Ήταν Δευτέρα πρωί και στο σπίτι ήταν ένας φίλος ασφαλιστής ο Θεμιστοκλής. Κουβεντιάζαμε για κάποιες δουλειές όταν άκουσα τα σκυλιά να γαβγίζουν. κοίταξα έξω και είδα την Αλβανίδα καθαρίστρια την Βιολέτα.
Κόλλησα γιατί την περίμενα την επόμενη μέρα και μπαίνοντας μέσα άρχισε να μου λέει ότι είχε συνεννοηθεί με την σύντροφο μου να έρθει σήμερα γιατί αύριο κάπου ήθελε να πάει. Ούτε κατάλαβα. Εμένα το μυαλό μου ήταν στην μαλακία συνεννόηση και στο ότι δεν θα έκανα την δουλειά μου με τον Θεμιστοκλή. Λίγο αργότερα και αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις από την καλή μου..
- «Συγγνώμη αγάπη μου το ξέχασα».
Έπρεπε να δω τι θα κάνω και με την Βιολέτα. Που το κονόμησε, δεν ξέρω. Συνεννοηθήκαμε να ξεκινήσει από τις κρεβατοκάμαρες, μπάνιο, κλπ. Γύρισα στο σαλόνι να συνεχίσω την κουβέντα. Μετά από κανένα πεντάλεπτο εμφανίστηκε με τα ρούχα εργασίας και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα να φτιάξει τον καφέ της. Και σιγά μη ρώταγε αν θέλουν και οι μαλάκες.
Βέβαια ως γνήσια περίεργη Αλβανή, μόνο ταυτότητα δεν ζήτησε στον φίλο. Την παρακάλεσα σε αυστηρό ύφος να πάει στα τσακίδια, μπας και τελείωνε η πουτάνα η κουβέντα. Αμ, δε. Ξαφνικά ο δικός μου πήρε το γνωστό συνωμοτικό υφάκι και ξεστόμισε την ατάκα:
- «Τη γαμάς;»
- «Καλά, είσαι μαλάκας; Αυτή;»
Να την περιγράψω; κοντούλα, με μεγάλα βυζιά, όχι ιδιαίτερα άσχημη, αλλά με νάζι και ύφος καρδινάλιου, καταλαβαίνετε λες και ήταν γκόμενα του Μπερίσα πριν βγάλει το Πανεπιστήμιο και πριν γίνει καθαρίστρια. Η αλήθεια είναι ότι μου έβγαζε κάτι διεστραμμένο, τίποτα χαστούκια, ροχάλες, τέτοια.
- «Ο καλός ο μύλος τα αλέθει όλα!», μου απαντάει ο Θεμιστοκλής.
Εκεί χάθηκε κάθε πιθανότητα να συνεχίσουμε την επαγγελματική κουβέντα και το γυρίσαμε στην ψωλοσυζήτηση. Θες οι πρωινές καύλες, θες το χαλαρό της κουβέντας, άρχισα να σκέφτομαι τη διαστροφή που μου έβγαζε η Βιολέτα. Έτσι ξεκίνησε… Σηκώθηκα, βρήκα τη Μόνικα Μπελούτσι στο μη αναστρέψιμο από τη συλλογή μου και κλείνοντας το μάτι στο Θεμιστοκλή, έβαλα το dvd και περίμενα. Όντως μετά από μερικά λεπτά άκουσα την Βιολέτα να ρωτάει:
- «Τι βλέπετε;»
Σιγά μην άκουγε το σύστημα να παίζει και δεν ερχόταν να μάθει.
- «Πάρε ότι θες να πάρεις και φύγε! Είναι ακατάλληλη για σένα αυτή η ταινία».
Σιγά μην δε τσίμπαγε.
- «Ναι, καλά. Τι είναι δηλαδή, τσόντα;»
Και να που βλέπει και μια σκηνή με την Μπελούτσι και κολλάει.
- «Ποια ταινία είναι; Πώς δεν τη έχουμε δει; Πότε την έβγαλε; Ποιος άλλος παίζει;»
- «Θα σου βάλω να δεις για ποιο λόγο μάλλον δεν την έχετε δει και θα φύγεις. Συνεννοηθήκαμε;»
Έτρεξα στην περιβόητη σκηνή του βιασμού και την παρακολουθούσα. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν πήρε το βλέμμα της από την οθόνη, παρά μόνο στην φάση του ξύλου έδειχνε να αναστατώνεται. Πάλι καλά.
- «Εντάξει;»
- «Ναι, μια χαρά!», μου λέει. «Πού είναι το πρόβλημα, δεν καταλαβαίνω…»
«Τι λέει βρε η ψώλα;», λέω από μέσα μου.
- «Ρε βιολέτα, της έσκισε τον κώλο!»
- «Σιγά το πράμα μωρέ. Τώρα, έτσι δεν πονάει».
Μένουμε μαλακές εγώ και ο Θεμιστοκλής.
- «Δηλαδή;»
- «Δεν πονάει έτσι…», επέμενε και έδειχνε πολύ σίγουρη γι’ αυτό που έλεγε.
- «Άντε βρε κοπέλα μου μέσα να συνεχίσεις που θα μας τρελάνεις πρωινιάτικα!»
Μα ο φίλος μου είχε άλλη άποψη και είχε ξαναβάλει τη σκηνή για να την αναλύσουν. Ξανά ουρλιαχτά, ξανά βογκητά, πολύ θέλει; Κάγκελο η πούτσα μου. Σηκώθηκα, πήγα στην κουζίνα να πάρω λίγο νερό και να σκεφτώ τι να κάνω. Μέχρι να γυρίσω ο φίλος μου με είχε βγάλει από την δύσκολη θέση. Της τον είχε βάλει στο στόμα και μου χαμογέλαγε.
