Είμαι ο Πάνος, 25 χρονών, ταξιτζής στην πρωτεύουσα. Δεν έχω κανένα παράπονο, ούτε από τη ζωή μου ούτε από τη δουλειά μου. Αλλά κάτι μέρες σαν τη σημερινή, δεν έχω καμιά διάθεση για δουλειά. Δευτέρα πρωί κατά τις 8:00, μέσα Οκτώβρη, ψιλόβροχο, με θερμοκρασία καλοκαιρινή και υγρασία να κολλάς ολόκληρος. Θα γύρναγα πλευρό και θα συνέχιζα τον ύπνο μου, αλλά την παρασκευή, είχα χώσει 300€ για ένα σέρβις στ’ αμάξι κι έπρεπε να βγάλω τα έξοδα. Όπως κάθε πρωί, πριν καβαλήσω το αμάξι, κυρ-Αργύρης… το καφενείο απέναντι από το σπίτι. Με το που μπαίνω, πριν προλάβω να πω μια καλημέρα, χτυπάει το κινητό. Ο κύριος Ισίδωρος… καλός πελάτης, εβδομηντάρης, αγιογράφος στο επάγγελμα, ψάλτης στην εκκλησία της περιοχής του, θεοφοβούμενος και μετά το θάνατο ενός θείου του στην Ελβετία και ιδιοκτήτης ενός σαλέ στους πρόποδες των Άλπεων, που δεν έχει δει ποτέ του και μόνο αρπάζει ένα πολύ καλό ποσό κάθε μήνα, από την εταιρία που το διαχειρίζεται.
Ήθελε να τον πάω αεροδρόμιο. Πετούσε το μεσημέρι για Βοστώνη. Σε μια ώρα, τον περιμένω έξω από την μονοκατοικία του στο Βύρωνα. Δυο βαλίτσες, ένα σακβουαγιάζ και η κυρία Σούλα κοντά, για να του κουνήσει το μαντήλι. Σ’ όλη την διαδρομή δε βάλανε γλώσσα μέσα τους. Ο κύριος Ισίδωρος, της έδινε οδηγίες… θα κάνεις αυτό, θα κάνεις το άλλο και τα παρόμοια. Απ' ότι έμαθα, θα έλειπε για κάνα μήνα Αμερική, καλεσμένος της εκεί ομογένειας, για κάποιες εκδηλώσεις και για κάτι άλλα θρησκευτικά, που δεν καλοκατάλαβα. Και έλεγε συνέχεια στην κυρία Σούλα:
- Να πας από απόψε στην κουμπάρα μας. Να μην μείνεις μόνη στο σπίτι. Στο είπε η γυναίκα, να πας εκεί όσο θα λείπω!
Και το μπλα-μπλα συνεχιζόταν με την κυρία Σούλα να μη θέλει να πάει πουθενά. Φτάνουμε αεροδρόμιο, κατεβάζω τα πράματα.
- Πάνο μου, κάνε μου τη χάρη. Πιες καφέ, κάνε ότι θες, μόνο σε παρακαλώ, περίμενε τη Σούλα να τη γυρίσεις σπίτι.
Με πληρώνει και με το παραπάνω και δε δεχόταν και κουβέντα για λιγότερα. Του λέω να περιμένει, να πάω το αμάξι στο πάρκινγκ και να γυρίσω να τον βοηθήσω κιόλας, μια και από αεροδρόμιο δεν είχε ιδέα. Τα τακτοποιούμε όλα και λέω στην κυρία Σούλα που θα είμαι, για να έρθει να με βρει να φύγουμε. Στην επιστροφή, η κυρία Σούλα λιγομίλητη, αλλά φανερά εκνευρισμένη. Δεν ήθελε να πάει στην κουμπάρα τους να μείνει.
- Θα φύγω από το σπίτι μου να πάω να μείνω στην τρελόγρια; Αν θέλω παρέα πάω στην ξαδέρφη μου που μένουμε και 100 μέτρα απόσταση.
Μέσα στα νεύρα η κυρία Σούλα, άρχισε να μου λέει διάφορα, για την κουμπάρα της και πως δεν την αντέχει και τα παρόμοια. Δεν έδινα και πολύ σημασία. Βέβαια, αν και η αδυναμία μου είναι οι μεγάλες σε ηλικία γυναίκες, την κυρία Σούλα δεν την είχα ποτέ στη λίστα του ενδιαφέροντός μου. Κάπου ανάμεσα 55 με 60 χρονών, μ' ένα πανέμορφο πρόσωπο, που θα το ζήλευαν και 40αρες, αλλά πάντα αμακιγιάριστη, με τα μαλλιά μαζεμένα σ’ ένα μεγάλο κότσο στο πίσω μέρος, ντυμένη σα γριά παπαδιά, με τα ταγέρ και τις μακριές φούστες, που εξαφάνιζαν την οποιαδήποτε θηλυκότητα της είχε μείνει.
