Η ιστορία:
Ερωτικό σάιτ, ανάλογη διάθεση. Έτσι γνώρισα την Δήμητρα. Το ξεκίνημα ήταν το αναμενόμενο. Κυριακή βράδυ, διάθεση χαλαρή, ύστερα από μια εβδομάδα δύσκολη, ματωμένη και υγρή. Στην αρχή πολύ φειδωλός, αλλά εκείνη ήξερε να παίζει το story. Λιγάκι πικάντικη γλώσσα, πνεύμα να παραπέμπει σε κόκκινα σατέν σεντόνια που πάνω τους οι ανάσες τραγουδούν παθιασμένα.
Πολλά βράδια ξενυχτήσαμε, σαν κάθε βράδυ μου, όταν ακόμα μονάχα όπου συναντά η νύχτα τη ρουτίνα, με έβρισκες. Το παιχνίδι πια είχε πάρει μορφή. Ο ένας είχε δει τον άλλο σε φωτογραφίες τόσο αληθινές, μα που συνάμα κρύβουν το εαυτό σου σε λίγα εκατοστά χαρτί. Πέμπτη βράδυ έπινα το ποτό μου απολαμβάνοντας τα φώτα της πόλης σε ένα κεντρικό σημείο της Αθήνας. Το τηλέφωνο χτύπησε με μια αίσθηση… ένα άρωμα επικίνδυνα ερωτικό. Ήταν εκείνη… λίγες ώρες αφού είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα.
- «Επιτέλους αποφάσισες να χρεωθείς!» της είπα γελώντας.
- «Χρεώνομαι κλήση, χρεώνεσαι ποτό. Πού είσαι;» απάντησε.
- «Μακριά από σένα είμαι αλλά σε μια ώρα είμαι εκεί» είπα.
Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα, ακριβώς 50 λεπτά που η απόσταση φάνηκε ένα παιχνίδι προσμονής της ηδονής. Άλλο ένα βράδυ θα χρεωνόμουν έναν κακό βίο… άλλο ένα βράδυ θα έπαιζα με τα συναισθήματα μιας άγνωστης φιγούρας. Το ραντεβού λίγο έξω από τα μέρη της Εθνικής οδού, περίπου μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Μια ώρα πριν μεταμορφωθώ πλήρως σε πλάσμα αιμοδιψή που λαχταράει να γευτεί την άγνωστη σάρκα, την γυναικεία αύρα.
Τελευταία στροφή πριν μπεις στο χωριό της, λίγο έξω από την Αθήνα, σταμάτησα κι έσβησα τα φώτα. Η μηχανή του αυτοκινήτου κροτάλιζε από τη θέρμη της, απόλυτα εναρμονισμένη με τις ορμές μου. Άνοιξα το ντουλαπάκι, έστριψα την μαύρη ζωή μου σε ένα λεπτό και άρχισα να απολαμβάνω τη στιγμή. Λίγα λεπτά αργότερα θα ακροβατούσα και πάλι με το τυχαίο…
Από μακριά είδα φώτα να πλησιάζουν. Ρούφηξα απολαυστικά την έσχατη ζωή μου και έμεινα να παρατηρώ τα φώτα. Πλησίασα… ένα μικρό σκουτεράκι στάθηκε απέναντι μου. Ήταν εκείνη… εντυπωσιακά καλύτερη από όσο περίμενα. Άναψα την μικρή σκάλα να βλέπω καλύτερα. Ένα καστανόξανθο πλάσμα με παρατηρούσε. Δυο εντυπωσιακά σε μέγεθος στήθη με απειλούσαν. Ένα κορμί πέτρα, ένας συνδυασμός απίστευτα προκλητικός μέσα σε στενές τζιν γραμμές. Μάλλον λίγο μεγαλύτερη από 27, αλλά δεν με ένοιαζε.
- «Σε βλέπω τρακαρισμένη ή απλά με χαζεύεις;» της είπα.
- «Μάλλον εσύ με χαζεύεις ή απλά δεν είσαι για πολλά λόγια…»
- «Έχουμε να πούμε πολλά, αλλά όχι εδώ. Και μάλλον φαντάζομαι ότι εδώ γύρω στην ερημιά δεν παίζει καμιά μπιραρία, ούτε μπουζούκια».
- «Μας τελείωσαν. Έχω φέρει κάτι για την παρέα αλλά μονάχα να κερνάς μουσική και άνετο κάθισμα» απάντησε.
