Έτσι μετά το σχολείο και μέχρι αργά το απόγευμα, περνούσαν από το σπίτι μου περίπου πέντε παιδιά. Τα παιδιά που επέλεγα ήταν μαθητές της Β’ και Γ’ Λυκείου, εκεί δηλαδή που υπήρχε η μεγάλη δυσκολία της προετοιμασίας για της Πανελλήνιες εξετάσεις.
Την χρονιά που θα αναφερθώ τα παιδιά που είχα ήταν, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Το ένα από τα κορίτσια το έλεγαν Εύη και πήγαινε στην Γ’ Λυκείου. Ήταν κόρη ενός διακεκριμένου επιστήμονα. Οι βαθμοί του στα μαθηματικά τα προηγούμενα χρόνια, όπως μου είπε, ήταν άριστοι. Κάτι άλλωστε που το διαπίστωσα και προσωπικά. Πέρα βέβαια από τους βαθμούς, η Εύη είχε μεγάλη άνεση σε ότι ασκήσεις κάναμε και δεν με δυσκόλευε καθόλου.
Το γεγονός αυτό μου έδινε την ευκαιρία τελειώνουμε γρήγορα και να συζητάμε στην συνέχεια διάφορα θέματα. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθει για τις σχέσεις που είχα με γυναίκες μέχρι να παντρευτώ. Της έλεγα ότι η μόνη γυναίκα που γνώρισα στην ζωή μου ήταν η Έλενα (γυναίκα μου). Χαμογελούσε κάθε φορά λέγοντας: «Δεν σας πιστεύω κύριε!».
Πέρασε αρκετός καιρός και αποκτήσαμε μεγαλύτερη οικειότητα. Κάποια μέρα μου είπε: καθόμασταν πάντα δίπλα - δίπλα με όλους όσους έκανα μάθημα.
- «Κύριε, δεν ρωτήσατε καμιά φορά για μένα!»
- «Τι να ρωτήσω Εύη; Δεν κατάλαβα…» είπα γελώντας.
- «Αν έχω αγόρι και τέτοια κύριε!!»
- «Θα ήταν περίεργο για μια κοπέλα σαν και σένα να μη έχει.»
- «Σαν άνδρας δηλαδή με εγκρίνετε κύριε;»
- «Χμ... αν και δεν σ’ έχω δει καμιά φορά με φόρεμα...!»
- «Ποια διαφορά θα υπήρχε δηλαδή;»
- «Ε... πώς; Το φόρεμα δείχνει κάποια άλλα σημεία της γυναίκας, που βοηθούν περισσότερο τον άνδρα για να βγάλει συμπεράσματα…»
- «Καλέ κύριε, το παντελόνι δείχνει πιο καθαρά αυτό που θέλετε να δείτε!»
- «Ωραία τότε. Για σήκω να σε δω!»
- «Δεν σας πιστεύω! Είναι δυνατό να μη με είδατε τόσο καιρό;»
- «Οκ, πλάκα κάνω. Θα σου απαντήσω όμως με άλλο τρόπο. Λοιπόν λέω ότι, εάν το αγόρι σου δεν είναι ένας παίδαρος, σαφώς δεν το εγκρίνω!»
- «Δηλαδή να συμπεράνω ότι σαν γυναίκα περνάω το μάθημα...;»
- «Μμμμμμ... Όχι!»
- «Γιατί κύριε;»
- «Μα δεν είσαι γυναίκα!»
- «Ε, καλά κύριε, το λέω με την γενική του έννοια…»
- «Αν είναι έτσι, μάλλον το περνάς…»
- «Τι βαθμολογία θα μου βάζατε;»
- «Πες μου πρώτα για το αγόρι σου. Είναι παίδαρος;»
- «Όχι σαν εσάς!»
- «Καλά, άσε με εμένα, εγώ είμαι μεγάλος…»
- «Μα κι εγώ γι’ αυτό το λέω!»
- «Άρα είναι κάποιος συμμαθητής σου…»
- «Κάπως έτσι…»
- «Είστε καιρό μαζί;»
- «Από πέρσι».
- «Μάλιστα κατάλαβα!», έξυσα το κεφάλι μου.
- «Μη ξύνετε το κεφάλι σας κύριε. Ξέρω θα ρωτήστε αν κάνουμε σεξ. Κάνουμε αλλά είναι μικρός!»
- «Και γιατί τότε δεν ψάχνεις να βρεις κάποιον μεγαλύτερο;»
- «Δεν μ’ αρέσει αυτό!»
- «Τι δεν σ’ αρέσει, να ψάχνεις;»
- «Ναι!»
- «Και πώς θα γίνει τότε;»
- «Θέλω να με προσέξει...»
Κατάλαβα ότι η μικρή έριχνε μπηχτές, αλλά, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα λέει για μένα. Αν και δεν είχα κάτι στο νου μου αποφάσισα να κάνω μια ρελάνς. Βέβαια, η Εύη ήταν μια κοπέλα όνειρο. Γύρω στο 1.70 όχι περισσότερο από 60 κιλά και πανέμορφα καστανά μάτια. Τα ακριβά ρούχα που άλλαζε κάθε φορά, αλλά και ο αέρας που είχε γενικά, την έκαναν μια τέλεια ύπαρξη! Ιδίως τα μακριά καστανά μαλλιά της, τα είχε μια υπέροχη αλογοουρά και ο λαιμός φάνταζε σαν τον λαιμό ενός κύκνου. Με λίγα λόγια, ήταν ένα χάρμα οφθαλμών.
