Το βράδυ βγήκαμε σε ένα μπαράκι του νησιού. Ήταν ντυμένη πολύ σέξι. Με τα ποτά κάναμε κεφάλι. Όλο το βράδυ δε σταμάτησα να τη γδύνω με τα μάτια μου. Σε κάποια στιγμή χορεύαμε. Βρεθήκαμε αγκαλιά. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Φιληθήκαμε. Ήταν η αρχή ενός έρωτα. Μια αγάπης. Φύγαμε από το μπαράκι. Τραβήξαμε στο δωμάτιό μου. Μόλις μπήκαμε μέσα αρχίσαμε τα παθιασμένα φιλιά. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί ο ένας πάνω στον άλλο. Της σήκωσα τα πόδια. Τον ακούμπησα στο μουνί της και άρχισα να τον τρίβω. Είχε γίνει μούσκεμα από την καύλα. Το έβαλα σιγά-σιγά. Ήταν στενή. Αργά με μικρές κινήσεις τον έχωσα ολόκληρο. Συνέχισα για λίγο. Ήθελα να συνεχίσω κι άλλο. Δεν άντεξα όμως. Τον έβγαλα έξω και τελείωσα πάνω στην κοιλιά της. Ξαπλώσαμε αγκαλιά. Κοιμηθήκαμε κοντά στο πρωί.
Με τη Έλενα γυρίσαμε στην Αθήνα μαζί. Συνεχίσαμε να βγαίνουμε. Ερχόταν τακτικά στο σπίτι μου και έμενε. Πέρασε ένας χρόνος. Η Έλενα μίλησε για μένα στους δικούς της. Δεν ήθελαν να ακούσουν με κανένα λόγο. Τους πίεσε. Με τη συμβολή της αδερφής οπισθοχώρησαν και παντρευτήκαμε. Τον πρώτο καιρό ήμαστε πολύ ευτυχισμένοι. Φέραμε στον κόσμο και τη Γεωργία.
Το σεξ δεν έλειπε από τη ζωή μας. Θυμάμαι που καθόμαστε στο σαλόνι οι δυο μας. Τη μικρή την πήρε η πεθερά μου στο σπίτι για σαββατοκύριακο. Η Έλενα φορούσε ένα σορτς κολλητό και μια ριχτή μακό μπλούζα. Την πλησίασα και τη φίλησα στο στόμα. Της έβγαλα τη μπλούζα και τα δυο της υπέροχα βυζιά πετάχτηκαν μπροστά μου. Άρχισα να της πιπιλάω τις ρώγες. Είχαν σκληρύνει από την καύλα. Κατέβηκα προς τα κάτω. Η Έλενα είχε γείρει προς τα πίσω και απολάμβανε τα φιλιά μου. Της ξεκούμπωσα το σορτς. Πάτησε τα πόδια της και σήκωσε λίγο τη μέση της. Έτσι με διευκόλυνε να της το κατεβάσω. Έσκυψα στο ξυρισμένο της μουνάκι. Άρχισα απαλά με τη γλώσσα μου να της το γλείφω. Βογκούσε από την καύλα. Η γλώσσα μου πέρασε από τα μουνόχειλα στην κλειτορίδα. Τη ρούφηξα. Ύστερα κατέβηκα στη σχισμή χώνοντας τη γλώσσα στο πλημμυρισμένο της μουνί. Τα υγρά είχαν κατέβει μέχρι την κωλοτρυπίδα της. Έχωσα ο ένα δάχτυλο μέσα στη σούφρα της και άρχισα να την παίζω, ενώ η γλώσσα μου τη έκανε να χύσει. Την έβαλα στα τέσσερα. Της τον έχωσα στο μουνί της και της χάιδευα τον υπέροχο κώλο της. Την έπιασα τα κωλομέρια και της άνοιξα. Έχωσα πάλι το δάχτυλό μου μέσα όσο τη γαμούσα από το μουνί. Δεν άργησε να χύσει. Τον έβγαλα. Τον ακούμπησα στον κώλο της.
- Θα πονέσω μου λέει.
- Θα το κάνω σιγά-σιγά. Μη φοβάσαι, της λέω.
Χαλάρωσε λίγο. Τον ακούμπησα κι έσπρωξα σιγά σιγά το πουτσοκέφαλο μέσα. Συρρικνώθηκε λίγο και μπήκε μέσα. Άρχισα την κίνηση μπρος πίσω. Σιγά σιγά χαλάρωσε η κωλοτρυπίδα της. Ο πούτσος μου ήταν έτοιμος να χύσει. Με μια αδέξια κίνηση τον έχωσα λίγο περισσότερο. Πονούσε. Σφίχτηκε. Έχυσα μέσα της. Τελειώσαμε. Μου παραπονέθηκε ότι πονάει. Προσπαθήσαμε να το κάνουμε κι άλλη φορά, χωρίς καλή επιτυχία. Δεν καταφέραμε να βρούμε τρόπο που να μας ευχαριστεί και τους δυο. Εκείνη τη μέρα το κάναμε σε διάφορες στάσεις.
Η ζωή μας κυλούσε όμορφα μέχρι που άρχισαν τα προβλήματα. Προβλήματα που είχαν, ίσως αφορμή την οικονομική κρίση. Εκνευρισμοί και τσακωμοί λόγω των οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν. Όμως σύντομα ηρεμούσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Και το σεξ ήταν αυτό που μας εκτόνωνε από το στρες και ο άγχος.
************************************************************
Μόλις τέλειωσα τη βάρδια μου. Ήταν 9:00. Πήρα το Μετρό και κατέβηκα στο Σύνταγμα. Σκέφτηκα να περπατήσω μέχρι το σπίτι. Αρκετή απόσταση αλλά δεν είχα καμιά όρεξη να φτάσω νωρίς στο γνωστό και άθλιο περιβάλλον του σπιτιού μου. Περπατούσα κατεβαίνοντας τη Σταδίου. Χάζευα τον κόσμο. Έβλεπα χαρούμενα ερωτευμένα ζευγαράκια να περπατούν στο δρόμο αγκαλιασμένα και με έπιανε μια βαθιά μελαγχολία.
Πολλές φορές το πάθαινα αυτό τον τελευταίο καιρό. Τα πράγματα με τη Έλενα δεν πηγαίνανε καθόλου καλά τελευταία . Μάλιστα τον τελευταίο χρόνο το σεξ από τη ζωή μας είχε γίνει πλέον ανάμνηση. Έφτασα χωρίς να το καταλάβω στην Ομόνοια. Πήρα την Πατησίων προχωρώντας για την Κυψέλη. Όταν έφτασα σε ένα σημείο πήρα ένα στενό δρομάκι που θα με έβγαζε πιο κοντά στο σπίτι μου. Μετά από τόση ώρα ποδαρόδρομο, κι όταν η σωματική κούραση πλέον σου έκρουε το καμπανάκι, κοίταζα να φτάσω όσο πιο γρήγορα να ξεκουραστώ. Καθώς περνούσα μπροστά από την πόρτα ενός ισόγειου σπιτιού μια νέα γυναίκα βγήκε τρέχοντας και έπεσε πάνω μου. Πέσαμε κι δυο κάτω. Μέχρι να σηκωθώ βγήκε ένας άντρας και τη άρπαξε με δύναμη μπροστά μου. Άρχισε να τη χαστουκίζει. Χωρίς να χάσω καιρό μπήκα ανάμεσά τους. Εκείνη με παρακαλούσε να τη σώσω.
- Σε παρακαλώ… του φώναξε, άσε με αν φύγω παλιάνθρωπε!
- Δεν έχεις να πας πουθενά παλιοβρώμα… της έλεγε και τη χαστούκισε ξανά.
Χωρίς να χάσω ευκαιρία τον άρπαξα με δύναμη και τον έσπρωξα πίσω. Τότε μου όρμησε. Δεν άργησα να εφαρμόσω όσα ήξερα από τις πολεμικές τέχνες που ήξερα. Μια δύο κινήσεις τον είχα ξαπλωμένο και ζαλισμένο στο έδαφος. Σηκώθηκε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κατσαβίδι να με χτυπήσει. Το πόδι μου με μια γρήγορη κίνηση τον χτύπησε στο πλάι του κεφαλιού, κάνοντάς τον να χάσει τις αισθήσεις του. Πήρα την κοπέλα που ήταν τρομαγμένη από το μπράτσο και της είπα να απομακρυνθούμε. Πήραμε ένα κάθετο δρομάκι και σε λίγο βρεθήκαμε στην Πατησίων.
- Θα σου βρω ταξί. Μη φοβάσαι.
- Σε ευχαριστώ, μου είπε κλαίγοντας.
