Η ιστορία:
Κεφάλαιο 1ο
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, η Θεοδούλη διέφερε απ’ τα υπόλοιπα παιδάκια, καθώς ήταν το κορίτσι του κατηχητικού, με τις μακριές φούστες και τα μαλλιά μονίμως πιασμένα σε κότσο. Αυτή η διαφορετικότητά της την καθιστούσε συχνά - πυκνά στόχο της χλεύης των συνομηλίκων της. Εντούτοις, δεν τους μισούσε. Άλλωστε, δεν έφταιγαν εκείνοι που οι αδαείς κι άξεστοι γονείς τους δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να τους διδάξουν το σεβασμό στη διαφορετικότητα του πλησίον τους.
Το μαρτύριο της τελείωσε με την εισαγωγή της στη Θεολογική Σχολή, όπου είχε την ευκαιρία να συγχρωτιστεί με άτομα με αντιλήψεις παρόμοιες με τις δικές της. Εκεί γνώρισε και το Θεόκλητο, ένα νεαρό κληρικό και συμφοιτητή της, του οποίου η ευγένεια, η ευγλωττία κι η όμορφη θωριά την έθελξαν ευθύς εξαρχής. Ευτυχώς για ‘κείνη, τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Έτσι, λίγο μετά την αποφοίτησή τους, οι δυο νέοι ήρθαν εις γάμου κοινωνία, άφησαν την Αθήνα και κατέλυσαν σε μια πολίχνη της Ηλείας, όπου τοποθέτησε το Θεόκλητο το Ιερατείο.
Για εφτά χρόνια, το ζευγάρι έζησε μια ειδυλλιακή ζωή. Ο Θεόκλητος είχε την ενορία του, η Θεοδούλη κατάφερε να εξασφαλίσει θέση καθηγήτριας Θρησκευτικών στο τοπικό γυμνάσιο -ως διοριστέα των εξετάσεων του ΑΣΕΠ- και τα δυο παιδιά τους, που ήρθαν στην πορεία, μεγάλωναν ευτυχισμένα κοντά στη φύση. Τα πάντα όμως άλλαξαν όταν ο ιερέας εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο για την Κοίμηση της Θεοτόκου στον Πύργο, παρουσία πολλών εκπροσώπων της κοσμικής και της θρησκευτικής εξουσίας, όχι μόνο απ’ το νομό αλλά κι από άλλα μέρη, μεταξύ των οποίων κι ο Μητροπολίτης Πειραιά, ο οποίος θαμπώθηκε απ’ το ρητορικό οίστρο του ομιλητή.
- «Κοίταξε, γιε μου, δεν μ’ αρέσουν οι πολλές κουβέντες. Η αλήθεια είναι ότι ο λόγος σου σήμερα με εντυπωσίασε. Γι’ αυτό σου έχω μια πρόταση.. υπάρχει μια μεγάλη ενορία στον Πειραιά, με ανθρώπους τυραννισμένους, που χρειάζονται έναν φωτισμένο θρησκευτικό ηγέτη όπως εσύ. Ενδιαφέρεσαι;», τον ρώτησε στο γεύμα που ακολούθησε τις εκδηλώσεις.
- «Άγιε πατέρα, η πρότασή σας με τιμά. Συνεπώς την αποδέχομαι ολόψυχα!», απάντησε απνευστί ο φιλόδοξος πρεσβύτερος.
«Έξοχα! Λοιπόν, καλορίζικος και σιδεροκέφαλος!», είπε ο γέροντας και τσούγκρισε το ποτήρι του με τον νέο του υφιστάμενο.
Κεφάλαιο 2ο
Η καθισμένη πλάι στο σύζυγό της Θεοδούλη είχε ακούσει το διάλογο. Η απόφαση του Θεόκλητου να αποδεχτεί την πρόταση του μητροπολίτη χωρίς να ζητήσει τη γνώμη της, δεν την ενόχλησε. Άλλωστε, η θρησκεία επιτάσσει την υποταγή της ‘γυνής στα κελεύσματα του ανδρός’. Εντούτοις, βαθιά μέσα της, η διαφαινόμενη επιστροφή στην πρωτεύουσα δεν την ενθουσίαζε διόλου. Το πόσο δίκιο είχε φάνηκε όταν μετακόμισαν στο ζοφερό Πέραμα. Όσο κι αν πάσχιζε η Θεοδούλη, της ήταν αδύνατο να συνηθίσει αυτή τη… χωματερή, με τα σκουπίδια, τους εκκωφαντικούς θορύβους και τους απρεπείς ανθρώπους.
