Προηγούμενο μέρος: Η κατηφόρα της γυναίκας μου προς την πουτανιά (4ο μέρος)
Κεφάλαιο 8 – Ανοιχτή ακρόαση
Στο δρόμο για το σπίτι μου, ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας με έκανε να σκεφτώ λίγο πιο νηφάλια πώς θα αντιδρούσα μόλις αντίκριζα τη γυναίκα μου. Παρά την παροιμιώδη (σύμφωνα με συναδέλφους και φίλους) ψυχραιμία μου, όσα είχαν συμβεί αυτές τις μέρες, αλλά ιδιαίτερα σήμερα, δυσκολευόμουν να τα διαχειριστώ.
Νωρίς το απόγευμα είχα δει τη γυναίκα μου να παίρνει πίπα σε δύο άντρες και μάλιστα σε ερημικό μέρος. Κι άλλες απατούσαν τον άντρα τους, αλλά με τόση πουτανιά; Η σκέψη μάλιστα ότι μέχρι δυο βδομάδες πριν δεν είχε αγγίξει άλλο άντρα από τότε που τα είχαμε φτιάξει (όσο για αυτό εξακολουθούσα να είμαι σίγουρος), έκανε τη συμπεριφορά της ακόμα πιο ακραία, αλλά την ίδια στιγμή, πιο καυλωτική. Προσπάθησα να καταλάβω, ένιωθα θυμό ή έξαψη; Δεν είμαι σίγουρος, πάντως σίγουρα ένιωθα αναστάτωση.
Έπειτα καταλάβαινα και δεχόμουν, παρά την τρικυμία που με πλημμύριζε, ότι δεν είχα δικαίωμα να είμαι επικριτικός μαζί της, αφού λίγο πριν γαμούσα την αδελφή της για δεύτερη φορά σε τρεις μέρες. Πολύ περισσότερο που στη δεκαετία που κρατούσε ο γάμος μας εγώ ήμουν αυτός που είχα απατήσει τη Φλώρα ξανά, και μάλιστα κρυφά της. Έστω και αν εκείνες οι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού φορές σήμαιναν τόσο λίγα για μένα, που στην πράξη τις είχα ολότελα ξεχάσει.
Με τη Μαρία όμως ήταν αλλιώς. Ένιωθα ήδη τρυφερότητα και -ξαφνικά!- μια μικρή, σαν τρίχα, ζήλια που σήμερα θα κοιμόταν με τον άντρα της και όχι με μένα. Είναι δυνατόν; Ναι, όλα είναι. Χαμογέλασα μάλιστα ανεπαίσθητα στη σκέψη ότι είχα χύσει δυο φορές μέσα σε λίγα λεπτά. «κατόρθωμα» (ας το πω έτσι) που είχα τουλάχιστον είκοσι χρόνια να επαναλάβω, από τα φοιτητικά μου χρόνια, τότε που οι ορμόνες έρρεαν στο σώμα μου τρελές.
Να λοιπόν το ψυχολογικό μπέρδεμα. Πώς αντιμετωπίζεις τη γυναίκα σου; Ως απατημένος ή ως απατήσας; Και πώς αντιμετωπίζεις αύριο το πρωί τον άντρα της, έναν άνθρωπο που έχεις καθίσει μαζί του για φαγητό ή για να παρακολουθήσεις μπάσκετ, ίσως και διακόσιες φορές; Να οι ενοχές.
Αλλά οι σκέψεις έρχονταν, έφευγαν και άλλαζαν με ταχύτητα. Στο ασανσέρ το μυαλό μου ακολουθούσε άλλο τροπάρι: «Μα θέλει και φιλοσοφία; Αυτό που έκανε η Φλώρα είναι χειρότερο από αυτό που έκανα εγώ. Άλλο να γαμάς την αδελφή της (οικογένεια!) και άλλο να την πιάνεις με δυο άντρες στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η αδελφή είναι ένας άνθρωπος που ήρθε κοντά σου σιγά-σιγά, μετά από τόσα χρόνια που έχεις μοιραστεί μαζί της προσωπικές στιγμές. Και στο κάτω-κάτω το έκανες σαν άνθρωπος, στο σπίτι μέσα. Όχι στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου».
Κοντοστάθηκα με το κλειδί στο χέρι θυμωμένος, αλλά αμέσως μετάνιωσα και γέλασα με τον εαυτό μου. «Σοβαρέψου. Είναι τουλάχιστον υποκριτικό και φθηνό να το παίζεις υπεράνω, όταν εσύ ο ίδιος πήρες την αδελφή της πενήντα μέτρα από το σπίτι σου»…
και με αυτή τη σκέψη ως τελευταία, έβαλα το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος. Μέσα, με περίμενε μια έκπληξη. Η Φλώρα έτρεξε ανήσυχη πάνω μου.
- Πού ήσουν;
- Για καφέ.
- Ανησύχησα! Σου είπα να μη με περιμένεις για φαγητό, όχι να εξαφανιστείς!
- Αν ανησυχούσες γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο;
- Σου έστειλα δύο μηνύματα.
