίσος να αντιφεγγίζει στα μάτια της. Ξεροκατάπια και ταπεινά πήρα το τελευταίο στρείδι από την πιατέλα και το καταβρόχθισα. Δεν της ζήτησα ποτέ βέβαια να με βοηθήσει επαγγελματικά.
Ο κινηματογράφος δεν μπορούσε να με ζήσει στην Ελλάδα και έτσι στράφηκα στις διαφημίσεις. Και κάθε φορά που πέρναγα από συνέντευξη και ενθουσιασμένοι διάβαζαν το βιογραφικό μου, έμενα να περιμένω την θετική τους απάντηση που ποτέ δεν ερχόταν. Γιατί στην Ελλάδα οι ιδιωτικές εταιρείες λειτουργούν σαν το δημόσιο. Κανείς δεν θέλει να προσλάβει κάποιον, που αύριο μπορεί να αποδειχτεί ανώτερος του και να του φάει την θέση.
Έτσι βρήκα πολύ ελκυστική την πρόταση του Σπύρου και οργανώνοντας μια εταιρεία εκ του μηδενός, βρέθηκα να πουλάω εκκλησιαστικά είδη σε όλες τις επισκοπές της Ρουμανίας.
Ο Τσαουσέσκου είχε πέσει, οι Ρουμάνοι προσευχόντουσαν για ώρες πεσμένοι στα γόνατα, μέσα στις ασφυκτικά γεμάτες Εκκλησίες, που ήταν άδειες από σκεύη και εγώ πουλούσα το ένα μετά το άλλο σαν ζεστό ψωμί, τα καντήλια, τα θυμιατά και τα δισκοπότηρα, απάκρη σε άκρη στα βουνά και στους κάμπους της εξαίσιας ζάμπλουτης, από φυσικούς πόρους χώρας, με τους ρημαγμένους πάμπτωχους ανθρώπους.
Δύο χρόνια ανεβοκατέβαινα στην υπέροχη χώρα, με γεμάτο σκεύη το αυτοκίνητο μου και γύρναγα πίσω, με γεμάτο το port baggage καντηλόκουπες και κομποσκοίνια που μου έπλεκαν οι γερόντισσες στο μοναστήρι της Αγάπιας και αλλού, μια που αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μου ξεπληρώσουν τα σκεύη που αγόραζαν και που δεν είχαν άλλο τρόπο να πληρώσουν.
Και τα λεφτά πλήθαιναν από το διπλό εμπόριο και η καρδιά άδειαζε από τον πόνο και την φτώχεια των ανθρώπων και γω δεν μπορούσα να ευχαριστηθώ τα πλούτη μου, όντας πλούσιος μες στους φτωχούς και αισθάνθηκα εγκλωβισμένος και ανικανοποίητος και τρομοκρατημένος , καθώς στον δεύτερο χρόνο της παραμονής μου στην Ρουμανία, είδα στα μάτια του Σπύρου τον έρωτα.
Εννοείτε για κάποιον άλλο.
Έφταιγε το υπερβολικό και το ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα μου που έκανε τον Σπύρο να αισθάνεται συνέχεια ανασφάλεια δίπλα μου; Έφταιγαν οι μακριές απουσίες μου από κοντά του; Έφταιγαν οι διαλυμένες μας οικογένειες και τα τεράστια αλληλοσυγκρουόμενα κενά μας; Έφταιγε η Σκύλα και η Χάρυβδη, που στα σαγόνια τους χαθήκαν τόσα καράβια; Έφταιγε το μυαλό μου που σκεφτόμουν, ότι αν τον αγαπάω πραγματικά θα πρέπει να είμαι χαρούμενος με ότι τον κάνει ευτυχισμένο και που επέτρεψα στον τρίτο άνθρωπο να μπει μέσα στο σπίτι μας και που για να μην αισθάνομαι μετά ξένος, έπαιρνα και γω μέρος στα παιχνίδια τους; Έφταιγε η μικρή εκτίμηση που είχα στον εαυτό μου και που όταν μου δήλωνε πόσο τυχερός είμαι που τον έχω δίπλα μου, μια που δεν ήμουν ικανός να αγαπήσω και να αγαπηθώ και που χωρίς αυτόν θα έμενα μόνος, εγώ δεν τον εγκατέλειπα προτιμώντας την μοναξιά μου και τον αυτοσεβασμό μου;
Ότι και αν έφταιγε, εγώ ένοιωθα ότι χωρίς αυτόν δίπλα μου, δεν την ήθελα άλλο την ζωή. Και από εκείνη την στιγμή μου πήρε άλλα έξι χρόνια αργής καθόδου στον Άδη μέχρι να βρω την δύναμη να ζήσω χωρίς αυτόν. Και αυτό συνέβη μόνο όταν κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα. Μόνο τότε απελευθερώθηκα από τον τρομερό φόβο της ανικανότητας μου να αγαπήσω και μπόρεσα να τον εγκαταλείψω οριστικά.
Ναι είναι αλήθεια. Η αγάπη όντως απελευθερώνει. Ενίοτε ακόμα και από το ίδιο το αντικείμενο του πόθου μας.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.