- Θέλεις χρήματα;
- Όχι σε ευχαριστώ έχω.
Περιμέναμε περίπου 15 με 20 λεπτά. Μέχρι να βρούμε ταξί. Όσο περιμέναμε μου είπε το όνομά της. Την έλεγαν Μαρίνα. Με τον τύπο ήταν μαζί για πάνω από ένα χρόνο. Προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτόν αλλά ήταν μάταιο. Την απειλούσε και τη χτυπούσε. Τον φοβόταν πάρα πολύ. Ήταν ένα ρεμάλι και τίποτα άλλο. Τελικά το ταξί ήρθε και έφυγε. Με ευχαρίστησε ακόμα μια φορά για τη βοήθεια. Η Μαρίνα ήταν μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα. Είχε μαύρα μαλλιά και ένα όμορφο αγγελικό πρόσωπο.
Έφυγα με την εικόνα αποτυπωμένη στο μυαλό μου. Ένιωσα σαν τον ήρωα που έσωσε μια καλλονή. Η ώρα είχε πάει 11:00 όταν έφτασα στο σπίτι. Με περίμενε η Έλενα με τη φίλη της τη Τζούλια. Ένα βλαμμένο από τη δουλειά της. Δεν τη χώνευα καθόλου τη φίλη της γιατί ήταν εκτός από πονηρή, ήταν και κακιά. Βέβαια κι εγώ από την πλευρά μου δεν έκρυβα την αντιπάθειά μου γι’ αυτή σε καμιά περίπτωση. Μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνη έκανε μια κίνηση να φύγει αλλά η Έλενα της είπε να μείνει λίγο ακόμα. Πήγα στην κουζίνα και έψαξα κάτι να φάω.
- Δημήτρη, πάρε κάτι απ’ έξω. Είχα φτιάξει μακαρόνια με κιμά αλλά δεν έμεινε. Ήρθε κι η μαμά οπότε δεν έμεινε τίποτα, είπε η Έλενα.
"Δεν είναι η πρώτη φορά", μονολόγησα από μέσα μου. Εξάλλου εδώ και ένα χρόνο το κακό έχει παραγίνει σκέφτηκα. Έφτιαξα μια ομελέτα με τα δύο τελευταία αυγά που ήταν στο ψυγείο και έφαγα για να μην πέσω κάτω από την πείνα. Έκανα ένα ντους και πήγα στο σαλόνι να καθίσω μαζί τους. Αυτές μιλούσαν ψιθυριστά. Μόλις με είδαν άλλαξαν κουβέντα απ’ ότι κατάλαβα.
- Τι νέα βρε Τζούλια;
- Τίποτα Δημήτρη μου. Τα ίδια.
- Ο Λευτέρης τι κάνει; Η ερώτηση ήταν για τον άντρα της.
- Καλά είναι σε χαιρετάει.
Ο Λευτέρης ήταν αρχιλογιστής της εταιρείας που δούλευαν. Αυτός ήταν που μίλησε στην εταιρεία να πάρουν τη Έλενα για δουλειά πριν τρία χρόνια. Ήταν υπερόπτης και πολύ εγωιστής. Νόμιζε ότι είχε πιάσει τον Πάπα από τα αρχίδια μια και μέσα στην κρίση κράτησε τη διευθυντική θέση στην εταιρεία. Εμένα πάντα με κοιτούσε πάντα με μια περιφρόνηση. Ποτέ δεν είχε σε εκτίμηση τους δασκάλους. Φυσικά ούτε που του έδινα σημασία. Με τον ίδιο τρόπο τον περιφρονούσα κι εγώ. Δεν τον πήγαινα καθόλου. Εξάλλου τι είχε αυτός περισσότερο από εμένα; Τίποτα. Ούτε σπουδές στο επίπεδο το δικό μου ούτε τίποτα.
*************************************************
Με τη Έλενα άρχισαν τα προβλήματα πριν τρία χρόνια. Όταν μειώθηκε ο δικός μου ο μισθός. Το δάνειο που πήραμε για την επισκευή του σπιτιού μας άρχισε να πιέζει πολύ την κατάσταση. Δεν ήθελα η Έλενα να δουλέψει. Τα έξοδα πολλά. Η Έλενα αναγκάστηκε να δουλέψει. Τον πρώτο χρόνο δεν υπήρχαν προβλήματα. Ήμαστε ακόμα αγαπημένοι. Κάθε βράδυ κούρνιαζε στην αγκαλιά μου όπως παλιά. Κάθε βράδυ σχεδόν κάναμε έρωτα με πολύ πάθος. Δεν ήταν απλά σεξ, αλλά έρωτας. Πραγματικός έρωτας. Περνούσαμε τις οικονομικές δυσκολίες που μας προέκυψαν μαζί. Στηρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Θυμάμαι μια πρωτοχρονιά μετά από τον ερχομό του νέου έτους. Όταν έφυγαν όλοι καθίσαμε στο σαλόνι. Με κοίταξε όπως με κοίταξε την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί και έγλειφε ο ένας τον άλλο. Η Έλενα όπως είπα, ήταν πολύ μαζεμένη και ευαίσθητη στο σεξ. Ποτέ δεν μου έπαιρνε πίπα με δική της πρωτοβουλία. Κι αν έπαιρνε αυτό γινόταν με δική μου πίεση. Αλλά ήμουν ευτυχισμένος. Ήμαστε ευτυχισμένοι. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που κάναμε έρωτα μέχρι τις 6 το πρωί. Εκείνο το βράδυ προσπάθησα να της τον βάλω για άλλη μια φορά από πίσω. Αλλά η Έλενα με απώθησε. Έπιασε αμέσως τον πούτσο μου με το χέρι της και τον έχωσε ξανά στο μουνί της. Ήταν στημένη στα τέσσερα. Με το χέρι της μου χάιδευε τα αρχίδια. Σε λίγο με έκανε να χύσω. Τραβήχτηκα και έχυσα πάνω στη σούφρα της.
*******************************************************
Σε λίγο χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα και είδα τη Έλενα να κοιμάται σαν ένας άγγελος. Δεν ξέρω. Παρ' όλο που μου συμπεριφερόταν τόσο άσχημα, κατά βάθος την αγαπούσα. Και δε μπορούσα να εξηγήσω τη στάση της απέναντί μου. Πολλές φορές μου πέρασε από το μυαλό ότι με απατά με κάποιον, αλλά πάλι όταν τη έβλεπα να επιστρέφει πτώμα από τη δουλειά μου έφευγαν οι αμφιβολίες. Ήμουν σίγουρος ότι κουραζόταν πολύ. Τα οικονομικά μας όμως δεν άφηναν περιθώρια. Μετά από ένα χρόνο που έπιασε δουλειά η Έλενα εγώ έπιασα δουλειά ως φύλακας σε μια εταιρεία. Έτσι ο χρόνος που βρισκόμαστε ήταν πολύ λίγος. Η Έλενα σχολούσε στις 5 κι εγώ από τη δεύτερη δουλειά στις 9:00. Έτσι άρχισαν τα προβλήματα. Η μάνα της δεν έλεγε ποτέ καλό λόγο για μένα. Πάντα με κατηγορούσε. Βλέπεις δεν της γέμιζα το μάτι από την αρχή. Και βέβαια από τον καιρό που άρχισε η Έλενα να δουλεύει η πεθερά μου ξεσάλωσε χειρότερα απέναντί μου. Εκείνο που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν η στάση της Έλενας που πάντα τη δικαιολογούσε.
Έφυγα για το σχολείο. Εκείνη τη μέρα πήγαμε τα παιδιά σε ένα θέατρο. Όταν καθίσαμε σε κάτι τραπέζια να πιούμε καφέ με τους συναδέλφους, έφτασε και ένα άλλο σχολείο. Σε λίγο φάνηκε το πρώτο τμήμα με τα παιδιά και τη συνοδό τους. Δεν έδωσα σημασία στην αρχή. Ένας συνάδελφος με σκούντησε.
- Κοίτα βρε συ, μια θεογκόμενα δασκάλα!
Γύρισα και κοίταξα. Η έκπληξη ήταν μεγάλη. Ήταν η Μαρίνα. Η κοπέλα που έσωσα από τον τύραννο το προηγούμενο βράδυ. Όταν βγήκε η Μαρίνα στο κυλικείο του θεάτρου η έκπληξη ήταν το ίδιο μεγάλη και γι’ αυτή. Χαιρετηθήκαμε. Ήταν με μια φίλη της συνάδελφο. Καθίσαμε όσο κράτησε το έργο στη ίδια παρέα. Εκεί ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Η συντροφιά μαζί της ήταν τόσο ευχάριστη. Χαμογελαστή, ευχάριστη, όμορφη, με δυο γαλάζια μάτια που τόνιζαν το όμορφο και γεμάτο πάθος πρόσωπό της. Ήμουν γοητευμένος από την ομορφιά της. Η ώρα πέρασε. Ο καθένας πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Επέστρεψα στο σπίτι. Σε λίγο έφυγα για τη δουλειά. Το βράδυ επέστρεψα νωρίς με τη μηχανή. Μπήκα στο σπίτι. Ήταν η Έλενα στην κουζίνα.