Τα επόμενα πέντε λεπτά μας βρήκαν στα καθίσματα του αυτοκινήτου να απολαμβάνουμε derti.fm. Κατάλληλα τραγούδια σε ακατάλληλες ψυχές. Το αμάξι είχε μεταμορφωθεί σε καθαρτήριο άγνωστων εραστών και τα οκτώ ηχεία έπλεκαν τις ώρες αισθησιακά περίεργες… η Δήμητρα άνοιξε μια μικρή τσάντα που είχε στο χέρι και ξέροντας τα γούστα μου, ένα μπουκάλι ουίσκι μας περίμενε, δυο μικρά πλαστικά σφηνάκια και η γνωριμία άρχισε να παίρνει χαλαρή μορφή.
- «Ωραία το έχεις κανονίσει αφού τα μπουζούκια εδώ σας τελείωσαν…» της είπα.
- «Έκανες τόσο δρόμο. Το λιγότερο για μένα, να ικανοποιήσω τα γούστα σου…»
- «Χα χα! Όλα τα γούστα μου Δήμητρα. Γιατί όταν το ουίσκι θα τελειώνει, τα γούστα γίνονται απαραίτητα…»
- «Όλα Πάνο. Εξάλλου, τι θέλουν δυο άγνωστοι σε ένα αμάξι στην ερημιά;»
- «Θα δείξει… μπορεί και απλά να απολαμβάνουμε μουσική μέχρι να βαρεθούμε…»
- «Σωστά. Όταν κανείς προγραμματίζει την νύχτα, απλά θέλει να την τελειώσει γρήγορα…»
Η ώρα είχε φτάσει 12:30 περίπου. Τα μικρά πλαστικά σφηνάκια άδειαζαν γρήγορα. Τα γέλια μας άρχισαν τα ακούγονται δυνατά και η μουσική ακολουθούσε την καψούρα, την εφήμερη βιαστική καψούρα δυο τυχαίων χρηστών…
- «Αν τελειώσει και δεν σε έχω ξαπλώσει στα καθίσματα, μάλλον δεν το πήγα σωστά, ε;» της είπα.
- «Πάνο, δεν υπάρχει κάτι λάθος. Και μόλις αρχίσαμε… Έτσι, κάποια πράγματα εννοούνται…» μου είπε και τα χείλη της κόλλησαν στα δικά μου απότομα.
Αιφνιδιάστηκα περισσότερο, τραβώντας την εγώ στο μέρος μου… το στόμα της γεμάτο χυμούς.. οικεία γεύση. Το αλκοόλ άλλαζε τώρα παρανομαστή και την χάιδευα παντού στριμώχνοντας την πάνω στην πόρτα. Τα σώματα μας κολλημένα, στριμωγμένα. Λιγοστό φως ως ανύπαρκτο και το ράδιο να συνεχίζει το σκοπό του…
- «Μμμμμ… φιλάς ύποπτα άγρια! Δεν θα κρατηθώ…» είπε η Δήμητρα καθώς εγώ άρχισα να ξεκουμπώνω το μικρό πουκάμισο της και βάζοντας τα χείλη μου στο λαιμό της.
Τα χέρια της ήδη ταξίδευαν χαμηλά και άρχισαν να περιεργάζονται κάτι σκληρό που ήξερε ότι την περίμενε…
- «Μμμμμμμ… όπως το περίμενα και το ήθελα. Γουστάρωωωωωω!!!»
- «Και ακόμα δεν είδες τίποτα καύλα…!»
- «Μην αργείς λοιπόν…» είπε αφού ξεκούμπωσε το φερμουάρ και με γρήγορη κίνηση ελευθέρωσε το εργαλείο μου στα χέρια της.
Αναστέναξα ηδονικά.
- «Έτσι καύλα μου…» της είπα.
Έμεινα να απολαμβάνω το γυμνό της στήθος ενώ τα χέρια μου άρχισαν να τρίβουν το μουνάκι της που το περικύκλωνε το τζιν παντελόνι της. Άρχισα να την ξεκουμπώνω ενώ τα χέρια της πέρναγαν βιαστικά πάνω μου και αναζητούσαν διαδρομές. Την φίλαγα σαν εραστής της χρόνια ενώ ήξερα ότι σε λίγο θα την άφηνα πίσω με μια ανάμνηση…
- «Έλα μωρό μου, μην αργείς. Δεν μπορώ άλλο… με τρελαίνεις!»
Αυτή ήταν η μαγική λέξη. Τώρα ο αισθησιασμός πήγε περίπατο. Έριξα χαμηλά το κάθισμα και αμέσως πέταξα το τζιν από πάνω της, παραμέρισα το μικροσκοπικό στρινγκ της και έπεσα πάνω στο μουνάκι της. Έγλειφα και ρουφούσα με μανία φτύνοντας παράλληλα τα πρώτα υγρά της ενώ εκείνη δεν σταματούσε να παίζει με το σηκωμένο μου εργαλείο. Άρχισε να βογκάει δυνατά. Χαμήλωσα το ράδιο να απολαύσω τόσο γνώριμες γυναικείες κραυγές που με τρέλαιναν και παράλληλα ανέβηκα ψηλά πιάνοντας ουρανό και καρφώθηκα μέσα στο στόμα της που αδημονούσε…
- «Ρούφα καύλα μου! Ρούφηξε με όλο!» της είπα.
