Το e-mail μου είναι το:
Έχω δυο μήνες περίπου που μετακόμισα σε αυτό το σπίτι. Ένα δώμα στην ταράτσα μιας καινούργιας πενταόροφης πολυκατοικίας στο Χαλάνδρι. Με βόλεψε... Είναι κοντά στη δουλειά μου, μόλις ένα τέταρτο με τα πόδια.
Το σπίτι είναι κουκλί. Μικρό βέβαια, αλλά πολύ ζεστό. Μόλις 30 τετραγωνικά. Έχει μια τουαλέτα με ντουζιέρα και ο υπόλοιπος χώρος είναι ενιαίος. Από τη μια πλευρά ένας καναπές κρεβάτι, ένα τραπεζάκι σαλονιού μπροστά και απέναντι ένα μικρό τζάκι. Δίπλα στο τζάκι ένας μικρός πάγκος για τον υπολογιστή. Από την άλλη μεριά η πόρτα και πιο μετά ένα ψυγειάκι, μια μικρή κουζίνα και μία αυτοσχέδια μικρή ντουλάπα. Φανταστείτε ότι έναν καναπέ που μου περίσσεψε τον έβγαλα στη βεράντα...
Στην ταράτσα δηλαδή. Η ταράτσα είναι χωρισμένη στα δυο. Ένα κομμάτι ανήκει στο δώμα και το υπόλοιπο είναι κοινόχρηστο. Χωρίζονται με μια καλαμωτή και το δώμα έχει ξύλινο στέγαστρο που προστατεύει τη βεράντα από τη βροχή. Το κοινόχρηστο κομμάτι είναι γεμάτο ηλιακούς θερμοσίφωνες και πιάτα της NOVA. Η κόλαση! Και από μέσα ο Παράδεισος! Η βεράντα μου... Με το γιασεμί να μοσχοβολάει, τρία-τέσσερα γεράνια και δέκα τριανταφυλλιές. Όλα... προίκα της σπιτονοικοκυράς μου. Μου έχει δώσει αναλυτικές οδηγίες για τη φροντίδα τους, καθώς δεν ξέρω πολλά πράγματα από λουλούδια και καμιά φορά της αφήνω τα κλειδιά για να τα περιποιείται και εκείνη.
Η σπιτονοικοκυρά μου... Οι σπιτονοικοκύρηδες. Μένουν ακριβώς από κάτω, στον 5ο όροφο, στο ιδιόκτητο πεντάρι τους. Ο κύριος Αλέξανδρος, με τον οποίο έκλεισα τη συμφωνία, ένας καλοβαλμένος πενηντάρης, έμπορος με κατάστημα εσωρούχων σε εμπορικό δρόμο στο Χαλάνδρι και αρκετά συντηρητικός. Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε μου «επέβαλε» τον πληθυντικό. Πλούσιος δεν είναι, ευκατάστατος όμως ναι. Τον έχει τον τρόπο του στο οικονομικό.
Και η κυρία Ελένη (πόσες φορές όταν γυρνούσα από τη δουλειά δεν ήθελα να κλειδώσω την πόρτα, να της κλείσω τα χείλη με τα χείλια μου και να ενώσουμε τα κορμιά μας εκεί, κάτω από τις τριανταφυλλιές)... Μια μελαχρινή, κοντά στα σαράντα, όμορφη, με αμυγδαλωτά μάτια και σαρκώδη χείλη. Με ίσια μαλλιά που πέφτουν λίγο κάτω από τους ώμους, περίπου στο 1.70, με πανέμορφες καμπύλες και με στήθος λίγο πιο μεγάλο από το κανονικό. Κάθε φορά που τη βλέπω δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από το ντεκολτέ της. Φαίνεται να την κολακεύει και βέβαια δεν νομίζω ότι είναι τόσο συντηρητική όσο ο σύζυγός της.
Από την πρώτη στιγμή μιλήσαμε στον ενικό. Δυο φορές που κατέβηκα να της πληρώσω το ενοίκιο, τέσσερις-πέντε που συναντηθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας, άλλες τόσες που τη βρήκα στο δώμα, γυρνώντας από τη δουλειά, να φροντίζει τις τριανταφυλλιές και τις δυο φορές που με προσκάλεσαν στο σπίτι τους για δείπνο.
