Δεν έχω πολλούς φίλους και γνώρισα δυο παιδιά στο fb που πηγαίνουν στο τεχνικό Λύκιο της γειτονιάς μου. Ο Αχιλλέας είναι ένας 18 χρόνος αλβανός αλητάκος και ο Μανώλης 17χρονος Έλληνας, ψηλός και τυπάς, με μηχανάκι και γνωριμίες με ωραία κορίτσια.
Κάναμε παρέα για ένα δίμηνο και συνήθως έρχονταν στο σπίτι μου για Playstation. Όταν έλειπαν οι δικοί μου πίναμε κάνα τσιγαριλίκι, βλέπαμε τσόντες και τα παιδιά μιλούσαν πρόστυχα για γκόμενες που έβγαιναν μαζί τους. Εγώ δε συμμετείχα στης κουβέντες αυτές μιας και δεν έχω γαμήσει ακόμα και ήλπιζα πιτσιρικάδες οι φίλοι μου να μου γνωρίσουν καμία κοπέλα. Όταν ήταν μπροστά οι δικοί μου τα παιδιά ήταν πολύ μετρημένα και ευγενικά και οι γονείς μου τους συμπαθούσαν πολύ. Μάλιστα μου έλεγαν συχνά να παραδειγματίζομε από τους τρόπους τους.
Όλα ξεκίνησαν ένα μεσημέρι στο σπίτι μου. Συζητούσα με τον Αχιλλέα και το Μάνο να στήσουμε μια παρτίδα poker. Όταν μας άκουσε η μάνα μου μπήκε στην κουβέντα και ισχυρίστηκε ότι όταν έπαιζε χαρτιά ήταν αχτύπητη και ότι έχει βγάλει πολλά λεφτά παίζοντας poker. Ο Αχιλλέας άρχισε να την τσιγκλάει και να την προκαλεί να μας το αποδείξει. Η μάνα μου τσίμπησε το δόλωμα και τους είπε ότι ευχάριστως θα τους μάθαινε πώς παίζεται το παιχνίδι, αλλά δεν γινόταν να στήσουμε την παρτίδα στο σπίτι μας γιατί ο πατέρας μου δε γουστάρει τα χαρτιά.
- Έχω ένα φίλο κυρά Μόνικα που μένει μόνος του και θα μας παραχωρήσει τη γκαρσονιέρα του για ένα καρέ, παίζει και αυτός χαρτάκι και θα του αρέσει η ιδέα. Θα του τηλεφωνήσω να το κλείσω…
της είπε ο Μάνος και κάλεσε στο κινητό του.
- Έλα ρε bro τη γίνεσαι; Είμαι εδώ με τον Γιώργο που σου έλεγα και η μαμά του ισχυρίζεται ότι παίζει καλό Poker και μας προκαλεί σε μονομαχία. Ψήνεσαι; Ωραία τα λέμε σπίτι σου το βράδυ. See ya.
Όλα είχαν κανονιστεί για απόψε το βράδυ και κλείσαμε ραντεβού στις 8:00, στη διεύθυνση που μας έδωσε ο Μανώλης. Ήμουν ενθουσιασμένος και περίμενα πως και πώς να έρθει το βράδυ και να δω τη μάνα μου να βγάζει λεφτά και να βουλώνει το στόμα του Αχιλλέα που την προκάλεσε. Όταν ήρθε η ώρα ντυθήκαμε, είπαμε στον πατέρα μου ότι πάμε για καφέ και πήραμε ταξί για τη γκαρσονιέρα του παιδιού που μας κάλεσε.
Το παιδί που μας άνοιξε ήταν ο Τόλης ένας ψιλός και λιγνός αλβανός γύρω στα 25, με πολλά τατουάζ στα χέρια και στα πόδια που έβλεπα συχνά να κυκλοφορεί στη γειτονιά με ένα μηχανάκι και να πουλάει μούρη. Μάλιστα είχα ακούσει ότι ήταν καλή άκρη και μάλλον τα παιδιά εμπορεύονταν τα τσιγαριλίκια που πίναμε από αυτόν. Μας χαιρέτισε και περάσαμε στη γκαρσονιέρα όπου μας περίμεναν ο Αχιλλέας και ο Μάνος καθισμένοι στο τραπέζι που ήταν πανέτοιμο για το παιχνίδι.
