Η ιστορία:
Από μικρός που ήμουν κι άρχισα να καταλαβαίνω ποια θα είναι η ερωτική μου ζωή, λάτρευα τους μεγαλύτερους από μένα άντρες. Άντρες που ηλικιακά θα ήταν μεγαλύτεροι από μένα 15 ως 20 χρόνια. Όταν ήμουν σε ηλικία 22 ετών έχασα τον πατέρα μου από ξαφνική αιτία και ήταν μόνο 45 ετών (μην σας παραξενεύει η μικρή διαφορά ηλικίας, είχαν μικροπαντρευτεί οι δικοί μου. Στα 20 ήταν εκείνος και η μάνα μου 17).
Εγώ ότι είχα απολυθεί από το στρατιωτικό μου, όταν έφυγε για το μακρινό ταξίδι του. Τα χρόνια πέρασαν και μετά την τριετία από την απουσία του πατέρα μου, ήταν εκείνη την περίοδο στα 45 της η μάνα μου. Καλοδιατηρημένη κλπ. κλπ.μ μιας αρκετά καλής εμφάνισης γυναίκα. Αποφάσισα τότε να της μιλήσω καθαρά, όχι για μένα, αλλά για εκείνης την ζωή, ότι πρέπει να κοιτάξει να ξαναφτιάξει κάτι από την αρχή. Ή με αγάπη ή με αίσθημα. Σημασία δεν έδωσε. Όχι ότι δεν την ενδιέφερε, αλλά ντρεπόταν σε μένα να μιλήσει για τέτοια θέματα.
Έτσι, πήρα την κατάσταση στα χέρια μου. Ρώτησα κάποια φίλη της που είχε καλές γνωριμίες, αν μπορούσε να βρει κάποιον φίλο γνωστό της να της τον κάναμε προξενιό. Μου είπε, για έναν φίλο της ανύπαντρο γεροντοπαλίκαρο, 44 χρονών (ένα χρόνο μικρότερο από την μάνα μου), μισός Τυνήσιος μισός Έλληνας, καλός χαρακτήρας, δουλευταράς, κλπ. κλπ.
Με τρόπο συνωμοτικό, αποφασίσαμε να τον γνωρίσει στη μάνα μου. Την κάλεσε σπίτι, τάχα μου για καφέ και θα ήταν εκείνος, εις μη γνώση πάντα εκείνης. Όταν πήγε και συστήθηκαν, λες και ο φτερωτός θεός του έρωτα, τους μάγεψε. Λες και γνώριζαν και οι δυο για πρώτη φορά την αγάπη (αυτά μου τα είπε μετά εμένα η φίλη της μάνας μου).
Τέλος πάντων και για να μην μακρηγορώ, τα έφτιαξαν και μετά από ένα εξάμηνο, αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Το συζητήσαμε και οι τρεις μας (αδέλφια δεν έχω) και κανονίστηκε. Εγώ, όταν τον γνώρισα έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα. Μου έλεγαν ότι είναι κούκλος κλπ. κλπ., αλλά την θεωρούσα υπερβολική την φίλη που συνωμοτήσαμε για το προξενιό. Ένας παίδαρος για την ηλικία του, που αν και ήταν 44 ετών, έδειχνε 35, άντε 37 να ήταν σκάρτα. Τον θαύμασα και από την πρώτη στιγμή τον συμπάθησα. Ήταν καταρχάς πάρα πολύ ευγενικός. Μίλαγε με ηρεμία και ακόμα και τώρα, δεν θυμάμαι να τον έχω δει πάνω από δυο φορές θυμωμένο.
Ο καιρός περνούσε και η ζωή για τους τρεις μας, είχε μπει σε έναν καλό ρυθμό, σαν να ήταν μια τέλεια ενορχηστρωμένη ορχήστρα. Εμένα όμως, με έτρωγε το σαράκι. Αυτόν τον άντρα τον ήθελα κολασμένα. Δεν είχε μονάχα σαν προσόντα όσα προανέφερα, ήταν γυμνασμένος με κάτι τέρατα μπράτσα, σαν αυτά των μπόντι μπίλντερ, φουσκωμένο θώρακα, πόδια νταμάρια, κι ένα φούσκωμα στο παντελόνι, που όπως λέει κι ο στίχος σε ένα παλιό τραγούδι, κόλαζε κι άγγελο.
