Νοίκιαζα ένα διαμέρισμα μόνη μου στο κέντρο της πόλης. Τότε ήμουν δεκαεννιά. Γείτονες μου, μια πενταμελής οικογένεια, ο Δημήτρης η Χρύσα και τα τρία παιδιά τους. Μεταξύ μας είχαμε μόνο τα τυπικά. Χαιρετιόμασταν όποτε βρισκόμασταν τυχαία στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Κάποια στιγμή, και λόγω του ότι το σπίτι που νοίκιαζα δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, χρειαζόμουν κάποιον επιπλοποιό για να μου διορθώσει λίγο τα ντουλάπια της κουζίνας και τις εσωτερικές πόρτες του σπιτιού. Σκέφτηκα λοιπόν να ρωτήσω την Χρύσα μήπως ξέρει να μου συστήσει κάποιον.
Η Χρύσα πολύ ευγενική μου είπε πως ο σύζυγος της έχει έναν φίλο που κάνει αυτή τη δουλειά και μου έδωσε το κινητό του συζύγου της για να συνεννοηθώ μαζί του για το πότε μπορεί να μου τον στείλει. Μόλις έφυγα από την Χρύσα τηλεφώνησα στον σύζυγο της Δημήτρη ο οποίος φάνηκε να ενθουσιάστηκε που με άκουσε και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να με εξυπηρετήσει. Το ίδιο απόγευμα έστειλε τον φίλο του για τις διορθώσεις του σπιτιού και όταν τελείωσε την δουλειά του δεν δέχτηκε να τον πληρώσω λέγοντας μου πως αυτά είναι κερασμένα από τον Δημήτρη. Οπότε το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τηλεφωνήσω πάλι στον Δημήτρη για να τον ευχαριστήσω.
Έτσι και έκανα. Τον πήρα στο κινητό του, τον ευχαρίστησα για την εξυπηρέτηση αλλά εκείνος μου είπε ότι αν θέλω να τον ευχαριστήσω πραγματικά, πρέπει να δεχτώ να βγω μαζί του για φαγητό, και δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Την επόμενη μέρα είχαμε ραντεβού σε μια καφετέρια, βρεθήκαμε εκεί και με πήρε με το αυτοκίνητο του. Πήγαμε σε ένα ταβερνάκι, φάγαμε, ήπιαμε αρκετό κρασάκι, και κουβέντα στην κουβέντα ο Δημήτρης άρχισε να μου την πέφτει με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να του αντισταθώ με τίποτα. Ήξερα από εκείνη τη στιγμή ότι ήμουν δική του με κάθε κόστος. Ήταν πολύ ωραίος άντρας, στα 39, ψηλός, μελαχρινός, με γκρίζους κροτάφους και με μια απίστευτη γοητεία. Είχε επίσης ελευθερία κινήσεων. Δεν έδινε λογαριασμό στην γυναίκα του για το που πάει και τι κάνει.
Έτσι το ίδιο βράδυ όταν γυρίσαμε ανέβηκα εγώ πρώτη, άφησα την πόρτα μου ανοιχτή και από πίσω μου ήρθε κι αυτός. Με το που μπήκαμε στο σπίτι μου αρχίσαμε να γδύνουμε ο ένας τον άλλον. Τον άγγιζα και με άγγιζε παντού. Έγλειφε το στήθος μου ενώ με τα δάχτυλα του έτριβε το μουνάκι μου. Με έσυρε έως το κρεβάτι μου και αφού έγλειψε όλο το κορμί μου, με έστησε στα τέσσερα και μου κάρφωσε τον αρκετά μεγάλο πούτσο του στο μουνάκι μου. Ούρλιαζα από τον πόνο και την καύλα και με τρέλαινε περισσότερο η ιδέα ότι η γυναίκα του από το διπλανό διαμέρισμα με άκουγε. Με γαμούσε σε διάφορες στάσεις μέχρι νωρίς το πρωί, ώσπου αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα είχε φύγει, όμως δεν είχαμε τελειώσει εκεί…
Από εκείνη την ημέρα βρισκόμασταν καθημερινά για αρκετό καιρό και πηδιόμασταν με τις ώρες. Μου έλεγε ότι θέλει να γίνω η πουτάνα του, ότι θέλει να κάνει μαζί μου όλες τις τρελές φαντασιώσεις του, ότι θέλει να με πάρει μαζί με έναν φίλο του ή και με δυο. Εγώ φυσικά ούτε κουβέντα για κάτι τέτοιο, εκείνος όμως τα είχε σχεδιάσει όλα. Ένα σαββατοκύριακο με παίρνει να πάμε οι δυο μας όπως μου είπε στο εξοχικό ενός φίλου του. Όταν φτάσαμε εκεί με άφησε να κάνω ένα μπανάκι και μου ζήτησε να φορέσω ότι πιο πρόστυχο είχα, ενώ εκείνος θα πήγαινε να ψωνίσει τα απαραίτητα για το σπίτι. Έκανα λοιπόν το μπάνιο μου, ξύρισα το μουνάκι μου, άλειψα με αμυγδαλέλαιο όλο μου το σώμα, φόρεσα ένα μαύρο διάφανο κιλοτάκι και ένα μαύρο διάφανο σουτιέν και τον περίμενα ξαπλωμένη στον καναπέ του σαλονιού.
