Έτρεξα μέχρι το λεωφορείο. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Τα παπούτσια μου πλέον ήταν μούσκεμα. Είπα αμάν να φτάσω σπίτι. Με το που μπήκα...
«Τι το ήθελα, γαμώ την ξεροκεφαλιά μου! Δεν πήγαινα άλλη μέρα; Καλά μου είπε η Κατερίνα», μονολογούσα μέσα στη ζοχάδα μου. Έβγαλα τα ρούχα μου και ήταν κι εκείνα μούσκεμα από τη βροχή. Πρώτη δουλειά να αλλάξω κι ύστερα πλυντήριο. Έφτιαξα ένα ζεστό και κάθισα στον καναπέ. Τα δελτία έδειχναν στην τηλεόραση ότι από αύριο θα υπήρξε βελτίωση του καιρού.
«Και τώρα», σκέφτηκα, «η Κατερίνα πού θα είναι με αυτό το χαμό;»
Την πήρα στο κινητό. Δεν το σήκωνε.
«Δε θα τέλειωσε το μάθημα», σκέφτηκα.
Η ώρα είχε πάει εφτά το απόγευμα. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε. Καθόμουν γλαρωμένος στον καναπέ από την κούραση. Σε κάποια στιγμή χτυπάει το κινητό μου.
- Έλα, Νίκο; Μου λέει με σιγανή φωνή.
- Καλησπέρα, μωρό μου, Πού είσαι μ’ αυτόν τον κακό χαμό;
- Στη σχολή είμαι ακόμα.
- Κοίτα, εγώ πήγα στη δουλειά το πρωί και, φυσικά, μετά στο μάθημα. Μαλακία που δεν πήρα το αμάξι. Έγινα μούσκεμα. Εσύ αργείς;
- Κοίτα, Νίκο, δε θα έρθω απόψε. Θα πάω στη Μαρία τη φίλη μου. Θα κάνουμε μια εργασία και όπως καταλαβαίνεις θα αργήσουμε να τελειώσουμε. Καλύτερα να κοιμηθώ εκεί.
- Άμα θέλεις, μπορώ να έρθω να σε πάρω με το αμάξι αργότερα. Μένει μακριά η Μαρία;
- Όχι, μωρέ. Καλύτερα, θα τα πούμε αύριο. Εντάξει; Σε αφήνω τώρα, θα τα πούμε, φιλάκια… είπε με ένα ύφος που έδειχνε να βιάζεται να κλείσει.
Άραξα και έβγαλα μία πίτσα να ψήσω από το ψυγείο. Έφαγα και άραξα πάλι στον καναπέ. Με πήρε ο ύπνος από την κούραση.
Την άλλη μέρα ξύπνησα νωρίς. Δεν έβρεχε πια. Έφυγα για το σχολείο. Ενδιάμεσα τηλεφώνησα στην Κατερίνα και το είχε κλειστό. Το μεσημέρι σχόλασα και πήγα κατευθείαν σπίτι. Βρήκα την Κατερίνα να κοιμάται του καλού καιρού. Έσκυψα και τη φίλησα.
- Τι κάνει το μωράκι μου;… είπα.
- Καλά είμαι μωρέ, νυστάζω.
Πήγα στο μπάνιο. Έκανα ένα ντους και ξάπλωσα δίπλα της. Άρχισα να την χαϊδεύω. Άπλωσα το χέρι μου στο στήθος της και εκείνη με σταμάτησε.
- Έλα, μωρό μου, αργότερα, δε μπορώ τώρα… νυστάζω.
- Τι ώρα γύρισες;
- Στις εννιά και μισή.
- Και δεν κοιμήθηκες στη Μαρία;
- Όχι, αργήσαμε.
Ξάπλωσα κι εγώ δίπλα της αφήνοντάς την ήσυχη. Μετά από μία ώρα σηκώθηκα. Πήγα στο μπάνιο. Έβγαλα ένα παντελόνι και το έβαλα στα άπλυτα. Εκεί ήταν και τα ρούχα της Κατερίνας. Έπιασα το μπλουζάκι της. Μύριζε ιδρώτα και κρασί. Απόρησα. Έψαξα τα ρούχα της, είχε βγάλει και τα εσώρουχά της. Όλα της τα ρούχα μύριζαν κρασί. Λες και λούστηκε ολόκληρη με κρασί. Παραξενεύτηκα πολύ.
«Δε γίνεται να πάει για εργασία και να μυρίζουν όλα της τα ρούχα κρασί και ιδρώτα», σκέφτηκα.
Έβαλα τα ρούχα πίσω και από πάνω έριξα τα δικά μου. Πήγα στην κουζίνα να φτιάξω ένα καφέ. Βυθίστηκα στις σκέψεις. Και άρχισαν οι υποψίες στο μυαλό μου. Κάτι δε μου καθόταν καλά. Κι έπειτα πήγε μεσημέρι, κι εκείνη κοιμόταν λες και ξενύχτησε. Καθώς έφτιαχνα τον καφέ μου, μου γλίστρησε ένα πιάτο και έσπασε κάτω στο μωσαϊκό της κουζίνας. Με το θόρυβο ξύπνησε τρομαγμένη.
- Νίκο, όλα καλά;
- Ναι, Κατερίνα μου… μου γλίστρησε ένα πιάτο.
Σηκώθηκε με τα μάτια πρησμένα.
- Να σου κάνω καφέ;
- Ναι, κάνε, μου λέει. Πάω στο μπάνιο.
Πήγε στο μπάνιο. Άργησε μισή ώρα. Βγήκε φρεσκολουσμένη και μπανιαρισμένη και πήγε στο δωμάτιο. Ντύθηκε. Ήρθε στην κουζίνα. Την περίμενε ο καφές και ένα πιάτο με μπισκότα.
- Τι έγινε; Πώς και είσαι σ’ αυτό το χάλι; Τι ώρα κοιμήθηκες;
- Πρωί σχεδόν μας πήρε. Κι είχα ένα πονοκέφαλο…
- Έφαγες τίποτα όλη τη μέρα χθες ή είσαι νηστική;
- Έφαγα στη Μαρία. Είχε φασολάκια από την προηγούμενη. Το στομάχι μου, γαμώ το!
- Ήπιατε τίποτα μωρέ και σε πείραξε;
- Κόκα κόλα, μωρό μου, τι να πιούμε;
- Ξέρω κι εγώ; πολύ χάλια σε βλέπω. Τέλος πάντων, είπα και χασμουρήθηκα. Τώρα θα ξεκουράστηκες, να φανταστώ.
- Ναι, καλύτερα είμαι.
- Κάτσε να ξεκουραστείς και θα πάω εγώ να βάλω ένα πλυντήριο. Έχουν μαζευτεί πολλά.
- Δεν πειράζει, θα σηκωθώ…
είπε με ένα ύφος λες και τη χτύπησε ρεύμα. Ήπιε βιαστικά και τον υπόλοιπο καφέ και σηκώθηκε με βιασύνη. Πήγε στο μπάνιο. Σε λίγο άκουσα το πλυντήριο. Βγήκε κι εκείνη. Με το που βγήκε μπήκα εγώ με την πρόφαση ότι θέλω να πάω στο μπάνιο. Μπήκα. Άνοιξα το ντουλάπι και τα ρούχα της ακόμα και τα εσώρουχά της πλενόταν στο πλυντήριο. Βγήκα και κάθισα στο σαλόνι. Πήρα τηλέφωνο στην Άννα, μια συνάδελφο. Έπρεπε να πούμε κάτι για τη σχολή μια και το μεταπτυχιακό το κάναμε στην ίδια σχολή. Μιλήσαμε αρκετά.
Ύστερα ήρθε και η Κατερίνα στο σαλόνι. Κάθισε δίπλα μου και άρχισε τα χάδια και τα φιλιά. Άπλωσα το χέρι μου και της χάιδεψα τα βυζιά. Καθόταν και δεχόταν παθητικά τα χάδια μου. Αυτό το έκανε πάντα όταν βαριόταν, ή ήταν αδιάθετη. Μια κίνηση της έβγαλα την μπλούζα. Άρχισα να της πιπιλάω τα βυζιά της. Αφέθηκε στα χάδια μου ξαπλώνοντας πίσω στον καναπέ. Καθώς την περιεργαζόμουν με την γλώσσα μου στο δεξί βυζί από κάτω είχε μια μελανιά από φιλί. Ήμουν σίγουρος ότι δεν την έκανα εγώ, και φαινόταν πρόσφατη. Με έζωσαν τα φίδια. Εκεί που ο πούτσος μου μού είχε σηκωθεί, με το που το είδα, ξενέρωσα και μου έπεσε. Αναστέναξα γεμάτος άγχος. Ανασηκώθηκα και κάθισα στον καναπέ. Δε μπορούσα να το παλέψω. Ήμουν σίγουρος ότι η Κατερίνα μόνο εργασία δεν έκανε το προηγούμενο βράδυ.
- Τι έπαθες, αγάπη μου;… είπε με ένα βλέμμα ανησυχίας.
- Τίποτα. Απλά νιώθω άγχος. Τίποτα άλλο. Θα μου περάσει.
- Έλα ηρέμησε, μωρό μου, είπε και σηκώθηκε και κάθισε δίπλα μου χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι.
Σηκώθηκα, πήγα για νερό. Γύρισα και είχε ντυθεί.
- Έγινε κάτι που σε στενοχώρησε;
- Όχι, απολύτως τίποτα. Απλά είναι το στρες όλο αυτόν τον καιρό που πέρασα με τον πατέρα μου. Θα μου περάσει. Ίσως είναι νωρίς ακόμα.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Άφησε την πόρτα μισάνοιχτη. Σηκώθηκα σχεδόν αθόρυβα και την έβλεπα από τον διάδρομο χωρίς να με αντιληφθεί. Σε μια στιγμή το βλέμμα της έπεσε μάλλον στο σημάδι. Σήκωσε το στήθος στην να το δει προφανώς καλύτερα. Κλείνει την πόρτα του μπάνιου απότομα. Βγήκε μετά από ένα τέταρτο.
Εγώ καθόμουν στο σαλόνι. Βγήκε. Την είδα μαγκωμένη. Προσπαθούσε να το παίξει άνετη. Ήρθε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει τρυφερά και να με φιλάει.
- Είσαι πολύ αγχωμένος, μωρό μου, πρέπει να ηρεμήσεις. Ίσως και η πίεση για το μεταπτυχιακό αυτόν τον καιρό. Σου έπεσαν όλα μαζί.
- Ναι, ίσως έχεις δίκιο. Θα προσπαθήσω να χαλαρώσω. Εξάλλου στο τέλος είμαι στο μεταπτυχιακό. Τον Ιούνιο να είμαστε καλά, θα το τελειώσω. Και καλά θα κάνεις κι εσύ με το πτυχίο να το επισπεύσεις λίγο. Τι σου έμεινε και σένα; Η πτυχιακή μόνο. Πάντως τον Ιούνιο πρέπει να γίνουν κι άλλα πράγματα. Τα είχα προγραμματίσει, αλλά βλέπεις η απώλεια του πατέρα μου, μού τα ανέτρεψε.
- Τι πράγματα, Νίκο μου;
- Να λέω, είμαστε δύο χρόνια μαζί. Λέω να επισπεύσουμε το γάμο το καλοκαίρι. Μην περιμένεις πολυτέλειες, αλλά μια πού είναι να γίνει ας γίνει.
- Μ… μωράκι μου… είπε και με φίλησε στο στόμα. Θα πρέπει να δούμε λίγο και με τους δικούς μου το θέμα. Να το κουβεντιάσω.
- Μα, τι να κουβεντιάσουμε; Εξάλλου την τελευταία φορά δεν ήθελαν με τίποτα. Δε με γουστάρουν, για τους δικούς τους λόγους. Ε, αφού το θέλουμε εμείς;
- Καλά θα το δούμε, είπε.
Άλλες φορές όταν συζητούσαμε με την Κατερίνα για τον γάμο μας, εκείνη πάντα έδειχνε ενθουσιασμένη. Αυτή τη φορά ήταν κάπως μαγκωμένη. Κάτι δεν μου άρεσε στο ύφος της.
Την άλλη μέρα ξημέρωσε Πέμπτη. Εγώ πήγα στη δουλειά μου. Γύρισα και έπεσα με τα μούτρα στη μελέτη. Πήρα την Κατερίνα και μου είπε ότι είναι στους δικούς της κι ότι θα αργήσει να γυρίσει. Το βράδυ κατά της οχτώ πετάχτηκα με το αμάξι στην Ηλιούπολη σε ένα φίλο μου, τον Γιώργη. Καθίσαμε λίγο και τα λέγαμε.
- Βρε συ, Νίκο, εσύ που τα καταφέρνεις με τα ηλεκτρικά, θέλεις να πας σε ένα γνωστό μου να δεις κάτι στον πίνακα στο σπίτι του; Αυτός το φυσάει το χρήμα. Πέφτει συνέχεια το ρεύμα. Έχουν πάει διάφοροι κατά καιρούς, αλλά δουλειά δεν του κάνανε, ή δεν του το φτιάχνουν επίτηδες για να τον μαδάνε.
- Δεν έχω πρόβλημα, βρε Γιώργο. Κανόνισέ το και πες μου.
- Εντάξει θα μιλήσω απόψε κιόλας εγώ και θα στο κανονίσω.
Έφυγα από το Γιώργο. Σκεφτόμουν να πάρω την Κατερίνα να την πάρω από το σπίτι. Την πήρα στο σπίτι. Το σήκωσε η μάνα της. Μου είπε ότι δεν είναι εκεί. Ύστερα την πήρα στο κινητό.
- Έλα, κορίτσι μου, πού είσαι;
- Εδώ είμαι, Νίκο μου, στο σπίτι.
- Ωραία σε πέντε λεπτά είμαι από κάτω. Βγες να πάμε μαζί στο σπίτι.
Σώπασε. Στιγμές αμηχανίας.
- Κατερίνα, μ’ ακούς;
- Ναι, σε ακούω, Νίκο. Δεν είμαι ακριβώς στο σπίτι αλλά σε μια παλιά μου φίλη εδώ κοντά. Βρεθήκαμε και τα λέμε. Απλά μην έρθεις. Θα αργήσω λίγο να φύγω και θα περάσω από το σπίτι πρώτα. Θα έρθω με ταξί.
- Καλώς, όπως θες, είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Ήμουν σίγουρος πια ότι κάτι παιζόταν πίσω από την πλάτη μου. Στην αρχή σκέφτηκα να τη στήσω έξω από το σπίτι της. Αλλά ύστερα σκέφτηκα ότι μπορεί να με έβλεπε και κανένας.
«Και πάλι σε τι θα ωφελήσει να τη δω να έρχεται μόνη της», είπα μέσα μου και έφυγα για το σπίτι. Πήγα στο σπίτι. Κάθισα και έφαγα ένα τοστ. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γιώργος.
- Έλα, Νίκο, κανόνισα με τον κ. Ηλία να πας από εκεί να δεις τι γίνεται αύριο το απόγευμα.
- Εντάξει Γιώργο, σε ευχαριστώ.
Κάθισα και περίμενα την Κατερίνα. Η ώρα σιγά σιγά πήγε έντεκα το βράδυ. Ακούω τα κλειδιά της. Μπήκε χαρούμενη.
- Γεια σου, αγάπη μου, είπε με έναν ενθουσιασμό και με φίλησε πεταχτά στο στόμα.
- Καλησπέρα, μωρό μου! τι κάνεις;… της είπα.
- Καλά είμαι. Πάω στο μπάνιο.
Μπήκε στο μπάνιο για πέντε λεπτά και βγήκε στην κρεβατοκάμαρα. Φόρεσε τις πιζάμες της. Πήγα κι εγώ μια στιγμή στο μπάνιο και ύστερα πήγα στην κρεβατοκάμαρα. γδύθηκα και φόρεσα ένα σορτς. Αν και χειμώνας δεν ήθελα ποτέ βαριά ρούχα. Ξάπλωσα.
Η Κατερίνα έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί και φιλούσε ο ένας τον άλλον με πάθος. Την έβαλα ανάσκελα και μπήκα κατευθείαν μέσα της. Είχα μεγάλη καύλα όπως κι εκείνη. Της σήκωσα τα πόδια κι άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Η Κατερίνα ήταν μια γυναίκα όλο πάθος για το σεξ. Το όμορφο σώμα της, το πρόσωπό της, αλλά και το πάθος που έβγαζες μπορούσε να εξιτάρουν το πιο κρύο άτομο στον πλανήτη. Ήταν μια γυναίκα πολυοργασμική. Κάθε φορά έφτανε σε πάνω από ένα δύο οργασμούς Όπως τη γαμούσα, τον έβγαλα και τον ακούμπησα στην σούφρα της. Είχε λιπαντικό και μπήκε με ευκολία, αν και είχαμε καιρό να το κάνουμε. Άρχισα τις παλινδρομικές κινήσεις. Σε λίγο τελείωσα μέσα της. Έγειρα δίπλα και άρχισα με τα φιλιά.
- Τι έγινε μωρό μου, προετοίμασες την τρυπούλα σου για μένα απόψε;
- Ναι, καλέ μου. Την προετοίμασα πριν στο μπάνιο.
«Μα πότε πρόλαβε, αυτή δεν έκανε ούτε πέντε λεπτά μέσα στο μπάνιο» σκέφτηκα μέσα μου. «Άλλες φορές έκανε μια ώρα να προετοιμαστεί.»
Συνεχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Σε μισή ώρα ήμουν πάλι έτοιμος. Την έβαλα στα τέσσερα και την γαμούσα με δύναμη. Ύστερα με ξάπλωσε ανάσκελα και με καβάλησε. Ήταν μέσα σε μεγάλη καύλα. Έχυσε για άλλη μια φορά. Σε λίγο τελείωσα κι εγώ μέσα στο μουνί της.
Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Άνοιξα το ντουλάπι. Ήξερα ότι υπήρχε ένα και μοναδικό τζελ. Το βρήκα. Ήταν κλειστό στο κουτί του, σφραγισμένο. Παραξενεύτηκα. Κάτι δε μου κόλλαγε. Η ευκολία με την οποία μπήκα μέσα… ήταν όλα περίεργα. Λες και προετοίμασε την κωλοτρυπίδα της πριν έρθει στο σπίτι. Κι εκεί ήταν πάλι που ζωντάνεψαν οι αμφιβολίες μέσα μου. Δεν ήταν μια γυναίκα που δεν ήξερα. Η Κατερίνα καθαριζόταν για ώρα όταν είχε στο νου της να κάνουμε πρωκτικό σεξ. Επίσης δε με άφηνε ποτέ να μπω με την μία μέσα της. Αυτό γινόταν μόνο όταν το κάναμε για δεύτερη φορά τον ίδιο βράδυ και είχε χαλαρώσει με την πρώτη φορά η κωλοτρυπίδα της. Σε λίγο μας πήρε και τους δυο ο ύπνος.
Την άλλη μέρα ξύπνησα νωρίς για την δουλειά μου. Η Κατερίνα κοιμόταν του καλού καιρού. Ντύθηκα και έφυγα. Το μεσημέρι χτύπησε το κινητό μου στη δουλειά. Ήταν ο κ. Ηλίας και με παρακάλεσε να πάω από εκεί. Έμενε πάνω από την Βουλιαγμένης, στο βουνό σε ένα μεγάλο διώροφο σπίτι. Όταν σχόλασα πήγα κατευθείαν στο σπίτι. Πήρα την τσάντα με τα εργαλεία και έφυγα. Πριν φύγω πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα. Δεν το σήκωνε. Έστειλα ένα μήνυμα ότι θα λείψω για δουλειά.
Σε μία ώρα σχεδόν έφτασα στο σπίτι του ανθρώπου. Κατέβηκα και τον πήρα τηλέφωνο. Βγήκε στο δρόμο και μου άνοιξε τη γκαραζόπορτα για να βάλω μέσα το αμάξι.
- Γεια σου, είσαι ο Νίκος;
- Ναι, χαίρω πολύ.
- Πέρασε μέσα. Μου επιτρέπεις τον ενικό έτσι;
- Ναι, φυσικά, είπα.
- Και εσύ να κόψεις το κύριε. Σκέτο Ηλία.
Πήγαμε μέσα και σε λίγο μια υπηρέτρια μου πρόσφερε έναν καφέ. Εκεί μου εξήγησε το πρόβλημα που είχε με τα ηλεκτρικά. Σε λίγο πήρα τα εργαλεία και άρχισα τον έλεγχο. Άνοιξα τον πίνακα και είδα το χάλι το μαύρο.
- Ηλία, θέλει όλος ο πίνακας άλλαγμα. Ποιος τον έφτιαξε;
- Δεν ξέρω Νίκο μου, εγώ έτσι το βρήκα το σπίτι. Το σπίτι το αγόρασα πριν έναν χρόνο. Από τότε φέρνω διάφορους ηλεκτρολόγους, κι έχω πάθει πολλές λαχτάρες. Σκέψου είχα πάρτι με πολλούς καλεσμένους και φρίκαρα όταν σχεδόν χάλασε εξαιτίας αυτού.
- Κοίτα θα συμμαζέψω ό,τι μπορώ τώρα. Θέλει αλλαγή ο πίνακας και ψάξιμο ολόκληρη η εγκατάσταση.
- Μη μου λες τέτοια! Απόψε πάλι έχω πάρτι. Θα είμαστε αρκετά άτομα.
- Θα κάνω ό,τι μπορώ. Κι αν συμβεί κάτι τέλος πάντων, βρε παιδί μου, πάρε με και νύχτα, άμα είναι να έρθω να δω τι μπορώ να κάνω. Ε, και από αύριο μεθαύριο προγραμματίζουμε μια σοβαρή επισκευή. Για να λυθεί οριστικά το πρόβλημα.
- Σε ευχαριστώ, Νίκο, είσαι πολύ εντάξει άνθρωπος. Κάνε ότι μπορείς κι ελπίζω να μη σε χρειαστώ απόψε.
- Τι ώρα είναι το πάρτι;
- Α, είπε και γέλασε. Το πάρτι θα είναι με κάτι φίλους. Θα φέρουμε και κάτι φοιτήτριες, κοριτσόπουλα που ψάχνουν χαρτζιλίκι και θα το γλεντήσουμε. Κάτι σαν όργιο δηλαδή.
- Κατάλαβα.
Έπιασα δουλειά. Έκανα ό,τι μετατροπές στον πίνακα και στις καλωδιώσεις.
- Τέλος, Ηλία. Πιστεύω, αν δεν τα παίξει κανένα ρελέ, να τη βγάλεις την νύχτα.
- Να ‘σαι καλά, τι σου χρωστάω;
- Κοίτα δεν είναι ανάγκη να με πληρώσεις τώρα. Όλα μαζί όταν γίνει η δουλειά, τι λες;
- Ok.
Βγαίνοντας προς το γκαράζ έκανε μια κίνηση και μου δίνει ένα εκατοστάρικο. Παρά τις αντιρρήσεις μου ότι ήταν πάρα πολλά, το πήρα, γιατί επέμενε.
«Ίσως θα ήθελε να με σιγουρέψει για το βράδυ, αν βρεθεί στην ανάγκη», σκέφτηκα.
Έφυγα ικανοποιημένος για το σπίτι. Το κινητό μου είχε κλείσει στο δρόμο από μπαταρία. Έφτασα στις εφτά. Πλύθηκα. Ήλπιζα ότι η Κατερίνα θα ήταν στο σπίτι, αλλά έλειπε. Άνοιξα το κινητό μου να την πάρω τηλέφωνο και μου ήρθε ένα μήνυμα.