Ο κύριος Αλέξανδρος, πάντα με κοστούμι, ενημερωμένος για την πολιτική και τα οικονομικά και πάντα με τη γκρίνια ότι έχει δυσκολέψει το εμπόριο και πως αν δεν είχε επενδύσει σωστά τα κέρδη του από παλιά, τώρα θα αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης.
Η Ελένη, ντυμένη... προκλητικά κομψά (εφαρμοστή μπλούζα που αναδείκνυε το πλούσιο στήθος της και κολάν, ή φορέματα κοντά που κούμπωναν μπροστά και άφηναν να φανεί βαθιά η απαλή της σάρκα), εξέφραζε μια μικρή άποψη για όλα αυτά και έσπαγε τη βαρετή κουβέντα γυρνώντας τη συζήτηση στα λουλούδια. Την τελευταία φορά, τους υποσχέθηκα ότι στο επόμενο δείπνο θα ήταν προσκεκλημένοι μου. Στο δώμα.
Την προηγούμενη Παρασκευή γύρισα από τη δουλειά και βρήκα την Ελένη στο σπίτι. Είχε ανέβει να περιποιηθεί τις τριανταφυλλιές. Ήταν στο μπαλκόνι και δεν την κατάλαβα αμέσως. Έβγαλα τα ρούχα μου, τα πέταξα στο κρεβάτι και πήρα από την ντουλάπα ένα σορτς και το φόρεσα. Ξαφνικά την είδα να κάθεται στον καναπέ στη βεράντα με ένα τσιγάρο στο χέρι. Είχε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και δεν ήξερα από που να πρωτοπάρω τα μάτια μου. Είχαν κολλήσει σαν μαγνήτες πότε στο ντεκολτέ της και πότε ψηλά στα πόδια της που άφηνε εκτεθειμένα το φόρεμά της.
«Συγγνώμη», της είπα, «δεν κατάλαβα ότι ήσουν εδώ».
«Μην ζητάς συγγνώμη», μου απάντησε, «σπίτι σου είναι, εγώ θα έπρεπε να σε ειδοποιήσω ότι είμαι εδώ».
«Και πάλι με συγχωρείς», της είπα και κάθισα απέναντί της στο τραπεζάκι.
«Μην ντρέπεσαι. Δεν έγινε τίποτα. Λοιπόν να πηγαίνω τώρα, τα λουλούδια δεν θα τα ποτίσεις για δυο μέρες... Έχω ρίξει φάρμακο», μου είπε και σηκώθηκε όρθια.
Κόντεψα να τρελαθώ. Όπως έβγαλε το ένα πόδι από το άλλο για να σηκωθεί άνοιξαν τα πόδια της και είδα το κόκκινο κυλοττάκι της. Φευγαλέα, αλλά το είδα.
«Λοιπόν, καλό απόγευμα», μου είπε και κινήθηκε προς την πόρτα. Στεκόμουν αποσβολωμένος. Ήθελα να μείνει λίγο ακόμη...
«Περίμενε Ελένη. Τι θα έλεγες αν ερχόσασταν αύριο να πιούμε ένα ποτήρι κρασί;», είπα μέσα στην αμηχανία μου και δεν μπορούσα να πάρω από πάνω της τα μάτια μου.
«Θα μαγειρέψεις;», με ρώτησε ναζιάρικα...
«Μαγειρεύω καλά», της είπα.
«Θα... δοκιμάσω και θα σου πω. Αύριο βράδυ κατά τις οκτώ. Καλά είναι;», με ρώτησε.
«Καλά, καλά», αποκρίθηκα καθώς την έβλεπα να κατεβαίνει τις σκάλες κουνώντας προκλητικά τις καμπύλες της.
Έκλεισα την πόρτα και προσπαθούσα να συνέλθω. Ήθελα πολύ αυτή τη γυναίκα και δεν ήξερα τι να κάνω... Όλη τη νύχτα ήμουν αναστατωμένος. Σκεφτόμουν το στήθος της, το κυλοττάκι της δεν έφευγε από τα μάτια μου, τη φανταζόμουν γυμνή δίπλα μου...
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.