- Μόνη μου. Μια χαρά θα είμαι… μπας και τόσα χρόνια, μόνη μου δεν είμαι;
Αυτό μου έκανε κλικ. Τι εννοεί ο ποιητής; Κουβέντα στη κουβέντα, έμαθα, πως την πήρε κοριτσάκι σαν τα κρύα τα νερά ο κύριος Ισίδωρος, πως την κατάντησε καλόγρια, πως έχει συνηθίσει πλέον αυτό τον τρόπο ζωής και άλλα τέτοια προσωπικά της.
- Φταις κι εσύ κυρία Σούλα. Το να πας ένα κομμωτήριο, Το να ντυθείς λιγάκι πιο μοντέρνα, το να περιποιηθείς λιγάκι τον εαυτό σου, το να βγεις λιγάκι έξω να ξεσκάσεις και διάφορα άλλα ακόμα, δε νομίζω να στα απαγόρευσε ποτέ ο κύριος Ισίδωρος. Απεναντίας, από συζητήσεις που έχουμε κάνει, εσύ δε θες!
- Δε διαφωνώ… αλλά για ποιον να τα κάνω όλα αυτά; Ο Ισίδωρος όλη μέρα έλειπε και λείπει από το σπίτι. Απ’ την εκκλησία στο σύλλογο αγιογράφων, από το ένα μοναστήρι στο άλλο, για να δει το τάδε είδος αγιογράφησης, μπας και τα ξέρω και να στα πω; Και ο κύκλος μας; Δέκα Ισίδωροι… γιατί λοιπόν να μπω στο κόπο να φτιάχνομαι;
- Για σένα κυρία Σούλα… για σένα. Για να κοιτιέσαι στο καθρέφτη και να θαυμάζεις τη γυναίκα που έχεις θάψει μέσα σου. Έχεις γεράσει πριν την ώρα σου. Έχεις μαραζώσει.
Για κάνα πεντάλεπτο, αμίλητη η κυρία Σούλα. Κοιτάει έξω από το τζάμι σα να κάνει τον απολογισμό της ζωής της. Κάπου-κάπου μονολογεί… «αν είχαμε ένα παιδί, θα είμαστε αλλιώς». Και πάλι σιωπή. Το ψιλόβροχο έχει γίνει μπόρα και μάλιστα δυνατή. Οι δρόμοι γλιστράνε και η κυκλοφορία είναι σημειωτόν. Στο ύψος της Βάρης, ακούω στο cb για ένα τρακάρισμα στην έξοδο προς λ. Βουλιαγμένης. Αυτό μας έλειπε τώρα. Προτείνω στη κυρία Σούλα, να πάμε από παραλιακή κι αν θέλει να την κεράσω κι ένα καφέ στη Γλυφάδα, μέχρι να ξεμπλοκάρουν λιγάκι οι δρόμοι. Δέχεται και σε λίγη ώρα καθόμαστε σε παραλιακή καφετέρια της Γλυφάδας και πίνουμε τον καφέ μας συζητώντας.
- Αλήθεια κύριε Πάνο. Έχω γεράσει πριν της ώρας μου; Με βρίσκεται αντιαισθητική;
- Κυρία Σούλα. Είσθε μια πανέμορφη γυναίκα, που απλά ξεχάσατε τη γυναίκα κάπου στη διαδρομή. Ποτέ δεν είναι αργά να ξαναβρούμε το φύλο μας και να το περιποιηθούμε, να το προσέξουμε όπως του αξίζει.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάνουμε Βύρωνα. Την αποβιβάζω και τραβάω για το σπίτι. Δεν είναι για δουλειά σήμερα με τέτοιο καιρό.
Τρεις μέρες αργότερα. Στο κινητό η κυρία Σούλα. Παρασκευή πρωί, κατά τις 10:00 να πάω να την πάρω από το σπίτι. Δρομολόγιο για outlet Πειραιώς, που δουλεύει η ξαδέρφη της.
Σάββατο απόγευμα. Πάλι στο κινητό η κυρία Σούλα. Κυριακή 5:00 το απόγευμα, να πάω να την πάρω από το σπίτι της, μαζί με την ξαδέρφη της. Δρομολόγιο για Κερατσίνι.
Κυριακή απόγευμα πέντε παρά δέκα έχω παρκάρει δίπλα από το σπίτι της κυρίας Σούλας, που βρήκα πάρκινγκ. Έχω κατέβει από το αμάξι να ξεμουδιάσω, είμαι από τις δύο στο τιμόνι. Μαύρο τζην, μαύρες μυτερές μπότες (μεξικάνικες) και μαύρο πουκάμισο. Καλός είμαι για κάνα ποτάκι το βράδυ… δεν το βλέπω να ‘χει και πολύ δουλειά απόψε. Περιμένω και πάει κοντά πέντε να την πάρω τηλέφωνο πως είμαι έξω και την περιμένω. Χτυπάει το κινητό. Η κυρία Σούλα.
- Καλησπέρα κυρία Σούλα, είμαι εδώ και σας περιμένω.