Έβγαλα και κοίταξα το τηλέφωνο. Είχε βέβαια δίκιο. Δεν είχα ακούσει τις ειδοποιήσεις. «Πού είσαι παιδί μου; Είμαι σπίτι, μην αργείς» και «Μα πού είσαι; Ανησυχώ».
- Γιατί δεν έπρεπε να αργήσω; Συμβαίνει κάτι;
Με αγκάλιασε σφικτά και μου ψιθύρισε στο αυτί:
- Είχα κάποιες ανάγκες...
Ωχ! Το μόνο που δεν είχα υπολογίσει ήταν να έχει καύλες. Αλλά γιατί όχι; Το πιο πιθανό ήταν ότι δεν είχε τελειώσει μέσα το αυτοκίνητο. Αναζήτησε τα χείλη μου.
- Έλα, φίλα με, είπε.
Σκέφτηκα ότι το στόμα μου μπορεί να «μύριζε Μαρία». Διάολε, όλο το σώμα μου και οπωσδήποτε το καυλί μου, χωμένο για ώρα στο μουνί της αδελφής της, θα μύριζε Μαρία. Αγκιστρώθηκε πάνω μου και προσπάθησε να με φιλήσει στο στόμα. Η γλώσσα της έψαξε τη δική μου και εκείνη τη στιγμή χάρηκα που είχα πιει τον καφέ. Την έπιασα από πίσω, από τον κώλο και τη σήκωσα ελαφρά. Έχω ξαναπεί ότι ήταν λεπτή. Πάντως, (όπως ήταν απολύτως φυσικό) το καυλί μου δεν έστελνε σήματα σηκώματος. Επιπλέον, δεν ήμουν καθόλου έτοιμος να αποκαλυφθεί τι έκανα λίγο πριν. Ίσως αύριο. Αποφάσισα να την καθυστερήσω.
- Γιατί μωρή είσαι έτσι καυλωμένη; Τι έκανες πριν έρθω;
- Τίποτα, σε περίμενα. Αλλά με το ζόρι κράτησα το χέρι μου μακριά από το μουνάκι μου.
- Δεν εννοώ τι έκανες εδώ. Εννοώ τι έκανες πριν έρθεις σπίτι. Μήπως έπαιρνες πάλι τίποτα πίπες;
Φυσικά, όπως έχω εξηγήσει, αυτός είναι ο τρόπος που μιλάμε στο σεξ. Δεν συνεπαγόταν ότι αναφερόμουν στα περιστατικά των οποίων είχα γίνει μάρτυρας.
- Ναι... Έπαιρνα πίπες.
- Σε αυτούς τους δύο πάλι;
- Ναι, σε αυτούς τους δύο, είπε με φωνή όλο και πιο καυλωμένη.
- Όπως στην κρεβατοκάμαρα της αδελφής σου;
- Ναι, όπως εκεί, προχτές.
- Πού τους πήρες σήμερα;
Δεν μίλησε, προσπαθούσε μόνο να ανοίξει το παντελόνι μου.
- Δεν απαντάς, ε ψωλού; Λέγε, πού τους πήρες;
- Στη δουλειά.
Να τα ψέμματα.
- Στη δουλειά ή στο αμάξι σου;
Το «σου» το έβαλα επίτηδες, για να μην καρφωθώ.
- Ναι, στο αμάξι μου... Έλα δώσε μου το καυλί σου τώρα.
- Όχι πουτανάκι, θα σε τιμωρήσω για αυτό που έκανες. Δεν θα σε γαμήσω. Να μάθεις να παίρνεις πίπες στα αυτοκίνητα.
- Αφού είμαι πουτάνα...
- Θα το έχει μάθει πια όλο το γραφείο, ε;
- Ναι, όλοι. Όλοι ξέρουν τι πουτάνα είμαι. Ή μάλλον τι πουτάνα έχω γίνει, είπε το ίδιο καυλωμένη. Θα με γαμήσεις τώρα;
- Αν μου πεις πού ακριβώς τους πήρες, μπορεί.
Χρόνο προσπαθούσα να κερδίσω, μαζί με την ευχαρίστηση να ακούω τις πουτανιές της. Αν και το καυλί μου, τελείως πεσμένο, μου φαινόταν απίθανο να σηκωθεί ό,τι και αν άκουγα.
- Τους πήρα στο αμάξι τους, είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα δισταγμού.
Όπως την κρατούσα στον αέρα πήγα και την άφησα μαλακά πάνω στον καναπέ. Ξάπλωσε και εγώ ήρθα από πάνω της. Με το γόνατό μου έτριψα το μουνάκι της. Άφησε ένα αναστεναγμό.
- Αχ... καίγεται το μουνάκι μου για το καυλί σου. Έλα, δώσε το.
- Πες μου πρώτα για αυτούς. Για το αμάξι.
- Με πήγαν με το αμάξι τους κάπου και εκεί τους πίπωσα.
- Γιατί; Είσαι τελείως πουτάνα;
- Ναι είμαι.
- Πότε το κανονίσατε;
- Το πρωί, στη δουλειά.
