Ακολουθεί ένα ποίημα (σε ελεύθερη μετάφραση) που έγραψε για μια γυναίκα
Μου φαίνεται ίσος με θεό πως είναι
κείνος ο άντρας που απέναντί σου
κάθεται, και που τη γλυκιά φωνή σου
σκύβει ν’ ακούσει
κι αυτό το γέλιο σου που ανάβει πόθους. Μα εμένα
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου: λίγο
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως
σβήνει η φωνή μου,
βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·
με περιλούζει κρύος ιδρώτας· με κυριεύει
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι· λίγο ακόμα
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.
Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω...
Η έντονη περιγραφή-ζήλια που νοιώθει η Σαπφώ είναι ολοφάνερη. Μισεί τον άντρα που στέκεται δίπλα στη γυναίκα. Αγαπά με πάθος που φλέγεται αυτήν την απρόσωπη ηρωίδα.
Δεν ήταν ο Φάωνας αυτός που την έκανε να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Ήταν η ζήλια και η ατολμία να εκφράσει συναισθήματα που ήταν έντονα μέσα της, από φόβο μήπως την κατηγορήσουν... (και δυστυχώς πολλοί την κατηγόρησαν).
Τα μάτια της για ακόμα μια φορά αντίκρισαν το σμιλευμένο σώμα της θεάς. Στεκόταν μπροστά της, γυμνή, καλλίγραμμη, χωρίς ντροπή. Το βλέμμα της, το χαμόγελο της, η ανάσα της, έδιναν ζωή και πνοή ταυτόχρονα στη δέκατη μούσα. Μα πως μια μικρή Σαπφώ να εξυμνήσει με μουσική και στίχους αυτά που ένοιωθε;
Η νύχτα είχε πέσει εδώ και ώρα. Οι δαυλοί που τρεμόφεγγαν στο ωδείο άπλωναν σκιές. Μόνη ηλιαχτίδα φωτός η γυναίκα μπροστά της.
Όχι! Δεν ήταν ντόπια. Αλλά είχε έρθει στο νησί για να τη γνωρίσει. Τα μάγουλα της Σαπφούς ρόδιζαν χωρίς η ίδια να ξέρει αν ήταν από ντροπή ή από διέγερση.
- Βγάλε το χιτώνα σου, διέταξε με μελιστάλαχτη φωνή. Θέλω να σε δω ολόκληρη.
Το σώμα της Σαπφούς έτρεμε από συγκίνηση. Η σάρκα της παλλόταν ανάμεσα στα σκέλια της. Το στήθος της φούσκωνε και οι θηλές πρήστηκαν αφύσικα. Όταν ο χιτώνας έπεσε στο πάτωμα, το απαλό και δροσερό νυχτερινό αεράκι δεν κατάφερε να σβήσει την πυρκαγιά που άναβε στο σώμα της. Τα μάτια της ξένης στέκονταν πάνω της. Η γλώσσα της πέρασε από τα χείλη της. Πλησίασε προς το μέρος της και η Σαπφώ πισωπάτησε προς το ανάκλιντρο από φόβο και λαγνεία.
Τα χέρια της ξένης γράπωσε επιδέξια το στήθος της Σαπφούς και τα δάχτυλα άγγιξαν τις ροδαλές θηλές. Η Σαπφώ ξεροκατάπιε. Μια απόκοσμη εσωτερική κάψα ξεκίνησε από το στήθος και σαν ηλεκτρικό ρεύμα διέσχισε αστραπιαία όλο της το σώμα και κατέληξε ανάμεσα στα πόδια της. Αναστέναξε και ξαφνικά τα χείλη της βρέθηκαν φυλακισμένα από τα χείλη της ξένης. Το ένα χέρι έφυγε από το στήθος και επιδέξια εισχώρησε στο είναι της. Όσο το φιλί τους κρατούσε, τα δάχτυλα που μπαινόβγαιναν μέσα της, την ανέβαζαν σε κόσμους και απολαύσεις που είχε τραγουδήσει και ονειρευτεί, αλλά δεν είχε τολμήσει να ζήσει. Η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη καθώς οι σπασμοί του οργασμού τη συνεπήραν. Και ξαφνικά... χωρίς να το περιμένει. Το στόμα της ξένης βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη της, τα δόντια της, η γλώσσα της άρχισαν να εξερευνούν τον εσωτερικό κόσμο της Σαπφούς. Οι οργασμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Δάχτυλα εισχωρούσαν μέσα της και από τις δύο οπές. Η ίδια είχε χαθεί σε ένα κόσμο ονειρικό που κανένας άλλος ποιητής δε θα τραγουδούσε για τουλάχιστον 2000 χρόνια.
Της φάνηκε ότι το φεγγάρι και τα αστέρια κινήθηκαν πιο γρήγορα. Άκουσε τους πετεινούς να καλημερίζουν τη ροδομάγουλη αυγή. Δε σταμάτησε να ζει την ηδονή. Ακόμα και όταν οι νεαρές μαθήτριες της χτύπησαν την πόρτα του ωδείου.
Αρκετά αργότερα ο ευλογημένος ύπνος της έντονης ικανοποίησης την αγκάλιασε. Της φάνηκε να ακούει ότι σήμερα η δασκάλα ήταν αδιάθετη και δε θα παρέδιδε μαθήματα. Το απόγευμα όταν ξύπνησε, ένα τραπέζι με αφροδισιακά φαγητά και φρούτα ήταν απλωμένο μπροστά της. Η ξένη καθόταν απέναντι της, ακόμα γυμνή, με τα δάχτυλα του χεριού της να χαϊδεύουν την κλειτορίδα της με αργούς κυκλικούς ρυθμούς και τα μάτια καρφωμένα πάνω στη Σαπφώ λες και ήταν πεινασμένα, αλλά να κόρεζαν...
Αφού έφαγε και στυλώθηκε, πλησίασε την ξένη και προσκύνησε.
- Σειρά σου τώρα να ικανοποιήσεις με τραγούδια και στίχους την πείνα μου, είπε η ξένη. Παίξε για εμένα μόνο τη λύρα σου Σαπφώ.
Όσο η Σαπφώ τραγουδούσε και έβαζε νέους στίχους στη μουσική της, η ξένη ικανοποιούσε τον εαυτό της. Λες και η μουσική ήταν ο εραστής της και τα λόγια οι άκρες που τη γέμιζαν.
Η Σαπφώ άρχισε να ψέλνει:
"Είμαστε οι μούσες οι δέκα κόρες του Δία! Του Φοίβου η παινεμένη συνοδεία! Ότι μεθά το νου και τη ψυχή! Το κάνουμε ρυθμό και μουσική!"
Copyright protected OW ref: 180955
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.