Το e-mail μου είναι το:
Το χέρι μου τυλίχτηκε στη μέση της. Το μπλουζάκι της ανασηκώθηκε λίγο. Κατάλαβα το δέρμα ν’ ανατριχιάζει κάτω απ’ τα δάχτυλά μου. Το μυαλό μου ήταν συνέχεια στο στενό τζιν που φορούσε. Στον τρόπο που διέγραφε το σώμα της. Στην ιδέα ότι πιέζω το σκληρό ύφασμα στο σημείο που ακουμπά την κλειτορίδα.
Πλησίασα έτσι που ν’ ακούει καθαρά την ανάσα μου. Ο ψίθυρός μου να τρικυμίζει εκεί που ο λαιμός της γλιστρούσε σ’ ένα ροζ τιραντάκι.
Εκείνη γύρισε λίγο το κεφάλι, αλλά συνέχιζε να κοιτάζει έξω στο παράθυρο, τον κόσμο και τις πολυκατοικίες. Στο λεωφορείο, έτσι που στεκόμασταν πίσω - πίσω, κανείς δεν μας είχε προσέξει. Καμωνόμασταν τους αδιάφορους, αλλά το σώμα της έκαιγε.
Έτσι τυχαία με τη ράχη του χεριού της ακούμπησε λίγο μπροστά, στο παντελόνι μου. Κι εγώ ξεκούμπωσα το πρώτο κουμπί του τζιν της. Κανείς δεν μπορούσε να δει το παιχνίδι μας. Επειδή εκείνη κοίταζε προς το παράθυρο κι εγώ στριμώχτηκα δίπλα της.
Κανείς δεν μπορούσε να προσέξει το χέρι της που τρίβονταν πάνω μου. Ούτε και την παλάμη μου που έψαχνε να βρει χώρο ανάμεσα στο τζιν και το δέρμα ανάμεσα στα πόδια της.
Γύρισε λίγο και με παρακάλεσε με το βλέμμα να σταματήσω. Αλλά μόλις ανακάλυψα την υγρασία στ’ ακροδάχτυλά μου.
Το λεωφορείο σταμάτησε. Ο κόσμος άρχισε να στριμώχνεται ολοένα περισσότερο κοντά μας. Μια γυναίκα στάθηκε ακριβώς δίπλα μου, πιασμένη απ’ τη χειρολαβή. Μπορούσα να μυρίσω το άρωμά της. Γιασεμί.
Έτσι όπως ήμουν μεθυσμένος σχεδόν απ’ το άγγιγμα της Ελίνας, γύρισα και κοίταξα τη γυναίκα-γιασεμί. Στο χέρι της κρατούσε λουλούδια. Ήταν μια κυρία κοντά στις γκρίζες ηλικίες, με γαλάζια μάτια και μεγάλο στήθος. Φορούσε ένα άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο κι ανάμεσα στα κουμπιά μπορούσα να δω τη δαντέλα απ’ το σουτιέν της.
Αλλά εκείνο που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ο ιδρώτας πάνω στο λαιμό της. Μπορούσα να μυρίσω το γιασεμί στον ιδρώτα της. Της χαμογέλασα κι εκείνη με πρόσεξε. Μπορεί να είδε το κοκκίνισμα στα μάγουλά μου. Αλλά αποκλείεται να πρόσεξε το χέρι μου βαθιά χωμένο στο μουνί της Ελίνας.
Γύρισε το βλέμμα της αλλού, όμως εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω να την κοιτάζω. Η Ελίνα ακούμπησε με τη χούφτα της τη διέγερσή μου. Άκουσα την ανάσα της να βαραίνει καθώς κατάπινε το σάλιο της. Το μέλι ανάμεσα στα πόδια της έκαιγε. Όπου ακουμπούσα την καταλάβαινα να τρέμει.
Όμως ήμουν άπληστος, ήθελα κάτι απ’ το σώμα της γυναίκας με το γιασεμί. Μελετούσα αργά και προσεκτικά κάθε διάφανο σημείο στο κορμί της. Το ίδιο το δέρμα της έμοιαζε να με προσκαλεί με τη μυρωδιά του.
Χτύπησε ένα κινητό κι εκείνη γρήγορα - γρήγορα άφησε τη χειρολαβή για να το σηκώσει. Περίμενα σαν το αγρίμι να επιτεθώ και καταλάβαινα πως η στιγμή μου έρχεται…
Όταν οι άνθρωποι μιλούν στο κινητό χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη συγκέντρωσή τους. Ξεχνάνε ότι κάποιος μπορεί και να τους προσέχει. Ότι κάποιος μπορεί και να κλέψει κάτι την ώρα που η προσοχή τους είναι στραμμένη σε έναν διάλογο. Κι εκείνη μιλούσε, λίγο αγχωμένα. Έλεγε «ναι» και «έρχομαι» και «σε μισή ώρα», αλλά από την άλλη άκρη της γραμμής δεν έλεγαν να το κλείσουν.
Το χέρι μου που ήταν ελεύθερο σχεδόν ακουμπούσε το πουκάμισό της. Αποκλείεται να το καταλάβαινε. Κοίταξα για μια στιγμή την Ελίνα, δεν θα άντεχε ακόμα για πολύ, το καταλάβαινα. Γλίστρησα ξανά κοντά στ’ αυτί της και της ψιθύρισα:
- «Πουτανάκι… Θα χύσεις όταν το πω εγώ…»
Εκείνη με κοίταξε με το στόμα μισάνοιχτο κι αμέσως τράβηξα το χέρι μου κι έφερα τα δάχτυλά μου στο στόμα. Η γεύση της ήταν λευκό κρασί. Η κυρία με το γιασεμί συνέχιζε να μιλά.