Στην πραγματικότητα ήξερα ότι το είχαν κανονίσει από το βράδυ της γιορτής, στην κρεβατοκάμαρα της Μαρίας αλλά δεν ήταν της στιγμής να τη διαψεύσω.
- Δηλαδή τι σου είπαν; Πες μου.
- Μου είπαν ότι θέλουν να τους πάρω από μια πίπα.
- Και εσύ δέχτηκες;
- Στην αρχή όχι. Μετά όμως επέμειναν και δεν μπορούσα να αρνηθώ.
- Γιατί;
- Γιατί πρέπει να γίνω το τσουλάκι τους, έτσι μου λένε.
Αυτό βέβαια ήξερε πόσο θα με καύλωνε, για αυτό το είπε. Πράγματι, σε άλλες περιπτώσεις τώρα θα μου είχε σηκωθεί κάγκελο, για την ώρα όμως καύλωνα μόνο «πνευματικά».
- Να έχουν δύο τσουλάκια θέλουν; Μαζί με τη γυναίκα του ενός;
- Ναι, του Παύλου. Η ψωλού του, που γαμιέται όπου βρει.
- Γαμιέται και με τους δύο;
- Ναι, αλλά θέλουν και άλλο μουνί. Θέλουν και το δικό μου.
- Πού τους γαμάει; επέμεινα. Σπίτι της;
- Παντού... ακόμα και έξω, όταν βγουν οι τρεις τους. Ακόμα και στο σινεμά τους έχει πάρει πίπες και τους βλέπανε.
Η εικόνα μου άρεσε.
- Θες να πάρεις και εσύ πίπα στο σινεμά;
- Ναι, και να με βλέπουν αυτοί που θα κάθονται δίπλα.
- Και αν θέλουν να απλώσουν το χέρι τους;
- Θα τους αφήσω. Έλα φτάνουν αυτά, χώσε μου το καυλί σου.
Δεν επρόκειτο. Μάλιστα ξέροντάς με καλά η Φλώρα, θα έμενε άφωνη (είμαι σίγουρος) αν κατέβαζα το παντελόνι μου και αντίκριζε το καυλί μου πεσμένο, υπό τις συγκεκριμένες καβλωτικές περιστάσεις. Ευτυχώς δεν είχε απλώσει το χέρι της προς τα εκεί.
- Και ο Σταύρος; άλλαξα θέμα. Θες να πάρεις πίπα και του Σταύρου;
- Ναι, θέλω... Μου αρέσει να παίρνω πίπες του Σταύρου.
- Πόσες του έχεις πάρει πουτάνα;
- Μια... εκείνο το βράδυ.
- Ψεύτρα, είπες ότι του πήρες ξανά.
- Ίσως του πήρα άλλη μια φορά.
- Πού πιπατζού;
- Ίσως πάλι στο αμάξι του.
- Μήπως άλλες δυο φορές;
- Μπορεί άλλες δύο.
- Πουτάνα. Πότε πρόλαβες; Θες να σε γαμήσει κιόλας;
- Ναι, θέλω.
- Θα τον βάλω να σε γαμήσει, πουτάνα.
- Ναι...
- Αλλά θα του παίρνεις και πίπες. Θες να του παίρνεις μια πίπα τη μέρα;
- Θέλω. Αχ, δεν αντέχω άλλο καύλα μου, χώσε μου το μέσα.
- Να είμαστε και οι δύο καθιστοί και να μας παίρνεις, πουτάνα; (συνέχισα αδιαφορώντας για τις εκκλήσεις της).
- Ναι, αυτό θέλω.
- Να πηγαίνεις από τον ένα στον άλλο στα τέσσερα;
- Ναι, αχ… να σας παίρνω πίπες ασταμάτητα.
- Αλλά μόνο του Σταύρου και εμένα πουτάνα. Δεν θα πάρεις ξανά πίπα σε αυτούς τους δύο. Στο απαγορεύω.
- Ναι, μόνο σε σας. Έλα, άνοιξε να πάρω και εσένα τώρα.
Ανακάθισε προσπαθώντας με μανία να πιάσει τη ζώνη και το φερμουάρ αλλά ξανά τη συγκράτησα.
- Για τιμωρία σου πουτάνα δεν θα πάρεις το καυλί μου, είπα.
- Όχι! Το θέλω!
- Θα χαϊδέψεις μόνη σου το μουνάκι σου.
- Όχι! Αν ήθελα να το χαϊδέψω, το χάιδευα και πριν. Εγώ σε περίμενα σαν τρελή.
- Να μάθεις πουτανάκι να παίρνεις πίπες στα ξένα κρεβάτια, έκανα αυστηρά.
Με μια κίνηση της κατέβασα τη φόρμα που φορούσε. Της έβγαλα το βρακί, έσκυψα και άρχισα να της γλείφω το μουνί. Οτιδήποτε για να κερδίσω χρόνο. Η Μαρία δεν ήταν φίλη του γλειφομουνιού. Όχι ότι την ενοχλούσε κιόλας, απλώς τις δέκα, είκοσι φορές -όχι παραπάνω- που είχα γλείψει το ωραίο της μουνάκι στη μακρά διάρκεια της σχέσης μας, με άφηνε να το κάνω για λίγο και μου ζητούσε πολύ γρήγορα να μπω μέσα. Δε θυμόμουν να είχε χύσει μοναχά από το γλείψιμο μου πάνω από μια, δυο φορές. Και αυτό στην αρχή, μετά από δική μου επιμονή, πριν καταλάβω ότι το γλειφομούνι δεν ήταν το «φόρτε» της.
