Η ιστορία:
Κεφάλαιο 11ο
Οι αξεπέραστες δυσκολίες της Θεοδούλης να προσαρμοστεί στη νέα της ζωή, είχαν γίνει αντιληπτές απ’ τον άντρα της, που είχε, επιπλέον, πληροφορηθεί πόσο άθλια ήταν η κατάσταση στο σχολείο που εκείνη εργαζόταν. Η εξόφθαλμη δυστυχία της τον είχε ανησυχήσει βαθιά, ωστόσο δε δοκίμασε ν’ ανοίξει συζήτηση μαζί της, σεβόμενος την επιλογή της να μην του μιλήσει.
Γι’ αυτό η ανακούφισή του ήταν τεράστια, σαν είδε στα χείλη της να χαμογελούν ξανά και τη μορφή της να παίρνει ξανά τη συνήθη, γλυκιά έκφραση που την καθιστούσε τόσο αξιαγάπητη. Το δίχως άλλο, είχε αρχίσει να συνέρχεται, δείχνοντας να χαίρεται ξανά τα καθημερινά πράματα, όπως το νοικοκυριό, τη φροντίδα της οικογένειάς της, ακόμα και τη… δουλειά της.
Ο ιερέας ήταν σίγουρος ότι ένα μεγάλο μέρος τούτης της αλλαγής οφειλόταν στο Θωμά, του οποίου η παρουσία είχε δώσει νόημα στη ζωή της συζύγου του και μιαν αίσθηση αποστολής. Η ευγνωμοσύνη που ένιωθε γι’ αυτόν τον τόσο σκληρά χτυπημένο απ’ τη μοίρα νέο, ήταν κολοσσιαία και δεν παρέλειπε να του τη δείχνει με κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν.
Έτσι, με τη βεβαιότητα ότι η πρεσβυτέρα του ήταν σε καλά... χέρια, ο ιερέας μπόρεσε ν’ αφοσιωθεί στο θεάρεστο έργο του.
Κεφάλαιο 12ο
Εκείνο το βράδυ, ο Θεόκλητος γύρισε σπίτι με τέτοιο πονοκέφαλο, που πήγε αμέσως για ύπνο. Κάποια στιγμή μες στη νύχτα ο πονοκέφαλός του επιδεινώθηκε τόσο πολύ, που τον ξύπνησε, αναγκάζοντάς τον να σηκωθεί για να βρει μια ασπιρίνη. Τότε διαπίστωσε, μ’ έκπληξη, ότι η Θεοδούλη απουσίαζε απ’ το κρεβάτι τους, ενώ από κάπου ακούγονταν ακαθόριστοι ήχοι, σαν ομιλίες. Μα τι έκανε η ευλογημένη; Έβλεπε τηλεόραση; Ο ιερέας βγήκε από το δωμάτιο κι αφουγκράστηκε λιγάκι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι ήχοι προέρχονταν απ’ το σαλόνι, οπότε κινήθηκε προς τα κει γεμάτος απορία.
- «Αχ ναι, ψωλαρά μου! Σκίσε μου τον κώλο! ξεπάτωσέ με!» άκουσε να λέει μια φωνή, λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του.
Ο Θεόκλητος ξεροκατάπιε από φρίκη, αφού, χωρίς αμφιβολία, το άτομο που ξεστόμιζε αυτά τα πάναισχρα λόγια ήταν η γυναίκα του! Γεμάτος φόβο για το τι θα αντιμετώπιζε, μισόβγαλε απρόθυμα το κεφάλι του στο σαλόνι, όπου αντίκρισε τη λατρευτή σύντροφο της ζωής του και μάνα των παιδιών του, ολόγυμνη και γονατιστή πάνω στον καναπέ, να κρατά η ίδια τα οπίσθιά της ανοιχτά, ενώ ο μαθητής της ο Θωμάς έμπηγε στον τουρλωμένο πρωκτό της το τεράστιο σαν αγγούρι καλυβιώτικο μόριό του, ανοίγοντας το σφιγκτήρα της σαν τούνελ!
Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο, που ο δόλιος ο Θεόκλητος λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, ιδίως όταν είδε, λίγο μετά, τον αληταρά να τινάζεται πίσω μπρος, σοδομίζοντας τη Θεοδούλη του μ’ ανείπωτη λύσσα, ενώ τη ρωτούσε:
- «Γουστάρεις που σου σκίζω την κωλάρα, κουφάλα;»
Κι εκείνη απαντούσε αναίσχυντα:
- «Αχ ναι γαμιά μου! Ξεκώλιασε με, με την ψωλάρα σου!»
