Αν και βροχερή μέρα σήμερα, κατά το έθιμο, ξεκίνησα για την παρέλαση με ενθουσιασμό και εθνική ανάταση. Δεν περίμενα ότι θα ακολουθούσε το περιστατικό που θα με οδηγούσε σε άλλην ανάταση μεσημεριάτικα!
Στη σχετικά μικρή επαρχιακή πόλη που ζω ο δρόμος της παρέλασης είναι και ο κεντρικός δρόμος της πόλης, γεμάτος μαγαζιά για καφέ και μπαράκια δεξιά και αριστερά του με αποτέλεσμα, σήμερα, παρόλη τη βροχή, να γίνεται το αδιαχώρητο.
Κόσμος πολύς, ομπρέλες ανοιγμένες, παππούδες και γιαγιάδες με λαχτάρα να δουν τα εγγόνια τους, μαμάδες το ίδιο και κάποιες μαμάδες με την ίδια λαχτάρα αλλά και με τα μάτια να δηλώνουν ότι αναζητούν και κάτι άλλο.
Βρίσκω ελεύθερο χώρο και προσπαθώ να βολευτώ κι εγώ για να έχω εικόνα στην παρέλαση. Μπροστά μου διάφοροι, γνώριμες φυσιογνωμίες οι περισσότεροι. Ξεχωρίζει μια γυναικεία παρουσία, μακρύ μαλλί μαύρο, περιποιημένο, με ένα λεπτό πανωφόρι, κρατάει ομπρέλα, στέκεται δίπλα σε έναν άνδρα, μάλλον ο σύζυγος, λεπτή παρουσία, καμαρωτή, όσα μπορώ να καταλάβω από ‘κει που στέκομαι.
Νιώθω μετά από λίγη ώρα ένα βλέμμα να με περιεργάζεται, γυρίζει συχνά και κοιτάζει, με τρόπο όμως για να μην καρφωθεί. Άγνωστη ως τώρα. Ίσως ήρθαν από άλλη πόλη, ίσως είναι από ‘δω, πάντως δεν την ξέρω.
Είναι όμορφη, βαμμένη προσεγμένα, το βλέμμα της λάγνο. Ξεχωρίζει το στήθος της, καμαρωτό, καθώς στρίβει προβάλλει από το ανοιχτό πανωφόρι. Περιμένω να γυρίσει και την τρίτη φορά την κοιτάζω έντονα και της χαμογελάω λεπτά. Σταματάει να γυρίζει για λίγο, δεν πειράζει σκέφτομαι, ήμουν ευγενικός, δεν την πρόσβαλα.
Γίνεται μια μικρή αναστάτωση, κάτι ακούγεται για αναβολή της παρέλασης των σχολικών τμημάτων, σούσουρο, απογοήτευση, κάποιοι αποχωρούν. Πάνω στην αναστάτωση ξαφνικά νιώθω κάποιος να έχει κολλήσει μπροστά μου, νιώθω ένα στήθος γυναικείο να πιέζει το στήθος μου, τη μυρωδιά από λεπτό γυναικείο άρωμα.
Είναι αυτή! Αναστατώνομαι, νιώθω να ζεσταίνεται το πρόσωπό μου, σκέφτομαι ότι θα καρφωθώ στους γύρω, προσπαθώ να συγκρατηθώ… Έχει γυρίσει με την παρέα της να φύγει. Ξαναστρίβει προς το δρόμο, στέκεται ακριβώς μπροστά μου, εκατοστά πιο πέρα, μυρίζω τη μυρωδιά της. Προτείνει στον άνδρα που τη συνοδεύει να περιμένουν για να δουν το στρατό. Εκείνος συμφωνεί και παραμένουν.
Τώρα είμαι σε νευρικότητα. Στρίβει δήθεν αδιάφορα να κοιτάξει προς το πίσω τους περαστικούς, σα να ψάχνει κάποιον, και μου ρίχνει ματιές με κάθε ευκαιρία. Βλέπω το λαιμό της, υπέροχος. Τα χείλη της σαρκώδη, σχεδόν πρόστυχα. Κάποια στιγμή περνάει τη γλώσσα της στο πάνω χείλος με το στόμα μισάνοιχτο και με κοιτάζει.
Εγώ έχω πάρει την ανηφόρα. Είμαι καυλωμένος, αισθάνομαι να είναι μούσκεμα ο πούτσος μου από υγρά.
Η παρέλαση ξεκίνησε. Την ώρα που όλοι είναι απορροφημένοι με το να βλέπουν τους στρατιώτες, έχει κάνει μικρό βήμα προς τα πίσω και με ακουμπάει με τον κώλο της. Αισθάνομαι ότι τον πιέζει για λίγο πάνω μου και γρήγορα τραβιέται προς τα μπρος. Δε φαίνεται ο κώλος της απ’ αυτό που φοράει αλλά τον ένιωσα τουρλωμένο και να ξεχωρίζουν μεταξύ τους τα μπούτια.
Η καύλα μου είναι τεράστια. Πονάω σχεδόν από το πρήξιμο. Προτού περάσει και το τελευταίο τμήμα ξανά η ίδια σκηνή, γυρίζει απότομα με αποτέλεσμα το στήθος της να κολλήσει στο δικό μου…
Τώρα όμως έχει περάσει και ένα πόδι της ανάμεσα στα δικά μου. Με πιέζει χαμηλά με το πόδι της, σχεδόν ακουμπάει τον πούτσο μου, «τυχαία», με ακουμπάει με το χέρι της λίγο πάνω απ’ την κοιλιά μου, έχει μισάνοιχτο το στόμα, ίσα που φαίνεται η γλώσσα της δεξιά στο άνοιγμα των χειλιών.
