Το e-mail μου είναι το:
Όσοι είναι ρομαντικοί, ξέρουν τι σημαίνει να κοιτάς τ αστέρια, ακούγοντας το κύμα που σκάει μπροστά σου και σου βρέχει τα πόδια και τα ρίγη απ' το αλμυρό νερό να πλημμυρίζουν το μυαλό σου...
απ' τη μέρα που χώρισα, πολλά βράδια κατεβαίνω ξυπόλητος και κάθομαι στο παγκάκι μπροστά στη θάλασσα, φωτισμένος απ' την κολόνα του δρόμου. Χωρίς να περιμένω τίποτα και καμία. Μόλις βγαίνει ο ήλιος, γυρίζω γεμάτος σκέψεις και προσθέτω μια άλλη άχρηστη βραδιά στο ρεπερτόριό μου...
Είχα αποφασίσει τελευταία, να σταματήσω τις νυχτερινές περιπλανήσεις μου, αλλά εκείνη τη νύχτα κάτι με έσπρωχνε και δεν πρόλαβα ούτε τα τσιγάρα να πάρω μαζί μου. Κατέβηκα, έφτασα στο \"δικό\" μου παγκάκι, κοίταξα την κολόνα και χαμογέλασα ανόρεχτα. Η λάμπα ήταν καμένη και τ αστέρια λιγοστά. Σκοτάδι...
Κάθισα και τινάχτηκα απότομα. Ψαχούλεψα στο παγκάκι κι έπιασα στα χέρια μου μια πετσέτα απλωμένη και μια τσάντα θαλάσσης, που ένας Θεός ξέρει, τι είχε μέσα. Κάποια τα ξέχασε, σκέφτηκα, τα παραμέρισα και άπλωσα τα πόδια μου, ξεχνώντας ότι φοράω παπούτσια. Χαμογέλασα ανόρεχτα κι έσκυψα να τα βγάλω και ν αδειάσω το νερό από μέσα. Κοκάλωσα...
Μπροστά μου έβλεπα δυο απίστευτα πόδια με κόκκινα νύχια. Αμήχανος σήκωσα τα μάτια μου αργά. Δεν ξέρω τι έκανε το θέαμα μοναδικό. Ειλικρινά. Τέτοιες γάμπες δεν είχα ξαναδεί. Κι έχω δει πολλές πραγματικά. Έχετε δει μάρμαρο τη νύχτα; Έτσι έμοιαζαν. Δεν τόλμησα να κοιτάξω πιο ψηλά. Λες και κάτι με προστάτευε απ' αυτό που θα επακολουθούσε. Το χέρι της έπιασε το πηγούνι μου απαλά και τα κόκκινα νύχια, των χεριών της αυτή τη φορά, χώθηκαν στα μάγουλά μου και διέλυσαν κάθε αμυντικό σύστημα μέσα μου...
«Σ έβαλα νυχτοφύλακα στα πράγματά μου και δεν θυμάμαι;», ακούστηκε η φωνή της. «Θεέ μου τι φωνή είναι αυτή;» αναρωτήθηκα. «Λοιπόν. Δεν απαντάς σε μια κυρία; Δεν είναι σωστό...»
«Όχι. Ξέρετε. Συγνώμη...», ψέλλισα κι ούτε ήξερα τι έλεγα απ' την ταραχή μου, «αλλά εδώ κάθομαι κάθε βράδυ ξέρετε και σκέφτομαι...»
«Το ξέρω. Σε βλέπω όλο το καλοκαίρι. Σε παρακολουθώ καιρό απ' το απέναντι μπαλκόνι, όταν γαμιόσουνα μ αυτή την μουνάρα, που ξεσήκωνε τον κόσμο απ' τις φωνές. Κι όταν την έχυνες κι έφευγε, κατέβαινες στο παγκάκι μέχρι το πρωί και μιλούσες με τις πάπιες και τ αστέρια...», μου απάντησε και πλησιάζοντας κι άλλο, πίεσε το κεφάλι μου στο ύψος της κοιλιάς της. Μύρισα την αλμύρα στο κορμί της και ζαλίστηκα.