«Αγάπη μου, με συγχωρείς, θα μείνω στης Μαρίας απόψε να τελειώσουμε επιτέλους την εργασία. Θα τα πούμε αύριο»
Καθόμουν σε αναμμένα καρφιά. Κάτι δε μου καθόταν καλά στην συμπεριφορά της. Άρχισα να γυρνάω γύρω γύρω στο σπίτι. Πήγα στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξα το φύλλο της ντουλάπας της. Δεν είδα κάτι. Άνοιξα το κομοδίνο που συνήθιζε να βάζει προσωπικά της πράγματα. Τίποτα. Πήγα στο μπάνιο, δεν ξέρω γιατί. Άνοιξα το ντουλάπι. Το τζελ έλειπε. Παραξενεύτηκα.
Γύριζα κι ήμουν μέσα στις σκέψεις. Ξαφνικά χτυπάει το κινητό μου. Ήταν ο Γιώργος. Του εξήγησα τι έκανα στον Ηλία.
- Να σου πω, βρε Γιώργο. Η Κατερίνα μού είπε για κάποια φίλη της Μαρία. Την ξέρεις εσύ;
- Ποια, μωρέ, εκείνο το χαζοπούτανο; Το ξέρω. Τι δουλειά έχει η Κατερίνα με αυτή;
- Κάνουνε μια εργασία.
- Κάνει η Κατερίνα θέλεις να πεις. Μου φαίνεται ότι το Μαράκι βρήκε κορόιδο. Τέλος πάντων.
- Έχεις το τηλέφωνό της μήπως;
- Ναι, το έχω. Γιατί;
- Μου το δίνεις σε παρακαλώ;
- Ναι, αμέ!
Είχα το νούμερο της Μαρίας στα χέρια μου. Η ώρα είχε πάει 9 το βράδυ. Δεν έπαιρνα, να μην γίνω ρεζίλι. «Κι αν δεν τρέχει τίποτα;» σκέφτηκα. Πήγε δέκα το βράδυ. Πήρα την Κατερίνα. Το είχε κλειστό. Πήγε έντεκα, το ίδιο. Τότε αποφάσισα να πάρω τη Μαρία με απόκρυψη. Χτύπησε τρεις τέσσερις φορές. Το σήκωσε. Ακούστηκε θόρυβος σαν να της έπεσε από το χέρι. Ακούγονταν μουσική. Σε μια στιγμή ακούω μια αντρική φωνή.
- Μαρία, άσε το τηλέφωνο και πάρε τον πούτσο μου στο στόμα σου.
Σε λίγο έκλεισε το τηλέφωνο. Πάγωσα ολόκληρος. Τα είχα χάσει. Πήγα στην κουζίνα να πιω νερό.
«Κι η Κατερίνα;…» σκέφτηκα. «Τι στον πούστη γίνεται πίσω από την πλάτη μου;»
Σε λίγο χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Ηλίας.
- Νίκο, σώσε με. Δεν έχω ρεύμα. Έλα σε παρακαλώ και θα πληρωθείς με το παραπάνω.
- Θα έρθω, Ηλία, είπα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Φτάνει να έχει ωραίο θέαμα και για μένα.
- Πες το βρε παλικάρι μου! Έχει ό,τι τραβάει η ψυχή σου.
«Άμα κάτσει η φάση έκατσε. Στο κάτω κάτω μία της και μία μου. Το πολύ-πολύ να ξενογαμήσω κι εγώ μια φορά στη ζωή μου», σκέφτηκα. Πήρα το αμάξι και έφυγα αμέσως. Οι δρόμοι άδειοι. Σε μισή ώρα ήμουν εκεί. Μου άνοιξε ο Ηλίας. Πήγαμε στο ισόγειο που ήταν ο Πίνακας. Σε πέντε λεπτά αποκαταστάθηκε προσωρινά η βλάβη.
- Τώρα, έλα να διασκεδάσουμε, σωτήρα μου, είπε ο Ηλίας.
Ανέβηκα πάνω. Τα φώτα ήταν λίγο χαμηλωμένα μέσα στα δωμάτια και στο σαλόνι γινόταν ρωμαϊκό όργιο κανονικά. Στο σαλόνι μια μελαχρινή κοπέλα την είχαν πάρει δύο άντρες και την ξέσκιζαν κανονικά από μπρος και πίσω. Εκείνη βογκούσε από ευχαρίστηση. Σε μια στιγμή με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Παρ’ όλο το όχι πολύ καλό φως, το ύφος της, τα μάτια της ήταν κάπως, σαν να είχε πιει κάτι.
«Σίγουρα κάτι πήρε η πουτάνα, μαστουρωμένη μου φαίνεται», σκέφτηκα.
- Από δω Νίκο…
είπε ο Ηλίας. Πήγαμε στο μπαρ και μου έβαλε ένα κοκτέιλ. Ύστερα μου έδωσε ένα στριφτό τσιγάρο.
- Τράβα μια δυο τζούρες και θα γίνεις τούρμπο. Αλλιώς δε θα κρατήσεις για πολύ με τα πουτανάκια. Έλα στο δωμάτιο. Είναι δύο και ένας φίλος μου. Διάλεξε όποια θέλεις. Είναι οι καλύτερες από όλες, τα αστέρια της βραδιάς. Τις έχω πάρει δύο φορές και δεν παίζονται σου λέω. Ε, και σαν σωτήρας που είσαι, απόψε σου αξίζει το καλύτερο.
Ανοίγει την πόρτα και λέει στο φίλο του να αποχωρήσει. Εγώ ήμουν πιο πίσω.
- Κάθριν, Μαίρη, θέλω να ικανοποιήσετε το φίλο μου απόψε, να του κάνετε όλα τα χατίρια, είναι ο άνθρωπος που μας έσωσε από την καταστροφή του πάρτι… είπε και άναψε το φως.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και έμεινα παγωμένος στην αρχή. Η Κατερίνα με μια μελαχρινή, προφανώς η Μαρία με κοίταζαν με γουρλωμένα τα μάτια.
- Ό,τι ζητήσεις θα στο κάνουν my friend. Είπε και έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Ο φίλος του βγήκε αμέσως, γιατί από ό,τι φάνηκε μόλις τελείωσε. Βγήκε και Ηλίας και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η Κατερίνα τα έχασε. Όμως έδειχνε ότι κάτι είχε πάρει κι εκείνη. Γδύθηκα με τη μία και ξάπλωσα. Η Μαρία, που μέσα στη σούρα της ή την μαστούρα της καλύτερα, δεν κατάλαβε τίποτα, με ρώτησε.
- Έλα, μωρό μου! πώς θέλεις να μας πάρεις;
Ξάπλωσα.
- Πάρε τον στο στόμα σου, είπα. Και θέλω η φίλη σου, όσο σε γαμάω, να μας κοιτάει και να βαράει μαλακία για πάρτη μας.
Η Μαρία έσκυψε πάνω μου και άρχισε να μου τον παίρνει μια βαθιά υπέροχη πίτα. ύστερα με καβάλησε. Άρχισε να γαμιέται πάνω μου. Βογκούσε. Η Κατερίνα μας κοιτούσε άναυδη, παγωμένη.
- Εσύ δεν κάνεις αυτό που είπα. Δεν σε καυλώνει, πουτανίτσα μου, αυτό που κάνω με τη Μαίρη;
Δεν έλεγε κουβέντα. Σε λίγο έχυσα μέσα στην Μαρία. Βγήκα και έβγαλα το προφυλακτικό. Ντύθηκα και πήγα στο σαλόνι. Σε λίγο με πλησιάζει ο Ηλίας και του είπα τι ζήτησα από την Κατερίνα, με ένα παράπονο και ύφος δήθεν δυσαρέσκειας.
- Πρέπει να τιμωρηθεί Ηλία μου. Ε, τι λες; Είπα με ένα πονηρό χαμόγελο.
Εκείνος έμοιαζε να έπιασε το νόημα της κουβέντας μου. Προφανώς θεώρησε ότι έχω όρεξη για παιγνίδια.
- Μα, βέβαια… Είπε ενθουσιασμένος ο Ηλίας. Αμέσως μάλιστα.
- Άντε να τη φέρεις εδώ ακόμα και με το ζόρι, σαν σκλάβα, του είπα.
- Έγινε φίλε μου. Μου αρέσεις που μπήκες αμέσως στο πνεύμα της βραδιάς.
Ο Ηλίας πήγε εκεί και την έφερε αμέσως τραβώντας την κυριολεκτικά από το χέρι. Η Μαρία ερχόταν μαζεμένη πίσω τους. Προφανώς η Κατερίνα της είπε ποιος είμαι.
- Ορίστε… Είπε και την έσπρωξε πάνω μου. Τιμώρησέ τη για την ανυπακοή της.
Η Κατερίνα φορούσε μόνο τα εσώρουχά της, περπατούσε στα χαμένα, δεν είχε και πολλές άμυνες αφού φαινόταν ότι κάτι ήπιε. Την πλησίασα. Το στόμα της βρωμούσε σαμπάνια. Τη χάιδεψα με το χέρι μου στο μάγουλο, όπως έκανα παλιά όταν είμαστε μέσα στην τρυφερότητα και σε αγάπες. Παρ’ όλη την κατάστασή της, ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Γυρίζω προς τον Ηλία.
- Ηλία, θέλω να την πάρουν όλοι, εδώ στο σαλόνι, τώρα.
- Excellent είπε ο Ηλίας νομίζοντας ότι όλα αυτά είναι μέρος του παιγνιδιού που ήθελα κι εγώ να κάνω.
Οι άλλοι ενθουσιάστηκαν με την τροπή που πήρε η βραδιά. Άνοιξα ένα φως να μπορώ να τραβήξω φωτογραφίες και βίντεο. Παράτησαν τις άλλες κοπέλες και μαζεύτηκαν γύρω από την Κατερίνα. Την έβαλαν τρεις άντρες στη μέση και την πίεζαν να τους πιπώνει. Η Κατερίνα το έκανε με το ζόρι, αλλά δεν είχε επιλογή. Πήγε κάποια στιγμή να αντιδράσει και την έπιασα από το πιγούνι.
- Σκάσε και ρούφα…
είπα με ένα επιτακτικό ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ήταν εντελώς χαμένη. Έβγαλα το κινητό και τραβούσα φωτογραφίες και βίντεο την φάτσα της με τρεις πούτσες μπροστά της. Ύστερα ο ένας, ο πιο ψηλός, ξάπλωσε και την έβαλε να καθίσει πάνω του. Άρχισε να τη γαμάει από το μουνί. Σε λίγο ο άλλος καρφώθηκε στον κώλο της με τη μία. Πέρασε ένα πεντάλεπτο και εκείνος που την γαμούσε στον κώλο της βγήκε. Την περίλαβε ο τρίτος. Ύστερα ακολούθησαν άλλοι δύο. Ήρθε δίπλα μου μια κοπέλα και άρχισε να με τρίβει.
- Μάγκες θέλω να τη χύσετε παντού. Πρέπει να τιμωρηθεί αρκετά. Αλλά πριν από αυτό θέλω να της ξεχειλώσετε την κωλοτρυπίδα απόψε. Αύριο θέλω να μη μπορεί να κάτσει.
- Εσύ είσαι ο τιμωρός! Εμπρός Κάντε ότι διέταξε ο αυτοκράτορας… είπε ο Ηλίας μέσα στον ενθουσιασμό του. Τιμωρήστε τη σκλάβα!
Εκεί που την γαμούσε ένας στον κώλο, βγήκε. Ο ψηλός που ήταν ξαπλωμένος έβγαλε τον πούτσο από το μουνί της και τον κάρφωσε στον κώλο της. Ύστερα ακολούθησε ο άλλος που ήταν από πάνω της έπιασε την χοντρή πούτσα του και την έχωσε και εκείνος σιγά-σιγά στον κώλο της. Ο ψηλός που ήταν ξαπλωμένος από κάτω την κράταγε σφιχτά από τα χέρια. Τη γαμούσε σκληρά, ανελέητα. Η Κατερίνα βογκούσε από πόνο πια και όχι από καύλα. Φαινόταν στο πρόσωπό της. Αυτός με τη χοντρή πούτσα τη σφυροκοπούσε κανονικά χωρίς να νοιάζεται αν πονάει ή όχι. Πήγα μπροστά της. Την έπιασα σφιχτά και της ζούληξα τη μούρη.
- Σου αρέσει παλιοπούτανο; Αν δε σου ξεσκίσουν τον κώλο δεν πρόκειται να τελειώσει αυτό απόψε.
- Σε παρακαλώ! Πονάω… είπε δακρυσμένη.
- Έχεις δρόμο ακόμα. Στο τέλος θα χώσω τη γροθιά μου στον κώλο σου να σου τον ανοίξω.
- Όχι, σε παρακαλώ… συγγνώμη!
- Τι να την κάνω τη συγγνώμη; Από τότε που ανακαλύφτηκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο, καργιόλα. Γι’ αυτό απόλαυσε το γαμήσι που σου προσφέρω, ή μάλλον το ξέσκισμα.
Την άφησα, άρχισε να κλαίει δυνατά. Όλα τα αρσενικά της παρέας, μαζί και ο Ηλίας, δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να ξεσκίζουν τον κώλο της Κατερίνας, η οποία πια μόνο έκλαιγε. Όσο αυτό γινόταν εγώ τραβούσα βίντεο με το κινητό μου.
- Μάγκες, θέλω συνεργασία απόψε, είπα προς τα παιδιά που περίμεναν την σειρά τους. Η κωλοτρυπίδα της δεν πρέπει να κλείσει ούτε στιγμή.
Γυρίζω μπρος στο πρόσωπο της Κατερίνας της το πιάνω ξανά δυνατά και το ζουλάω.
- Αύριο καργιολάκι δε θα μπορείς να καθίσεις σε καρέκλα. Στο υπόσχομαι αυτό.
Ύστερα εγώ πήγα παράμερα έβγαλα τον πούτσο μου και τον έδωσα στη Μαρία. Στην αρχή ήταν μαγκωμένη.
- Θέλεις να καταλήξεις σαν τη φίλη σου;… είπα και της έδωσα τον πούτσο μου στην μούρη της.
Εκείνη τον πήρε και άρχισε πάλι μια καταπληκτική πίπα. Την έπιασα από το χέρι και τη σήκωσα ευγενικά, με ιπποτικό θα έλεγα τρόπο. Την πήγα μπροστά στην Κατερίνα την έβαλα να ακουμπήσει τα χέρια στο τοίχο. Άρχισα να τη γαμάω αργά στο μουνί της. Το απολάμβανε. Το έδειχνε μπροστά στην φίλη της. Ύστερα πήρα ένα τζελ που ήταν πάνω σε ένα σκαμπό και άρχισα να της λαδώνω τον κώλο. Της έβαλα τα δάχτυλα στην αρχή με μεγάλη προσοχή· αν και δε χρειαζόταν ιδιαίτερα γιατί τον είχε ήδη φάει από πίσω και ήταν χαλαρή η κωλοτρυπίδα της.
- Κοίτα εγώ θέλω να σε γαμήσω από τον κώλο. Μου αρέσει που έχεις πεταχτό κώλο. Αλλά να ξέρεις ότι είμαι και τρυφερός. Δε θέλω να πονέσεις, όπως η φίλη σου. Σε περίπτωση που νιώσεις μωρό μου τον παραμικρό πόνο θέλω να μου το πεις, ΟΚ;
- ΟΚ, είπε η Μαρία.
Ήταν λόγια που έλεγα πάντα στην Κατερίνα. Όποτε το κάναμε παλιότερα από πίσω πρόσεχα να μην την πληγώσω, να την κάνω να ευχαριστιέται.
- Κοίτα, μωρό μου, θέλω να το ευχαριστηθείς κι εσύ, αλλιώς δεν έχει νόημα να το κάνουμε, είπα φωναχτά, που ήμουν σίγουρος ότι το άκουσε η Κατερίνα.
Πήρε μια πιο βολική στάση. Μπήκα σιγά-σιγά. Άρχισα να την γαμάω αργά, προσεκτικά. Κράτησε γύρω στο πεντάλεπτο. Έχυσα μέσα της δυνατά. Βίωσα πραγματικά ένα πολύ δυνατό οργασμό. Η Μαρία, παρ’ όλο που στην αρχή ήταν μαγκωμένη, μια και προφανώς γνώριζε το ποιος είμαι πια, όταν τη γάμησα από τον κώλο, έδειχνε να το ευχαριστιέται. Γύρισε προς τα μένα. Της έπιασα τρυφερά το πρόσωπο και την φίλησα με ένα τρυφερό φιλί. Σε μια στιγμή με σκουντάει ένας από εκείνους που γαμούσαν την Κατερίνα.
- Κοίτα φίλε πώς της τον κάναμε… είπε ανοίγοντας τα κωλομέρια της.
- Συνεχίστε, παιδιά, έρχομαι σε λίγο.
Πραγματικά η σούφρα της δεν έκλεινε και ήταν κατακόκκινη. Σίγουρα πονούσε, αλλά δε μπορούσε να κάνει και κάτι. Πήγα στην κουζίνα. Είδα από πριν ότι υπήρχαν άσπρα γάντια μια χρήσης. Φόρεσα δύο και πήγα στο σαλόνι.
- Ρίξτε την ανάσκελα και χύστε την όλοι σας.
Το έκαναν όλοι τους παίζοντας τις πούτσες τους πάνω στη μούρη της. Την έχυσαν όλοι πάνω της ξεφτιλίζοντάς την εντελώς.
- Τώρα θα της χώσω τον χέρι μου μέχρι τον αγκώνα μέσα της! Ύστερα και το άλλο.
Εκείνη πετάχτηκε και κάθισε στο καναπέ τρομαγμένη.
- Όχι, ρε φίλε, μην το κάνεις, θα πάθει τίποτα και θα τρέχουμε, είπε ο ψηλός.
- Θα είμαι τζέντλεμαν φίλε μου. Θα πάρει κανένα δεκάλεπτο, αλλά θα της τον ανοίξω. Θέλω να μην αισθάνεται πούτσα πιά στην κωλοτρυπίδα της.
- Σε παρακαλώ Νίκο… έλεγε τρομαγμένη κι έκλαιγε.
- Η καλύτερη στάση είναι στα τέσσερα.
- Όχι, σε παρακαλώ… έλεγε κλαίγοντας πια.
Οι άλλοι άκουγαν άναυδοι. Άρχισαν σιγά-σιγά να κομπλάρουν ο ένας μετά τον άλλον. Θεώρησαν ότι είχα ξεφύγει εντελώς.
- Θα γυρίσεις στα τέσσερα μόνη σου ή προτιμάς να σε κρατάνε άλλοι με το ζόρι.
Άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να με παρακαλεί, να μου ζητάει συγγνώμη, οι άλλοι τα είχαν χαμένα, ακόμα κι ο Ηλίας. Έβγαλα τα γάντια, τα πέταξα πάνω της. Την έπιασα από το πρόσωπο και την έφτυσα.
Κάθισα λίγο στον καναπέ μόνος μου. Οι άλλοι άρχισαν να χαμουρεύονται και να χαχανίζουν με τις άλλες κοπέλες. Η Κατερίνα καθόταν στον καναπέ απέναντι μέσα στα χύσια και έκλαιγε. Σηκώθηκε και πήγε στον μπάνιο. Σηκώθηκα κι εγώ.
- Ηλία μου, θα πρέπει να φύγω. Αύριο δουλεύω.
Βγήκαμε κάτω στο γκαράζ.
- Να σε ρωτήσω κάτι βρε Νίκο; Την ξέρεις την κοπέλα;
- Ναι, την ξέρω. Ήταν αυτή που επρόκειτο να παντρευτώ σε λίγους μήνες. Είναι αυτή που νόμιζα ότι μπορώ να στηριχθώ πάνω της. Ευτυχώς βρέθηκες στο διάβα μου εσύ και με έσωσες από μια πουτάνα. Πρέπει να φύγω όμως τώρα, γιατί όπως σου είπα, δουλεύω αύριο.
Ο Ηλίας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν πίστευε αυτό που άκουσε εκείνη τη στιγμή.
- Καλά, πού δουλεύεις;
- Σε σχολείο, καθηγητής, φυσικός είμαι, αλλά ξέρω και από ηλεκτρολογικά. Φοιτητής δούλευα πολλά χρόνια σε συνεργείο για να τα βγάλω πέρα.
- Ωραία, κ. καθηγητά! Και όπως είπαμε.
- Εντάξει. Τις επόμενες μέρες θα σε πάρω τηλέφωνο να έρθω να φτιάξουμε τα ηλεκτρικά. Πάντως καλά την έβγαλαν απόψε. Σε χαιρετώ, είπα και μπήκα στο αμάξι.
- Γεια σου, Νίκο, σε ευχαριστώ για όλα. Κοίτα, να μην θυμώσεις μαζί της, συγχωρέσε την, είναι καλή κοπέλα κατά βάθος, φαίνεται. Ίσως το έκανε από ανάγκη.
- Ποτέ της δε δούλεψε. Αυτά που μπορούσα να της τα παρέχω της τα παρείχα, όπως και οι δικοί της. Κοίτα να την κρατήσεις μέχρι το πρωί, σε παρακαλώ. Μην τη στείλεις πίσω έτσι, να συνέλθει πρώτα, μην γίνει καμιά μαλακία και μπλέξεις κι εσύ χωρίς λόγο. Βαλ’ τη να ψοφολογήσει σε μια γωνιά. Δώσε της και καμιά τζούρα παραπάνω να καλμάρει. Μην κάνει καμιά σπασμωδική κίνηση και έχουμε τραβήγματα μετά. Καληνύχτα.
- Καληνύχτα!
Η ώρα κόντευε τέσσερις το πρωί όταν πήγα στο σπίτι. Έπεσα αμέσως για ύπνο με το κεφάλι που έκανα. Το πρωί με το ζόρι σηκώθηκα. Πήγα στο σχολείο. Σχόλασα. Γύρισα στο σπίτι. Η Κατερίνα δεν ήταν εκεί. Πώς να είναι, με τι μούτρα;
«Προφανώς έμεινε στο μπουρδέλο της η πουτάνα», σκέφτηκα.
Καθόμουν και είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Θα τη ρεζίλευα και στους δικούς της πρώτα. Δε δεχόμουν το ψέμα και την πουτανιά με τίποτα. Το απόγευμα ακούω ξαφνικά κλειδιά στην πόρτα. Ήταν η Κατερίνα. Εγώ συμπεριφέρθηκα σαν να μη συνέβη τίποτα.
- Γεια σου, μωρό μου, είπα με ένα χαμόγελο μόλις μπήκε και τη φίλησα πεταχτά στο στόμα.
Εκείνη έμεινε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πήγε στο σαλόνι και κάθισε μαζεμένη. Πήγα στην κουζίνα, ετοίμασα δύο καφέδες και έβαλα και τα αγαπημένα της κουλουράκια. Κάθισα δίπλα της στο μεγάλο καναπέ. Άπλωσα το χέρι μου, την χάιδεψα τρυφερά στα μαλλιά, και τη φίλησα στο μάγουλο.
- Σ’ αγαπώ πολύ! της είπα.
Ζορίστηκε, κοκκίνισε. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έπεσε στην αγκαλιά μου. Δε μιλούσε παρά μόνο έκλαιγε. Την αγκάλιασα τρυφερά και την φίλησα στο μάγουλο.
- Γιατί κλαις, βρε μωρό μου;… είπα και τη φίλησα ξανά.