Μαλακιζόμουν τακτικά για πάρτι του κι έκανα προσπάθειες να μην με καταλάβει κανείς. Σε καμία περίπτωση δεν θα έκανα κακό στην ζωή της μάνας μου και πάνω απ’ όλα δεν θα ήθελα να σταθώ αφορμή να τσακωθούν. Τι τα θες όμως; Όσο κι αν προσπάθησα να κατευνάσω το κολασμένο πάθος γι’ αυτόν τον άντρα, τόσο η επιθυμία και οι καύλες μου φούντωναν.
Μια μέρα, η μάνα μου έπρεπε να πάει σε ένα σεμινάριο στην Κύπρο και θα έλειπε για τρεις μέρες, από Παρασκευή ως Κυριακή και θα ερχόταν Δευτέρα. Έτσι, στο σπίτι έμεινα εγώ και ο πατριός μου. Θα ήταν η πρώτη μας φορά που θα μέναμε μόνοι οι δυο μας στο σπίτι. Σκεφτόμουν, αν θα ήταν τώρα η κατάλληλη ώρα να του μιλήσω, μα καμία λέξη δεν κατέφερα να ψελλίσω. Οπότε, αρχίσαμε να μιλάμε περί διάφορων άσχετων θεμάτων. Εγώ, από ευγένεια, πολλές φορές τον αποκαλούσα μπαμπά κι εκείνος γιε μου.
- «Μπαμπά…», άρχισα να του λέω. «Πώς σου φαίνομαι σαν γιος; Είμαι σωστά μεγαλωμένος και με αρχές;»
- «Είσαι πολύ καλό παιδί!», μου λέει. «Και φαντάζομαι, πως έτσι θα είναι και το κορίτσι σου».
Κόντεψα να πνιγώ από τον καφέ που έπινα όταν μου είπε αυτή τη φράση.
- «Όχι ρε πατέρα, δεν έχω κορίτσι…», του είπα. «Εγώ, είμαι περίπτωση. Είμαι πολύ δύσκολος στα γούστα μου».
- «Τι εννοείς;», με ρωτάει.
- «Να, δεν πάω με κορίτσια, αλλά με άντρες».
Τώρα, πνίγηκε εκείνος απ’ τον καφέ που έπινε ακούγοντας με να του λέω κάτι τέτοιο. Γούρλωσε τα μάτια. Τρόμαξα. Έβγαλε ένα νευρικό χαμόγελο και μου λέει:
- «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;»
- «Όχι. Μιλάω σοβαρά».
Ενώ άρχισα να ξεθαρρεύω που του μίλαγα. Άρχισα να τον κοιτάζω σαν ξερολούκουμο.
- «Είσαι πούστρα ρε;», με ρωτάει θυμωμένος.
Με πείραξε η φράση αυτή έτσι όπως την είπε και πήρα τον καφέ μου να πάω στο δωμάτιο μου. Μου αρπάζει το χέρι και μου λέει σηκωμένος κι εκείνος από τον καναπέ που καθόμασταν.
- «Όταν σε ρωτάει κάτι ο πατέρας σου, θα απαντάς κωλόπαιδο. Λέγε ρε! Πούστρα είσαι;»
Έσκυψα το κεφάλι από ντροπή. Είχα μετανιώσει που του το είπα το μυστικό μου. Γυρίζω με θράσος και του λέω, ξεχνώντας την ευγένεια:
- «Ναι ρε! Πούστης είμαι. Τι ζόρι τραβάς; Στον κώλο σου μπαίνει και τα πήρες στο κρανίο;»
Γυρίζει και μου ρίχνει ένα χαστούκι, που όχι μόνο με ζάλισε, όχι μόνο είδα αστράκια, αλλά ήταν ευτύχημα ότι γλίτωσα το να πάω στον οδοντίατρο να μου βάλει γέφυρα. Με το χαστούκι που έφαγα, μου έπεσε από τα χέρια το ποτήρι με τον καφέ μου (ευτυχώς ήταν πλαστικό το ποτήρι). Έτσι όπως χύθηκε ο καφές κι έκανε μαντάρα όπου λέρωσε, εγώ γυρίζω κρατώντας το μάγουλο μου και του είπα:
- «Αυτό παλιομαλάκα, θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά!»
- «Θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια μουνόπανο!», μου λέει.
Αυτό με καύλωσε ομολογώ. Άρπαξα την ευκαιρία από τα μαλλιά να τον αγριέψω κι άλλο.
- «Άμα έχεις αρχίδια θα στα κλάσω. Αλλά τα αρχίδια σου είναι μονάχα για να σου γεμίζουν το βρακί παλιολεμέ!»