Έτσι λοιπόν της είπα:
- «Ένα αρχαίο απόφθεγμα το οποίο χρησιμοποιούμε και σήμερα, για κάτι που θέλουμε να πετύχουμε, λέει: Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Δηλαδή, δεν φτάνει μόνο η βοήθεια της Αθηνάς, πρέπει να κινήσουμε κι εμείς το χέρι μας. Πιο απλά, τίποτα δεν γίνεται χωρίς την δική μας συμμετοχή…»
- «Σας ευχαριστώ για την συμβουλή. Θα το επιδιώξω. Δεν μου είπατε όμως για το βαθμό που σας ρώτησα…»
- «Να σου πω… Το ανώτερο σ’ έναν καθηγητή είναι το 20».
- «Μου το δίνετε δηλαδή;»
- «Όχι!»
- «Γιατί κύριε;» είπε ναζιάρικα.
- «Διότι δεν σου αξίζει».
Την είδα ότι θύμωσε και έκανε να σηκωθεί. Γέλασα και την συγκράτησα από την μέση, λέγοντας να καθίσει. Στάθηκε όρθια και με έβλεπε με ένα βλέμμα που έσφαζε. Χωρίς να το επιδιώξω, το χέρι κατέβηκε από την μέση της και ακούμπησε το κωλομέρι της, που ήταν πεταχτό και πολύ σφικτό. Ντράπηκα και πήγα να το τραβήξω. Η Εύη όμως κάθισε αμέσως και το χέρι μου βρέθηκε πάνω στην καρέκλα της, να πιέζεται από το κωλαράκι της. Το τράβηξα αμέσως λέγοντας:
- «Συγνώμη…»
- «Γιατί μου είπατε να καθίσω κύριε;» είπε ενοχλημένη.
- «Θα φύγεις χωρίς να πω τον βαθμό που σου βάζω;»
- «Είπατε ότι δεν αξίζω. Έχετε και κάτι χειρότερο να μου πείτε;»
- «Σου είπα ότι δεν σου αξίζει το 20».
- «Ωραία, βάλτε ένα 5 να τελειώνουμε…» ήταν έτοιμη να κλάψει.
- «Όχι και 5 σε μια τόσο όμορφη κοπέλα! Με όλη μου την ψυχή όμως, θα σου έβαζα ένα… 40 με τόνο! Αυτό σήμαινε, που είπα, ότι δεν σου αξίζει το 20…»
Τα μάτια της άστραψαν από ικανοποίηση. Έκανε μια περιστροφή με την καρέκλα της και σταμάτησε προς εμένα ακουμπώντας τα πόδια της στα δικά μου. Τέντωσε το σώμα της προς τα πίσω και στην μπλούζα της σχηματίστηκαν προκλητικά τα δύο βυζάκια της. Με κοίταξε και είπε:
- «Σας ευχαριστώ κύριε. Πραγματικά σας λέω, με πείραξε πολύ η πλάκα που κάνατε…»
- «Το κατάλαβα στην συνέχεια. Μάλλον δεν σου αρέσουν οι πλάκες…»
- «Μα τι λέτε…; Τρελαίνομαι!»
- «Ωραία τότε, μια άλλη φορά θα σου κάνω μια πιο καλή».
- «Νομίζω ότι είναι η σειρά μου...»
- «Με την σειρά θα το πάμε;»
- «Καλά, όποιος προλάβει!»
Τα πόδια της εξακολουθούσαν να είναι πάνω στα δικά μου, που σε κάθε κίνηση με πίεζε περισσότερο. Της είπα:
- «Έτσι που πιέζεις τα πόδια, μου θύμισες μια παλιά ιστορία με μια κοπέλα».
- «Καλά έλεγα ότι δεν μπορεί να είναι μόνο η γυναίκα σας που μου λέτε. Θα μου πείτε την ιστορία;»
- «Όχι σήμερα. Πρέπει να έχουμε ώρα…»
- «Θέλω να μου την πείτε. Θα έχει ενδιαφέρον…»
- «Κάποια άλλη φορά».
- «Πόσο χρονών ήσασταν;»
- «Πρωτοετής φοιτητής».
- «Κι εκείνη;»
- «Γ’ Λυκείου».
- «Ω!!! Τέλεια. Σαν κι εμένα δηλαδή…»
- «Ναι, αλλά εγώ ήμουν περίπου είκοσι χρόνια νεώτερος».
- «Τώρα έχετε μεγαλύτερη εμπειρία. Είχε κάνει σεξ η κοπέλα;»
- «Όχι…»
- «Αχχχ... ήταν παρθένα. Θα είναι μια ιστορία τρέλα, όπως φαντάζομαι…»
Πέρασαν πολλές ημέρες και κάθε φορά που είχα μάθημα με την Εύη, με παρακαλούσε να της διηγηθώ την ιστορία. Η Εύη από την ημέρα που έγινε αυτό κάθε φορά που μιλούσαμε, γύριζε την καρέκλα της και έτριβε τα πόδια της στα δικά μου, προβάλλοντας προκλητικά το στήθος της για να με προκαλέσει.