Μάζεψε λίγο το κουράγιο της.
- Μα, βρε Νίκο μου, με δουλεύεις τώρα; Μετά τα χθεσινά;
- Ε, και τι έγινε βρε Κατερίνα μου; Έκανες κι εσύ ένα λάθος, άνθρωπος είσαι!
- Νίκο, τι λες; Καταλαβαίνεις; Σε κεράτωσα, γαμώ το. Έπαιρνα λεφτά και γαμιόμουν εδώ και δύο μήνες, έγινα πουτάνα, και μου λες αυτό;
- Μα, βρε αγάπη μου, σού είπα ότι όλοι κάνουμε λάθη, εκεί θα κολλήσουμε; Θυμάσαι που λέγαμε να παντρευτούμε; Ε, στο είπα και προχθές. Λοιπόν; Η απάντηση;
- Κοίτα, σταμάτα το βασανιστήριο, σε παρακαλώ! Εγώ ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη, και θα φύγω. Δε γίνεται να είμαστε μαζί. Ντρέπομαι, δε μπορώ να σε βλέπω.
Εκεί θύμωσα. Ήθελε η καργιόλα να το περάσει ανώδυνα όσο μπορούσε, με ένα χωρισμό. Χωρίς να λογαριάσει τον πόνο που μου προκάλεσε, χωρίς να λογαριάσει αυτό που θα άφηνε πίσω της. Σηκώθηκα, πήρα το λάπτοπ, κάθισα δίπλα της, μπήκα σε ένα πορνοσάιτ με βίντεο.
- Κοίτα, τι λες γι’ αυτό το σάϊτ; Όλο σου το ξέσκισμα το έχω σε βίντεο. Λέω να το πουλήσω να βγάλω κανένα φράγκο, τι λες, δεν είναι καλή ιδέα; Ε, τι μόνο εσύ να τα οικονομάς από τα πουτανίστικα κερατώματα; Αλήθεια πόσο σε πλήρωναν να συμμετέχεις σε παρτούζες; Πρέπει να το βάλω στην εισαγωγή του βίντεο.
Άρχισε να κλαίει. Να με παρακαλεί να μην το βγάλω στη φόρα.
- Κοίτα, καργιόλα, μέσα στο υπνοδωμάτιο έβαλα τα πράγματά σου μέσα σε μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών. Παρ’ τα και εξαφανίσου! Με τα βίντεο θα κάνω ό,τι μου καυλώσει. Κατάλαβες τσουλάκι;…
είπα και της έχωσα μια δυνατή φάπα πίσω στο κεφάλι, που έχασε τον κόσμο. Έπεσε στα γόνατα κάτω από τον καναπέ.
- Φύγε, παλιοπουτάνα, πριν σε σκοτώσω, είπα.
Την πιάνω και τη σηκώνω βίαια πάνω. Της χώνω άλλο ένα χαστούκι δυνατό. Πήγα στο δωμάτιο. Πήρα τη σακούλα και της την πέταξα πάνω της Πλέον δεν έλεγχα τα νεύρα μου. Ξέσπασα. Την άρπαξα βίαια από το μπράτσο και την πέταξα έξω. Παραπάτησε στο πεζοδρόμιο και έπεσε με τα μούτρα χάμω. Μάτωσε η μύτη της, προφανώς γδάρθηκε και το πρόσωπό της. Της πέταξα τη σακούλα πάνω της και έκλεισα την πόρτα. Έβαλα ένα ουίσκι και άραξα. Ένιωθα μια ανακούφιση μέσα μου.
Έφυγε με τα πόδια σέρνοντας ουσιαστικά τη σακούλα, αφού ήταν βαριά για εκείνη. Την έβλεπα που έφευγε ταπεινωμένη, ξεφτιλισμένη, από το παράθυρο του σπιτιού μου και το ευχαριστιόμουν. Πέρασε ένα ταξί και την πήρε. Εξαφανίστηκε στρίβοντας στη γωνία του δρόμου. Γύρισα και έβαλα άλλο ένα ουίσκι. Πήρα τον Γιώργο τηλέφωνο. Μιλήσαμε αρκετά. Του τα είπα όλα, με λεπτομέρεια.
- Καταλαβαίνεις, Γιώργη; Ήμουν έτοιμος να την παντρευτώ την πουτάνα! Πως δε με κόλλησε τίποτα; Αλλά και πού το ξέρω; Με ποιους γαμιόταν τόσον καιρό και αυτή και η Μαρία;
- Έλα, ρε μαλάκα, θα έπαιρνε μέτρα. Δε νομίζω να είναι τόσο ηλίθια;
- Γιατί την έχεις για έξυπνη μετά από αυτό που έκανε; Είχε μεγάλη ανάγκη; Ζούσε μαζί μου σε ένα σπίτι που τα έξοδα της τα κάλυπτα εγώ. Δύο χρόνια τώρα και πριν τη συντηρούσαν οι γονείς της. Πήγε κάποτε σε μια δουλειά σε ένα φαστ φουντ και τα έπαιξε από την κούραση. Βλέπεις οι δικοί της την είχαν στα όπα-όπα, και αυτή και τα αδέρφια της. Γιατί δεν το έκανε και η αδερφή της; Εκείνη η κοπέλα τελείωσε τις σπουδές της και αρραβωνιάστηκε με ένα παλικάρι. Ζει μια χαρά. Η δικιά μου ήθελε μεγαλεία και έγινε πουτάνα να τα αποκτήσει. Ωραία, ας τα απολαύσει τώρα. Θα έβγαζε φράγκα, είναι ωραία γυναίκα! Τέλος πάντων να μη σε ζαλίζω και εγώ τώρα.
- Τι λες, ρε Νίκο; Τόσα χρόνια φίλοι και με ζαλίζεις;
Κλείσαμε το τηλέφωνο. Ήπια άλλο ένα ουίσκι. Με πήρε αργά μέσα στις σκέψεις. Στο τέλος αποκοιμήθηκα στον καναπέ.
Το πρωί της Παρασκευής σηκώθηκα με το κεφάλι βαρύ. Έκανα ένα μπάνιο ντύθηκα και έφυγα για το σχολείο. Σε ένα διάλειμμα ένας συνάδελφός μου, ο Γιάννης μου πρότεινε να πάμε το βράδυ έξω να φάμε όλοι οι συνάδελφοι μαζί. Δεν είχα όρεξη και του το είπα.
- Έλα, βρε Νίκο, πάρε και την Κατερίνα και ελάτε βρε. Θα περάσουμε ωραία!
- Δε γίνεται, βρε Γιάννη. Παρεμπιπτόντως, χώρισα με την Κατερίνα.
Εκείνος και μια άλλη συναδέλφισσα που μας ήξεραν έμειναν να με κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό.
- Καλά, βρε Νίκο, εσείς με την Κατερίνα ήσαστε ένα βήμα πριν το γάμο; Τέλος πάντων, μη μαραζώνεις. Θα έρθεις απόψε.
Τα παιδιά επέμεναν. Δέχθηκα να μην τους χαλάσω χατίρι.
Το βράδυ βγήκαμε σε ένα μεζεδοπωλείο. Ένιωθα τόσο όμορφα με τα παιδιά. Ήμαστε μέσα στα αστεία και τα πειράγματα. Η ώρα ήταν 11 το βράδυ όταν στην παρέα φάνηκε μια κοπέλα που έπαθα από την ομορφιά της. Η Δανάη ήταν μια όμορφη καστανόξανθη κοπέλα, μετρίου αναστήματος με ένα σώμα που κόλαζε άγιο. Τα μάτια της γαλάζια σαν την θάλασσα. Εμένα με σύστησε η Στέλλα. Τη γνώριζε από το πανεπιστήμιο που πήγαιναν μαζί. Εμένα με χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα. Και μάλιστα αυτό το κατάλαβε ο Γιάννης με τη Στέλλα και άρχισαν τα πειράγματα με υπονοούμενα. Η βραδιά τέλειωσε και τραβήξαμε όλοι για τα σπίτια μας.
Πέρασαν δέκα μέρες σχεδόν. Εγώ πήγα στου Ηλία και του συμμάζεψα τα ηλεκτρικά. Τώρα πια δεν κινδύνευε να πάθει κάποιος ηλεκτροπληξία τουλάχιστον. Όλη η δουλειά πήρε τρεις μέρες. Μάλιστα πήρα και έναν φίλο μου να με βοηθήσει. Την τέταρτη μέρα πήγα να συμμαζέψω τη δουλειά μόνο μου. Ο Ηλίας μου πρόσφερε έναν καφέ. Καθίσαμε στο σαλόνι και συζητούσαμε.
- Νίκο, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Είσαι καλό παιδί. Το ότι εκείνο το βράδυ τις προάλλες ήρθες και με έσωσες, δεν έχω λόγια. Και λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε με την Κατερίνα. Πού να φανταστώ;
- Ήταν γραφτό Ηλία μου, ήταν γραφτό εγώ να σώσω εσένα κι εσύ εμένα.
- Και τώρα τι κάνεις; Πώς είσαι;
- Ε, κοίταξε δεν είναι και η καλύτερη εξέλιξη που θα ήθελα. Αν σου έλεγα ότι είμαι κι ευτυχισμένος, θα σου έλεγα ψέματα. Ξέρεις, την Κατερίνα την αγαπούσα. Την είχα συνηθίσει, την είχα στήριγμα. Πέρασα δύσκολα με τις περιπέτειες με τον πατέρα μου. Και ξέρεις δεν έχω και κανέναν στον κόσμο εδώ. Τη μάνα μου την έχασα νωρίς. Ο μόνος συγγενής που έχω είναι ο αδερφός του πατέρα μου κι εκείνος ζει στην Αμερική χρόνια τώρα, και δεν είχε και ποτέ επαφές μαζί μας. Σαν όνειρο τον θυμάμαι. Την Κατερίνα την ένιωθα σαν τον μοναδικό δικό μου άνθρωπο στον κόσμο. Ήμασταν αγαπημένοι. Δεν ξέρω πώς έμπλεξε, ίσως από τη φίλη της τη Μαρία. Έχω φίλους, αλλά δικό μου άνθρωπο δεν έχω. Όταν την είδα να έχει γίνει πουτάνα και να γαμιέται σε όργιο για τα λεφτά, τρελάθηκα. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Ευτυχώς είμαι ψύχραιμος σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν τα χάνω εύκολα. Βλέπεις, πέρασα δύσκολα χρόνια μικρός. Οι δικοί της δεν με ήθελαν ούτε ζωγραφιστό να με δουν. Κόντρα σε τόσες δυσκολίες όμως, ήθελα να κάνω οικογένεια μαζί της.
- Τι να πω βρε Νίκο; Με εκπλήσσεις με αυτά που μου λες. Σε μια στιγμή, εκείνο το βράδυ, ήθελα να το σταματήσω το πανηγύρι και να τη διώξω. Κατάλαβα ότι κάτι τρέχει μεταξύ σας, από τον τρόπο που σε κοίταξε μόλις μπήκες στο δωμάτιο. Όπως και εσένα, που έχασες το γέλιο σου με τη μία. Βέβαια έπραξες αντρίκια και με υπερηφάνεια.
Ύστερα του εξιστόρησα τον τρόπο με τον οποίο την έδιωξα. Ο Ηλίας δεν πίστευε σε αυτά που άκουγε.
- Κοίτα Νίκο, ό,τι βοήθεια θελήσεις από μένα την έχεις. Είσαι εντάξει άνθρωπος. Άμα κάνω κανένα πάρτι πάλι θα σε καλέσω, τι λες;
- Θα δούμε, είπα και ήπια την τελευταία γουλιά του καφέ.
Σηκώθηκα και έφυγα.
Γύρισα στο σπίτι. Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας. Έβαλα να πιω ένα ποτήρι κρασί να χαλαρώσω. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Μαρία.
- Καλησπέρα, Νίκο!
- Καλησπέρα, είπα. Ποιος είναι;… ρώτησα κάνοντας πως δεν κατάλαβα.
- Η Μαρία είμαι. Τι κάνεις;
- Καλά είμαι. Πώς και με θυμήθηκες, Μαρία;
- Θέλω να σε δω.
- Ωραία, πού θέλεις να συναντηθούμε; Πού μένεις;
- Μπορώ να έρθω από εκεί;
- Ναι, αμέ, να σου πω τη διεύθυνση.
- Όχι, δεν χρειάζεται. Ξέρω πού μένεις. Ήρθα μια δυο φορές με την Κατερίνα.
- Εντάξει Μαρία, σε περιμένω.
Δεν πέρασε μισή ώρα η Μαρία ήταν σπίτι μου. Χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα. Παρουσιάστηκε μπροστά μου μια Μαρία εντελώς διαφορετική. Φορούσε ένα τζιν, τα μαλλιά της ήταν περιποιημένα, το βάψιμό της σεμνό, φορούσε μία ριχτή κόκκινη μπλούζα που της πήγαινε τέλεια. Αν την έβλεπε κανείς έτσι χωρίς να τη δει στο πάρτι, δε θα έβαζε με το μυαλό του ότι αυτή η γυναίκα, πήγαινε και γινόταν πουτάνα. Το ίδιο φυσικά θα έλεγε κανείς και για την Κατερίνα.
- Καλησπέρα, είπε με ένα χαμόγελο μόλις μπήκε.
- Καλησπέρα, Μαρία, πέρασε…
είπα ανταποδίδοντας με ένα δικό μου χαμόγελο.
- Μόνος είσαι;… ρώτησε με δήθεν αφελές ύφος.
- Όχι, με την Κατερίνα, απάντησα με ένα έκδηλα ειρωνικό ύφος. Περίμενε σε λίγο θα βγει. Στο μπάνιο είναι.
Καθίσαμε στο σαλόνι. Την κοίταζα με ένα άνετο και ψύχραιμο ύφος.
- Λοιπόν, να σε ρωτήσω, θα πάρεις κάτι; Θες ένα ποτό;… έχω κρασί, μπύρα, αναψυκτικό…
- Ένα νερό σε παρακαλώ.
Πήγα και της έφερα ένα ποτήρι νερό.
- Να σε ρωτήσω, μήπως πεινάς; Εγώ θα παραγγείλω απ’ έξω. Τι θα έλεγες να πάρουμε πίτσα;
- Έλα μωρέ, μη μπαίνεις στο κόπο για μένα!
- Κοίτα, Μαρία μου είμαι νηστικός από το πρωί. Θα ήταν χαρά μου να μου κάνεις έστω και λίγη παρέα.
- Εντάξει, αφού επιμένεις. Θα σου κάνω παρέα.
Παρήγγειλα δύο πίτσες και κάποια άλλα συνοδευτικά. Έβαλα ένα μπουκάλι κρασί στην κατάψυξη.
Μέχρι να έρθουν η πίτσες το κρασί είχε παγώσει. Η παραγγελία ήρθε.
- Μαρία, πού βολεύεσαι; Θέλεις να καθίσουμε στην τραπεζαρία καλύτερα;
- Μα βρε Νίκο μου, μη μπαίνεις σε φασαρία. Δεν πάμε καλύτερα στο τραπέζι της κουζίνας;
- Εντάξει.
Καθίσαμε στην κουζίνα και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Σαχλαμαρίζαμε βασικά. Δεν την άφηνα να κάνει καμία νύξη για τα γεγονότα. Αφού της έκανα το τραπέζι, δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Το θεωρούσα και αγένεια. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό φύγαμε από την κουζίνα. Πήρα δύο κολονάτα ποτήρια και έβαλα κρασί και στους δυο μας. Ήταν ότι καλύτερο μετά το φαγητό.
- Στην υγειά σου Μαρία!
- Στην υγειά σου Νίκο!
- Λοιπόν, σε τι οφείλω την τιμή της επίσκεψής σου;
- Τι να πω, τα έχω χάσει. Δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Μου το έλεγε η Κατερίνα, αλλά θεωρούσα ότι όλοι οι άντρες λίγο πολύ είστε ίδιοι. Μετά την καζούρα που της έκανες στο πάρτι του Ηλία, δεν πίστευα τα όσα μου έλεγε περί ευγένειας. Είδα ένα άλλο Νίκο τότε και έναν άλλο Νίκο τώρα. Έτσι ήσουν πάντα;
- Ναι, Μαρία μου, πάντα, εκτός από την περίπτωση που με πείραζε κάποιος και τα έπαιρνα στο κρανίο. Εκεί δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και η φιλενάδα σου δε με είχε δει ποτέ να τα παίρνω έτσι. Τώρα με γνωρίζει καλύτερα. Όμως είναι αργά.
- Κατάλαβα. Κοίτα ήρθα, γιατί με έστειλε εκείνη.
- Γιατί; Τι να κάνεις; Δε χωρίσαμε; Χωρίσαμε. Τώρα τι θέλει; Ας πάει να κάνει καριέρα σαν πουτάνα. Της ταιριάζει. Ο Ηλίας εκείνο το βράδυ μου είπατε ότι ήσαστε οι βασίλισσες της βραδιάς. Και οι δυο ήσαστε άφταστες. Φυσικά την Κατερίνα την έκαναν να απολαύσει το θρόνο της κάπως απρόσμενα, αλλά δεν πειράζει. Πρέπει να αισθάνεται υπερήφανη. Αφού το άντεξε όλο εκείνο, πάλι καλά. Έχει ταλέντο να της πεις. Θα κάνει καριέρα στα καλύτερα ντιβάνια.
- Το μετάνιωσε. Ειλικρινά όμως. Και να σου πω… σε αγαπάει. Αλήθεια σου λέω. Γι’ αυτό ήρθα. Δεν την μπορώ να μυξοκλαίει τόσες μέρες. Τι να πω; Έχεις δίκιο. Είσαι φανταστικό άτομο. Και πραγματικά έκανε μαλακία.
- Κοίτα, Μαρία μου, εγώ εκεί που φτύνω, δεν τρώω. Την ήθελα δίπλα μου. Ήταν το στήριγμά μου, ο άνθρωπός μου. Βλέπεις είμαι μόνος μου στον κόσμο. Έχω φίλους, δικό μου άνθρωπο δεν έχω, δικό μου. Να του πω ότι τον αγαπάω, να νιώσω ότι με αγαπάει, να του πω τον πόνο μου, να μου πει το δικό της. Δε γίνεται όλο αυτό, όταν υπάρχει ψέμα, υποκρισία και πουτανιά. Πού πήγαινε η αγάπη της που λέει ότι έχει για μένα, όταν γαμιόταν με τους άλλους; Με σκεφτόταν καθόλου; Εγώ λέω πως όχι. Το απολάμβανε, της άρεσαν και οι πούτσες που έτρωγε και τα χρήματα που έπαιρνε. Αλήθεια πες μου κάτι. Γιατί το έκανε αυτό; Είχε τόση ανάγκη τα χρήματα; Ε; Με τον μισθό μου καλά περνούσαμε. Ύστερα έπαιρνα και κάποιες δουλειές απ’ έξω. Θα τα βγάζαμε πέρα. Αλλά εκείνη ήθελε το πολύ χρήμα. Θα σας πλήρωναν καλά, έτσι δεν είναι;
- Ναι, έτσι είναι.
- Λοιπόν Μαρία μου, να της πεις να μη με ενοχλήσει ξανά. Ας κοιτάξει τη ζωή της. Θέλει να γίνει πουτάνα, θέλει καλόγρια, το ίδιο και το αυτό κάνει. Με πρόδωσε, με πρόσβαλε. Λυπάμαι.
Με την Μαρία καθίσαμε αρκετά. Σχεδόν κατεβάσαμε το μπουκάλι. Ύστερα έφυγε. Κάθισα στο σαλόνι και συλλογιζόμουν. Προσπαθούσα να βγάλω άκρη. Έψαχνα το γιατί; Την άλλη μέρα ξημέρωσε Σάββατο. Σηκώθηκα και άρχισα το συμμάζεμα και το καθάρισμα του σπιτιού. Δε μου άρεσε η βρώμα και η ακαταστασία. Εκεί που έκανα το δωμάτιο άνοιξα την ντουλάπα να αεριστεί. Είδα σε ένα ράφι ότι υπήρχαν ρούχα της Κατερίνας.
- Να πάρει ο διάολος, μονολόγησα δυνατά. Τώρα πρέπει να την πάρω να έρθει να τα πάρει.
Τελείωσα με το σπίτι. Έφτιαξα μια μπριζόλα και πατάτες και το μεσημέρι κάθισα να φάω. Ύστερα πήγα στο σαλόνι και κοίταζα το πρόγραμμα της Δευτέρας. Ετοίμασα κάτι σημειώσεις για το σχολείο. Πήρα το τηλέφωνο και κάλεσα την Κατερίνα.
- Καλημέρα!
- Καλημέρα, είπε με έναν μαγκωμένο τρόπο.
Προφανώς δεν περίμενε το τηλεφώνημα.
- Κοίτα, έμειναν κάποια δικά σου πράγματα στο σπίτι μου. Τα έβαλα σε ένα σακίδιο. Όποτε μπορείς να έρθεις να τα πάρεις. Να με πάρεις όμως πρώτα τηλέφωνο να είμαι εδώ. Εντάξει;
- Ναι Νίκο… εντάξει. Α, να σου πω, μπορώ να έρθω τώρα, εσύ μπορείς;
- Φυσικά, μέχρι τις εφτά θα είμαι, μετά θα βγω.
- Εντάξει, θα έρθω σε μία ώρα. Είμαι στους δικούς μου.
- ΟΚ.
Πήρα το σακίδιο. Έβαλα οτιδήποτε ήταν δικό της μέσα. Ακόμα και ένα σημειωματάριο παλιό από το συρτάρι του κομοδίνου. Ένα δυο βιβλία δικά της και φυσικά μια χρυσή αλυσίδα, που ήταν δώρο της σε μένα. Η ώρα πέρασε. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου. Άνοιξα.
- Καλησπέρα, Νίκο!
- Καλησπέρα, Κατερίνα, είπα με ένα χαμόγελο, όπως παλιά.
Όταν την είδα, μου ήρθε σε μια στιγμή να την πιάσω να τη φιλήσω. Όμορφη με τα καστανόξανθα μαλλιά της, το ζεστό χαμόγελό της, τη ζεστή εκείνη εκφραστική ματιά της. Με αυτήν την εμφάνιση δεν υπήρχε περίπτωση άνθρωπος να βάλει με το μυαλό του ότι έχει μια πουτάνα μπροστά του. Μπήκε μέσα πήγαμε στο σαλόνι.
- Θα πιείς καφέ να κάνω;
- Να μη σε βάζω σε κόπο.
- Τι κόπο, βρε Κατερίνα, θα έκανα εξάλλου και για μένα.
Έφτιαξα τον καφέ όπως της άρεσε. Έφερα και κάποια μπισκότα.
- Νίκο, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για άλλη μια φορά.
- Ό,τι έγινε, έγινε, βρε Κατερίνα μου. Δεν ήταν γραφτό να είμαστε μαζί. Ε, δεν θα πεθάνουμε κιόλας.
Έσκυψε το κεφάλι της, δάκρυσε.
- Εσύ τι έκανες με την εργασία;
- Την τελείωσα.
- Η Μαρία;
- Ποια Μαρία, η Μαρία δεν είχε καμιά εργασία. Ψέματα έλεγα, δικαιολογίες.
- Και το τώρα το συνεχίζεις το άθλημα;
- Όχι, Νίκο. Όχι. Νόμιζα η μαλακισμένη πως κάτι έκανα, αλλά μετά που σ’ έχασα, μετά τον ξεφτίλισμά μου, κατάλαβα τη μαλακία που έκανα.
