Εκείνη την εποχή τα είχα με μια κοπελιά. Φυσικά την είχε καταβρεί με το εργαλείο μου. Όποτε γούσταρε γαμήσι με ξάπλωνε και γαμιόταν σαν πουτάνα. Δεν το χόρταινε. Είχε και δυο φίλες καλές και τις ξέσκιζα κι αυτές. Πολύ καλές φίλες ήταν γιατί όταν μαθεύτηκε τι παιζόταν τα τσούγκρισαν.
Αυτά δεν μας ενδιαφέρουν. Αυτή η κοπέλα που ξέσκιζα τότε είχε μια μάνα φωτιά. Η δουλειά έγινε καλοκαίρι. Ψάχναμε μέρος να πάμε για διακοπές και λόγω αφραγκίας είπαμε να πάμε στο παραθαλάσσιο που είχαν. Πήγαμε λοιπόν μόνοι μας. Μπανάκια, μάσα βόλτες και φυσικά ατελείωτα ξεσκίσματα. Η πιτσιρίκα μου ήταν και πολύ μωρό 1.70, 19 ετών κι αυτή τότε ξανθιά με μαλλί κοντό με κάτι βυζάκια σαν πεπόνια!
Τους γονείς της δεν τους είχα δει και πολύ και δεν είχα προσέξει ποτέ την μάνα της. Ένα Σάββατο ήρθαν για διήμερο (ήταν η πρώτη μου φορά που γάμησα μεγαλύτερη μου). Εγώ είχα πάει να πάρω φρέσκο ψωμί. Στο γυρισμό βλέπω ένα αυτοκίνητο. Κατευθείαν ξενέρωσα. Λέω τώρα στάνταρ θα είναι οι γονείς της και θα μείνουμε μπουκάλα δυο μέρες. Όμως που να ήξερα τι μου ερχόταν; Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον μπαμπά της. Χαιρετηθήκαμε και μου λέει:
- «Κανόνισε, θα πάμε για ψάρεμα το βράδυ».
- «Εγώ δεν ξέρω από αυτά και ούτε αρέσουν…»
- «Δεν πειράζει. Θα πάω με την κόρη μου…», μου λέει.
Και πάμε προς το μπαλκόνι. Εκεί βλέπω την γυναίκα που με έκανε να αγαπήσω τις ώριμες γυναίκες. Ήταν ένα θαύμα! Γύρω στο 1.80, με κατάξανθο μαλλί με κάτι γαλάζια μάτια να σε κοιτάνε και να χύνεις. Τα χείλια της τέλεια για πίπες και όσο κατέβαινα γινόταν καλύτερο. Δυο υπέροχες βυζάρες σαν καρπούζια και στητά. Η δε κωλάρα της τέντα και να προεξέχει. Και τελείωνε με δυο υπέροχα πόδια γυμνασμένα στο φουλ!
Είπα τα γνωστά και όταν έδωσε το χέρι για χειραψία κόντεψα να χύσω. Δεν έκατσα πολύ.. πήγα στο μπάνιο και ξαλάφρωσα λίγο. Αφού βγήκα, ετοιμαστήκαμε για θάλασσα. Ανυπομονούσα να την δω με μαγιό. Όταν φτάσαμε στην παραλία την είδα να βγάζει το φορεματάκι που φορούσε. Θυμάμαι ότι οι περισσότεροι γύρω μας την χάζευαν. Εγώ τότε φορούσα μια βερμούδα αρκετά μακριά και φαρδιά. Αυτή με είδε και μου είπε:
- «Δεν θα βγάλεις την βερμούδα να κάνεις μπάνιο;»
Φυσικά η κόρη της, της είπε κάτι και δεν επέμενε. Μπήκαμε μέσα. Εγώ με την κόρη παίζαμε αλλά το μάτι μου συνέχεια στην μάνα. Σε κάποια φάση η κόρη βαρέθηκε και βγήκε. Τότε η μάνα της ήρθε κοντά μου και άρχισε να με ρωτάει πως τα πάμε και διάφορα τέτοια. Εγώ της μιλούσα και που και που έριχνα καμιά μάτια στις βυζάρες της. Σε κάποια φάση με πήρε χαμπάρι και μου λέει:
- «Ξέρεις καλό κολύμπι;»
- «Φυσικά!», της απάντησα. «Αφού πήγαινα και κολυμβητήριο».
- «Τότε πάμε προς τα μέσα…», μου λέει.
Και ξεκινήσαμε. Εγώ πήγαινα σιγά για να την χαζεύω κιόλας. Σε κάποια φάση ήμασταν αρκετά μέσα, ψιλομακριά απ’ όλους. Τότε μου λέει:
- «Μην νομίζεις πως δεν σε κατάλαβα πως με κοιτάς…»
Εγώ κόλλησα.