Βέβαια είχα ως αρχή, να είμαι πολύ προσεκτικός με τις κοπέλες που έκανα μάθημα. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές, στο σπίτι βρισκόταν η γυναίκα μου και ήταν δύσκολο να κάνω οτιδήποτε. Θα προσθέσω ακόμα ότι η Εύη είχε σαφώς πολλά προτερήματα από τις άλλες, όχι μόνο σαν κοπέλα, αλλά και σαν μαθήτρια.
Οι χειρονομίες της κάθε φορά που ζητούσε να της πω την ιστορία, έγιναν λίγο τολμηρές και κάποια μέρα της είπα:
- «Εύη, δεν θα πρέπει να ξεχνάς, ότι στις αντοχές του ανθρώπου υπάρχουν κάποια όρια!»
- «Αυτό το ξέρω. Σας ζήτησα τόσες φορές να μου πείτε την ιστορία. Άρα, εσείς έχετε ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της αντοχής μου!»
- «Για να περιγράψω την ιστορία αυτή, πρέπει ορισμένες στιγμές να μιλήσω σε πιο ελεύθερα...»
- «Γιατί δεν το κάνετε; Δεν πιστεύω να ντρέπεστε;»
- «Όχι δεν είναι θέμα ντροπής. Ξέρεις… η αφήγηση τέτοιων στιγμών προκαλεί μεγάλες εντάσεις...»
- «Και τι φόβος υπάρχει;»
- «Για μένα τίποτα, εσένα σκέφτομαι...»
- «Μη φοβάστε, κάτι θα σκεφτώ να κάνω. Αν δυσκολευτώ... θα σας πω να σταματήσετε…»
- «Οκ τότε! Μεθαύριο θα αλλάξουμε ώρα. Θα έρθεις αμέσως μετά το σχολείο, για να έχουμε λίγο χρόνο παραπάνω μέχρι να έρθει η γυναίκα μου».
- «Εντάξει».
Την μεθεπόμενη ήρθε στην ώρα της. Καθίσαμε στο γραφείο και άρχισα να της λέω την ιστορία.
Ξεκίνησα την διήγηση. Η Εύη άκουγε με πολύ προσοχή την ιστορία που της έλεγα. Στην εξέλιξη γύρισε την καρέκλα της, έβαλε τα πόδια μου μέσα στα δικά της και άρχισε να περιστρέφεται από δω κι από κει, όπως ακριβώς και τότε.
Όταν έφτασα στο σημείο, που μου είπε τότε η άλλη κοπέλα, να τραβήξω την τελευταία μαλακία μπροστά της σταμάτησα. Είχα ερεθιστεί πάρα πολύ και ο πούτσος μου είχε γίνει κάγκελο. Για μια στιγμή από την μεγάλη καύλα που ένιωθα έκλεισα τα μάτια μου. Ζούσα πραγματικά εκείνες τις ανεπανάληπτες στιγμές.
Όπως είχα κλειστά τα μάτια, ένιωσα τα χέρια της Εύης να ακουμπούν τα γόνατά μου και να ανεβαίνουν σιγά αλλά απειλητικά προς τον πούτσο μου. Έβαλα τα δικά μου και την σταμάτησα. Εκείνη με φωνή που μόλις και έβγαινε από μέσα της, ξεχνώντας τους πληθυντικούς, μου είπε:
- «Πες μου τι έγινε μετά...;»
- «Άσε, μου είναι δύσκολο».
Τράβηξε αμέσως τα χέρια της και άρχισε να χαϊδεύει τα βυζάκια της πάνω από την μπλούζα και κλείνοντας τα μάτια της είπε ψιθυριστά:
- «Έλα, σε παρακαλώ μη με σταματάς... συνέχισε! »
- «Έβγαλα τότε τον πούτσο μου και άρχισα να τραβώ μαλακία μπροστά της...»
- «Μμμμμμμ! Αχχχχχχχ! Μετά...;»
- «Όταν μου είπε ότι θα χύσει, πήδηξα στο κρεβάτι και της έγλυψα το μουνάκι της».
- «Αχχχχχχχ, αχχχχχχχχ. Χύσατε μαζί;»
- «Ναι!!!»
- «Χάιδεψε λίγο τα βυζάκια μου».
- «Εύη σταμάτα, δεν κάνει...»
- «Σε παρακαλώ μη λες τέτοια τώρα. Χάιδεψε με λίγο...»
Η μεγάλη καύλα δεν μου επέτρεψε να σκεφτώ άλλο. Άπλωσα τα χέρια μου και σήκωσα την μπλούζα της. κατέβασα λίγο το σουτιέν και τα σκληρά της βυζάκια με τις τσιτωμένες της ρώγες, γέμισαν τις παλάμες μου. Έκανα ένα απαλό μασάζ και την ώρα που έγλυφα τις ρώγες της η Εύη είπε με φωνή που μόλις έβγαινε από μέσα της:
- «Αχ, αχ, αχ, χύνω!!! Τι καύλα είναι αυτή μανούλα μου; Κωνσταντίνε, ήταν τέλειο! Έχυσα!!» είπε κοφτά.