Πριν προλάβω να τελειώσω την λέξη παλιολεμέ μου έρχεται και δεύτερο χαστούκι (ευτυχώς από το άλλο μάγουλο τώρα ήταν, αλλά με την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη δύναμη που είχε το πρώτο χαστούκι).
- «Μαλακισμένο κωλόπαιδο!», μου λέει. «Τώρα θα σου δείξω για ποιο λόγο έχω τ’ αρχίδια μου…»
Φόραγα ένα παντελόνι φόρμας, σε κάπως εφαρμοστή γραμμή. Μου το κατεβάζει απότομα και λύνει την λουρίδα από το παντελόνι του. Με γυρίζει κι αρχίζει τις λουριδιές. Χραπ χρουπ. Και ξανά, χραπ χρουπ να με λουριδιάζει στα κωλομέρια. Εγώ καθόμουν και τις έτρωγα. Ήταν όμως αρκετά δυνατές όσες έφαγα. Άρχισε να με τσούζει ο κωλαράκος μου και παράλληλα ένιωθα να καυλώνω με το ξύλο και την αγριάδα αυτού του άντρα. Σκεφτόμουν, πως εδώ ο κανονικός πατέρας μου και ποτέ δεν μου έριξε σκαμπίλι, κι αυτός ήταν ο πρώτος που άπλωσε χέρι πάνω μου. Με βουτάει από τα μαλλιά, με σηκώνει όρθιο, και μου λέει:
- «Σκύψε τσούλα και κάνε μου τσιμπούκι!»
Εγώ, μέσα από τον πόνο και τα ψιλοβουρκωμένα μάτια μου, έσκυψα. Μου βούτηξε το κεφάλι κι έτριβε το πρόσωπο μου στο ακόμα καλυμμένο από το παντελόνι καυλί του. Το όνειρο γινόταν πραγματικότητα. Εγώ με τον πατριό μου θα ξεσκιζόμουν. Άνοιξα κάπως άγαρμπα το φερμουάρ του και του μάγκωσα μάλλον κάποιες ψωλότριχες που τον πόνεσαν.
- «Καριόλη, πάρτον πίπα!», με διέταξε. «Πάρτον βαθιά!»
Πού να τα καταφέρω όμως; Είχε ένα παλούκι τουλάχιστον 23cμ και χοντρό όσο δυο μπουκαλάκια μπλάνκο μαζί. Δίχως υπερβολή. Το μισό του μισού κατέφερα να πιπώσω. Μετά από δέκα λεπτά, κι αφού βόγκαγε και αναστέναζε από καύλα, άρχισε παράλληλα να μου λέει κι άλλα προστυχόλογα, κι άλλες ταπεινωτικές φράσεις. Κανένας από όσους είχα πηδηχτεί, ούτε με έβριζαν έτσι, ούτε με ξεφτίλιζαν. Και όσοι κι αν με είχαν πηδήξει ως τότε, ήταν όλοι τους 40 ως 50 χρονών.
- «Μαλάκα, έχω καταλάβει από καιρό ότι γαμιέσαι σκύλα. Θα σε ξεκωλιάσω ρε μουνόπανο. Θα σε κάνω να πας να βάλεις σερβιέτες στην κωλάρα σου από το αίμα που θα την κάνω να τρέξει!»
- «Σε παρακαλώ. Μην με κάνεις να υποφέρω…», του είπα σαν μυξοπαρθένος.
- «Σκάσε πουτάνα! Σκάσε και γλείφε μου τ’ αρχίδια μου. Θα δεις αν τα χω μόνο για το βρακί μου…»
Έγλειφα όσο μπορούσα. Του χούφτωνα τ’ αρχίδια, όταν άρχισε να μουγκρίζει σαν ζώο. Άρχισε να μου λέει:
- «Χύνωωωωωωωωω!!! Χύνωωωω! Παλιοπουτάνα. Πάρτα ξεκωλιάρα αδερφή. Σου γκαστρώνω το λαρύγγι πούστρα!»
Εγώ άρχισα να καταπίνω την απίστευτη ποσότητα που ξέρναγε αυτό το ζώο. Πού τα βρήκε τόσα χύσια; Σίγουρα θα γέμιζε ένα φλιτζάνι καφέ. Με σήκωσε όρθιο, όταν του καθάρισα και την τελευταία σταγόνα από τα χύσια της πούτσας του και μου λέει:
- «Τώρα, θα σε κάνω να υποφέρεις. Στήσου στα τέσσερα ρε πούστη!»
