Λόγω ενός έργου που είχαμε αναλάβει στην περιφέρεια, είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα μικρό βέβαια, δυαράκι στην πόλη, καθότι το έργο θα κρατούσε περισσότερο από δύο χρόνια.
Η σπιτονοικοκυρά, η κυρία Έλλη, μια χήρα γυναίκα που προσπαθούσε να τα φέρει βόλτα με την πενιχρή σύνταξη από τον άνδρα της, γι’ αυτό άλλωστε νοίκιαζε και το διαμέρισμα αυτό, είχε και μια κόρη 18 ετών, την Άντα, από το Αδαμαντία, που πήγαινε δευτέρα γυμνασίου τότε, αντί για την τελευταία λυκείου, επειδή δεν ήταν καλή μαθήτρια.
Όπως έλεγε η μάνα της, δεν έπαιρνε τα γράμματα, έπρεπε όμως να τελειώσει το λύκειο οπωσδήποτε. Αλλά μάλλον η Άντα αλλού είχε το μυαλό της, αν έκρινε κανείς από το ντύσιμό της και την όλη συμπεριφορά της.
Η κυρία Έλλη, είχε δεχθεί έναντι μικρής αμοιβής να φροντίζει το μικρό μου διαμέρισμα από πλευράς καθαριότητας και κάποιων πλυσιμάτων ρούχων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλές φορές να έρχεται τα απογεύματα για να σιδερώσει τα πλυμένα ρούχα μου και συζητούσαμε διάφορα, μεταξύ των οποίων και το πρόβλημα της κόρης της που δεν έπαιρνε τα γράμματα, όπως έλεγε.
Σε μία από αυτές τις συζητήσεις μας, μου πρότεινε κι εγώ δέχθηκα φυσικά να κάνω μαθήματα βοηθητικά στην κόρη της και εκείνη να μην παίρνει χρήματα για την φροντίδα του σπιτιού, καθόσον είχε μείνει επανεξεταστέα για τον Σεπτέμβρη σε δύο μαθήματα και κινδύνευε να χάσει πάλι την χρονιά της.
Η κόρη της, η Άντα 18 ετών κοριτσάκι, μικροκαμωμένο δεν έδειχνε την ηλικία της, παρόλα αυτά όμως κυκλοφορούσε έξω ντυμένη σαν μικρή Λολίτα, με τα μίνια της, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της, τα βαψίματα της, λες και ήταν παραπάνω από 20 χρονών και βάλε. Μόνο όταν πήγαινε στο σχολείο ήταν ντυμένη ως μαθήτρια με την σχετική σοβαρότητα που απαιτούνταν από το σχολείο.
Μέχρι τότε δεν είχα προσέξει να έχει τίποτα παρέες, εκτός από κάνα δυο συμμαθήτριες της που ερχόντουσαν που και που, αραιά στο σπίτι τους. Το έργο προχωρούσε αργά και έτσι δεν είχα πρόβλημα να δώσω βοήθεια στην κόρη της, άλλωστε τα απογεύματα δεν είχα να κάνω τίποτα, καφενεία δεν μ’ αρέσει να πηγαίνω, οπότε και δέχθηκα.
Μετά από μερικές μέρες και αφού είχε δημιουργηθεί μια οικειότητα μεταξύ μας, λόγω των μαθημάτων, ένα απόγευμα χτυπάει η πόρτα. Ανοίγω και βλέπω την Άντα με ένα βιβλίο στο χέρι να μου λέει:
- «Η μητέρα μου σε λίγο θα φύγει για την Αθήνα, στην αδελφή της, την θεία μου. Έχει κάτι δουλειές να κάνει εκεί και θα γυρίσει σε μια εβδομάδα. Θα είμαι μόνη μου και είπα να έρθω να κάνουμε μάθημα εδώ σε σένα, να μην είμαι μόνη μου. Αλλά και εσείς να μην είστε μόνος…»
Και μπαίνει μέσα. Σε λίγο έρχεται και η μητέρα της.
- «Κύριε Γιώργο, σας παρακαλώ επειδή θα πάω στην αδελφή μου και θα είναι μόνη της η Άντα να την προσέχετε όσο θα είστε εδώ».
- «Τι λες καλέ μαμά;», ήταν απάντηση της Άντας. «Σιγά μην βάλεις στο κόπο τον κύριο Γιώργο να με προσέχει. Δεν είμαι και κανένα μωρό».
Φεύγει η κυρία Έλλη και σε λίγο η Άντα λέει:
- «Πάω επάνω να φτιάξω δύο καφέδες, ένα για μένα και ένα για σένα κι έρχομαι».
Πόση ώρα έκανε δεν πρόσεξα, όταν γύρισε όμως ήταν αλλαγμένη τελείως. Φορούσε μία ρομπίτσα μακριά, ελαφρώς ημιδιάφανη, όπου διέκρινες πως δεν φορούσε από μέσα σουτιέν, παρά μόνο ένα στρινγκάκι στο χρώμα του δέρματος που νόμιζες ότι πραγματικά ήταν γυμνή από μέσα. Χτενισμένα τα ξανθά κοντά μαλλιά της, βαμμένη με ένα ζωντανό κόκκινο χρώμα κραγιόν στα χείλη της, βαμμένα τα νύχια της ομοίως κόκκινα, και φορούσε ένα ζευγάρι λευκά πασουμάκια ξώμυτα με βαμμένα κόκκινα και τα νύχια των ποδιών της. Βαστούσε δε ένα δίσκο με τους καφέδες.