Ο ιερέας ισοπεδώθηκε τόσο πολύ, που δεν τόλμησε καν ν’ αντιπαρατεθεί με το αμαρτωλό ζεύγος.. απλά γύρισε στο δωμάτιο κι έπεσε στο κρεβάτι, νιώθοντας ο μεγαλύτερος... μαλάκας του κόσμου, καθώς σκεφτόταν τις άπειρες φορές που είχε εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στο κωλόπαιδο, θεωρώντας τον ως το βασικό παράγοντα στην ψυχολογική ανάκαμψη της Θεοδούλης.
«Τέτοια ψυχολογική... υποστήριξη σου προσέφερε ο αλήτης;» μονολόγησε έπειτα, εστιάζοντας την οργή του στην ψεύτρα κι άπιστη συμβία του, και τότε ακριβώς αποφάσισε να την ξεμπροστιάσει με την πρώτη ευκαιρία.
Κεφάλαιο 13ο
Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το επόμενο πρωί, όταν έμειναν μόνοι τους σπίτι, μετά την αναχώρηση των παιδιών τους για το σχολείο. Ο Θεόκλητος πλησίασε αποφασιστικά τη σύζυγό του που ‘πινε αργά τον καφέ της καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, και της ανακοίνωσε την επιθυμία του να συζητήσουν, με κείνη να συγκατατίθεται ανυποψίαστη.
Ο ιερέας κάθισε απέναντί της, την κοίταξε μες στα μάτια βλοσυρά κι ύστερα της είπε με φωνή που έτρεμε από οργή:
- «Σε είδα χτες τη νύχτα, Θεοδούλη. Θεέ μου! Πώς μπόρεσες; Και μάλιστα μες στο σπίτι μας! Γιατί το έκανες; Πες μου, γιατί;»
Ο πανικός που ένιωσε η απροετοίμαστη Θεοδούλη κράτησε λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Στο κάτω κάτω, είχε σιχαθεί να κρύβεται. Με την ψυχραιμία της πλήρως ανακτημένη, επέστρεψε το βλοσυρό βλέμμα του άντρα της.
- «Ας αφήσουμε το ‘γιατί’, Θεόκλητε. Δεν νομίζω ότι θ’ άντεχες μια ειλικρινή απάντηση. Εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι δεν έχω σκοπό να πάψω να βλέπω το Θωμά» απάντησε σταθερά.
Σηκώθηκε, πήγε στο δωμάτιό τους, από όπου ξεπρόβαλε λίγα λεπτά μετά ντυμένη στην τρίχα, και ξεπόρτισε, δίχως ν’ απευθύνει λέξη στον τον αποσβολωμένο με το θράσος της άντρα της. Μισή ώρα μετά, βρισκόταν στο διαμέρισμα του εραστή της, διηγούμενη αναλυτικά τη συζήτησή της με το Θεόκλητο.
- «Γαμώ το φελέκι μου! Δεν του είχες ρίξει υπνωτικό στο κρασί;» ρώτησε ο νεαρός κακούργος εμφανώς ανήσυχος.
- «Μα, φυσικά. Ίσως δεν το ήπιε, δεν ξέρω. Δεν με νοιάζει. Ας κάνει ότι θέλει. Εσύ τι ζόρι τραβάς;» αντιρώτησε η Θεοδούλη.
- «Ξέχασες τι δουλειά κάνω; Αν ο άντρας σου μας κάνει βούκινο, μπορεί να μπλεχτεί κι η αστυνομία!» απάντησε ο Θωμάς.
- «Ε, όχι δα! Γαμιόμαστε, δεν κάνουμε έγκλημα! Εξάλλου, τον ξέρω το Θεόκλητο, είναι τόσο φιλόδοξος, αυτάρεσκος κι εγωπαθής, που δε θα τολμήσει να πει ή να κάνει κάτι, το οποίο ενδεχομένως θα έβλαπτε την εικόνα του» είπε εκείνη.
- «Δεν ξέρω, μανάρι μου.. ελπίζω να ‘χεις δίκιο» είπε ο νεαρός, εξακολουθώντας όμως να ταλανίζεται από αβεβαιότητα.
