Το e-mail μου είναι το:
Έβρεχε πολύ. Απίστευτη βροχή. Οδηγούσα και έτρεμα ολόκληρη... και κάθε φορά που σκεφτόμουνα τι ετοιμαζόμουνα να κάνω, έτρεμα ακόμα περισσότερο. Και δεν εννοώ ψυχικά, που είχα σχεδόν παραλύσει. Εννοώ σωματικά. Εννοώ ότι στην κυριολεξία, τα χέρια μου δεν κρατούσαν σταθερά το τιμόνι.
Και ήταν μια απίστευτη τρεμούλα. Μια τρεμούλα που εμπεριείχε φόβο, ανησυχία ακόμα και τρόμο...αλλά ταυτόχρονα και απίστευτη λαχτάρα. Μία λαχτάρα, μία έντονη επιθυμία να είναι Αυτός εκείνος που περιμένω τόσο καιρό. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έβλεπα τον εαυτό μου να τρέμει έτσι αλλά όσο πιο πολύ με έβλεπα να τρέμω, τόσο περισσότερο έτρεμα...
Μετά από οκτώ ώρες κουβέντα την προηγούμενη μέρα, πώς στο καλό είχα πάρει την απόφαση να βρεθούμε; Γιατί σε εκείνον δεν αρνήθηκα να βρεθούμε, όπως είχα κάνει στους άλλους; Ένστικτο; Είχα μια έντονη εσωτερική ανάγκη να τον τεστάρω... Να δω αν ήταν αυτός που ήθελα. Να δω την αντίδρασή του. Πώς θα αντιδρούσε απέναντι σε εμένα που θα ένιωθα άβολα και αμήχανα; Αυτό θα μου έδειχνε πολλά.
Θα γινότανε κακός; Απότομος; Άξεστος; Ή θα ήξερε να με καθησυχάσει; Θα ήξερε τι να πει; Θα ήξερε τι να κάνει; Τι νόημα θα είχε να προχωρήσω σε αυτόν τον δρόμο με κάποιον ο οποίος δεν θα μπορούσε από κοντά, στα δύσκολα - όχι πίσω από την άνεση μίας οθόνης - να με κάνει να νιώσω ασφαλής; Ναι, ασφαλής! Δεν με ήξερε; Ήταν η πρώτη μου φορά;
Ακόμα καλύτερα... ακόμα πιο δύσκολο το τεστ! Ναι, χωρίς να με ξέρει, θα ήξερε πώς να εξαφανίσει τον φόβο; Όχι τον φόβο του «εμείς», τον φόβο του «εγώ». Τον φόβο της δικής μου επιλογής. Τον φόβο του αν ναι ή όχι πρέπει να επιλέξω τον συγκεκριμένο άνθρωπο για κυρίαρχο. Θα πέρναγε το τεστ;
Σταμάτησα γωνία Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Κάτω από καταρρακτώδη βροχή, βλέπω κάποιον να σκύβει έξω από το παράθυρό μου και να μπαίνει σαν σίφουνας μέσα στο αυτοκίνητό μου και να αρχίζει τα βρισίδια. Με το δίκιο του βέβαια γιατί είχε γίνει παπί κάτω από την βροχή, αλλά εμένα μου κοπήκανε τα πόδια. Μπήκε ένας γίγαντας μέσα στο αυτοκίνητό μου, ένας άνδρας που έδειχνε να έχει τεράστια δύναμη και πολλά νεύρα. Ούτε να τον κοιτάξω δεν μπορούσα. Δεν τον είδα καθόλου εκείνη την στιγμή. Το μόνο που άκουγα ήταν το: «Ηρέμησε», λες και μπορούσα...
Μου είπε να γυρίσω το αμάξι, προχωρήσαμε λίγο και σταματήσαμε στον παράδρομο της Βασ. Σοφίας, πίσω από ένα λεωφορείο. Ήταν σχετικά σκοτεινά, αλλά όχι και τελείως. Με το που σταματήσαμε, μου ζήτησε να τον κοιτάξω. Δεν μπορούσα. Επέμενε. Ήθελα να κλάψω. Επέμενε κι άλλο. «Κοίταξέ με!». Το έκανα. Και τον είδα για πρώτη φορά.
