«Ξεροί καημοί και νερό θαλασσινό, το σώμα σου κόλλησε στο σώμα μου, με τον πανσέληνο πόνο του χειμώνα. Ακούς νερά που χύνονται στα μέσα των ποδιών σου;» Μου ήρθε πάλι αυτό το τραγούδι στο μυαλό μου αυτό και βροχή.
Άναψα ένα τσιγάρο. Ήμουνα στριμωγμένος μαζί με κάτι ιδρωμένους τουρίστες κάτω από την τέντα ενός μαγαζιού. Όλα γύρω μου είχαν το χρώμα της λύπης. Της δικής μου λύπης… γκρίζο… γκρίζο… ασπρόγκριζο. Και νερό, πολύ νερό… αν και ήτανε το στοιχείο μου. Με ενοχλούσε. Για την ακρίβεια όλα με ενοχλούσαν τις τελευταίες ώρες.
Είχαν τελειώσει άδοξα οι κάτι σαν διακοπές μου. Ο μαλάκας καλά ήμουν εδώ, τι ήθελα να τρέχω από εδώ και από εκεί…; Μα έπρεπε να φύγω και από εδώ. Θα έπαιρνα το τρένο. Με είχε πιάσει μια μανία να φεύγω. Έτρεξα να μπω στον σταθμό. Γύρισα για λίγο πίσω μου… ήθελα να δω το καράβι που ήρθα. Κατάφερα και το είδα έτσι στριμωγμένο… ρε άϊ στο διάολο. Συναισθηματισμοί και μαλακίες. Και όμως και αυτό μου θύμιζε κάτι γλυκό… κάτι που άφησα πίσω…
Χώθηκα να μπω γρήγορα σε ένα βαγόνι λες και η απειλή ήτανε εκεί έξω. Κάτι με κυνηγούσε… ίσως το καράβι με την παρουσία του. Μπορεί και να ξανά έφευγα πάλι για το νησί. Ευτυχώς κατάφερα να ξεφύγω. Το τρένο ξεκίνησε… ε μπράβο μαλάκα. Τα κατάφερες!
Όλα ξεκίνησαν 3 ημέρες πριν, εδώ στην Αθήνα. Αθηνούλα γλυκιά και ζεστή… ήταν Αύγουστος… αυτός ο μαγικός μήνας που όλα μπορούσαν να συμβούν. Είχα πάρει την άδεια μου από την δουλειά. Σοβαρή δουλειά. Προσπαθούσα να πουλάω υπολογιστές μαζί με τους φίλους μου. Ήμασταν το υπαλληλικό προσωπικό σε μαγαζί της Αθήνας.
Δεν μας ένοιαζε όμως. Συνήθως την αράζαμε στο καφέ της πλατείας. Αραδιασμένοι για ώρες στις καρέκλες. Ωραία, σούπερ! Δεν μιλάγαμε πολύ. Κάναμε αποτοξίνωση από το πολύ μπλα-μπλα όλης της χρονιάς. Κάπου - κάπου πεταγόταν ο Νίκος:
- «Ρε μαλάκα, το είδες αυτό;»
- «Ποιο ρε;»
- «Το μουνί ρε γκαβέ!»
- «Πάει, πέρασε».
Και είχε δίκιο. Έτσι πέρναγε η μέρα μια ραστώνη… αν και ο Νίκος εννοούσε μια ανυποψίαστη περαστική. Είχαμε κάνει μια επιτροπή για τις διερχόμενες γυναίκες. Βέβαια οι διαγωνιζόμενες δεν ήξεραν τίποτα, ούτε καν μας έδιναν σημασία. Εμείς δίναμε σημασία και βαρύτητα με κατά σειρά προτεραιότητας - κώλο - στήθος - πρόσωπο.
Μερικές στιγμές νόμιζα ότι κάναμε διακοπές σε ένα νησί. Το νησί των άνω Πατησίων. Το μόνο που έχει και τρένο γιατί μπακούρια σαν και εμάς τα έχουν όλα. Εγώ δεν ήμουν ακριβώς μπακούρι. Είχα δεσμό αλλά δεν ήταν εδώ (ευτυχώς). Ήταν μακριά.
