Το e-mail μου είναι το:
- «Εμπρός κοπρίτη! Σήκω! Θα σε πάω μια βόλτα».
- «Πού;»
- «Συνηθίζεται την πρώτη μέρα που έρχεται ο νεοσύλλεκτος να του κάνουμε μια βόλτα για να γνωρίσει το στρατόπεδο. Γδύσου! Δεν θα χρειαστούν τα ρούχα σου εκεί που θα σε πάω».
Ο πρώτος σταθμός ήταν η σκοπιά των αποθηκών. Εκεί φυλούσε ένα στρατιώτης.
- «Έφερες το δουλάκι σου;»
- «Ναι. Του κάνω μια βόλτα να γνωρίσει το στρατόπεδο».
O στρατιώτης που ήταν ψηλός γύρω στα 1.85, σωστό γομάρι, με πλησίασε, άναψε τον φακό του και περιεργάστηκε το γυμνό κορμί μου.
- «Καλώς όρισες κοπρίτη!», μου είπε. «Ξέρεις, χαίρομαι που ήλθες γιατί ο άλλος δεν είχε ως τώρα ποιόν να γαμήσει και γαμούσε τα δικά μας δουλάκια. Καιρός να μας το ξεπληρώσει. Θα φας λοιπόν από όλους μας πούτσο, για να πατσίσει το αφεντικό σου τα γαμήσια που του χαρίσαμε».
- «Καλύτερα μην του γαμήσεις ακόμη τον κώλο. Ο δόκιμος τον παλούκωσε άσχημα το πρωί, και θα γεμίσει ο πούτσος σου αίματα».
- «Ναι, όμως ένα τσιμπουκάκι θα μου πάρει έτσι για την γνωριμία», είπε και έφερε την ψωλή του στο στόμα μου.
Ποιος ξέρει πόσες μέρες είχε να την πλύνει και μύριζε απαίσια. Καταφέρνω να καταπιώ αυτό το βρώμικο κομμάτι κρέας. Το γομάρι φωνάζει από την καύλα σκληραίνει απίστευτα και τινάζει ξαφνικά ένα ποτάμι από απαίσια χύσια. Το φτύνω αμέσως και το ξαναφτύνω αλλά τότε ο αφέντης μου με πιάνει από το λαιμό και μου σπρώχνει το πρόσωπο στο χώμα.
- «Αυτό μην το ξανακάνεις ποτέ! Δεν θα φτύσεις ποτέ ψωλοχύματα συναδέρφων γιατί θα σε στείλω στα τσιγκέλια! Κατάλαβες κοπρίτη; Εμπρός τώρα! Βγάλε τη μαλακισμένη τη γλώσσα σου και πάρε πίσω αυτά που έφτυσες!»
Ο αφέντης μου ήταν έξω φρενών και υπάκουσα. Έγλυψα το χώμα και κατάπια τα χύσια που είχα φτύσει.
- «Πότε ρε σειρά θα τον "βαφτίσουμε";»
- «Αύριο τα μεσάνυχτα στην αποθήκη τρία. Είσαι καλεσμένος».
Δύο πράγματα δεν είχα καταλάβει ως τώρα. Τι ήταν τα τσιγκέλια, και τι επρόκειτο να γίνει αύριο στην αποθήκη τρία. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα μου λύθηκε έπειτα από μισή ώρα. Αφού ο αφέντης μου με είχε ήδη γυρίσει από όλες τις σκοπιές και είχα πάρει τσιμπούκι σε όλους τους σκοπούς με οδήγησε με μια σκοτεινή αποθήκη. Άνοιξε με ένα κλειδί που είχε στη τσέπη του και με έσπρωξε μέσα. Άκουσα ανάσες βαριές και κατάλαβα ότι δεν ήμασταν μόνοι σε αυτή το βρωμοκάλυβο.
Πράγματι σαν ο αφέντης μου άνοιξε τα φώτα είδε τρεις γυμνούς στρατιώτες κρεμασμένους από τις μασχάλες και στα πόδια τους στερεωμένα σακιά με πέτρες. Το κορμί τους ήταν τόσο τεντωμένο και έλεγες πως θα κοβόταν στα δύο ενώ το δέρμα τους ήταν γεμάτο πληγές από το μαστίγωμα. Ικέτευαν και οι τρεις τον αφέντη μου να τους λύσει. Όμως αυτός χαμογελούσε.
- «Κοίτα κοπρίτη πως φωνάζουν. Έτσι θα φωνάζεις κι εσύ αύριο μεθαύριο που θα πάρεις τη θέση τους. Γιατί να είσαι σίγουρος πως θα σε κρεμάσω κι εσένα με την πρώτη ανυπακοή σου!»
Έπειτα άνοιξε ένα ντουλαπάκι και άρπαξε ένα τρίλουρο καμτσίκι. Το ένα μακρύτερο για να αγκαλιάζει ολόκληρο το σώμα τα άλλα δύο μικρότερα. Μια ταμπελίτσα στην άκρη του όριζε και τον αριθμό των κτυπημάτων για κάθε κρεμασμένο.
«13 μαστιγώματα»
Ο αφέντης μου έπιασε δουλειά. Έδωσε δεκατρείς γερές βουρδουλιές σε κάθε έναν. Αφού τέλειωσε την δουλειά του μου έδειξε κι ένα άλλο μαστίγιο που αποτελούταν από πέντε λουριά και στις άκρες του είχε μολυβένιες αιχμηρές απολήξεις..
- «Αυτό για να μαθαίνεις το χρησιμοποιούν μόνο οι δόκιμοι. Και δεν έχει περιορισμό στον αριθμό των χτυπημάτων. Το μαστίγωμα τελειώνει μόνο όταν το αίμα από την πλάτη του κρεμασμένου στάξει στο πάτωμα!», είπε γελώντας. «Αυτό έχει μεγαλύτερη πλάκα. Ετοιμαστείτε κοπρίτες. Σε λίγο θα έλθει ο δόκιμος να σας ξεσκίσει!»
Και έπειτα γύρισε σε μένα.
- «Αύριο να έρθεις να σφουγγαρίσεις τα αίματα. Άκουσες; Μην το ξαναπώ!»
Πέντε λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα με πήγε στην αποθήκη τρία. Με έγδυσε και με έδεσε χειροπόδαρα. Εδώ θα γινόταν όπως μου είπε κάποια τελετή με την οποία θα με καλωσόριζαν. Σε λίγο μαζεύτηκαν στην αποθήκη καμιά δεκαριά στρατιώτες με τα δουλάκια τους. Όλοι με πλησίαζαν και με έφτυσαν. Γέμισε το κορμί μου φλέματα και σάλια. Και σε λίγο και χύσια αφού μερικοί καινούργιοι καλεσμένοι τράβηξαν μαλακία πάνω μου.
Πριν αρχίσει η τελετή, μου έδωσαν να φορέσω ένα βρεγμένο φανελάκι, που από την μυρωδιά κατάλαβα ότι είχαν ουρήσει πάνω του. Με έβαλαν έπειτα να ξαπλώσω ανάσκελα σε μια ξύλινη σκάλα και με έδεσαν τεντώνοντας το κορμί μου. Ύστερα έστησαν την σκάλα στον τοίχο κι εγώ πια ήμουν δεμένος και ανήμπορος να αντιδράσω μπροστά τους.
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.