- Τέλος πάντων. Ας μην τα συζητάμε. Αφού κατάλαβες το λάθος σου, και ξέκοψες από το κατρακύλισμα, καλό είναι αυτό για σένα. Αλήθεια τι στο διάολο παίρνατε όλες εκεί μέσα; Οι άντρες που σας πηδούσαν τους έδινε ο Ηλίας ένα στριφτό, εσείς;
- Χάπια, δεν ξέρω τι ήταν. Ξέρω ότι μόλις τα έπαιρνα έκανα σαν τρελή να κάνω σεξ. Και φυσικά έπινα και αλκοόλ.
- Τι να σου πω; Τα έχω χαμένα μαζί σου. Γιατί το έκανες; Δεν ήσουν ικανοποιημένη μαζί μου;
- Όχι, ως άντρας με ικανοποιούσες και πλήρως μάλιστα. Απλά το ξεκίνησα για τα χρήματα. Θεωρούσα ότι βγάζοντας κάποια λεφτά θα μπορούσα να κάνω πράγματα που δε μπορούσαμε να κάνουμε μόνο με τα χρήματα που έβγαζες εσύ. Ύστερα είχα σκοπό να ξεκόψω.
- Προδοσία κανονική πίσω από την πλάτη μου δηλαδή. Ήσουν μέσα στη χαρά. Και ύστερα… να έρθεις μια ωραία πρωία δίπλα μου σαν να μην συμβαίνει τίποτα, να μου αραδιάζεις αγάπες και έρωτες κι εγώ να νιώθω υπερήφανος που έχω εσένα δίπλα μου, να έχω πλήρη άγνοια. Να είμαι ένα μαλάκας κερατάς, ένα κορόιδο. Φαντάζεσαι να συναντούσα και κανένα από τους γαμιάδες σου και να με κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη μου; Το ευχαριστιόσουν όμως, έτσι δεν είναι; Το κατάλαβα όταν μπήκα στην αρχή στο δωμάτιο.
- Αφού έπαιρνα όλες αυτές τι μαλακίες…
- Έλα τώρα, Πριν πας να πάρεις κάθε φορά, είχες συνείδηση τι πήγαινες να κάνεις. Μετά βέβαια, αν εσύ έπαιρνες κάτι για να βγάζεις πέρα τη βραδιά, άλλο αυτό. Την απόφαση όμως την έπαιρνες νηφάλια, έτσι δεν είναι; Τι έγινε όταν εγώ έφυγα εκείνο το βράδυ;
- Τίποτα. Πήγα στην κουζίνα και κάθισα και έκλαιγα. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκα, άνοιξα ένα μπουκάλι ουίσκι και κατέβασα σχεδόν το μισό. Ίσα που με πρόλαβε ένας τύπος με τον Ηλία. Είχα σηκωθεί όρθια και ήμουν έτοιμη να πέσω κάτω. Ύστερα με έβαλαν σε ένα απόμερο δωμάτιο. Εκεί έμεινα μέχρι αργά το μεσημέρι. Η Μαρία είχε φύγει κατά τις 4 το πρωί. Ύστερα πήρα ταξί και πήγα στη Μαρία.
- Τέλος πάντων… είπαμε! Καλό είναι που ξέκοψες για σένα, αν ξέκοψες.
Η Κατερίνα κάθισε λίγο ακόμα. Σηκώθηκε να φύγει. Με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο. Έφυγε με τα μάτια δακρυσμένα.
Το Βράδυ συναντηθήκαμε με το Γιάννη. Πήγαμε σε ένα μπαρ στο Περιστέρι. Ήπιαμε ένα δυο ποτά και λέγαμε διάφορα. Εκεί ο Γιάννης μου ανακοίνωσε ότι η Στέλλα θα κάνει γενέθλια και μας κάλεσε όλους το επόμενο Σάββατο.
Η βδομάδα πέρασε μέσα στο τρέξιμο χωρίς να καταλάβω. Ήρθε το Σάββατο. Ετοιμάστηκα και πήγα με το αμάξι από τον Γιάννη. Μαζί μας ήταν και η γυναίκα του η Μαρίνα. Πήγαμε στη Στέλλα. Μας άνοιξε ο γιός της. Μπήκαμε και ήταν όλοι σχεδόν οι συνάδελφοι από το σχολείο. Η ώρα περνούσε υπέροχα. Είμαστε όλοι μέσα στα αστεία. Σε κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε η Στέλλα. Ήταν η Δανάη με ένα νεαρό άντρα.
Μας χαιρέτησε. Κι ενώ όταν την είδα χάρηκα μέσα μου, μόλις την είδα να συνοδεύεται ένιωσα μια απογοήτευση. Μας χαιρέτησαν ευγενικά. Ο Μάνος ήταν ένα ψηλός λεπτοκαμωμένος άντρας. Έδειχναν ερωτευμένοι. Σε κάποια στιγμή η Δανάη ήρθε με το Μάνο και κάθισαν δίπλα σε μένα. Αρχίσαμε να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων. Ο Μάνος ήταν γιατρός. Ήταν πλουσιόπαιδο και του φαινόταν. Η Δανάη ήταν καθηγήτρια Αγγλικών.
Η βραδιά πέρασε ήρεμα. Λέγαμε όλοι αστεία, πίναμε τα ποτά μας. Με το Μάνο πιάσαμε κουβέντα και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων.
Ο Καιρός περνούσε. Ήρθαν Χριστούγεννα. Τα σχολεία έκλεισαν. Εγώ προσπαθούσα να συνέλθω από το χωρισμό μου με την Κατερίνα. Μπορεί να έπραξα αυτά που έπραξα από υπερηφάνεια, αλλά ήταν βραδιές που αναζητούσα την συντροφιά της. Ήμουν μόνος, χωρίς κανένα στενό συγγενή και τα βράδια ήταν δύσκολα πολλές φορές. Πότε πότε με έπιανε μια θλίψη μέσα στην μοναξιά μου.
Παραμονές Χριστουγέννων. Πήγα να ψωνίσω στο σούπερ μάρκετ της περιοχής. Ο κόσμος πολύς, να γίνεται ένας χαμός στην κυριολεξία. Φορτώθηκα πολλά πράγματα μια και το συνήθιζα να ψωνίζω και να γεμίζω τα ντουλάπια. Συνήθεια από όταν ζούσαν οι δικοί μου. Τώρα μόνος μου, θα πει κανείς, γιατί; Έμαθα να έχω τα πάντα μέσα στο σπίτι και να μη μου λείπει τίποτα.
Βγήκα από το σούπερ μάρκετ φορτωμένος τσάντες. Έφτασα έξω στο πάρκινγκ. Έβαλα τα ψώνια μέσα στο αμάξι. Με το που έκλεισα το πορτμπαγκάζ άκουσα μια γυναικεία φωνή.
«Βοήθεια, η τσάντα μου».
Είδα ένα μικρόσωμο νεαρό να τρέχει προς τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα. Βγήκα ξαφνικά μπροστά του και με μια τρικλοποδιά τον έριξα χάμω. Έπεσε με τόση ορμή που ακούστηκε ο ήχος από το κεφάλι του που χτύπησε κάτω. Ζαλίστηκε. Τον έπιασα και τον ακινητοποίησα πιέζοντάς τον κάτω. Σε λίγο έφτασε και ένας σεκιουριτάς του καταστήματος. Τον ακινητοποίησε και κάλεσε την αστυνομία. Πήρα την τσάντα και πήγα στην κοπέλα που είχε σοκαριστεί και έκλαιγε. Της έδωσα την τσάντα.
- Ελάτε, ηρεμήστε, είπα. Τον πιάσαμε. Δεν πρόλαβε να ανοίξει την τσάντα.
Πήγα πήρα ένα μπουκάλι νερό από το σούπερ μάρκετ. Της έδωσα να πιει λίγο. Κάθισα μαζί της. Είχε πάθει μεγάλο σοκ. Σε λίγο φάνηκε και ένα περιπολικό της αστυνομίας. Τον πήραν. Μας πλησίασε ένας αστυνομικός.
- Θα πρέπει να έρθετε και οι δύο να δώσετε μια κατάθεση.
Έτσι κι έγινε. Η Βάνα ήρθε μαζί μου με το αμάξι. Στο δρόμο είχε κάπως ηρεμήσει. Ήταν μια μελαχρινή κοπέλα. Τα μαλλιά της κουρεμένα σε ένα όμορφο καρέ. Μάτια εκφραστικά και ένα σώμα που κόλαζε άγιο. Γυρίσαμε μαζί μέχρι το σπίτι της. Μόλις φτάσαμε πάρκαρα έξω από το σπίτι της. Κατέβηκα να τη βοηθήσω με τις τσάντες.
- Νίκο, δεν έρχεσαι για ένα καφέ, ένα χυμό…
είπε προφανώς για να βγει από την υποχρέωση. Δέχτηκα. Πήγαμε στο σπίτι της. Μαζί μου είχα πάρει και δύο τσάντες με πράγματα που χαλούσαν.
Μπήκαμε μέσα. Έμενε σε ένα μικρό δυάρι. Συγυρισμένο στην εντέλεια. Καθίσαμε στο σαλόνι και ήπιαμε καφέ. Εκεί έμαθα ότι ήταν κομμώτρια και μόλις κι εκείνη είχε βγει από έναν δεσμό που δεν ήταν παρά καταστροφικός για εκείνη. Ήταν από ένα νησί. Έμενε μόνη της. Μιλήσαμε αρκετά. Η συντροφιά της μου ήταν πολύ ευχάριστη. Έφυγα μετά από μια ώρα. Με το που έφτασα σπίτι, με κάλεσε ο Ηλίας.
- Νίκο, καλησπέρα φίλε μου, τι κάνεις;
- Καλά Ηλία μου, πώς και με πήρες υπάρχει κάποιο πρόβλημα;
- Όχι βρε φίλε, απλά σε πήρα να σε καλέσω στο πάρτι που θα κάνω απόψε. Τι λες;
- Τι να πω βρε Ηλία;
- Έλα βρε, μην είσαι κορόιδο. Μη στενοχωριέσαι για την Κατερίνα. Απόψε θα περάσεις υπέροχα. Σου το χρωστάω εξάλλου.
- Ηλία μου δε μου χρωστάς τίποτα.
Ο Ηλίας όμως επέμενε να πάω. Αργά κατά τις δέκα το βράδυ ξεκίνησα. Έφτασα στο σπίτι. Τον πήρα τηλέφωνο ότι έφτασα. Με υποδέχτηκε εγκάρδια. Μπήκαμε μέσα στο σπίτι του. Κάθισα στο σαλόνι. Εκεί ήταν και ένας άλλος φίλος του Ηλία, ο Αποστόλης. Φαινόταν κι εκείνος από το ντύσιμό του ότι το φυσούσε το παραδάκι. Ο Αποστόλης μάλιστα μου έδωσε το τηλέφωνό του για να πάω να του φτιάξω κάτι στη βίλα του στην Ύδρα. Το είδα και ως ευκαιρία να βγάλω κάποια λεφτά. Σε λίγο ήρθαν άλλοι δύο. Η ώρα πήγε έντεκα. Έφτασαν δύο αυτοκίνητα με τις κοπέλες.
Όταν έσκασαν μέσα στο σπίτι, έπαθα την πλάκα μου. Ήταν όλες μία και μία. Ανάμεσά τους και μία μαύρη καλλονή. Μιλούσε μόνο αγγλικά. Ο Ηλίας με είδε πώς καρφώθηκα πάνω της.
- Μεγάλε, η γαζέλα δική σου, είπε και μου έδωσε ένα κοκτέιλ.
Ήπια λίγο από το ποτό μου. Το άφησα στο τραπέζι. Σηκώθηκα, την έπιασα ιπποτικά από το χέρι και τη σήκωσα. Εκείνη ακολούθησε στο δωμάτιο. Μπήκαμε μέσα. Άρχισα να τη φιλάω στο στόμα. Η κοπέλα δεν παιζόταν από ομορφιά. Άρχισε να γδύνεται προκλητικά απέναντί μου. Γδύθηκα κι εγώ. Αγκαλιαστήκαμε όρθιοι. Η αίσθηση του σώματός της ήταν υπέροχη. Έσκυψα λίγο και άρχισα να φιλάω τα υπέροχα στήθη της. Έδειχνε να της αρέσει. Ύστερα κατέβηκα προς τα κάτω περνώντας τη γλώσσα μου και τα χείλη μου από την καλογυμνασμένη κοιλιά της. Γονάτισα. Άνοιξε τα πόδια της και άνοιξε με τα χέρια της τα μουνόχειλά της. Με προκαλούσε να της γλείψω το μουνί. Το έκανα. Το μουνί της ήταν το κάτι άλλο. Τέλεια ξυρισμένο. Έβαλα την γλώσσα μου στην κλειτορίδα της και άρχισα να την παίζω. Εκείνη βογκούσε. Έχωσα ένα δάχτυλο μέσα της και άρχισα να την γαμάω. Η συμμετοχή της, όσο και σικέ να ήταν, σου έδινε πραγματικά την εντύπωση ότι ευχαριστιέται αυτό που της έκανα. Έχυνε, το κατάλαβα από τα υγρά που τρέχανε από το νέγρικο κόκκινο μουνί της.
Σηκώθηκα, την στρίμωξα πάνω σε ένα έπιπλο και άρχισα να την γαμάω. Η καύλα που ένιωθα ήταν πολύ δυνατή για αυτήν την εξωτική κοπέλα. Συμμετείχε με το σώμα της να πάλλεται σε κάθε σπρώξιμό μου. Δεν άντεχα άλλο. Τον έβγαλα. Δε χρειάστηκε να πω κάτι. Γονάτισε και άρχισε μια θεϊκή πίπα. Δεν άντεχα άλλο. Έχυσα δυνατά μέσα στο στόμα της. Τα έφτυνε.
Σηκώθηκε σκουπίστηκε με ένα μαντίλι. Πήγε στο ντους της κρεβατοκάμαρας. Πλύθηκε. Ήρθε και μου έδωσε ένα καυτό γλωσσόφιλο.
- Χαλάρωσε τώρα, αγόρι μου, μου είπε στα αγγλικά. Θα τα πούμε αργότερα.
Βγήκε από το δωμάτιο και έπεσα ευχαριστημένος ανάσκελα στο κρεβάτι. Ήμουν πολύ χαλαρός, και είχα αδειάσει το κεφάλι μου από κάθε έννοια.
Σηκώθηκα και πήγα στο σαλόνι. Εκεί γινόταν πραγματικό όργιο. Η μαυρούλα καθόταν πάνω στον Αποστόλη και πάνω στο πρόσωπό του καθόταν και απολάμβανε το γλειφομούνι που της έκανε μια ξανθιά με μακριά μαλλιά. Κάθισα στο σαλόνι και πήρα ένα ποτό. Σε μια στιγμή νιώθω δυο τρυφερά χέρια πίσω μου να με αγκαλιάζουν και να με χαϊδεύουν στο στήθος μου. Γύρισα και είδα μια κοπέλα με ένα όμορφο χαμόγελο. Τα στήθη της ήταν πλούσια και πεταχτά. Ήρθε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει τον πούτσο. Ύστερα έσκυψε και άρχισε μια βαθιά πίπα. Τέτοια πίπα δεν μου είχε κάνει η Κατερίνα. Ίσως να το έκανε όταν πληρωνόταν. Πραγματικά αφέθηκα στην μαεστρία αυτής της κοπέλας. Έβγαλε ένα προφυλακτικό και μου το φόρεσε με το στόμα της. συνέχισε λίγο ακόμα. Ο πούτσος μου είχε γίνει πέτρα. Κάθισε πάνω μου και άρχισε να χοροπηδά. Εγώ έπιανα τα όμορφα βυζιά της και τα φιλούσα.
Η στάση αυτή κράτησε αρκετά. Ύστερα ανασηκώθηκε και έχωσε τον πούτσο μου με τη μία στον κώλο της. Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Αρχικά αργά. Ύστερα επιτάχυνε. Μετά από λίγο την έστησα στα τέσσερα. Άρχισα να τη γαμάω.
Ο Ηλίας με τον Αποστόλη πήραν τη μαυρούλα και την γαμούσαν ταυτόχρονα. Ο ένας από το μουνί και ο άλλος από τον κώλο. Η ξανθιά που ήταν πριν καβάλα στον Αποστόλη ήρθε δίπλα μου. Τούρλωσε πάνω στον καναπέ τον κώλο της και περίμενε καρτερικά. Βγήκα από τη Στέλλα, όπως μου συστήθηκε η κοπέλα που γαμούσα και περιέλαβα την ξανθιά στον κώλο. Ήταν ένα όνειρο. Δεν άντεξα πολύ. Μόνο και μόνο ότι γαμούσα δύο κώλους εναλλάξ, με εξίταρε πολύ. Έβγαλα το προφυλακτικό που φορούσα και έχυσα πάνω στα κωλομέρια και των δυο μια και ήταν δίπλα-δίπλα. Η Στέλλα όρμησε μετά στον πούτσο μου και άρχισε να μου τον καθαρίζει από τα χύσια.
Εκείνο το βράδυ πραγματικά στράγγισα μέχρι το πρωί. Να έχω τον Ηλία με τον Μάκη να λένε «μην πτοείσαι μεγάλε», να μου δίνουν στριφτά να καπνίζω και να γίνομαι τούρμπο χωρίς να μαστουρώνω. Δεν ήξερα τι διάολο ήταν αυτά τα τσιγαριλίκια, αλλά χάρη σ’ αυτά άντεξα μέχρι τις τέσσερις να μπορώ να γαμάω.
Σε κάποια στιγμή οι κοπέλες έφυγαν. Μείναμε πέντε άντρες. Εξουθενωμένοι πραγματικά.
Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο και έκανα ένα ντους να συνέλθω λίγο. Ντύθηκα. Ήθελα να φύγω. Ο Ηλίας επέμενε να μείνω. Δεν τον άκουσα. Βγήκα έξω. Πήρα το αμάξι και γύρισα στο σπίτι. Ήμουν με την ψυχή στο στόμα μέχρι να φτάσω.
Έφτασα. Μπήκα μέσα και σωριάστηκα με τα ρούχα στον καναπέ. Εκεί με βρήκε το μεσημέρι της επόμενης.
Ξύπνησα και είχα ένα κεφάλι καζάνι. Μπήκα στο μπάνιο και έκανα ένα καυτό ντους να συνέλθω. Έφαγα δύο τοστ. Εκεί που έτρωγα, θυμήθηκα ότι είναι Χριστούγεννα. Μπορώ να ομολογήσω, ότι με τα γεγονότα με την Κατερίνα, τον Ηλία, ήμουν σε μια φάση απόλυτου αποσυντονισμού. Δεν ήξερα τι μου έφταιγε. Έφτιαξα ένα καφέ. Ήπια το μισό. Ύστερα σηκώθηκα φόρεσα τις πιζάμες και την έπεσα ξανά, στο κρεβάτι μου αυτήν τη φορά. Ξανακοιμήθηκα. Ξύπνησα κατά τις 12 την νύχτα. Ξανά από το άλλο πλευρό. Ξύπνησα την άλλη μέρα των Χριστουγέννων.
Σε λίγο χτύπησε τηλέφωνο. Ήταν ο Γιώργος. Μιλήσαμε αρκετά. Του είπα για το πάρτι του Ηλία, αλλά και για το επεισόδιο με την κοπέλα στο σούπερ μάρκετ.
- Και γιατί, ρε μαλάκα, δεν την παίρνεις τηλέφωνο να βγείτε; Μπορεί να είναι καλό κορίτσι.
- Μωρέ, έτσι δείχνει. Τι θα βγει στο τέλος δεν ξέρω; Έτσι έλεγα και για την Κατερίνα. Πού να φανταστώ ότι θα μου βγει πουτάνα πολυτελείας;
- Και τι θα κάνεις βρε Νίκο, έτσι θα μείνεις; Μόνος σου, και θα τη βγάζεις με πουτάνες;
- Ξέρω κι εγώ βρε Γιώργη; Έχεις δίκιο. Πρέπει να κάνω κάτι.
Με το Γιώργο κλείσαμε. Αμέσως πήρα τηλέφωνο τη Βάνα. Εκείνη έδειξε να ενθουσιάζεται που την πήρα. Κανονίσαμε την ίδια μέρα να βγούμε. Βγήκαμε σε ένα καφέ στο Κολωνάκι. Η παρέα της ήταν τόσο ευχάριστη. Ήταν ένα άτομο που είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ. Περάσαμε τέλεια. Έφυγα κατενθουσιασμένος.
Την άλλη μέρα με πήρε εκείνη μετά την δουλειά. Βρεθήκαμε στο σύνταγμα. Πήγαμε στην πλάκα για καφέ. Από εκείνη την ημέρα άρχισε η σχέση μας. Η Βάνα ήταν μια κοπέλα του πάθους. Εκείνη τη μέρα ήρθε στο σπίτι μου κι έμεινε.
Πήγαμε στο σπίτι της. Μπήκαμε μέσα. Αν και στην αρχή είχα στο μυαλό μου να πάμε να φάμε έξω, τελικά καταλήξαμε στο να θέλουμε να παραγγείλουμε απ’ έξω.
Με το που μπήκαμε μέσα καθίσαμε μέσα στα φιλιά. Σε κάποια στιγμή με ρωτάει:
- Λοιπόν, πώς το βλέπεις το σπίτι μου; Σου αρέσει;
- Ναι, φυσικά, όμορφο είναι. Ζεστό.
Εγώ ήμουν πολύ τρυφερός μαζί της. Το εκτίμησε που δεν έκανα σα λιγούρης. Καθόμαστε μέσα στις αγκαλιές και τα χάδια. Εκεί που τη φιλούσα της έπιασα το στήθος πάνω από την μπλούζα που φορούσε. Στην αρχή το απολάμβανε. Έβαλα τα χέρι από κάτω να της πιάσω τα όμορφα βυζιά της.
- Μη σε παρακαλώ, πονάω γιατί είμαι αδιάθετη. Με συγχαρείς.
- Δεν πειράζει κορίτσι μου, είπα και της έπιασα τρυφερά το μάγουλο.
- Θέλεις να κοιμηθείς εδώ παρέα μου απόψε;
- Ναι, αν δεν έχεις πρόβλημα;
- Τι πρόβλημα να έχω. Ίσα ίσα μάλιστα.
Το βράδυ εκείνο πέρασα τόσο όμορφα. Η Βάνα ήταν τόσο τρυφερός άνθρωπος. Ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και βλέπαμε τηλεόραση. Σε κάποια στιγμή νύσταξα. Έπιασα το χέρι της και το έβαλα μαξιλάρι. Γύρισε λίγο προς τα μένα και άρχισε να με χαϊδεύει. Πραγματικά η ψυχή μου ηρέμησε τόσο, που είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι.
Με πήρε ο ύπνος τόσο γλυκά που πραγματικά είχα καιρό να νιώσω έτσι. Ούτε με την Κατερίνα δεν ένιωσα ποτέ έτσι. Αυτή η γυναίκα μου έβγαζε μια στοργή.
Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε μέσα στις γλύκες. Η Βάνα έπρεπε να πάει για δουλειά. Κανονίσαμε να βρεθούμε μετά τη δουλειά να πάω να την πάρω.
