Την (ας την πούμε) Ειρήνη την έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα στο δρόμο, από την 1η μέρα που πάτησα στη γειτονιά. Ήταν μια πανέμορφη φοιτήτρια σαν κι εμένα, 19 χρονών τότε, ξανθιά, ύψος γύρω στο 1.70μ, με πολύ ωραίο σώμα (γύρω στα 60, 60+ κιλά να ήταν), με μάτια πράσινα και χαμόγελο που ζάλιζε. Τότε δεν είχα το θάρρος να της μιλήσω από μόνος μου στο δρόμο. Μέχρι που μια μέρα που περπατούσα με τα ακουστικά μου και τον καφέ μου αφηρημένος, νιώθω κάποια να στρίβει από μια γωνία και να πέφτει πάνω μου. Όλος ο καφές χύνεται στη μπλούζα μου και εκεί που είμαι έτοιμος να ρίξω μπινελίκι, τη βλέπω μπροστά μου. Μου ζητάει συγγνώμη και με το χαμόγελο της τα χάνω και μένω μαλάκας χωρίς να πω λέξη. Συνεχίζει να με κοιτάει και λέει:
- Πω πω χάλια σε έκανα, αλλά και συ δε βλέπεις που πας;
- Ε… ήμουν κι εγώ αφηρημένος. Τουλάχιστον μένω εδώ πιο πάνω, θα πάω να αλλάξω.
- Ναι ε; Κι εγώ. Και έλεγα πού σε είχα ξαναδεί!
- Με λένε Γιώργο, εσένα;
- Ειρήνη, χάρηκα.
- Λοιπόν Ειρήνη, εξαιτίας σου θα με περιμένουν για ώρα, αλλά έχε χάρη που με τέτοιο χαμόγελο δε μπορώ να σου πω τίποτα.
- Χα… ε τότε να πάω κι εγώ στη φίλη μου, να πας σπίτι να αλλάξεις.
- ΟΚ, αλλά μόνο αν το ξεπληρώσεις αυτό.
- Πώς;
- Με ένα ποτό αύριο το βράδυ.
- Οκ. Τι να κάνω, δε μπορώ να στο αρνηθώ έτσι που σε έκανα. Δουλεύω στο (όνομα μαγαζιού), θες να περάσεις να με πάρεις στις 9 που τελειώνω;
- Φυσικά…
και μετά την απαραίτητη ανταλλαγή τηλεφώνων φεύγουμε. Την επόμενη μέρα, ετοιμάζομαι, βάζω το τζιν μου και το πουκάμισο μου και πάω να τη βρω. Ήταν τέλη Μαΐου και είχε ζέστη. Τη βλέπω να με περιμένει έξω από το μαγαζί, με ένα κόκκινο φόρεμα σχετικά κοντό, (πάνω από το γόνατο) και κολλητό, να αναδεικνύει τα υπέροχα χαρακτηριστικά της. Τα μαλλιά της μακριά και ελεύθερα, το μακιγιάζ διακριτικό. Ήταν μια κούκλα.
Πηγαίνουμε για ένα κρασί σε γνωστό μαγαζί στην παραλία, όπου μιλάμε σχεδόν για τα πάντα. Είχε χωρίσει πριν 3 μήνες, έμενε μόνη της 1 τετράγωνο κάτω από μένα, πως έχει διακοσμήσει το δωμάτιο της και ότι δούλευε για να έχει το χαρτζιλίκι της. Εγώ δε μπορούσα να ξεκολλήσω από το πρόσωπο της. Όσο κι αν πριν τη γνωρίσω την έβλεπα και θαύμαζα το σώμα της, τώρα τα είχα σχεδόν ξεχάσει. Στην πορεία της κουβέντας νιώθω το πόδι της να κολλάει στο δικό μου και στη συνέχεια να με ακουμπάει και καλά τυχαία στο πόδι όλο και πιο ψηλά με το χέρι της. Προσπαθώ να μην αντιδράσω, αλλά είναι αναπόφευκτο. Τα σώματα μας πλησιάζουν και τελικά δίνουμε ένα απίστευτο φιλί. Με τα πολλά φεύγουμε από το μαγαζί και γυρνάμε σπίτια μας. Τα χάδια δίνουν και παίρνουν και τελικά φτάνουμε πρώτα στην πολυκατοικία της. Διστάζω να της πω να ανέβω, αλλά τελικά αυτή με καλεί "να μου δείξει όλα αυτά που μου έλεγε πριν για το σπίτι". Κρίμα λέω να μη τα δω και ανεβαίνω.