- «Λοιπόν, φτάνει η συζήτηση. Μια που βρεθήκαμε, τι θα έλεγες να περάσουμε στο... ψητό;» ρώτησε η πρεσβυτέρα.
- «Ξέρεις, μανάρι μου, δεν έχω όρεξη...» απάντησε αχνά ο νεαρός, που προφανώς ακόμα σκεφτόταν τις τελευταίες εξελίξεις.
- «Μη σκας. Θα σε κάνω εγώ να έχεις» δήλωσε η Θεοδούλη.
Τσιτσιδώθηκε συνοπτικά και ξεβράκωσε κι εκείνον ταχύτατα. Πιπιλώντας το μαρκούτσι του αφόρητα, το κατέστησε... ετοιμοπόλεμο, κι έμπηξε σ’ αυτό ηδονικά το υγρό μουνί της. Έπειτα άρχισε να χοροπηδάει, ξεσκίζοντας τον εαυτό της και κραυγάζοντας βρομόλογα απείρου ‘κάλλους’.
- «Ωχ, Θεέ μου, πως με ξεμουνιάζει έτσι η πούτσα σου, γαμιά μου! Πώς μπορούσα τόσα χρόνια και ζούσα χωρίς αυτήν; Αχ!»
Καθηλωμένος στη θέση του, ο Θωμάς ένιωθε το μούνο της παπαδιάς να τον… καταβροχθίζει. Κι όταν η καριόλα σούβλισε τον κώλο της στο παπάρι του, εκείνος έτρεξε να χουφτώσει τα κωλομέρια της και να χώσει τη μάπα του μέσα στις βυζάρες της.
- «Αυτό είναι! Κούνα τα καπούλια σου μανάρα μου! Τι ξεκωλιάρα είσαι εσύ!» μούγκρισε.
Αυξάνοντας το ρυθμό της, η Θεοδούλη έπιασε να καρφώνει τη σούφρα της στον πούτσο του με λύσσα, συμπαρασύροντας στο άγριο πάθος της κι εκείνον, που γράπωσε τα κωλομέρια της ακόμα πιο δυνατά, μπήγοντας κυριολεκτικά τα νύχια του στο κρέας της. Κι ύστερα έπιασε να δαγκώνει εναλλάξ τις ρώγες της, ώσπου κάποια στιγμή ανακοίνωσε ότι έφτανε στην κορύφωση.
Εκείνη αντέδρασε σαν το σκύλο του Παβλόφ, ξεκαρφώνοντας τον κώλο της απ’ τον πούτσο του, κολλώντας τις χειλάρες της πάνω στο πουτσοκέφαλο του σα βεντούζες και χλαπακιάζοντας τα χύσια του, ενώ ο εραστής της φώναζε χοντρά και χυδαία:
- «Αυτό είναι, κουφάλα! Άρμεξέ τα όλα! Φάε όλο το θρεπτικό ψωλόζουμο μου! Τι ρουφήχτρα είσαι εσύ, μανάρα μου!»
Κεφάλαιο 14ο
Με την έγγαμη ζωή του να έχει μετατραπεί, εν μια νυκτί, σ’ εφιάλτη, ο Θεόκλητος πάλευε ν’ αποφασίσει τι τον εξόργιζε περισσότερο.. η έλλειψη κάθε ίχνους μεταμέλειας απ’ την πλευρά της γυναίκας του, ή η απίστευτα αισχρή αλλαγή στη συμπεριφορά της. Η, μια φορά κι έναν καιρό, σεμνή και ντροπαλή μέχρι... αηδίας Θεοδούλη, είχε μεταμορφωθεί σε... ‘τσόκαρο’, που ντυνόταν προκλητικά κι απολάμβανε φανερά τις λάγνες των αντρών στο δρόμο, δίχως να δίνει δεκάρα για τον αντίκτυπο που είχε η ξετσίπωτη συμπεριφορά της στην εικόνα του ιερέα συζύγου της.
Σε αντίθεση με τον εξοργισμένο άντρα της, στη Θεοδούλη άρεσε πάρα πολύ ο νέος της εαυτός. Οι δολοφονικές ματιές που της έριχνε συνεχώς, δεν την πτοούσαν καθόλου, καθώς, για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωθε αληθινά ελεύθερη, απαλλαγμένη από τις αγκυλώσεις και τους περιορισμούς του αυστηρού κώδικα ηθικής και της θρησκείας που την καταδυνάστευαν ως τότε.