- Φτάσατε κιόλας; Βγαίνω…
Αν δε μου μίλαγε, δεν θα την γνώριζα. Κομμένο το μαλλί μακρύ καρέ με μύτες, ελαφρό μακιγιάζ, μ’ ένα φόρεμα μαύρο σατέν, με μικρό γιακαδάκι, V με κουμπιά μπροστά, μανίκι ¾, που μοιάζει γυρισμένο και ασύμμετρο, μπροστά μέχρι το γόνατο και πίσω μέχρι τη γάμπα περίπου, με σκίσιμο δεξιά κι αριστερά να χωρίζει τα ασύμμετρα κομμάτια και μαύρα μποτάκια με οκτάποντο λεπτό τακούνι σε ασημί χρώμα και ασημί μικρά καρφάκια.
- Καλησπέρα κύριε Πάνο. Αχ δε σας πρόλαβα. Αδιαθέτησε η ξαδέρφη μου και η έξοδος αναβάλλεται. Τζάμπα η ετοιμασία. Τώρα μόλις μιλάγαμε και μου το ακύρωσε…
κι ανοίγει το πορτοφόλι να με πληρώσει.
- Τι κάνετε εκεί κυρία Σούλα. Ούτε να το σκεφτείτε… μα εσείς γίνατε αγνώριστη. Τι ριζικές αλλαγές είναι αυτές; Αν δε μου μιλάγατε, δε θα σας γνώριζα. Καιρός ήταν να τις κάνετε. Και αργήσατε θα έλεγα… είσαστε υπέροχη.
Κάνει μια στροφή γύρω από τον εαυτό της… η κλασσική γυναικεία στροφή για να δείξει το νέο λουκ..
- Αλήθεια κύριε Πάνο; Βρίσκετε πως είμαι υπέροχη; Με κολακεύετε… ένας νεαρός της ηλικίας σας και με βρίσκει υπέροχη;
- Δε σας βρίσκω… είσαστε… και μια και είστε έτοιμη γιατί να χάσετε την έξοδό; Θα θέλατε να σας συνοδεύσω και να βγούμε μαζί; Θα ήταν χαρά μου να είμαι ο συνοδός σας γι’ απόψε.
Κάτι ψιλές αντιρρήσεις του στυλ… μα κάνει;… και τα παρόμοια, αλλά σε χρόνο μηδέν μπαίνει στο σπίτι και μου εμφανίζεται με μια κοραλί ζακέτα από πάνω, ένα τσαντάκι με ασημί αλυσίδα κρεμασμένο στον ώμο και φύγαμε. Πάει ν' ανοίξει την πίσω πόρτα, με κοιτάει, χαμογελάει και κάθεται μπροστά. Έχω κατά νου να πάμε γκάζι. Μια περιοχή που τα συνδυάζει όλα.
- Έχετε καμιά προτίμηση για το πού θέλετε να πάμε;
- Όπου θέλετε εσείς κύριε Πάνο, δεν έχω ιδέα από αυτά. (Κάπως ντροπαλά) ας κόψουμε τον πληθυντικό αν δε σας πειράζει, νιώθω άβολα, έξοδος και πληθυντικός;
- Θα στο έλεγα κι εγώ Σούλα… και το κυρία και κύριε κομμένα.
Νιώθει άνετα πλέον. Κάθεται πιο χαλαρά στο κάθισμα. Τα πόδια βέβαια μαζεμένα και το φόρεμα το κρατάει, ώστε να μην ανοίγει μπροστά, στη συνέχεια των κουμπιών. Μιλάει, γελάει, αστειεύεται και τώρα που την προσέχω και καλύτερα… τυχερός ο κύριος Ισίδωρος. Πολύ κορμάρα για την ηλικία της. Πάμε γκάζι. Πηγαίνουμε για καφέ κι εγώ ντουμανιάζω κι ένα ναργιλέ. Μόλις τον είδε τρελάθηκε… ούτε που είχε ξαναδεί. Της εξηγώ πως δουλεύει, της δίνω να δοκιμάσει, πνίγεται, γελάμε, που και που πέφτει αυθόρμητα και πάνω μου, αστέρι η κυρία Σούλα και δεν της το ‘χα. Την προσέχω καλύτερα. Υπέροχη… αλλά πώς να την πλησιάσω; Βλέποντας και κάνοντας. Μετά τον καφέ, πάμε για παγωτό. Επέμενε να κεράσει. Και εκεί τα ίδια… διασκεδάζει. Της αρέσει, αν και πολλά είναι πρωτόγνωρα γι’ αυτή. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η ώρα έχει πάει σχεδόν δέκα.
- Να πηγαίνουμε σιγά-σιγά… σου έφαγα όλο το απόγευμα… αν και περνάω τέλεια, σε σκέπτομαι Πάνο μου, έχεις αφήσει τη δουλειά σου για μένα.
- Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ κούκλα μου, εμείς τελειώνουμε… και μια υπέροχη βραδιά σαν την αποψινή, δε μπορεί να μην τελειώσει μ’ ένα ποτάκι.
