Η ιστορία:
Κεφάλαιο 7ο
Κείνο που τρόμαζε πιο πολύ τη Θεοδούλη μετά το δεύτερο ανόμημά της, εκτός του ότι υπέπεσε σ’ αυτό δίχως το παραμικρό ίχνος αντίστασης, ήταν η πλήρης αδυναμία της να πάψει ν’ αναπολεί τις πομπές της με το Θωμά. Ήταν λες και μπροστά στο βαρβάτο πέος του έφηβου εραστή της, όλες οι αρχές κι οι αξίες που καθόριζαν τη ζωή της ως τότε, όπως η οικογένεια, η θρησκεία, η ηθική, απλά δε μετρούσαν! Μάλιστα, η διαβρωτική επιρροή που ασκούσαν πάνω της οι ακόλαστες σεξουαλικές επιθυμίες της, των οποίων την ύπαρξη, μέχρι πριν λίγες μέρες, αγνοούσε, ήταν τόσο μεγάλη, που την έσπρωξε να πλησιάσει εκείνη το Θωμά στο σχολείο και να τον παρακαλέσει να ξανασυναντηθούν!
Κεφάλαιο 8ο
Με την αλαζονεία του να ‘χει εκτοξευθεί στα ύψη, μετά την… πρωτοβουλία της Θεοδούλης, Ο Θωμάς έκρινε ότι ήταν καιρός να πάψει το θέατρο. Ο ρόλος του καλού παιδιού ήταν ανιαρός, ιδίως για ένα φύσει αρπακτικό σαν την αφεντιά του. Είχε έρθει η στιγμή να μεταχειριστεί την υποκρίτρια πόρνη -που το ‘παιζε ηθική και θρήσκα, ενώ δε χόρταινε πούτσο- όπως της άξιζε! «Θεούσα, γυναίκα παππά και μαλακίες! Μια τσούλα είναι και μισή! Θα της δείξω εγώ!» μονολόγησε χαιρέκακα ο νεαρός. Κανένα μισάωρο μετά το σχόλασμα, το ζευγάρι είχε ήδη καταλύσει σ’ ένα δωμάτιο ενός φτηνού ξενοδοχείου του Πειραιά.
- «Γδύσου πουτάνα!» απαίτησε ο Θωμάς δεσποτικά, φανερώνοντας το πραγματικό ποιόν του, δίχως ευγένειες κι αηδίες.
Η ραγδαία αλλαγή στη συμπεριφορά του σόκαρε τη Θεοδούλη τόσο βαθιά, που έμεινε να τον κοιτά με μάτια γουρλωμένα.
- «Κουφή είσαι, μωρή; Γδύσου μη σε τσακίσω!» ξανάπε ο Θωμάς.
Εκείνη υπάκουσε στη στιγμή, τρέμοντας από φόβο.
- «Γδύσε με κι εμένα τώρα!» την πρόσταξε ξανά.
Εκείνη υπάκουσε πάλι, φέρνοντας στο φως τον ήδη ντούρο ψώλαρο του. Στη θέα του αντικειμένου του πόθου της, αντιδρώντας από ένστικτο, τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω απ’ το σκληρό κορμό του.
- «Έτσι μπράβο, κουφάλα! Παιξ’ τον μου!» την επιβράβευσε ο Θωμάς και της έδωσε ένα κυριαρχικό μπατσάκι στο μάγουλο.
Μισό λεπτό μετά, πισωπάτησε κάμποσο, κι όταν είδε τη Θεοδούλη ν’ απλώνει ανακλαστικά το χέρι της προς το μέρος του, λες και τον ικέτευε να μην της στερήσει την επαφή με το μόριό του, κάγχασε ειρωνικά. Έπειτα ξάπλαρε στο κρεβάτι, τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω απ’ τον πουτσοκορμό του και, κραδαίνοντάς τον απειλητικά, την πρόσταξε αναίσχυντα και περιπαικτικά:
- «Διώξε αυτή τη γελοία έκφραση της θιγμένης κυράτσας απ’ τη μάπα σου κι έλα να με γλείψεις! Ξέρεις ότι το θέλεις!»
