Προηγούμενο μέρος: Δείξε μου το φίλο σου να σου πω τι χάνεις
Οι μέρες μετά από εκείνη την απίθανη νύχτα με το Ν. Στο σαλόνι ενώ ο Δ. Κοιμόταν, πέρασαν γρήγορα και χωρίς να τον συναντήσω ευτυχώς. Ήμουν αρκετά μπερδεμένη. Από τη μια οι ενοχές ότι ο άνθρωπος που έχεις πλάι σου και όσα έχετε περάσει δεν αξίζουν κέρατο και από την άλλη αυτή η έλξη, η τρέλα και το πάθος του κινδύνου, του παράνομου.
Πλησιάζει Πάσχα και κανονίζουμε να πάμε στο εξοχικό ενός φιλικού ζευγαριού στην Ύδρα για να κάνουμε ανάσταση και να ψήσουμε. Μεγάλη Πέμπτη και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Έβαλα τα απαραίτητα στη βαλίτσα, μισώ να κουβαλάω πολλά. Δυο φουστανάκια, αρκετά εσώρουχα και δυο τζιν. Τι άλλο θα χρειαζόμουν εξάλλου;
Στο καράβι για Ύδρα ήμασταν σαν ερωτοχτυπημένα πιτσουνάκια. Αγκαλίτσες φιλάκια χουφτώματα, ε δεν ήθελα πολύ να φουντώσω εγώ. Πέρασε το χέρι του μέσα από το σορτς μου κι άρχισε να παίζει το μουνάκι μου που ήδη έσταζε. Εγώ σταυροπόδι όσο μπορούσα πιο ανοιχτό μη μας δουν κιόλας. Όταν άρχισε να γλιστρά τα δάχτυλα του μέσα μου έλιωσα. Σταμάτησε ο χρόνος και δε με ένοιαζε πια ποιος ήταν γυρω. Με γαμούσε με δυο δάχτυλα και οι γλώσσες μας μπλεγμένες σε ένα ατέλειωτο φιλί που έπνιγε τους αναστεναγμούς μου.
- Θέλω να χύσεις στον πούτσο μου καύλα μου.
- Μα εδω πως;… του λέω.
- Πήγαινε στις τουαλέτες κι έρχομαι...
λέει εκείνος κι εγώ τρελαμένη τρέχω. Για καλή μας τύχη είχε μάνταλο η πόρτα. Μου κατεβάζει το σορτς και με στήνει να κοιτώ προς τον καθρέφτη με κωλαράκι τουρλωτό να μου τρίβει τον πούτσο του ανάμεσα στα κωλομάγουλα.
- Όταν αφήνεσαι στη καύλα σου δε σε αναγνωρίζω καυλίτσα μου. Έχεις γεννηθεί να γαμιέσαι εκτός σπιτιού μου φαίνεται! Κοίτα πόσο υγρό ένια το μουνάκι σου… έτοιμο κιόλας για σκίσιμο…
μου λέει και χωρίς να καθυστερεί τον καρφώνει αργά και βαθιά στο μουνί μου. Αρχίζει να με ξεσκίζει όλο και πιο γρήγορα, κρατώντας με απ’ τη μέση και με κοιτά κατάματα μέσα από τον καθρέφτη. Εγώ στηριγμένη στο νιπτήρα να προσπαθώ να μη φωνάξω και να νιώθω έτοιμη να χύσω. Μετά από 5' μου λέει…
- θέλω να χύσουμε μαζί καύλα μου! Να με στείλεις στους ουρανούς!
Εγώ ήδη ήμουν έτοιμη και μόλις του είπα ότι χύνω άκουσα να χτυπάνε την πόρτα. Δεν έδωσε σημασία όμως όπως κατάλαβα, γιατί ούτε γύρισε να δει, λες και ήταν χαμένος σε έναν άλλον κόσμο. Την ίδια στιγμή μου λέει πως χύνει και προσπάθησα να τραβηχτώ μα με κράτησε απ’ τη μέση κι άρχισε να χύνει ποτάμια μέσα μου και να νιώθω τους χυμούς του καυτούς μέσα στο μουνί μου. Πήγα να σκουπιστώ μα με σταμάτησε.