Άρχισε να κουνάει πάνω κάτω στο στόμα μου το παν-υγρό και μυρωδάτο μουνάκι της, ωστόσο… όπως περίμενα δεν έμεινε εκεί.
- Έλα, μην με παιδεύεις, μπες μέσα.
Έκανα να πιάσω κρυφά το καυλί μου, να το παίξω λίγο πάνω από το παντελόνι μήπως σηκωθεί, αλλά δεν έβλεπα φως.
- Γάμησε με, το χρειάζομαι, γάμησε με, συνέχισε.,, γάμησε με.
Έκανε σαν τρελή.
- Πες μου πόσες φορές τους έχεις πάρει πίπα πουτάνα…
είπα διακόπτοντας το γλειφομούνι και βάζοντας ένα δάχτυλο στο μουνάκι της. Αυτό της άρεσε περισσότερο.
- Πολλές... έλα, άσε τους αυτούς, μπες μέσα.
- Θα τους ξαναπάρεις;
- Μόνο αν μου πεις εσύ.
- Και τον Ιταλό;
- Και τον Ιταλό.
- Μήπως τον έχεις ήδη πάρει, πουτανάκι;
- Όχι, τον πήρε η Μαρία σου είπα.
- Εσένα τι έκανε; Σου έπιασε τα βυζιά;
- Μπορεί...
- Πού μωρή; Στη Μερσεντές;
- Ναι, στη Μερσεντές.
Δεν ήθελα να καρφώσω (ακόμα) την αδελφή της.
- Μα δεν καθόσουν μπροστά;
- Στην αρχή καθόμουν πίσω.
Ήταν σε φάση να τα αποκαλύψει όλα, και αυτό μου άρεσε. Αν ήταν να μάθει για μένα και τη Μαρία, ήταν καλό να γνωρίζει ότι ήξερα κι εγώ τα πάντα για τις δικές της απιστίες.
- Και τον άφησες να σου πιάσει τα βυζιά;
- Ναι, δεν φταίω εγώ, εκείνος τα έπιανε.
- Και εσύ πώς αντέδρασες;
- Τον άφησα γιατί καύλωσα πολύ.
- Τα πήρε και στο στόμα του;
- Ναι... αλλά πάνω από το σουτιέν. Οι ρόγες μου είναι μόνο για σένα.
- Ψεύτρα... τις φίλησε γυμνές.
- Όχι... δεν έβγαλα το σουτιέν.
- Και στην κρεβατοκάμαρα της αδελφής σου; Πάλι δεν το έβγαλες...
Σιγή.
- Λέγε πουτανάκι, εκεί το έβγαλες ε;
- Δεν το έβγαλα, στο ορκίζομαι... αλλά ίσως...
- Ίσως τι; Λέγε πουτάνα.
- Ίσως το κατέβασε ο ένας για λίγο... ίσως φίλησε τα βυζιά. Ολόκληρα.
- Καριόλα... Τους έδωσες τα βυζιά σου την ώρα που τους πίπωνες. Έτσι έκανες;
- Ναι.
- Και πώς σε έλεγαν; Τσουλάκι;
- Ναι, με έλεγαν τσουλάκι.
- Πες μου για τον Σταύρο, γιατί κάθισες να σου πιάνει τα βυζιά;
Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε ένα θέμα.
- Γιατί καύλωνα σου είπα. Ήθελα να μου τα πιάσει.
- Και είπες αλήθεια πριν ότι του πήρες ξανά πίπα μετά από εκείνο το βράδυ;
- Του πήρα ναι, του πήρα και μετά.
- Πού μωρή πουτάνα;
- Στο αμάξι του.
Ίσως έλεγε αλήθεια, ίσως και όχι.
- Πού πήγατε;
- Με πήγε βόλτα.
- Λέγε πότε.
- Αχ, σταμάτα, βάλε μου το καυλί σου μέσα.
- Λέγε για το Σταύρο, επέμεινα. Θες να σε γαμήσει;
- Ναι, θέλω, αλλά τώρα θέλω να με γαμήσεις εσύ.
- Πουτάνα, θα κάτσεις να σε γαμήσει αύριο;… επέμεινα.
- Θα κάτσω ναι!
- Θα κάτσεις να σε γαμήσει και τώρα;
- Θα κάτσω όποτε μου πεις.
- Θα γίνεις η πουτάνα του;
- Ναι, θα γίνω η πουτάνα του, μπες μέσα μου.
Η κατάστασή μου ήταν παράδοξη: Εγκεφαλικά άρχισα να καυλώνω στην ιδέα ότι η Φλώρα θα γινόταν το πουτανάκι του Σταύρου (όπως η Μαρία το δικό μου) αλλά το καυλί μου ακόμα δεν έλεγε να πάρει μπρος. Τότε, μέσα στην «εγκεφαλική» καύλα μου ήρθε η ιδέα: Έβγαλα από την τσέπη το κινητό μου και με μια κίνηση (αφού ήταν στις «συχνές επαφές») πήρα το Σταύρο. Απάντησε στο δεύτερο κουδούνισμα.