- Καλησπέρα, της λέω.
- Καλησπέρα… μου λέει με ένα ψυχρό ύφος, συνηθισμένο τον τελευταίο καιρό.
- Τι νέα;
- Τίποτα. Μου απαντάει.
Πήγα να τη φιλήσω.
- Έλα άσε τις αηδίες! Αποφεύγοντας το φιλί μου.
Πήγα στο μπάνιο και έκανα ένα ντους. Γύρισα κάθισα στην κουζίνα.
- Συμβαίνει κάτι; Της λέω.
- Όχι, τι να συμβαίνει;… μου λέει με ένα ψυχρό και αδιάφορο ύφος.
- Κοίτα… τελευταία δεν με αντιμετωπίζεις καλά.
- Δηλαδή; Ρωτάει με ένα ειρωνικό ύφος.
- Άστο γάμησε το ρε κοπελιά. Δεν θα βγάλουμε άκρη. Προσπαθώ εδώ και ένα χρόνο να είμαστε όπως και πρώτα αλλά εσύ με αποφεύγεις γαμώ το καντήλι μου. Τι στο διάολο σε έχει πιάσει; Λες και πλέον δεν έχω καμιά θέση στη ζωή σου. Καμιά θέση μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Και ξεκίνησε ένας καυγάς άνευ σημασίας. Ισχυρίστηκε ότι κουράζεται, ότι πονάει το κεφάλι της όταν γυρίζει κουρασμένη στο σπίτι.
Τίποτα δεν πίστεψα. Άκουγα τη μάνα της σε άλλη έκδοση. Και να ήθελα να αλλάξω τα πράγματα, δεν γινόταν. Ήμαστε εγκλωβισμένοι οικονομικά. Το χρέος στην τράπεζα δεν άφηνε περιθώρια. Το σπίτι που ανακαινίσαμε ήταν υποθηκευμένο από μέρος δανείου που πήρε η Έλενα. Είχα κι ένα θείο στη Γερμανία. Πολλές φορές του έγραψα να με βοηθήσει αλλά δεν έδωσε σημασία. Ούτε παιδιά είχε ούτε σκυλιά. Ζούσε μόνος του στο Μόναχο. Και είχε χρήματα, να πω ότι δεν είχε; Απλά ήταν κάποια κόντρα που είχε με το μακαρίτη τον πατέρα μου. Και το παράξενο ήταν ότι ήταν ο μοναδικός συγγενής από το σόι του πατέρα μου, όπως κι εγώ γι’ αυτόν.
Πέρασαν οι μέρες. Ένα απόγευμα στη δεύτερη δουλειά χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ένας δικηγόρος. Ο δικηγόρος του θείου μου. Μου ανακοίνωσε ότι ο θείος πέθανε και ότι ο μακαρίτης μου άφησε μια κληρονομιά αρκετά καλή. Τόσο σε καταθέσεις όσο και ένα σπίτι στη Γερμανία. Από τη μια λυπήθηκα για το θείο μου. Μια και ήταν ο τελευταίος συγγενής από του πατέρα μου το σόι. Από τη άλλη όμως ένιωσα μια ανακούφιση. Το είδα ως το θείο δώρο για να ξελασπώσω από την οικονομικό τέλμα που μπήκα. Ήθελα να πάρω τη Έλενα να της το πω να χαρεί. Ήθελα να τη σταματήσω από τη δουλειά και να είμαστε όπως πρώτα. Πίστευα μέσα μου ότι τα πράγματα θα έφτιαχναν. Προφασίστηκα ότι είμαι αδιάθετος. Από την εταιρεία ο προϊστάμενος μου έδωσε άδεια. Πήρα τη μηχανή και έφυγα για το σπίτι.
Άφησα τη μηχανή στο πάρκινγκ που είχα νοικιάσει και γύριζα χαρούμενος στο σπίτι μου. Είχε φως στην κρεβατοκάμαρα. Τα παντζούρια κατεβασμένα. Ανέβηκα από τη σκάλα. Έβαλα το κλειδί και άνοιξα την πόρτα. Μπήκα σχεδόν αθόρυβα. Ήθελα να κάνω έκπληξη στη γυναίκα μου. Ήθελα να την κάνω με την ευχάριστη αυτή είδηση να γελάσει όπως πρώτα. Δεν με περίμενε. Όμως η έκπληξη ήταν δική μου. Άκουσα γέλια και βογγητά από την κρεβατοκάμαρα. Το αίμα μου πάγωσε στις φλέβες μου. Γνώρισα τη φωνή της γυναίκας μου.
- Έλα άντρα μου γάμησε με. Ξέσκισέ με!
- Σε γαμάω μουνάρα μου. Αυτό κάνω. Όπως δε σε γαμάει ούτε ο άντρα σου ο μαλάκας.
- Αχ ναι χύνω η πουτάνα! Τέτοιο πούτσο σαν τον δικό σου δεν έχω ξαναφάει!
Προχώρησα στα νύχια. Στάθηκα στο σκοτεινό διάδρομο. Η πόρτα μισάνοιχτη. Τους έβλεπα. Ήθελα να μπουκάρω να τους σκοτώσω. Γνώρισα το διευθυντή της.
Σηκώθηκε και της τον έδωσε στο στόμα. Τον έγλειφε με μανία και τον έχωνε ολόκληρο μέσα. Ενώ μαλάκιζε το μουνί της. Σε λίγο τη έβαλε στα τέσσερα.
- Θα σου σκίσω τον κώλο μουνάρα μου!
- Ναι ψωλαρά μου σκίσε τον μου να γουστάρω!
Κι άρχισε η γαμάει χώνοντάς τον ολόκληρο στον κώλο της. Αυτή μαλάκιζε και πάλι το μουνί της και έχυσε πριν από αυτόν. Σε λίγο έχυσε κι αυτός. Ξάπλωσαν ανάσκελα στο κρεβάτι μας.
- Το ευχαριστήθηκα το πιστεύεις;… του λέει και τον φίλησε
Έσφιξα τις γροθιές μου κι ήμουν έτοιμος να μπουκάρω μέσα να τους σκοτώσω και τους δύο. Εκεί που οι σκέψεις μου διαδεχόταν η μια τη άλλη αστραπιαία από το σοκ, σε μια στιγμή σκέφτηκα τη Μαρίνα. Απλά μου ήρθε η μορφή της στο μυαλό μου. Δεν ξέρω γιατί. Σκέφτηκα πως ό,τι και να έκανα εκείνη τη στιγμή ίσως μου γύριζε μπούμερανγκ στο κεφάλι μου. Έφυγα αθόρυβα.
Βγήκα στο δρόμο. Ήμουν σα χαμένος. Περπατούσα μέσα στο δρόμο. Νύχτωσε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πήρα το φίλο μου το Στέλιο. Βρεθήκαμε και του τα είπα. Έμεινε.
- Κοίτα βρε Δημήτρη, μην κάνεις καμιά τρέλα.
- Δε θα κάνω τρέλα του είπα. Θα τη χωρίσω. Και του είπα μετά για την κληρονομιά από το θείο μου.
- Σε συμβουλεύω το θέμα της κληρονομιάς να ο κρατήσεις μυστικό από τη Έλενα. Αφού σου εξηγήθηκε έτσι, φαντάσου τώρα με τα λεφτά να αρχίσει να σου δείχνει ότι σε αγαπάει ξαφνικά.
- Έχεις δίκιο του είπα.
Γύρισα σπίτι. Η Έλενα συμπεριφερόταν όπως και πριν. Δεν της έδωσα σημασία. Πήγα πλύθηκα και τη άραξα στον καναπέ του σαλονιού. Κοιμήθηκα εκεί γιατί σιχαινόμουν πια το κρεβάτι. Έκανα πως με πήρε ο ύπνος βλέποντας τηλεόραση. Η Έλενα πήγε στην κρεβατοκάμαρα και από ότι άκουσα πήρε τηλέφωνο την Τζούλια και τα λέγανε. Σε κάποια στιγμή ένιωσα το θυμό μου να ξεχειλίζει. Ήθελα να μπω και να τη σπάσω στο ξύλο. Αλλά πάλι κρατήθηκα.