Σταμάτησε η καρδιά μου. Πραγματικά όμως. Μου κόπηκε η ανάσα... από την σκέψη που πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου. Μια σκέψη τόσο απότομη που δεν πρόλαβε καν να περάσει στο υποσυνείδητό μου. Τον κοίταξα και είδα τον εαυτό μου ήρεμη αλλά γονατιστή μπροστά του, με σεβασμό. Είδα αυτήν την εικόνα στο μυαλό μου και μετά έφυγε όσο γρήγορα ήρθε. Και αν ήμουν τρομαγμένη πριν και έπνιγα λυγμό, τώρα το μόνο που ήθελα ήταν να κλάψω – από ανακούφιση. Και λες και ήταν μέσα στο μυαλό μου.
- «Θέλεις να κλάψεις;»
Μα πού το ήξερε; Τόσο πολύ φαινόμουνα; Έγνεψα. Με αγνόησε.
- «Φοράς τις ζαρτιέρες όπως σου είπα;» και ακούμπησε το χέρι του στο μπούτι μου.
Μου σήκωσε λίγο την φούστα. Βεβαιώθηκε ότι τις φοράω. Άφησε το χέρι του εκεί. Τεράστιο. Το ένιωθα να καλύπτει τόσο μεγάλο κομμάτι του δέρματός μου...και μετά...
Μετά... μου ζήτησε να ακουμπήσω το χέρι μου πάνω στο δικό του. Δίσταζα πολύ, ούτε καν ξέρω γιατί. Επέμενε πολύ. Σκλήρυνε η φωνή του. Επέμεινε κι άλλο. Το ακούμπησα. Μου ζήτησε να το σφίξω. Το έκανα και… έλιωσα. Ήταν τόσο απλό. Έλιωσα. Με κυρίευσε ένα αίσθημα ότι όλα είναι οκ. Ένιωσα ότι τον ένοιαζε να είμαι καλά. Αυτό που ήδη φαινότανε από την Κυριακή φαινότανε και τώρα – ήτανε μέσα στο μυαλό μου!
Με άφησε να έχω το χέρι μου εκεί αρκετή ώρα. Πέρναγε η ενέργεια του από εκείνον σε εμένα. Μου άρεσε τόσο πολύ. Εκείνη ήταν και η πρώτη στιγμή που ανέπνευσα κανονικά. Μέχρι εκείνη την στιγμή δεν νομίζω ότι ήλεγχα την ανάσα μου. Πήρα το χέρι του, το έφερα στο πρόσωπό μου. Μου ζήτησε να το φιλήσω. Το έκανα και ήμουνα τόσο χαρούμενη. Ήταν τόσο απίστευτο αίσθημα να έχω το χέρι του μέσα στα δικά μου... ένιωθα τόσο μικρή και ταυτόχρονα τόσο δυνατή και τόσο προστατευμένη.
Είμαι σίγουρη ότι για κάποιους, πρέπει να ακούγομαι σχιζοφρενής. Είμαι σίγουρη ότι αν τα διάβαζα κι εγώ αυτά πριν κάποιο καιρό θα μου ακουγόντουσαν όλα υπερβολικά: και οι αντιδράσεις (σωματικές και ψυχικές) αλλά και τα αισθήματα. Δεν είναι όμως. Έτσι τα βίωσα.
Με αυτήν την απλή κίνηση, αφήνοντας ακίνητος το χέρι του κάτω από τα δικά μου, ο κύριός μου πέρασε το τεστ. Το ξέρω ότι ακούγεται παράξενο ότι εγώ έκανα τεστ. Αλλά ήταν εξίσου σημαντικό για μένα να τον διαλέξω όσο και το να με διαλέξει. Τον ρώτησα πολλές φορές αν με ήθελε κοντά του. Δεν ήμουνα σίγουρη. Πρωτάκι στον χώρο, συνεσταλμένη, με ελάχιστες εμπειρίες, άπειρες σκέψεις και άλλες τόσες αναστολές, με απόλυτη ανάγκη εκπαίδευσης, με άπειρη θέληση να μάθω αλλά και άπειρο δρόμο να διανύσω… με ήθελε κοντά του;
Επέμενε τόσο ότι πρέπει να προσέχω, μου είπε τόσες φορές το «Ό,τι κι αν γίνει» που αισθάνθηκα ότι ήθελε να μην ξεκινήσει κάτι. Μιλήσαμε για πάρα πολλή ώρα, χωρίς να κάνω τίποτε άλλο παρά μόνο να νιώθω το χέρι του και στο τέλος αυτής της κουβέντας, ο κύριος μου είχε διώξει αυτήν την ανησυχία.