Τα χείλια μου κολλημένα πάνω στον βρεγμένο της δέρμα. Ασυναίσθητα τα χέρια μου κόλλησαν στην πλάτη της και την αγκάλιασαν. Απίστευτο κορμί. Σφιχτό. Γυμνασμένο. απ' αυτά που έρχονται στα όνειρά μου και με στέλνουν αδιάβαστο. Ο αναστεναγμός της μπερδεύτηκε με το κύμα.
«Μωρό μου. Όλο το καλοκαίρι λειώνω για σένα κι εσύ ούτε ένα βλέμμα...»
«Μα ποια είσαστε», τόλμησα να ρωτήσω, αλλά δεν πρόλαβα. Ήταν πολύ αποφασισμένη για να χάσει με περιττά λόγια, τη νύχτα που τόσο καιρό σχεδίαζε. Μου κατέβασε το κεφάλι και βρέθηκε το στόμα μου σ ένα απίστευτα βελούδινο μουνάκι, κρυμμένο πίσω από ένα μαύρο ολόσωμο μαγιό. Έτρεμε, έτρεμα. Τρέμαμε...
«Σε παρακαλώ», ψιθύρισε. «Δεν αντέχω άλλο. Αν ήξερες πόσες φορές έχυνα μόνη μου για σένα, δεν θα έτρεμες καθόλου. Πάρε με. Σε παρακαλώ. Αύριο φεύγω με τον άντρα μου και την κόρη μου για την Αθήνα και δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία. Μη κοιτάξεις καθόλου το πρόσωπό μου. Δεν θέλω. Δεν θα αντέξω να με ξέρεις. Πάρε με άντρα μου. Είμαι δικιά σου. Είμαι ότι θες. Φώναξε με όπως θες. Μόνο μη μ αφήσεις, πριν ξημερώσει. Δεν θέλω τίποτα. Μόνο μια νύχτα. Να σε κάνω δικό μου. Φίλα με. Φίλησε το μουνάκι μου. Η κλειτορίδα μου είναι πρησμένη, έτοιμη να τη δαγκώσεις, να πονέσω μέχρι τη μήτρα μου, όπως ξέρουν να πονάνε οι γυναίκες σαν εμένα...»
Ψιθύριζε. Συνέχεια. Και η φωνή της έφτανε στ αφτιά μου και τα χάιδευε, απαλά, όπως έγλυφα την κλειτορίδα της με τη γλώσσα μου. Σήκωσε το πόδι της και το έβαλε στο παγκάκι. Παραμέρισα με τα δόντια το μαγιό που εμπόδιζε τα χείλια μου κι άρχισα να καταπίνω τη δροσιά του μουνιού της, ανακατεμένη με αλμύρα...
«Ναι καύλα μου. ναι μωρό μου. ναι. Πάρε με την πουτάνα. Κάνε με σκλάβα σου, να μην μπορώ χωρίς εσένα...», ψιθύρισε κι έχωσα τη γλώσσα μου όλη μέσα στο μουνάκι της. Ήταν έτοιμη από καιρό; Άρχισε να σπαρταράει όρθια. Τα χέρια της πίεζαν το κεφάλι μου στο μουνί της κι ένοιωθα τα νύχια της στο πρόσωπό μου. Ρουφούσα με μανία κι εκείνη κουνιόταν λυσσασμένα στο στόμα μου. Απίστευτη αίσθηση. Είχα χάσει τον έλεγχο με το όλο σκηνικό. Όπως την κρατούσα απ' τα κολομάγουλα, έχωσα ένα δάχτυλο στο κολαράκι της με δύναμη...
«Ναιιιιιι...», βόγκηξε λυσσασμένα κι άρχισε να χύνει πάλι στο στόμα μου. «Ναι γαμιά μου, ξέσκισε τη γοργόνα σου όπως θέλεις. Δικιά σου είμαι. Σκλάβα σου θέλω να είμαι. Κλείσε τα μάτια σου μωρό μου να αισθανθείς τη νύχτα γύρω μας...»