- Έλα Δημήτρη, πες μου.
- Τι κάνεις; Πού είσαι;
Η Φλώρα γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένη που μιλούσα. Της έβαλα και δεύτερο δάχτυλο στο υγρό της μουνάκι και άρχισα να το γαμάω έτσι.
- Σταύρο (το όνομα το είπα επίτηδες για να ξέρει πού μιλάω), είμαι εδώ με τη Φλώρα και λέμε για σένα.
Σιγή για δυο δευτερόλεπτα ή τρία.
- Τι λέτε;
- Η Φλώρα λέει ότι κάτι θέλει από σένα.
- Ό,τι θέλει, να μου το πει και θα το κάνω.
Κατάλαβε.
- Θέλει λέει να γίνει το πουτανάκι σου.
Σιγή, να το χωνέψει. Μετά:
- Πολύ θα το ήθελα.
Η Φλώρα είχε αρχίσει να κουνιέται με μανία στα δύο μου δάχτυλα, αποφασισμένη ίσως ότι δεν θα τη γαμούσα κανονικά. Με τον αντίχειρα προσπαθούσα να τρίβω την κλειτορίδα της καθώς κουνιόταν, αν και δεν ξέρω πόσο καλά τα κατάφερνα.
- Θα ήθελα τώρα να την είχα εδώ που είμαι, συνέχισε ο Σταύρος.
- Πού είσαι;
- Μόλις πάρκαρα για μια συνάντηση. Αν δεν το είχα κανονίσει καιρό, θα ερχόμουν εκεί. Σπίτι σας είστε;
- Ναι, σπίτι. Κρίμα. Θα ήθελε πολύ να τη γαμήσεις αυτή τη στιγμή.
- Σε ακούει τώρα;
- Ναι, με ακούει. Θέλεις να στο πει η ίδια;
- Ναι, θέλω πολύ.
- Φλώρα, πες στο Σταύρο ότι θέλεις να γίνεις το πουτανάκι του, της είπα.
- Θέλω, θέλω φώναξε εκείνη με απολύτως καυλωμένη φωνή, ενώ κουνιόταν πάνω στα δάχτυλά μου.
- Τι θέλεις;
- Να γίνω η πουτάνα του.
- Θες να σε γαμάει κάθε μέρα;
- Θέλω να με γαμάει και να του παίρνω πίπα κάθε μέρα.
- Άκουσες;…
είπα στο τηλέφωνο. Ένιωσα επιτέλους το καυλί μου να μισοσηκώνεται. Έβαλα το κινητό στην ανοιχτή ακρόαση και το ακούμπησα στον καναπέ, πλάι στο πρόσωπό της. Δεν το κοίταξε. Με το ελεύθερο πια χέρι μου ξεκούμπωσα το παντελόνι και έβγαλα έξω το καυλί μου σε ημί-στύση.
- Θα ήθελα να μου έπαιρνε μια πίπα τώρα…
ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο η φωνή του Σταύρου από το μεγάφωνο. Η Φλώρα τινάχτηκε σαν να τη χτύπησε ρεύμα!
- Μιλάτε αλήθεια;
Με κοίταξε με τα μάτια διάπλατα από την έκπληξη και σταμάτησε το κούνημα πάνω στα δάχτυλά μου. Ήταν -φαίνεται- τόση ώρα σίγουρη ότι απλώς προσποιούμουν πως μιλάω στον γαμπρό της.
- Εδώ είμαι Φλώρα, ακούστηκε πάλι ο Σταύρος.
Η Φλώρα έγινε ένα με τον καναπέ και έχωσε το κεφάλι της στο χώρισμα ανάμεσα στην πλάτη και το κάθισμα, σαν από ντροπή. Ανησύχησα ότι η καύλα θα της έφευγε και με το ένα χέρι της έπιασα τον κώλο ενώ με το άλλο εξακολουθούσα να παίζω μέσα έξω δύο δάχτυλα στο μουνί της.
- Έλα Φλώρα, είπε ξανά ο Σταύρος. Ξέρεις πώς μου αρέσει να μου παίρνεις πίπα.
Η Φλώρα έμενε σιωπηλή, με το πρόσωπο κρυμμένο.
- Όπως στη Μερσεντές;… είπα εγώ δυνατά.
- Ναι, στη Μερσεντές παίρνει τις καλύτερες πίπες.
Πληθυντικός!
- Είναι η βασίλισσα της πίπας στα αυτοκίνητα, συνέχισα. Το ξέρεις ότι παίρνει και εκείνους τους δύο από τη δουλειά της;
- Δεν της φτάνουμε εγώ και εσύ;
- Είναι αχόρταγη. Τους πήρε σήμερα το μεσημέρι.
Ένιωσα ξανά μια μικρή κίνηση εκ μέρους της.
- Πού το ξέρεις; ρώτησε ο Σταύρος.