Έφυγα πήγα στο σπίτι μου. Συγύρισα λίγο γιατί ήταν σε κακό χάλι. Κάθισα και μαγείρεψα για το βράδυ, μιας και τα κατάφερνα πολύ καλά. Με τις δουλειές ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Είχε πάει οχτώ το βράδυ. Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα έξω από την δουλειά της. Περίμενα διακριτικά απ’ έξω. Μόλις τελείωσε, βγήκε με μια συνάδελφό της έξω από το κομμωτήριο. Σε λίγο φάνηκε μια μηχανή και η συνάδελφός της έφυγε. Κορνάρισα. Με είδε και ήρθε στο αμάξι.
- Μα, γιατί δεν ήρθες μέσα;
- Δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα. Πώς να έρθω, ως πελάτης;
- Ε το πολύ-πολύ να σου κάνω ένα κούρεμα. Χρειάζεσαι λίγο.
- Ε, λοιπόν, γι’ αυτό κουκλίτσα μου, θα μου κάνεις ένα κούρεμα αύριο που είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, αν έχεις φυσικά χρόνο, στο σπίτι, ιδιωτικά, τι λες;
- Σύμφωνοι, είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Ξεκινήσαμε για το σπίτι. Στο δρόμο λέγαμε διάφορα αστεία. Η Βάνα, αν και κουρασμένη, δεν έχανε ποτέ την όρεξή της να λέει αστεία.
Φτάσαμε σπίτι. Η Βάνα πήγε στο μπάνιο. Κάθισε αρκετά κάτω από το καυτό ντους για να ξεκουραστεί. Βγήκε με ένα μπουρνούζι. Πήγε στο σακίδιό της και έβγαλε κάποια ρούχα της. πήγε στο υπνοδωμάτιο.
- Βάνα μου, είπα από την κουζίνα. Το αριστερό φύλλο είναι δικό σου, τακτοποιήσου, με την άνεσή σου.
Ετοίμασα τραπέζι. Ζέστανα το φαγητό και ύστερα καθίσαμε και φάγαμε ένα ωραίο δείπνο. Μετά καθίσαμε στο σαλόνι. Καθόμαστε δίπλα δίπλα. Πέρασε καμιά ώρα μιλώντας για διάφορα. Ύστερα μου ζήτησε να ξαπλώσει στον καναπέ και να την τρίψω. Άρχισα να της τρίβω την πλάτη ύστερα τα πόδια. Παραπονέθηκε ότι πονούσε. Με το μασάζ που της έκανα χαλάρωσε λίγο. Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο δωμάτιο. Ξαπλώσαμε. Αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Η Βάνα φορούσε μόνο ένα μακό μπλουζάκι. Το έβγαλα και μπροστά μου πετάχτηκαν δύο υπέροχα βυζιά. Στητά, πλούσια. Άρχισα να πιπιλάω τις ρώγες της. Η Βάνα είχε κυριολεκτικά ανάψει. Ξάπλωσε ανάσκελα και κυριολεκτικά αφέθηκε στο πάθος. Συνέχισα αρκετά με τα βυζιά της, ενώ όσο της φιλούσα τα βυζιά με το χέρι μου χάιδευα τον μουνί της πάνω από το κιλοτάκι της.
Έκανε μια ξαφνική κίνηση και βγάζει το κιλοτάκι της. Ύστερα έβγαλε και τη μπλούζα της. Ακολούθησα αμέσως κι εγώ. Μείναμε γυμνοί με μένα πάνω της να την φιλάω και να αισθάνομαι στο σώμα της ολόκληρο στο δικό μου. Άνοιξε τα πόδια της. Μπήκα με τη μία μέσα. Άρχισα να τη γαμάω σιγά-σιγά. Τον έχωνα αργά και ολόκληρο με πίεση μέσα της. Η Βάνα με φιλούσε στο στόμα, στο λαιμό, όπου έβρισκε. Σήκωσε τα πόδια της περισσότερο. Έμπαινα με περισσότερη ευκολία μέσα της Άρχισα πιο έντονες κινήσεις. Εκείνη ήρθε σε οργασμό, δευτερόλεπτα μετά εγώ. Έχυσα πάνω στην κοιλιά της. Βγήκα, έμεινα ξαπλωμένος πάνω της να τη φιλάω τρυφερά. Απολαμβάναμε την στιγμή. Είναι εκείνη η στιγμή, μετά από έναν δυνατό οργασμό που νιώθεις να αιωρείσαι μέσα στον αιθέρα της ευτυχίας. Μείναμε αρκετά έτσι.
- Βρωμιάρη! Με λέρωσες, είπε με ένα χαμόγελο. Τώρα θα πρέπει να πάω πάλι στο μπάνιο, και κρυώνω.
- Αυτό λύνεται, μωρό μου, είπα και άναψα το air-condition.
Πήγε πρώτα εκείνη. Με το που βγήκε ακολούθησα εγώ. Ύστερα ξαπλώσαμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Η Βάνα ένιωθε πολύ κουρασμένη. Λογικό ήταν εξάλλου, η δουλειά που έκανε ήταν βαριά. Έπιασα και της έκανα ένα μασάζ σε όλο της το σώμα σχεδόν. Ιδιαίτερα στην πλάτη και τα πόδια. Γύρισε ανάσκελα. Ήρθε στην αγκαλιά μου και μέσα σε λίγα λεπτά αποκοιμήθηκε. Τη χάιδευα τρυφερά στα όμορφα μαλλιά της. Είχα ένα υπέροχο πλάσμα στην αγκαλιά μου, ένιωθα τόση ευτυχία!
Την άλλη μέρα είχε δουλειά μέχρι το απόγευμα. Εγώ ετοίμασα το σπίτι και έφτιαξα κάποια πράγματα να περιμένουμε την αλλαγή του χρόνου. Το απόγευμα πήγα και την πήρα από το κομμωτήριο. Πήγαμε πρώτα σε μια κάβα και πήραμε μια σαμπάνια. Ύστερα πήγα με στο σπίτι της για κάποια ρούχα της και μετά στο δικό μου. Με το που φτάσαμε φτιάξαμε ένα καφέ να πάρουμε δυνάμεις.
- Μωράκι μου, είπε με ένα ναζιάρικο ύφος, δεν πας να λουστείς λίγο να σε κουρέψω;
- Δεν είσαι κουρασμένη;
- Για σένα ποτέ, είπε και με φίλησε στο στόμα.
Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Βγήκα. Η Βάνα είχε ήδη ετοιμάσει τα σύνεργά της. Κάθισα σε μια καρέκλα. Άρχισε να με κουρεύει. Εγώ ήμουν ακίνητος και χαλαρός. Ούτε που σάλευα καθόλου.
- Αγόρι μου είσαι καλά, κοιμήθηκες;
- Όχι, δεν κοιμήθηκα βρε συ, απλά δεν κουνιέμαι για να μη σου φύγει καμιά ψαλιδιά.
- Και πώς μπορείς και είσαι τόσο ασάλευτος. Μακάρι όλοι οι πελάτες και προπαντός οι πελάτισσες να ήταν σαν εσένα. Θα δούλευα εντελώς ξεκούραστα.
Τελείωσε, πραγματικά έβαλε όλη την τέχνη της. Πήγα και έκανα ένα μπάνιο, ακολούθησε η ίδια. Ύστερα καθίσαμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Κάποια στιγμή πήρε τους δικούς της στο τηλέφωνο. Μίλησε με τον αδερφό της στο νησί, έπειτα μίλησε και με τους δικούς της. Εκείνοι δε γνώριζαν τίποτα για μένα. Επέμεναν να πάει στο νησί για γιορτές.
Η ώρα πέρασε και ο χρόνος άλλαξε. Τον υποδεχθήκαμε μέσα στα φιλιά και τις αγκαλιές. Την πήρα αγκαλιά και την πήγα στο κρεβάτι. Την ξεγύμνωσα και δεν άργησα κι εγώ να ξεγυμνωθώ τελείως. Άρχισα να την φιλάω στα υπέροχα στήθη της. Οι όμορφες ρώγες, αυτά το πεταχτά ολοστρόγγυλα βυζιά της ήταν υπέροχο να τα έχω στο στόμα μου και να τα φιλάω. Κατέβηκα στην κοιλιά της με τη γλώσσα μου. έφτασα στο μουνί της. Ήταν περιποιημένο, ξυρισμένο με ένα μικρό τριχωτό τρίγωνο πάνω από την κλειτορίδα. Φίλησα τρυφερά τα μουνόχειλα της. Επέμενα πολύ σ’ αυτό. Άρχισα να φιλάω το γλωσσίδι της κλειτορίδας της με τα χείλη μου πεταχτά. Η Βάνα το απολάμβανε. Της άρεσε πολύ. το έβλεπα που από τη σχισμή του μουνιού της άρχισαν να τρέχουν υγρά ενώ η ίδια άρχισε να βαριανασαίνει από την καύλα. Της άνοιξα τα μουνόχειλα με το χέρι μου και πέρασα από το εσωτερικό τους τη γλώσσα μου. τεντώθηκε πίσω, λες και την χτύπησε ρεύμα. Άρχισα με την άκρη της γλώσσας μου να παίζω την κλειτορίδα της. Της τη ρούφηξα πιπιλίζοντάς την με την γλώσσα μου. Έχωσα δύο δάχτυλα μέσα στο μουνί της και άρχισα να την δαχτυλώνω. Η Βάνα βογκούσε από ηδονή. Συνέχισα λίγο ακόμα και άρχισε να συσπάται το κορμί της ολόκληρο. Έχυσε με ένα δυνατό οργασμό πλημμυρίζοντας το στόμα μου με τα υγρά της. Πραγματικά τόσα υγρά σε γυναικείο οργασμό πρώτη φορά είδα. Σηκώθηκε και με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα. Άρχισε να μου παίρνει τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της. Έβαζε το πουτσοκέφαλο μέσα της και λίγο ακόμα. Έγλειφε όμορφα. Δεν ήταν τόσο βαθιά πίπα, όσο μου έκανε η Κατερίνα, ούτε μπορούσε να αγγίξει την βαθιά πίπα που μου έκαναν τα πουτανάκια που πήδηξα στον Ηλία, αλλά ήταν τόσο αισθησιακό!
Τη γύρισα ανάσκελα. Της άνοιξα τα πόδια και χώθηκα μέσα στο καυτό μουνί της. Τον έχωνα όλον με αργές και δυνατές κινήσεις. Της άρεσε. Ύστερα βρήκαμε έναν ρυθμό που τον απολαμβάναμε και οι δύο. Δεν άργησε να φτάσει σε ένα οργασμό. Το ίδιο κι εγώ, σχεδόν μετά από εκείνη. Πήγα να τραβηχτώ. Δε με άφησε, με κράτησε πιέζοντας μου τη μέση με τα χέρια της. Έχυσα μέσα της δυνατά. Ήταν το κάτι άλλο. Τα σώματά μας ριγούσαν σε κάθε κύμα του οργασμού που νιώθαμε. Ένιωσα σαν να της δόθηκα ολόκληρος, ένιωθα σαν να γινόμαστε ένα εκείνη τη στιγμή. Μείναμε λαχανιασμένοι και οι δύο. Μόλις βρήκαμε τις ανάσες μας, μου είπε:
- Μην ξαναχύσεις έξω μου άλλη φορά. Σε θέλω μέσα μου, ολόκληρο, και τα χύσια σου ακόμα!
- Ναι, μωρό μου, ναι αγάπη μου… είπα και το εννοούσα.
Το βράδυ εκείνο της πρωτοχρονιάς ξεσκιστήκαμε στον έρωτα. Πραγματικά η Βάνα έδειξε πόσο πάθος κρύβει μέσα της.
Πέρασαν οι μέρες της πρωτοχρονιάς. Άρχισε τη δουλειά. Από την πρωτοχρονιά και μετά η Βάνα σχεδόν μετακόμισε σπίτι μου. Κάθε φορά που ερχόταν από το δικό της σπίτι έφερνε ολοένα και περισσότερα ρούχα. Παραμονές των Φώτων πήγε στον νησί της. Μιλούσαμε καθημερινά στο τηλέφωνο. Μίλησε και στους δικούς της για μένα. Ήταν επιφυλακτικοί. Θεώρησα ότι ήταν λογικό.
Εγώ γύρισα στην δουλειά μου και ήμουν ευδιάθετος. Φαινόταν στο πρόσωπό μου. Η Βάνα μου γέμισε την καρδιά αισθήματα σιγουριάς, γέμισε το κενό της μοναξιάς μου.
Επέστρεψε από το νησί. Εκεί μου είπε ότι έψαχνε σπίτι να νοικιάσει. Εκεί που έμενε δε γινόταν να συνεχίσει, γιατί το είχε με τον πρώην της. Ένα μαλάκα που δεν ήθελε να ξέρει εκείνος που μένει. Τότε της πρότεινα να έρθει στο δικό μου.
Μετά από τρεις μέρες σκέψεων και συζητήσεων δέχτηκε. Το επόμενο σαββατοκύριακο πήγαμε και πήραμε τα πράγματά της. Ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς. Σε δύο μέρες τα πράγματά της ήταν τακτοποιημένα. Πλέον ένιωθε η οικοδέσποινα του σπιτιού. Από τη μέρα που γύρισε, όση και κούραση να είχαμε δεν σταματούσαμε να κάνουμε έρωτα. Κάθε μέρα, με πάθος. Η Βάνα ήταν η γυναίκα που δε σ’ άφηνε να πάρεις ανάσα.
Ανακάλυψα σύντομα την αγαπημένη της στάση. Ήταν η μέρα που γύρισε από το νησί. Μετά το γλειφομούνι που της έκανα, πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της. Προσπάθησα να τον βάλω λίγο πιο μέσα.
- Νίκο μου, είναι μεγάλος μωρό μου, νιώθω να πνίγομαι. Δε μπορώ άλλο.
- Εντάξει, καρδιά μου, της είπα, συνέχισε όπως μπορείς.
Με καβάλησε. Έπιασε τον πούτσο μου με το χέρι της και άρχισε να τον τρίβει πάνω στο μουνί της, και ιδιαίτερα στην κλειτορίδα της. Αυτό την εξίταρε εντελώς. Εγώ έπιανα τα βυζιά της και της πιπιλούσα της ρώγες. Όταν έφτασε σε οργασμό ένιωθα τα υγρά της να τρέχουν πάνω στον πούτσο μου. Καθώς άρχιζε να χύνει, κουνούσε μπρος πίσω τα γόνατά της λες και μπουσουλούσε. Όταν έφτασε εντελώς στο αποκορύφωμα τον κάρφωνε μέσα της, κουνώντας την λεκάνη της στον δικό της απόλυτα ρυθμό. Ανασήκωσε το κορμί της. Εγώ την κρατούσα από τα βυζιά της και τα έτριβα τρυφερά με τα χέρια μου. Όταν τέλειωσε άρχισε να ανεβοκατεβαίνει πάνω μου γρήγορα και με ένταση. Ήταν σαν να μου έλεγε έλα. Έχυσα μέσα της δυνατά. Πήγε να σηκωθεί. Δεν την άφησα. Την αγκάλιασα και άρχισα να την φιλάω. Έπιανα τα κωλομέρια της και τα πίεζα αρκετή ώρα. Ηρεμήσαμε, ξάπλωσε δίπλα μου με κοίταξε.
- Σ’ αγαπάω Νίκο μου!
- Κι εγώ κοριτσάκι μου!
Νιώθαμε και οι δυο εξαντλημένοι. Αποκοιμηθήκαμε.
Ο καιρός περνούσε ευχάριστα μαζί της. Η Βάνα αν και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, το λύκειο και μετά βίας από ό,τι μου εξομολογήθηκε. Ήταν αρκετά ενημερωμένη σε πολλά θέματα· και ήξερε να στέκεται κυρία σε όλες τις κοινωνικές της εμφανίσεις, σε βαθμό μάλιστα που με σόκαρε. Όσο για το γούστο της στο ντύσιμο και το σπίτι, θεωρούσα πως δε μπορούσε να την φτάσει κανένας. Ήξερε τι χρειάζεται σε κάθε περίσταση. Πραγματικά ένιωθα ότι είχα μια κυρία δίπλα μου με κάπα κεφαλαίο.
Ήταν Φλεβάρης, μία Τρίτη που είχε πάρει ρεπό. Αφού ξεσήκωσε το σπίτι, και το έκανε αγνώριστο μέσα σε λίγες ώρες, μαγείρεψε και με περίμενε. Γύρισα σπίτι λίγο αργά, γιατί εκείνη τη μέρα πήγα σε μια δουλειά να επισκευάσω κάτι σε ένα σπίτι. Μόλις φάγαμε, καθίσαμε λίγο στην κουζίνα και σαχλαμαρίζαμε. Εκεί μου έσκασε το μυστικό, ότι η μάνα της και ο πατέρας της ήθελαν να με γνωρίσουν. Σχεδόν ήταν κανονισμένα όλα από τη Βάνα. Το επόμενο σαββατοκύριακο θα πηγαίναμε στους δικούς της. Εγώ δεν έφερα καμία αντίρρηση. Η Βάνα έδειχνε να είναι ικανοποιημένη και χαρούμενη. Φυσικά δεν έλειπε και το άγχος για το τι θα αντιμετωπίσει την τελευταία στιγμή.
Το βράδυ εκείνο είχε πολύ όρεξη για σεξ. Θα έλεγα ότι ήταν πιο ορεξάτη από ποτέ. Προφανώς της άρεσε η εξέλιξη των πραγμάτων σε σχέση με τους γονείς της και εμάς. Ήρθε στο κρεβάτι μετά το μπάνιο φορώντας ένα μπουρνούζι. Το έβγαλε ναζιάρικα και το κρέμασε σε μια κρεμάστρα που υπήρχε στο δωμάτιο. Ήρθε πάνω μου με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα. Πήγα να την χαϊδέψω και δε με άφησε.
- Άσε με, σε παρακαλώ. Χαλάρωσε εσύ και άσε τα όλα πάνω μου.
- Ό,τι πει η αγάπη μου… της είπα και την τράβηξα πάνω μου.
Φιληθήκαμε με ένα τρυφερό φιλί. Ύστερα άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Κατέβαινε παρακάτω. Άρχισε να με φιλάει στο στήθος. Σιγά σιγά κατέβηκε στην κοιλιά, ενώ τα χέρια της με χάιδευαν παντού με τόση τρυφερότητα.
Σηκώθηκε και πήγε κάτω από μένα. Άνοιξε τα πόδια μου και γονάτισε ανάμεσα. Με τα δάχτυλά της χάιδευε τρυφερά τον πούτσο μου που ήταν ήδη σηκωμένος από τα τρυφερά της χάδια. Έσκυψε και με την γλώσσα της άρχισε να περιεργάζεται το πουτσοκέφαλό μου. Το πήρε μέσα μια δυο φορές. Ύστερα κατέβηκε και άρχισε να γλείφει τα αρχίδια μου. Με είχε στείλει στους ουρανούς κυριολεκτικά. Άρχισε να με πιπώνει. Έπαιρνε τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της και τον έπαιζε ταυτόχρονα με τη γλώσσα της. Μπορεί η πίπα της να μην ήταν τόσο βαθιά, αλλά έβγαζε τόση αίσθηση, που αν συνέχιζε λίγο ακόμα θα έχυνα μέσα της.
Μετά από λίγα λεπτά με καβάλησε. Δεν το έβαλε μέσα της αλλά τον έτριβε ανάμεσα στα μουνόχειλα της. Άρχισε να κουνιέται ρυθμικά. Τα υγρά από το μουνί της έτρεχαν ποτάμι. Ανασηκώθηκε λίγο και άρχισε να παίζει πάλι το πουτσοκέφαλό μου στα μουνόχειλα και την κλειτορίδα της. Σε ελάχιστα λεπτά έχυσε με ένα δυνατό οργασμό. Όταν έχυνε τον κάρφωσε απότομα μέσα στο μουνί της. Τα καυτό της μουνί ήταν το τελικό ερέθισμα και σε μένα να χύσω με ένταση μέσα της. Η Βάνα λαχάνιασε από την ένταση του οργασμού, ίδρωσε. Όταν τελείωσε έπεσε πάνω μου. Με φίλησε παθιασμένα στα χείλη και ύστερα έβαλε την μουσούδα της στο λαιμό μου και με φιλούσε.
Ο πούτσος μου σιγά σιγά έπεσε. Τα χύσια μου με τα υγρά της έτρεχαν πάνω μου. Έβαλε τα πόδια της κατά μήκος πάνω μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ξάπλωσε ολόκληρη πάνω μου. Ακούμπησε τρυφερά το κεφάλι της πάνω μου γυρισμένο στο πλάι. Γουργούρισε στα χάδια που της έκανα. Την αγκάλιασα.
- Αγάπη μου, είπε. Θα μπορούσα να κοιμηθώ ώρες πάνω σου. Δεν ξέρεις πόσο με χαλαρώνει!
- Κοιμήσου, μωρό μου, όσο θέλεις, της είπα.
Η ώρα πήγε εννιά. Χουζουρεύαμε στο κρεβάτι. Εγώ από την κούραση λαγοκοιμόμουν. Η Βάνα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Μετά από μισή ώρα βγήκε. Σηκώθηκα κι εγώ από το χτύπημα του τηλεφώνου. Ήταν η μάνα της. Μίλησαν με τη Βάνα αρκετά. Άκουσα να λέει στη μάνα της:
- Μαμά, ο Νίκος μου είναι πολύ απλός άνθρωπος. Δε χρειάζεται να κάνεις ιδιαίτερες προετοιμασίες.
Κλείσανε το τηλέφωνο. Σηκώθηκα κι εγώ και πήγα στο μπάνιο. Πλύθηκα. Βγήκα και κάθισα στο σαλόνι.
- Αγάπη μου, σε παρακαλώ, μπορείς να δεις τον καιρό στο ίντερνετ; Να δούμε τι μποφόρ θα έχει; Μην πάθουμε καμιά λαχτάρα και μείνουμε εκεί από κανένα απαγορευτικό, φώναξε από την κουζίνα.
- Ναι, Καρδούλα μου, είπα και πήγα στο γραφείο μου.
Άνοιξα τον υπολογιστή και όλες οι προβλέψεις δεν έδειχναν κάτι ανησυχητικό. Βγήκα στο σαλόνι και η Βάνα είχε ένα μεγάλο πιάτο με τοστ και δυο φλυτζάνια τσάι. Ανοίξαμε την τηλεόραση και χαζεύαμε.
Την άλλη μέρα πήγα από ένα κοσμηματοπωλείο στην Αθήνα και αγόρασα ένα ωραίο δαχτυλίδι. Είχα βολιδοσκοπήσει το γούστο της σε διάφορες βόλτες που κάναμε μαζί κοιτώντας τις βιτρίνες.
Πήγα στο σπίτι κατά τις 5 το απόγευμα. Έκλεισα ένα τραπέζι σε ένα εστιατόριο στο κέντρο. Μόλις η Βάνα σχόλασε έφτασε στο σπίτι κατά τις έξι και μισή. Με βρήκε ντυμένο.
- Τι έγινε μωρό μου, πού θα πας και είσαι ντυμένος έτσι;
- Δε θα πάω, θα πάμε, είπα. Άντε ετοιμάσου. Θα βγούμε να φάμε.
- Γιορτάζουμε κάτι;
- Όχι… είπα. Έλα πήγαινε να κάνεις το μπάνιο σου.
Έκανε πάνω από μισή ώρα. Βγήκε και πήγε να ντυθεί. Φόρεσε ένα ωραίο φόρεμα. Ήταν πραγματικά μια κούκλα. Το βάψιμό της σοβαρό. Φύγαμε με το αμάξι. Πήγαμε στο εστιατόριο και για ποτό παρήγγειλα ένα ακριβό κρασί.