- Δεν πίνω Πάνο μου, αλλά θα σου κάνω παρέα, για την υπέροχη βραδιά μας.
Πάμε σε γνωστό μικρό κλαμπάκι της περιοχής. Έχει πολύ κόσμο, αν και νωρίς ακόμα. Πιάνουμε γωνία στη μπάρα. Καθόμαστε και τη ρωτάω:
- Τι θα πιείτε ωραία μου κυρία;
Με κοιτάει σαστισμένα, χαμογελάει αμήχανα, δεν ξέρει από ποτά. Της προτείνω fruit punch χωρίς αλκοόλ. Αν και θα ήθελα να κάνει κεφάλι. Ποτέ δεν ξέρεις πως θα καταλήξει μια βραδιά.
- Μια βότκα πορτοκάλι… δεν ξέρω τι είναι σαν ποτό, αλλά η Αρλέτα, το τραγουδούσε θαυμάσια.
Να ‘τα μας η κυρία Σούλα και βότκα πορτοκάλι. Όλα για όλα απόψε. Έρχονται τα ποτά μας, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας, και το διασκεδάζουμε. Έχει βγάλει τη ζακέτα και την ακουμπάει πάνω στα πόδια της. Σηκώνομαι από το σκαμπό και για να ‘μαι πιο κοντά της και για να αφήσει την ζακέτα να μην την κρατάει. Έχει περάσει το φόρεμα, εκεί που δεν έχει κουμπιά, ανάμεσα στα πόδια της, ατυχία. Το σκίσιμο στο πλάι όμως, αποκαλύπτει ένα υπέροχο μπουτάκι, μέσα στο φιμέ καλσόν. Η μουσική παίζει δυνατά και για να μιλήσουμε, πλησιάζει ο ένας τον άλλον. Έχει αρχίσει να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής. Μιλάμε, γελάμε, διασκεδάζουμε, πολλές φορές περνάω το χέρι μου γύρω από την μέση της για να είμαι πιο κοντά της να της μιλάω σχεδόν στο αυτί, γιατί η μουσική έχει δυναμώσει αρκετά. Κι αυτή φέρνει το χέρι της στον ώμο μου και δε μπορώ να πω πως βιάζεται να το πάρει. Μ’ έχει φτιάξει η κυρία με την αθωότητά της.
Σε μια στιγμή, κρατώντας την από την μέση, σκύβω να της μιλήσω και αγγίζω με τα χείλη μου, τον ακάλυπτο λαιμό της, δήθεν αυθόρμητα και τυχαία. Ανασηκώνει ελαφρά τον ώμο της και την νιώθω ν’ ανατριχιάζει. Της αρέσει της κυρίας. Αυτό επαναλαμβάνεται κάνα δυο φορές. Τώρα το χέρι μου, είναι μόνιμα περασμένο γύρω από τη μέση της και το δικό της, μόνιμα στον ώμο μου. Έχουμε αρχίσει και τα πειράγματα και τα Πάνο μου και Σούλα μου, έχουν αντικατασταθεί από τα αγόρι μου, νεαρέ μου, παλληκάρι μου και τα κούκλα μου, ομορφιά μου, αστέρι μου. Σε μια φάση, σκύβει να μου μιλήσει, εγώ γυρνάω το κεφάλι αυθόρμητα και τα χείλη μας αγγίζονται τυχαία. Μένει δευτερόλεπτα ακίνητη και ξαφνικά τραβιέται πίσω. Χαμηλώνει το κεφάλι, μάλλον θα ‘χε κοκκινίσει κιόλας, αλλά ο φωτισμός δεν μου επιτρέπει να δω και ψιθυρίζει:
- Συγνώμη Πάνο μου…
- Α… δε θέλω τέτοια ομορφιά μου… τι συγνώμες είναι αυτές;…
και πιάνοντάς την από το σαγόνι, της σηκώνω το κεφάλι και της δίνω ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
- Τώρα είμαστε πάτσι!