Αφού χαιρετηθήκαμε με τα παιδιά, η μάνα μου κάθισε δίπλα μου στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα και στα δεξιά της κάθισε ο Μανώλης. Ο Τόλης έφερε ποτήρια με παγάκια και άνοιξε ένα μπουκάλι ουίσκι. Δεν είχα δει ποτέ την μάνα μου να πίνει και φοβήθηκα ότι θα ζαλιζόταν και θα έκανε λανθασμένες κινήσεις, αλλά ο Τόλης και οι φίλοι μου επέμεναν να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια και να πιούμε στη γνωριμία μας.
Στα πρώτα παιχνίδια η μάνα μου κέρδιζε και είχε ενθουσιαστεί. Χαζογελούσε, καυχιότανε, και έπινε διαρκώς από το ποτήρι που ο Μάνος δίπλα της γέμιζε ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή μάλιστα είδα το Μάνο να τινάζει την στάχτη του στο ποτήρι της όταν αυτή κοιτούσε τα φύλα της. Τότε άρχισα να υποψιάζομαι ότι σχεδίαζαν να μεθύσουν τη μάνα μου με σκοπό να της αποσπάσουν όλα τα χρήματα που είχε πάνω της.
Όσο περνούσε η ώρα, η μαμά μου μεθούσε όλο και περισσότερο και σιγά-σιγά άρχισε να χάνει τα χρήματα της μέχρι που τα έχασε όλα. Η μάνα μου στενοχωρήθηκε πολύ και άρχισε να εξηγεί στα παιδιά ότι είχε ζαλιστεί, παρασύρθηκε και έχασε τα λεφτά που χρειαζόμασταν για να πληρώσουμε το ενοίκιο του σπιτιού μας. Μετά παρακάλεσε τους φίλους μου να της δανείσουν κάποια από τα λεφτά που έχασε και ότι θα τους τα επέστρεφε στο τέλος του μήνα.
Τότε ο Τόλης της πρότεινε να παίξουν άλλη μια παρτίδα οι δύο τους. Αν κέρδιζε η μάνα μου, ο αλβανάκος θα της έδινε όλα τα λεφτά που της πήρε πίσω αν όμως έχανε θα έβγαζε τη μπλούζα της και θα καθόταν να συνεχίσει το παιχνίδι μέχρι να παραδεχτεί ότι είναι άσχετη από χαρτιά.
Είχα μείνει άφωνος από το θράσος του αλβανού, η μάνα μου όμως που είχε μεθύσει για τα καλά και η ανάγκη που είχαμε αυτά τα λεφτά την έκαναν να δεχτεί την πρόταση του Τόλη, λέγοντας μου να μην ανησυχώ γιατί διαισθανόταν ότι σίγουρα θα κέρδιζε. Θα έπαιρνε πίσω τα λεφτά που έχασε και θα έδινε ένα καλό μάθημα στα πιτσιρίκια. Η καρδία μου κόντευε να σπάσει και ένιωσα πανικό όταν η μάνα μου έχασε την παρτίδα. Η μάνα μου κλαψούρισε στον αλβανό να δεχτεί να δοκιμάσουν άλλη μια φορά αλλά ο Τόλης ήταν ανένδοτος. Ο εξευτελισμός μας είχε μόλις άρχισε.
- Έλα μαμάκα βγάλε τη μπλούζα να δούμε επιτέλους αυτές τις βυζάρες…
της λέει ο Τόλης. Η μαμά με κοίταξε νευρικά και εγώ το μόνο που έκανα ήταν να χαμηλώσω το βλέμμα στο τραπέζι. Μετά σηκώθηκε όρθια, έσκυψε και τράβηξε την μπλούζα πάνω από το κεφάλι της. Όλοι κοίταζαν με αδηφάγο βλέμμα το πόσο μεγάλα ήταν τα βυζιά της μάνας μου μέσα στο σφιχτό άσπρο σουτιέν που φορούσε, ενώ οι τεράστιες μαύρες ρώγες της φαίνονταν καθαρά κάτω από την δαντέλα.