Την άλλη μέρα πήγα στο σχολείο. Τηλεφώνησα στο δικηγόρο και έκλεισα ραντεβού για τη κληρονομιά. Το απόγευμα βρεθήκαμε. Η κληρονομιά ήταν αρκετά σεβαστή. Τα μετρητά έφταναν και περίσσευαν για να περάσω μα άνετη ζωή.
Έπρεπε όμως πρώτα να τακτοποιήσω το θέμα με τη γυναίκα μου. Αυτή που πίστευα πως ήταν ο έρωτάς μου. Αυτή που με πρόδωσε αφού μου έκανε τη ζωή το τελευταίο διάστημα κόλαση. Βρήκα κάποιον ντετέκτιβ. Του έδωσα μια προκαταβολή και κανόνισα τη μέρα που θα παγίδευε το σπίτι μου. Εκείνη τη μέρα προφασίστηκα ασθένεια. Το ήξερε και η Έλενα αλλά ελάχιστα νοιάστηκε για την υγεία μου όπως έκανε τόσο καιρό πια. Ο άνθρωπος ήρθε και παγίδευσε τα πάντα. Κάμερες και μικρόφωνα σε όλα τα μέρη του σπιτιού. Την επομένη πήγα στην απογευματινή δουλειά μου. Ήτανε το τελευταίο μεροκάματο. Εκείνη τη μέρα υπέβαλα και την παραίτησή μου. Δεν ήταν απαραίτητο πια να σκοτώνομαι στη δουλειά. Σχόλασα όμως αργά. Από τη μια ήθελα να αφήσω το πεδίο ελεύθερο στην πουτάνα που παντρεύτηκα, από τη άλλη δεν ήθελα να κρεμάσω τους ανθρώπους που με βοήθησαν τόσο καιρό δίνοντάς μου δουλειά. Και μάλιστα με μαύρα λεφτά.
Γύρισα στο σπίτι αργά. Πήγα στο γραφείο και έγραψα σε ένα στικάκι όσα είχαν τραβήξει οι κάμερες. Ήταν τραγικά βασανιστικό όταν άκουσα στα ακουστικά να με βρίζουν και να με υποτιμάνε. Ο διευθυντής της παντρεμένος με παιδιά δε δίσταζε να κατηγορεί και να υποτιμά τη ίδια του γυναίκα προκειμένου να εξυψώσει το δικό μου το πουτανί. Έβριζε κι εμένα κι εκείνη το δεχόταν. Δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν έπιναν καφέ και μιλούσαν τόσο απαξιωτικά για μένα. Και οι δυο τους.
Έκλεισα τον υπολογιστή οργισμένος. Ήθελα να την πιάσω να τη σκοτώσω. Κρατήθηκα.
Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο σχολείο. Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου. Έπρεπε να του πιάσω επ’ αυτοφώρω. Ήθελα να δω το ύφος τους.
Δεν πήγα σπίτι. Περίμενα απέξω. Στις 4:30 έφτασε γυναίκα μου. Σε λίγο φάνηκε κι εκείνος από το στενό πιο κάτω. Δεν ήθελαν προφανώς να δώσουν στόχο στη γειτονιά γι’ αυτό άφηνε το αυτοκίνητό του πιο πέρα.
Μπήκε μέσα. Του άνοιξε από το θυροτηλέφωνο. Μετά από ένα τέταρτο είδα το φως στην κρεβατοκάμαρα. Περίμενα 10 λεπτά. Προχώρησα. Μπήκα στο κτίριο κι ανέβηκα τη σκάλα. Άνοιξα όσο αθόρυβα γινόταν. Αλλά με βιασύνη. Ήθελα σε περίπτωση που με καταλάβαιναν να μην προλάβουν να αντιδράσουν. Μπήκα στο σπίτι και άκουσα τα βογγητά τους από την κρεβατοκάμαρα. Κλείδωσα την πόρτα αθόρυβα. Προχώρησα με γρήγορο βήμα στο διάδρομο που οδηγεί στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξα με μια κλωτσιά την πόρτα. Σάστισαν. Εκείνη ανάσκελα κι εκείνος από πάνω της. Γυμνοί κι δυο. Τα ρούχα τους πεσμένα στο πάτωμα στην πλευρά τη δική μου προς την πόρτα.
- Γεια σας παιδάκια! Σας διέκοψα;
Εκείνος έκανε να πάρει τα ρούχα που ήταν κοντά στα πόδια μου. Με μια γρήγορη κλωτσιά στον αγκώνα του χεριού του, σχεδόν, τού το αχρήστεψα. Η δεύτερη τον βρήκε στο πρόσωπο και έπεσε πίσω μέσα στα αίματα. Τράβηξα το σεντόνι που ήταν σκεπασμένη η Έλενα.
- Να σου εξηγήσω Δημήτρη μου…
- Δημήτρη μου; Τι λες βρε πουτάνα; Μου; Τώρα; Τόσο καιρό με ανεβοκατέβαζες μαλάκα και βλάκα και ηλίθιο. Κι εσύ κι η πουτάνα η μάνα σου. Κι όταν γαμιέσαι με τον καργιόλη αυτόν πάλι με βρίζετε. Και τώρα «Δημήτρη μου!»
Τη βούτηξα από το μαλλί και τη άρχισα στα χαστούκια. Με το αριστερό χέρι την κράταγα από τα μαλλιά και με το δεξί τη χαστούκιζα με όση δύναμη είχα. Την πέταξα στο πάτωμα. Εκείνος έκανε να σηκωθεί. Τον άρχισα στις γροθιές. Τον χτυπούσα απανωτά στα πλευρά. Κουλουριάστηκε στο πάτωμά. Σχεδόν δε μπορούσε να πάρει ανάσα Όπως ήταν ξάπλα του άρπαξα το πόδι και του έριξα κάποιες κλωτσιές στα αρχίδια τόσο δυνατές που έχασε τις αισθήσεις του. Έπιασα τη γυναίκα μου από τα μαλλιά
- Ή θα μιλήσεις ή θα πεθάνετε κι δυο;
- Σε παρακαλώ ηρέμησε θα σου εξηγήσω, έλεγε κλαίγοντας και με εκλιπαρούσε.
Εκείνος συνήλθε. Αλλά δε μπορούσε να σταθεί όρθιος. Του πέταξα τα ρούχα.
- Φόρεσε του τα. Είπα στη Έλενα που έτρεμε σαν το ψάρι.
Του φόρεσε τα ρούχα. Τους είπα επιτακτικά να πάνε στο σαλόνι. Υπάκουσαν. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Η Έλενα ποτέ δε με είχε δει έτσι όσα χρόνια ήμαστε μαζί. Ίσως και ποτέ δεν υπολόγιζε ότι μπορεί να είμαι τόσο καλός στο να δίνω ξύλο αλλά και να γίνομαι τόσο βίαιος. Πάντα ίσως με θεωρούσε για πολύ μαλθακό τύπο, ίσως και για μαλάκα. Θεωρούσε πολλές φορές ίσως ότι αυτά που της έλεγα ήταν στη φαντασία μου, ένα κόμπλεξ, ότι ήταν αυτά που ήθελα να κάνω ως άντρας. Απλά όπως και να έχει έπεσε έξω. Και το διαπίστωσε με το χειρότερο τρόπο. Κι αυτό έπρεπε να το πιστέψει τώρα που τα πράγματα πήραν τέτοια τροπή γι’ αυτήν και τον γκόμενό της.
Πήρα ένα χαρτί.
- Όνομα επώνυμο, το όνομα της γυναίκα σου. Το τηλέφωνό σου το τηλέφωνό της κλπ.
- Σε παρακαλώ ψέλλισε. Μην μου καταστρέψεις την οικογένειά.
Άρχισα να γελάω.
- Γιατί ρε μουνόπανο δεν κατέστρεψες κι εσύ τη δική μου;
Τον σήκωσα πάνω και του έχωσα μια γροθιά στο στομάχι.
- Πες μου, πόσο ξύλο θέλεις να φας ακόμα για να γίνεις υπάκουο παιδάκι; Ε; Πες μου;
Άρχισε να μου λέει ο όνομά του και όλα όσα του ζήτησα. Άνοιξα την πόρτα και τον πέταξα έξω. Έφυγε. Η Έλενα ήταν γυμνή στο σαλόνι.
- Λέγε της λέω. Δεν έχεις επιλογή. Ή θα τα ξεράσεις όλα ή θα σε σκοτώσω στο ξύλο. Μπορεί και να μην ξημερώσεις ζωντανή από τα χέρια μου!
Αφού συνήλθε λίγο από το σοκ ζήτησε να βάλει τα ρούχα της.
