Το e-mail μου είναι το:
“Δεν το πιστεύω!” είπα από μέσα μου μόλις αντίκρισα την Νανά να μπαίνει μέσα στο μαγαζί. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που την είδα, τα Χριστούγεννα του 2002, είχε αλλάξει πάρα πολύ.
Έμεινα για λίγο “κολλημένος” να κοιτάζω την Νανά δεν μπορούσα να πιστέψω τις αλλαγές που είχε κάνει. Πίσω από τον Παντελή ερχόταν ένα ψηλό παιδί το οποίο έβλεπα για πρώτη φορά στην ζωή μου, αλλά η “σφαλιάρα” θα ερχόταν από αλλού, από κάπου που πραγματικά δεν περίμενα. Μου σύστησαν το παιδί “από εδώ ο Δημήτρης” λέει η Νανά, “χάρηκα πολύ” απαντώ εγώ, που να φανταστώ ότι αυτό που του είπα θα το μετάνιωνα χίλιες φορές την επόμενη στιγμή.
Ξαφνικά και ενώ πήγαινα καθίσω στην θέση μου με την παρέα που ήμουν, ακούω μια φωνή να μου λέει:
- “Εμένα δεν θα με χαιρετήσεις;”
Τα πόδια μου πάγωσαν, κοκάλωσαν. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Αυτή η φωνή… “Θεέ μου” είπα “κάνε να μην είναι αλήθεια”.
Γύρισα αργά για να κοιτάξω αυτό που απευχόμουν να είναι. Η ευχή μου δεν πραγματοποιήθηκε. Ήταν αυτή. Την ξαναέβλεπα έπειτα από 6 χρόνια, δεν πίστευα στα μάτια μου. Αμέσως γύρισα τον χρόνο πίσω στο όμορφο καλοκαίρι του 1995, ήταν τέλη Ιουνίου όταν γνωριστήκαμε σε μια 4ημερη εκδρομή που είχαμε πάει με το φροντιστήριο έπειτα από το τέλος των μαθημάτων. Ήταν παράδοση η εκδρομή αυτή, στην οποία μάλιστα “γεννήθηκαν” πολλοί έρωτες, από τους οποίους μερικοί κατέληξαν σε γάμο και οικογένεια, και άλλοι διαλύθηκαν δυστυχώς με τον χειρότερο τρόπο.
Ξεκινήσαμε Παρασκευή πρωί για την Χαλκιδική, όπου θα κατασκηνώναμε σε γνωστό camping στο πρώτο πόδι. Ένα λεωφορείο γεμάτο από νέα παιδιά που έσφυζαν από ζωή, κέφι, ζωντάνια και όρεξη για να περάσουν καλά. Σε όλη την διαδρομή τα γέλια, τα τραγούδια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν, εμείς τα αγόρια σαν “μάγκες” που ήμασταν είχαμε επιλέξει να καθίσουμε στην λεγόμενη γαλαρία μιας και κάναμε τον περισσότερο χαβαλέ και σαματά. Οι φωνές μας ήταν τόσο δυνατές που πολλές φορές οι οδηγοί και τα πληρώματα των υπόλοιπων αυτοκινήτων να γυρίσουν και να μας κοιτάνε, με νοσταλγία για τα δικά τους νεανικά χρόνια, στέλνοντας μας παράλληλα τα χαμόγελα τους και την αυθόρμητη κίνηση των χεριών τους που έκαναν ώστε να μας χαιρετίσουν.
Η διαδρομή κυλούσε όμορφα η διάθεση στο κατακόρυφο, ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που πηγαίναμε κάπου χωρίς τους γονείς μας, ελεύθεροι από την επιτήρηση τους τα “όχι” τους και τα “μη” τους. Σε μια στιγμή αρχίσαμε τα ανέκδοτα, αγαπημένο θέμα της εποχής. Η Νανά με την Μαίρη καθόντουσαν δυο θέσεις πιο μπροστά από εμάς και δεν είχαν σχεδόν καθόλου συμμετοχή στα τεκταινόμενα, συζητούσαν χαμηλόφωνα τα δικά τους, και με το ζόρι τους έπαιρνες δυο κουβέντες. Τις πλησίασα και τις παρότρυνα να πάρουν μέρος και αυτές στα πειράγματα και στην διασκέδαση. Η Νανά τότε μου απάντησε ευγενικά πώς ίσως έρθουν αργότερα πίσω μαζί μας, αντίθετα η Μαίρη με κοίταξε με ένα έντονο βλέμμα και μου απάντησε πως προτιμούν να τα λένε οι δυο τους. Τότε της απαντώ:
- “Δεν είναι κακό να συμμετέχεις σε κάτι το οποίο είναι διασκεδαστικό. Χαλάρωσε, άλλωστε σε εκδρομή είμαστε και θέλουμε όλοι να περάσουμε καλά” και γύρισα πίσω στην παρέα.
Κατά τις 12:30 – 13:00 φτάσαμε στον προορισμό μας, και αφού τακτοποιηθήκαμε ήταν η ώρα για την πρώτη βουτιά του καλοκαιριού. Αλλάξαμε και μαζί με τους συνοδούς καθηγητές κατεβήκαμε στην παραλία ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος και τα παιχνίδια μέσα στο νερό πολλά. Οι πρώτες πονηρές ματιές μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών ήταν πια γεγονός. Λογικό ήταν άλλωστε η ηλικία, το μέρος και η σχετική “ελευθερία” το επέτρεπαν αυτό. Μετά το μπάνιο και το απαραίτητο για να φύγει το αλάτι από το σώμα ντους μαζευτήκαμε για φαγητό, το οποίο ερχόταν από το διπλανό ξενοδοχείο και γευόμασταν ότι ακριβώς και οι πελάτες του.