- «Τι είναι αυτά που φοράς Άντα; Έτσι θα κάνουμε μάθημα;», της λέω προσπαθώντας να κρύψω τις καύλες μου, γιατί μόνο που την έβλεπα, όπως την έβλεπα, ο πούτσος μου είχε γίνει κατάρτι πλοίου.
«Εγώ έτσι ντύνομαι και κυκλοφορώ όταν είμαι σπίτι μου. Και τώρα αφενός λείπει η μάνα μου για να φωνάζει, αφετέρου και εδώ σπίτι μου είναι και δεν πιστεύω να έχετε πρόβλημα κύριε Γιώργο μαζί μου. Έτσι δεν είναι;»
- «Κανένα πρόβλημα δεν έχω μαζί σου», της απαντώ.
Καθόμαστε στο τραπέζι να πιούμε τα καφεδάκια μας, ευτυχώς που το τραπέζι με έκρυβε για να μην γίνω ρεζίλι και ανάβω τσιγάρο.
- «Δώσε μου κι εμένα ένα».
Και παίρνει από το πακέτο ένα τσιγάρο και το ανάβει.
- «Τι νομίζετε ότι είμαι κανένα νιάναρο ή κανένα μωρό όπως νομίζει η μάνα μου;»
Σηκώνεται επάνω, λύνει το κορδόνι από την ρόμπας της και την ανοίγει.
- «Κοιτάξτε με… δεν σας αρέσω; Είμαι γυναίκα, όχι μωρό».
Και εμφανίζεται ολόγυμνη μπροστά μου με ένα στήθος καταπληκτικό! Με δύο ρώγες μεγάλες, ορθωμένες, και ένα στρινγκάκι που ίσα - ίσα έκρυβε το μουνάκι της, μάλλον ξυρισμένο, αφού δεν διέκρινες καθόλου τρίχες τριγύρω μέσα από το στρινγκάκι της.
- «Άντα κάτσε καλά! Δεν είναι ώρα για τέτοια…», της απαντώ.
«Τι λες καλέ;», γυρίζει στον ενικό. «Και πότε είναι ώρα αν δεν είναι τώρα;», αποκρίνεται.
Σπρώχνει το τραπέζι προς τα πίσω και κάθεται ιππαστί πάνω στα πόδια μου με το προσωπάκι της προς εμένα, με ανοικτή την ρόμπα της και οι ρώγες της ακουμπούν πάνω στο στήθος μου.
- «Άκου να σου πω. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα να έχεις νοικιάσει το σπίτι μας, μου άρεσες πολύ, μα πάρα πολύ! Είσαι ένας ώριμος έμπειρός άνδρας και μ’ αρέσεις πολύ. Κι εγώ έχω μάθει αυτό που θέλω να το διεκδικώ και να το παίρνω με ότι κόστος και αν έχει. Κατάλαβες; Άλλωστε, από ότι βλέπω κι εσένα δεν σου είμαι αδιάφορη με αυτό το πράμα που έχεις εκεί μπροστά σου!»
Και με το χέρι της χαϊδεύει τον καυλωμένο πούτσο μου πάνω από το παντελόνι της φόρμας που φοράω. Σκύβει και πριν προλάβω, χώνει την γλωσσίτσα της μέσα στο στόμα μου. Της το ανταποδίδω και αρχίζουμε να φιλιόμαστε με πάθος και καύλες.
Βγάζει την ρόμπα της τελείως, χουφτώνω τα βυζάκια της, σκύβω και βάζω τις ρωγίτσες της στο στόμα μου. Τις πιπιλάω, τις ρουφάω… βγάζει άναρθρες κραυγούλες από τις καύλες της, χωρίς το χέρι της να σταματήσει να χαϊδεύει τον πούτσο μου.
- «Τι θα γίνει; Δεν θα το βγάλεις αυτό το κωλόπραμα, που φοράς;», εννοώντας το παντελόνι της φόρμας που φορούσα.
Σηκώνεται από πάνω μου. Ώσπου να βγάλω το παντελόνι μου βγάζει το στρινγκάκι της και αποκαλύπτει ένα μουνάκι ξυρισμένο, άτριχο τελείως, ένα σωματάκι, ούτε άγαλμα αρχαίας θεάς! Με το που βλέπει τον ολόρθο πούτσο μου αναφωνεί:
- «Τι ωραίος που είναι! Και τι μεγάλος! Πόσο μ’ αρέσει!»