- Θέλω να σε νιώθω χυμένη πλάι μου μέχρι να φτάσουμε να μη ξεκολλάει το μυαλό σου από αυτό που μόλις έγινε. Σ' αγαπώ…
μου είπε και έλιωσα από κάθε άποψη εγώ. Προσπαθήσαμε να συμμαζευτούμε όπως όπως και κάναμε πως είχε κολλήσει η πόρτα. Δήθεν προσπαθήσαμε να ανοίξουμε, μήπως ήταν κάποιος απ’ έξω, φωνάξαμε βοήθεια και μετά ως δια μαγείας, η πόρτα άνοιξε. Βγήκαμε αλλά ήμουν σίγουρη μας κατάλαβαν ή μας άκουσαν. Δε με ένοιαζε κιόλας. Σάμπως θα τους ξανάβλεπα; Η τους ήξερα κι από χτες; Το υπόλοιπο ταξιδάκι (δεν είναι τόσο μακριά η Ύδρα) κύλησε με καφεδάκι αγκαλίτσα, πολλά μέλια και χαμογέλα, αλλά χωρίς πονηρά πειράγματα.
Φτάσαμε στο νησάκι και ήρθαν να μας υποδεχτούν οι φίλοι μας. Η Πέρσα είχε αλλάξει πολύ, ειλικρινά τη θαύμασα. Ένα πλάσμα χυμώδες, μελαχρινά ίσια μαλλιά ως τη μέση της και κάτι αμυγδαλωτά μάτια που δε μπορούσες να ξεφύγεις. Ο μέλλον άντρας της, καστανόξανθος, με ανοιχτόχρωμα μάτια και πολύ καλός μας φιλος. Πάμε σπίτι να βολευτούμε και να χαλαρώσουμε. Το δωμάτιο μας ήταν δίπλα απ’ των παιδιών, με θέα θάλασσα.
Οι μέρες πέρασαν ήσυχα, μέχρι το μεγάλο Σάββατο όπου ήρθε μια παρέα που εμείς δεν ξέραμε. Το σπίτι μεγάλο δε θα είχαμε θέμα. Φυσικά γνωριστήκαμε και κολλήσαμε αμέσως.
Μετά την ανάσταση, η Πέρσα έκανε τη δική της ανάσταση. Είχαμε ξαπλώσει όλοι κι εγώ είχα λιώσει τον πούτσο του Δ στο γλείψιμο, όταν αρχίσαμε να ακούμε την Πέρσα από δίπλα να βογκάει. Στην αρχή ξαφνιάστηκα γιατί την είχα για συμμαζεμένη κοπέλα, δεν περίμενα να ακουστεί με κόσμο στο σπίτι. Με καύλωνε όμως όλο αυτό όπως και τον Δ. Αμέσως ανέβηκα πάνω στο πετρωμένο καυλί του και βυθίστηκε όλο μέσα στο υγρό μουνάκι μου. Άρχισα να ανεβοκατεβαίνω όλο και πιο γρήγορα, σχεδόν συγχρονισμένα με τα βογκητά από το διπλανό δωμάτιο. Είχαμε τον ίδιο ρυθμό και να μου ψιθυρίζει…
- Σ’ αρέσει ν’ ακούς τη φίλη σου καυλίτσα μου βλέπω. Άκου την πόσο το ευχαριστιέται. Εσύ σίγουρα γαμιέσαι καλύτερα όμως και ας μη μπορείς να ακουστείς.
- Μωρό μου την καύλα που έχει ο πούτσος σου δε παίζει να την έχει ο πούτσος του Γιάννη, οπότε η Πέρσα χάνει πολλά…
είπα μέσα από αναστεναγμούς και συνεχίζω να χορεύω πάνω του όλο και πιο γρήγορα και δυνατά, στους ρυθμούς του διπλανού ζευγαριού. Ο Δ. το απολαμβάνει σαν Πασάς και τη μια χουφτώνει τα βυζάκια μου και την άλλη να με κρατάει απ’ τα κωλομάγουλα να μου δίνει ρυθμό. Μέχρι που χύσαμε σχεδόν ταυτόχρονα κι εγώ έτρεμα ολόκληρη από σπασμούς έχοντας ανατριχιάσει από όλο αυτό το σκηνικό. Ο Δ. έχυσε ξανά μέσα μου, κρατώντας με απ’ τη μέση λες και ήθελε να σφηνωθεί μέσα μου και να μην ξεκολλήσουμε. Ξάπλωσα ξεθεωμένη πλάι του και προσπαθούσα να βρω τις ανάσες μου.