Και το χειρότερο ήταν ότι είχε δίκιο! Οι βρισιές κι οι προσβολές δεν είχαν σβήσει τον πόθο που είχε προκαλέσει η προοπτική της επερχόμενης ηδονής στη Θεοδούλη, η οποία κούρνιασε πλάι του, κατάπιε λαίμαργα την πούτσα του κι έπιασε να κουνά το κεφάλι της πάνω κάτω, μουλιάζοντας τον πουτσοκορμό του, ενώ δεν παρέλειπε να βυζαίνει τη βάλανό του λιμασμένα.
- «Μπράβο καριόλα μου! Κάνεις και γαμώ τα τσιμπούκια!» έκρωξε ο Θωμάς, τινάζοντας βίαια τα λαγόνια του προς τα πάνω.
- «Πέσε μωρή στα τέσσερα και τούρλωσε την κωλάρα σου, για να σε πάρω σα σκύλα!» την πρόσταξε κατόπιν άγρια, ενθαρρυμένος απ’ την εθελοδουλία της.
Κι εκείνη έσπευσε να συμμορφωθεί, ποθώντας να τον νιώσει να την… ξεκατινιάζει! Ο Θωμάς την πλησίασε και, μ’ ένα απότομο τίναγμα της λεκάνης του, έμπηξε το παλούκι του στην κάθυγρη τρύπα της. Κατόπιν άρχισε να ταλαντεύεται με ταχύτητα και δύναμη εμβόλου, παλουκώνοντας το μουνί της, ενώ παράλληλα οι χερούκλες του σφαλιάριζαν εναλλάξ τα οπίσθιά της μ’ όλη τους τη δύναμη, σκάζοντας πάνω στην τρυφερή σάρκα της σα... σφυριά! Οι κραυγές της Θεοδούλης αρχικά ήταν προϊόν πόνου. Άξαφνα όμως αντιλήφθηκε, τελείως παράλογα, ότι ο πόνος της... άρεσε, όπως απόδειχναν και τα ζουμιά που αμολούσε, ενόσω ο Θωμάς την ξεμούνιαζε και την χτυπούσε ταυτόχρονα.
- «Χο! Γουστάρεις αγριάδες, ψώλα;» ρώτησε το καθίκι, νιώθοντας τους μυς της μουνάρας της να τον σφίγγουν σα... μέγγενη.
- «Ουχ ναι, μ’ αρέσει! Θεέ μου, είναι υπέροχο! Δώσ’ το μου σκληρά! Δώσ’ το μου άγρια! Αχ, με τρελαίνεις!» βόγκηξε εκείνη.
Αποθρασυμένος απ’ την ξετσίπωτη στάση της, ο Θωμάς έκρινε ότι είχε έρθει η στιγμή να κλιμακώσει τις απαιτήσεις του.
- «Ξέρεις τι θα κάνω τώρα φακλάνα; Θα σου σκίσω την κωλάρα!» είπε και σκαμπίλισε το δεξί κωλομέρι της κυριαρχικά.
- «Μη, Θωμά μου, μη! Ο σοδομισμός είναι θανάσιμη αμαρτία! Θα καούμε στο πυρ το εξώτερον!» ικέτευσε η Θεοδούλη.
- «Σκασμός σκρόφα!» γάβγισε εκείνος.
Απέσυρε το μόριό του απ’ το φύλο της κι άνοιξε τα κωλομέρια της.
- «Ψοφάω να ξεπαρθενεύω κωλαράκους!» δήλωσε.
Κόλλησε τη βάλανό του στην απείραχτη πίσω πόρτα της κι άρχισε να πιέζει, ώσπου τελικά κατάφερε να παραβιάσει τον ερμητικά κλειστό σφιγκτήρα της με τον πολιορκητικό κριό του. Η παπαδιά άφησε μια σπαραχτικότατη κι εκκωφαντική τσιρίδα, νιώθοντας τη σούφρα της να σκίζεται κυριολεκτικά στα δυο.
