Το e-mail μου είναι το:
Η αρχή έγινε όταν τελείωσα το λύκειο και πήγαμε οικογενειακώς για διακοπές στο νησί της καταγωγής του πατέρα μου. Δίπλα στο σπίτι μας έμενε μια οικογένεια με την οποία είχαμε φιλικές σχέσεις. Ήμασταν μαζί το ίδιο διάστημα εκεί και είχα ξετρελαθεί με τη μία κόρη. Δεν άφηνα ευκαιρία να πάει χαμένη προκειμένου να βρίσκομαι μαζί της και δεν της ήμουν αδιάφορος. Οι δικοί της μου είχαν εμπιστοσύνη (έλεγαν) και βγαίναμε συχνά.
Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που ένα μεσημέρι πήγα προς τον φράχτη που χώρισε τους κήπους. Έμεινα άγαλμα όταν είδα τη μαμά σε μια ξαπλώστρα να λιάζεται. Έμεινα και χάζεψα τον όμορφο κώλο της. Είχα αρχίσει να καυλώνω όσο έμενα εκεί αλλά έλα που δε ξεκολλούσα με τίποτε. Δε με κρατούσε τίποτε.... Πήγα λίγο πιο πέρα και άρχισα να την παίζω. Η κυρία γύρισε να "ψηθεί" και από την άλλη και εγώ στο έργο μου. Έχυσα έχοντας και το φόβο μήπως με δουν και πήγα κατευθείαν μπάνιο μπας και ξελαμπικάρω.
Την επόμενη κάτι ήθελε η μάνα μου και με έστειλε να το ζητήσω. Όταν μπήκα σπίτι τους με κοίταξε περίεργα, έτσι μου φάνηκε τότε.
"Ωχ τη βάψαμε" σκέφτηκα αλλά δεν έγινε τίποτε. Άρχισε να ζητάει από τη μάνα μου να της κάνω διάφορες δουλειές, ψώνια και τέτοια δηλαδή επειδή δεν είχε μέσον να κατεβεί στη πόλη και εγώ είχα το μηχανάκι.
Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε πρωί. Εγώ το βιολί μου προκειμένου να βλέπω την Ελένη (είπαμε τα ονόματα αλλαγμένα). Αλλά έλα που ο διάολος έσπασε το ποδάρι του (ή μήπως όχι;) και μια μέρα έλειπε από νωρίς με ξαδέρφια της και τότε άρχισαν όλα…
Όταν γύρισα έκανα διανομή στο σπίτι μας και στο σπίτι τους ότι είχα ψωνίσει. Έβαλε αναψυκτικό και στρογγυλοκάθισε κοντά μου. Δε μου πέρασε από το μυαλό τίποτε και καθόμουν σα βλάκας και συζητούσα μέχρι που πέταξε την κουβέντα που με έστειλε άκλαυτο και αδιάβαστο.
"Νομίζεις ότι δε σε κατάλαβα τις προάλλες που με κοιτούσες στο κήπο;" ρωτάει και με στέλνει.
Έχασα το χρώμα μου. Η μούρη μου έγινε κίτρινη λες και είχα ίκτερο. Στέγνωσε το στόμα μου και δε μπορούσα να πω λέξη.
"Μη φοβάσαι" συνέχισε. "Δεν πρόκειται να πω τίποτε. "
Άρχισα να συνέρχομαι και να ψελλίζω διάφορα. Ούτε κι εγώ ξέρω τι έλεγα.
Άρχισε μια συζήτηση περί sex. Μου έλεγε πολλά και απαντούσα όπως με βόλευε. Όσο την έβλεπα τόσο καύλωνα πάλι. Το πήρε μυρωδιά, δεν ήθελε και πολύ φυσικά. Σηκώθηκα να φύγω. Με κράτησε από το χέρι και μου λέει "μάλλον προσταχτικά:
"Μείνε εκεί που είσαι".
Δεν ξέρω γιατί αλλά κοκάλωσα. Έμεινα άγαλμα στη καρέκλα.
"Έχω να το κάνω 3 μήνες" μου λέει βάζοντας το χέρι της στο πόδι μου και μένω μαλάκας κυριολεκτικά.
Το σορτσάκι είχε φουσκώσει τόσο που δεν κρύβονταν με τίποτε η καύλα μου.
Σηκώθηκε, έβγαλε το κυλοτάκι της κάτω από το φόρεμα της και μου λέει επιτακτικά:
"Κατέβασε τα"
Σαν υπνωτισμένος το έκανα
Όπως ήμουν καθισμένος στην καρέκλα άνοιξε τα πόδια της και κάθισε πάνω στο καυλί μου.
"Μα αν έρθει κανείς; "τη ρωτάω αφελέστατα
"Δεν θα έρθει κανείς" μου απαντάει
Ένοιωσα το καυλί μου να χωμένο στο μουσκεμένο μουνί της.
Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με ρυθμό επιταχυνόμενο.
Πετούσα!
Σηκώθηκε και με τράβηξε σε ένα καναπέ…
Μπήκα μέσα της και ένοιωθα τα υγρά της να πλημμυρίζουν…
"Θα χύσω" της λέω.... και εκείνη την ώρα ένοιωθα για πρώτη φορά τον οργασμό μιας γυναίκας.
Τραβήχτηκα και έχυσα πάνω στα μπούτια της με το χέρι της να μου χαϊδεύει τα αρχίδια
Έπεσα στο πλάι της και έμεινα ακίνητος μη πιστεύοντας τι συνέβη…
Μετά από λίγη ώρα με σκούντησε....
"Σήκω! Μη μας βρουν έτσι" μου λέει
Έφυγα τρέχοντας μη τυχόν εμφανιστεί κανείς από τους δικούς της.
Άρχισα να αποφεύγω να πηγαίνω και να δυσανασχετώ κάθε φορά που ήθελε κάτι. Όχι γιατί κακοπέρασα αλλά από φόβο μη τυχόν γίνει γνωστό. Η επιμονή των δικών μου και για να μη γίνει θέμα πως τους αποφεύγω ξαφνικά με έκανε να ξανά πάω.
Μέχρι το τέλος των διακοπών δεν ξανασυνέβη κάτι αλλά ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα. Άλλη φορά η διήγηση των γεγονότων της.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.