- Από τη στιγμή που φύγαμε απ’ την Αθήνα δε σε αναγνωρίζω και μ’ αρέσει…
μου είπε και με φίλησε. Αφού έκανε ένα τσιγάρο, εγώ αποκοιμήθηκα χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Το επόμενο πρωί, Κυριακή του Πάσχα, ξύπνησα με πονοκέφαλο, οπότε έμεινα στο κρεβάτι ενώ όλοι οι άλλοι κατεβήκαν για ψήσιμο. Οι φασαρίες και η μουσική δε θα με βοηθούσαν, προτίμησα να κοιμηθώ λίγο ακόμα. Που να φανταστώ τι θα γινόταν. Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και ξαναέπεσα. Στον ύπνο μου νιώθω ένα χάδι στο χέρι και να κατεβαίνει προς τη μέση μου. Ψιλοξύπνησα νομίζοντας πως ήταν ο Δ. που ήθελε να σηκωθώ επιτελους να κατέβω με την υπόλοιπη παρέα. Συνέχισα να το παίζω κοιμισμένη. Το χέρι κατέβηκε και πέρασε από τη μέση μου μέσα απ’ το σορτς του μπειμπιντόλ με προορισμό τα κωλομέρια μου και υστέρα της τρυπούλες μου. Άρχισα να καυλώνω και το μουνάκι μου έβγαζε τις πρώτες σταγόνες. Τούρλωσα λιγάκι το κωλαράκι μου με σκοπό να βοηθήσω την πρόσβαση και ακούω έναν ψίθυρο:
- Ξύπνα καυλιάρα μου και μου έλειψες τόσο καιρό. Ξύπνα πουτανάκι μου!
Γυρίζω να δω και ήταν ο Ν.
- Εσύ, εδώ... πως;
είπα μαζί με ένα αχ που ξέφυγε απ’ την καύλα.
- Θα είχα έρθει από χτες αλλά άργησα τα ψώνια της αδελφής μου…
είπε εκείνος και κάρφωσε δυο δάχτυλα στο μουνάκι μου.
- Μ… πουτανάκι, μούσκεμα είσαι…
και σε χρόνο dt με έχει γδύσει, έχει κατεβάσει το παντελόνι και με έχει γυρίσει μπρούμυτα. Νιώθω το πουτσοκέφαλο του να περνά κι απ’ τις δυο τρυπούλες και λιώνω. Αρχίζει να βυθίζεται στο μουνάκι μου. Και μένει εκεί. Ακίνητος μέσα μου, βαθιά.
- Από εκείνο το βράδυ δε μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου απ’ την καύλα μας. Προσπάθησα μα όταν έμαθα πως θα είσαστε εδώ, ήρθα πετώντας να σε ξαναγαμήσω…
είπε κι άρχισε να μπαινοβγαίνει αχόρταγα μέσα μου. Έβγαινε εντελώς και μου τον ξανακάρφωνε. Εγώ χαμένη και παραδομένη βογκούσα, ξεχνώντας το ανοιχτό παράθυρο. Ο Ν. γινόταν όλο και πιο άγριος στο πως με πηδούσε. Εγώ να νιώθω εντελώς πουτάνα πια.
- Το έσκισες το μουνάκι μου καύλα! Έτσι μωρό μου, ναι, πιο δυνατά αχ με πεθαίνεις…
φώναζα. Υστέρα τον έβγαλε και άρχισε να πιέζει το κωλαράκι μου. Πονούσα καθώς έμπαινε, αλλά πέρασε αμέσως. Εκεί ήταν που αγρίεψε εντελώς. Μόλις ο πόνος μου έγινε καύλα, έπαψε να ‘ναι απαλός και αργός. Με ξεκόλιαζε σα ζώο κι εγώ έπνιγα τις φωνές στο μαξιλάρι. Πέρασα το χέρι μου από κάτω κι άρχισα να παίζω την κλειτορίδα μου και να χουφτώνω τα’ αρχίδια του κάθε φορά που έμπαινε βαθιά στο κωλαράκι μου.