Με ρώτησε πως μου φαινότανε εκείνος από κοντά καθώς, σε αντίθεση με εμένα, δεν μου είχε στείλει φωτογραφία και πριν προλάβω να απαντήσω με ρώτησε αν είχε σημασία η εικόνα του και έγνεψα την απάντηση χωρίς καν να το σκεφτώ. Όχι, δεν είχε. Όχι ότι δεν μου άρεσε, απλά δεν είχε σημασία. Το ξέρω ότι δεν θα ήταν απαραίτητο να νιώσω σωματική έλξη για τον κύριο μου.
Δεν θα του είχα δώσει σημασία αν τον είχα δει απλά στον δρόμο ίσως. Με μαγνήτιζε όμως το βλέμμα, καθαρό και ευθύ. Σαν να έβλεπε όχι απλά μέσα μου, αλλά σαν να με διαπερνούσε. Με μαγνήτιζε ο τρόπος που μου μιλούσε καθώς ανακάλυπτα σιγά - σιγά (και ξανα-ανακαλύπτω ηδονικά κάθε μα κάθε μέρα) την επιρροή της φωνής του. Με μαγνήτιζαν οι σκέψεις του... και οπωσδήποτε με μαγνήτιζε αυτό το χέρι...
Κάποια στιγμή, αναπάντεχα, ανέβασε λίγο ένταση. Και εκεί που ένιωθα ότι πάμε με ρυθμούς που αντέχω, μου ζήτησε να ανοίξω το στόμα μου, έβαλε μέσα το δάχτυλό του και με τράβηξε με δύναμη και αποφασιστικότητα κοντά του. Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Ένιωθα τόσο ευάλωτη και τόσο μαγεμένη ταυτόχρονα. Μου ζήτησε να σκύψω και να τον πάρω στο στόμα μου. Δίστασα. Το κατάλαβε.
Είναι τρομακτικό αυτό, το πόσο δεν μπορούσα να του κρυφτώ. Φοβήθηκα ότι τον δυσαρέστησα που δίστασα. Ότι φάνηκα αδύναμη. Θα μου πεις, ναι, άλλες φορές δεν δίσταζες ναι, δεν δίσταζα, αλλά εδώ ήταν αλλιώς. Υπάκουσα και τον πήρα, για λίγο… ίσα - ίσα να γευτώ κάποιες σταγόνες… και σκεφτόμουνα ότι με τέτοια χέρια, επόμενο θα ήταν να έχει τέτοιο μέγεθος και πόσο εύκολα θα μπορούσα να τον γλύφω με τις ώρες.
Σαν συνεννοημένος με το μυαλό μου, σαν να εκνευρίστηκε που χάρηκα χωρίς να του το πω, αγρίεψε και με σήκωσε πάνω. Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος μου. Το πέρασε κάτω από το σουτιέν και ακούμπησε την ρώγα μου. Και ξαφνικά, την τσίμπησε απίστευτα δυνατά και την στριφογύρισε.
Άγνωστη εγώ στην αίσθηση του πόνου, μου φάνηκε πολύς πόνος (το διαβάζει τώρα αυτό το κύριος μου και γελάει σίγουρα γιατί… σιγά τον πόνο). Ήθελα να κρυφτώ στην αγκαλιά του. Με ρώτησε αν πονάω, έγνεψα «Ναι». Πόνεσα. Όχι τραγικά, αλλά αρκετά. Όχι αβάσταχτα, αλλά αρκετά.