Η ώρα είχε περάσει και δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια. Η Έλενα δεν θα αργούσε να έρθει. Η Εύη έτρεξε στην τουαλέτα κι εγώ έκανα μια βόλτα στο σπίτι να ηρεμήσω. Πραγματικά, μόλις επιστρέψαμε στο γραφείο, μετά από μερικά λεπτά ακούστηκε να μπαίνει η Έλενα.
Δεν είχαμε ανοίξει την ημέρα εκείνη ούτε τετράδιο. Της έδωσα κάποιες ασκήσεις και της είπα:
- «Πρόσεξε λίγο τις ασκήσεις αυτές και τα λέμε αύριο».
- «Τι ώρα αύριο;»
Την κοίταξα στα μάτια. Είχαμε ήδη σηκωθεί και είχα ανοίξει την πόρτα του γραφείου. Ήξερα ότι περίμενε να της πω και πάλι την ίδια ώρα όπως σήμερα. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατόν διότι ο χρόνος που υπήρχε για να επιστρέψει η Έλενα από την δουλειά της ήταν ελάχιστος.
Στα 40 – 50 λεπτά δεν ήταν δυνατό να διακινδυνεύσω μια οποιαδήποτε κατάσταση. Και ήμουν βέβαιος, όπως πλέον εξελίχτηκαν τα πράγματα, ότι ήθελα πολλές ώρες με την Εύη για να ικανοποιήσω την μεγάλη καύλα με την οποία με φόρτισε. Άλλωστε, έδειξε ότι γνώριζε πολύ καλά το παιχνίδι... Της είπα λοιπόν, ότι θα ακολουθήσουμε κανονικά το πρόγραμμα.
Με κοίταξε λίγο αγριεμένα και έφυγε.
Όλη την ημέρα ήμουν τσιτωμένος. Σκεφτόμουν αυτό που έγινε και δεν το πίστευα. Μπορεί βέβαια να λέγαμε και να χειρονομούσαμε κάπως παραπάνω με την Εύη, αλλά, ότι θα φτάναμε σε αυτό το σημείο πραγματικά δεν περνούσε καν από το μυαλό μου.
Ήρθε την άλλη μέρα και καθίσαμε στο γραφείο, αμέσως άπλωσε το χέρι της και το πλησίασε στον πούτσο μου λέγοντας:
- «Δεν κατάλαβες τι ήθελα να σου πω εχθές;»
- «Κατάλαβα πάρα πολύ καλά. Απλά, αυτός ο κυμαινόμενος χρόνος των 30- 40 λεπτών, μέχρι να έρθει η γυναίκα μου, είναι πολύ λίγος…»
Άπλωσε τα χέρια της φτάνοντας τον πούτσο μου. Έγειρε το σώμα της και το πρόσωπό της πλησίασε το δικό μου και είπε:
- «Πόσο χρόνο θέλεις παίδαρέ μου;»
- «Μια ολόκληρη μέρα θα ήταν λίγη…»
- «Δεν θα αντέξεις τόσο μαζί μου…»
- «Θα το δούμε...»
- «Πώς το σκέφτεσαι;»
- «Δεν ξέρω... πάντως εδώ στο σπίτι μου το βρίσκω σχεδόν αδύνατο. Ίσως κάπου αλλού».
- «Οκ. Ας το σε μένα, θα το κανονίσω. Είπαμε ότι πρέπει να κουνήσω κι εγώ το χέρι μου».
Αν και η γυναίκα μου ποτέ δεν είχε μπει στο γραφείο την ώρα που έκανα μάθημα, εν τούτοις, πάντα υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Έτσι, το μόνο που έκανα γρήγορα ήταν να πιέσω με τα χέρια μου τα μαγουλάκια της και τα όμορφα χείλια της, να μοιάζουν σαν το στόμα ενός μικρούλικου παπιού. Της τα έγλυψα και της είπα να ηρεμίσουμε και να αρχίσουμε το μάθημα.
Πέρασε μια εβδομάδα λίγο βασανιστική. Τα παιχνίδια μας είχαν γίνει πολύ τολμηρά, αλλά τίποτα περισσότερο. Εκείνη την ημέρα ήρθε χωρίς να μπορέσω να αντισταθώ, υποτάχθηκα στην επιθυμία της να της γλύψω στα γρήγορα το μουνάκι της. Λίγο πριν φύγει μου είπε:
- «Αύριο ποιες ώρες έχεις μάθημα;»
- «Γατί, τι έγινε;»
- «Έλα λέγε και μη ρωτάς πολλά…»
- «Από τις τρεις μέχρι τις πέντε και μισή έχω τα δύο άλλα παιδιά και μετά εμείς στις έξι και μισή».
- «Η γυναίκα σου θα είναι εδώ συνέχεια;»
- «Ναι, όπως πάντα».
- «Ωραία! Λοιπόν άκου: Μόλις τελειώσεις το μάθημα στις πέντε και μισή πρέπει να φύγεις για δεκαπέντε λεπτά».