Με την κοπέλα μου φέτος δεν πήγαμε κάπου μαζί (κακές σκέψεις μακριά) γιατί επέμενε να πάμε στο χωριό της κοντά στον Βόλο να δει την μαμά της. Την είχε επιθυμήσει. Εγώ πάλι καθόλου. Άλλωστε μια φορά είχα γνωρίσει τα ξινισμένα μούτρα της που έκανε όταν με είδε. Έτσι, αυτή πήγε να κάνει διακοπές με την μαμά της και εγώ πήγα με την πολυπόθητη ησυχία μου.
Σε κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου και καθώς είχε τη δόνηση, γλίστραγε προς την άκρη του τραπεζιού. Νόμιζα ότι θα ήταν η δικιά μου (κακές σκέψεις μακριά.. στον γκρεμό). Έτσι, το κοίταζα σιγά-σιγά να κυλάει προς την άκρη έτοιμο να πέσει. Δεν είχα όρεξη ούτε να το σηκώσω.
- «Σήκωσέ το ρε μαλάκα!», είπε ο Νίκος.
Τελικά το σήκωσα. Ήταν η μάνα μου. Με έπαιρνε από το νησί από όπου ήταν το πατρικό μου. Για την ακρίβεια ήταν η τρίτη φορά που με έπαιρνε. Ήθελε να κατέβω στο νησί για δεκαπενταύγουστο. Άρχισε το ψηστήρι:
- «Έλα αγόρι μου. Σε περιμένουμε. Θα είναι και η αδελφή σου εδώ», είπε η μητέρα μου. «Τι κάνεις εκεί; Δεν βαρέθηκες την Αθήνα;»
Τώρα μάλιστα “δέσαμε”! Με την αδελφή μου δεν είχαμε καλές σχέσεις. Είχα αρκετό καιρό να την δω και αυτήν όπως και όλη την οικογένεια μου.
- «Δεν ξέρω. Έχω κάτι δουλειές. Αν προλάβω...»
Είπα κοιτάζοντας τους φίλους μου. “μπορεί αν προλάβω το καράβι” ξανασκέφτηκα. Αν σηκωθώ ίσως από την καρέκλα. Είπα στον εαυτό μου. Όντως θα ήθελα να πήγαινα για λίγες μέρες στο νησί. Απλά ήθελα και λίγο σπρώξιμο να ξεκουνηθώ από εδώ. Έτσι λειτουργούσα. Τελικά το ξανασκέφτηκα. Πήρα την απόφαση. Σηκώθηκα από το τραπέζι και είπα:
- «Μάγκες, φεύγω!»
Με κοίταξαν με μια βαριεστημένη απορία ή κάτι τέτοιο.
- «Που πας ρε μαλάκα; Στον Βόλο;», είπε ο Νίκος.
Αυτό το παιδί ότι έλεγε κόλλαγε και την λέξη μαλάκας. Μάλλον δεν είχε και άδικο.
- «Πάω στο νησί για λίγες μέρες... έχω κάτι δουλειές».
Όποτε ήθελα να μην δικαιολογώ και πολύ τον άστατο χαρακτήρα μου, έλεγα ότι έχω δουλειά. Αυτό με είχε σώσει αρκετές φορές από το πολύ μπλα, μπλα. Πήγα σπίτι. πήρα μερικά ρούχα και έφυγα με το τρένο για τον Πειραιά. Από το παράθυρο είδα τους φίλους μου χωμένους στις καρέκλες του καφέ. Είχαν γίνει η χλωρίδα της πλατείας οι μαλάκες. Ούτε κουνιόντουσαν. Είχαν και αυτόματο πότισμα: φραπόγαλο! Τα ρεμάλια! Σκέφτηκα. Και σε 100 χρόνια να ερχόμουν, πάλι εδώ θα ήτανε.
Αλλά εγώ ήθελα θάλασσα. Αυτό ήθελα. Ίσως ήθελα πιο πολύ ησυχία και μοναξιά. Σκέφτηκα το νησί… ο θείος μου είχε ένα βαρκάκι. Παλιά μου το έδινε και πήγαινα για ψάρεμα. Αυτό θα ήθελα να κάνω και τώρα που θα πάω. “Θέλω θάλασσα…” κάτι μου θύμιζε αυτό. Ένα τραγούδι αλλά δεν μπορούσα να το θυμηθώ τότε. Ώσπου έφτασα στον Πειραιά.