Κι αυτή η ελευθερία την έκανε τόσο ασύδοτη, που είχε φτάσει στο σημείο να ρίχνει λάγνες ματιές στο νεαρό γαμιά της δημοσίως (!), καταφέρνοντας να εκνευρίσει μέχρι κι εκείνον, αναγκάζοντάς τον να την απειλήσει πως δε θα ξανασυναντιόνταν, αν δε συμμορφωνόταν. Η αντίδρασή της ήταν δηλωτική της αχρειότητάς της. Κόλλησε το μουσούδι της στ’ αρχίδια του κι έπιασε να τα γλείφει με δουλοπρέπεια, ενώ συνάμα τον εκλιπαρούσε:
- «Μη με διώχνεις, Θωμά. βρίσε με, χτύπα με, τσάκισέ με, μα μη διώχνεις! Αν χάσω τον πούτσο σου, θα πεθάνω!»
Αφρίζοντας από θυμό, εκείνος της τρέσαρε δυο χαστούκια τόσο δυνατά, που την έστειλαν να σκάσει κάτω στο μωσαϊκό σαν... καρπούζι. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως, η καριόλα πήρε αμέσως τη σκυλίσια στάση και του είπε αισχρά:
- «Αχ ναι, γαμιά μου, χτύπα με! Χτύπα με όσο σου κάνει κέφι κι ύστερα χώσ’ την μου στον κώλο! Θέλω να με ξεσκίσεις!»
Αυτομάτως ο τσόγλανος γονάτισε πίσω της, της σήκωσε τη φούστα μέχρι της μέση, ξέσκισε συνοπτικά το βρακάκι της και της φύτεψε τελείως στεγνά στην κωλοτρυπίδα ολόκληρη τη ντούρα πουτσάρα του με δυο μονάχα, ασύλληπτα βάναυσες ψωλιές, αναγκάζοντάς την να αφήσει ένα διαπεραστικό, καταγέλαστο γουρουνίσιο γρούξιμο πόνου.
- «Πόνεσες, μωρή κουφάλα, ε; Μήπως θες να σταματήσω;» τη ρώτησε προβοκατόρικα.
- «Όχι, Θωμά, μη σταματάς! Ξεκώλιασε με... γάμα μου τα πρέκια! Είναι φανταστικό! Ουχ» απάντησε η Θεοδούλη ξετσίπωτα.
Τότε εκείνος έπιασε να σφυροκοπάει τον κώλο της, κουνώντας μπρος πίσω τη λεκάνη του με τέτοια μανία, που την έστειλε να σκάσει κάτω με τη μάπα για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά. Κι όταν ένιωσε το χύσιμο του να πλησιάζει, ξεκάρφωσε το παλαμάρι του από τη σούφρα της, μαλακίστηκε για λίγο και ράντισε το δάπεδο με το σπέρμα του.
- «Τώρα έρχεται το καλύτερο ψώλα!» κραύγασε.
Έπειτα, άρπαξε τη Θεοδούλη απ’ τα μαλλιά και την έσυρε στα τέσσερα όπως ήταν, σα σκύλα, ώσπου έφτασε πάνω απ’ τα χύσια του, πάνω στα οποία της έτριψε σχολαστικά όλη τη μάπα, καγχάζοντας.
- «Χο, πάρε κόσμε! Η γυναίκα σφουγγαρόπανο! Σ’ αρέσει, μωρή κάργια το πασάλειμμα με χύσι;» πρόγκηξε το θύμα του.
- «Ναι-ναι, παιδαρά μου. Μ’ αρέσει! Κάνει καλό και στο δέρμα!» απάντησε η Θεοδούλη με.. νάζι.
Κι έπιασε να ρουφά εκκωφαντικά και να καταβροχθίζει, κατευθείαν απ’ το μωσαϊκό, τις μακριές βλέννες που είχε αμολήσει η ψωλή του εραστή της.
Κεφάλαιο 15ο
Μετά από τρεις μήνες ακάματων προσπαθειών ικανοποίησης των αναγεννημένων ορμών της πρεσβυτέρας, ο Θωμάς ένιωθε εντελώς ξεζουμισμένος! Η παλιογαμιόλα δε χόρταινε πούτσο με τίποτα! Έπρεπε να σκεφτεί έναν τρόπο να την ξεφορτωθεί, ή, έστω, να μοιραστεί το δυσβάσταχτο φορτίο που είχε επωμιστεί.