- «Να πάω πού;»
- «Έλα ρε Κωνσταντίνε! Πήγαινε όπου θες για δεκαπέντε λεπτά. Αμάν!»
- «Εντάξει, μη βαράς».
- «Πρόσεξε καλά, την ώρα που θα λείπεις θα γίνει κάποιο τηλεφώνημα. Κοιτά μην κωλώσεις...!»
- «Ποιος θα κάνει το τηλεφώνημα;»
- «Η μητέρα μου».
- «Εδώ σε μένα;»
- «Ναι».
- «Αν και δεν κατάλαβα, θα το προσπαθήσω».
Την επόμενη μέρα, τελείωσα το μάθημα στις πέντε και είκοσι πέντε. Είπα στην γυναίκα μου ότι πάω για λίγο στον Δημήτρη για τσιγάρα. Ήταν ένα γειτονικό μίνι μάρκετ, λίγο πιο κει από το σπίτι μας. Το μυαλό μου προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε σκεφτεί η Εύη και μου είπε να προσέχω και να μη κωλώσω.
Άφησα να περάσουν είκοσι λεπτά, που μου φάνηκαν ολόκληρη μέρα. Πήρα τσιγάρα από τον Δημήτρη και επέστρεψα σπίτι. Μόλις μπήκα μου είπε η γυναίκα μου:
- «Έλα βρε Κωνσταντίνε, τώρα βρήκες να πας για τσιγάρα;»
- «Τι έγινε Έλενα;»
- «Την ώρα που πήγαινες μου τηλεφώνησε η μητέρα της Εύης και σε έψαχνε!»
Αμέσως κατάλαβα γιατί δεν έπρεπε να κωλώσω. Τι όμως ήθελε η μητέρα της Εύης; Και ρώτησα:
- «Τι ήθελε, σου είπε;»
- «Με ρώτησε ποια είμαι κλπ. και ζήτησε εσένα. Ήταν πολύ ευγενική και μάλλον κάτι θα θέλει για την μικρή».
- «Ας ξαναπάρει. Σου είπε κάτι άλλο;»
- «Ναι, με ρώτησε αν θα γυρίσεις γρήγορα και της είπα ότι πήγες για τσιγάρα και θα γυρίσεις».
- «Ωραία! Άρα θα ξαναπάρει».
- «Δεν έχεις το τηλέφωνό της να πάρεις εσύ;»
Μπερδεύτηκα με αυτό που μου είπε η Έλενα. Έπρεπε να πάρω εγώ ή έπρεπε να περιμένω; Ο χρόνος των δεκαπέντε λεπτών που μου ζήτησε η Εύη να λείψω από το σπίτι, ήταν σαφώς για να μη είμαι εκεί και να μιλήσει η γυναίκα μου. Για να ρωτήσει πότε θα επιστρέψω, σήμαινε ότι θα ξαναπάρει. Έτσι θέλοντας να κερδίσω λίγο χρόνο, είπα της Έλενας:
- «Το έχω βρε Έλενα, αλλά άσε... νομίζω ότι είναι πιο σωστό να περιμένουμε».
Ίσα που τελείωσα την φράσει της και χτύπησε το τηλέφωνο. Ομολογώ ότι «κώλωσα» στο άκουσμά του.
- «Έλα, σήκωσέ το. Αυτή θα είναι!» είπε η Έλενα.
- «Παρακαλώ;» είπα σηκώνοντας το ακουστικό.
Ήταν η Εύη.
- «Έλα εγώ είμαι, κάνε ότι μιλάς με την μαμά μου».
Εδώ ήταν που δεν έπρεπε να κωλώσω καθόλου όπως κατάλαβα. Επιστρατεύοντας όλη την ψυχραιμία είπα:
- «Ορίστε κυρία Π... τι θα θέλατε;»
- «Πες ότι είμαι κρυωμένη και να έρθεις στο σπίτι…»
- «Είναι πολύ κρυωμένη η Εύη;»
- «Χα χα χα!» γελούσε η Εύη.
- «Ναι εάν είναι έτσι μπορούμε να μη κάνουμε απόψε…»
- «Τι λες βρεεεεεεεεεεεε!! Τόσο κόπο έκανα εγώ…», είπε η Εύη.
- «Τι να σας πω κυρία Π... αν θέλετε, να έρθω εγώ σπίτι σας...»
Κοίταξα την Έλενα που ήταν καθισμένη στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση και της έκανα νόημα. Μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Η Εύη εξακολουθούσε να γελά από την άλλη πλευρά και μου άφηνε να βρω τους κατάλληλους διαλόγους. Σταμάτησε το γέλιο και μου είπε να μη ξεχάσω να ρωτήσω την διεύθυνση του σπιτιού. Είχα πάρει θάρρος και σκέφτηκα να της κάνω μια πλάκα. Και συνέχισα:
- «Θα έρθω κυρία Π... αλλά μισό λεπτό να ρωτήσω την γυναίκα μου…»
- «Τι να ρωτήσεις βρε την γυναίκα σου;», είπε η Εύη.
- «Έλενα, έχεις κάνει κάποιο πρόγραμμα για απόψε;», ρώτησα.
- «Άκου τι ρωτά τώρα! Θα σε σκοτώσω βρε! Το κατάλαβες;», είπε η Εύη.