Πήρα το πρώτο καράβι που βρήκα από το λιμάνι και κατά το βραδάκι έφτασα στο νησί μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχα να έρθω τουλάχιστον για τρία χρόνια. Εδώ είχαμε το σπίτι που κατέβαινε η οικογένεια μου τα καλοκαίρια. Τελικά το είχα επιθυμήσει. Ωραίο νησί. Δεν ήταν και κάποιος trendy προορισμός αλλά κάτι σε πιο οικογενειακό.
Πήρα τον παραλιακό δρόμο. Ήθελα να χαζέψω λίγο στο λιμάνι πριν ανηφορίσω για το σπίτι μου. Είχε αρκετό κόσμο. Ωραία ήτανε. Οικογένειες, παιδιά, παρέες… κάπου εκεί είδα ένα πάγκο που είχε βιβλία. Αυτά τα υπαίθρια που στήνονται το καλοκαίρι. Άναψα ένα τσιγάρο και πήγα κοντά. Τα πιο πολλά βιβλία ήτανε με τους στομφώδες τίτλους, πιασάρικους: έρωτες παράνομους, έρωτες ιστορικούς, έρωτες παιδικούς, έρωτες ανομολόγητους.
Παπάρια μάντολες, σκέφτηκα. Και αυτός θα ήταν ένας καλός τίτλος για βιβλίο, αλλά δεν ξέρω άμα ήταν πιασάρικος τίτλος για τους αναγνώστες του καλοκαιριού. Όταν στην μύτη μου ένιωσα ένα άρωμα ελαφρύ, κάτι σε γιασεμί με λοσιόν και ολίγον αντηλιακό… σήκωσα το κεφάλι μου και την είδα… ήταν πίσω από τον πάγκο -δεν ήταν πριν. Μελαχρινή με ωραίο σπαστό κοντό μαλλί, καλοσχηματισμένα λάγνα χείλη. Το πρόσωπό της κάτι μου θύμιζε. Το σώμα της όμως ήταν γλυκά τυλιγμένο σε ένα ριχτό μαύρο φορεματάκι. Ωραίο σώμα, με ζουμερά πιασίματα και άσπρο δέρμα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Σήκωσε την καμαρωτή βλεφαρίδα της και μου είπε:
- «Γεια σου Γιάννη!»
- «…Γεια…»
- «Δεν με θυμάσαι... ε;»
Την κοίταξα επίμονα μπας και θυμηθώ, αλλά τίποτα… σκοτάδι.
- «Είμαι η Γιώτα… η φίλη της Λένας της αδελφής σου Γιάννη».
Εγώ ήξερα μια Γιώτα φίλη της αδελφής μου, αλλά ήταν κοντή με σπυριά ολόσπαρτα στο πρόσωπο της και με σιδεράκια στα δόντια τύπου Robocop. Αλλά αυτό ήταν πριν αρκετό καιρό.
- «Γιώτα μεγάλωσες!»
Είπα, και όχι μόνο μεγάλωσε. Ψήλωσε… πρέπει να ήταν γύρω στα 19 πια. Τα σπυράκια είχαν φύγει, τα βυζάκια είχαν φουσκώσει, τα πόδια είχαν μακρύνει, και το πρόσωπό της είχε γλυκάνει. Έτσι είναι η ορμόνες στις γυναίκες. Και ειδικά οι ορμόνες της Γιώτας που την είχαν μεταμορφώσει από στρουμπουλή έφηβη σε αιθέρια γλυκιά μελαχρινή μουνάρα.
- «Έχω καιρό να σε δω. Εσύ δεν έχεις αλλάξει!»
- «Κακό είναι αυτό Γιώτα;» Ρώτησα.
- «Όχι βέβαια, γλυκούλη…»
Όπα! Να και το γλυκούλης έπεσε στην συζήτηση.
- «Εσύ τι κάνεις;», είπα. Πάει το γλυκούλης, έφυγε από την συζήτηση.
- «Είμαι Αθήνα στη σχολή και τα καλοκαίρια όπως βλέπεις, δουλεύω».