- «Γουστάρωωω! Σου ξεχειλώνω την κωλάρα!» κόμπασε το κάθαρμα.
Και τελείως απτόητο απ’ το μαρτύριό της, εξακολουθώντας να καμακώνει την κωλοτρυπίδα της πόντο πόντο με την ψωλάρα του και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν έπιασε πάτο. Ακόμη και τότε όμως, παρότι ο πόνος της μετριάστηκε, η γυναίκα συνέχισε να κλαψουρίζει, θρηνώντας για τη συμμετοχή της σε μια πράξη που θεωρούσε κολοσσιαία αμαρτία. Τότε ακριβώς το καθίκι άρχισε να κουνά τη λεκάνη του μπρος πίσω.
Η πρώτη ταλάντωσή του της προκάλεσε στο μουνί ένα ρίγος, η δεύτερη ένα σπασμό κι η τρίτη ένα συγκλονιστικό... οργασμό! Όσο πιο βάναυσα κάρφωνε την ψωλή του στην κωλοτρυπίδα της, τόσο πιο πολύ έχυνε η Θεοδούλη, όχι μόνο απ’ το μουνί, αλλά κι απ’ τον κώλο! Ο Θωμάς ένιωσε τη σούφρα της ν’ ανοιγοκλείνει σα σφουγγάρι γύρω απ’ το καυλί του, καταλαβαίνοντας αμέσως τι γινόταν.
- «Χύνεις απ’ τον κώλο, μανάρι μου; Α, μα εσύ είσαι γεννημένη ξεκωλιάρα! Και μετά μου κλαίγεσαι ότι ο σοδομισμός είναι αμάρτημα κι αηδίες! Αφού σ’ αρέσει να την τρως στον κώλο, σωστά;» ρώτησε τη Θεοδούλη, ξέροντας ήδη την απάντηση.
- «Ουχ, ναι Θεέ μου, μ’ αρέσει! Πιο γρήγορα! Σκίσε με!» βόγκηξε εκείνη, τουρλώνοντας τον κώλο της προς το μέρος του.
- «Δε θα σε σκίσω απλά, σουρωτήρι θα σε κάνω, καριόλα!» είπε το τσογλάνι.
Κι αμέσως έπιασε να σφυροκοπά τον κώλο της με μίσος, ωστόσο εκείνη, όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε, αλλά έσπρωξε προς τα πίσω, σουβλίζοντας η ίδια τη σούφρα της στη μαλαπέρδα του!
- «Γουστάρεις, ε καύλα μου; Πες το! Πες μου ότι ψοφάς να την τρως στον κώλο κι ότι είσαι ξεκωλιάρα!» γκάριξε ο Θωμάς.
- «Αχ ναι, είμαι ξεκωλιάρα! Ξέσκισε μου τον κώλο Θωμά!» φώναξε εκείνη αναρωτώμενη παράλληλα αν το άτομο που ξεστόμιζε αυτές τις ασύλληπτα χυδαίες λέξεις ήταν η ίδια.
- «Μπράβο, ψώλα! Λέγε μου τέτοια!» γκάριξε ο γαμιάς της.
Ξεκάρφωσε το παπάρι του από το σφιγκτήρα της, ξεχειλώνοντάς τον σα… σαμπρέλα, τη γύρισε ανάσκελα, κάθισε πάνω στα βυζιά της και της το κάρφωσε κατευθείαν στον οισοφάγο!
- «Πάρ’ τα, μωρή άρρωστη! Σου χύνω τα πνευμόνια!» μούγκρισε, ακριβώς τη στιγμή που το σπέρμα του πρόσκρουσε με τρομερή δύναμη στο λαρύγγι της Θεοδούλης σαν υπερχειλισμένο ποτάμι, φέρνοντάς την στα πρόθυρα του πνιγμού!