- «Συγγνώμη…», μου λέει και με πιέζει λίγο παραπάνω με το πόδι.
- «Παρακαλώ!», της λέω και τραβιέμαι λίγο να περάσει.
Είμαι σίγουρος ότι ένιωσε το πρήξιμό μου γιατί έσπασε κάπως το πρόσωπό της σαν να χαμογέλασε.
Φεύγουν. Περιμένω να περάσει και το τελευταίο τμήμα. Φεύγω κι εγώ μαζί με τους άλλους. Δεν την έχω χάσει απ’ το οπτικό μου πεδίο. Προσπαθώ όμως να μη με καταλάβουν οι άλλοι τριγύρω. Το ίδιο σκηνικό. Προηγείται περίπου είκοσι μέτρα και γυρίζει κάποιες φορές προς τα πίσω και με κοιτάζει. Θέλει να βεβαιωθεί, μάλλον, ότι ακολουθώ. Τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Όλοι ψάχνουν να βρουν τραπέζι για να κάτσουν.
Έχουν σταθεί με το συνοδό της στην είσοδο ενός μαγαζιού και περιμένουν. Σιγά μην αδειάσει τραπέζι. Η ελπίδα όμως… Τους προσπερνάω και μπαίνω στο μαγαζί. Γεμάτο κόσμο. Στο διάδρομο της εισόδου πολύς κόσμος όρθιος περιμένει. Σπρώχνω ευγενικά, ζητάω συγνώμη και προχωράω. Κατευθύνομαι στην τουαλέτα. Την βλέπω με την άκρη του ματιού μου, λέει κάτι στο συνοδό της και προχωράει κι αυτή. Καθυστερώ…
Μέχρι τη μέση της διαδρομής προς την τουαλέτα με έχει φτάσει. Πάει να περάσει ανάμεσα από μένα κι άλλους, τάχα να με προσπεράσει. Κοντοστέκομαι και γυρίζω ελαφρά. Είναι δίπλα μου τώρα. Νιώθω ένα χέρι να κινείται από την κοιλιά μου προς τα κάτω. Ακουμπάει τον πούτσο μου! Τον χαϊδεύει… Τον πιάνει με όλη την παλάμη της… Τον σφίγγει…
Κοιτάζω προς το βάθος του μαγαζιού δήθεν ότι ψάχνω κάποιον αλλά συγχρόνως πιέζω τον πούτσο μου προς το χέρι της… Θέλω να της γαμήσω το χέρι… Με παρατάει και προχωράει… Με προσπέρασε…
Προχωράω κι εγώ. Τώρα έχει χαθεί από το οπτικό μας πεδίο η είσοδος του μαγαζιού. Καθυστερεί και ξανασυναντιόμαστε ανάμεσα σε άλλους, μόλις τέσσερα μέτρα από κει που ήμασταν πριν. Στέκεται με ανοιχτά λίγο τα πόδια της και με κοιτάζει με βλέμμα όλο φωτιά. Κόσμος γύρω αλλά που να καταλάβουν τι γίνεται, σκέφτομαι. Θα θεωρήσουν ότι είμαστε ζευγάρι.
Πλησιάζω, σχεδόν κολλάω πάνω της. Με κοιτάζει ξελιγωμένη. Απλώνω λίγο το χέρι μου και το βάζω ανάμεσα από το άνοιγμα του πανωφοριού, μέσα στα πόδια της. Φοράει ένα ριχτό φόρεμα, λεπτό. Πιάνω το μουνί της πάνω από το φόρεμα. Το νιώθω ζεστό, πρησμένο. Κάνει την ίδια κίνηση με μένα πριν, μου πιάνει τον καρπό και με πιέζει σπρώχνοντας το μουνί της προς τα μπρος.
Βλέπω ότι καίει το πρόσωπό της. Απλώνει το δεξί της χέρι και πιάνεται από τον ώμο μου. Βαριανασαίνει γέρνοντας μπροστά. Πλησιάζει προς το πρόσωπό μου.
- «Καύλα μου!», ψιθυρίζει στ’ αφτί μου.
Περνάνε κάποιες στιγμές έτσι. Τώρα μάλλον οι άλλοι γύρω θα καταλάβουν, σκέφτομαι. Απότομα μου πιάνει το μπράτσο και με τραβάει προς το διάδρομο της τουαλέτας. Με κοιτάζει σοβαρά.
- «Δώσε μου το τηλέφωνο!», μου λέει.
Πάω να πω το νούμερο 6..
- «Τη συσκευή!», μου λέει έντονα.
Της δίνω το τηλέφωνο. Το παίρνει και γράφει. Κάνει κλήση. Εγώ κοιτάζω προς το διάδρομο ανήσυχος. Μου το δίνει πίσω.
- «Θα σε πάρω αν μπορέσω το απόγευμα. Ελίζα».
Γυρίζει και απομακρύνεται προς την είσοδο… Στέκομαι άγαλμα. Πως θα με πάρει; «Έκανε κλήση στο κινητό της…!», σκέφτομαι και ησυχάζω. Προσπαθώ να συνέλθω. Τι κεραυνός ήταν αυτός! Μπαίνω μέσα σε μια τουαλέτα. Κλειδώνω. Χτυπάνε σε λίγο. Πρέπει όμως να συνέλθω. Τον παίζω στη σκέψη του τι πρόκειται να γίνει…
(Copyright protected OW ref: 8434)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.