Ακόμα εφιαλτικότερη έκανε την κατάσταση το σχολείο στο οποίο τοποθετήθηκε, το περιβόητο Νυχτερινό Λύκειο Περάματος. Έχοντας συνηθίσει στα σεβαστικά γυμνασιόπαιδα της Ηλείας, η γυναίκα φρίκαρε ερχόμενη αντιμέτωπη με τους αναιδέστατους μαντράχαλους του Λυκείου, που έσκουζαν και χασκογελούσαν μες στην τάξη σαν παλαβοί, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια τον απελπισμένο αγώνα της να τους ηρεμήσει για να κάνει τη δουλειά της. Τα δικά της αισθήματα δε συμμεριζόταν καθόλου ο σύζυγός της, που δεν έπαυε να λέει πόσο σπουδαία ήταν η νέα του θέση και πόσο τον ευχαριστούσε το θεάρεστο έργο που επιτελούσε. Η χαρά του ήταν τόσο συγκινητική, που δεν έκανε καρδιά στη Θεοδούλη να του φορτώσει τα προβλήματά της. Έτσι αποφάσισε να σηκώσει το σταυρό του μαρτυρίου της μόνη.
Κεφάλαιο 3ο
Ο Θωμάς ήταν η επιτομή του ανήλικου εγκληματία. Στα δεκατρία του, έφυγε απ’ το σπίτι κι έγινε μέλος μιας σπείρα διακίνησης ναρκωτικών. Μερικά χρόνια μετά, χρησιμοποιώντας την έμφυτη ευφυΐα του, πέτυχε να χριστεί απ’ τον αρχηγό επικεφαλής του δικτύου προώθησης της ‘πραμάτειας’ τους στα σχολεία της περιοχής. Με δική του πρωτοβουλία μάλιστα, είχε γραφτεί κι ο ίδιος στο σχολείο, για να μπορεί να ελέγχει από κοντά τα ‘βαποράκια’ του και το αλισβερίσι τους με τους πελάτες.
Τώρα ήταν αραχτός στο θρανίο του και ξεσκόλιζε τη νέα καθηγήτρια των Θρησκευτικών. Έχοντας από καιρό απαλλαγεί απ’ την ανόητη ιδεοληψία ότι ο καλλωπισμός είναι αμαρτία, η Θεοδούλη παρουσίαζε μια εικόνα άκρως θελκτική, με τη σικάτη κουπ, το απαλό μέικ απ και το σοβαρό, αλλά κομψό ταγιέρ της, να τονίζουν το γλυκό της πρόσωπο και το ζουμερό κορμί της. «Τούμπανο, η κυρία! Και πιτσιρίκα! Α, όλα κι όλα! Αυτόν το φρούτο πρέπει να το... φάω!», σκέφτηκε ο Θωμάς. Αρχικά κέρδισε τη συμπάθειά της, συμμετέχοντας στο μάθημα και δείχνοντάς της τον προσήκοντα σεβασμό. Έπειτα, τη γνώρισε και σε προσωπικό επίπεδο, μια νύχτα που την πέτυχε με τ’ αμάξι του, ενώ έφευγε απ’ το σχολείο ποδαράτο.
- «Πού πάτε, κυρία; Ελάτε να σας πετάξω εγώ!», της πρότεινε κι εκείνη επιβιβάστηκε άφοβα σαν είδε ποιος ήταν.
Στη διαδρομή ο νεαρός την παραμύθιασε χοντρά. Ότι δήθεν ήταν ορφανός κι από τους δυο γονείς, κι ότι, εκτός απ’ το σχολείο, ήταν αναγκασμένος και να δουλεύει, για να τα βγάζει πέρα. Η δακρύβρεχτη ιστορία του συγκίνησε τη Θεοδούλη τόσο πολύ, που τον κάλεσε σε δείπνο για να γνωρίσει και τον άντρα της, που κι αυτός με τη σειρά του, μόλις άκουσε το... δράμα του νεαρού, του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε με όποιο τρόπο μπορούσε.
Κεφάλαιο 4ο
Με τη θέση του εδραιωμένη στην εκτίμηση του ζευγαριού, ο Θωμάς τους επισκεπτόταν πολύ συχνά, πότε για φαγητό, πότε για βοήθεια στα μαθήματα, πότε για να κάνει τίποτα μαστορέματα. Έχοντας, στην ουσία, γίνει ‘επίτιμο’ μέλος της οικογένειας, το μόνο που χρειαζόταν πλέον ήταν ευκαιρία, κι αυτή παρουσιάστηκε ένα βράδυ που ο ιερέας απουσίαζε σ’ ολονυκτία.
