Η ιστορία:
Κάθε άνοιξη παρά τα όποια μας προβλήματα έστω και για μια στιγμή νιώθουμε καλά, νιώθουμε αισιόδοξοι, μπορούμε να δούμε και να μυρίσουμε καθετί δοσμένο με περίσσεια αγάπη απ’ τη φύση.
Η δουλειά μου πάντα απ’ την άνοιξη ως το τέλος του καλοκαιριού ήταν σε κάποιο νησί ως σερβιτόρος. Κάθε χρόνο και σε διαφορετικό νησί, θυμάμαι εμπειρίες με κουρασμένες απ’ όλη τη χρονιά τουρίστριες, γυναίκες που ίσως αν τις γνώριζα σε κάποιο κοινωνικό γεγονός θα είχαν τόσες αναστολές που δεν θα είχα καμιά ελπίδα μαζί τους. Άλλωστε κι εγώ γενικά στη ζωή μου δεν είμαι επιφανειακός, αλλά εκείνους τους μήνες πάντα βγαίνω έξω απ’ όσα έχω επιβάλλει στον εαυτό μου.
Δε θα ξεχάσω ποτέ μια κοπέλα απ’ το γραφείο -δουλεύω σε εταιρία παροχής τουριστικών υπηρεσιών κι αυτό μου δίνει τη δυνατότητα κάθε άνοιξη να την κάνω, υποτίθεται ως επόπτης του εποχούμενου προσωπικού αλλά στην πραγματικότητα ως σερβιτόρος για το χαρτζιλίκι μου και με όλα πληρωμένα ώστε να κάνω διακοπές διαρκείας. Η Αλέκα φορούσε πάντα ταγέρ και γενικά σοβαρά ενδύματα, τα μαλλιά της πάντοτε καλοχτενισμένα με χωρίστρα και φορούσε βαριά μυωπικά γυαλιά. Δεν της έριξα ποτέ δεύτερη ματιά, είχε άλλωστε και μια ένρινη φωνή ιδιαίτερα σπαστική και μεγάλη μύτη.
Εντούτοις όμως, όταν την είδα το περσινό καλοκαίρι στη Μύκονο με τη μάξι φούστα και το τοπ από πάνω, δεν μπόρεσα να μην θαυμάσω τα χυτά καλογυμνασμένα πόδια και τα στητά βυζιά της. Η αλήθεια βέβαια είναι πως όταν τη χαιρέτησα ενοχλήθηκε που κάποιος απ’ τη δουλειά κατέρριπτε το μύθο της στρίγγλας. Ήταν με μια παρέα τεσσάρων αντρών και γέλαγε σαν κοριτσάκι. Επίσης για κάποιον με τις δικές μου εμπειρίες ήταν φανερό ότι τον είχε φάει τουλάχιστον απ’ τους δύο απ’ αυτούς και κάτι μου έλεγε πως ως το τέλος των διακοπών την θα τον έτρωγε κι απ’ τους άλλους.
Αποδείχτηκε πως ο τέταρτος ήταν παλιός γνωστός μου. Η πρόταση να ακολουθήσω κι εγώ στην παραλία που θα πηγαίνανε δεν άργησε να έρθει, προς μεγάλη ενόχληση της. Σχεδόν όλες οι παραλίες στα μέσα της άνοιξης κατακλύζονται από γυμνιστές. Οι άλλοι γδύθηκαν κι εκείνη περίμενε να δει εγώ τι θα κάνω. Η ντροπή είναι κάτι που δεν με απασχόλησε ποτέ. Δεν ξέρω αν την έχω μικρή ή μεγάλη πάντως ότι κι αν ισχύει δεν ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό έτσι γεννήθηκα, σιγά μη ντραπώ για το σώμα μου.