- Σήκω και πήγαινε και ντύσου.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Έκανε να πιάσει το κινητό της από το τραπεζάκι. Ήμουν πίσω της. Της το άρπαξα. Της έχωσα άλλο ένα χαστούκι. Άρχισε να με παρακαλεί κλαίγοντας να μην αρχίσω πάλι τις φάπες. Δεν άντεχε άλλο πόνο.
- Σε παρακαλώ Δημήτρη μου! Μη δεν αντέχω άλλο. Μη με χτυπάς!
Γυρίσαμε στο σαλόνι. Κλείδωσα την πόρτα. Πήρα και τα κλειδιά της.
Στην αρχή άρχισε να μου λέει ότι ήταν η πρώτη φορά.
- Λοιπόν αν μου ξαναπείς ψέματα θα σε σαπίσω απόψε. Τα ξέρω όλα, απλά θέλω να τα ακούσω από σένα. Να είσαι έστω και για μια φορά μωρή πουτάνα ειλικρινής απέναντί μου. Τα έχω γράψει όλα.
- Ποια έχεις γράψει όλα;
- Τα γαμήσια σας. Αρκετά να σας τινάξω στον αέρα. Λοιπόν;
Άρχισε να μου λέει ότι όλα άρχισαν πριν ένα χρόνο κι ότι αυτός την προώθησε να πάρει τη θέση της προϊσταμένης. Και άλλες παπαριές.
- Κοίτα της λέω με πρόδωσες. Και δε θα περάσει έτσι. Εγώ ήμουν τίμιος απέναντί σου. Εσύ φέρθηκες σαν πουτάνα. Τα τελευταία χρόνια μου έκανες το βίο αβίωτο. Κι εσύ και η καργιόλα η μάνα σου. Θα σε χωρίσω. Με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο που θέλω εγώ όμως. Όχι πολιτισμένα όπως θα σε βόλευε. Θα σε βασανίσω και σένα κι αυτόν τον πούστη. Μέχρι να γεράσετε δεν θα ξεχάσετε αυτά που θα σας κάνω. Με είχες για μαλάκα κι εσύ κι η πουτάνα η μάνα σου.
- Σε παρακαλώ η μαμά τι φταίει και τη βρίζεις;
- Ήξερε ή δεν ήξερε ότι τραβιόσουν με τον καργιόλη, ναι ή όχι; Πρόσεξε τι θα μου απαντήσεις! Δεν ξέρω για τον πατέρα σου αλλά η μάνα σου σίγουρα.
Σε αυτό το σημείο έριξα άδεια να πιάσω γεμάτα.
- Κάτι της είχα πει κάποτε αλλά όχι πολλά.
- Να η πρώτη αλήθεια. Το πας καλά. Προχώρα παρακάτω… το λαβ στορυ.
Άρχισε να μου λέει ότι προσπάθησε να αναρριχηθεί στην εταιρεία για το καλό της οικογένειας. Γι’ αυτό ενέδωσε στο φλερτ του διευθυντή της. Κι ότι εκείνος ήταν ο λόγος που κατάφερε να πάρει καλύτερο μισθό και προαγωγή. Κι έλεγε ότι χάρη στην προαγωγή και το καλύτερο μισθό ήθελε να ξεχρεώσουμε πιο γρήγορα το δάνειο.
Εκεί άρχισα να γελάω.
- Για το καλό της οικογένειας; Πόσο γελοία μπορείς να γίνεσαι ακόμα; Αφού βρε πουτάνα εγώ ξεχρέωνα το δάνειο από τη δεύτερη δουλειά που δούλευα. Τι μου λες τώρα; Πόσο καιρό γαμιέσαι μαζί του;
- Ένα χρόνο περίπου.
- Μάλιστα. Όσο ακριβώς άρχισες να με απορρίπτεις εντελώς. Έτσι δεν είναι;
- Μα δε σε απέρριψα.
- Τι λες βρε μαλακισμένη. Ένα χρόνο τώρα έχεις να το κάνουμε. Και πριν ήσουν τάχα μου συνεσταλμένη. Κι αυτόν τον καργιόλη γαμιόσουν σαν επαγγελματίας πουτάνα. Λέγε βρε πουτάνα πόσες φορές προσπαθήσαμε να κάνουμε πράγματα μαζί και το έπαιζες οσία; Ε; Σε γάμησε από τον κώλο τις προάλλες. Και σε είδα να τον παρακαλείς να στον σκίσει. Με βρίζατε και εσύ και αυτός. Έχυσε στον κώλο σου και του πήρες τον πούτσο στο στόμα μετά από αυτό μέχρι το λαρύγγι από μόνη σου. Και σταμάτα μα μυξοκλαίς γιατί δεν θα αργήσει ο καινούριος γύρος από το ξύλο. Θα γλείψεις τα κόκκαλα σου. Κανόνισε.
Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν οι γονείς της.
Η Έλενα πήγε στο μπάνιο. Καθόμουν στο σαλόνι. Μπήκανε και με καλησπέρισαν με το ίδιο υφάκι που είχαν πάντα. Το ειρωνικό.
Όταν κάθισαν τους πρόσφερα καφέ. Ήρθε και η Έλενα. Το πρόσωπό της ήταν πρησμένο ακόμα από τα χαστούκια. Η μάνα της το κατάλαβε. Πήγε δίπλα της.
- Τι έπαθε η κόρη μου βρε αλήτη; Τι της έκανες βρε κοπρόσκυλο;
- Μαμά σε παρακαλώ! Είπε η Έλενα.
- Κοπρόσκυλο κυρία Ουρανία; Έχεις καταλάβει βρε κωλόγρια τι λες;
Φούντωσα πια! Δε λογάριαζα τίποτα από δω και μπρος. Τέρμα τα προσχήματα κι οι σεβασμοί απέναντί της. Δεν θα ήμουν πια και κερατάς και δαρμένος.
- Άκου κοπρόσκυλο. Εγώ που δούλευα δυο δουλειές και παρακαλούσα την πουτάνα την κόρη σου να φύγει από τη δουλειά, να μαζευτεί στο σπίτι. Κι αυτή…
Η κυρία Ουρανία όμως ξεσπάθωσε για τα καλά. Άρχισε να μου σέρνει διάφορα. Να με απειλεί ότι θα με πάει στην αστυνομία κλπ.
- Κοίτα κυρά Ουρανία, έπιασα την κόρη σου να γαμιέται με το διευθυντή της. Ένα χρόνο πηδιόταν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
- Λες ψέματα… πετάχτηκε ο πεθερός μου. Δεν έχεις στοιχεία. Έλενα τι λέει;
Η Έλενα δεν μιλούσε. Έσκυψε το κεφάλι και έκλαιγε.
Σηκώθηκα και έβαλα το στικάκι στην τηλεόραση. Την ένταση αρκετά δυνατή να ακούγονται καθαρά οι ομιλίες. Το βίντεο άρχισε να παίζει. Έμειναν άφωνοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η Έλενα δε μπορούσε να το πιστέψει όταν της είπα ότι τα κατέγραψα όλα. Τώρα πια την «έπεισα». Άφησα το βίντεο να παίζει.
- Όταν ξαναγυρίσω να πάρεις την κωλόγρια σου και να φύγεις, είπα στον πεθερό μου.
Πήρα ο σακάκι μου κι έφυγα.
Βγήκα έξω. Ήμουν ικανοποιημένος με την εκδίκηση που πήρα. Περπάτησα στη γειτονιά. Πήρα το αυτοκίνητο. Πήγα προς το Γκάζι. Πήρα τη Μαρίνα τηλέφωνο. Σε λίγο βρεθήκαμε. Πήγαμε σε ένα μπαράκι. Από την αρχή η Μαρίνα κατάλαβε ότι κάτι μου συνέβη. Της τα είπα όλα. Με κατάλαβε. Άρχισε να λέει κι αυτή τα δικά της. Από το βράδυ εκείνο ένιωσα πως βρήκα μια αδερφή ψυχή.
Το βράδυ αργά γύρισα σπίτι. Πήρα ένα σκέπασμα και ένα μαξιλάρι και ξάπλωσα στον καναπέ. Η Έλενα καθόταν στο σαλόνι και με περίμενε. Πήγε να μου μιλήσει. Της έκανα νόημα να φύγει. Επέμενε μια δυο φορές.
- Κοίτα αν θέλεις την περιποίηση που είχες με το γαμιά σου ξανά, να σου την προσφέρω. Διαθέτει μπόλικη το κατάστημα.
Έφυγε. Δεν ξέρω αν κοιμήθηκε καλά εκείνο το βράδυ. Σίγουρα όχι. Εγώ άραξα και χάζευα στην τηλεόραση. Με πήρε ο ύπνος τελικά εκεί.