Η μάνα μου κάθισε ξανά στο τραπέζι μόνο που αυτή τη φορά χωρίς καθόλου λεφτά και την μπλούζα της να κείτεται στο πάτωμα της γκαρσονιέρας του αλβανού. Ο Μανώλης που καθόταν ακριβώς δίπλα της, όπως όλοι μας, κοιτούσε αποσβολωμένος της βυζάρες που σχεδόν ακουμπούσαν στην πράσινη τσόχα του τραπεζιού, γέμισε τα ποτήρια όλων μας με ουίσκι, έκανε πρόποση στην φιλιά μας και άλλη μια πρόταση στη μάμα μου.
- Λοιπόν κυρά Μόνικα, σου δίνω άλλη μια ευκαιρία να μας αποδείξεις το ποσό καλή είσαι στο poker και επιπλέον να φορέσεις ξανά τη μπλούζα σου και να πάρεις πίσω τα 120 Ευρώ που έχω κερδίσει. Αν όμως χάσεις θα πάμε στον καναπέ απέναντι και θα μου βαρέσεις μαλακία. Έχω καυλώσει τρελά με αυτά τα βυζιά να κρέμονται δυο εκατοστά δίπλα μου…
της πρότεινε με θράσος ο πιτσιρικάς γυρνώντας και κοιτάζοντας έμενα που όπως και η μάνα μου, είχα γίνει κατακόκκινος από οργή και ντροπή.
Σε λίγο η μάνα μου είχε χάσει άλλη μια παρτίδα και Μανός την έπιασε αμέσως από το χέρι, τη σήκωσε από το τραπέζι και την οδήγησε στον απέναντι καναπέ ενώ ο Τόλης και ο Αχιλλέας άλλαξαν θέσεις για να παρακολουθήσουν άνετα το θέαμα που θα εκτυλισσόταν λίγα βήματα από το σημείο που καθόμασταν. Ο Μάνος άραξε αναπαυτικά στον μονό καναπέ του αλβανού με ανοιχτά τα μακριά του πόδια και έβαλε ανάμεσα τους ένα μαξιλαράκι για να γονατίσει η μάνα μου. Όταν η μάνα μου γονάτισε μπροστά του, το κωλοπαίδι κατέβασε τη φαρδιά φόρμα και το boxer που φορούσε, πέταξε έξω το μακρύ, ξυρισμένο, εφηβικό καβλί του και άρχισε να το κουνάει πέρα δώθε μπροστά στη μούρη της μάνας μου γελώντας και κλείνοντας μας το μάτι.
- Γιώργο σε παρακαλώ μη μας κοιτάς…
με παρακάλεσε η μάνα μου ενώ ήδη ο πούτσος του Μανώλη ανεβοκατέβαινε αργά στη χούφτα της. Εγώ υπάκουσα και έστρεψα το βλέμμα μου προς τα κάτω και τότε είδα τον Τόλη να έχει βγάλει έξω τον χοντρό πούτσο του και να τον παίζει κάτω από το τραπέζι ενώ ο Αχιλλέας τον έτριβε πάνω από το παντελόνι του. Σε λίγο έστρεψα πάλι το βλέμμα μου πίσω στον καναπέ. Ο Μάνος πρόσεξε ότι είχα παρακούσει την μάνα μου και τους κοιτούσα και μου έσκασε ένα σατανικό χαμόγελο. Έσκυψε μπροστά και πέρασε τα δάχτυλα του πάνω από το σουτιέν της μάνας μου στο σημείο που ξεχώριζε η πεταχτή της ρώγα. Η μάνα μου του τράβηξε το χέρι και παραπονέθηκε ότι αυτό δεν ήταν στην συμφωνία.
- Μόνικα, αν με αφήσεις να πασπατέψω λίγο τη ρώγα σου θα χύσω πολύ πιο γρήγορα!
Η μάνα μου που είχε γίνει κατακόκκινη από ντροπή και έξαψη, γύρισε και έριξε άλλη μια ανήσυχη ματιά προς το τραπέζι για να δει αν παρακολουθούσα.
- Γιώργο σου είπα να μη μας κοιτάς, μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση…
μου φώναξε απότομα.