- «Σε είδα πως κοιτάς τις βυζάρες μου. Θες να τις πιάσεις;»
Χωρίς να χάσω χρόνο έβαλα τα χέρια μου στις βυζάρες της και τα ψιλοχούφτωσα. Τότε μου λέει:
- «Τώρα πρέπει κι εγώ να χουφτώσω κάτι.. Αν και ξέρω πως η θάλασσα σας το κάνει σαν σκουληκάκι…»
Γέλασα κι αυτή απόρησε.
- «Πιάστο και φαντάσου πως είναι στα καλά του…», της λέω.
Βάζει το χέρι της κι έμεινε παγωτό.
- «Πρέπει να το δω αυτό! Τώρα κατάλαβα γιατί η κόρη μου έφτιαχνε μέρες να στρώσει το περπάτημα της. Πάμε έξω για να μην μας πάρουν χαμπάρι!», μου λέει.
Βγήκε έξω πρώτα αυτή. Εγώ περίμενα την κόρη της να μου φέρει πετσέτα γιατί αλλιώς όλοι θα έβλεπαν το εργαλείο μου. Κάτσαμε λίγο και μετά πήγαμε σπίτι. Φάγαμε ενώ με την μάνα κοιταζόμασταν στα κλεφτά. Βράδιασε και μπαμπάς και κόρη ξεκίνησαν για ψάρεμα. Η μάνα έτριβε τα χέρια της. Εγώ αραχτός στο μπαλκόνι με λίγο κρασί. Φύγανε και έρχεται η μάνα και μου λέει:
- «Τώρα είσαι δικός μου!»
Εγώ κόλλησα. Με παίρνει από το χέρι και με πάει στην κρεβατοκάμαρα. Μου βγάζει την φόρμα και βλέπει αυτό που σκεφτόταν όλη μέρα.. Το εργαλείο μου μόνο που βγήκε από ‘κει σκλήρυνε. Με έβαλε να κάτσω και έπεσε στα γόνατα. Με κοίταξε με τα υπέροχα γαλάζια μάτια της και μου φίλησε το εργαλείο. Τότε άρχισε το καλύτερο τσιμπούκι της ζωής μου. Από την καύλα μου δεν άντεξα και έχυσα αμέσως. Αυτή μου λέει:
- «Μην στεναχωριέσαι, είναι φυσικό!»
Σηκώνετε και αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της. Έμεινα κάγκελο. Είχα μια γυναίκα μπροστά μου που δεν ήξερες τι να πρωτοπιάσεις. Αυτή ξαναέπιασε το εργαλείο μου και άρχισε να το τσιμπουκώνει. Το είχε γεμίσει σάλια. Σε κάποια φάση ανέβηκε στο κρεβάτι και σήκωσε το εργαλείο μου και άρχισε να γαμιέται σιγά - σιγά. Εγώ είχα τις βυζάρες της και τις έγλειφα. Τις χούφτωνα σαν τρελός. Αυτή όσο πήγαινε και γαμιόταν πιο γρήγορα και έβριζε και τσίριζε. Σε κάποια φάση άρχισα να χουφτώνω την κωλάρα της. Τότε μου λέει:
- «Θέλω να μου ξεσκίσεις την κωλοτρυπίδα μου…»
Σηκώνεται, μαζί κι εγώ, αυτή ξαπλώνει κι εγώ όρθιος στο κρεβάτι με το εργαλείο να κρέμεται. Το πιάνει και αρχίζει να το γεμίζει με σάλια και μου λέει σιγά - σιγά να μπω. Γυρίζει την κωλάρα της και την σηκώνει λίγο. Εγώ φτύνω την τρύπα της και την γεμίζω με σάλια και αρχίζω τη γεώτρηση. Αυτή δαγκωνόταν. Αφού μπήκα αρκετά, τότε έμεινα ακίνητος και την άφησα να γαμηθεί όπως γουστάρει.
Σε κάποια φάση της πιάνω τα κωλομέρια και αρχίζω να πηγαίνω σαν τρελός. Αυτή έβριζε και δάγκωνε ότι έβρισκε. Ήμουν έτοιμος… την γύρισα και της έδωσα τα χύσια μου στις βυζάρες της. Αυτή χτυπιόταν σαν ψάρι. Ξάπλωσα και άρχισε να μου καθαρίζει το εργαλείο.
Εκείνο το βράδυ την ξέσκισα κάνα δυο φορές ακόμα. Οι άλλοι ήρθαν κατά τις οκτώ το πρωί. Εμείς κοιμόμασταν του καλού καιρού. Ξυπνήσαμε, ήπιαμε καφεδάκι μαζί και μπαμπάς και κόρη πήγαν να ξαπλώσουν!
Από τότε γαμούσα πιο πολύ την μάνα από την κόρη, ώσπου χώρισα αλλά και μετά ξέσκιζα την μάνα. Ευτυχώς την είχα όσο ήμουν φαντάρος. Μετά χαθήκαμε. Ελπίζω να την ξαναδώ κάποια μέρα…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.