Την άλλη μέρα βρεθήκαμε πάλι με τη Μαρίνα. Βγήκαμε για καφέ. Εκεί φιληθήκαμε για πρώτη φορά. Το ίδιο βράδυ πήγαμε στο σπίτι της. Καθίσαμε στην κουζίνα και έφτιαξε ένα τσάι. Λέγαμε διάφορα. Έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα. Τα φιλιά μας έγιναν πιο παθιασμένα. Με πήρε από το χέρι. Με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Φιληθήκαμε για λίγο όρθιοι. Της έβγαλα τη μπλούζα. Συνέχισα να τη φιλάω. Τα φιλιά μου κατέβηκαν στο λαιμό. Με μια κίνηση της ξεκούμπωσα το σουτιέν. Δύο υπέροχα στητά βυζιά ξεπρόβαλαν μπροστά μου. Άρχισα να φιλάω τις ρώγες της που κόντευαν να σπάζουν από την καύλα. Η Μαρίνα βογκούσε από καύλα. Σε λίγο βρεθήκαμε γυμνοί ξαπλωμένοι στο κρεβάτι να φιλάει ο ένας τον άλλο. Τη φιλούσα σε όλο το σώμα. Κατέβηκα σιγά στην κοιλιά της και σε λίγο βρέθηκα πάνω στο ξυρισμένο της μουνί. Άρχισα να φιλάω τα μουνόχειλα αναστέναζε. Με απαλές τρυφερές κινήσεις άρχισα να περιεργάζομαι την κλειτορίδα της παίζοντάς τη με τη γλώσσα. Σήκωσε ελαφριά τα πόδια της και πίεζε με το χέρι της το κεφάλι μου. Συνέχιζα στις ίδιες κινήσεις και στον ίδιο ρυθμό.
Άρχισε να αναστενάζει έντονα. Προχώρησα και έχωσα τη γλώσσα μου στην πλημμυρισμένη σχισμή του μουνιού της. Συνέχισα στον ίδιο ρυθμό ώσπου η Μαρίνα με πίεζε το κεφάλι με περισσότερη δύναμη και το έσφιξε στα μπούτια της. Ένιωσα το στόμα μου να πλημμυρίζει με χύσια. Σπαρταρούσε από καύλα. Με ξάπλωσε ανάσκελα. Κάθισε στα πόδια μου και άρχισε να μου παίρνει μια πίπα που μόνο στα όνειρά μου έβλεπα μέχρι τότε. Βαθιά, με τα χέρια της να παίζουν τον πούτσο μου. Δεν άργησα να φτάσω σε οργασμό.
Ξαπλώσαμε λίγο ο ένας πάνω στον άλλο. Σε λίγο ο πούτσος μου μού σηκώθηκε. Τα φιλιά της Μαρίνας και τα χάδια της γίνονταν όλο και πιο παθιάρικα. Σηκώθηκε. Με καβάλησε άρχισε να κουνιέται πάνω μου λικνίζοντας τα υπέροχα βυζιά της. της τον έχωνα όλο, βαθιά. Της χούφτωσα τα βυζιά. Την τράβηξα προς τα κάτω και μου τα έδινε εναλλάξ στο στόμα. Κυλίσαμε αριστερά και βρέθηκε από κάτω μου. Της σήκωσα τα πόδια στους ώμους. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Σε λίγο ένιωσα τα νύχια της στην πλάτη μου. Με πονούσε και ο πόνος αυτός με άναβε περισσότερο. Έχυσε με πάθος βογκώντας δυνατά. Σε δευτερόλεπτα, σχεδόν ταυτόχρονα άρχισα να χύνω και εγώ μέσα της. Αποκαμωμένοι ξαπλώσαμε αγκαλιά. Την πήρα αγκαλιά.
Το βράδυ εκείνο δεν γύρισα σπίτι. Έκλεισα και το κινητό μου τηλέφωνο. Μέχρι το πρωί ξεθεωθήκαμε στο γαμήσι, ή μάλλον καλύτερα στον έρωτα. Αυτός ήταν πραγματικός έρωτας. Με τη Μαρίνα ένιωσα ότι ταιριάζει τόσο η χημεία μας. Λες κι ήμαστε ο ένας για τον άλλο.
Σηκωθήκαμε το πρωί. Έπρεπε να πάμε στη δουλειά μας. Ήπιαμε καφεδάκι. Όμορφα. Μέσα στις γλύκες και στα φιλιά. Κάτι που είχα καιρό να νιώσω σαν άνθρωπος. Το μεσημέρι επέστρεψα στο σπίτι. Όλα ήταν στη θέση τους. Θα έλεγε κανείς ότι δεν συνέβη τίποτα. Το σπίτι ήταν καθαρό. Τα πάντα στη θέση τους. Το απόγευμα γύρισε και η Έλενα. Κάθισε απέναντί μου σα βρεγμένη γάτα. Εγώ είχα ήδη παραγγείλει απ’ έξω.
- Θέλεις να σου παραγγείλω κάτι να φας;
- Ναι, δεν έχω τίποτα.
Πήρα τηλέφωνο μια και δεν είχε περάσει πάνω από 10 λεπτά που παρήγγειλα το δικό μου. Το φαγητό ήρθε. Φάγαμε ένα ήσυχο γεύμα. Μόλις τελειώσαμε τη ρώτησα πώς πέρασε στη δουλειά.
- Ο Νίκος δεν ήρθε σήμερα. Πήγε στο νοσοκομείο. Είναι χτυπημένος άσχημα.
- Συγγνώμη βρε Έλενα. Μα και συ δεν με προϊδεάζεις όμως! Μου ήρθε ξαφνικό. Αν μου είχες πει: «Αγάπη μου μην έρθεις τόσο νωρίς από τη δουλειά. Καθυστέρησέ το λίγο μέχρι να γαμηθώ με το γκόμενο» ε, θα το καθυστερούσα λίγο, είπα με σαρκαστικό ύφος.
- Μη με ειρωνεύεσαι σε παρακαλώ! Λυπάμαι για ό,τι έγινε. Ο Νίκος μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι θα συζητηθεί και το θέμα της δουλειάς μου. Καταλαβαίνεις τώρα; Αν χάσω τη δουλειά μου τι θα γίνουμε;
- Όπα βρε Ελενίτσα μου. Ξαφνικά σε έπιασε ο πόνος τι θα γίνουμε; Δεν το σκέφτηκες ποτέ όμως όταν γαμιόσουν με τον καργιόλη. Δεν το σκεφτόσουν όταν μου συμπεριφερόσουν σαν σκυλί. Και τι ήθελες… να δεχθώ μου γαμάει τη γυναίκα ο άλλος για ένα μισθό και να καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια; Κι εγώ γιατί δούλευα δεύτερη δουλειά; Πας καλά; Καταλαβαίνεις τι έκανες; Τα σκέφτηκα όλα. Από όταν άρχισες να γαμιέσαι με αυτόν τον καργιόλη με είχες σαν το σκυλί. Για βάλε τα όλα κάτω. Σου είχα πει ότι εγώ βρήκα δεύτερη δουλειά. Και μάλιστα με κάτι έξτρα σε συνοδείες ασφάλειας θα έπαιρνα περισσότερα. Κι αυτό μέχρι να ξεχρεώσουμε. Αλλά εσύ φρόντισες να με προδώσεις. Με απέρριψες σαν το σκυλί. Και μάλιστα είχες σύμμαχο και τη μάνα σου. Είναι η ώρα της πληρωμής Έλενα.
- Τι θέλεις να κάνουμε;… είπε βουρκωμένη.
- Θα χωρίσουμε. Τις απόμενες μέρες θα σου σταλούν από δικηγόρο μου τα χαρτιά του διαζυγίου.
Χαμήλωσε το κεφάλι της.
- Και το σπίτι; Το δάνειο;
- Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς από πριν. Εσύ με το μισθό σου μπορείς να το πληρώνεις το κομμάτι σου. Εγώ θα δώσω κάτι να σου μειώσω τη δόση με κάποιο τρόπο αλλά δεν θα έχω καμιά υποχρέωση από εδώ και μπρος. Θα το κανονίσουν οι δικηγόροι μας.
- Ώστε πήρες την απόφασή σου;
- Ναι. Έλενα Δεν μπορώ να καθίσω μαζί σου. Θα κρατήσεις το παιδί. Η κηδεμονία από κοινού.
- Κι αν με διώξουν από τη δουλειά; Θα χάσουμε το σπίτι. Είναι υποθηκευμένο.