- «Όχι Κωνσταντίνε, μπορεί να πάω μέχρι την Αμαλία…», είπε η γυναίκα μου.
- Εγώ «Εντάξει κυρία Π... που ακριβώς είναι το σπίτι;»
- «Ουφφφφφφφ!! Με τρόμαξες. Να έρθεις γρήγορα!», είπε η Εύη.
Μου έδωσε την διεύθυνση και κλείσαμε το τηλέφωνο. Η ώρα είχε πάει έξι. Έπρεπε να ετοιμαστώ και είπα στην Έλενα:
- «Με παρακάλεσε η κυρία Π... να πάω στο σπίτι τους, η Εύη είναι λίγο κρυωμένη όπως μου είπε…»
- «Το κατάλαβα. Πού είναι το σπίτι τους;»
- «Στο Πανόραμα».
- «Ε… πού αλλού θα ήταν; Βάλε μόνο κάτι καλό, μην πας με αυτά τα ρούχα!»
- «Εντάξει!»
- «Εγώ μάλλον θα πάω στην Αμαλία. Αν τελειώσεις έλα μετά…»
- «Καλά, θα σου τηλεφωνήσω…»
Ντύθηκα και ξεκίνησα. Η καρδιά μου χοροπηδούσε από αγωνία και χαρά. Η Εύη είχε σκεφτεί και έστησε ένα υπέροχο σενάριο. Το θέμα ήταν πόση ώρα θα είχαμε στην διάθεσή μας και πόσο σίγουροι θα ήμασταν.
Με αυτές τις σκέψεις έφτασα μετά από είκοσι περίπου λεπτά στο σπίτι της, που ήταν μια υπέροχη βίλα. Μου άνοιξε η Εύη μέσα στα γέλια. Ούτε που πρόλαβα να δω και να καταλάβω εάν ήταν η ίδια. Με το που έκλεισε την πόρτα, πετάχτηκε στην αγκαλιά μου και έδεσε τα πόδια της γύρω από την μέση μου. Τράβηξε τα μαλλιά μου και με ξελίγωσε με ένα γλωσσόφιλο διαρκείας. Της είπα να σταματήσει να πάρω μια ανάσα ανακούφισης μετά απ’ όλα αυτά.
Κατέβηκε και πρόσεξα ότι μπροστά μου ήταν μια καλλονή! Φορούσε ένα μίνι ριχτό αεράτο φορεματάκι, που το στήθος έδενε πίσω από τον λαιμό της. Εύκολα φαινόταν ότι δεν φορούσε σουτιέν, αφού τα βυζάκια της και οι μικρές της ρώγες, σκιαγραφούνταν πάνω στο λεπτό ύφασμα. Πάνω στους γυμνούς της ώμους έπεφταν τα μακριά καλοχτενισμένα της μαλλιά. Για πρώτη φορά την έβλεπα έτσι και εντυπωσιάστηκα τρομερά. Την γύρισα γύρω - γύρω και την θαύμαζα.
Ο χώρος που βρισκόμασταν ήταν πολύ μεγάλος. Έκανα αρκετά βήματα προς τα πίσω, έβγαλα το μπουφάν και το πέταξα στον καναπέ που ήταν πίσω μου. Την χάζευα για αρκετά δευτερόλεπτα μη μπορώντας να πιστέψω στα μάτια μου. Της είπα να έρθει σιγά - σιγά κοντά μου.
Η Εύη άρχισε να προχωρά αργά. Λίκνιζε την λεκάνη της και σταματούσε παίρνοντας διάφορες στάσεις, προβάλλοντας προκλητικά τα μπουτάκια της τραβώντας το λεπτό φόρεμα. Τύφλα να έχουν τα μανεκέν.
Έφτασε κοντά μου και απλώνοντας τα χέρια με νάζι, μου έδωσε μια σπρωξιά.
Βρέθηκα ξαπλωμένος στον καναπέ. Άνοιξε τα πόδια της και κάθισε πάνω στο στήθος μου. Τέντωσε το κορμί της και έριξε το κεφάλι της προς τα πίσω. Σήκωσα το φορεματάκι της και έβγαλα με μια βίαια κίνηση το κιλοτάκι της. Το ξυρισμένο μουνάκι της ήταν μπροστά στο πρόσωπό μου.
Τράβηξα τους γοφούς της και άρχισα να γλύφω με μανία όλο της το μουνί, που ήταν υγρό. Ένα μακρόσυρτο: «Μμμμμμμμμ…» βγήκε από το στόμα της Εύης. Έβαλα την γλώσσα μου όσο μπορούσα πιο μέσα στο μουνάκι της και με το δάκτυλό μου άρχισα να παίζω γύρω - γύρω την κωλοτρυπίδα της. Την ώρα που ρούφηξα με τα χείλη μου όλη την κλειτορίδα της και πίεσα το δάκτυλό μου μέσα στο κωλαράκι της άρχισε να τρέμει. Έκανε δυο περιστροφές όλη την λεκάνη και φώναξε:
- «Χύυυυυνωωωωω παίδαρέ μου, χύυυυυυυννωω!!!»