Ωστόσο εκείνη, παρότι έβηχε, μη μπορώντας καλά καλά ν’ ανασάνει, καταβρόχθισε το χύσι του με ακόρεστη βουλιμία! Ακόμα μάλιστα κι όταν τον στράγγιξε τελείως, συνέχισε να βυζαίνει το ψωλοκέφαλο του, ενώ μούγκριζε σα ζώο!
Κεφάλαιο 9o
Κείνο το επεισόδιο ήταν η παγίωση της μετάλλαξής της. Χωρίς υπερβολή, ζούσε κι ανάπνεε πια για τις συναντήσεις της με το νεαρό γαμιά της, ενώ δε δίσταζε να προβαίνει ακόμα και σε πράξεις παράλογα ριψοκίνδυνες, για να ευχαριστηθεί πούτσο. Κάποτε, λόγου χάρη, τον στρίμωξε στις τουαλέτες του σχολείου και τον έβαλε να της σκίσει το μουνί και την κώλο στα όρθια! Κι αφού στο τέλος άρμεξε με τις χειλάρες της τα πηχτά χοντράδια του, έφυγε πανευτυχής και χορτάτη για μάθημα!
Αλλά το ζενίθ της πουτανιάς της ήταν ότι ενέδωσε στην απαίτησή του να την πηδήξει σπίτι της με την οικογένειά της μέσα σ’ αυτό! Μάλιστα, όταν ο Θωμάς κατέφτασε, εκείνη του δήλωσε περήφανα ότι είχε ποτίσει τον άντρα και τα παιδιά της με υπνωτικό, για να μπορούν να ξεσκιστούν με ασφάλεια, έπειτα τον έγδυσε και μπουκώθηκε με την πούτσα του μέχρι σκασμού. Λίγο αργότερα, γονάτισε στον καναπέ, τούρλωσε τον πάτο της μέχρι το τέρμα, άνοιξε τα κωλομέρια της, γύρισε το κεφάλι της προς τα πίσω και, με μια έκφραση απόλυτης ανηθικότητας στη μάπα, είπε στον επιβήτορά της:
- «Έλα, ψωλαρά μου! Ξέσκισέ μου την κωλάρα με την υπέροχη πουτσάρα σου!»
Ο Θωμάς δεν έχασε χρόνο.. έμπηξε ολόκληρη την ψωλή του στον πάτο της σα λόγχη και την ξεκώλιασε πιο άγρια από ποτέ.
- «Ουχ ναι, Θωμά! Ξεχείλωσέ με, μη με λυπάσαι! Αχ πως μ’ αρέσει!» βόγκηξε εκείνη μ’ απροκάλυπτη αναισχυντία.
- «Σ’ έσκισα, κουφάλα! Κώλο δε θα μπορείς να βάλεις σε καρέκλα για ένα μήνα! Και τώρα θα χύσω!» μούγκρισε εκείνος.
Ξεκαλούπωσε την πούτσα του απ’ την κωλοτρυπίδα της, έχυσε μες στη χούφτα της, κι ύστερα την πρόσταξε να φάει τα πάντα. Και η… σεβαστή πρεσβυτέρα, το πρώην ‘αστέρι’ του κατηχητικού, ρούφηξε λιμασμένα το ψωλόχυμα σαν ηλεκτρική σκούπα!
Κεφάλαιο 10ο
Έχοντας αποδεχθεί οριστικά την ακόλαστη πλευρά της φύσης της, η Θεοδούλη επέτρεπε παθητικά στο Θωμά να την παρασύρει στα πιο νοσηρά σεξουαλικά ενσταντανέ. Όπως εκείνη τη φορά που, κατ’ εντολή του, χαρτογράφησε την κωλοχαράδρα του με τα... χείλια και τη γλώσσα της, ενώ εκείνος μαλακιζόταν, ώσπου την έχυσε στη μάπα! Όταν μάλιστα το σκουλήκι την είδε να παλεύει αξιοθρήνητα ν’ ανοίξει τα στοκαρισμένα με ψωλόχυμα βλέφαρά της, ξεράθηκε στα γέλια!