Μου έριξε άλλο ένα δυνατό χαστούκι. Δεν αντέδρασα.. Έσκυψα σαν καλή και υπάκουη πουτάνα που την διέταξε ο νταβατζής της. Ένιωσα τις παλάμες του, να ακουμπάνε στα νεανικά κωλομέρια μου. Μου τα χάιδευε, ενώ μου έριχνε μαλακές κωλοσφαλιάρες. Με μια απότομη κίνηση όμως, μου ανοίγει τα κωλομέρια στα δυο και φάνηκε η άτριχη τρύπα μου. Τον άκουσα να μουγκρίζει, σαν πληγωμένο ζώο και με βραχνή φωνή μου λέει και συνάμα αποφασιστική:
- «Θα στην ξεκωλιάσω παλιοαδερφάρα!»
Έχωσε την μεγάλη και πλατιά υγρή γλώσσα του πάνω στην τρύπα μου. Μου έκανε ένα τρελό γλειφοκώλι, που όμοιο του δεν έχω ξαναζήσει. Η γλώσσα του, δούλευε σαν επαγγελματία γαμιά. Λες και το μόνο που ίσως έκανε στην ζωή του, ήταν να γλείφει κώλους. Τρελάθηκα τόσο από την καύλα, που όταν έχυνα από τον κώλο το καταλάβαινε και μου έβαζε και κωλοδάχτυλο, ενώ μου το έφερνε στο στόμα μου και μου έλεγε:
- «Γεύσου μωρή καριόλα την γεύση της γαμημένης κωλοτρυπίδας σου!»
Άλλοτε, έγλειφε εκείνος το δάχτυλο του όταν το έβγαζε από τον κώλο μου και μετά μου το έδινε στο δικό μου στόμα. Η καύλα ήταν στο κόκκινο. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Εγώ κι ο πατριός μου κάναμε το πιο καυτό σεξ. Εξάλλου, είπαμε, είναι μισός Τυνήσιος. Θερμόαιμος φλογερός, κι ερωτικός λαός. Ύστερα από αυτό το καυλωτικό μισάωρο, ήρθε η ώρα που ήθελα, αλλά και τρόμαζα μαζί. Τώρα θα με γαμούσε. Μου έριξε μια σφαλιάρα στα κωλομέρια, κι άρχισε να μου κάνει με τον πούτσο του πινέλο στην τρύπα μου. Άρχισε να σπρώχνει.. Είχε βάλει καπότα, έχτρα λαρτζ φαντάζομαι.
- «Ααααααα! Ααααααααααααααααααα!!! Ααααααααααααχχχ! Πονάω ρε μαλάκα. Βγες ρεεεε!»
Πού να με ακούσει το κτήνοςς Το αντίθετο έκανε. Αντί να βγαίνει, έμπαινε πιο βαθιά κι εγώ υπέφερα από αληθινούς πόνους. Με γαμούσε τώρα..
- «Σκάσε μωρή πουτάνα, μη σου γαμήσω ότι έχεις αγάμητο καριόλα! Σκάσε χαμούρα.
- «Αααααααααααχχχχχχχχχχ.. Αααααααααααααααχχχχχ!»
- «Σ’ αρέσει αδέρφω έτσι; Λέγε ρε πουτάνα. Έχεις ξαναγαμηθεί με τέτοια πούτσα;»
Φώναζα περισσότερο τώρα, και μάλιστα από ηδονή.
- «Πoνάωωωωωωω!!!»
- «Στ’ αρχίδια μου ρε μουνόσκυλο. Στ’ αρχίδια μου. Φώναζε ρε μαλάκα. Έτσι, να καταλάβει η γειτονιά ότι γαμιέσαι και να σε πηδάνε κι άλλοι. Θα κόβω εισιτήρια και θα σε γαμάνε μαλάκα. Φώναξε ρε αν έχεις τα αρχίδια παλιομαλακισμένο!»
Πού να φωνάξω; Έκρυβα τα βογκητά μου στο μαξιλάρι.
- «Έτσι σκρόφα. Έτσι παλιοκαριόλα!»
Δίνει μια δυνατή σπρωξιά με την πούτσα του μες στο κωλάντερο μου, που νόμιζα ότι με έσφαζαν. Μούγκριζα. Πού να τολμήσω να φωνάξω; Όταν άρχισα να συνηθίζω το καυλί του, του έλεγα:
- «Γάμα με κι άλλο πατέρα μου. Γάμα τον πούστη τον γιο σου. Σε θέλω…»
- «Σε γαμάω μωρή αδερφάρα. Ξεσκισμένη είσαι μωρή καριόλα. Θα σε δίνω και σε φίλους μου να σε γαμάμε παρτούζα. Και όλοι είναι τυνήσιοι ψωλαράδες. Έτσι ξέκωλη πουτάνα. Ούτε η μάνα σου δεν γαμιέται έτσι. Θα σας γαμάω και τους δυο!»