Το στόμα μου γέμισε με τα υγρά της. Έμεινε για λίγο έτσι σπρώχνοντας δυνατά του μουνάκι της πάνω στο στόμα μου. Πετάχτηκε όρθια και με μια κίνηση πέταξε από πάνω της το λεπτό φορεματάκι. Ήταν πλέον τελείως γυμνή. Γονάτισε δίπλα μου και με τελετουργική διαδικασία, άρχισε να μου βγάζει τα ρούχα. Ξεκίνησε από πάνω και μόλις μου έβγαλε το φανελάκι, χάιδεψε απαλά όλο μου το στήθος.
Έλυσε την ζώνη μου και με αργές κινήσεις κατέβασε το παντελόνι μου. Το σλιπάκι μου ήταν πλέον ένα αντίσκηνο. Έπαιξε για λίγο απαλά με τα δάκτυλά της πάνω από το σλιπάκι μου και το τράβηξε βίαια. Ο πούτσος μου πετάχτηκε σαν κατάρτι. Τον έπιασε τον έπαιξε λίγο και γέρνοντας το σώμα της τον έβαλε μέσα στα βυζάκια της και άρχισε να τον τρίβει επάνω τους.
Με σήκωσε όρθιο μπροστά της και άρχισε να τον παίζει με αργές και ρυθμικές κινήσεις, πιέζοντας την πόσθη μου πολύ βαθιά. Σε κάθε πίεση, έβαζε το πουτσοκέφαλο στο στόμα της και το έγλυφε γύρω - γύρω. Μια τεράστια καύλα διαπερνούσε όλο μου το σώμα. Σε κάθε κίνησή της ήμουν έτοιμος να χύσω. Προσπαθούσα όμως να συγκρατηθώ, για να απολαύσω όσο το δυνατόν περισσότερο το θαυμάσιο παιχνίδι της.
Δεν άντεξα όμως και στις επόμενες κινήσεις, οι κοιλιακή μυς συσπάστηκαν δυνατά. Η Εύη κατάλαβε ότι θα έχυνα, σήκωσε τα μάτια της με είδε και εξαφάνισε τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της. Όσο και να προσπάθησα, μου ήταν ακατόρθωτο να μη ουρλιάξω εκείνη την στιγμή.
- «Χύυυυνννωωω κουκλάρα μου χύυυυννωωωω!!!»
- «Χύσε παίδαρέ μου. Δώστα μου όλα! Γέμισε το κορμί μου!!!»
Άρχισε να παίζει τον πούτσο μου γρήγορα και τα χύσια μου εκσφενδονίζονταν παντού. Γύρισε αμέσως και γονάτισε στα τέσσερα, ανοίγοντας τα πόδια της πολύ. Πήγα να της τον καρφώσω στον κώλο, αλλά τραβήχτηκε λέγοντας:
- «Γάμησε το μουνάκι μου Κωνσταντίνε, αυτό σε λαχταρά πιο πολύ. Γάμησέ το δυνατά να χύσουμε μαζί!!!»
Πάτησα τον πούτσο μου με δύναμη μέσα στο μουνάκι της, τεντώνοντας το σώμα μου προς τα πίσω, για να μπει όσο πιο βαθιά μπορούσα. Άρχισε να τσιρίζει και να κουνιέται γρήγορα. Ακολούθησα τον ρυθμό της και σε λίγο χύσαμε μαζί.
Λαχανιασμένοι και οι δύο ξαπλωθήκαμε πάνω στο χαλί. Γύρισα στο πλάι και την φίλησα τρυφερά στο στόμα και της είπα:
- «Είχα πολλά χρόνια να γαμήσω τόσο στενό μουνάκι. Πάρα πολλά... χρόνια!!!»
- «Ξέρεις αυτή την στιγμή πόσο σε μισώ;»
- «Γιατί κούκλα μου;»
- «Άργησες πολύ να καταλάβεις ότι σε ήθελα πολύ. Χάσαμε πολύ χρόνο!!!»
Κοίταξα το ρολόι που κόνευε οκτώ το βράδυ. Έκανα να σηκωθώ και με κράτησε ρωτώντας που θα πάω.
- «Σε λίγο θα γίνει οκτώ. Πρέπει να φύγω, πέρασε η ώρα γλυκιά μου…»
- «Περίμενε το σενάριο δεν τελείωσε ακόμα, έχουμε και συνέχεια...»
Μου περιέγραψε στα γρήγορα ότι γνώριζε από εχθές ότι θα έλειπαν οι γονείς όλη μέρα. Έτσι έβαλε σε εφαρμογή το σενάριο που είχε καταστρώσει με το τηλεφώνημα. Απόρησα και την ρώτησα:
- «Καλά το δεύτερο τηλεφώνημα. Το πρώτο όμως, όπως μου είπε η γυναίκα μου, το έκανε η μητέρα σου;»
- «Κάνεις μεγάλο λάθος και σε θεωρούσα έξυπνο!»
- «Δεν καταλαβαίνω... για συνέχισε…»
- «Έχω μιλήσει καμιά φορά με την γυναίκα σου τόσο καιρό;»
- «Μμμμμ... Όχι δεν σε είδα. Μόνο ένα γεια σας λες».