- «Κυρία, υπάρχει κάτι που με βασανίζει, αλλά φοβάμαι να σας το πω…», είπε ο νεαρός, δήθεν, άτολμα στη Θεοδούλη.
- «Α, Θωμά, θα σε μαλώσω. Δεν έχουμε πει ότι πρέπει να μ’ εμπιστεύεσαι;», τον επέκρινε τρυφερά η πρεσβυτέρα.
- «Να, κυρία… Πώς το πω.... Είμαι ερωτευμένος μαζί σας…», ψέλλισε ο νεαρός με φωνή αχνή από, υποτιθέμενη, ντροπή.
- «Ω, δε θυμώνω. Ξέρεις όμως, Θωμά, ότι είναι αμαρτία;», είπε η Θεοδούλη εν πλήρη συγχύσει απ’ την ομολογία του.
- «Το ξέρω, κυρία, αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω. Σας ποθώ τόσο πολύ!», ξανάπε εκείνος θεατρικά.
Κι εντελώς ξαφνικά την άρπαξε απ’ το χέρι, την τράβηξε κοντά του και τη φυλάκισε μες στην αγκαλιά του, κολλώντας τις χούφτες του στα οπίσθιά της!
- «Μη, Θωμά, άσε με!», ψέλλισε η γυναίκα, παγωμένη από φόβο.
Ο οποίος ωστόσο δεν απέρρεε τόσο από τη δυσχερή θέση στην οποία είχε, τελείως αναπάντεχα, βρεθεί, όπως θα περίμενε κανείς, όσο απ’ την κάθε άλλο παρά δυσάρεστη αίσθηση που προκάλεσε στο κορμί της η επαφή με το κορμί του μαθητή της.
- «Κυρία, είμαι τρελός για σας!», είπε ο νεαρός.
Ο οποίος, επωφελούμενος του σοκ της, της έβγαλε τη μπλούζα, αφήνοντάς τη με το σουτιέν, κι έπειτα πήρε τα βαριά στήθη της στις χούφτες του, πιέζοντας συνάμα τους αντίχειρές του πάνω στις ρώγες της.
- «Όχι, Θωμά. Σταμάτα!», έκανε εκείνη.
Ωστόσο η διαμαρτυρία της μόνο ειλικρινής δε φάνταζε, αφού, όχι μόνο πίεζε τα στήθη της πάνω στα χέρια του, αλλά τα χείλη της ανταποκρίθηκαν στο βαθύ, απαιτητικό γλωσσόφιλο που της έδωσε! Λίγο μετά, έχοντας πλέον απομείνει ολόγυμνη, κλαψούριζε ενοχικά κι αξιοθρήνητα, νιώθοντας να την κατακλύζει μια ηδονή που δεν είχε νιώσει ποτέ με τον άντρα της, καθώς ο Θωμάς πιπιλούσε λαίμαργα τις θηλές της, γρατζουνώντας συνάμα με το ένα χέρι τη χαράδρα ανάμεσα στα χείλη του αιδοίου της και χαϊδεύοντας επιδέξια με το άλλο τα οπίσθιά της! Έπειτα ο νεαρός την κάθισε στον καναπέ, στάθηκε μπροστά της και κατέβασε το παντελόνι και το σλιπ του, πετώντας έξω το πέος του, το οποίο η πρεσβυτέρα ατένισε με δέος, καθώς ήταν αναμφίβολα κατά πολύ μεγαλύτερο από κείνο του άντρα της.
- «Κυρία, θα το φιλήσετε;», ρώτησε γλυκά ο Θωμάς κι έπιασε να μαλακίζεται ελάχιστα εκατοστά μακριά απ’ το πρόσωπό της.
Ασυναίσθητα, η γυναίκα άνοιξε τα χείλια και φίλησε την πελώρια βάλανό του.. μια, δυο, τρεις φορές, καταλήγοντας να ρουφάει το κοντάρι σάρκας που φύτρωνε ανάμεσα στα μπούτια του τόσο αφόρητα, που σούφρωσαν τα μάγουλά της. Λίγο μετά, ο Θωμάς την ξάπλωσε κάτω, της άνοιξε τα πόδια, έπεσε πάνω της κι έμπηξε αργά το μόριο του μέσα της, αναγκάζοντάς τη ν’ αφήσει ένα βογκητό, καθώς ένιωθε το φύλο της να σουβλίζεται τόσο αδυσώπητα, που είχε την αίσθηση ότι είχε... ριζώσει στον καναπέ.