Τη λύση έδωσε τ’ αφεντικό του, ένας Γεωργιανός ονόματι Σιρίλ. Σε μια συζήτηση που είχαν, τον είχε ρωτήσει αν παιζόταν τίποτα με κανένα κορίτσι κι ο Θωμάς του είχε εκμυστηρευτεί το πρόβλημά του. Τότε ο Σιρίλ προθυμοποιήθηκε να του δώσει ο ίδιος ένα... χεράκι. Έτσι, ένα βράδυ που η Θεοδούλη πήγε σπίτι του γαμιά της, βρέθηκε αντιμέτωπη με δυο άτομα αντί για ένα.
- «Από δω τ’ αφεντικό μου ο Σιρίλ. Του έχω μιλήσει για σένα και θέλει να σε... γνωρίσει» έκανε τις συστάσεις ο Θωμάς.
Εκείνη ρίγησε από φόβο, καθώς ο Σιρίλ ήταν το πιο αποκρουστικό πλάσμα που είχε δει ποτέ. Ήταν πολύ χοντρός, με τεράστια μπάκα, ξυρισμένο κεφάλι και πανάσχημο, αξύριστο μούτρο, όπου δέσποζαν τα μοχθηρά μάτια του κι η πλατιά του μύτη. Δίχως να επηρεαστεί διόλου απ’ τον αρνητισμό της, ο Σιρίλ έβγαλε ψυχρά τη μπλούζα και το παντελόνι του. Η Θεοδούλη ατένισε αηδιασμένη το παχύδερμο, ωστόσο, όταν η ματιά της έπεσε στον πελώριο όγκο που τόνιζε το σλιπ του.. έμεινε εκεί και δεν έλεγε να ξεκολλήσει.
Ο Σιρίλ χαχάνισε όταν κατάλαβε τι είχε τραβήξει την προσοχή της και κατέβασε το εσώρουχό του. Η παπαδιά κράτησε την ανάσα της, κοιτώντας άλαλη μια ψωλή χοντρή έξω από κάθε λογική. Χωρίς υπερβολή, είχε το πάχος κουτιού αναψυκτικού και πλαισιωνόταν από ένα κεφάλι σα γιγάντιο μανιτάρι και δυο αρχίδια, μεγάλα και βαριά σαν πατάτες!
- «Δε φαίνομαι τόσο άσχημος τώρα, πουτάνα, ε;» είπε ο Σιρίλ.
Την πλησίασε, την έγδυσε ταχύτατα, άρπαξε τους βύζους της, τους ανασήκωσε και δάγκωσε τη μια της ρώγα τόσο δυνατά, που την έκανε να στριγγλίσει, χωρίς ωστόσο αυτό να την εμποδίσει να σφίξει απαιτητικά την πουτσάρα του μες τη χούφτα της. Ένα λεπτό μετά, είχε πέσει στα γόνατα και βύζαινε με μανία το αχανές ψωλοκέφαλο του, ζυγίζοντας συνάμα τις αρχιδάρες του!
- «Μπράβο, μικρέ! Πού την πέτυχες τέτοια τσιμπούκω!» επαίνεσε ο Σιρίλ το Θωμά.
Σήκωσε τη Θεοδούλη πάνω, την πέταξε ανάσκελα στον καναπέ, γονάτισε κι άρχισε να μπήγει τη μαλαπέρδα του στο μουσκεμένο μουνί της εκατοστό προς εκατοστό. Η πρεσβυτέρα εισέπνευσε βαθιά και άφησε ένα ουρλιαχτό τόσο οξύ, που έκανε τα τζάμια να τρίξουν, νιώθοντας όλον εκείνο τον ασύλληπτο όγκο να τη σμπαραλιάζει, ανοίγοντας τα μουνόχειλα της τόσο πολύ, που τα κόλλησε πάνω στα μπούτια της!
- «Μπράβο, αφεντικό! Πέτα της τα μάτια έξω!» σχολίασε μοχθηρά ο Θωμάς.
Ο Σιρίλ την είχε ήδη αρπάξει απ’ τη μέση και, δεν κουνιόταν απλά, αλλά εκτινασσόταν μπρος πίσω, ανασκάπτοντας τα σωθικά της προς κάθε κατεύθυνση, σαν τρυπάνι. Με τους οργασμούς να τη χτυπούν κατά κύματα, η Θεοδούλη αγκάλιασε σφιχτά το ζώο, ποθώντας να μείνει έτσι για πάντα!