- «Πώς λοιπόν μπορεί να γνωρίζει την φωνή μου;»
- «Είσαι ένα τετραπέρατο τέεεεερας!!!» γελάσαμε με την καρδιά μας.
- «Θες να σου πω τώρα την συνέχεια του σεναρίου;»
- «Για να ακούσω...!»
- «Μην κωλώσεις... και αυτή την φορά».
- «Έλα θα προσπαθήσω. Άλλωστε το συνήθισα!»
- «Φέρε το κινητό σου...»
Σηκωθήκαμε και οι δύο και έφερα το κινητό μου.
- «Ορίστε! Ποιον θα πάρεις;»
- «Όχι εγώ, εσύ θα πάρεις».
- «Ποιον να πάρω εγώ;»
- «Την γυναίκα σου και να της πεις ότι την θέλει η μητέρα μου…»
- «Μααααααααα...»
- «Έλα ρε μη κωλώνεις... σε παρακαλώ...!»
Κάλεσα την γυναίκα μου στο κινητό της και είπε:
- «Έλα Κωνσταντίνε, πού είσαι;»
- «Τελειώσαμε πριν λίγο Έλενα. Πάρε λίγο την κυρία Π... που σε θέλει…»
- «Τι έγινε;»
- «Δεν ξέρω, μου είπε ότι θέλει να σου μιλήσει...»
Έδωσα το κινητό στην Εύη και με λίγο διαφορετική φωνή είπε:
- «Κυρία Σ... σήμερα σας ταλαιπωρήσαμε με το κρύωμα της μικρής…»
- «...» δεν άκουγα τι έλεγε η Έλενα.
- «Μα πώς; Ήταν μια μεγάλη θυσία του συζύγου σας!»
- «...» Έλενα.
- «Θέλω, αφού σας ευχαριστήσω θερμά, να σας παρακαλέσω να επιτρέψετε στον σύζυγό σας, να του προσφέρουμε ένα ποτήρι κρασί. Σήμερα και ο σύζυγός μου δεν έχει υπηρεσία!», είπε η Εύη.
- «...» Έλενα.
Την ώρα που μιλούσε η Έλενα, η Εύη άφησε το τηλέφωνο στο τραπεζάκι και έκανε γρήγορα μερικά βήματα μακριά βήχοντας δυνατά. Επέστρεψε αμέσως και πήρε το τηλέφωνο λέγοντας:
- «Εύη μου, σου είπα αγάπη μου να κάνεις ένα τσάι και να πας στο δωμάτιό σου να ξεκουραστείς. (προς την γυναίκα μου) Συγνώμη κυρία Σ... μου απέσπασε την προσοχή η μικρή με τον βήχα της. Δεν σας άκουσα!!!»
- «...» Έλενα
- «Σας ευχαριστούμε πολύ, πάρτε τον σύζυγό σας…», είπε η Εύη.
- «Έλα Έλενα…», είπα εγώ.
- «Αφού σε παρακαλάνε οι άνθρωποι, κάτσε πιες ένα κρασί μαζί τους…»
- «Εσύ τι θα κάνεις;»
- «Θα καθίσω με την Αμαλία και μετά θα πάω σπίτι. Θα τα πούμε όταν έρθεις…»
- «Οκ. Γεια!»
Έκλεισα το τηλέφωνο και έκανα ένα μακρόσυρτο: «Ουφ!». Η Εύη είχε σκάσει στα γέλια και μου είπε:
- «Είδες τι απλό που ήταν;»
- «Ναι καλά. Δεν μου λες, τι ώρα θα επιστρέψουν οι γονείς σου;»
- «Πολύ αργά. Θα πάνε και σε ένα θέατρο, όπως μου είπαν…»
- «Δεν μπορώ βέβαια να αργήσω τόσο πολύ. Για όση ώρα όμως θα είμαστε εδώ, θα σε κάνω να μετανιώσεις για όλα αυτά που σκάρωσες!!!»
- «Δεν θα αντέξεις παλικάρι μου. Θα παραπατάς όταν αποφασίσεις να φύγεις…»
Όρμησε επάνω μου και κυλιστήκαμε στο πάτωμα. Για δύο ολόκληρες ώρες δεν πήραμε αναπνοή. Παίζαμε, φιλιόμασταν, χαϊδευόμασταν, γαμιόμασταν. Έχυσα άλλες δύο φορές. Πραγματικά με είχε κάνει να παραπατάω. Την ώρα που της γαμούσα το κωλαράκι της, ούρλιαζε από την καύλα και τον πόνο. Μόλις έχυσα ρώτησε με νόημα:
- «Τι βαθμό θα μου βάλεις παιδαρά μου;»
- «Σε όλα... άριστα!!!»
Έφυγα στις δέκα και μισή. Όπως συμφωνήσαμε ήταν μια λογική ώρα, που δεν θα έδινε περιθώρια για πολλές ερωτήσεις. Όπως και πραγματικά έγινε.
Με την Εύη χαθήκαμε μετά της Πανελλήνιες εξετάσεις. Είχε περάσει από τις πρώτες στην Σχολή που ήθελε. Η Σχολή της ήταν στην Αθήνα.
Ήταν άριστη σε όλα!!!
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.