Αν είχα πατσοκοιλιές θα έφταιγα εγώ, αλλά για το αν είμαι κοντός δεν είναι δική μου ευθύνη. Γυμνάζομαι πάντως και φροντίζω να μυρίζω πάντα ωραία. Έχω γράμμωση αλλά όχι υπερβολικά πράγματα κι αν και η πούτσα μου σε πλήρη στύση είναι μόλις δεκάξι εκατοστά, όταν δεν είμαι καυλωμένος δεν μαζεύει ιδιαίτερα.. έτσι φαίνεται μακριά κι εντυπωσιακή. Συνήθως είμαι κοντοκουρεμένος και καλοξυρισμένος. Το καλοκαίρι πάντως κυκλοφορώ μονίμως αξύριστος με γένια δυο βδομάδων.
Όταν κατέβασα και το μαγιό μου η Αλέκα απέστρεψε το βλέμμα της αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να μην αντιληφθώ που κοίταξε. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς κι αφού την πειράζανε οι άλλοι για τη διστακτικότητα της, γδύθηκε εντελώς. Όντως τα βυζιά της ήταν στητά και μεσαία αλλά η επιδερμίδα της ήταν καταπληκτική. Κανένα σημάδι, καμιά ελιά, ίχνος ραγάδας και το χρώμα της ένα τόνο πιο ανοιχτό απ’ του χαλκού με τα καστανόξανθα μαλλιά της, δημιουργούσε ευχάριστη αντίθεση.
Αυτό που μου δημιούργησε περίεργη αίσθηση και σίγουρα θα ‘θελα να τα γευτώ, ήταν τα τεράστια μουνόχειλα της που φάνηκαν σε εκείνη θέα όταν ξάπλωσε. Ήταν σχεδόν σα να την είχε γαμήσει προβοσκίδα. Εν αντιθέσει με εκείνη, εγώ κάρφωσα το βλέμμα μου εκεί και περίμενα να στρέψει το βλέμμα της και να με δει πως τα κοιτάω. Μάλλον κατάλαβε πως οι αναστολές δεν έχουν θέση εδώ πέρα. Όταν οι άλλοι πέσανε στο νερό άρχισε να μου μιλάει κάπως διστακτικά…
- «Ξέρεις, είμαι πολύ κουρασμένη απ’ όλη τη χρονιά και είχα ανάγκη να ξεσκάσω…»
Δεν την άφησα να συνεχίσει.
«Αλέκα, δεν έχω να πω τίποτα και σε κανέναν. Δεν με αφορά τι κάνεις. Άλλωστε τώρα φαίνεσαι συμπαθητική και…»
Δεν με άφησε να συνεχίσω…
- «Μάλλον τα λες αυτά γιατί θέλεις…»
Ήθελα να τη σοκάρω κατά κάποιο τρόπο ή να δω αν όντως έχει αναστολές ή όχι.
- «Θέλω να σε γαμήσω αν αυτό σκέφτεσαι αλλά είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου».
- «Ναι, καλά…», είπε ειρωνικά.
- «Αλήθεια σου λέω. Άλλωστε κι εσύ μπορείς να ειδοποιήσεις τη διεύθυνση πως αντί να βρίσκομαι στα γραφεία μας παριστάνω το σερβιτόρο και κάνω διακοπές όλη τη σεζόν».
Χαμογέλασε και με κοίταξε λοξά. Είχε ωραία μάτια και πέρα απ’ τη μύτη της γενικά ωραία χαρακτηριστικά. Μα τα τεράστια μουνόχειλα της με στοιχειώνανε. Δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω τους. Καθόμασταν κάτω από ένα βράχο που προεξείχε και οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Με κοίταζε έντονα. Σύρθηκα κοντά της πάνω στα βότσαλα. Φίλησα το μουνί της. Αναστέναξε. Της δάγκωσα τα μουνόχειλα και τα τράβηξα μέσα στο στόμα μου. Η ανάσα της έγινε κοφτή.