Βάζει τα γέλια, με κοιτάει στα μάτια. περνάει τα χέρια της γύρω από το κεφάλι μου και κολλάει τα χείλη της στα δικά μου. Αγγίζω με τη γλώσσα μου τα χείλη της και σπρώχνω ελαφρά. Αμέσως ανοίγει τα χείλη της και η γλώσσα της έρχεται να συναντήσει τη δικιά μου. Δεν θυμάμαι πόσο κράτησε το φιλί μας, αλλά η ατμόσφαιρα έχει γίνει πλέον πιο ερωτική. Τα πόδια της έχουν ανοίξει και τα γόνατα της, είναι δεξιά και αριστερά μου. Χαϊδεύω τα μπουτάκια της εξωτερικά. Προσέχω τις κινήσεις μου, μην την τρομάξω. Αμάθητη σε τέτοια. Συνεχίζουμε να μιλάμε, να γελάμε, να πειραζόμαστε, να φιλιόμαστε. Η Σούλα με κρατάει αγκαλιά κι εγώ, άλλοτε χαϊδεύω τα πόδια της, άλλοτε την πλάτη της. Λικνίζεται πλέον έντονα στο ρυθμό της μουσικής και φαίνεται να το απολαμβάνει. Το χέρι μου, περνάει στο εσωτερικό των μηρών της. Σφίγγει δυνατά τα μπούτια και μου αιχμαλωτίζει το χέρι. Τη χαϊδεύω απαλά με τα δάκτυλα. Ανατριχιάζει. Κολλάει περισσότερο πάνω μου. Το χέρι μου όμως δεν το αφήνει να προχωρήσει. Σκύβει, πιάνει τη ζακέτα της και την ρίχνει στα αρκετά πια γυμνά πόδια της. Η πίεση στο χέρι μου χαλαρώνει. Συνεχίζω να τη χαϊδεύω απαλά και να ανεβάζω το χέρι μου ψηλότερα. Τώρα που τα πόδια της είναι σκεπασμένα, τ’ ανοίγει περισσότερο. Τώρα ο δρόμος είναι ελεύθερος.
Παρατηρώ πως δε φοράει καλσόν αλλά κάλτσες. Αγγίζω το γυμνό της μπούτι. Ανατριχιάζει πάλι. Το χέρι μου παρκάρει ανάμεσα στα πόδια της. Αγγίζω το μουνάκι της πάνω από το δαντελένιο κιλοτάκι της. Το χαϊδεύω και πιέζω το δάκτυλό μου στα χειλάκια του. Νιώθω το εσώρουχο υγρό. Το παραμερίζω ελαφρά. Αγγίζω το μουνάκι της… είναι μούσκεμα. Ακούω την ανάσα της βαριά και με δαγκώνει στο λαιμό. Ένας αναστεναγμός ερεθισμού βγαίνει από μέσα της…
- Ας το σταματήσουμε εδώ καλύτερα αγόρι μου…
μου ψιθυρίζει με μια καυλιάρικη φωνούλα αλλά δεν ξεκολλάει από πάνω μου. Έχω καυλώσει κάργα. Της δαγκώνω ελαφρά το αυτάκι και συνεχίζω να τη χαϊδεύω. Το δάκτυλό μου χαϊδεύει τα μουσκεμένα της μουνόχειλα. Τη νιώθω να ξεφεύγει. Κραυγούλες βγαίνουν από μέσα της. Ευτυχώς η μουσική είναι πολύ δυνατή τώρα. Πληρώνω και βγαίνουμε έξω. Την κρατάω αγκαλιά. Πάμε προς το αμάξι. Σταματάμε στη μάντρα της τεχνόπολης και φιλιόμαστε σαν ερωτευμένα μαθητούδια. Ξαφνικά τραβιέται και με κοιτάει κατάματα.
- Το προχωρήσαμε πολύ αγόρι μου… συγνώμη, παρασύρθηκα από την υπέροχη βραδιά που μου χάρισες, τι γνώμη θα σχηματίσεις για μένα; Πήγαινε με σπίτι σε παρακαλώ…
Σ’ όλη την διαδρομή μέχρι το Βύρωνα, είναι αμίλητη και μαζεμένη. Κοιτάει έξω… δε στρέφεται καθόλου προς εμένα. Την αφήνω. Ξέρω. Το ‘χω ξαναδεί το έργο. Δίνει μάχη μέσα της. Μια λάθος κίνηση μου θα τα χαλάσει όλα. Είκοσι μέτρα πριν το σπίτι έχει κενό να παρκάρω. Έχει το κεφάλι σκυμμένο και τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα πόδια της. Δε βγαίνει από το αμάξι. Αμίλητη… ακίνητη… της πιάνω τα χέρια στα χέρια μου. Τα φέρνω στα χείλη μου και τα φιλώ τρυφερά. Με κοιτάει ανέκφραστη. Συνεχίζω να της φιλώ τα χέρια και σιγοψιθυρίζω…
- Σ΄ ευχαριστώ για την πιο υπέροχη βραδιά της ζωής μου. Είσαι πανέμορφη… χαίρομαι που ανακάλυψες τη γυναίκα μέσα σου!
Λες και βρήκα το κουμπί της. Με μια απότομη κίνηση μ' αγκαλιάζει και γλωσσοφιλιόμαστε με πάθος. Όταν τα χείλη μας ξεκολλάνε, ένα ηδονικό χαμόγελο είναι ζωγραφισμένο στο προσωπάκι της.
- Κατεβαίνω εδώ μωρό μου… σε πέντε λεπτά έλα σπίτι, η πόρτα θα είναι ανοιχτή...