- Άργησε δυο ώρες να γυρίσει σπίτι, τι νομίζεις ότι έκανε;
- Τσ τσ... έκανε δήθεν περιπαιχτικά ο Σταύρος.
Και μετά:
- Φλώρα; Τους πήρες τσιμπούκι σήμερα; Λέει αλήθεια ο Δημήτρης;
Ο συνδυασμός άρχισε να επενεργεί πιο έντονα στο καυλί μου: Οι εικόνες σήμερα το απόγευμα από το πίσω κάθισμα του Όπελ, ο Σταύρος να της μιλάει για τη Μερσεντές και τις πίπες της εκεί, η Φλώρα έρμαιο μπρούμυτα στον καναπέ, αμίλητη, γυμνή από τη μέση και κάτω, με τα υγρά να στάζουν από το μουνί της. Με μια κίνηση ήρθα από πάνω της, χώνοντας το καυλί μου εκεί που είχα λίγο πριν τα δάχτυλα. Άρχισα να τη γαμάω έτσι από πίσω, ενώ με τα δύο μου χέρια αναζήτησα τα στήθη της, κάτω από τη μπλούζα.
- Φλώρα; Συνέχισε ο Σταύρος. Τους τσιμπούκωσες; Πες μου.
Η Φλώρα που για ένα λεπτό είχε παγώσει στη γωνία φάνηκε να ξυπνά στις κινήσεις του καυλιού μου. Άρχισε να βογκάει ελαφρά, όπως ήταν η συνήθειά της.
- Φλώρα; Δε θα μου πεις;
- Ναι, ακούστηκε αδύναμα, ανάμεσα στα ελαφρά βογκητά.
- Θέλω να το πεις.
- Ναι, τους τσιμπούκωσα.
- Πουτάνα... σε γάμησαν κιόλας;
- Όχι, μόνο στο στόμα τους πήρα, αχ…
Αυτό ήταν. Για την ώρα και τη στιγμή, είχε ξεπεράσει τις αναστολές της.
- Έχυσαν στο στόμα σου;
- Ναι, αχ...
- Πού τους πήρες; Στο γραφείο;
- Όχι... Στο αμάξι.
- Πού σε πήγαν;
- Στο... στο δασάκι, αχ…
Δεν αποκάλυψε το αληθινό σημείο.
- Πες μας τι σου λέγανε.
Ο Σταύρος μιλούσε σαν να ήταν μέσα στη σκέψη μου. Σαν να ήξερε πώς ακριβώς ήθελα να την ακούω να παραδέχεται τις πουτανιές της. Να είχε φτάσει αυτό στα αυτιά του από τη Μαρία;
- -Ότι είμαι τσουλάκι.
Πάλι αλήθεια έλεγε.
- Το τσουλάκι τους;
- Το τσουλάκι τους, ναι!
- Πού είστε τώρα; Στο κρεβάτι;
- Στον καναπέ… απάντησε η Φλώρα.
- Τι κάνει ο Δημήτρης αυτή τη στιγμή, σε γαμάει;
- Ναι, αχ… με γαμάει.
- Πώς είσαι ξαπλωμένη; Πες μου.
- Από κάτω του.
- Πιάνει τα βυζάκια σου;
- Τα πιάνει.
- Είσαι γυμνή;
- Ναι... όχι τελείως, αχ...
- Σου αρέσει το καυλί του;
- Ναι... μου αρέσει να μου το χώνει στο μουνί!
- Θα ήθελα να σε γαμάω εγώ.
Εκείνη τη στιγμή δεν θα με πείραζε στο ελάχιστο να τη γαμούσε πράγματι.
- Ή να είμαι εκεί και να μου παίρνεις πίπα ενώ σε γαμάει ο Δημήτρης.
- Αχ… κι εγώ!
- Ήθελες δηλαδή το καυλί μου στο στόμα;
- Ναι!
Αυτό το είπε πιο δυνατά.
- Δεν σου φτάνουν δηλαδή οι δύο που πήρες το απόγευμα;
- Όχι, θέλω να πάρω και εσένα, τώρα.
- Πες μου πού σε πήραν στο αμάξι τους, μπροστά ή πίσω;
Τι ωραία που την ψάρευε ο Σταύρος! Πόσο με καύλωνε χωρίς να το ξέρει. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι μπορούσα να χύσω ξανά και μάλιστα γρήγορα! Προσπάθησα να θυμηθώ πόσο χρονών ήμουν όταν έχυσα τελευταία, τρεις φορές το ίδιο απόγευμα. Κάτω από 25 μάλλον, ωστόσο δεν ήταν η στιγμή για σοβαρές σκέψεις και υπολογισμούς.
- Ναι, στο πίσω κάθισμα, αχ… ναι!
- Και οι δυο μαζί ή ένας-ένας, πουτανάκι;
- Ένας-ένας...
- Και τι σου έλεγαν; Πες μας τι σου έλεγαν.
- Ότι είμαι η πουτάνα του γραφείου. Η ψωλού του γραφείου, η γαμιόλα του γραφείου...
- Το ξέρουν κι άλλοι ότι παίρνεις τσιμπούκια;
- Μπορεί και να το ξέρουν.