Έβαλα τα δάχτυλα μου στην κλειτορίδα της κι άρχισα να της την παίζω και να την κουνάω απ’ τα αριστερά προς το κέντρο, ενώ η γλώσσα μου κινούνταν γρήγορα μέσα στον κόλπο της. Είχε πολύ ωραία γεύση και η μυρωδιά της με καύλωνε. Μου έκανε κεφαλοκλείδωμα με τα πόδια της πιέζοντας το πρόσωπο μου βαθύτερα μέσα της. Τη δάγκωνα πότε απαλά πότε δυνατά. Τα χέρια μου παίζανε ξέφρενα την κλειτορίδα της. Αναστέναζε συνέχεια και μ’ έσφιγγε όλο και περισσότερο. Σπασμοί ήρθαν.. ήταν έντονοι και μου φάνηκαν πως διήρκεσαν πολύ.
Ύστερα χαλάρωσε κι άρχισε να γελάει. Ήταν κρυστάλλινος ο ήχος και μου άρεσε πολύ. Ξάπλωσα δίπλα της.. το πρόσωπο μου ήταν πασαλειμμένο με τα υγρά της. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να με φιλήσει ή έστω ν’ ανταποδώσει. Θεώρησα πως μάλλον αυτό ήταν. Οι άλλοι μας φωνάζανε να μπούμε στο νερό. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας πάνω στα καυτά βότσαλα και έπεσε αμέσως στο νερό. Κολυμπούσε με ωραίες απλωτές και πήγε κοντά τους. Με τον ένα φιλήθηκε στο στόμα και κάτι φάνηκε να συζητάνε.
Όρμηξα κι εγώ στο νερό με μια μεγάλη βουτιά και πήγα κοντά τους. Συζητούσαμε όλοι μαζί διάφορα ενώ εγώ την κοίταζα συνέχεια. Είχαμε σχηματίσει πηγαδάκι και σιγά - σιγά ήρθε πιο κοντά μου. Ενώ μιλάγαμε, ένιωσα με θράσος το χέρι της στην πούτσα μου να με χαϊδεύει. Το σχεδόν κρύο νερό έκανε το θαύμα του. Το καυλί μου σηκώθηκε με έντονη στύση. Μου την έπαιζε καλά. Το χέρι της γλίστραγε απ’ τη βάση του πέους μου στη βάλανο. Οι άλλοι απομακρύνθηκαν κι άλλο. Εμείς μιλάγαμε υποτίθεται για κάτι της δουλειάς.
Ήμουν μουδιασμένος. Ήρθε μπροστά μου με την πλάτη γυρισμένη. Ωραία πλάτη αψεγάδιαστη. Τη δάγκωσα απαλά στο σβέρκο. Αναστέναξε και οι κουβέντες κόπηκαν. Τούρλωσε τον κώλο της. Ήταν μικρός και στητός. Εύκολα μπήκα στον κόλπο της. Είχε ελαφρύ κυματάκι και βοήθησε. Κουνιόμασταν πολύ σιγά… Εκείνη ερχόταν προς το μέρος μου κι εγώ τραβιόμουν προς τα πίσω. Δεν πατώναμε κι αναγκαστικά κουνάγαμε τα πόδια μας. Αυτό δυσκόλευε τα πράγματα μα με καύλωνε μπορώ να πω.