Σε λίγο χτύπησε την πόρτα και έτρεξα όπως ήμουν να του ανοίξω. Όταν άνοιξα είδα ότι δεν ήταν μόνος αλλά με τρεις φίλους του. Ντράπηκα για την εμφάνιση μου και ζητώντας συγνώμη έκανα να φύγω για ρίξω κάτι επάνω μου. Ο Δημήτρης όμως δεν με άφησε, μου ζήτησε να μείνω όπως είμαι και να τους σερβίρω ποτά. Τον υπάκουσα σαν υπνωτισμένη. Κάθισαν και οι τρεις στον καναπέ με τα βλέμματα τους καρφωμένα επάνω μου ενώ εγώ τους σέρβιρα τα ποτά τους. Ντρεπόμουν αλλά και καύλωνα. Μόλις τελείωσα το σερβίρισμα ο Δημήτρης με τράβηξε να καθίσω δίπλα του, μου έδινε συνεχώς να πιω ενώ συνέχεια χάιδευε το κορμί μου βάζοντας τα χέρια του μέσα στο σουτιέν μου και στο ήδη υγρό κιλοτάκι μου.
- «Καύλωσες πουτανάκι μου;» μου έλεγε.
Εμένα μου ήταν αδιανόητο να απαντήσω, και όσο έβλεπε την αδιαφορία μου τόσο με πίεζε να πιω. Τα είχε καταφέρει όμως. Είχα ζαλιστεί τόσο που δεν καταλάβαινα και πολλά. Τότε άρχισε το παιχνίδι του. Σηκώθηκε όρθιος, ήρθε μπροστά μου και μου έδωσε τον πούτσο του στο στόμα μου. Ήμουν τόσο ζαλισμένη που το μόνο που με ένοιαζε ήταν να ξεσκιστώ. Δεν άντεχα άλλο.. είχα καυλώσει πολύ. Οι άλλοι δύο με βάλανε στη μέση, μου βγάλανε τα εσώρουχα και με γλείφανε παντού. Ο ένας ρουφούσε το στήθος μου ενώ ο άλλος παίδευε το μουνάκι μου σε ένα καταπληκτικό γλειφομούνι, κι εγώ με τον πούτσο του Δημήτρη στο στόμα μου ένιωθα σαν την μεγαλύτερη πουτάνα.
Με σηκώσανε και με πήγανε στο κρεβάτι. Ο Δημήτρης ξάπλωσε κάτω κι εγώ ανέβηκα στον πούτσο του. Με τα χέρια του άνοιγε το κωλαράκι μου και ζητούσε από τους φίλους του να με ξεσκίσουν. Με γαμούσαν εναλλάξ. Από την καύλα μου είχα χάσει τη σειρά.. δεν ήξερα ποιος είναι στον κώλο μου και ποιος στο στόμα μου. Έχυνα σαν τρελή. Δεν ήθελα να τελειώσει, ήθελα να με ξεσκίζουν έτσι όλη νύχτα. Άρχισαν να τελειώνουν ένας - ένας… ο Δημήτρης στο μουνάκι μου και οι άλλοι δύο στο στόμα μου και στο κωλαράκι μου.