Εκείνη, πειθήνιο όργανο, ξεκίνησε να με τραβάει πιο πολύ μέσα στο στόμα της. Η γλώσσα της είχε πάρει φωτιά. Μια καταπληκτική πίπα από μια έξοχη παρουσία, αποφασιστική, μυστηριώδης και ανεξάντλητα καυτή. Δεν ήθελα να τελειώσω. Τραβήχτηκα, έκατσα στο κάθισμα ανοίγοντας χώρο και αμέσως την έβαλα να κάτσει με δύναμη πάνω μου. Αισθάνθηκα να την σκίζω. Το στενό μουνάκι της άνοιξε διάπλατα να με υποδεχθεί και μια μεγάλη ανακούφιση ξεδιπλώθηκε…
- «Άστο εκεί για ώρες μωρό μου… Γάμα με για ώρες. Σε θέλω πολύ!»
- «Δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ σε θέλω μανάρι!» της είπα.
Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με σιγανό ρυθμό βρίσκοντας κάθε σημείο μέσα της μια καυτή παρουσία μου. Δεν σταμάτησε τον ήρεμο χορό της ούτε λεπτό. Χαμηλά στο ράδιο τα τραγούδια της μαχαιριάς συνέχιζαν το ακόρντο, συνέχιζαν να γίνονται ο μαέστρος της συνουσίας… Στο μυαλό μου πάλι οι εικόνες μαύρες… Το σώμα ευδαιμονούσε μα η ψυχή, ο εγκέφαλος, βυθίζονταν σε μια θλίψη τόσο μεγάλη που δεν θα ήταν παράξενο αν είχα δακρύσει στιγμιαία. Τα χέρια μου άρχισαν και εκείνα να αρπάζουν με δύναμη το καταπληκτικό στήθος της. Το χτύπαγαν με μανία, ρουφούσα με τα χείλη μου κάθε εκατοστό και ξανά εκείνη σε ξέφρενους ρυθμούς με εκλιπαρούσε να μην τελειώσω…
- «Κρατήσου τσόγλανε. Με ξεπάτωσες νυχτιάτικα!»
Εγώ απλά αναστέναζα βαριά και ύπουλα. Την σταμάτησα ανασηκώνοντας την. Με κοίταξε στα μάτια, άρπαξε τα χείλη μου και άρχισε να τα δαγκώνει ματώνοντας τα, δίνοντας μου την αίσθηση του αίματος στο στόμα μου. Σαν άγριο ζώο άνοιξα με τα δάχτυλα μου την τρυπούλα της και καρφώθηκα απότομα στον απίστευτα στητό κώλο της, κάνοντας την να τσιρίξει ξεστομίζοντας απίστευτες σε καύλα λέξεις.
- «Πούστη, βρομιάρη!»
Αφέθηκε στο να καθίσει σιγά και εκείνη στον πούτσο μου που την άνοιγε στα δυο. Παρθένα περιοχή, ήμουν βέβαιος. Την γαμούσα αργά αλλά συνάμα δυνατά θέλοντας να πονέσει όπως το δικό μου ματωμένο χείλι που θαρρώ έσταζε την αμαρτία εκείνης της νύχτας. Ολοένα και πλησίαζα να τελειώσω… Εκείνη, σχεδόν ανήμπορη να μιλήσει, απολάμβανε ένα σκληρό πήδημα ενώ τα πόδια της χτυπούσαν δεξιά και αριστερά στα καθίσματα σαν να ήθελαν εκεί να βγάλουν το μίσος τους. Δεν θα τελείωνα έτσι… την ανασήκωσα και με μια βιαστική κίνηση την έριξα τέρμα πίσω στο κάθισμα. Είχε καταλάβει… έμενε ένα σημείο να αποκτήσω…
- «Τι έγινε καυλιάρη; Γουστάρεις να τελειώσεις στις βυζάρες μου; Εκεί θες; Πες το μωρό μου…»
- «Ναι καριόλα, εκεί θέλω, εκεί. Να σε αλείψω παντού!» της απάντησα ενώ είχα ξεκινήσει εκεί μέσα να χάνομαι ολόκληρος.