Πρέπει να είχε ερεθιστεί πολύ γιατί έβαλε τα χέρια της στη λεκάνη μου, με κράτησε σταθερό και ξεκίνησε η ίδια να κινείται μπρος - πίσω ξέφρενα. Το κρύο νερό έκανε την πίεση αφόρητη αλλά η ίδια η αλλαγή πίεσης με ερέθιζε τρομερά. Ήταν πολύ δύσκολο να χύσω. Είχε σπασμούς πάλι… Μου ψιθύρισε κάτι πρόστυχο αλλά δεν την άκουσα πολύ καλά. Το ξανάπε αλλά δεν την άκουσα πάλι. Σχεδόν είχα μουδιάσει παντού αλλά έχυνα… Έχυνα βαθιά μέσα στο μουνί της. Πόνος, ηδονή, ξαλάφρωμα… Της δάγκωσα απαλά το αφτί. Κουνιόταν όλο και πιο βίαια. Την ώρα που στράγγιζα, ένιωσα πάλι τους σπασμούς της. Σαν σε μια Νεφέλη γύρισε και με κοίταξε…
- «Μ’ άρεσε που ήρθαμε μαζί…»
Δεν είχα λόγια να πω. Ήμουν μουδιασμένος, καυλωμένος κι ευχαριστημένος όσο δεν έπαιρνε… Εκείνο το βράδυ πήγαμε για ποτά. Φορούσε ένα φόρεμα πολύ κολλητό πάνω της, γαλάζιο με στρας και τεράστιο ντεκολτέ. Με ερέθιζε. Έπινε συνέχεια κι είχε μεθύσει ελαφρά. Χόρευε πρόστυχα προκαλώντας σχεδόν όλους τους άντρες στο κλαμπ. Κάποιος της γυάλισε. Πρέπει να παίχτηκε κάποιο παιχνίδι. Φύγανε και οι δύο μαζί. Γύρισε ένα εικοσάλεπτο μετά φτιάχνοντας το φόρεμα της. Ήπιε κι άλλες βότκες. Ήρθε κοντά μου, τρίφτηκε πάνω μου και μύριζε χύσια ολόκληρη.
- «Έτσι είμαι εγώ…», μου είπε και γέλασε γάργαρα όπως το μεσημέρι.
Απ’ ότι φαίνεται το γαμήσι ήταν η τροφή της. Της χαμογέλασα. Τι μπορούσα άλλωστε να πω; Πειράχτηκα βέβαια. Θα μπορούσα εγώ να είμαι στη θέση αυτού του μαλάκα. Η επόμενη φράση της πάντως τόνισε το εγώ μου και μ’ έκανε πολύ ευτυχισμένο…
- «Το ξέρεις ότι είσαι άντρας!»
Την κοίταζα περίμενα να συνεχίσει να πει κάτι. Εκείνη τη στιγμή δεν είπε τίποτα. Λίγο αργότερα κατεβάζοντας ένα σφηνάκι καμικάζι, το ξανάπε:
- «Τι εννοείς;», την ρώτησα.
- «Είσαι και πολύ άντρας!», μου είπε σχεδόν με σεβασμό.
- «Είσαι περισσότερο απ’ όλους εδώ μέσα. Είσαι ο καλύτερος που με έχει πάρει!»
Έμεινα άφωνος.
- «Φεύγουμε;», με ρώτησε.
Με πήρε απ’ το χέρι, σχεδόν δε χαιρετήσαμε κανέναν και φύγαμε. Πήγαμε στο ξενοδοχείο της. Μόλις μπήκαμε γδύθηκε τελείως και με φίλησε. Δεν μου έδωσε το χρόνο να κάνω τίποτα. Ξάπλωσε και την πήρε ο ύπνος. Βρέθηκα σε δίλημμα. Απ’ τη μία ήθελα να φύγω κι απ’ την άλλη κάτι μου έλεγε να μην το κάνω. Πήγα προς την πόρτα, μα εκείνη τη στιγμή γύρισε στο πλευρό κι όπως την είδα στο φως του αδύναμου πορτατίφ, με το ένα χέρι να πλακώνει τα στήθη της και το πρόσωπο της ήρεμο, το στόμα μισάνοιχτο, ένιωσα πως δε θα έφευγα.
Γδύθηκα τελείως και ξάπλωσα δίπλα της. Την αγκάλιασα και χαμογέλασε μέσα στον ύπνο της… Το πρωί ήταν ψυχρή. Ετοίμαζε τη βαλίτσα της. Οι διακοπές της είχαν τελειώσει.