- Μπορείς να μου πεις καλέ μου, γιατί τόση επισημότητα στο δείπνο αυτό;… με ρώτησε κάποια στιγμή.
- Γι’ αυτό, είπα και έβγαλα το δαχτυλίδι.
Το έβαλε στο χέρι της. Σηκώθηκε από τη θέση της και ήρθε και με φίλησε πεταχτά στο στόμα.
- Λοιπόν, δέχεσαι; Είναι η επίσημη πρότασή μου.
Με κοίταξε γλυκά στα μάτια
- Ναι, αγάπη μου, δέχομαι… Είπε και έπιασε το χέρι μου τρυφερά.
Την Παρασκευή το βράδυ φύγαμε με το απογευματινό πλοίο. Πρώτη φορά πήγαινα σε νησί. Φτάσαμε. Μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε για το χωριό της. Αν και νύχτα, η ιδέα και μόνο ότι ήμουν πρώτη φορά σε νησί μου άρεσε. Φτάσαμε στους δικούς της. Εγώ είχα ένα άγχος και μια αγωνία από όλη την φάση. Δεν ξέρω γιατί. Πάντα ήμουν τολμηρός και άνετος άνθρωπος.
Οι άνθρωποι ήταν τυπικοί μαζί μου, το ίδιο και εγώ φυσικά. Καθίσαμε στο τραπέζι. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Ο αδερφός της Βάνας, ο Βαγγέλης, ήταν εκείνος που έσπασε τον πάγο της αμηχανίας, πιάνοντάς μου κουβέντα και λέγοντας αστεία. Τελειώσαμε το φαγητό. Η κα Θάλεια ήταν φανταστική μαγείρισσα. Το τραπέζι πλούσιο, με όλα τα καλά επάνω. Ο κ. Γεράσιμος ο πεθερός μου ήταν ηλεκτρολόγος. Άνθρωποι απλοί, λαϊκοί που με έκαναν να νιώσω πολύ άνετα μαζί τους.
Σε κάποια στιγμή πήρα ένα σοβαρό ύφος, που η Βάνα προσπαθούσε με το ζόρι να κρατηθεί να μην γελάσει. Παρ’ όλο το τρακ που είχα, βρήκα το κουράγιο και ζήτησα επίσημα το χέρι της Βάνας. Εκείνοι δεν είχαν αντίρρηση. Μας έδωσαν με την μία την ευχή τους. Ο Βαγγέλης γέμισε τα ποτήρια με κρασί και τα τσουγκρίσαμε. Πραγματικά ένιωσα ότι αποκτώ την οικογένεια που έχασα.
Αργότερα το βράδυ ο Βαγγέλης κι εμείς κατεβήκαμε στη χώρα του νησιού. Ήταν χειμώνας ακόμα. Πήγαμε σε ένα μπαράκι. Εκεί μας γνώρισε και την κοπέλα του την Φραγκίσκη. Περάσαμε τέλεια. Γυρίσαμε στο σπίτι λίγο πιωμένοι κοντά στο πρωί.
Το Σάββατο το πρωί πήγα στην κουζίνα που ήταν τα πεθερικά μου. Κάθισα μαζί τους να πάρουμε τον καφέ. Σε μια στιγμή ο πεθερός μου με ρώτησε:
- Νίκο, να σε ρωτήσω, θα έχεις άλλους συγγενείς, να φανταστώ;
- Όχι, κ Γεράσιμε. Δεν έχω. Από της μακαρίτισσας της μάνας μου το σόι, δεν τους γνώρισα ποτέ. Έχει δύο αδερφές στο χωριό, αλλά δεν είχαμε ποτέ σχέσεις. Βλέπετε ο πατέρας μου δεν ήταν επιθυμητός στο σόι τους. Κι έτσι η μάνα μου έριξε μαύρη πέτρα πίσω της. Από την πλευρά του πατέρα μου υπάρχει ένας θείος, αδερφός του, θα είναι γέρος τώρα, αλλά τσακώθηκε με τον παππού μου κάποτε και έφυγε στην Αμερική. Έχω να πάρω νέα του πάνω από είκοσι πέντε χρόνια. Έκτοτε, δεν ξέρουμε αν ζει ή αν πέθανε. Ποιος ξέρει;
- Μα βρε Γεράσιμε, είπε η πεθερά μου, τι του ρωτάς του παιδιού; Ανάκριση του κάνεις;
- Όχι, βρε γυναίκα! Είπε με αγανάκτηση ο πεθερός μου.
Την κουβέντα άκουσε η Βάνα καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. Τους κατσάδιασε και τους δύο. Αργότερα βγήκαμε με την Βάνα να μου δείξει τα αξιοθέατα του νησιού. Όλο το σαββατοκύριακο το πέρασα ευχάριστα. Την Κυριακή αργά γυρίσαμε στο σπίτι. Το βράδυ παρ’ όλη την κούραση, το δώσαμε και κατάλαβε στον έρωτα. Μετά την αποδοχή μου από τους δικούς της, ένιωθα πραγματικά άλλος άνθρωπος.
Σε κάποια στιγμή η Βάνα λαγοκοιμήθηκε. Πέρασε ένα δίωρο και πάλι είχα καύλες. Είναι αυτό που λένε ότι όταν αλλάξεις ψυχολογία, ξαναγεννιέσαι. Όπως ήταν γυρισμένη με την πλάτη σε μένα, άρχισα να την φιλάω πίσω στο λαιμό. Ακούμπησα τον πούτσο μου στον κώλο της και άρχισα να τη γαμάω. Το μουνί της υγράνθηκε. Τα υγρά έκαναν μούσκεμα την γύρω περιοχή, αλλά και την κωλοτρυπίδα της. έβγαλα τον πούτσο μου από το μουνί της και τον ακούμπησα στη σούφρα της.
- Τι κάνεις, Νίκο;… θα πονέσω.
- Όχι μωρό μου, δε θα πονέσεις, σιγά σιγά θα γίνει. Αν πονέσεις το σταματάμε.
Άρχισα τις κυκλικές κινήσεις πάνω στην σούφρα της πιέζοντας ολοένα και περισσότερο.
- Πάρε τον εσύ μέσα όσο μπορείς, της είπα. Βρες το δικό σου ρυθμό που να σε ευχαριστεί. Όσο εσύ μπορείς.
Γουργούρισε από ευχαρίστηση. Το απολάμβανε. Έπιασε τον πούτσο μου και τον πίεζε ελαφρά στην τρύπα της, κάνοντας παλινδρομικές κινήσεις. Σε λίγο η τρύπα της χαλάρωσε. Έμπαινε μόνο το πουτσοκέφαλο κι αυτό μισό. Δεν άντεχα άλλο. Έχυσα στη σούφρα της. Έσπρωξα και εγώ. Τα χύσια διευκόλυναν την διείσδυση. Μπήκε το πουτσοκέφαλο. Έμεινα λίγο ακόμα έτσι μπαινοβγαίνοντας μόνο και μόνο να συνηθίσει η τρύπα της. Ο πούτσος μου χαλάρωσε. Βγήκα. Την έπιασα και άρχισα να την φιλάω.
- Είδες που φοβόσουν;
- Άμα είναι έτσι να μην πονάω, δεν έχω αντίρρηση.
- Δε θέλω να πονάς, αγάπη μου, θέλω να το ευχαριστιέσαι. Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενο με κάνεις όταν σε βλέπω να φτάνεις σε οργασμό.
Γύρισε προς εμένα και με φίλησε. Με αγκάλιασε και φίλησε. Αποκοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι.
Την άλλη μέρα στο σχολείο κέρασα όλους τους συναδέλφους από τη χαρά μου. Και φυσικά εισέπραξα τις ευχές τους.
Ένα Σάββατο βγήκαμε με μια παρέα συναδέλφους να διασκεδάσουμε. Περάσαμε υπέροχα. Η Βάνα ήταν το πρόσωπο της βραδιάς. Ευχάριστη, καλοντυμένη, και φυσικά πολύ άνετο άτομο. Την άλλη μέρα η Στέλλα με πλησίασε και μου έδωσε συγχαρητήρια για τη Βάνα.
Ο καιρός περνούσε. Έφτασε το Πάσχα. Πήγαμε στο νησί και περάσαμε υπέροχα. Γυρίσαμε στην Αθήνα. Είχαμε λίγες μέρες διακοπές ακόμα. Εγώ στρώθηκα στη δουλειά για να τελειώσω το μεταπτυχιακό μου και συνάμα δούλευα όπου έβρισα παίρνοντας μικροδουλειές που συμπλήρωναν το εισόδημά μου.
Ήταν Παρασκευή, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Εγώ πήγα σε μια δουλειά που με σύστησε ο Γιάννης, ο συνάδελφός μου από το σχολείο. Γύρισα και βρήκα τη Βάνα να κοιμάται. Μου έκανε εντύπωση. Φόρεσα κάποια πρόχειρα ρούχα που είχα για το σπίτι. Πήγα στο δωμάτιο προσεκτικά να μην την ξυπνήσω. Κοίταξα στο κομοδίνο και έμεινα. Ένα τεστ εγκυμοσύνης πάνω στο κομοδίνο. Δεν κρατήθηκα. Την αγκάλιασα που κοιμόταν. Τρόμαξε.
- Μα, τι κάνεις Νίκο; Είσαι καλά μωρέ; Με τρόμαξες!
- Τι είναι αυτό και της δείχνω το τεστ.
- Ε, γαμώ το μου, το ξέχασα. Κι ήθελα να σου κάνω έκπληξη… είπε και με φίλησε. Ναι άντρα μου, είμαι έγκυος.
Έσκυψε λίγο το κεφάλι.
- Ξέρεις, φοβάμαι!
- Να μη φοβάσαι τίποτα, γλυκιά μου. Εγώ είμαι εδώ για σένα.
Το βράδυ είπε το νέο και στην μάνα της. Εκείνη αγχώθηκε. Ίσως γιατί έπρεπε να επισπεύσουμε το γάμο. Η Βάνα σταμάτησε τη δουλειά. Αλλάξαμε σπίτι, πήγαμε σε ένα πιο ωραίο και πιο άνετο το οποίο πήρα με δάνειο.
Το καλοκαίρι πήγαμε για δέκα μέρες στους δικούς της. Τότε ήταν που εισέπραξα ένα πιο ψυχρό ύφος από την μάνα της. Μια μέρα καθώς κοιμόμουν, τους άκουσα που συζητούσαν με τη Βάνα.
- Και γιατί δεν το ρίχνεις;… λέει σε κάποια στιγμή η μάνα της. Να παντρευτείτε πρώτα και μετά το παιδί. Αχ… σκατά τα έκανες. Βιάστηκες!
Θύμωσα πολύ με όσα άκουσα. Σηκώθηκα μετά από λίγο και πήγα και εγώ στην κουζίνα. Εισέπραξα αμέσως την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
Φύγαμε στην Αθήνα. Στο δρόμο το συζητούσα με τη Βάνα. Της είπα ότι άκουσα αυτά που είπε η μάνα της. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα την επομένη της ζήτησα την ταυτότητα για να κανονίσουμε τα χαρτιά του γάμου. Κοιτάζοντας την ταυτότητα της Βάνας έπεσε το μάτι μου στο επώνυμο της μητέρας της Βάνας. Έπαθα την πλάκα μου. Ήταν το ίδιο επώνυμο με της Κατερίνας. Έμεινα κόκκαλο για λίγο. Δεν είπα τίποτα. Τακτοποίησα ό,τι χρειαζόταν για το γάμο και μετά από δέκα μέρες παντρευτήκαμε στο Δημαρχείο. Εκεί ήταν που ξεσπάθωσαν για τα καλά τα πεθερικά μου εναντίον μου.
Δύο βδομάδες μετά ήρθαν και τα πεθερικά μου με μια μούρη μέχρι το χώμα. Εγώ όμως τους υποδέχτηκα εγκάρδια. Έκανα τα πάντα να τους ευχαριστήσω.
Ήταν απόγευμα Τετάρτης. Τέλη Αυγούστου. Η Βάνα κάλεσε το θείο της, τον αδερφό της μάνας της, και την θεία της το βράδυ να μας επισκεφτούν. Ήθελαν να με γνωρίσουν διακαώς. Το ίδιο και η κόρης τους η Χριστίνα με τον άντρα της.
Το βράδυ ήρθε. Εγώ ήμουν σε μια δουλειά και επέστρεψα. Άκουσα κουβέντες μέσα στο σαλόνι μόλις μπήκα. Όταν μπήκα προς τα μέσα τους καλησπέρισα, αλλά και έμεινα συγχρόνως. Εκείνοι, καθώς και η Χριστίνα, έμειναν με το στόμα ανοιχτό μόλις με είδαν. Η Βάνα και τα πεθερικά μου μας κοιτούσαν και δεν ήξεραν τι να κάνουν.
- Γνωρίζεστε;… ρώτησε αμήχανα η Βάνα.
- Ναι, Βάνα μου γνωριζόμαστε. Είχα πάει κάποτε και τους έφτιαξα τον πίνακα. Όλα αντέξει με τον πίνακα;… είπα.
- Όλα εντάξει, κ. Νίκο, είπε η Χριστίνα, που ήταν και η πιο ψύχραιμη από όλους.
Όλοι προσπαθούσαμε να παίξουμε ένα θέατρο εκείνη τη στιγμή.
Η ώρα πέρασε. Οι επισκέπτες έφυγαν. Πέσαμε για ύπνο. Η Βάνα δε μου άνοιξε κουβέντα. Την επόμενη οι δικοί της έφυγαν με το βραδινό πλοίο. Τους πήγα στο λιμάνι με το αυτοκίνητο. Όταν γύρισα βρήκα τη Βάνα να με περιμένει στο σαλόνι σοβαρή όσο ποτέ. Κάθισα μαζί της.
- Λοιπόν, θα μου πεις τι γίνεται πίσω από την πλάτη μου, Νικολάκη;
- Ναι, μόνο αγάπη μου, δε γίνεται πίσω από την πλάτη σου τίποτα. Απολύτως. Οι θείοι σου και η ξαδέρφη σου είναι η οικογένεια της πρώην μου, της ξαδέρφης σου, της Κατερίνας. Με την Κατερίνα εγώ ήμουν σε σχέση πριν μήνες και ετοιμαζόμαστε να παντρευτούμε…
και της εξήγησα με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς είχε γίνει.
- Έλα, όμως που ο διάολος έσπασε το πόδι να είστε πρώτες ξαδέρφες με την Κατερίνα. Πού να το ξέρω; Βλέπεις δεν ταιριάζανε ούτε και τα επίθετά σας. Και εσύ δε μου είπες ποτέ για το σόι σου στην Αθήνα. Κατάλαβες; Αυτή είναι η αλήθεια.
Έμεινε για λίγο σκεπτική. Έκυψε το κεφάλι της.
- Κοίτα, Βάνα, εγώ όπως βλέπεις και θα με έχεις καταλάβει δηλαδή, είμαι άνθρωπος που λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Αυτός είμαι και έτσι εξηγούμαι. Τώρα, σε ό,τι αφορά την Κατερίνα, εκείνη τότε εισέπραξε ό,τι της άξιζε. Θα μπορούσα να της κάνω πιο γερά χουνέρια. Κατάλαβες; Είμαι άνθρωπος που σιχαίνομαι την προδοσία. Σιχαίνομαι και αυτήν και τους προδότες. Σ’ αγαπάω. Για μένα εσύ έχεις σημασία και το μωρό μας που θα έρθει στο κόσμο σε λίγο.
Με αγκάλιασε και με φίλησε. Έμεινε κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου. Αργότερα πήγαμε για ύπνο. Δεν είχαμε όρεξη για σεξ.
Ο Καιρός πέρασε και η Βάνα έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο αγοράκι. Μάλιστα θα δίναμε το όνομα του πατέρα μου. Από τη μέρα που ήρθε η καινούρια ύπαρξη στο σπίτι μας δεν τον αποκαλέσαμε ποτέ ως μπέμπη, αλλά Κωστή· το όνομα του πατέρα μου. Ήμαστε με τη Βανούλα μου ευτυχισμένοι. Εγώ έπαιρνα όσες δουλειές μπορούσα περισσότερες. Τα οικονομικά μου ήταν καλά. Ο Μικρούλης μεγάλωνε και μας ξετρέλαινε και τους δύο.
Είχα αργήσει από την δουλειά. Γύρισα κατά τις εννιά το βράδυ. Η Βάνα έβαλε τον μικρό για ύπνο και με περίμενε. Μόλις μπήκα στο σπίτι έκανα ένα μπάνιο και πήγαμε στην κουζίνα να τσιμπήσω κάτι ελαφρύ.
- Μα, αγάπη μου, δε θα φας κάτι ακόμα; Είσαι νηστικός όλη τη μέρα.
- Εσύ μωρό μου, είπα και την χάιδεψα στα μαλλιά, θέλεις να με παχύνεις. Όχι μωρό μου, κι αυτό με το ζόρι το τρώω.
- Έφαγες κάτι;
- Όχι, δε μπορούσα. Όλη τη μέρα είχα καούρες στο στομάχι μου. Μάλλον θα είναι καμιά ίωση.
- Καλά, αύριο θα πάμε στο γιατρό. Όμως, βρε αγάπη μου, κουράζεσαι…
- Δεν πειράζει μάτια μου, θα μου περάσει.
Αργότερα πέσαμε στο κρεβάτι. Η Βάνα είχε κέφια. Άρχισε να με φιλάει και να με χαϊδεύει παντού. Σε λίγο με καβάλησε και άρχισε το τρίψιμο της πούτσας μου πάνω στο μουνί της. σε λίγο έχυσε. Έχυσα και εγώ σχεδόν ταυτόχρονα πάνω στην κλειτορίδα της. Έπεσε στην αγκαλιά μου. Τη φιλούσα και με φιλούσε παντού.
Σηκώθηκα πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Ακολούθησε κι εκείνη. Εγώ πήγα σε μια στιγμή στο δωμάτιο μου μικρού και τον κοίταζα. Πίσω μου η Βάνα.
- Κοίταξέ το αγάπη μου! Δεν είναι κουκλί;
- Αυτό είναι ένα κουκλί και εσύ ένας χαζομπαμπάς με περικεφαλαία… είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Την αγκάλιασα τρυφερά πάνω μου. Πήγαμε στο κρεβάτι.
Ο καιρός περνούσε. Η ζωή μου με την Βάνα έμοιαζε τέλεια. Το σεξ, η τρυφερότητα, η αγάπη δεν έλειπαν.
Ήρθε η κρίση. Στην αρχή δεν μας επηρέασε τόσο. Σιγά σιγά άρχισαν να αραιώνονται οι δουλειές που έπαιρνα έξτρα ως ηλεκτρολόγος, μειώθηκε και ο μισθός μου. Η Βάνα άρχισε να άγχεται. Το σπίτι που μέναμε το πήραμε με δάνειο. Στριμωχτήκαμε αρκετά. Σιγά σιγά άρχισε η φλόγα που είχαμε ο ένας για τον άλλον να σβήνει. Όσο μεγάλωνε ο μικρός τόσο μεγάλωναν και τα έξοδά του.
Η Βάνα άρχισε να δουλεύει στο κομμωτήριο που δούλευε παλιότερα. Φυσικά με πολύ λιγότερα χρήματα και περισσότερες ώρες δουλειάς. Τη φροντίδα του μικρού την ανέλαβα κατά ένα μεγάλο μέρος κι εγώ. Η Βάνα γύριζε κουρασμένη από την δουλειά. Ήταν μέσα στην γκρίνια. Κι όταν έβλεπε και καμιά ακαταστασία ξεσπάθωνε καλά εναντίον μου. Εγώ από την άλλη προσπαθούσα να την ηρεμώ. Να τη χαλαρώνω. Αλλά ήταν πολύ πεισματάρα, κι όταν θύμωνε πολλές φορές το κρατούσε για μέρες.
Ένα βράδυ ξαπλώσαμε. Είχαμε να κάνουμε έρωτα πάνω από τρεις μήνες. Άρχισα να τη χαϊδεύω και να της λέω γλυκόλογα. Εκείνη τα δέχτηκε παθητικά στην αρχή. Μόνη της γδύθηκε. Άρχισα να φιλάω τις ρώγες της. Της άρεσε. Ύστερα ξάπλωσα ανάσκελα περιμένοντας κάποια πρωτοβουλία από εκείνη.
- Τι έπαθες;… με ρώτησε.
- Τίποτα, θα ήθελα απλώς και κανένα χάδι.
Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον πούτσο μου. Ήταν ήδη σηκωμένος.
- Έλα σε παρακαλώ, γιατί πονάει η πλάτη μου.
Άρχισα πάλι να της φιλάω τα βυζιά της. Μπήκα ανάμεσα στα πόδια της και έκανα να κατέβω στο μουνί της.
- Έλα, βάλε τον μου σε παρακαλώ, δεμπορώ πολύ ώρα.
Ανέβηκα προς τα πάνω. Μπήκα μέσα και άρχισα να την γαμάω. Κράτησε γύρω στα τέσσερα λεπτά, μετά από τόσο καιρό που είχαμε να κάνουμε σεξ. Τραβήχτηκα έξω με σκοπό να χύσω στην κοιλιά της. Με μια απότομη κίνησε έφυγε από κάτω μου.
- Χύσε πάνω σου, σε παρακαλώ. Δε μπορώ να πλένομαι ξανά.
- Γύρισα ανάσκελα, περίμενα τουλάχιστον κάποιο χάδι.
Έχυσα πάνω μου παίζοντας λίγο τον πούτσο μου. Έμεινα απογοητευμένος.
- Άντε να πλυθείς μην λερώσεις τα σεντόνια.
Ξενέρωσα τελείως. Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο, πλύθηκα στα γρήγορα και βγήκα. Πήγα στο δωμάτιο. Η Βάνα είχε ανοίξει την τηλεόραση και έβλεπε μια σαχλή εκπομπή. Βγήκα στο σαλόνι. Άνοιξα την άλλη τηλεόραση κι όταν δε βρήκα τίποτε ενδιαφέρον, πήγα στην βιβλιοθήκη και πήρα ένα βιβλίο. Ήθελα να ξεχαστώ. Αυτό το έκανα κάθε φορά που ήμουν προβληματισμένος. Ήξερα ότι μόνο με ήρεμο κεφάλι θα μπορώ να λύσω τα προβλήματά μου. Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλά. Σε κάποια στιγμή ακούω τη Βάνα να με φωνάζει.
- Νίκο, τι κάνεις;
- Τίποτα, Βάνα μου, διαβάζω ένα βιβλίο.
Σηκώθηκε έχοντας ένα θυμωμένο ύφος.
- Καλά έτσι, μετά από τον έρωτα έρχεσαι και διαβάζεις, αδιαφορώντας τελείως; Έκανες τη δουλειά σου και εντάξει;
«Την πουτάνα!», σκέφτηκα, «πάει να βγει κι από πάνω».
- Κοίτα, αγάπη μου, είπα με ένα φανερά ειρωνικό ύφος. Αυτό που κάναμε ήταν όντως, ένα γαμήσι, και μέχρι εκεί. Έπρεπε να βρω μια τρύπα να τον χώσω να χύσω για να μην κλατάρω. Και βρήκα την δική σου. Το ίδιο θα γινόταν αν πήγαινα σε μια πουτάνα σε ένα μπουρδέλο. Αυτό εσύ το είπες έρωτα. Φαίνεται πώς ξέχασες πώς είναι ο έρωτας από τον καιρό που βγήκες ξανά στη δουλειά. Ποια ήταν η συμπεριφορά σου; Μου έκανες απλά το χατίρι και να βγεις από την συζυγική υποχρέωση. Δε συμμετείχες ούτε μια στιγμή. Ήθελες να μην σε λερώσω, λες και έχω χολέρα. Και μου κάνεις παρατήρηση από πάνω; Λοιπόν, επειδή κι εγώ είχα δύσκολη μέρα, πήγαινε ξάπλωσε και παράτα με στην ησυχία μου σε παρακαλώ.