- «Πάρ’ τα πουτάνα μας!!!» μου έλεγαν. «Πάρ’ τα καριόλα μας! Έτσι θα σε γαμάμε. Από εδώ και πέρα θα είσαι το πουτανάκι μας!»
Όταν τελείωσαν κατάλαβαν ότι ήμουν ακόμη καυλωμένη. Με πήραν και με οδήγησαν στην κουζίνα, με βάλανε μπρούμυτα στο τραπέζι και ο Δημήτρης έβγαλε δυο μεσαίου μεγέθους αγγούρια απ’ το ψυγείο. Έτσι όπως ήμουν ακόμη με τα χύσια τους άρχισαν να μου καρφώνουν τα αγγούρια ένα - ένα στο μουνάκι μου και στο κωλαράκι μου. Ούρλιαζα από τον πόνο ενώ ο ένας τους μου κρατούσε τα χέρια για να μην μπορώ να τους ξεφύγω, λες και είχα κάπου να πάω, και ο Δημήτρης έτρεξε στο σαλόνι και έφερε την κάμερα του και άρχισε να τραβάει όλο το σκηνικό. Γελούσαν και με ειρωνεύονταν ενώ αυτός που μου κρατούσε τα χέρια μου έδωσε και τον πούτσο του στο στόμα. Αφού τελείωσε αυτή η φάση, με αφήσανε να ηρεμήσω και να κάνω ένα ντουζάκι. Εκείνοι παραγγείλανε πίτσα και περιμένανε στο σαλόνι. Μόλις βγήκα από το μπάνιο χτύπησε και η πόρτα ήταν ο πιτσαδόρος. Τον φωνάξανε μέσα και άρχισαν να του κάνουν πλάκα.
- «Τι θα έλεγες αντί για χρήματα να έριχνες έναν πούτσο στο πουτανάκι μας εδώ;» του είπανε.
Εγώ δεν πίστευα στα αφτιά μου! Τι άλλο θα μου κάνανε; Σοβαρά μιλούσαν; Εκείνος με κοίταξε και χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε. Τότε ο Δημήτρης μου ζήτησε να γονατίσω και να πάρω στο στόμα μου τον πούτσο του πιτσαδόρου λέγοντάς μου ειρωνικά πως πρέπει να τον ευχαριστήσω για τον κόπο που έκανε να μας φέρει την πίτσα. Κι εγώ το έκανα. Πόσο περισσότερο θα ξεφτιλιζόμουν εξάλλου; Εδώ με είχαν τραβήξει με την κάμερα με δυο αγγούρια στις τρύπες μου και έναν πούτσο στο στόμα μου. Έτσι λοιπόν τσιμπούκωσα όσο καλύτερα μπορούσα και τον πιτσαδόρο και μετά του στήθηκα στα τέσσερα στο πάτωμα. Εκείνος ήρθε πίσω μου, έτριψε το μουνάκι μου και μετά κάρφωσε τον πούτσο του μέσα μου με τόση μανία σαν να είχε να γαμήσει καιρό. Οι άλλοι τρεις καθισμένοι στον καναπέ ζητωκραύγαζαν…
- «Έτσι μπράβο! Δώσε της να καταλάβει. Μην την λυπάσαι. Είναι μεγάλη καριολίτσα αυτή! Μόνο πούτσο θέλει!» και αλλά πολλά παρόμοια λέγανε.
Ο πιτσαδόρος δεν άργησε να τελειώσει… τράβηξε τον πούτσο του και μου τον έδωσε στο στόμα μου. Τον ρουφούσα μέχρι που τα ήπια όλα τον στράγγιξα. Και εκείνος πολύ ευγενικός με ευχαρίστησε με ένα γλωσσόφιλο και έφυγε. Εγώ πήγα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα ενώ οι άλλοι τρεις βλέπανε τηλεόραση και τρώγανε πίτσα. Κατά διαστήματα μέσα στη νύχτα έρχονταν ένας - ένας και με γαμούσε στα γρήγορα και ξαναέφευγε.
Μετά από αυτό το σαββατοκύριακο ακολούθησαν πολλά αλλά τέτοια, και με τους τρεις πάντα αλλά θα σας τα διηγηθώ σε μια επόμενη ιστορία μου. Ελπίζω να μην σας κούρασα... και θα δεχόμουν με ευχαρίστηση τα σχόλια σας και τις παρατηρήσεις σας…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.