Τότε ακριβώς το κορμί της δονήθηκε από μια έκρηξη, που την έκανε να κλάψει από ηδονή. Κι έτσι είχε τον πρώτο οργασμό, απ’ τους πολλούς, καθώς ύστερα ο νεαρός έπιασε να κουνά τη λεκάνη του πίσω - μπρος, με συνέπεια, κάθε φορά που έμπηγε το παλούκι του στο φύλο της. Εκείνο να συσπάται και ν’ αμολάει κι ένα νέο σιντριβάνι από χυμούς! Μεθυσμένη από ηδονή, η Θεοδούλη τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της, ποθώντας τρελά να τον νιώσει να της ξηλώνει τη… μήτρα, ενώ κλαούριζε ακατάσχετα, αναγκάζοντάς τον να της κλείσει το στόμα, αφού παραδίπλα κοιμούνταν τα παιδιά της.
- «Ωχ, Θεέ μου, θα χύσω! Δεν αντέχω άλλο… Τελειώνω, κυρία! Έρχονται τα χύσια μου!», αναφώνησε ο νεαρός άξαφνα.
Ξεκάρφωσε γρήγορα το πέος του απ’ το φύλο της, το άρπαξε απ’ τη ρίζα του και ψέκασε τα στήθη της με το παχύ του σπέρμα. Αντιδρώντας γνήσια από ένστικτο, η Θεοδούλη πασαλείφτηκε ηδονικά με την κρέμα του. Κι όταν ο Θωμάς έφερε το πέος του στο στόμα της, το μάγκωσε αμέσως με τα χείλη της και… κολάτσισε το υγρό που συνέχιζε ν’ αμολάει η ουρήθρα του. Λίγα λεπτά μετά, απαλλαγμένη πλέον απ’ τα δεσμά της λαγνείας, αισθάνθηκε να λυγίζει απ’ το βάρος του κρίματός της.
- «Θεέ μου, τι έκανα; Είμαι μια πόρνη! Αξίζω να καώ στην κόλαση…», ψέλλισε κάτωχρη, με μάτια γουρλωμένα από τρόμο.
- «Ήρεμα κυρία. Ήταν απλά σεξ. Κι αν είστε καλό κορίτσι, θα το ξανακάνουμε…», της πέταξε ο Θωμάς σε τόνο αδόκητα ιλαρό.
Κεφάλαιο 5ο
Ξυπνώντας η Θεοδούλη το επόμενο πρωί, ένιωσε τις τύψεις να την τσακίζουν με το βάρος τους. Μολονότι οι αρχές της επέβαλλαν ν’ αποκαλύψει στο Θεόκλητο το ανόμημά της, η μέρα πέρασε κι εκείνη ακόμα δεν είχε βρει το σθένος να το κάνει. Σαν έπεσε για ύπνο, το ανίερο μυστικό της δεν την άφηνε να κλείσει μάτι. Άξαφνα, στο μυαλό της αναδύθηκε το πέος του Θωμά. Ενστικτωδώς, το χέρι της γλίστρησε χαμηλά κι άγγιξε το φύλο της, στέλνοντας έναν ηδονικό σπασμό σ’ όλο της το σώμα. «Βόηθα με, Θεέ μου, να νικήσω τον πειρασμό…», ψέλλισε.
Γύρισε μπρούμυτα και πίεσε με δύναμη το φύλο της στο στρώμα. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν την απέτρεψε απ’ το να χώσει το δάχτυλο ανάμεσα στα μουνόχειλα της και, τρίβοντάς τα, με το πέος του Θωμά πάντα στη σκέψη της, να φτάσει σε οργασμό. Το πρωί μάλιστα χαϊδεύτηκε ξανά στο ντους, μπήγοντας το δάχτυλο στο μουνί της και τσιμπώντας τις θηλές της, ενώ ευχόταν στη θέση του δαχτύλου να ‘ταν το καυλί του μαθητή της.