Και φεύγει με γρήγορο βήμα προς το σπίτι. Σε πέντε λεπτά, σπρώχνω την πόρτα και μπαίνω σπίτι κλείνοντας πίσω μου την πόρτα. Είναι θεοσκότεινα… κανένα φως αναμμένο. Ξαφνικά, ανάβει το φως της κουζίνας. Τρέχοντας έρχεται πάνω μου, την πιάνω από τα χέρια, της τα σηκώνω ψηλά, την κολλάω με την πλάτη πάνω στην πόρτα και κολλάω τα χείλη μου στα δικά της. Φιλιόμαστε άγρια, παθιασμένα, οι γλώσσες μας δίνουν την δική τους μάχη, τρίβεται πάνω μου. Έχω καυλώσει άγρια. Τρίβει την κοιλιά της πάνω στο φουσκωμένο μου τζην. Τρίβεται δυνατά. Τη νιώθω να καυλώνει από τα φιλιά μας και το τρίψιμο. Αφήνω τα χέρια της κι αρχίζω να την χαϊδεύω παντού. Κρεμιέται πάνω μου. Περνάω τα χέρια μου κάτω από το φόρεμα της, την πιάνω από το κωλαράκι της, λίγο πλαδαρό λόγο ηλικίας, αλλά ολοστρόγγυλο και πεταχτό. Την κολλάω πάνω στο καυλί μου, που είναι έτοιμο να σκίσει το τζην και να πεταχτεί έξω.
- Αγόρι μου… είμαι δικιά σου. Δικιά σου… μ’ έκανες να νιώθω γυναίκα… γυναίκα… σ’ ευχαριστώ άντρα μου!
Αγκαλιασμένοι, με τα χείλη μας ενωμένα σ’ ένα παθιάρικο γλωσσόφιλο, τα χέρια μου έχουν αρχίσει να ξεκουμπώνουν το φόρεμά της. Με μικρά βηματάκια, σα χορευτική φιγούρα, πάμε προς το σαλόνι. Λίγο πριν φτάσουμε στον καναπέ, το φόρεμα γλιστράει από πάνω της. Τα χέρια της, πιο επιδέξια από τα δικά μου στο ξεκούμπωμα, γρήγορα μου ξεκουμπώνουν το πουκάμισο. Το πιάνει και το πετάει πάνω στο μπουφέ, σκεπάζοντας τη φωτογραφία του γάμου της. Τη στιγμή που πάω να την ξαπλώσω στο καναπέ την βλέπω… θεϊκό κορμί για την ηλικία της, που θα ζήλευαν πολλές μιλφάρες. Ένα μαύρο δαντελωτό μικροσκοπικό θα έλεγα σουτιέν, τονίζει υπέροχα τις βυζάρες της. Και το τάγκα, ασορτί με το σουτιέν, δαντελωτό κιλοτάκι, δίνει άλλη χάρη στο κορμί της. Ξαπλώνει στον καναπέ, γονατίζω δίπλα της. Τα χείλη της υγρά και μισάνοιχτα λαχταρούν τα δικά μου. Με κοιτά στα μάτια, σαν να ικετεύει για το φιλί μου.
Το δάκτυλό μου χαϊδεύει τα χείλη της… καίνε. Σκύβω και τη φιλάω στο λαιμό. Η γλώσσα μου αγγίζει την καυτή της σάρκα, ανατριχιάζει, το χέρι μου χαϊδεύει το κορμί της, τη γλείφω και τη φιλάω στο λαιμό και πάνω από τις βυζάρες της. Της κατεβάζω τα ραντάκια του σουτιέν, ελευθερώνει τα χέρια της και το τραβάω ελαφρά προς τα κάτω. Οι βυζάρες της είναι μπρος μου. Τέλεια βυζιά… στητά παρά την ηλικία της. Οι σκούρες ρώγες της με προκαλούν. Ρουφάω τη μία και την άλλη την παίζω με τα δάκτυλα μου. Η ανάσα της γίνεται όλο και πιο γρήγορη, χαϊδεύω το στήθος της, το γλείφω, ρουφάω τις ρώγες της. Τη νιώθω να τρέμει ελαφρά από την καύλα. Που και που ένα «αχ» βγαίνει από μέσα της, δαγκώνει τα χείλη της, καυλιάρικες ηδονικές κραυγούλες, σπάνε την σιωπή της νύχτας. Ο χρόνος έχει σταματήσει.
Τα χείλη μου κατεβαίνουν πιο χαμηλά. Το ένα μου χέρι παίζει με τις βυζάρες της και τις ρώγες της. Η γλώσσα μου γλείφει απαλά το κορμί της και μπαίνει στην αφαλό της. Το άλλο μου χέρι χαϊδεύει τα μπούτια της. Έχει αρχίσει να τρέμει. Παραμερίζω το κιλοτάκι της. Η γλώσσα μου της γλείφει τα μουνόχειλα. Τα ζουμάκια της ήδη τρέχουν, ρουφάω το νέκταρ της. Της βάζω το ένα πόδι στην πλάτη του καναπέ και το άλλο το κατεβάζω στο πάτωμα. Η φρεσκοξυρισμένη μουνάρα της γυαλίζει μπροστά μου. Με τα δυο μου χέρια της ανοίγω τα μουνόχειλα. Η γλώσσα μου παίζει με τα γλωσσίδια της. Τα χείλη μου ρουφάνε την κλειτορίδα της, μια κλειτορίδα σφιχτή σαν στραγάλι.