- Θέλεις να τους πάρεις όλους;
- Όλους, θέλω να με κάνουν ό,τι θέλουν, να τους πάρω όλους, αχ...
- Θα τους παίρνεις και στη δουλειά αυτούς ή μόνο στο αυτοκίνητο;
- Και στη δουλειά...
- Στη δουλειά πού; Δεν θα σας δουν οι άλλοι;
- Κρυμμένη στα πόδια τους... κάτω από το γραφείο τους...
- Γιατί κρυμμένη πουτανάκι;
- Για να έρχονται να τους μιλάνε και να μην ξέρουν τι τους κάνω! Αχ… καυλώνω πολύ.
- Κι εγώ, είπε ο Σταύρος. Την έχω βγάλει και την παίζω. Αλλά θα ήθελα να είμαι εκεί και να την πάρεις στο στόμα.
- Αχ… καυλώνω!
Η Φλώρα τώρα φώναζε.
- Αχ! Θα χύσω... θα χύσω!
Το ίδιο και εγώ. Με απότομες ωθήσεις άρχισα να αδειάζω το σπέρμα μου μέσα της.
- Μη χύσεις ακόμα, συνέχισε ο Σταύρος. Πες μου τι άλλο σου έλεγαν.
- Ότι θέλουν να μου δίνουν εντολές… χύνω, χύνω!
Και άρχισε να σφαδάζει από κάτω μου. Οκ, δεν ήταν πρωτοφανές, αλλά τέτοια ένταση στο τέλειωμα της έβλεπα μια, δυο φορές το χρόνο μόνο.
- Χύνω! Γαμιάδες μου χύνω! Χύνω! Αχ…
- Πουτανάκι, συνέχιζε η καμπανωτή φωνή του Σταύρου από την ανοιχτή ακρόαση. Έμοιαζε τώρα κάπως εκτός τόπου και χρόνου.
- Πουτανάκι αχόρταγο, να έρθω το βράδυ να μου πάρεις πίπα;
Η Φλώρα έμεινε ξαπλωμένη, το σώμα ακίνητο, ανήμπορο και έκρυψε πάλι το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ. Δεν απαντούσε. Βγήκα από μέσα της και έπιασα ένα χαρτομάντιλο από το τραπεζάκι να σκουπίσω το καυλί μου. Τράβηξα άλλα τρία τέσσερα και τα έβαλα στο μουνί της. Δεν ήθελα να λερωθεί ο καναπές. Έβαλε το χέρι της να τα κρατήσει, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Πήρα το τηλέφωνο στα χέρια και έκλεισα την ανοιχτή ακρόαση.
- Σταύρο, θα μιλήσουμε αύριο, εντάξει;
Δεν επέμεινε ότι «θα ερχόταν το βράδυ να τη γαμήσει».
- Οκ, ανεβαίνω στη συνάντηση που με περιμένουν, έχω αργήσει. Ω γαμώτο, πρέπει να περιμένω να μου πέσει πρώτα.
Κεφάλαιο 9 – Για να τους «σηκώνει»!
Το βράδυ της Δευτέρας δεν υπήρξε τίποτα άλλο. Κάναμε και οι δύο μπάνιο, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν μόνο δυο τρεις φορές, η αμηχανία κυριαρχούσε, εκείνη ξάπλωσε νωρίς αφού έφαγε κάτι πρόχειρο, εγώ έβαλα ένα ουίσκι να χαλαρώσω. Όταν πήγα στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν και δεν κοιμόταν. Ξάπλωσα δίπλα της περιμένοντας ότι θα με απέφευγε, όπως έκανε με το βλέμμα της όλο το βράδυ. Εκείνη αντίθετα κουλουριάστηκε πλάι μου.
- Δημήτρη.
- Τι;
- Δε θυμώνεις…
Της χάιδεψα τα μαλλιά.
- Όχι.
- Σίγουρα;
- Θα στο έλεγα.
- Κάτι έχω πάθει.
- Δεν έχεις πάθει τίποτα, την καθησύχασα.
- Είσαι καλός, για αυτό λες έτσι. Η αλήθεια είναι ότι κάτι έχω πάθει. Κάποιες στιγμές, χάνω τον έλεγχο από την καύλα. Δεν ήταν έτσι. Τώρα μου συμβαίνει πρώτη φορά. Αλλά το κάνω για σένα. Γιατί...
- Σ... της έκλεισα το στόμα. Ό,τι και να κάνεις σε αγαπώ το ίδιο. Ειδικά...
- Τι; με κοίταξε ανήσυχη.
- Ειδικά αν έχει σχέση με το Σταύρο. Δεν με πειράζει τίποτα με το Σταύρο.
Δεν ξέρω αν το εννοούσα στα αλήθεια ή αν σκεφτόμουν, από συμφέρον, τη στιγμή που θα μάθαινε τα δικά μου με τη Μαρία. Μου χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια. Τρία λεπτά μετά κοιμόταν βαθιά, το καταλάβαινα από την αναπνοή της. Την άλλη μέρα στη δουλειά μου τηλεφώνησε ο Σταύρος από νωρίς.