Όση ώρα μιλούσαμε είχε γύρει προς τα εμένα. Μπορούσα να δω περισσότερο τα στήθη της -νομίζω ότι από εκεί έβγαινε όλο αυτό το θεσπέσιο άρωμα- να έρχονται προς εμένα και να με κοίταζε έντονα στα μάτια. Μιλάγαμε και έγερνε το κεφάλι στο πλάι με νάζι. Τα μαλλιά της… μου χαμογελούσε… τα μακριά σκουλαρίκια της κουδούνιζαν στα αυτιά μου. Ωχ! Άρχιζε πάλι… ξεφεύγω. Κάποια στιγμή ήρθε κόσμος στο πάγκο. Η συζήτηση μας μάλλον τελείωσε. Ένιωσα λίγο άβολα. Την αποχαιρέτησα… δεν μου είπε γεια, απλά με κοίταξε μου χαμογέλασε και με χάιδεψε στο μπράτσο.
- «Να μην χαθούμε, ε;»
Είπε και άρχισε να μιλάει με κάτι πελάτες. Εγώ έφυγα. Άναψα ένα τσιγάρο… ακόμα κοίταξα από μακριά την Γιώτα στον πάγκο. Έφερα το μπράτσο στην μύτη μου για να μυρίσω το άγγιγμα της. Ήταν εκεί… ήταν εκεί…
Έτσι ήμουν εγώ: κόλλαγα σε κάτι μικρές λεπτομέρειες. Μπορεί να μην μου έδωσε ένα καυτό γλωσσόφιλο, αλλά με χάιδεψε. Αυτό μου έμεινε, όπως και το άρωμα της στο χέρι μου, μέχρι που έφτασα στο σπίτι. Ήταν όλοι εκεί. Ξαφνιάστηκαν που με είδαν αλλά ήταν ωραία όλοι μαζί, και η αδελφούλα μου με τον καινούργιο της γκόμενο, τον Στέλιο. Νταβραντισμένος ο Στέλιος! Καταβρόχθιζε τα πάντα στο τραπέζι. Κουβέντα δεν έλεγε, μόνο έτρωγε.
Σκέφτηκα ότι ο Στέλιος τρώγοντας έτσι λαίμαργα θα πρέπει να τον είχε ξεζουμίσει η αδελφή μου, ή ότι πρέπει να είχε να φάει για μέρες. Μπα… θα ετοιμάζει φρέσκο σπέρμα για την αχόρταγη αδελφή μου. Όπιον γκόμενο γνώριζε τον έφερνε σπίτι τα καλοκαίρια. Έτσι για να τον γνωρίζουμε πιος την ξεσκίζει. Ε, να μην είναι και άγνωστος.
Αυτός εδώ πρέπει να ήταν το νούμερο 10 φεύγα γκόμενος της Λένας που ταΐζαμε σπίτι. Την μάνα μου δεν την πείραζε. Ήθελε να γνωρίζει τους φίλους της για να είναι σίγουρη ότι δεν θα μπλέξει με κανένα ανώμαλο ή μπατίρη ή και συνδυασμό και των δυο. Ήτανε σε ηλικία γάμου. Έτσι, όλοι ήταν ανεκτικοί στο σπίτι απέναντι της.
Η Λένα πάλι είχε μανία, γιατί δεν εξηγείτε αλλιώς, να γαμιέται ασύστολα στο σπίτι κι εμείς ερήμην ηχομόνωσης στους τοίχους -που να το ήξερε άλλωστε ο παππούς μου όταν το έχτιζε- να ακούμε αγκομαχητά όλο το βράδυ. Έτσι συνέβηκε και αυτό το βράδυ. Φαντάζομαι το Στέλιο στο δωμάτιο της αδελφής μου να χύνει τα πάντα γύρω του. Στρώματα… μαξιλάρια…. τα κουκλάκια της αδελφής μου που τα είχε τακτοποιημένα στο κομοδίνο… “αγάπη μου έχυσα τον Γκάρφιλντ. Δεν σε πειράζει ε;".
Ευτυχώς το πρωί πήγαινε στην εκκλησία με την μάνα μου. Έτσι μπόρεσα να κοιμηθώ λίγο. Στριφογύριζα... σκεφτόμουν την Γιώτα. Με είχε ανάψει για τα καλά αυτή η γυναίκα.
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.