- «Θεέ μου, ναι, ξεμούνιασε μεεεεε!!!» ούρλιαξε κι έχωσε τη μούρη της στο τριχωτό στέρνο του, γλείφοντας τον ιδρώτα του.
Αλλά το κλου έλαβε χώρα λίγο μετά, όταν, πεσμένη στα τέσσερα και με τον κώλο τουρλωμένο, κρατούσε τα κωλομέρια της ανοιχτά, ουρλιάζοντας ακατάσχετα, ενώ το κτήνος πάσχιζε με μανία να χωρέσει στο σουφρί της την υπερφυσική ψωλή του.
- «Αχχχχ, μη! Δε χωράει! Είναι τόσο μεγάλη. Έλεος, μη!» ικέτευσε η παπαδιά.
Ωστόσο εκείνος, όχι μόνο δεν της απάντησε καν, αλλά, για να πνίξει τις φωνές της, της πάτησε το πίσω μέρος του κεφαλιού κάτω, κολλώντας τη μάπα της στο χαλί!
- «Ρε μικρέ, έχεις κανένα λιπαντικό; Αυτό τον κώλο πρέπει να τον σκίσω οπωσδήποτε!» είπε ύστερα στο τσιράκι του.
Σε μισό λεπτό το τσογλάνι του έδινε ένα βαζάκι με βαζελίνη, με την οποία ο Σιρίλ άλειψε τον ψώλαρο του κι έπιασε να καμακώνει μ’ αυτόν την κωλοτρυπίδα της Θεοδούλης πόντο πόντο, συνεχίζοντας να της πατάει κάτω το κεφάλι χωρίς οίκτο.
- «Κάνει δουλειά η βαζελίνη. Η σούφρα της ρούφηξε την ψωλή μου σα σφουγγάρι!» είπε.
Εκείνη τίναζε τα οπίσθιά της πέρα δώθε, μουγκρίζοντας απελπισμένα, κυριευμένη απ’ τον πιο αφόρητο πόνο που είχε νιώσει ποτέ, ιδίως όταν το κτήνος άρχισε να κουνιέται βίαια, ξεχειλώνοντας την τρύπα της μέχρις... αποκόλλησης με το εξωπραγματικό ματζαφλάρι του!
- «Μπέσα, αρχηγέ, της έχεις ανοίξει τον κώλο σαν πηγάδι!» ψέλλισε ο Θωμάς, κοιτώντας με το στόμα ανοιχτό σα χάνος.
- «Δε νομίζω να τη λυπάσαι, μικρέ; Στοιχηματίζω ότι γουστάρει που την ξεκωλιάζω! Δίκιο δεν έχω μωρή;» ρώτησε ο Σιρίλ.
Της ανασήκωσε το κεφάλι, τραβώντας το απ’ τα μαλλιά, και συνέχισε να της τρυπανίζει τον σφιγκτήρα με βίαιες ψωλιές.
- «Αχ ναι, ξέσκισέ με! Είναι τρέλα! Δώσ’ μου τ’ άντερα στο χέρι, πουτσαρά μου!» στρίγγλισε, εν μέσω λυγμών, η Θεοδούλη!
- «Τα βλέπεις, πιτσιρίκο; Γουστάρει η ξεκωλιάρα!» είπε το κάθαρμα.
Τραβήχτηκε πίσω, ξεκαρφώνοντας τον πούτσο του απ’ τον κώλο της κι ύστερα της τον ξανακάρφωσε μέχρι τη ρίζα στην κωλοτρυπίδα με μια μονάχα, απάνθρωπη ψωλιά!
- «Αου! Ναι ψωλαρά μου, ξεχαρβάλωσέ με! Άνοιξέ μου την κωλάρα σα χωνί!» τσίριξε αναίσχυντα η Θεοδούλη.
Στο καπάκι ο λεχρίτης την πλησίασε από μπροστά, της έχωσε τον πούτσο του μες στα μούτρα και την πρόσταξε:
- «Πάρ’ την στο στόμα, ρουφιάνα! Πάρ’ την ψωλή μου στο στόμα σου, αχνιστή όπως βγήκε απ’ την ξεσκισμένη σου κωλάρα!»
Αμέσως η Θεοδούλη κατάπιε το μουλιασμένο με τα υγρά του κώλου της παλούκι τόσο βαθιά, που η μάπα της κοκκίνισε σαν παντζάρι, κι έπιασε να το τραγανίζει. Η μόνη φορά που σταμάτησε ήταν όταν ο Θωμάς της φύτεψε το παπάρι του στον κώλο.