- Άσε το παιδί να μας πάρει λίγο μάτι και συνέχισε την δουλεία σου…
της είπε ο Μάνος και άρχισε να τρίβει τη βυζάρα της μάνας μου και να τραβάει απότομα τη ρώγα πάνω από το σουτιέν κάνοντας την να ανασαίνει βαριά.
- Ρε συ Γιωργάρα, δεν έχω ξαναπαίξει με τόσο μεγάλη ρώγα και όσο την τσιμπάω, τόσο σκληραίνει.
Στο μεταξύ ο Τόλης και ο Αχιλλέας παρακολουθούσαν, γελούσα και σχολίαζαν το θέαμα που τους προσέφερε το ζευγάρι του καναπέ, τρίβοντας τα καβλιά τους. Κάποια στιγμή ο Τόλης σκύβει και μου λέει στο αυτί ότι δε θα φύγουμε από το σπίτι του αν δεν μου γαμήσουν πρώτα και οι τρεις μαζί τη μάνα.
Στο μεταξύ ο Μάνος είχε βγάλει έξω το ένα μαστάρι της μάνας μου και τραβούσε σαν ξετρελαμένος την κατάμαυρη, μακριά ρώγα της. Αυτή γονατιστή μπροστά του να του την παίζει γρήγορα με το χέρι που φορούσε τη βέρα της και να του λέει μάταια ότι αυτό που κάνουν είναι πολύ λάθος και μάλιστα μπροστά μου και να με διώξει από το δωμάτιο, ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στο τραπέζι.
Ξαφνικά ο Μάνος πετιέται όρθιος στον καναπέ, γραπώνει την μάνα μου από το μαλλί και αρχίζει να εκτοξεύει σπέρμα πάνω της φωνάζοντας…
- σε χύνω μωρή πουτάνα… σε χύνω στον καναπέ του αλβανού μπροστά στο γιο σου.
Ο πιτσιρικάς έχυνε ανεξέλεγκτα στα μαλλιά, στο πρόσωπο και το βυζί που κρέμονταν εκτεθειμένο και κατακόκκινο από την κακομεταχείριση του Μάνου. Οι άλλοι ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν ενώ η μάνα μου είχε μείνει εμβρόντητη από το θράσος του πιτσιρίκα και κοιτούσε τριγύρω ζαλισμένη και αηδιασμένη να βρει κάτι να σκουπιστεί. Ο Μάνος μάζεψε από το πάτωμα το φόρεμα της μάνας μου, σκούπισε επιδεκτικά το καβλί του και το πέταξε στην μάνα μου.
Αισθανόμουν τελείως ξεφτιλισμένος που επέτρεπα να συμβαίνει όλο αυτό, να κάθομαι και να βλέπω στο μισό μέτρο ένα μαλακισμένο που γνώρισα από το internet να μου ξεφτιλίζει έτσι τη μάνα κι εγώ να μην βγάζω άχνα. Η μάνα μου έκρυψε βιαστικά το βυζί της που γυάλιζε από το χύσι του Μανώλη πάλι μέσα στο σουτιέν της, σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να πλυθεί. Περνώντας μπροστά μου, μου λέει:
- Γιώργο ετοιμάσου, μόλις βγω φεύγουμε. Αρκετά ως εδώ…
και χώθηκε στο μπάνιο. Αμέσως ο Τόλης έβγαλε από την τσέπη του δυο κάψουλες και της άδειασε στο ποτήρι της μάνας μου. Γύρισε σε μένα και μου λέει:
- Πιτσιρίκο βλέπε να μαθαίνεις…
και μου έκλεισε το μάτι. Στο μεταξύ ο Μάνος φόρεσε το παντελόνι και πήρε θέση ξανά στο τραπέζι.
- Σε πάω στοίχημα ότι η μαμά του το ξυρίζει το ...
και πριν προλάβει να τελειώσει ο Μανώλης την φράση του η μάνα μπήκε φουριόζα στο δωμάτιο και άρχισε να κοιτά αριστερά δεξιά για τη μπλούζα της.
- Μαμάκα μάλλον ξέχασες ότι αυτό το κέρδισα… ένα μικρό ενθύμιο για να σε θυμάμαι μωρό μου…
είπε ο αλβανός κυματίζοντας την μπλούζα της μάνας μου πέρα δώθε.