- Μ... αχ θεέ μου… τι ηδονή είναι αυτή;… αχ, ναι...
Της δαγκώνω ελαφρά την κλειτορίδα και σπρώχνω ένα μου δάκτυλο στη μουσκεμένη της μουνάρα.
- Ναι... αγόρι μου… πρώτη φορά μου το κάνουν αυτό, μη σταματάς, θεέ μου τι ζω;...
Της βάζω και δεύτερο δάκτυλο, της γλείφω και της ρουφάω την κλειτορίδα και τη δαχτυλώνω πιο γρήγορα τώρα. Τρέμει, βογκάει κι αρχίζει να σπαρταράει. Χύνει… μου πιάνει το κεφάλι και το κρατάει κολλημένο στη μουνάρα της για να μη σταματήσω. Συνεχίζω να την περιποιούμαι. Σχεδόν αμέσως ξαναχύνει. Της τα ρουφάω όλα και σε λίγο ξαναχύνει. Τρέμει και σπαρταράει πάνω στον καναπέ. Έχει λαχανιάσει, κάνει το σώμα της γέφυρα, σφίγγεται, μια κραυγή και χαλαρώνει.
Την αφήνω να χαλαρώσει… δεν πρέπει να ‘χει ξαναχύσει έτσι στη ζωή της. Το ένα χέρι της είναι χαμηλά στη κοιλιά της και το άλλο κρέμεται στο πάτωμα. Έχω καυλώσει όσο δεν πάει άλλο. Σηκώνομαι. Η Σούλα ακόμα τρέμει πάνω στο καναπέ. Η ανάσα της παλεύει να βρει τους ρυθμούς της. Γδύνομαι, πλησιάζω κοντά της. Στέκομαι όρθιος από πάνω της. Αισθάνεται την παρουσία μου. Ανοίγει τα μάτια. Η ανάσα της έχει βρει τους ρυθμούς της. Ξαφνικά, σαν να το συνειδητοποιεί...
- Αγόρι μου… τι είναι αυτό;… τι εργαλείο έχεις παλληκάρι μου; Θεέ μου τι μου χαρίζεις απόψε; Αχ ρε Ισίδωρε με το γαριδάκι σου που πίστευα πως είναι εργαλείο.
Με το στόμα ανοιχτό και μ΄ ένα βλέμμα θαυμασμού και απορίας, κοιτάει το ξυρισμένο καυλί μου. 20 πόντους πούτσα, γεμάτη νεύρα, χοντρή σαν στειλιάρι, μ’ ένα χοντρό γυαλιστερό ψωλοκέφαλο, ξεπροβάλει μπροστά της. Είναι ακίνητη και απλά το κοιτάει. Κοντά 40 χρόνια παντρεμένη, δεν έχει δει και δοκιμάσει άλλη ψωλή εκτός από του Ισίδωρου κι αυτή όχι τακτικά απ’ όσο μπορώ να καταλάβω. Αμήχανη, χωρίς εμπειρίες στα 56 της κι απόψε τα ζει όλα μαζεμένα. Της πιάνω τα χέρια, τη σηκώνω καθιστή στον καναπέ και τα οδηγώ στο καυλί μου. Αρχίζει να το παίζει ελαφρά, άπειρα, χωρίς ρυθμό. Την αφήνω. Για να 'μαι ειλικρινής, αυτή η απειρία της με κάνει να τη θέλω σαν κολασμένος. Τώρα μου τον παίζει καλύτερα. Της χαϊδεύω τα μαλλιά.
- Μωρό μου χαλάρωσε, ηρέμησε, νιώσε όπως θες να νιώσεις, νιώσε γυναίκα, ζήσε την ηδονή, αφέσου.
- Αντράκι μου μέχρι σήμερα μόνο με τις φαντασιώσεις μου τελείωνα κι ένιωθα γυναίκα μόνο με το χε... (και σταματάει).
- Μουνάρα μου δεν θέλω ντροπές, χαλάρωσε, γίνε αυτό που θες να είσαι, νιώσε ότι δεν έχεις ξανανιώσει, ζήσε αυτό που θες, όπως το θες…
Με κοιτάει στα μάτια. Σε μια στιγμή τα κατεβάζει… σα να ντρέπεται. Της πιάνω απαλά και της σηκώνω το κεφάλι να με κοιτάει στα μάτια. Με κοιτάει κατάματα, κοκκινίζει, τα κλείνει.
- Απόψε θέλω να νιώσω πόρνη… πάντα με φαντασιωνόμουν πόρνη και έφτανα στον οργασμό με το χέρι μου. Θέλω να νιώσω το πουλί σου μέσα μου, να γίνω δική σου άντρα μου.
Σκύβω και τη φιλάω τρυφερά στα χείλη. Το καυλί μου δεν το αφήνει από τα χέρια της, λες και φοβάται μην το χάσει. Κρατώντας την απαλά από τους ώμους και κοιτάζοντάς τη στα μάτια.