- «Ευχαρίστησες τον Κύριο σου που σε πονάει;»
Τα έχασα... πώς έπρεπε να το κάνω αυτό; Με ξαναρώτησε:
- «Ευχαρίστησες τον Κύριο σου που σε πονάει;»
- «Σ’ ευχαριστώ…» του απάντησα και κατευθείαν ήρθε το χαστούκι.
- «Σας ευχαριστώ!» μου λέει.
- «Σας ευχαριστώ» απαντάω.
- «Που κάνω τι;»
- «Σας ευχαριστώ κύριε που με πονάτε…»
Πρέπει να ομολογήσω ότι μου ήρθε λίγο πιο νωρίς από ότι το περίμενα αυτό, το θέμα του πόνου (ναι ναι, πόνου κι ας ήταν της πλάκας). Δεν είχα εξοικειωθεί με την ιδέα ακόμα. Και δεν αισθανόμουνα απόλυτα άνετα. Ίσως και γι’ αυτό να μην καταλαβαίνω αν τελικά μου άρεσε εκείνη την ημέρα (γιατί τις επόμενες μέρες..). Εννοώ αν μου αύξησε την ηδονή που ήδη ξεκάθαρα ένιωθα.
Κάποια στιγμή, μου ζήτησε ο κύριος να ανοίξω τα πόδια μου καλά και να βάλω το δάχτυλό μου μέσα. Πλημμύρα. Δεν υπάρχει άλλη λέξη. Έτσι ήταν όλη μέρα την Κυριακή και όλη μέρα την Δευτέρα… Μούσκεμα. Χωρίς καν να καταλάβω το πόσο πολύ είχα ερεθιστεί. Σε αυτό λοιπόν, δεν ξέρω πως συνέβαλε ο πόνος. Αν συνέβαλε, γιατί το πιο πιθανό είναι ότι απλά τρόμαξα. Μετά από αυτό μου επέτρεψε να κουρνιάσω στην αγκαλιά του...
Μετά από λίγο, έφυγε. Πριν φύγει όμως, μου ζήτησε να παραδεχτώ ότι θέλω να «γαμιέμαι σαν σκύλα». Δεν αρνήθηκα. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Με κοιτούσε κατευθείαν μέσα στα μάτια... σιγά μην του αρνιόμουνα το οτιδήποτε. Έτσι λοιπόν τελείωσε και το συγκεκριμένο απόγευμα. Έσκυψε με φίλησε, με άφησε ελεύθερη για το τι θα έκανα το βράδυ και έφυγε.
Στην επιστροφή μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου... το «επιτέλους». Ένιωθα γαλήνια. Το σώμα μου βίωνε μία απίστευτη ένταση αλλά η ψυχή μου ήταν ήσυχη. Ένιωθα ότι ίσως είχα βρει επιτέλους έναν άνθρωπο για τον οποίο δεν ήμουν φρικιό που θέλω αυτά που θέλω. Έναν άνθρωπο στον οποίο δεν χρειάζεται να παριστάνω ότι είμαι κάποια άλλη από αυτήν που είμαι πραγματικά. Έναν άνθρωπο που μπορεί να με μάθει, να με διδάξει και να με καθοδηγήσει.
Αυτός ο άνθρωπος ασκούσε (και ασκεί) μία επιρροή πάνω στο κορμί μου την οποία δεν μπορούσα (και ακόμα δεν μπορώ) να συλλάβω και να καταλάβω. Όσο για το μυαλό μου, βρισκόταν απλά σε κατάσταση πολιορκίας... και αυτό με ενθουσίαζε.
Σκεφτόμουνα σε όλη την διαδρομή ότι ίσως είχα βρει επιτέλους έναν άνθρωπο που μέσα από την υποταγή που τόσο χρειαζόμουνα μπορούσε να μου χαρίσει την ελευθερία που τόσο αναζητούσα... ακούγεται παράλογο; Ίσως... για μένα όμως ήταν, είναι και ελπίζω να είναι για πολύ καιρό ακόμα η απόλυτη αλήθεια μου. Σκλαβωμένη, αλλά πιο ελεύθερη από ποτέ.
Με την άδεια του Κυρίου μου.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.