- Σε παρακαλώ δάνεισε την μου να γυρίσω σπίτι μου και αύριο σου υπόσχομαι ότι θα στην επιστρέψω με τον Γιώργο…
παρακάλεσε η μάνα μου.
- Κάτσε πιες το ποτό σου να τα πούμε…
πρότεινε ο Τόλης και η μάνα μου υπάκουσε, κάθισε και άρχισε να πίνει το ουίσκι με το σπασμένο κουμπί.
- Εγώ θα σου δώσω την μπλούζα για να γυρίσεις στον μαλάκα τον άντρα σου όπως έφυγες κι εσύ θα μου δώσεις το σουτιέν και την κυλόττα σου…
της είπε με θράσος ο Τόλης κλίνοντας μου το μάτι ενώ οι άλλοι δυο χαχάνιζαν. Η μάνα μου το σκέφτηκε.
- Τι έγινε πριν από λίγο καθάριζες από τα μούτρα σου τα χύσια του πιτσιρικά και τώρα σε πιασαν οι ντροπές σου;
Όση ώρα γινόταν αυτός ο διάλογος έβλεπα τη μάνα μου να χαλαρώνει και φαινόταν να μην πολύ καταλαβαίνει, ούτε ακόμα και την στιγμή που ο Μανώλης άρχισε πάλι να της χαϊδεύει το βυζί. Ξαφνικά Ο Τόλης, τη σηκώνει όρθια, της κατεβάζει το σουτιέν και πετιούνται έξω δυο τεράστιες βυζάρες με κατάμαυρες πεταχτές ρώγες. Ο Τόλης αρχίζει να τη βυζαίνει κοιτώντας εμάς στο τραπέζι ενώ οι φίλοι μου γελούσαν και χειροκροτούσαν. Η μάνα μου διαμαρτυρόταν και προσπαθούσε να τον διώξει από πάνω της. Αυτός με μια δυνατή σπρωξιά την πετάει στο κέντρο του δωματίου και βάζει στον υπολογιστή να παίζει αλβανική Hip hop.
- Αυτό το κρατάω… της λέει ο Τόλης κουνώντας το σουτιέν στο πρόσωπο της. Τώρα βγάλε και τα υπόλοιπα. Αργά… κάνε μας στριπτίζ.
Η μάνα μου φορώντας τώρα μόνο την βαμβακερή άσπρη κυλόττα της κινήθηκε τρεκλίζοντας σαν υπνωτισμένη στο κέντρο του δωματίου, όμως δυσκολευόταν να σταθεί στα πόδια της και ο Αλβανός με μια απότομη κίνηση την πετάει πάνω στο στρώμα και πέφτει από πάνω της.
- Ίσως να χρειάζεσαι τελικά λίγη βοήθεια…
και της βγάζει την κιλότα, την πετάει στο τραπέζι, λέει κάτι στα αλβανικά και χώνει με βία ένα δάχτυλο στο τριχωτό μουνί της.
- Μαλάκες είναι τέρμα στενή…
γυρνάει και μας λέει. Αμέσως οι φίλοι μου πετάγονται από το τραπέζι και ορμάνε στο στρώμα. Ο Μάνος και ο Αχιλλέας αρπάζουν από ένα βυζί και αρχίζουν να πιπιλάνε τις μαύρες πεταχτές ρώγες της μάνας μου σαν παλαβοί, ενώ ο Τόλης γαμούσε με το μεσαίο δάχτυλο την τρύπα της, παραμιλώντας στα αλβανικά.
Καθόμουν μόλις λίγα βήματα από τη μάνα μου που μούγκριζε πάνω στο στρώμα του αλβανού και προσπαθούσε να διώξει τα παιδιά που ρουφούσαν και δάγκωναν άγρια της βυζάρεςτης και τον αλβανό που τώρα τραβούσε απότομα και ξερίζωνε τούφες μουνότριχες και της τις έβαζε στο στόμα. Τότε δεν κρατήθηκα άλλο και όρμισα καταπάνω τους να τη σώσω.
Συνεχίζεται…
Copyright protected OW ref: 155264
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.