- «Γάμα με εμένα. Γάμησε με κι άλλο.. Χύνω από τον κώλο για σένα κωλομπαρά γαμιά μου πατέρα. Αχχχχχχχχχχ. Χύνει το κωλόμουνο μου για πάρτι σου πατέρα!»
Άρχισε να χύνει κι ο δικός μου πουτσάκος που αν και καυλωμένος δεν περνάει τα 14cμ’.
Όταν το είδε αυτό ο πατριός μου, να χύνω από τον πουτσάκο του, κατάλαβε ότι είχα ευχαριστηθεί. Βγάζει την πούτσα του από τον κώλο μου, πετάει την καπότα, κι ανεβαίνει στο πρόσωπο μου, διατάζοντας με να ανοίξω το στόμα μου.
- «Χύνωωωωωωωωω! Χύνωωωωωωω! Πάρτα γαμιόλα. Γαμώ το σπίτι σου κωλόπαιδο! Πιες τα χύσια μου πούστρα. Έτσι γαμιόλη μου!»
Εγώ μούγκριζα από την δεύτερη δόση σπέρματος που έπινα. Ήταν πολύ καυτό και συνάμα γλυκό χύσι. Είχε και μια μικρή δόση γεύσης από καυλοκάτουρα. Μετά από αυτό το απίστευτο ξεκώλιασμα, ο κώλος μου είχε όντως ματώσει. Για δυο μέρες φόραγα σερβιέτες για να μην πονάω και να μην λερώνω τα ρούχα μου. Ο πατριός μου, γέλαγε και μου έλεγε:
- «Πούστρα, από δω και πέρα θα είσαι η αδερφάρα που θα γαμάω. Θα σε γκαστρώνω. Αφού δεν γκαστρώνω την μάνα σου, θα γκαστρώνω εσένα!»
Με πήρε αγκαλιά μετά το μπάνιο που κάναμε και κοιμηθήκαμε στο διπλό κρεβάτι μου. Με χάιδευε και στα κωλομέρια και κάποιες στιγμές μου έλεγε:
- «Βγάλε μωρή καριόλα τη σερβιέτα που φοράς και μαλακίσου πουτάνα!»
Το αποκορύφωμα ήρθε, όταν το έκανα αυτό που ζήτησε και τον είδα να είναι ξανά καυλωμένος και να μαλακίζεται τώρα. Μου λέει σηκωμένος στα γόνατα του:
- «Κράτα την ματωμένη σου σερβιέτα μωρή πουτάνα να στην χύσω!»
Κι έχυνε το σκυλί ποτάμια χυσίματος στη σερβιέτα. «Τι στο καλό;» λέω. «Ντεπόζιτο έχει;».
- «Χύνωωωωωω!!! Ααααχ… Χύνω καριόλα στη ματωμένη σου από τον κώλο σερβιέτα!»
Και κάνει το εξής. Παίρνει την σερβιέτα από τα χύσια του και τα αίματα, κι αρχίζει και μου τα τρίβει στο πρόσωπο - η απόλυτη ταπείνωση -, λέγοντας μου:
- «Γλείψτα παλιοπουτάνα. Να γιατί έχω τα αρχίδια μου. Τόλμα καριόλα κι έλα να μου τα κλάσεις!»
Όλο αυτό με τρέλανε. Ποτέ δεν έχω ξαναζήσει με κανέναν έτσι. Κοιμηθήκαμε μετά αγκαλιά με τον πατριό μου και βέβαια, έχοντας στον κώλο μου την ήδη ματωμένη - χυμένη σερβιέτα. Με φίλαγε τρυφερά και με πάθος μεγάλο μέσα στη νύχτα. Όπου με αφήνει άφωνο, όταν μου λέει:
- «Σ’ αγαπώ γιε μου. Σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα. Κάνε την ζωή σου, πέρνα καλά, αλλά σε θέλω κι εγώ».
Κι έτσι, κάθε που μένουμε μόνοι μας και φεύγει για σεμινάρια η μάνα μου, εγώ κι ο πατριός μου, περνάμε τέλεια. Τον αγαπώ κι εγώ, γιατί είναι άντρας. Φέρεται σαν άντρας. Γαμάει σαν άντρας.
Να είστε καλά.
Αναμένω τα σχόλια σας…
(Copyright protected OW ref: 31440)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.