Και να περιμένω πώς και πώς να πάω στα καρναβάλια το βράδυ (και να ρίξω και κάνα πούτσο, να ξεσκίσω κάνα τριχωτό κώλο… ξέρουν κάποιοι λίγο πολύ τί γερός κωλομπαράς που 'μαι... στην κωμόπολη που υπηρετώ.
(Και την άλλη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, έχει καλή φάση… παντού πούτσοι γλειφιτζούρια στους δρόμους.)
Φεύγοντας απ' το γραφείο του, μου λέγει πονηρά:
- Ξέχνα τα, τα καρναβάλια εφέτο...
και μου βάζουν και σκοπιά να φυλάγω δώδεκα - δύο το μεσονύχτι. (Τις τρανές τσ' Αποκριές πούτσα νάβουν τις φωτιές;)
Η νύχτα είναι ήσυχη και ζεστή για την εποχή, εγώ να 'χω καυλώσει του θανατά, να μου πονάν τα παπάρια, να 'χουν πρηστεί τρελά, ούτε μαλακία δεν προλαβαίνω να τραβήξω! Η σκοπιά είναι απόμερη, πίσω απ' το στρατόπεδο και δίπλα της είν' ένας χωματόδρομος.
Ξάφνου, σε μιαν απόσταση περί τα εκατό μέτρα, σταματά έν' αυτοκίνητο, κατεβαίνει ο οδηγός, κατουράει κι έρχεται κατά το μέρος μου - έξω απ' την περίφραξη. Δεν ξεχωρίζω πολλά, όμως όσο πλησιάζει διακρίνω κάτι παράξενο. Φοράει μία μάσκα ενός γέρου με μουστάκι, που καλύπτει όλο το κεφάλι του. Φορά φαρδιά ρούχα. Τα 'χω παίξει!
Προτού προλάβω να βγάλω άχνα απ' την τρομάρα μου, λέει με χαμηλή, βαθειά φωνή:
- Τί λέει, καυλιάρη; Πώς περνάς;
- Τί δουλειά έχεις εδώ; λέω τρομαγμένος.
- Γάμησε τους, ρε! Μη ντρέπεσαι… απαντά.
Κάνω να ειδοποιήσω τον αξιωματικό υπηρεσίας, ενώ έρχεται πιο κοντά και λέει με τρόπο που αντίρρηση δεν σηκώνει:
- Θα σου κάνω μια πίπα!
Πεθαίνω, λιώνω μόλις τ' ακούω. Πού, ρε; του κάνω ανυπόμονος, λαχανιασμένος σάμπως να 'τρεξα.
- Εδώ. Συ από μέσα, 'γώ απ' όξω απαντά.
Αμέσως πετάω τον πούτσο κι αυτός απ' την άλλη μεριά πέφτει στα γόνατα. Ο πούτσος μου να στάζει, να βρωμάει, άπλυτος από μέρες- έπιασε τυρί που λέγαμε στο στρατό. Τον παίρνει στο στόμα, το χοντρό πουτσοκέφαλό μου τρίβεται στη μουστάκα, μπαίνοντας δύσκολα στην τρύπα της μάσκας.
- Τί πούτσαρος είν' αυτός, ρε… λέει, τί αρμυρό τον έχεις;...
Αρχίζω να του γαμώ το κωλόστομα, χύνω γλήγορα μπόλικο πουτσόγαλο, αυτός το καταβροχθίζει αχόρταστος, με θόρυβο, μουγκρίζοντας κι αναστενάζοντας.
Με το που βγάζω τον πούτσο κι αυτός αρχίζει να σηκώνεται μου λέει:
- Όρε, Νικόλα, τί γλειφιτζούρι είσαι 'συ!
Τα ξαναπαίζω. Ξέρει τ' όνομά μου... Με γνωρίζει...
- Ποιός είσαι, ρε;… τον ρωτώ.
- Δεν τραβάς, λέω γω καμιά μαλακία;… λέει και φεύγει.
Αυτό συνέβη πριν από καιρό. Ποτέ δεν έμαθα ποιος ήτανε κι ούτε και τις επόμενες μέρες κατάλαβα τίποτα. Όμως ήταν οι πιο ερωτικές Αποκριές της ζωής μου.
Copyright protected OW ref: 175022
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.