Με το που μπαίνουμε στο ασανσέρ φιλιόμαστε παθιασμένα. Η ώρα έχει περάσει οπότε όπως είπε στην πολυκατοικία της "οι παππούδες κοιμούνται και δε κατεβαίνουν τώρα" και πατάει το στοπ. Το ασανσέρ σταματά και εγώ συνεχίζω να εξερευνώ το κορμί της με τα χέρια μου. Σηκώνω σιγά-σιγά το φόρεμα της και πιάνω το μουνάκι της πάνω από το στρινγκάκι. Ήταν μέσα στα υγρά!
- Είδες αγορίνα μου πώς έγινα για σένα; Από το μαγαζί είμαι έτσι.
- Για να δω καλύτερα…
και σκύβω, της σκίζω το στρινγκάκι και χώνομαι με τα μούτρα στο μουνάκι της. Αυτή αναστενάζει και αφήνεται στη γλώσσα και τα δάχτυλα μου. Παίζω με την κλειτορίδα της και της βάζω 2 δάχτυλα μέσα. Τα υγρά της τρέχουν και μαζεύω με τη γλώσσα μου όσα μπορώ. Έχει στην ουσία κάτσει στο πρόσωπο μου, τα χέρια της τραβάνε τα μαλλιά μου και με τα μπουτάκια της με πιέζει κι άλλο. Δεν αργεί να έρθει ο 1ος οργασμός της βραδιάς. Πίνω όσα υγρά της μπορώ, τη φιλάω και της δίνω με το χέρι μου τα υπόλοιπα. Οι φωνή της σίγουρα ξύπνησε πολλούς. Ο πούτσος μου κοντεύει να σπάσει μέσα στο τζιν. Το βλέπει και παίρνει θέση. Ξεκινάει μια θεσπέσια πίπα, αργή, ξεκινώντας από τα αρχίδια μου, και γλιστρώντας με τη γλωσσίτσα της μέχρι το κεφαλάκι, το παίρνει όλο μέσα. Εκεί που την έχω αφήσει ελεύθερη, της πιέζω το κεφάλι βαθιά, με κοιτάει με τα πράσινα μάτια της που δακρύζουν και είμαι έτοιμος να χύσω. Την κάνω πίσω, βγάζω από την τσέπη το προφυλακτικό και το φοράω. Βλέπω τη λάμψη στα μάτια της.
- Κάρφωσε με!
Με μιας τη στήνω στον καθρέπτη και μπαίνω μέσα της. Κατεβάζω τις τιράντες του φορέματος και χουφτώνω τις βυζάρες της που κόντευα να ξεχάσω τόση ώρα.
- Ξέσκισε με, κάνε με πουτάνα, ναι…
- Έτσι ψώλα, φώναξε να καταλάβουν όλοι τι πουτάνα είσαι.
- Είμαι η γαμημένη, αχ… τι πούτσα τρώω;
Η καύλα μου ήταν τέτοια που δε μπορούσα να αντέξω για πολύ. Μετά από μερικές σφαλιάρες που γρήγορα κοκκίνισαν το άσπρο κωλαράκι της βγαίνω, βγάζω την καπότα και τη γεμίζω με τα χύσια μου.
- Χύνω ψωλάκι, χύνω πάνω σου!
- Όχι πάνω μου, θέλω να τα πιω!
και γυρνάει πρόσωπο και τα παίρνει όλα. Μαζεύει με τη γλώσσα της όσα μπορεί και να καταπίνει. Τότε καταλάβαμε ότι μας χτυπούσαν το ασανσέρ. Μας πήραν χαμπάρι, αλλά φυσικά δε μας ένοιαξε. Ήταν ώρα να πάμε στο σπίτι να συνεχίσουμε. Βγήκαμε, φάγαμε την παρατήρηση του (λέμε τώρα) κυρ-Μήτσου, που δε μπορούσε να κρύψει τη σηκωμάρα του και μπήκαμε σπίτι.
Sorry για τη μεγάλη ιστορία. Αν σας άρεσε, στείλτε μου να ανεβάσω και τη συνέχεια.
Copyright protected OW ref: 95868
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.