Η Βάνα δεν την περίμενε αυτήν την αντίδρασή μου. Πάντα της καλομιλούσα κι όταν ακόμα με απόπαιρνε και μου μιλούσε άσχημα. Πολλές φορές, όταν την καλόπαιρνα, κατάφερνα να τη φέρνω στα νερά μου. Την μέρα εκείνη όμως είδε, μετά από τόσα χρόνια που είμαστε μαζί, ότι μπορώ να είμαι και διαφορετικός, μπορώ να γίνω και δυσάρεστος, αν μου την καρφώσει. Ήταν και αρκετά εγωίστρια. Μεγάλωσε σε ένα νησί που όλοι λίγο πολύ σήκωναν ένα τουπέ και ας ήταν πολλοί από αυτούς η «τελευταία τρύπα στην φλογέρα». Πάντα προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τους άλλους προκειμένου να εξυψώσουν την πάρτη τους. Στη ουσία όλοι ήταν σκυφτούληδες στους πλουσίους του νησιού. Ζούσαν πολύ για το δήθεν.
Από εκείνη τη μέρα κρύωσα εντελώς μαζί της. Μια δυο φορές ξεκίνησε να κάνει κάτι αλλά τη σταματούσα. Ήταν τόσο εγωίστρια και είμαι σίγουρος ότι δεν δεχόταν τέτοιο γράψιμο από μένα. Απλά το έκρυβε.
Στην δουλειά εκείνη τη χρονιά ήρθε η Δανάη· και μάλιστα με μόνιμη θέση. Η όμορφη κοπέλα των Αγγλικών που ήταν με το γιατρό. Με την Δανάη πλησιάσαμε πολύ. Ήταν μια πολύ λογική και καλή κοπέλα. Και πάντα ήταν χαμηλών τόνων. Ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Μια μέρα βγήκαμε για καφέ μετά το σχόλασμα με κάποιους συναδέλφους. Είχε χωρίσει κι εκείνη με το γιατρό. Ήταν ένα παλιοτόμαρο όπως έμαθα. Την κεράτωνε και φυσικά στο τέλος την παράτησε. Ήταν χειμώνας εκείνης της χρονιάς. Η Δανάη τότε το πήρε βαριά, ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ζούσε μόνη της. Είχε και τους δικούς της στο χωριό να της τριβελίζουν το κεφάλι για το χωρισμό.
Θυμάμαι, μετά τον καυγά μου με την Βάνα, τις επόμενες μέρες είχα τις μαύρες μου. Η Δανάη με πλησίασε και με ρώτησε. Στην αρχή απέφευγα διακριτικά να της πω. Αλλά όμως έπρεπε να τα πω. Κι εκείνη κάποτε μου ξανοίχτηκε όταν είχε τα προβλήματα με τον αρραβωνιαστικό της. Έτσι κι εγώ της ανοίχτηκα, χωρίς όμως να της λέω χυδαίες λεπτομέρειες από σεβασμό.
Ήρθε το καλοκαίρι. Το παιδί έπρεπε να κάνει τα μπάνια του. Εγώ τους πρότεινα να πάμε κάπου όλοι μαζί και όχι στο νησί. Έγινε πυρ και μανία. Άρχισε να μου λέει για τη μάνα της πόσο πολύ το ποθεί και ότι θα έπρεπε να της το πάμε συχνότερα. Το κατάπινα. Κάθε μέρα ο ίδιος καυγάς.
Το σεξ πλέον έπαψε να υπάρχει ανάμεσά μας. Όταν μια φορά το κάναμε, με έκανε να νιώσω, για άλλη μια φορά, ότι το κάνει καθαρά από αγγαρεία κι αυτό με στενοχωρούσε πολύ.
Ένα βράδυ του Ιουνίου πριν κλείσουν τα σχολεία πήγα να την προσεγγίσω ερωτικά. Έπιασα και την έτριβα στην πλάτη. Προχώρησα προς το στήθος της. Μόλις πήγα να ακουμπήσω τα στήθη της, με απώθησε. Εκεί δεν άντεξα.
- Άι στο διάολο Βάνα… είπα με αγανάκτηση και την απώθησα με τα χέρια μου στη μεριά της στο κρεβάτι.
Δεν το περίμενε. Σηκώθηκε θυμωμένη και πήγε στον καναπέ. Το πρωί σηκώθηκε νωρίς. Συμμάζεψε το σπίτι και έφυγε για την δουλειά. Εγώ εκείνη τη μέρα πήγα αργότερα. Πήγα το μικρό στο σταθμό και έφυγα. Αργά το απόγευμα ήρθε και η Βάνα. Ο Κωστής κοιμόταν του καλού καιρού.
- Καλησπέρα, είπε με ένα ψυχρό ύφος.
Δεν της μίλησα. Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου.
- Τι έγινε Νίκο, δε μας μιλάς;
- Γιατί; Έχουμε τίποτα να πούμε; Είπα θυμωμένος.
- Κοίτα, πρέπει να φύγεις νωρίς για το νησί με το μικρό να κάνει τα μπάνια του. Εγώ θα έρθω τέλη Ιουλίου.
- Ε, ναι να βιαστούμε, μη δεν τον χορτάσουν οι δικοί σου.
- Τι θες να πεις, ρε μαλάκα;… είπε με ένα μάγκικο ύφος που με εκνεύρισε. Θέλεις να πεις κάτι για τους δικούς μου; Ναι, εγώ τους νοιάζομαι. Όταν έχεις οικογένεια πρέπει να νοιάζεσαι, όχι όπως εσύ;…
είπε πάνω στην παρόρμησή της και σταμάτησε. Ίσως κατάλαβε την μαλακία που είπε.
- Πρόσεξε τι θα πεις μαλακισμένη καργιόλα, είπα, μια και ο θυμός μου είχε ξεχειλίσει και είχα γίνει κατακόκκινος.
Σηκώθηκα πήρα τα κλειδιά του αμαξιού και έφυγα θυμωμένος χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω μου. Με το που μπήκα στο αμάξι έκλεισα και το κινητό. Έφυγα χωρίς να ξέρω πού πάω. Δε δεχόμουν να με προσβάλει ο άλλος με τίποτα. Και μάλιστα τη μνήμη των δικών μου. Για το παιδί δεν ήθελα να χοντρύνω άλλο τον καυγά. Γύριζα μέχρι τις τέσσερις το πρωί έξω με το αυτοκίνητο. Επέστρεψα σπίτι. Η Βάνα δεν κοιμόταν. Με περίμενε. Ήρθε δίπλα μου και μου ζήτησε συγνώμη.
- Δεν τη δέχομαι. Ξέρεις, να σου πω κάτι; Με την καργιόλα την ξαδέρφη σου αυτό δε δέχτηκα, την προσβολή, κατάλαβες;
- Σου είπα, συγγνώμη.
- Εντάξει. Ο μικρός;
- Κοιμάται.
Πήγα στο δωμάτιο. Ξάπλωσα. Η Βάνα έκανε να με χαϊδέψει, την απώθησα. Είχα ακόμα πολλά νεύρα. Μετά από μια βδομάδα έφυγα για το νησί. Με υποδέχτηκαν με την συνηθισμένη τυπική εγκαρδιότητα. Πιο πολύ ξετρελάθηκαν με τον μικρό. Πολλές φορές τους ξέφευγε μια ξινίλα στο πρόσωπο για μένα· και την καταλάβαινα.
Πέρασε μια βδομάδα. Με τη Βάνα μιλούσαμε κάθε μέρα σχεδόν· έπαιρνε να ρωτήσει για το παιδί και να μου υπενθυμίζει κάθε φορά να βοηθάω τους δικούς της σε ότι χρειαστούν, λες και ήμουν από τους ανθρώπους που δε βοηθούν, λες και ήμουν κανένας αραχτός. Εγώ ιδιαίτερες παρέες δεν είχα στο νησί, μια και έπρεπε να προσέχω το μικρό σχεδόν κάθε μέρα, μην χάσουνε ο πεθερός μου με την πεθερά μου τις βόλτες τους και τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις.
Μετά από δέκα μέρες με παίρνει η Βάνα και μου λέει ότι έρχεται την επόμενη. Πήρε πιο νωρίς άδεια. Τη μέρα εκείνη άφησα το παιδί στα πεθερικά μου. Το απόγευμα ήρθε και το πήρε μια συγχωριανή τους να παίξει με τα δικά της παιδιά. Εγώ πήγα στο λιμάνι του νησιού, σε ένα καφέ, για να δω ένα γνωστό μου. Δεν άργησα πολύ. Στις δέκα το βράδυ ήμουν πίσω. Όπως διέσχιζα την αυλή του σπιτιού και πλησίαζα προς το δωμάτιο, άκουσα τον πεθερό μου και την πεθερά μου να συζητάνε έντονα, εναντίον μου. Όταν άκουσα τους διάφορους αισχρούς χαρακτηρισμούς που λέγανε πίσω από την πλάτη μου, φρίκαρα. Πάντα τους μιλούσα με σεβασμό και εκείνοι να μου λένε τόσα πίσω από την πλάτη μου;
Θύμωσα τόσο, που ήθελα να φύγω εκείνη την στιγμή. Γύρισα πίσω και πήγα σε ένα σκοτεινό σημείο του δρόμου και κάθισα να ηρεμήσω. Γύρισα πίσω μετά από μισή ώρα. Έκανα επίτηδες θόρυβο. Μόλις με είδαν μου φέρονταν φυσιολογικά. Το βράδυ από τα νεύρα ελάχιστα κοιμήθηκα.
Την άλλη μέρα πήγα να πάρω την Βάνα από το λιμάνι. Στο δρόμο μού άρχισε το κήρυγμα, να βοηθάω την μάνα της, να μην κουράζεται με το μικρό κλπ. Έσπασα, δεν άντεξα. Φρενάρισα απότομα. Της τα είπα. Εκείνη τα έχασε.
- Μα, δε μου λες, της είπα, με έχετε για ηλίθιο;
- Γιατί το λες αυτό;
- Μα, μόλις σου το είπα, μου είπες ότι λέω μαλακίες! Ούρλιαξα από τα νεύρα μου.
Δεν μίλησε. Ίσως φοβήθηκε καμιά άσχημη εξέλιξη που δεν θα μπορούσε να ελέγξει ή ίσως την ξεβόλευε μια ευθεία αντιπαράθεση με τους δικούς της. Φτάσαμε σπίτι. Εγώ το έπαιζα άνετος, αλλά είχα θυμώσει πολύ με όλα αυτά. Έφυγα πάλι με το αμάξι να πάω για κάτι ψώνια. Έπρεπε να βρω τρόπο να φύγω από το νησί. Δε με σήκωνε το κλίμα· δεν το δεχόμουν αυτό! Η Βάνα είχε αμάξι εκεί στο νησί και μπορούσε να καθίσει μόνη της με το παιδί.
Όταν πήγα στην αγορά, πήρα τηλέφωνο τον Ηλία. Μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων. Είχαμε πολύ καιρό να ακουστούμε. Τον παρακάλεσα να με πάρει και να μου ζητήσει να πάω για δουλειά στην Αθήνα. Ο Ηλίας το έκανε ευχαρίστως μετά από δύο ώρες. Πήρε τηλέφωνο, όταν ήμουν στο μπάνιο. Το σήκωσε η Βάνα. Τον πήρα πίσω και είπαμε το παραμύθι μας.
Την άλλη μέρα το πρωί έφυγα για την Αθήνα. Έφτασα στην Αθήνα. Ήμουν νηστικός όλη τη μέρα. Είχα τόση πείνα, που θα έπεφτα κάτω. Βγήκα με τα πόδια και πήγα σε ένα ψητοπωλείο της γειτονιάς. Έφαγα ένα ήρεμο και ξένοιαστο δείπνο. Γύρισα στο σπίτι. Καθόμουν μέσα στις σκέψεις.
Με πήρε ο ύπνος από την κούραση. Κατά τις εφτά το απόγευμα χτύπησε το κινητό μου, ήταν η Βάνα.
- Καλησπέρα, Νίκο.
- Καλησπέρα, είπα με ένα νυσταγμένο ύφος.
- Πώς είσαι; Έφτασες καλά;
- Καλά έφτασα.
- Δεν πήρες τηλέφωνο. Είχες καλό ταξίδι;
- Ναι, είχα, απάντησα πάλι ψυχρά.
- Έχεις κάτι;
- Μπα, ιδέα σου. Απλά κουρασμένος είμαι.
- Η δουλειά που έλεγες;
- Από αύριο θα πάω να τη δω.
- Καλά, να μην σε κουράζω τότε, γεια.
- Γεια, είπα ψυχρά και έκλεισα το τηλέφωνο.
Κάθισα και σκέφτηκα όλα όσα πέρασα. Αναρωτιόμουν ποια γαμημένη κατάρα με ακολουθεί στη ζωή μου. Από την μια η προδοσία της Κατερίνας. Από την άλλη να κάτσει η Βάνα να είναι πρώτη της ξαδέρφη. Δεν γίνεται έλεγα μέσα μου, κάτι στο σύμπαν πρέπει να συνωμοτεί εναντίον μου. Εκεί που ήμουν μια χαρά με την οικογένειά μου, ξαφνικά όλα εναντίον μου. Μου ερχόταν τρέλα.
Κάθισα στην τηλεόραση να δω καμιά ταινία, αλλά δεν είχα όρεξη. Πήρα ένα μπουκάλι ρακί και δυο κονσέρβες και κάθισα στο σαλόνι. Έπιασα και ένα βιβλίο μπας και ξεχαστώ. Τελικά μέχρι αργά το βράδυ έκανα κεφάλι. Έτσι κατάφερα να μπορέσω να κοιμηθώ.
Την επόμενη ξύπνησα αργά. Έκανα καφέ και συμμάζεψα το σπίτι. Κάθισα στο σαλόνι. Το ό,τι δεν είχα κάτι να κάνω, με χαλάρωνε. Προσπαθούσα να ηρεμήσω. Αργότερα θα έψαχνα λύσεις σε όλα όσα με βασάνιζαν.
Μέσα από τις σκέψεις μου ήρθε να με βγάλει ο ήχος του κινητού. Ήταν ο Ηλίας. Με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έφτασα στον Ηλία. Με περίμενε πώς και πώς. Ήταν με μια κοπέλα. Η Ράνια ήταν μια σοβαρή κοπέλα, κρίνοντας από την στάση της και την υποδοχή που μου έκανε. Ήταν μορφωμένη και της φαινόταν. Ήταν με τον Ηλία σχεδόν δύο χρόνια. Όταν μείναμε δυο μας, ο Ηλίας μου είπε ότι έκοψε τα «πάρτι», ήθελε να κάνει οικογένεια μαζί της.
Το τραπέζι ήταν υπέροχο. Η ώρα πέρασε χαλαρά. Αργότερα Ράνια μου ζήτησε συγγνώμη, γιατί έπρεπε να πάει στους δικούς της. Μείναμε οι δυο μας με τον Ηλία.
- Και δεν μου λες, τι έγινε βρε Νίκο; Τι σου συμβαίνει πάλι; Δε σε άκουσα καλά, φίλε μου. Να παρατήσεις οικογένεια εσύ και να έρθεις στην Αθήνα, κάτι δεν πάει καλά. Δεν μου το κρύβεις.
Εκεί κάθισα και του τα είπα όλα. Ο Ηλίας έπαθε, όταν έμαθε ότι η Βάνα ήταν ξαδέρφη της Κατερίνας. Και φυσικά του είπα και για όλη την εξέλιξη των πραγμάτων.
- Κοίτα, Νίκο, έχω ανθρώπους να βρεις και δεύτερη δουλειά. Αλλά ρε φίλε, δε θα αλλάξει κάτι στην ζωή σου. Απλά θα σκοτώνεσαι πιο πολύ στη δουλειά. Τίποτα άλλο. Κάτσε και συζήτησε με τη γυναίκα σου. Ίσως κι εκείνη να έχει κουραστεί.
- Ναι, λες να μην το έκανα βρε Ηλία; Λες να είμαι εκείνος που θέλει να χαλάσει το σπίτι του; Απλά έχει στραβώσει κι εκείνη, και είναι πολύ εγωίστρια· πράγμα που δεν της φαινόταν, γαμώ το, από την αρχή. Εγώ τέτοια αντιμετώπιση δεν τη δέχομαι. Δεν γίνεται να της φέρομαι με το γάντι, κι εκείνη σα σκυλί. Όχι, δεν το παλεύω.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ένας φίλος του στην Κηφισιά. Μίλησαν λίγο.
- Άντε βρε, τυχερός είσαι. Μπορεί η δουλειά που είπες στην γυναίκα σου να ήταν ψέμα, αλλά εγώ σου βρήκα αληθινή. Υπάρχει κάποιος φίλος που θέλει να κάνει κάτι μετατροπές στην εγκατάσταση που έχει σε ένα μπάρμπεκιου. Είσαι;
- Αν είμαι λέει; Εγώ με τη δουλειά ξεχνιέμαι.
Έφυγα από τον Ηλία χαρούμενος. Επιτέλους και κάτι καλό. Αλλιώς θα είχα τρελαθεί. Την άλλη μέρα το μεσημέρι συναντήθηκα με τον άνθρωπο. Η Δουλειές, τελικά, που έπρεπε να γίνουν ήταν αρκετές, και αυτό θα μου έφερνε ένα ικανοποιητικό ποσόν. Δούλευα κάθε μέρα μέχρι αργά. Μέχρι τις 12 Αυγούστου τελείωσα. Κάθε μέρα έπαιρνα στο νησί να μιλήσω με το παιδί περισσότερο. Με τη Βάνα πότε μιλούσαμε πότε όχι. Παραμονές του Δεκαπενταύγουστου με πήρε τηλέφωνο η Βάνα. Ήταν 11 το πρωί.
- Καλημέρα!
- Καλημέρα Βάνα; Τι κάνεις είπα νυσταγμένα, μια και δεν είχα σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι.
- Καλά είμαι, να σε ρωτήσω, εσύ θα έρθεις για Δεκαπενταύγουστο;
- Όχι, δεν θα έρθω. Γιατί να έρθω, για να δείξουμε στον κόσμο τι αγαπημένη οικογένεια που είμαστε;
- Και το παιδί δεν το σκέφτεσαι;
- Ναι, αμέ. Θα έρθω μετά. Θα νοικιάσω ένα δωμάτιο και θα τον πάρω να πηγαίνουμε στην θάλασσα.
- Καλά, είσαι σοβαρός; Αν είναι έτσι, τότε μην έρθεις καθόλου. Γιατί, για να δημιουργήσεις πρόβλημα;… είπε θυμωμένη.
- Καλώς! Ας γίνει έτσι λοιπόν. Εξάλλου δεν θα χάσει τα μπάνια του. Υπάρχουν άνθρωποι που θα τον πάνε για μπάνιο. Εσύ πότε θα έρθεις;
- Στις 19 του μήνα.
- ΟΚ. Τα λέμε τότε από κοντά λοιπόν.
Κλείσαμε το τηλέφωνο. Μέσα μου χαιρόμουν που τους ξεβόλεψα. Όλοι θα αναρωτιούνταν το γιατί και σίγουρα θα έπρεπε να λένε ψέματα και δικαιολογίες στον κόσμο. Ήμουν σίγουρος ότι η Βάνα δεν είπε τίποτα στο σπίτι. Αν έλεγε θα της άρχιζαν την γκρίνια για μένα και προφανώς το απέφευγε.
Την άλλη μέρα πήρα ένα μήνυμα από την Δανάη. Ήταν και εκείνη στο χωριό της. Και εκείνη δεν περνούσε καλύτερα από μένα, μια και είχε να αντιμετωπίσει την γκρίνια των δικών της για το χωρισμό της. Την πήρα τηλέφωνο και μιλήσαμε αρκετά. Μου είπε και της είπα τον πόνο μου.
Όταν κλείσαμε καθόμουν και σκεφτόμουν ότι αν δεν είχε γίνει κάτι με το γιατρό τότε ίσως και να είχε προκύψει κάτι μεταξύ μας.
Οι μέρες πέρασαν. Η Βάνα γύρισε από το νησί. Αν και της είπα πολλές φορές να με ειδοποιήσει πότε θα έρθει, να πάω στο λιμάνι να την πάρω, εκείνη ήρθε ξαφνικά μια μέρα νωρίτερα. Με βρήκε να κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού και να πίνω καφέ.
Είπε μια καλησπέρα με το ζόρι. Αντίθετα εγώ ήμουν άνετος. Μπήκε στο μπάνιο και έκανε ένα ντους. Βγήκε και πήγε και φόρεσε ένα σορτς που άφηνε τα καλλίγραμμά της πόδια να φαίνονται. Έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε κι εκείνη στο σαλόνι.
- Λοιπόν;
- Τι λοιπόν;… τη ρώτησα.
- Τι θα γίνει με μας;
- Όπα, ρε κοπελιά, πώς προέκυψε αυτό το ζήτημα ξαφνικά;
- Μα σηκώθηκες και έφυγες και δε γύρισες πίσω Νίκο;
- Ναι, κορίτσι μου, το έκανα. Και το έκανα αφενός για τη δουλειά κι αφετέρου γιατί δε μπορώ την υποκρισία, το ψέμα και τις πουστιές πίσω από την πλάτη μου. Κατάλαβες;
- Τι να σου πω;
- Τίποτα δε μπορείς να μου πεις. Αντί να πιάσεις τη μάνα σου και τον πατέρα σου και να τους ξεχέσεις, τα βάζεις μαζί μου, τι να πω; Κοίτα, Βάνα, μετά από την συμπεριφορά σου απέναντί μου και από αυτό που άκουσα, εγώ χάλασα εντελώς μέσα μου μαζί σας. Και περισσότερο με σένα. Κατάλαβες;
- Ποια συμπεριφορά μου βρε Νίκο;… είπε με ένα ύφος όλο ένταση.
- Αυτή για την οποία συζητήσαμε. Λοιπόν δε μπορώ να λέω και να ξαναλέω τα ίδια και τα ίδια. Τι να κάνουμε, βρε παιδί μου; Ξίνισε το γλυκό! Είπα με αγανάκτηση.
- Και τι θα κάνουμε;
- Θα ηρεμήσουμε και θα σκεφτούμε με ήρεμο και καθαρό κεφάλι. Εγώ αυτό κάνω κάθε φορά που δυσκολεύουν τα πράγματα. Αν κάνω πράγματα εν θερμώ, θα την πληρώσετε όλοι σας. Δεν είμαι από εκείνους που λυπούνται άμα τα πάρω στο κρανίο. Ύστερα, είναι και το παιδί. Δε μας παίρνει να κάνουμε μαλακίες.
Έμεινε σιωπηλή. Έσκυψε το κεφάλι και σκεφτόταν. Ύστερα, χωρίς να πει τίποτα, πήγε στο δωμάτιο και πήρε και το τηλέφωνο μαζί της. Έκλεισε και την πόρτα πίσω της. Μιλούσε για πάνω από μία ώρα.
