Η ιστορία:
Πριν τρεις μήνες στη δουλειά που εργάζεται η γυναίκα μου, ήρθε ένα καινούργιο ζευγάρι από το Βόλο. Τα ονόματα ας πούμε Μαρία και Γιώργος. Από την πρώτη μέρα η Μαρία έγινε κολλητή με την γυναίκα μου και τους βοηθήσαμε να βρουν σπίτι κοντά στο δικό μας και στη μετακόμιση. Γενικά ότι ήθελαν και μπορούσαμε τους βοηθούσαμε. Τον πρώτο καιρό όλα κυλούσαν ήρεμα. Έρχονταν σπίτι για καφέ, πηγαίναμε εμείς στο δικό τους, πολλές φορές βγαίναμε και για φαγητό ή ποτό αλλά όλα ήταν ήρεμα.
Το Πάσχα που μας πέρασε η Μαρία και ο Γιώργος πήγαν στο Βόλο να κάνουν Πάσχα με τους δικούς τους. Πριν φύγουν πέρασαν από το σπίτι να μας χαιρετίσουν και να αφήσουν το κλειδί του σπιτιού να το κοιτάμε τις μέρες που λείπουν για να μην μπει κανένας κλέφτης. Μάλιστα η Μαρία είπε χαρακτηριστικά:
- «Γιώργο, τώρα που θα λείπουμε, θέλω να πηγαίνεις στο σπίτι να το βλέπεις».
- «Φυσικά και θα πηγαίνω», της απάντησα χωρίς να περάσει τίποτα από το μυαλό μου.
Την δεύτερη μέρα που έλειπαν, ήμουν μόνος στο σπίτι και εκεί που καθόμουν, μου ήρθε η ιδέα να πάω να δω το σπίτι αφού δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. Παίρνω τα κλειδιά και πάω για το σπίτι που είναι ένα τετράγωνο πιο κάτω από το δικό μας. Φτάνοντας, ανοίγω, μπαίνω μέσα και άρχισα να κοιτώ ένα - ένα τα δωμάτια. Φτάνοντας στην κρεβατοκάμαρα έπαθα ένα σοκ. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε ένα μαύρο στρινγκάκι και δίπλα του ένα σημείωμα. «Αυτό φορούσα πριν φύγω και έχει τα υγρά μου είναι το δώρο σου για τον κόπο που κάνεις. Τα υπόλοιπα όταν γυρίσω». Εμένα αμέσως μου έγινε κάγκελο και σκεφτόμουν τι εννοούσε «τα υπόλοιπα όταν γυρίσω».
Αφού συνήλθα από το σοκ, παίρνω το γράμμα και το στρινγκάκι και ξεκινάω για το σπίτι. Στο δρόμο έσκισα το γράμμα και έβαλα το στρινγκάκι στο μποξεράκι γιατί δεν ήξερα αν είχε σχολάσει η γυναίκα μου. Μόλις πήγα σπίτι, ήταν όντως εκεί και με ρώτησε που είχα πάει και της είπα πως πήγα να δω το σπίτι των παιδιών. Εγώ πήγα αμέσως στο μπάνιο, έκανα ένα ντους και έκρυψα το στρινγκάκι της Μαρίας στο πάνω μέρος του ντουλαπιού μέχρι να βρω κατάλληλο μέρος. Το τι έγινε το βράδυ στο κρεβάτι δεν περιγράφεται. Την ξέσκισα στην ιδέα πως είναι η Μαρία.
Οι μέρες πέρασαν αργά και βασανιστικά και έφτασε η μεγάλη μέρα που θα γυρνούσαν τα παιδιά. Από νωρίς είχα πάει και είχα ανοίξει τα παράθυρα και είχα βάλει και γυναίκα και το καθαρίσει. Κατά τις πέντε το απόγευμα σκάνε μύτη τα παιδιά. Κατεβαίνω κάτω, φιλιά αγκαλιές και τους βοηθάω να ξεφορτώσουν τα πράγματα από το αμάξι. Πάνω στην ώρα ήρθε και η γυναίκα μου και αφού φιλήθηκαν και με αυτήν, φύγαμε να πάμε σπίτι για να τους αφήσουμε να ξεκουραστούν. Την άλλη μέρα εγώ ήμουν απογευματινός και η γυναίκα μου πρωινή οπότε εκεί που είμαι αραχτός στο κρεβάτι χτυπάει το κινητό μου. Ήταν η Μαρία:
- «Σε παρακαλώ μπορείς να έρθεις λίγο να με βοηθήσεις με κάτι πράγματα που είναι βαριά;»
- Αμέσως! Έρχομαι σε ένα λεπτό!» της λέω.
Σηκώνομαι γρήγορα, βάζω μια φόρμα και ένα μπλουζάκι, τα σπορτέξ και πάω τρέχοντας για το σπίτι της Μαρίας. Μόλις έφτασα, χτυπάω το κουδούνι και εκεί παθαίνω το πρώτο εγκεφαλικό. Η Μαρία με ένα διαφανές νυχτικό χωρίς σουτιέν και ένα μαύρο στρινγκάκι. Με τα χίλια ζόρια είπα ένα καλημέρα. Εκείνη με αγκάλιασε και με φίλησε και τότε ένιωσε το φούσκωμα που υπήρχε μέσα από τη φόρμα. Χωρίς να πει τίποτα, κατεβάζει τη φόρμα και αρχίζει ένα τσιμπούκι, τύφλα να έχουν οι καλύτερες πουτάνες. Έγλειφε το κεφαλάκι, μετά όλο τον κορμό και που και που έγλειφε και τα μπαλάκια. Μέσα σε λίγα λεπτά την έχυσα και τα κατάπιε όλα. Την παίρνω αγκαλιά και την πάω στον καναπέ. Σηκώνω το νυχτικό, βγάζω το στρινγκάκι και της αρχίζω ένα γλειφομούνι από τα πιο καλά που έχω κάνει. Αυτή αρχίζει να φωνάζει και να χύνει συνεχώς λες και ήταν βρύση. Τότε της σηκώνω τα πόδια και μπαίνω βίαια μέσα της. Τότε άρχισε να ουρλιάζει και να μου λέει:
- «Πιο δυνατά! Κάνε με να λιώσω!»
Της βάζω τα πόδια στον ώμο και την σφυρηλατώ ανελέητα. Ο ένας οργασμός έρχεται μετά τον άλλο μέχρι που την έχυσα στη μούρη. Έχει και συνέχεια…
(Copyright protected OW ref: 65632)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.