- «Σε παρακαλώ… Λίγο…», είπε η Ελίνα και τράβηξε το χέρι μου ξανά κοντά της.
Ξεκούμπωσε ακόμα ένα κουμπί για να με βοηθήσει. Το βρακάκι της ήταν μούσκεμα. Ξανάρχισα να παίζω μαζί της και γύρισα ξανά στη γυναίκα με το τηλέφωνο. Έμοιαζε να έχει ξεχαστεί ολότελα στη συνομιλία της. Το χέρι μου ανέβαινε πάνω στο πουκάμισό της χωρίς να την ακουμπά ιδιαίτερα. Περίμενα τη στιγμή…
Η Ελίνα έχυνε στο άγγιγμά μου συνέχεια. Το απότομο φρενάρισμα σχεδόν το περίμενα. Η γυναίκα με το γιασεμί έκανε να πιαστεί από κάπου αλλά τα χέρια της κρατούσαν το κινητό και τα λουλούδια. Άπλωσα το χέρι μου και την κράτησα απ’ το μπράτσο. Το άγγιγμα στο δέρμα της ήταν ζεστό.
Συνέχιζε να έχει την προσοχή της στο τηλέφωνο, κάτι της έλεγαν. Κι εγώ δεν πήρα το χέρι μου πίσω. Το κράτησα εκεί, τυλιγμένο στο γυμνό της μπράτσο. Αλλά όχι για πολύ. Επειδή έπειτα άφησα τη ράχη του χεριού μου να πλησιάσει στο στήθος της, τόσο σιγά που εκείνη δεν έκανε καμιά κίνηση για να τ’ αποφύγει.
Έφτασα στο σημείο που καταλάβαινα τη ρώγα της να σκληραίνει. Άκουγε στο τηλέφωνο, όμως γύρισε σιγά - σιγά προς το μέρος μου και με κοίταξε στα μάτια. Ήμουν κατακόκκινος και η διέγερσή μου είχε φτάσει στο απροχώρητο. Σχεδόν λαχάνιασα στο βλέμμα της. Έκλεισα το στήθος της μέσα στη χούφτα μου. Κανείς δεν μπορούσε να το δει. Έστω, ελάχιστοι μπορεί και να πρόσεχαν μια τέτοια κίνηση.
Η Ελίνα τραντάζονταν από τη διέγερση. Ο χώρος γύρω μου είχε τη μυρωδιά απ’ το κρασί του μουνιού της. Όλα μύριζαν κρασί και γιασεμί. Και η γυναίκα με το γιασεμί με κοίταζε λέγοντας «ναι» στο τηλέφωνο. Μέχρι που κατάλαβε και τους ερωτικούς σπασμούς της Ελίνας. Είδε το άλλο μου χέρι χωμένο στο τζιν της.
Για μια στιγμή η γλώσσα της γλίστρησε πάνω στο μισάνοιχτο στόμα της. Είχε κοκκινίσει. Κι εγώ πέρασα το χέρι μου μέσα απ’ τη σχισμή του πουκαμίσου της και παραμέρισα το σουτιέν. Η ρώγα της ήταν σκληρή και μεγάλη. Κοίταξε δεξιά της και μετά με ξανακοίταξε, μπορούσα ν’ ακούσω στο κινητό της κάποιον που της μιλούσε. Κάποιον να τη ζαλίζει ενώ εγώ έτριβα την παλάμη μου πάνω στο γυμνό της στήθος.
Έκανε ένα βήμα κοντά μου, έτσι που να φαινόμαστε λιγότερο κι εγώ χαμήλωσα το χέρι μου και το έβαλα μέσα στο παντελόνι της. Κατάλαβα τα γόνατά της να λυγίζουν στο άγγιγμά μου. Το βλέμμα μου είχε σταθεί στο πουκάμισό της, που πάνω του διακρίνονταν καθαρά οι ερεθισμένες της ρώγες. Η Ελίνα μας κοίταζε.
- «Έχεις τα πιο όμορφα χέρια!», μου ψιθύρισε.
Η κυρία με το γιασεμί έκλεισε το τηλέφωνό της και πιάστηκε ξανά απ’ τη χειρολαβή. Κατάλαβα τα δάχτυλά μου να μουσκεύουν μέσα στο βρακί της. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να ξεφύγει. Κι έτσι που την κοίταζε η Ελίνα, έμοιαζε να καυλώνουν η μία με το βλέμμα της άλλης.
Τότε έχυσα. Κοιτάζοντας το βλέμμα της Ελίνας να καθρεφτίζεται στο βλέμμα της γυναίκας με το γιασεμί. Δεν το περίμενα. Τράβηξα το χέρι μου αντανακλαστικά, από ντροπή. Στη φαντασία μου σχηματίστηκε η ιδέα ενός λεκέ που δεν θα ήξερα πώς να τον κρύψω στο δρόμο.
Το γιασεμί μου χαμογέλασε. Μπορούσε να μυρίσει το σπέρμα μου. Μπορούσε να δει την κουρασμένη ικανοποίηση στο πρόσωπό μου.
Με την Ελίνα κατεβήκαμε στην επόμενη στάση. Της έδειξα το καρτελάκι που μύριζε γιασεμί. Εκεί που έγραφε ένα κινητό και δυο λέξεις: «Πάρε με».
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.