Κεφάλαιο 6ο
Παρότι η καθηγήτριά του απέφευγε συστηματικά να τον κοιτάξει στη διάρκεια του μαθήματος, ο Θωμάς δεν ανησύχησε. «Όσα κόλπα κι αν κάνεις, στον πούτσο μου θα ‘ρθεις και το ξέρεις…», σκέφτηκε αλαζονικά κι η πρόβλεψή του επαληθεύτηκε, όταν, μετά το σχόλασμα, σταμάτησε τ’ αμάξι του πλάι στη γυναίκα, κι εκείνη επιβιβάστηκε σ’ αυτό δίχως καν να της το ζητήσει. Λίγα λεπτά μετά, μες στο αραγμένο σ’ ένα απόμερο δρόμο όχημα, η Θεοδούλη, φορώντας μόνο το κιλοτάκι της, έτριβε τα κρυμμένα μες στα ρούχα ψωλάρχιδα του Θωμά και τον ικέτευε, ενώ αντάλλασσαν γλωσσόφιλα, να βγάλει έξω το πέος του.
- «Γιατί δεν το βγάζετε έξω μόνη σας, κυρία;», της πέταξε διπλωματικά ο μαθητής της.
Κι εκείνη τον ξεβράκωσε ταχύτατα, κόλλησε τα χείλια της στο ψωλοκέφαλο του κι άρχισε να το ρουφάει σα δαιμονισμένη.
- «Ουχ, αυτό είναι κυρία. Ρουφήξτε το! Κάνετε καλή... πιπίλα!», βόγκηξε ο πιτσιρικάς, ενώ μάλλαζε τον κώλο της.
- «Κάνε μου έρωτα, Θωμά!», ικέτευσε η Θεοδούλη το μαθητή της.
Κι εκείνος, αφού πρώτα απαλλάχτηκε οριστικά από το παντελόνι και το μποξεράκι του, που ‘χαν μαζευτεί γύρω από τους αστραγάλους του κι εμπόδιζαν την ελεύθερη κίνησή του, πέρασε στο πίσω κάθισμα, βολεύτηκε πάνω του με τα πόδια ανοιχτά σα Μαχαραγιάς, και τέλος είπε με πλεονάζουσα αναίδεια:
- «Αφού το θέλετε τόσο πολύ, κυρία, ελάτε να το πάρετε!»
Η Θεοδούλη πέρασε στο πίσω κάθισμα στη στιγμή, έσκισε το βρακάκι της κι έκατσε πάνω του, μπήγοντας το μουνί της στο μαρκούτσι του μ’ έναν στεναγμό απέραντης ανακούφισης. Έπειτα έπιασε να τον ιππεύει και να ξεσκίζει η ίδια τον εαυτό της, βογκώντας, ενώ ο Θωμάς καταβρόχθιζε τα στήθη της και μάλλαζε τα κωλομέρια της, εκτοξεύοντας την ηδονή της στα ύψη, με συνέπεια να παλουκώνει το μουνί της στον πούτσο του όλο και πιο άγρια, ώσπου έφτασε στην πιο εκπληκτική κορύφωση. Τα ανοικονόμητα ουρλιαχτά της κι η εκστασιασμένη έκφραση του προσώπου της, συμπαρέσυραν και το μαθητή της.
- «Το φελέκι μου, θα χύσω! Με τελειώνεις, καύλα μου!», φώναξε.
Ξεχνώντας πληθυντικούς κι ευγένειες, την ανασήκωσε με τα μυώδη χέρια του, την ξάπλωσε ανάσκελα στο κάθισμα, ήρθε από πάνω της κι έχωσε την ψωλή του ανάμεσα στα ‘πεπόνια’ της.
- «Σφίξ’ τη, μάνα μου, με τις βυζάρες σου!», γάβγισε.
Εκείνη υπάκουσε αμέσως, μαγκώνοντας το μόριό του με τα στήθη της. Ο Θωμάς άρχισε να κουνιέται μπρος - πίσω, μαλακίζοντας στην ουσία το πέος του με τα βυζιά της. Μάλιστα, κάθε φορά που έσπρωχνε προς τα μπρος, η Θεοδούλη γράπωνε με τα χείλια της το ψωλοκέφαλο του και το βύζαινε λιμασμένα!
- «Χύνωωω! Χύνω, καύλα μου! Οι βυζάρες σου με τελειώνουν!», μούγκρισε ο νεαρός.
Βούτηξε την πούτσα του και, πριν εκείνη προλάβει να πει ή να κάνει κάτι, της μύστρισε όλο της το πρόσωπο με το πηχτό, καυτό του σπέρμα! Προς κολοσσιαία έκπληξή της παρόλα αυτά, η πρεσβυτέρα δεν ένιωσε ίχνος αηδίας, μόνο μια απέραντη αγαλλίαση…
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 32658)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.