Βαρέθηκα μόνος μου. Το ίδιο σκηνικό ξανά πάλι. Αντί να καθίσει να συζητήσουμε ήρεμα, έφυγε και έπιασε το τηλέφωνο. Μου την έδωσε. Ντύθηκα και βγήκα. Δεν ξέρω καν, αν πήρε είδηση, όταν έφυγα.
Βγήκα και δεν ήξερα πού να πάω. Πήρα το αμάξι και βγήκα μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος. Γύριζα σαν χαμένος. Σκεφτόμουν την γαμημένη τη ζωή μου. Γιατί να μου τυχαίνουν τέτοιοι άνθρωποι σε μένα; Έβλεπα τους άλλους συναδέλφους στο σχολείο να είναι με τις οικογένειές τους μια χαρά, και με έπαιρνε από κάτω. Είχα ανάγκη να έχω οικογένεια. Όσο ήμαστε καλά με τη Βάνα, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Εκεί που είχα χάσει την οικογένειά μου, και μετά την προδοσία της Κατερίνας, ένιωθα μόνος μου εντελώς· και ήρθε εκείνη να μου γεμίσει τη ζωή. Καθώς γυρνούσα αριστερά και δεξιά, σκέφτηκα σε μια στιγμή, όταν γυρίσω στο σπίτι να προσπαθήσω να τα βρούμε. Σκέφτηκα να κάνω το πρώτο βήμα εγώ και ας μην έφταιγα.
Γύρισα πίσω. Είχα κανένα μισάωρο που γύριζα. Μπήκα στο σπίτι αθόρυβα. Άκουσα τη Βάνα που μιλούσε στο τηλέφωνο με μια φίλη της. Κάθισα στο σαλόνι και την άκουγα.
- Σου είπα Μαρία μου, είναι σπαστικός. Δεν τον μπορώ πια. Κουράστηκα μαζί του, τον βαρέθηκα. Είχε δίκιο η Κατερίνα που του την έκανε. Βέβαια η μαλακισμένη το μετάνιωσε και κακώς.
- …
- Κοίτα, μου το είπε όταν συναντηθήκαμε με την Κατερίνα πριν λίγο καιρό τυχαία. Ύστερα βγήκαμε για καφέ. Μου είπε όλη την ιστορία. Τα ξέρω όλα και από τις δύο πλευρές.
- …
- Δεν ξέρω τι να κάνω. Στη φάση που είμαι, έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα θα τον χώρισα πολύ ευχαρίστως. Αλλά έλα που είναι το οικονομικό, αλλά και το παιδί, αλλά πιο πολύ νοιάζομαι για το οικονομικό. Ας είχα μια καβάτζα και θα έβλεπες πού θα τον έστελνα τον κύριο Νίκο.
Φρίκαρα με τα όσα άκουσα από το στόμα της. Σηκώθηκα αθόρυβα. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα και έκανα ότι εκείνη τη στιγμή μπήκα. Άκουσε το θόρυβο. Την ακούω να λέει:
- Έλα, μαμά σε κλείνω.
Ήρθε στο σαλόνι.
- Τι έγινες; Πού πήγες;
- Βόλτα να πάρω αέρα, να ηρεμήσω.
- Και ηρέμησες; Είπε με ένα ειρωνικό ύφος.
- Ναι, αλλά δε θέλω και πολύ να τα πάρω στο κρανίο ξανά.
Δεν μίλησε. Πήγε στην κουζίνα. Εγώ σηκώθηκα και έβαλα ένα ουίσκι. Ήμουν νηστικός όλη τη μέρα, αλλά δεν πήγαινε μπουκιά κάτω. Την άκουσα που τηγάνιζε αυγά. Ύστερα από είκοσι λεπτά περίπου ήρθε με ένα ποτήρι νερό στο χέρι της. Είχε φάει, και ούτε καν με ρώτησε αν πεινούσα.
«Κατάλαβα», είπα μέσα μου. «Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, Νίκο». Άνοιξα την τηλεόραση και έκανα πώς κοιτούσα. Ήπια και το δεύτερο ουίσκι. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο, δεν είχε τίποτα έτοιμο για φαγητό. Πήγα πάλι στο σαλόνι. Πήρα το σταθερό τηλέφωνο. Άνοιξα ένα συρτάρι που είχαμε κάποια προσπέκτους από πιτσαρίες.
- Βάνα, εγώ είμαι εντελώς νηστικός σήμερα, θα παραγγείλω πίτσα, εσύ τι θέλεις να σου παραγγείλω;
Με κοίταξε με ένα αμήχανο βλέμμα. Ίσως να ένιωσε ενοχή για τη συμπεριφορά της πριν.
- Δε θέλω, δεν πεινάω, είπε κομπιασμένη.
Πήγα στην κουζίνα. Έψαξα τις κλήσεις του τηλεφώνου. Είδα ένα νούμερο κινητού που κάλεσε. Το έβαλα στο δικό μου κινητό. Ήταν η Μαρία. Η φίλη της Κατερίνας που έκανε τις βίζιτες μαζί της. Τρελάθηκα. Δεν πίστευα ότι μπορεί να γνωρίζονται αυτές οι δύο. Δεν ήξερα τι να υποθέσω. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα. Μου πέρασε και από το μυαλό μήπως και η Βάνα…
Πήρα τηλέφωνο και παρήγγειλα μια πίτσα. Πήγα στο σαλόνι. Η Βάνα ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. Σε λίγο ήρθαν και οι πίτσες. Πήρα δύο πιάτα και δύο ποτήρια. Έβαλα λίγη μπύρα και στα δυο. Έβαλα και σε εκείνη ένα κομμάτι πίτσα.
- Έλα φάε, της είπα.
- Σε ευχαριστώ πολύ, δεν πεινάω.
- Ε, της λέω φάε, δε θα παχύνεις.
Έφαγε τελικά δύο κομμάτια. Ύστερα μάζεψα τα πράγματα από το σαλόνι. Γύρισα και κάθισα δίπλα της. Άρχισα να της τρίβω την πλάτη που της άρεσε. Στην αρχή έδειξε να την ευχαριστεί. Έσκυψα και την φίλησα στο πίσω μέρος του λαιμού.
Με απομάκρυνε με το χέρι της δηλώνοντας μια βαριεστημάρα. Πήρα το μήνυμα. Την έτριψα λίγο ακόμα και μετά σηκώθηκα και πήγα στον άλλον καναπέ. Ξάπλωσα. Τεντώθηκα λίγο. Εκείνη έβαλε την τηλεόραση σε μια σειρά που της άρεσε. Δε μιλούσε, ήταν αφοσιωμένη στην τηλεόραση. Με είχε γραμμένο κανονικά.
Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο. Η ώρα είχε πάει έντεκα. Νύσταζα. Άρχισε να με παίρνει από κάτω. Κατά τις δώδεκα έρχεται στο δωμάτιο και παίρνει το μαξιλάρι της και ένα σκέπασμα από τη ντουλάπα. Πήγε στο σαλόνι.
Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκα νωρίς. Ήπια έναν καφέ και βγήκα για περπάτημα. Με ηρεμούσε και μπορούσα να σκεφτώ. Γύρισα κατά τις 10 το πρωί. Η Βάνα έλειπε. Πήρα την Κατερίνα τηλέφωνο. Δεν περίμενε μετά από τόσα χρόνια να την πάρω τηλέφωνο. Κανονίσαμε να βρεθούμε στο σύνταγμα. Πήγαμε σε ένα καφέ. Εκεί έμαθα από την ίδια ότι είχε γνωρίσει κάποιον και μόλις χώρισε. Ήταν και εκείνη στις μαύρες της.
- Και πώς αυτό, βρε Νίκο, μετά από τόσο καιρό ξαφνικά. Μου φαίνεται απίστευτο.
- Πες ότι σε πεθύμησα. Και γιατί να σου φαίνεται απίστευτο; Θυμάσαι ότι μετά που χωρίσαμε, έπαψα να είμαι θυμωμένος μαζί σου.
- Συμβαίνει κάτι με τη Βάνα;
- Με ξέρεις καλά βλέπω. Αν και μαζί ήμαστε μόνο δυο τρία χρόνια και με τη Βάνα κοντεύουμε τα πέντε, βλέπω ότι εσύ με διαβάζεις καλύτερα από την ξαδέρφη σου.
- Τι συμβαίνει, βρε Νίκο;. Στο βλέμμα σου φαίνεται αυτό. Δεν είσαι ευτυχισμένος.
- Προβλήματα. Ελπίζω να τα ξεπεράσω. Είναι και το παιδί στη μέση. Θα σε ρωτήσω ευθέως. Με την Μαρία συνεχίζεις να έχεις πάρε δώσε;
- Αραιά και πού, απλά μιλάμε. Μετά από τις μαλακίες που έκανα και σε έχασα, να ξέρεις ότι ποτέ πια δεν ξαναέκανα εκείνες τις βλακείες. Πήρα το πτυχίο και άρχισα να κάνω φροντιστήρια και με αυτά στέκομαι οικονομικά και δεν έχω παράπονο. Κατάλαβα, βρε Νίκο, το πόσο δίκιο είχες τότε! Και αυτά που μου έκανες, φάνηκε ότι μου βγήκε σε καλό. Αλλά γιατί με ρωτάς για τη Μαρία;
- Με την Βάνα τα λέτε;
- Πού και πού.
- Δεν το ήξερα.
- Εγώ της εξήγησα κάποια στιγμή της Βάνας τα πράγματα. Την αλήθεια, Νίκο. Δεν ήθελα η σχέση μας που είχαμε να σταθεί εμπόδιο ανάμεσά σας.
- Είσαι καλός άνθρωπος, απλά παρασύρθηκες τότε. Η Βάνα από πού κι ως πού γνωρίζεται με τη Μαρία;
- Εσύ πώς το ξέρεις;… με ρώτησε αμήχανα.
- Πες μου, σε παρακαλώ.
- Κοίτα είχαμε βρεθεί οι τρεις μας μια φορά τυχαία και προφανώς αντάλλαξαν τηλέφωνα.
- Η Μαρία συνεχίζει τις βίζιτες;
- Όχι, δε νομίζω, για την ακρίβεια δεν ξέρω. Εδώ και δύο χρόνια ξέκοψε νομίζω, από ό,τι μου είπε. Δεν ξέρω όμως. Τι να σου πω; Καλά και η Βάνα έχει κολλητιλίκια μαζί της;
- Ναι! Και μάλιστα καλά, αφού της λέει τον πόνο της…
Η Κατερίνα έμεινε άναυδη.
- Δεν ξέρω τι να πω. Θα το δω. Μόνο σε παρακαλώ πολύ να μην πεις τίποτε σε κανέναν. Προσπαθώ να σώσω το σπίτι μου. Με ξέρεις τι άνθρωπος είμαι, είπα.
- Σε ξέρω! Γιατί ρε γαμώτο; Δε σου αξίζει αυτό που τραβάς ρε Νίκο! Εγώ φταίω, είπε και χαμήλωσε το κεφάλι. Αν δεν είχα κάνει όσα είχα κάνει, θα ήμαστε και εγώ και εσύ πολύ καλύτερα τώρα.
Φύγαμε. Λίγο πριν χωριστούμε με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο. Γύρισα στο σπίτι κατά τις 12 το μεσημέρι. Η Βάνα έλειπε ακόμα. Πήρα ξανά την Κατερίνα.
- Να σε ρωτήσω Κατερίνα, ξέρεις πού μένει η Μαρία;
- Μην κάνεις τον κόπο, Νίκο. Με τη Βάνα είναι στο σπίτι της. Δε νομίζω να συμβαίνει κάτι, αλλά γράψε τη διεύθυνση.
Μου έδωσε και έγραψα την διεύθυνση. Καθόμουν και σκεφτόμουν τι να κάνω. Είχα προβληματιστεί πολύ.
Πήρα τη Δανάη. Είχε κι εκείνη έρθει από το χωριό της. Σε δύο ώρες βρεθήκαμε στο Περιστέρι. Πήγαμε σε μια Καφετέρια. Μου έλεγε τα δικά της προβλήματα που προέκυψαν από το χωρισμό της. Εγώ της είπα τα δικά μου. Με την Δανάη ήρθαμε πολύ κοντά. Σε κάποια στιγμή άπλωσα και της έπιασα το χέρι. Εκείνη με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο.
- Μη στενοχωριέσαι, όλα θα φτιάξουν. Δεν γίνεται εσύ με τέτοια ψυχή να είναι όλα εναντίον σου. Θα φτιάξουν.
- Μακάρι, βρε κορίτσι μου, αλλά δε γίνεται να αλλάξουν από μόνα τους. Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν στην τύχη.
Άρχισα να λέω διάφορα αστεία. Ήταν πάντοτε η άμυνά μου. Έτσι κατάφερα να φτιάξω το κέφι και των δυο.
- Α, να σου πω, πεινάς; Εγώ σα λύκος. Θέλεις να πάμε να φάμε κάπου;
- Ναι αμέ, πού;
- Πάμε στην Πειραϊκή; Ξέρω ένα μαγαζί που κάνει καλά θαλασσινά. Τι λες;
- Σύμφωνοι.
Φύγαμε με το αμάξι. Πήγαμε στην Πειραϊκή. Παραγγείλαμε και φάγαμε. Σε όλη την διάρκεια που ήμαστε μαζί με τη Δανάη έκανα μια κίνηση που της άρεσε και την έκανε κι εκείνη. Έκλεισα το κινητό μου. Το ίδιο κι εκείνη, δεν ήθελε να την παίρνει ο Μάνος και να την βρίζει· όπως το έκανε πολλές φορές. Ύστερα πήγαμε σε ένα άλλο μαγαζί και ήπιαμε καφεδάκι. Πήγε σχεδόν 9 το βράδυ. Περπατούσαμε στο παραλιακό πεζοδρόμιο. Ήταν υπέροχα. Δεν ήθελα να τελειώσει αυτό. Κατά τις 10 το βράδυ την πήγα στο σπίτι της στη Δάφνη. Γύρισα πίσω.
Όταν μπήκα στο σπίτι βρήκα τη Βάνα να κάθεται μουτρωμένη. Κάθισα χαμογελαστός απέναντί της.
- Καλησπέρα, Βάνα!
- Καλησπέρα, είπε με θυμωμένο ύφος. Πού ήσουν;
- Έξω για φαγητό με κάποιους φίλους. Εσύ τι ώρα γύρισες;
- Από τις έντεκα παρά το πρωί είμαι και σε περιμένω.
- Αλήθεια, και τι με θέλεις;
- Να μιλήσουμε.
- Ωραία σε ακούω. Αλλά θα μου λες αλήθειες. Στις 12 Βάνα δεν ήσουν στο σπίτι. Άρα αν θέλεις να μιλάμε, ειλικρίνεια!
Σώπασε για λίγο. Είδε ότι την πάτησε. Ύστερα συνέχισε…
- Τι θα γίνει, Νίκο, με μας;… είπε με ένταση υψώνοντας τη φωνή της.
Δεν ήθελα και περισσότερο να τα πάρω.
- Και πως ξαφνικά τέτοια πρεμούρα να δεις τι θα γίνει; Τι στο διάολο θέλεις; Μου συμπεριφέρεσαι εδώ και πολύ καιρό τώρα λες και είμαι παρείσακτος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Δικαιολογείς τη μάνα σου και τον πατέρα σου κι ας έχουν άδικο. Τι στον πούτσο θέλεις να γίνει; Σου φέρομαι άψογα, αλλά εσύ σα σκυλί. Τι στον πούτσο θέλεις πια; Άσε με στην ησυχία μου!
- Μα, δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι αυτό.
- Ωραία, κάνε την πρώτη κίνησή σου. Πάω για μπάνιο. Μέχρι να βγω σκέψου τι θα μου πεις και τα λέμε.
Έφυγα στο μπάνιο. Βγήκα μετά από αρκετή ώρα. Κάθισα απέναντί της· όχι πώς μου πέρασαν τα νεύρα, αλλά πήρα ένα πιο ήρεμο ύφος.
- Λοιπόν;… είπα.
- Ε, τι λοιπόν, βρε Νίκο; Μήπως θα έπρεπε να ηρεμήσεις;
- Εγώ ήρεμος είμαι. Απλά δεν ανέχομαι να με προσβάλουν. Δεν τη μπορώ την υποκρισία. Θα μπορούσες εσύ, οι δικοί σου να μου πούνε στα ίσια «δε σε γουστάρουμε ρε φίλε» και τελείωσε. Θα το εκτιμούσα. Αλλά βλέπεις η πουστιά και η πουτανιά είναι του σογιού σας.
- Εσύ τι κάνεις ρε τώρα, δεν με προσβάλεις;
- Ναι, αφού το κάνατε εσείς πρώτα. Είδες πόσο όμορφο είναι να σου το κάνουν; Μέχρι τώρα φέρθηκα με σεβασμό και αξιοπρέπεια απέναντί σας. Και δεν επιτρέπω σε κανέναν σας να με προσβάλει. Αλλά ξέρεις τι με τσατίζει με σένα; Είναι που πας να βγεις κι από πάνω. Αυτό με τσατίζει.
Δε μίλησε. Δεν είχε τι να πει.
- Εγώ πάω να κοιμηθώ, είμαι πολύ κουρασμένος. Αν θέλεις συνέχεια, ένα να το συζητήσουμε στο δωμάτιο. Δε με κρατάνε τα πόδια μου, είπα και τράβηξα για το δωμάτιο.
Σε λίγο φάνηκε και εκείνη. Άνοιξε την ντουλάπα να πάρει ένα σκέπασμα.
- Απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον δε θέλεις να γίνει κάποιο βήμα ώστε να διορθώσουμε τη σχέση μας. Μ’ αρέσει που μου ζήτησες με ύφος να συζητήσουμε. Πλάκα έχεις, βρε κοπελιά…
είπα ειρωνικά και κατάλαβα πόσο την πείραξε αυτό που είπα. Όμως δεν πτοήθηκε. Πήρε το σκέπασμα και το μαξιλάρι και πήγε μέσα. Μου την έδωσε στα νεύρα. Πάνω στα νεύρα μου πήρα και το δεύτερο μαξιλάρι και το πήγα στο σαλόνι. Το πέταξα στον άλλον καναπέ και γύρισα στο δωμάτιο. Εγώ ξάπλωσα στη μέση του κρεβατιού. Με αυτόν τον τρόπο έπαιρνε το μήνυμα να μην ξανάρθει στο κρεβάτι
Ήρθε ο Σεπτέμβρης. Ο μικρός θα πήγαινε στο νήπιο. Κάθε πρωί κανονίσαμε να τον πηγαίνει η Βάνα, και τα μεσημέρια θα τον έπαιρνα εγώ. Έτσι δε θα είχαμε πρόβλημα κανένας στην δουλειά του. Με τη Βάνα ηρεμήσαμε κάπως, μια και ήταν και η παρουσία του μικρού. Η Βάνα κάποια βράδια κοιμόταν στο κρεβάτι μας.
Ένα βράδυ μάλιστα με έπιασε μια ευαισθησία. Την αγκάλιασα τρυφερά εκεί που κοιμόταν. Μέσα στον ύπνο της χουζούρεψε και εκείνη μέσα στην αγκαλιά μου. Της έτριψα λίγο τον αυχένα που ήξερα πόσο την ξεκούραζε. Ύστερα την φίλησα στοργικά στο λαιμό, τη χάιδεψα στα μαλλιά και την κράτησα αγκαλιά. Έτσι ξημερώσαμε. Η Βάνα ξύπνησε πριν από μένα. Πήρε το χέρι μου που ήταν πάνω της και το έσπρωξε με δύναμη από πάνω της, βγάζοντας ένα αναστεναγμό δυσαρέσκειας. Σα να μην πήρε είδηση ότι κοιμηθήκαμε αγκαλιά, σα να το διαπίστωσε εκείνη τη στιγμή και ήταν σαν να τη χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα.
Ήταν Παρασκευή. Κόντευε τέλη του Σεπτέμβρη. Πήρα το μικρό από το νήπιο και γύρισα στο σπίτι. Πήρα την Βάνα να δω τι κάνει. Είχε πολύ δουλειά. Αυτό το κατάλαβα με τον πανικό και τη φασαρία που γινόταν μέσα στο κομμωτήριο. Δε μπορούσε να μου μιλήσει. Ήξερα ότι σχολούσε στις εννιά το βράδυ. Ο μικρός επέμενε να πάμε να την πάρουμε από τη δουλειά για έκπληξη. Στην αρχή του αρνήθηκα, Ύστερα, μετά τα πολλά παρακάλια του το δέχθηκα. Σε λίγη ώρα ήμαστε κοντά στο κομμωτήριο. Έσβησα τη μηχανή και περιμέναμε να την δούμε να βγαίνει. Η Βάνα βγήκε καλοντυμένη και χτενισμένη. Προφανώς είχε πάρει ρούχα μαζί της. Εμείς ήμαστε λίγο πιο πέρα σε ένα σκοτεινό σημείο του δρόμου. Ο μικρός άρχισε να νυστάζει. Έβαλε ένα mp3 με τραγούδια και άκουγε όσο περιμέναμε. Αποκοιμήθηκε στο κάθισμα.
Βλέπω την Βάνα έξω από το κομμωτήριο και να περιμένει. Οι άλλες κοπέλες την χαιρέτησαν και έφυγαν. Παραξενεύτηκα. Με πήρε στο κινητό.
- Καλησπέρα, Νίκο! Τι κάνετε, είστε καλά;
- Ναι, μια χαρά κορίτσι μου. Εσύ;
- Καλά είμαι. Κοίτα εγώ θα αργήσω να έρθω απόψε Θα βγω με κάποιες συναδέλφους. Μια συνάδελφος έχει γενέθλια και θα βγούμε να μας κεράσει. Οπότε αν με πάρει αργά ίσως κοιμηθώ εκεί, εντάξει;
- ΟΚ, είπα, καλά να περάσεις!
- Ευχαριστώ, είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
- «Ποιες συναδέλφισες; Αφού έφυγαν όλες…», αναρωτήθηκα.
Περίμενα στο σκοτεινό σημείο. Ο μικρός Κωστής αποκοιμήθηκε. Έβραζα από τα νεύρα μου. Σε λίγο φάνηκε ένα αμάξι. Της κορνάρισαν. Εκείνη στεκόταν και κοίταζε το κινητό της. Βγήκε η Μαρία με μια άλλη κοπέλα που δεν την ήξερα ντυμένες με σούπερ μίνι. Αμέσως βγήκε και ο οδηγός. Ένας νεαρός άντρας. Βγήκα και εγώ από το αμάξι. Η Βάνα είχε γυρισμένη την πλάτη προς εμένα. Πλησίαζα στα σκοτεινά του δρόμου και στάθηκα χωρίς να με πάρουν είδηση. Τις άκουγα καθαρά τι λέγανε:
- Έλα μωρή χαζή, πες ότι το κάνεις για διασκέδασή σου. Τόσον καιρό έχεις να δεις χαρά στα σκέλια σου με το μαλάκα που παντρεύτηκες. Άσε την αρπαχτή, ούτε σε ένα μήνα δεν τα βγάζεις τα χρήματα αυτά, είπε η Μαρία δυνατά.
- Φοβάμαι, βρε Μαρία… είπε η Βάνα.
- Τι φοβάσαι; Παρθένα είσαι; Δεν έχεις ξαναγαμηθεί; Απλά απόψε θα γαμηθείς λίγο παραπάνω, τι πειράζει;… είπε το άλλο το «τσόκαρο» και έσκασαν όλοι στα γέλια.
Συνεχίζεται…
Copyright protected OW ref: 180698
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.