(Είναι 20εκ. (εκεί με έχει προικίσει ο θεός). Σκύβει και αρχίζει να τον βάζει στο στοματάκι της. Γλείφει το κεφάλι του, το σαλιώνει, κατεβάζει το πετσάκι, αποκαλύπτει το κεφάλι του, κατακόκκινο με τα πρώτα προσπερματικά υγρά να φαίνονται επάνω του. Το χώνει όλο μέσα στο στοματάκι της μέχρι την βάση από τα αρχίδια μου.
- «Αγορίνα μου…», ψελλίζει με το στόμα της μπουκωμένο. «Τι πούτσος είναι αυτός!!!»
Με σπρώχνει σιγά - σιγά πίσω προς το κρεβάτι. Την ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι και αρχίζω να της γλείφω το λαιμουδάκι, τις ρωγίτσες… Κατεβαίνω χαμηλότερα… γλείφω την κοιλίτσα της. Νιώθω να συσπάται. Κατεβαίνω χαμηλότερα… Πλησιάζω το μουνάκι της… Κάθυγρο, με τα ζουμιά του να έχουν πλημμυρήσει την γύρω περιοχή.
Δεν το ακουμπάω καθόλου. Γλείφω το μέσα μέρος από τα μπουτάκια της. Κατεβαίνω χαμηλότερα… στις γάμπες της, στα δακτυλάκια της… Τινάζει το κεφάλι της αριστερά - δεξιά. Τα χέρια της έχουν χουφτώσει τα στήθη της και τα ζουλούν.
- «Αχ… αχ… Τι μου κάνεις! Καύλα μου! Άντρα μου. Ναι! Ναι! Μ’ αρέσει…»
Συνεχίζω αντίστροφα αυτή τη φορά, προς τα επάνω. Με το που βρίσκει ευκαιρία σηκώνει τα πόδια της ψηλά στους ώμους της. Το μουνάκι της χάσκει μπροστά μου… ολάνοικτο… έτοιμο να δεχθεί το κοντάρι μου… να το ξετρυπήσει, να το σουβλίσει, λίγο πάνω από τη ροδαλί κωλοτρυπούλα της, που έχει αρχίσει να συσπάται ανοιγοκλείνοντας… Θέλοντας κι αυτή κάτι να πιάσει ανάμεσα της και να το σφίξει. Γλείφω το μουνάκι της. Πιπιλάω την κλειτορίδα της που έχει φουσκώσει από τις καύλες της.
- «Αχ, αχ, ναι, ναι! Μ’ αρέσειειει!»
Αισθάνομαι τους μυς της κοιλιάς της να συσπούνται.
- «Ναι, ναι, χύνωωωωωωωω! Χύνωωωωωωωωω!!!»
Και ένα ποτάμι υγρών έρχεται στο στόμα μου. Δεν αφήνω σταγόνα χαμένη. Σπαρταράει σαν το ψάρι και δεν σταματάω να γλείφω.
- «Ναιιιι!!! Χύνωωωω! Χύνωωω!!!»
Ο οργασμός της έρχεται ο ένας πίσω από τον άλλο… συνέχεια… Βάζω το χέρι μου, χαμηλά. Το δάκτυλο μου σαλιωμένο ακουμπάει την κωλοτρυπούλα της. Σπρώχνει… μπαίνει μέσα της… σφίγγεται, μπαινοβγαίνει… γαμιέται η κωλοτρυπούλα της από το δάκτυλο μου.
Οι σπασμοί της συνεχίζονται. Τα υγρά στο μουνάκι της τρέχουν ακόμα ποτάμι και οι οργασμοί επανωτοί, αμέτρητοι. Σταματάω. Μένει ξέπνοη, βαριανασαίνει, συνέρχεται, χαμογελάει ευτυχισμένη και ψελλίζει:
- «Τι ήταν αυτό που μου έκανες; Με πέθανες! Τέτοια καύλα πρώτη φορά έχω νιώσει. Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου. Γιατί δεν μπήκες μέσα μου; Γιατί δεν γάμησες το μουνάκι μου; Θέλω να σε νιώσω μέσα μου. Να το ξεσκίσεις. Και το κωλαράκι μου το ίδιο. Θέλω το καυλί σου να με σουβλίσει. Θέλω να είμαι το πουτανάκι σου. Να με γαμάς όποτε γουστάρεις. Όσο γουστάρεις…»
- «Άντα, κάτσε καλά! Μικρό κορίτσι είσαι. Ακόμα είσαι παρθένα άλλωστε. Δεν σου έφταναν όλα όσα κάναμε τόση ώρα;»
- «Όχι, όχι. Δεν μου έφταναν. Και δεν είμαι παρθένα. Έχω ξεπαρθενευτεί πριν πολλά χρόνια με ένα δονητή που βρήκα και χρησιμοποιώ για να φεύγουν οι καύλες μου. Παίρνω και χάπι, αντισυλληπτικό. Γι’ αυτό δεν με νοιάζει τίποτα. Θέλω να με γαμάς κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Μ’ αρέσει το γαμήσι όσο τίποτα άλλο!»
Σηκώνεται επάνω. φοράει την ρόμπα της. πάω μέχρι επάνω στο σπίτι και έρχομαι. μου λέει. και φεύγει.
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.