- «Θα τα πούμε τον Οκτώβριο…», είπε αδιάφορα κι έφυγε.
……………
Με ανάμικτα συναισθήματα πήγα στη δουλειά τον Οκτώβριο. Καθόταν στο γραφείο της και δεν μου έδωσε καμία σημασία. Στις ημέρες που πέρασαν έκανε τη δουλειά της, συμπεριφερόταν ξινά σε όλους, όπως πάντα, και έφευγε. Λίγο καιρό μετά έπρεπε να της στείλω κάποιο mail απογραφής. Στο τέλος υπέγραψα αντί για το όνομα μου με τη φράση: «Αυτός που ξεπέταξες». Είχα πειραχτεί απ’ τη συμπεριφορά της κι όχι τόσο για τη δουλειά όσο εκείνο το μεσημέρι που έφυγε απ’ τις διακοπές. Ήθελα έστω να πιει έναν καφέ μαζί μου. Μου απάντησε ευγενικά μεν αλλά με υπογραφή: «Αυτή που σε γάμησε…»
Σκύλιασα! Έθιγε όχι μόνο τον ανδρισμό που μου είχε προσδώσει η ίδια αλλά και την προσωπικότητα μου. Ένιωθα άσχημα. Δεν καταλάβαινα τη συμπεριφορά της. Έφυγα νωρίς απ’ τη δουλειά. Πήγα σπίτι μου, έβαλα Scorpions, έφτιαξα καφέ και ως το βράδυ απλώς έκατσα στην πολυθρόνα μου και άκουγα μουσική. Αυτό που καταλάβαινα ακόμη λιγότερο ήταν οι δικές μου οι αντιδράσεις. Έκανα σαν θιγμένη παρθένα. Μεγάλα παιδιά ήμασταν και σε μια μεγάλη απρόσωπη φίρμα κι έτσι έπρεπε να μείνουν τα πράγματα. Γιατί λοιπόν δε μπορούσα να το καταλάβω; Τι ήθελα; Να χάσουμε τις δουλειές μας; Καλά έκανε. Εγώ αντιδρούσα μαλακισμένα.
Όπως και να ‘χει τις επόμενες ημέρες δεν πήγα στη δουλειά. Καθημερινά έπαιρνα τη γραμματέα μου και της έλεγα πως έχω γρίπη. Αυτό που δεν περίμενα ποτέ ήταν να έρθει σπίτι μου. Κι αυτό που δεν περίμενε εκείνη ήταν να έχω πάνω στο τραπέζι του σαλονιού μου τη φωτογραφία που είχαμε τραβήξει εκείνο το βράδυ στο κλαμπ.
- «Θέλετε κάτι;», τη ρώτησα.
- «Να δω πως είσαι…», μου απάντησε διπλωματικά.
- «Καλά είμαι..», ανταπάντησα γρήγορα και σχεδόν επιθετικά.
- «Τότε γιατί λείπεις απ’ τη δουλειά σου;»
- «Έτσι θέλω!», είπα και γέλασα. «Πες το σκασιαρχείο!», αναφώνησα και της κούνησα ειρωνικά το ποτήρι με τον καφέ μου.
Πήγε προς την πόρτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη σταματήσω. Γιατί να το κάνω άλλωστε; Στην πόρτα σταμάτησε. Γύρισε και με κοίταξε. Καμία σχέση με την κοπέλα του καλοκαιριού. Τα μαλλιά πατικωμένα στην ηλίθια λοξή χωρίστρα της, με το γελοίο ροζ πουκάμισο και τη στενή μακριά φούστα της. Μου άρεσε ρε γαμότο ακόμα κι έτσι!
- «Θες να μείνω;», με ρώτησε γλυκά.
Έμεινα άφωνος και που το είπε αλλά και που απάντησα:
- «Όσο τίποτα στον κόσμο…!»
(Copyright protected OW ref: 12402)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.