Με εξόργισε φοβερά που δε σκεφτόταν εμένα, το γάμο μας. Σκεφτόταν την πάρτη της. Δεν πίστευα ακόμα μια φορά αυτό που άκουγα από το στόμα της. Δηλαδή σκέφτηκα ότι με είχε ξεγράψει η πουτάνα από την καρδιά της. Μα πόσο πουτάνα είναι σκέφτηκα.
- Πρόβλημά σου. Εγώ τότε θα πάρω το παιδί. Μαζί μου θα ζει άνετα. Εγώ και δουλειά θα έχω και χρήματα. Το τι θα κάνεις εσύ ύστερα είναι δικό σου θέμα. Δεν ξέρω και δε με αφορά από εκεί και πέρα.
- Ο Νίκος είπε ότι θα σου κάνει μήνυση για σωματικές βλάβες.
- Κοίτα η γυναίκα του δεν ξέρει τίποτα ακόμα. Τι θέλει πες του; Να σε διώξει από τη δουλειά και να επισκεφτώ τη γυναίκα του με όσες αποδείξεις έχω στα χέρια του; Πάρε τον τηλέφωνο.
Η Έλενα δίστασε στην αρχή. Ύστερα τον πήρε τηλέφωνο. Πήρα το τηλέφωνο.
- Τι κάνεις Νικολάκη; Έμαθα πως είχες ένα ατύχημα.
Πήγε κάτι να πει…
- Κοίτα, του λέω διακόπτοντάς τον, υπάρχουν δύο επιλογές. Κατ’ αρχάς να ξέρεις εγώ θα χωρίσω την πουτάνα που γαμούσες εδώ και ένα χρόνο. Δε με ενδιαφέρει καθόλου. Δε με φοβίζουν οι απειλές σου για σωματικές βλάβες. Αν κάνεις κάτι τέτοιο θα σε ξεμπροστιάσω στη γυναίκα σου και στην εταιρεία σου. Δεύτερον θα σου παίξω ένα δεύτερο μπερντάκι ξύλο που ίσως και να σε κάνω μακαρίτη. Η πρώτη επιλογή γλυκοτσούτσουνε είναι… να πάω στη γυναίκα σου και να σου χαλάσω το σπίτι όπως εσύ χάλασες το δικό μου. Και με τη συνταγή του δεύτερου γύρου από ξύλο θα σε καταστήσω εντελώς ανάπηρο. Η δεύτερη επιλογή και πιο συμφέρουσα για όλους είναι: Αναρρώνεις. Η Έλενα χωρίζει μαζί μου και παραμένει στη δουλειά. Η γυναίκα σου δε μαθαίνει τίποτα. Εγώ χωρίζω τη Έλενα. Μπορείς τώρα να τη γαμάς όσο θέλεις όπως έκανες εδώ και ένα χρόνο. Αν σου σηκώνεται ακόμα βέβαια. Κι έτσι έχουμε και το σκύλο χορτάτο και την πίτα – όση έμεινε βέβαια – αφάγωτη. Τι λες;
Σώπασε. Δεν ήξερε τι να πει. Η Έλενα κοίταζε σα χαμένη. Έκλεισα το τηλέφωνο. Την κοίταζα σιωπηρός.
- Τελειώσαμε Έλενα. ΤΕΛΟΣ!
- Όπως θέλεις… μου είπε με βουρκωμένα μάτια. Όμως να ξέρεις ότι εγώ ακόμα σ’ …
- Μην το πεις! Την διέκοψα. Είναι ψέμα ρε γαμώτο. Σταμάτησα τη δεύτερη δουλειά κι ερχόμουν να σου κάνω την πιο ευχάριστη έκπληξη. Ήθελα να είσαι ευτυχισμένη. Θα άλλαζα τη ζωή μας άμεσα προς το καλύτερο. Όμως με πρόδωσες. Μην κάνεις καμιά μαλακία με το διαζύγιο και δε δεχθείς γιατί θα μπλέξουν χειρότερα τα πράγματα. Θα το πληρώσετε κι δυο σε χειρότερο βαθμό. Είμαι αποφασισμένος.
Σώπασε. Ήταν βουρκωμένη. Δεν έκλαιγε. Έβλεπε ότι μιλούσα σοβαρά κι ότι είχα πάρει τις αποφάσεις μου.
- Και τι έκπληξη είναι αυτή που μου ετοίμαζες;
- Μια έκπληξη που αν δεν έκανες αυτά που έκανες θα σε έκανα τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Αλλά τώρα δεν έχει νόημα. Και δε θα σου πω ποτέ. Δεν το αξίζεις.
- Μάλιστα…
Σηκώθηκε πήγε στην κουζίνα. Κάθισε στην καρέκλα. Άρχισε να κλαίει. Δεν τη λυπόμουν πια. Για μένα ξόφλησε. Ανυπομονούσα να βρεθώ στην αγκαλιά της Μαρίνας. Στις 8:00 έφυγα. Με ρώτησε αν θα αργήσω.
- Δε θα γυρίσω Έλενα απόψε. Κοίτα να πάρεις το παιδί από την αδερφή σου. Θα γυρίσω αύριο μετά το σχολείο.
Το βράδυ πήγα στη Μαρίνα. Περάσαμε ένα ονειρεμένο βράδυ. Η Μαρίνα είχε μαγειρέψει. Το φαγητό της ήταν ένα όνειρο. Θα έλεγε κανείς ότι έτρωγα σε gourmet εστιατόριο. Είχαμε κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί που αγόρασε η ίδια. Θα πρέπει να έδωσε πολλά λεφτά. Φάγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι. Κι η Έλενα ήξερε να μαγειρεύει. Αλλά από τότε που άρχισε να δουλεύει και άρχισαν και τα μεταξύ μας προβλήματα τα παράτησε. Είχε παρατήσει τα πάντα.
Καθίσαμε στον καναπέ δίπλα-δίπλα. Αγκαλιαστήκαμε. Άρχισα να τη φιλάω στο λαιμό. Αφέθηκε στα φιλιά μου και γουργούριζε σαν γατούλα. Της έβγαλα τη μπλούζα και άρχισα να παίζω με τις ρώγες των βυζιών της. Σε λίγο τη γύμνωσα τελείως. Γδύθηκα κι εγώ. Ξάπλωσα. Ήρθε από πάνω μου. Άρχισε να με φιλάει παντού στο σώμα. Κατέβηκε προς τα κάτω. Αφέθηκα. Πήρε τον πούτσο μέσα στο στόμα της σχεδόν ολόκληρο. Τέλεια πίπα, Ονειρεμένη. Σηκώθηκε κάθισε πάνω μου και το πήρε μέσα της. Άρχισε να κουνιέται με αργούς ρυθμούς. Το ίδιο κι εγώ. Η αίσθηση ήταν υπέροχη. Από ένα σημείο και μετά οι κινήσεις μας γίνονταν συντονισμένα. Βρήκαμε το ρυθμό μας. Ήταν υπέροχο! Έβλεπα τα μαύρα της μαλλιά στους ώμους. Τα γαλάζια της μάτια, το όμορφο πρόσωπό της. Ένιωθα να κάνω έρωτα με μια θεά. Μετά από 5 λεπτά ανασηκώθηκε. Έπιασε τον πούτσο μου και τον οδήγησε στην κωλοτρυπίδα της. κινούταν σιγά-σιγά. Μπήκε το πουτσοκέφαλο… σε λίγο ολόκληρος. Άρχισε το μέσα έξω. Ζούσα ένα όνειρο. Αυτό που με τη Έλενα ήταν βάσανο, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, η Μαρίνα το έκανε με ευχαρίστηση και με δικής της πρωτοβουλία. Εκστασιαστήκαμε! Ένιωσα τα υγρά του μουνιού της πάνω μου. Έχυνε φώναζε από καύλα. Έχυσα κι εγώ μέσα στον κώλο της. δεν τραβήχτηκε. Έσκυψε πάνω μου και με φιλούσε. Όλο ο βράδυ το κάναμε άλλες δύο φορές. Το πρωί τη ξύπνησα με ένα φιλί. Την κοίταξα στα μάτια.
- Σ’ αγαπάω! Της είπα.
- Κι εγώ σε αγαπάω, από την πρώτη στιγμή που με έσωσες δε μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου.
Φύγαμε για το σχολείο μας ο καθένας. Το μεσημέρι γύρισα στο σπίτι μου. Η Έλενα ήταν εκεί. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά. Ήθελε πάλι να το κουβεντιάσουμε. Δε σήκωνα συζήτηση. Το απόγευμα συναντήθηκα με ένα δικηγόρο. Του έδωσα ότι ήθελε για την αίτηση διαζυγίου.