- «Αχ ναι, Θωμά, έτσι. Πάλι στον κώλο! Θέλω όμως κι έναν πούτσο στο μουνί μου. Είναι τόση ώρα αγάμητο. Ελάτε, παιδιά, πάρτε με μαζί !» βόγκηξε και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα πελώρια αρχίδια του Σιρίλ, πιπιλώντας τα με ανεξέλεγκτη μανία.
- «Άκου λέει! Ετοιμάσου, καύλα μου, και σου ‘ρχεται!» φώναξε ο Σιρίλ και καθοδήγησε το Θωμά να ξαπλώσει ανάσκελα.
- «Εμπρός, φακλάνα, παρ’ την ψώλα του μικρού στο μούνο σου» πρόσταξε κατόπιν στεγνά τη Θεοδούλη.
Εκείνη υπάκουσε αμέσως κι έκατσε στην ποδιά του μαθητή της, καρφώνοντας με τη μια το φύλο της στο παπάρι του. Μετά άρχισε να ταλανίζεται πίσω μπρος, τουρλώνοντας προκλητικά τον κώλο της προς το Σιρίλ, που γονάτισε πίσω της, άνοιξε τα κωλομέρια της, και της έμπηξε μέχρι τέρμα τη μαλαπέρδα του στη σούφρα με σοκαριστική ευκολία.
- «Κούνα τον πάτο σου, πουτάνα! Γάμα τις πούτσες μας!» την ξαναπρόσταξε, σκαμπιλίζοντας συνάμα το δεξί της κωλομέρι.
Η Θεοδούλη υπάκουσε κι άρχισε να καρφώνεται στα δυο παπάρια αλυχτώντας, ενώ οι γαμιάδες της κράταγαν το ρυθμό, ο μεν Θωμάς, σφαλιαρίζοντας τα καπούλια της, ο δε Σιρίλ, τραβώντας της τα μαλλιά τόσο δυνατά, που σχεδόν της τα ξερίζωσε!
- «Ουχ, Θεέ μου, νιώθω τις ψωλάρες σας μέσα μου να τρίβονται η μια πάνω στην άλλη! Είναι υπέροχο! Έτσι, χτυπήστε με! Πιο δυνατά! Ουχ!!» μούγκρισε χυδαία κι έπιασε η ίδια να τσιμπάει τις ρώγες της τόσο λυσσασμένα, που τις έκανε να ματώσουν!
Ο συνδυασμός σεξ, πόνου και ταπείνωσης, ανέβαζε τον ερεθισμό της σε ύψη δυσθεώρητα. Ακόμα κι όταν ο Σιρίλ της είπε περιπαικτικά ότι η τρύπα της ήταν τόσο ξεχειλωμένη που θύμιζε βάραθρο, εκείνη απάντησε ωμά:
- «Δεκάρα δε δίνω! Ξέσκισέ μου τον κώλο, παιδαρά μου! Γάμα μου τα πρέκια! Είμαι μια βρωμερή ξεκωλιάρα!»
- «Πάρ’ την τότε, σκύλα!» είπε το ζώο και της τάπωσε με τη μια τη σούφρα με τη γαϊδουρόπουτσα του μέχρι τα αρχίδια του.
Λίγο μετά, απέσυρε την ψωλή του απ’ την χαλαρή πια σούφρα της, μαλακίστηκε κι αμόλησε μες στο στόμα της, το οποίο εκείνη κράτησε ανοιχτό πειθήνια, μισό κιλό ψωλόχυμα. Έπειτα μάλιστα καθοδήγησε και το Θωμά να κάνει ακριβώς το ίδιο.
Η αγαλλίαση της παπαδιάς, ενώ το στόμα της μετατρεπόταν σε… βόθρο, ήταν όντως σοκαριστική. Ωστόσο, πιο σοκαριστικό ήταν το παιχνίδι της με τα χύσια, τα οποία ανακάτεψε μες στο στόμα της σα μπετονιέρα, πριν τα χλαπακιάσει. Ακόμα και τότε όμως, δεν έπαψε να πιπιλά εναλλάξ τα καυλιά των εραστών της, αρμέγοντας κάθε σταγόνα που αμολούσαν οι ουρήθρες τους.
(Copyright protected OW ref: 33180)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.