Το τι σαδιστής ήταν ο τσόγλανος, δε λέγεται. Μια άλλη φορά, λόγου χάρη, η παπαδιά πέρασε τουλάχιστον μισή ώρα ικετεύοντάς τον να την ξεκωλιάσει, ενώ εκείνος άκουγε απαθής. Μόνο αφού εκείνη του έγλειψε τα πόδια, σαν ‘καλή...σκύλα’, κι αφού ομολόγησε ότι είναι μια ‘ξεκωλιάρα πόρνη που ζει για τον πούτσο’, έστερξε να εισακούσει την ικεσία της! Η εξαθλίωση κι αναισθητοποίησή της ήταν τόσο απόλυτες, που ακόμα κι όταν Θωμάς αποκάλυψε το πραγματικό του επάγγελμα, εκείνη δεν έδειξε καμιά, ούτε καν στιγμιαία, δυσφορία, μόνο τον κοίταξε αδιάφορα κι αποκρίθηκε κυνικά:
- «Δε με νοιάζει η δουλειά σου,, μόνο ο πούτσος σου!»
Τότε εκείνος έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα φακελάκι με… κοκαΐνη, και της είπε ότι η ουσία αυτή είχε την ιδιότητα ν’ αυξάνει την αντοχή και την απόλαυση στο σεξ. Εκείνη άρπαξε ζηλότυπα το φακελάκι απ’ τα χέρια του, πασπάλισε το πέος του με κάμποση σκόνη, σα να πασπάλιζε... κουραμπιέ με ζάχαρη άχνη, κι ύστερα έπιασε να το βυζαίνει με τις πιποχειλάρες της! «Τώρα θα γίνει χαμός» σκέφτηκε ο νεαρός, κάνοντας κι αυτός μια γερή… μυτιά απ’ το περιεχόμενο του φακέλου.
Μια ώρα μετά, το μουνί της Θεοδούλης είχε πρηστεί σα... μπαλόνι κι η σούφρα της έχασκε σα... σπηλιά απ’ το πολύ ξέσκισμα! Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι κάποια στιγμή το κάθαρμα την έστρωσε ανάσκελα κατάχαμα, την υποχρέωσε να ‘σπάσει’ το κορμί της στα δύυο, λυγίζοντας τα πόδια προς τα πίσω, ώσπου ακούμπησαν το χαλί εκατέρωθεν της μάπας της, κι έπειτα έπιασε να καρφώνει την πούτσα του στον κώλο της με τέτοια λύσσα, που κυριολεκτικά τον μάτωσε!
- «Σου ξεχαρβάλωσα την κωλάρα, μωρή καριόλα! Αίμα βγάζει απ’ το πολύ ξέσκισμα! Γουστάρεις;» τη ρώτησε περιφρονητικά.
- «Αχ ναι, μ’ αρέσει, μη σταματάς! Σκίσε μου τα ράμματα, ψωλαρά μου!» αποκρίθηκε η Θεοδούλη πουτανιάρικα!
Ο Θωμάς ρουθούνισε ειρωνικά και με δυο τελευταίες σπρωξιές, αμόλησε τα χοντράδια του βαθιά μες στην κωλάρα της.
- «Ξέρεις τι θέλω να κάνεις τώρα ξεκωλιάρα; Να σφιχτείς και ν’ αμολήσεις τα χύσια μου» πρόσταξε εν συνεχεία κυνικά την πρεσβυτέρα.
Αυτή έπιασε να σφίγγεται με τέτοια μανία, που τα μάτια της σχεδόν πετάχτηκαν έξω απ’ τις κόγχες της, ώσπου, εντέλει, η σούφρα της αμόλησε σε πρώτη φάση μπουρμπουλήθρες, κι έπειτα ένα... ποτάμι ψωλόζουμου!
(Copyright protected OW ref: 32902)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.