- Ρε φίλε τι φοβερό ήταν αυτό χτες;
- Ναι...
Ένιωθα -είναι αλήθεια- λίγο αμήχανα. Αναπόφευκτα όμως οι εικόνες ήρθαν στο μυαλό και το καυλί μου κάπως ζωντάνεψε μέσα στο παντελόνι.
- Λοιπόν σήμερα κάτι θα κάνουμε.
- Τι;
Ήμουν σίγουρος ότι ήθελε να δώσει συνέχεια στα χτεσινά.
- Έχω συνεννοηθεί με τη Μαρία. Μου είπε ότι είναι σειρά της Φλώρας να έρθει σπίτι μας για καφέ. Πού θα είσαι;
- Μάλλον σπίτι.
- Μείνε σπίτι, θα σε πάρω τηλέφωνο.
- ...
- Δημήτρη, δεν σου είπα για την άλλη.
- Την κυρία Πόπη;
- Ναι, αρκεί να σου πω ότι συγκριτικά με τις γυναίκες μας, αυτή είναι η τρελή, η αληθινή πουτάνα.
Ένιωσα το πρώτο τσίμπημα της καύλας. Η κυρία Πόπη με καύλωνε μια φορά το χρόνο που την έβλεπα, όπως έχω εξηγήσει και η καύλα κρατούσε βδομάδες.
- Πες μου για τις παρτούζες.
- Δηλαδή δεν είναι ακριβώς παρτούζες... μου τα είπαν όλα εκείνο το βράδυ. Μάλιστα τις λεπτομέρειες τις έλεγε πιο πολύ ο Άρης.
- Ποιος Άρης;
- Ο Τέλης. Τον λέμε και Άρη και Τέλη στη δουλειά. Άκου τώρα. Την πηδάνε αυτός και κάποιοι άλλοι της παρέας όλοι μαζί, ακούς; Μόνο αυτή τον τρώει, ακόμα και αν είναι άλλη γυναίκα μπροστά. Τους παίρνει σειρά έναν-έναν και μετά και δεύτερη φορά.
- Έλα τώρα! Και το πίστεψες;
- Παιδί μου όπως σου λέω! Με λεπτομέρειες μου τα είπαν.
- Μήπως στα λέγανε έτσι;
- Με τόσες λεπτομέρειες; Ενώ είχα το καυλί μου μέσα της; Αποκλείεται. Το πιο τρελό, το πιο καυλωτικό, είναι που κάποιες φορές της φέρνει μικρούς η κόρη τους. Και κάθεται και εκείνη και τους βλέπει να τη γαμάνε. Και μου το λέγανε αυτό γελώντας.
- Ε όχι! Αυτό γίνεται στις ταινίες μόνο.
- Καλά… αφού σου λέω μας κάλεσαν και εμάς!
- Α ναι... Αλλά εμένα πάλι γιατί;
- Γιατί... κάτσε... Γιατί εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Θέλουν να φέρουμε μια από τις δύο γυναίκες μας.
- Είναι τρελοί; Πιστεύεις ότι η Μαρία ή η Φλώρα θα έρχονταν; Έχεις τρελαθεί εσύ πιο πολύ από αυτούς;
- Φυσικά και θα έρθουν. Δεν έχεις καταλάβει πόσο έχουν καυλώσει τελευταία. Χτες άλλος ήταν στο τηλέφωνο; Δεν ήσουν εσύ;
Εδώ που τα λέμε...
- Και πού ‘σαι, θέλουν κυρίως τη δική σου, συνέχισε ο Σταύρος.
- Χα!
- Μα δεν θα τη γαμήσει κανείς παιδί μου. Αφού σου είπα μόνο η Πόπη τον τρώει. Τη Φλώρα την θέλουν για να τους «σηκώνει».
- Δηλαδή;
- Άκου πώς το έβαλαν στο μυαλό τους. Να είναι η Φλώρα και να χορεύει με όλους, όπως χόρευε το Σάββατο βράδυ σπίτι μου. Έπρεπε να την έβλεπες. Μας είχε καυλώσει όλους τρελά.
- Μόνο να χορεύει;
- Μόνο, αλλά έτσι όπως θα τρίβεται πάνω τους, θα καυλώνουν όλοι και μετά θα γαμάνε την Πόπη. Και έπειτα δεύτερη φορά, να βοηθάει η Φλώρα να τους σηκωθεί ξανά.
Αλήθεια, ήθελα πολύ να την έχω δει το Σάββατο βράδυ. Θυμήθηκα πόσο είχα καυλώσει ο ίδιος όταν την έβαλα να μου δείξει τον τρόπο που χόρευε με εκείνους τους δυο. Το αφήσαμε εκεί. Μέχρι να σχολάσω όμως, σκεφτόμουν τη Φλώρα (όχι τη Μαρία) να κυκλοφορεί ανάμεσα στον κύριο Τέλη και άλλους δυο τρεις και να χορεύει ή ακόμα και να παίρνει πίπες στους παριστάμενους. Εννοείται ότι δε μπόρεσα να δουλέψω σαν άνθρωπος.
Copyright protected OW ref: 104576
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.