Ένα πράγμα σκέφθηκα: «Δεν πονάει; Για να δούμε…». Της κατέβασα το κολάν και η κιλότα της μου θύμιζε τα σώβρακα που μας έδιναν στο στρατό. Άρχισα να χασκογελάω, με αποτέλεσμα να χαλαρώσει η διάθεση λίγο. Με αυθάδεια με ρώτησε αν θα γαμηθούμε ή θα γελάμε. Αυθόρμητα μου έφυγε ένα χαστούκι στα κωλομέρια της. Κούνησε τα κωλομέρια της σαν να ήθελε να βολέψει μια πούτσα πιο βαθιά και αναστέναξε.
- «Με πόνεσες! Πιο σιγά…», συνέχισε κοροϊδευτικά.
Αυτό ήταν. Κάθε τι πρόστυχο πέρασε από το μυαλό μου. Από μπανάνες και αγγούρια, μέχρι μαστίγια και λουρίδες. Αλλά το χειρότερο από όλα ήταν όταν τουρλωμένη όπως ήταν η κωλάρα της, είδα την τρύπα του πάτου της, φλιτζάνι του καφέ! Τα έχασα.
- «Μωρή καριόλα ψωλέτα, τι τρύπα είναι αυτή;»
- «Σ’ αρέσει;», μου απαντάει με το γνωστό στιλάκι.
- «Ο Αλβανός στον έχει κάνει έτσι;»
- «Ναι, σιγά. Μια φορά την εβδομάδα κι αυτή με το ζόρι. Να είναι καλά τα βίτσια σας, γαμιόληδες Έλληνες!»
Τσαφ της σκάω μια με την λουρίδα μου.
- «Μίλα καλύτερα γαμιόλα γι’ αυτούς που σε γαμάνε!»
Βέβαια την πλήρωσε ο Θεμιστοκλής. Από το ξαφνικό, του δάγκωσε τον πούτσο.
- «Σιγά μωρή, θα μου τον κόψεις!»
Της σκάει ένα χαστούκι ψιλό, μην τη βρει και σημαδεμένη ο Αλβανός, το όνομα δεν το γράφω γιατί και δεν το θυμάμαι. Ξαφνικά σταματάει την πίπα στο Θεμιστοκλή, κάθεται στον καναπέ και μου λέει επιτακτικά:
- «Βγάλτον έξω! Θα κάνουμε μια συμφωνία, θα κάνετε ότι θέλετε αλλά δεν θα μου κάνετε σημάδια γιατί ο άνδρας μου κάτι έχει πάρει χαμπάρι».
- «Πώς να μην σε πάρει χαμπάρι μωρή ψώλα; Ο πάτος σου είναι σα φλιτζάνι του καφέ. Όλοι από τον κώλο σε γαμάνε;»
- «Ναι. Όλοι εδώ είστε ανώμαλοι. Μόνο κώλο γαμάτε».
Όσο μιλάγαμε είχε πιάσει τις ψωλές μας και τις έτριβε στις ρώγες της. Τώρα είχε έρθει η ώρα μου για πίπα και έτσι της έπιασα το κεφάλι και το οδήγησα στην πούτσα μου. Άρχισε ξαφνικά να μου τη ρουφάει σαν να θέλει να την καταπιεί, πότε το πουτσοκέφαλο και πότε ολόκληρη τινάζοντας το κεφάλι της προς τα πίσω κάθε φορά που πνιγόταν. Στο Θεμιστοκλή την έπαιζε.
- «Σε έχουν χύσει δυο ψωλές στο στόμα μαζί;»
- «Μαζί όχι, και παρτούζες δεν έχω κάνει πολλές».
- «Ωραία! Ρούφα τώρα και μας τα λες μετά…»
Συνέχιζε να ρουφάει μια την δικιά μου πούτσα μια του Θεμιστοκλή, όταν μετά από λίγα λεπτά τσιμπουκιού ο φίλος ήθελε να την τουρλώσει. Με τίποτα δεν ήθελε.
- Θα με χύσετε στο στόμα πρώτα. Έτσι δεν είπατε;»
Αφού καταφέραμε να συντονιστούμε ο ένας περιμένοντας τον άλλον, έφτασε η στιγμή που το σπέρμα ήθελε να πεταχτεί από τις κατακόκκινες ψωλές μας, από το τσιμπούκι και το τρομπάρισμα.
- «Χύνω!!!»
- «Κι εγώ!!!»
Βουτάει τα πουτσοκέφαλα τα χώνει στο στόμα της και τα δυο προσπαθώντας να τα στραγγίσει ρουφώντας λυσσασμένα. Πρώτη φορά μου είχε συμβεί να χύσω με μια άλλη πούτσα «παρέα» στο στόμα μιας γυναίκας. Σηκώθηκε, έφτυσε τα χύσια σε ένα ποτήρι και σιγά - σιγά άρχισε να κάνει μάσκα στο πρόσωπο της και στα βυζιά της. Μείναμε μαλάκες!
- «Τι κάνεις εκεί μωρή;»
- «Είναι ακριβές οι κρέμες! Γιατί να πάνε χαμένα;»
Όσο την βλέπαμε να πασαλείβεται με τα χύσια, τούμπανο οι πούτσες μας.
- «Α! Για μισή ώρα δεν θα κάνουμε τίποτα, να στεγνώσει η κρέμα».
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.