Απίστευτο στήθος! Μήτε καλλιτέχνης της Αναγέννησης δεν θα το έπλαθε. Ένα αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα στο κορμί της. Ανεβοκατέβαινα αργά αφήνοντας τον πούτσο μου να ξεκουράζεται στα χείλη της, όταν εκείνη άρχισε με απίστευτη ορμή να χύνει. Μια εικόνα έντονης ηδονής. Τα δάχτυλα μου είχαν γεμίσει με τα υγρά της. Μια θεσπέσια μυρωδιά ανάβλυζε. Ήταν η στιγμή που άρχισα να χύνω ανεξέλεγκτα πάνω της στο στήθος της, στο στόμα της, ικανοποιημένος που άλλη μια φορά ανέστησα το σώμα σταυρώνοντας τη λογική και την ψυχή μου.
Έπεσα πάνω της. Εκείνη στοργικά άρχισε να φιλάει το λαιμό μου δίνοντας μου την αίσθηση ότι απόλαυσε τη βραδινή μας περιπέτεια… Μονάχα το ράδιο έμεινε να μην σιωπά. Βρήκα τις ανάσες μου, ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα από το αμάξι. Άναψα ένα τσιγάρο σχηματίζοντας δαχτυλίδια καπνού αλλά που αλλόκοτα έγιναν εικόνες και σχημάτιζαν λέξεις, χρώματα, απορίες μα και ουρλιαχτά δικά μου.. Ουρλιαχτά ενός πληγωμένου ζώου που έψαχνε τον κυνηγό του να γίνει λυτρωτής του… Εκείνη βγήκε σχεδόν γυμνή μέσα στην απόλυτη ερημιά. Της ζήτησα να ντυθεί και το έκανε πιστά. Άλλη μια γενναία γουλιά ουίσκι κύλησε μέσα μου ίαμα… με κοίταξε.
- «Όλες τις φορές που μιλούσαμε ένιωθα πόνο Πάνο. Ερημιά, μέσα σου. Τώρα θα έλεγα έναν παραλογισμό. Θες να μιλήσεις ακόμα και μετά το σεξ…; Είμαι καλή ακροάτρια…»
- «Θέλω απλά να ντυθείς και να φύγεις. Ξέρω ότι δεν είσαι μόνη. Μπορεί να σε ψάχνουν…»
Εκείνη πήρε με θυμό το μπουκάλι, ήπιε μια μικρή γουλιά που την έκανε να με κοιτάζει ακόμα περισσότερο…
- «Την επόμενη φορά θέλω να σε ακούσω. Τώρα όντως έχει περάσει η ώρα…»
Άρχισε να ντύνεται στο καθρεφτάκι. Βάφτηκε βιαστικά γράφοντας με το κραγιόν μια λέξη… μια λέξη να τη δω όταν θα οδηγάω, όταν θα έχω φύγει μακριά, είπε. Την φίλησα τρυφερά. Με αγκάλιασε. Ανέβηκε στο σκουτεράκι και έφυγε, εμφανώς αγχωμένη για την αργοπορία της. Κουμπώθηκα κι έστριψα άλλο ένα. Απορούσα με την αντοχή μου ξανά. Ήταν περίπου δυο το πρωί. Η τελευταία δόση από το ουίσκι μοιράστηκε στα χείλη μου και στο λαιμό μου κυλώντας βασανιστικά αργά. Σχεδόν παραπατούσα. Αμφέβαλλα αν θα έβρισκα το δρόμο μέσα στην ερημιά…
«Δε γαμιέται…» μονολογούσα. «Εδώ δεν βρίσκω το δρόμο σε άλλα πράγματα». Μια μεγάλη τζούρα ήρθε να με γεμίσει ηρεμία και γαλήνη. Χρώματα και ζεστασιά με πλημμύρισαν… Μπήκα στο αυτοκίνητο φτιάχνοντας τα καθίσματα. Ένα σκουλαρίκι είχε απομείνει εκεί στο κάθισμα, μάρτυρας μιας ερωτικής νύχτας. Το έπιασα. Μύριζε θα ‘λεγες το άρωμα της. Το άφησα να πέσει στη γη. Δεν θα το κράταγα. Ήξερα ότι δεν θα την ξανάβλεπα.
Πάντα έτσι στο ίδιο έργο απορημένοι θεατές. Έβαλα μπροστά κι έφυγα με απίστευτη ταχύτητα σηκώνοντας σκόνη πέτρες και φοβίζοντας τα θηρία της νύχτας. Οδηγούσα και το χέρι μου έξω έδερνε τον αέρα που υγρός με διάβαινε στο σώμα. «Δεν θα σε ξαναδώ Δήμητρα…» σκεφτόμουν. Καμιά γυναίκα δεν θέλει να βλέπει κανένα κτήνος σε επανάληψη. Κανένας άντρας δεν θέλει να γίνεται σάπια ουσία.
Άφησα την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο μου να απλωθεί στο αμάξι. Με συντρόφευε για ώρα μέχρι που η Εθνική οδός με τη ρουτίνα της έγινε συνεπιβάτης μου...
(Copyright protected OW ref: 41188)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.