Κι όμως. Υπάκουσα. Έκλεισα τα μάτια στη σκοτεινή νύχτα. Δεν πρόλαβα να στεγνώσω άλλο το μουνάκι της. Γύρισε ανάποδα, με ξάπλωσε στο παγκάκι και κάθισε πάνω στο στόμα μου. Χωρίς να παίρνω ανάσα πια, συνέχισα το απίστευτο αλμυρό γλυφομούνι κι αισθανόμουν τα χέρια της, να μου κατεβάζουν το παντελόνι και τα νύχια της να ξύνουν απαλά τα άτριχα αρχίδια μου.
«Τώρα καύλα μου η γοργόνα σου θα καταπιεί τον πούτσο σου. Θα πνιγεί από τον καταρράκτη σου. Θα αισθανθείς τα πάντα μωρό μου. Θα τα δεις όλα, εκτός απ' το πρόσωπό μου. Μμμμ...»
Για πόση ώρα μούγκριζε, δεν ξέρω. Είχα χάσει κάθε αίσθηση κι όσες λειτουργούσαν, οδηγούσαν τη γλώσσα, τα χείλια, τα δόντια μου σε μια απίστευτη ανασκαφή μέσα στο μουνί της. Αισθανόμουν τα μουνόχειλά της στα μάγουλά μου. Κυριολεκτικά δεν έπαιρνα ανάσα.
Δάγκωνα την κλειτορίδα της απαλά κι εκείνη ανταπέδιδε με τα δόντια της στη βάση του πούτσου μου. Έσκαβα με τη γλώσσα μου το μουνί της κι εκείνη έπαιρνε τον πούτσο μου μέχρι τη ρίζα με μια λατρεία που δεν είχα ξαναζήσει. (Στο παρελθόν καμία δεν κατάφερε να τον πάρει μέχρι τη ρίζα στο στόμα της)
Έτρεμα. Έτρεμε. Τρέμαμε. Ένιωθα την πλημμύρα να έρχεται κι εκείνη όμως την αισθανόταν κι άλλαζε ρυθμό, μου έσφιγγε τα αρχίδια με τα νύχια της και φρενάριζε μέσα μου στην κατηφόρα του κορμιού μου, τον θεϊκό οργασμό που ερχόταν. Άνοιξα τα κολομάγουλά της κι έχωσα τη γλώσσα μου στο κολαράκι της. Αναστέναξε και χαλάρωσε εντελώς. Είχα χάσει τον κόσμο. Έχωσα δυο δάχτυλα απαλά στον κόλο της, πήρα μια βαθιά ανάσα κι έβαλα τη γλώσσα μου απότομα στο μουνί της...
Την ένοιωσα να σπαρταράει πάλι και τη σπονδυλική μου στήλη να αδειάζει μέσα της. Η θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Και μετά. Οι ανάσες και το κύμα. Και το στήθη μας που ανεβοκατέβαιναν άρρυθμα. Δεν τόλμησα να ανοίξω τα μάτια. Την ένοιωθα που κατέβαινε από πάνω μου κι την αισθάνθηκα να απομακρύνεται αέρινα. Μόνον ο ήχος απ' το κορμί της που έπεσε στη θάλασσα, με προσγείωσε στη νύχτα...
Μάζεψα το παντελόνι μου και προσπάθησα άδικα να κουμπώσω το πουκάμισο. Δεν υπήρχαν κουμπιά. Σαν υπνοβάτης περπάτησα. Έφτασα σπίτι μου και πίσω δεν κοίταξα. Ξάπλωσα χωρίς ν' ανάψω τα φώτα, χωρίς να πλυθώ, χωρίς να καθαρίσω τα δόντια μου. Ήθελα τη γεύση της γοργόνας παντού...
Την άλλη μέρα στο απέναντι διαμέρισμα απ' το δικό μου, δεν άνοιξαν τα παράθυρα...
Γοργόνα σ' ευχαριστώ. Ήταν η αξέχαστη βραδιά της ζωή μου. Να είσαι καλά, όπου και να 'σαι...
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.