- Ο κώλος σου είναι απίστευτα στενός μωρό μου. Με τρελαίνει! Θέλω να τον γαμάω ασταμάτητα…
μου λέει αυτός κι εγώ μετά από λίγο νιώθω έτοιμη να χύσω.
- Καυλιάρη με πέθανες! Τι καύλα είναι αυτή, πως το ξεσκίζεις έτσι το κωλαράκι μου, θα χύσω δεν αντέχω. Χύνει το μουνάκι μου καύλα…
φωνάζω και τρέμω ολόκληρη (πάντα έχω σπασμούς) αλλά εκείνος δε σταμάτησε. Με γαμούσε τόσο γρήγορα που δε μπορούσα να ανασάνω και υστέρα από μερικά λεπτά…
- θα σε χύσω κωλάρα μου… όλα βαθιά μέσα σου πουτάνακι μου…
και γέμισε το κωλαράκι μου με τα καυτά του χύσια. Έπεσε ξεθεωμένος πάνω στη πλάτη μου και μετά από μερικές ανάσες βγήκε από μέσα μου, καθαρίστηκε και άρχισε να ντύνεται.
- Μα τι θα τους πεις, που ήσουν τόση ώρα;… τον ρωτώ.
- Είπα πως με πείραξε το ταξίδι κι έπρεπε να πάω τουαλέτα… μου απάντησε εκείνος.
- Θα κατέβεις εσύ και σε μισή ωρίτσα έρχομαι κι εγώ… του λέω.
Όσο ετοιμαζόταν να κατέβει, μιλήσαμε, ήταν απίστευτη χημεία για να το κόψουμε όλο αυτό. Έτσι αποφασίσαμε να το ζήσουμε όσο πάει. Ξέραμε πως θα ‘χε ημερομηνία λήξης. Κατέβηκε λοιπόν κάτω με την υπόλοιπη παρέα που ψήναμε και το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Αργότερα κατεβαίνω κι εγώ, συναντώ μια κοπελίτσα της παρέας που μιλούσαμε αρκετά και μου λέει:
- Χτες την άκουσες κι εσυ την Πέρσα;
- Ναι, απαντώ εγώ.
- Και τώρα το πρωί κάτι κάνανε γιατί τους ακούσαμε ως εδώ λιγάκι…
μου λέει, κοιτάζω το παράθυρο στο δωμάτιο μου, ανοιχτό και σκέπτομαι (που να ‘ξερες). Κοιτάζω τριγύρω, όντως η Πέρσα και ο Γιάννης πουθενά! Αργότερα βέβαια είπαν πως είχαν πάει για μπύρες. Όλη μέρα με το Ν. Ανταλλάζαμε βλήματα όλο φωτιά και στο τραπέζι δυστυχώς δεν κάτσαμε κοντά. Η μέρα κύλησε σχετικά ήρεμα, μόνο με το κλασικό πασχαλινό γλέντι. Το βράδυ ξαναπήδηχτηκα με το Δ. αλλά ξέροντας πως στην απέναντι πόρτα κοιμάται ο Ν. Φώναξα λιγάκι παραπάνω από ότι έπρεπε ως φιλοξενούμενη, να του θυμίσω λίγο τα παλιά, αφού όπως είπε με είχε απωθημένο από όταν έμενε με τον δικό μου και μας άκουγε.
Υστέρα πέσαμε ξεροί και οι δυο για ύπνο και την επόμενη ήμουν ήσυχο κορίτσι ως την Τρίτη που γυρίσαμε Αθήνα (ξέρω, περίεργο είναι). Ελπίζω να μη σας κούρασε, αλλά να σας άρεσε όπως και η προηγούμενη για να μπορώ να... συνεχίσω.
Copyright protected OW ref: 97080
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.