Το βράδυ πήγα πάλι στη Μαρίνα. Της είπα για όλες τις εξελίξεις. Το βράδυ κάναμε μια φορά έρωτα. Ύστερα αγκαλιαστήκαμε τρυφερά και η Μαρίνα κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου μέχρι το πρωί.
Σε δύο μέρες τα χαρτιά ήταν έτοιμα. Γύρισα σπίτι τη ώρα που γύριζε η Έλενα από τη δουλειά. Μου είπε ότι γύρισε και ο Νίκος. Μου είπε ότι σε όλους είπε ότι τον λήστεψαν στο δρόμο και ότι έκανε μήνυση κατ’ αγνώστου για να θολώσει τα νερά. Φτιάξαμε ένα καφέ. Και καθίσαμε στο σαλόνι. Έβγαλα από το σακάκι μου τα χαρτιά του διαζυγίου. Η Έλενα πάγωσε. Τα πήρε στα χέρια της. τα διάβασε. Της έδωσα το στυλό.
- Υπέγραψε σε παρακαλώ.
Τα υπέγραψε. Μετά βούρκωσε και πήγε στο μπάνιο.
- Κοίτα όπως βλέπεις το σπίτι μένει στο παιδί και σε σένα. Είμαι αρκετά γενναιόδωρος σε σχέση με όσα μου έκανες. Και να σού ελαφρύνω τη θέση σου λέω ότι ο θείος μου με κάλεσε στη Γερμανία. (Δεν είπα τίποτα για το θάνατό του και την κληρονομιά) Μού έστειλε τα χρήματα του δανείου. Το ξόφλησα ολόκληρο να μην κινδυνεύει το παιδί να μείνει χωρίς σπίτι.
Έβγαλα το εξοφλητικό. Το διάβασε.
- Σε ευχαριστώ πολύ. Σου οφείλω μια συγγνώμη για όσα έκανα.
- Για το παιδί μας το έκανα να το ξέρεις. Αν δεν είχαμε παιδί θα σας κατέστρεφα εντελώς κι εσένα κι αυτόν. Ίσως να μη ζούσατε τώρα.
Κουβέντες που την πλήγωσαν σίγουρα. Το έβλεπα στο πρόσωπό της. Σηκώθηκα.
- Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο από εδώ και μπρος Έλενα. Αληθινά στο λέω. Γεια σου.
Γύρισα και έφυγα. Η Έλενα με κοίταζε κατάχλομη, με ένα παγωμένο ύφος. Σε λίγο έφτασα στο σπίτι της Μαρίνας. Χτύπησα. Είδα τη Μαρίνα αναστατωμένη. Μπήκα μέσα και στο σαλόνι καθόταν ο πρώην της. Όταν με είδε ο τύπος σάστισε. Δεν το περίμενε ότι ήμουν εγώ.
- Τι συμβαίνει Μαρίνα;
- Τίποτα Δημήτρη. Ήρθε εδώ και με εκβιάζει.
- Όπα, του λέω, μάγκα. Μάζεψέ τα και σπάσε.
Και με μια κίνηση τον αρπάζω από το γιακά. Τον τραβάω και τον πετάω έξω. Στην πόρτα του παίζω μια γροθιά.
- Μην ξανατολμήσεις παλιοτόμαρο να την πλησιάζεις γιατί θα σου κόψω τα πόδια. Κατάλαβες.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι μια και δεν είχε άλλη επιλογή. Έφυγε. Καθίσαμε να ηρεμήσουμε λίγο. Η Μαρίνα μου είπε ότι είχε κλειδί από την πόρτα από παλιά και τον βρήκε μέσα στο σπίτι. Κλειδώσαμε και βάλαμε το κλειδί πίσω από την πόρτα. Το βράδυ εκείνο η Μαρίνα δεν είχε όρεξη. Λογικό. Ούτε κι εγώ. Όμως είχαμε ανάγκη ο ένας την αγκαλιά το άλλου. Κάθισα και είπα στη Μαρίνα για το διαζύγιο. Όπως κι αυτή μου είπε όλη την ιστορία με το φίλο της. Νιώσαμε τόση ζεστασιά ο ένας κοντά στον άλλο.
Της είπα ότι πρέπει να πάω να δω την κληρονομιά του θείου μου. Πώς ήταν στο ακέραιο. Μάλιστα της πρότεινα τις διακοπές του Πάσχα να τις περάσουμε μαζί. Και που αλλού στη Γερμανία.
Τις επόμενες μέρες έμαθα από τη Έλενα ότι ο Νίκος τη χώρισε. Δεν της έδινε σημασία πια. Την πέταξε στην ουσία σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Δε μπορούσε λέει να χωρίσει τη γυναίκα του. Και μιας και η συμφωνία μαζί μου ήταν αυτή, τη θεώρησε αρκετά βολική για όλους. Αλλά έπρεπε να είναι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Μάλιστα την προειδοποίησε να μην κάνει καμιά κουταμάρα.
Μια μέρα πήγα στο σπίτι να δω τη μικρή. Χτύπησα. Μου άνοιξε η Έλενα.
- Γιατί χτυπάς; Δεν έχεις κλειδιά;
- Όχι Έλενα. Δεν έχω. Μόλις έφυγα αν θυμάσαι τα άφησα στο τραπέζι.
- Τα έμαθα τα νέα της λέω. Σε σούταρε;
- Όχι αυτός, εγώ.
Γέλασα.
- Δεν πειράζει ποιος. Αλλά τώρα τι θα κάνεις;
- Τίποτα θα συνεχίσω να δουλεύω. Τι άλλο; Βέβαια αν βρω κάτι άλλο ίσως φύγω. Εσύ;
- Εγώ θα πάω στο Μόναχο. Θα γυρίσω μετά το Πάσχα.
Ύστερα ασχολήθηκα με το παιδί για κανένα δίωρο. Της υποσχέθηκα ότι θα της φέρω δώρα από τη Γερμανία. Έφυγα.
Ήρθε Πάσχα. Με τη Μαρίνα κανονίσαμε να πάμε μαζί. Φτάσαμε στο Μόναχο. Βρήκαμε το δικηγόρο εκεί. Η κληρονομιά του θείου ήταν αρκετά μεγάλη. Θα μπορούσα να παραιτηθώ και από τη δουλειά μου, αλλά δεν ήθελα ούτε εγώ ούτε και η Μαρίνα. Τουλάχιστον για τώρα. Τα κανόνισα όλα. Γυρίσαμε πίσω και αλλάξαμε σπίτι. Δεν ήθελα να την ενοχλεί το ρεμάλι που τα είχανε πριν. Σε λίγους μήνες βγήκε το διαζύγιο. Τότε αγόρασα ένα μια μονοκατοικία. Έκανα πρόταση γάμου στη Μαρίνα. Εκείνη δέχθηκε με χαρά. Παντρευτήκαμε σε Δημαρχείο. Μετά από ένα χρόνο αποκτήσαμε μια πανέμορφη κόρη. Ίδια η μάνα της. Έβλεπα και την πρώτη κόρη μου. Εκείνη δέχθηκε αργότερα τη μικρή αδερφή της. Η Μαρίνα δεν είχε ποτέ πρόβλημα ακόμα και να βλέπω τη Έλενα όταν πήγαινα να δω τη Γεωργία. Μάλιστα φρόντισε να γίνει καλή φίλη με τη Γεωργία. Ήταν ανοιχτόμυαλος άνθρωπος κι ήξερε πώς να φέρεται σε παιδιά.
Η Έλενα μετά από ένα χρόνο έφυγε από τη δουλειά της. Βρήκε αλλού δουλειά. Εκεί γνώρισε ένα καλό άνθρωπο. Μάλιστα όταν μια φορά πήγα στο σπίτι για το παιδί αυτός ήταν εκεί. Έμοιαζε καθώς πρέπει άνθρωπος. Παντρεύτηκαν μετά από δύο χρόνια και απέκτησαν ένα γιο. Χάρηκα μπορώ να πω. Έμειναν μαζί στο σπίτι που είμαστε με τη Έλενα πριν.
Πλέον έχουν περάσει 5 χρόνια από τότε. Τα θυμόμαστε με τη Μαρίνα. Δεν ενοχλούμαστε από τις αναμνήσεις μας. Απλά πλέον όπως έρχονται πολλές φορές έτσι και φεύγουν και μένουμε εγώ και η Μαρίνα, να την αγαπώ ολοένα και περισσότερο κι το ίδιο κι αυτή.
Καμιά φορά εκεί που νομίζεις ότι τέλειωσαν όλα υπάρχει η αναγέννηση των πραγμάτων, από τη ίδια τη ζωή.
Copyright protected OW ref: 165839
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.