Τα τραπέζια είχαν είδη καταληφθεί από τους υπόλοιπους, και έτσι εγώ με τον κολλητό μου κοιτούσαμε που θα βρούμε 2 κενές θέσεις να καθίσουμε. Σε κάποια στιγμή με σκουντάει και μου λέει:
- “Εκεί έχει δυο κενές θέσεις, πάμε να καθίσουμε”.
Καθώς κατευθυνόμασταν προς το τραπέζι είδα ότι εκεί καθόντουσαν η Μαίρη με την Νανά. “Ωχ!” είπα από μέσα μου, “μαζί τους θα καθίσουμε;” για να διακόψει την σκέψη μου η φωνή της Νανάς, που μας πρότεινε να καθίσουμε στο τραπέζι τους. Καθίσαμε, και πάνω στο φαγητό αρχίσαμε να συζητάμε διάφορα.
Σε αυτό το σημείο ήθελα να σας πω ότι εγώ με την Νανά γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά λόγω των γονιών μας , οπότε υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ μας. Αντίθετα η Μαίρη ήταν καινούρια στην πόλη είχε έρθει από την Πελοπόννησο λόγω μετάθεσης των γονιών της, οπότε δεν γνώριζα τίποτα γι’ αυτήν.
Καθώς περνούσε η ώρα ο “πάγος” ανάμεσά μας άρχισε να “ σπάει” και σιγά-σιγά αρχίσαμε να χαλαρώνουμε και να ξεθαρρεύουμε μιλώντας για διάφορα θέματα, τα οποία μας αφορούσαν. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα βρίσκαμε τόσα κινά στοιχεία με τα δυο αυτά κορίτσια, τα οποία έδειχναν στην αρχή τόσο απόμακρα, κι όμως είχα πέσει έξω, δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά έτσι ήταν, είχα κάνει λάθος και αυτό δεν άλλαζε.
Η ώρα είχε πάει 15:30 και η ιδέα για έναν υπνάκο φάνταζε μοναδική. Αφού δώσαμε ραντεβού για καφέ το απόγευμα χαιρετίσαμε την Νανά και την Μαίρη και τραβήξαμε για το σπιτάκι μας. Μπήκαμε μέσα βγάλαμε τα ρούχα και πέσαμε για ύπνο. Πρέπει να μας είχε πάρει πολύ βαριά ο ύπνος γιατί ήρθαν και μας ξύπνησαν οι κοπέλες λέγοντάς μας:
- “Η συνέπεια είναι και αυτή ένα από τα προτερήματά σας;”
Κοίταξα το ρολόι, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, η ώρα ήταν 18:30 και εμείς είχαμε ραντεβού στις 18:00.
- “Συγγνώμη” τους λέω, “απλά κοιμηθήκαμε λίγο παραπάνω, είναι και οι μπύρες που ήπιαμε με το φαγητό, καταλαβαίνετε…” πήγαινα να “μπαλώσω” τα αμπάλωτα μπας και σώσω το τομάρι μας.
“Γαμώτο”, λέω, “δεν λέει να τα χαλάσουμε όλα τώρα που άρχισαν να μπαίνουν σε μια σειρά”. Σηκωθήκαμε, πλυθήκαμε και ντυθήκαμε σε χρόνο ρεκόρ και τραβήξαμε για την καφετέρια, η Μαίρη και η Νανά είχαν είδη παραγγείλει και έπιναν τον καφέ τους. Παρήγγειλα δυο καφέδες και για εμάς για να ανοίξει το μάτι και έτσι αρχίσαμε ξανά την κουβέντα κυρίως, για τις πρώτες εντυπώσεις του χώρου στον οποίο ήμασταν καθώς και για τις επόμενες μέρες που είχαμε μπροστά μας, άλλωστε οι καθηγητές είχαν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα γεμάτο δραστηριότητες, που καμία μέρα δεν θα ήταν ίδια με την προηγούμενη.
Η ώρα είχε πάει 20:00. Πληρώσαμε τους καφέδες και σηκωθήκαμε να φύγουμε, άλλωστε έπρεπε να ετοιμαστούμε για την βραδινή μας έξοδο, θα πηγαίναμε στην disco του ξενοδοχείου. Αφού χαιρετηθήκαμε δώσαμε ραντεβού έξω από το σπιτάκι τους στις 21:45 έτσι ώστε να είμαστε στις 22:00 μπροστά στην είσοδο του camping. Τα λόγια της Μαίρης καρφώθηκαν στο μυαλό μου:
- “Μην αργήσετε πάλι, γιατί θα πάτε μόνοι σας στην disco, εντάξει;”
- “Μια φορά τα λάθη” της απαντώ και κάνω να φύγω, ακούγοντας την φωνή της να μου λέει:
- “Χαίρομαι που το ακούω. Ελάτε στην ώρα σας και δεν θα χάσετε, θα περάσουμε μια πολύ όμορφη βραδιά”.
Με τα λόγια αυτά της Μαίρης τράβηξα για το κατάλυμα μας προκειμένου να ετοιμαστώ για το βράδυ…
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.