- Απόψε θες να νιώσεις πουτάνα, θες να φας πούτσα, να σε ξεσκίσω πουτανίτσα μου, θες να γίνω ο γαμιάς σου.
- Ναι… θέλω να γαμηθούμε, να σε νιώσω γαμιά μου, να σε νιώσω παντού, να νιώσω πουτάνα, να γαμηθώ σαν πουτάνα, να με σκίσεις με την πούτσα σου. Ουφ… τα είπα, πάντα ήθελα να μιλάω και να μου μιλάνε βρώμικα.
Της πιάνω τα χέρια και της δίνω το ρυθμό. Το βλέμμα της δεν ξεκολλάει από το καυλί μου. Τα χείλη της μισάνοιχτα, τα γλείφει με την γλωσσούλα της.
- Παιξ' τον μου καργιολίτσα, δικός σου είναι καύλα μου, για σένα έχει γίνει έτσι!
Μου τον παίζει καλά τώρα, μαθαίνει το πουτανάκι γρήγορα. Με το ένα χέρι μου χαϊδεύει τ’ αρχίδια και με το άλλο τον κατευθύνει και τον τρίβει στο λαιμό της. Τον πιάνω από τη ρίζα και φέρνω το ψωλοκέφαλο στα υγρά της χείλη. Διστακτικά, βγάζει τη γλωσσούλα της και το αγγίζει. Με κοιτάει.
- Δεν το ‘χω ξανακάνει αγόρι μου, δεν έχω γευτεί ποτέ πούτσα στο στόμα μου.
- Είσαι υπέροχη μωρό μου, συνέχισε, γλείψ’ τον, σάλιωσε τον, ρούφα τον, το παγωτάκι σου είναι, το καυτό σου παγωτάκι.
Τον κρατάει στη χούφτα της και τον γλείφει. Άλλοτε η γλώσσα της κάνει γύρους στο ψωλοκέφαλο μου κι άλλοτε τον γλείφει μέχρι την ρίζα. Τα χείλη της κολλάνε πάνω του. Ανοίγει το στόμα και τον ρουφάει προσεκτικά. Αρχίζει να τον βάζει και να τον βγάζει στο στόμα της. Τα τσιμπουκόχειλά της τα νιώθω μια να χαλαρώνουν και μια να σφίγγονται πάνω του. Μια νιώθω τη γλώσσα της και μια μου τον ρουφάει δυνατά.
- Παρ’ τον βαθιά στο στόμα τσιμπουκλού μου, κάρφωσέ τον στο λαρύγγι σου, τι πίπα μου κάνεις πουτανάκι μου;... Τι καύλα είναι αυτή;…
Προσπαθεί να το πάρει βαθιά, να τον νιώσει όσο πιο βαθιά μπορεί στο στόμα της. Τον βγάζει, του σκάει ένα φιλί στο ψωλοκέφαλο και με κοιτάει.
- Τι πούτσα είναι αυτή αγάπη μου;… μέλι στα χείλη μου. Αλήθεια; Είμαι καλή στην πίπα; Το λες αλήθεια; Σε καυλώνω πουτσαρά μου;
- Θεϊκό τσιμπούκι μωρό μου, τέλειο, χαλάρωσε, Αφέσου. Τώρα θα νιώσεις τι σημαίνει να σου γαμάνε το στόμα, θα νιώσεις την ψωλάρα μου στο λαρύγγι σου, απόλαυσέ το καργιολίτσα…
και πιάνοντας την από τα μαλλιά, αργά-αργά της τον σπρώχνω βαθιά στο στόμα. Το ανοίγει όσο μπορεί. Σταματάω όταν δεν πάει άλλο. Τον αφήνω μέσα της. Τα χείλια της σφίγγονται γύρω του. Τη νιώθω να ζορίζεται, πνίγεται, τον βγάζω αργά-αργά έξω, παίρνει ανάσα, της τον ξανακαρφώνω στο λαρύγγι. Τώρα της τον αφήνω περισσότερο. Πάλι αργά-αργά έξω μόλις την ένιωσα να ζορίζεται. Τα σάλια της τρέχουν δεξιά – αριστερά στα χείλια της. Το ένα της χέρι ακουμπάει στο μπούτι μου και το άλλο είναι ανάμεσα στα μπούτια της. Χαϊδεύει τη μουνάρα της. Το στόμα της είναι ανοιχτό. Τον βάζω και τον βγάζω όλο και πιο γρήγορα. Της γαμάω το στόμα και το απολαμβάνει. Έχει αρχίσει να τρέμει, είναι έτοιμη να χύσει πάλι. Της τον καρφώνω στο λαρύγγι. Τώρα σπρώχνει αυτή. Εγώ ίσα που της κρατάω το κεφάλι. Σπρώχνει να τον καταπιεί όλο. Μένει ακίνητη. Τα τσιμπουκόχειλά της σφίγγουν το καυλί μου, ζορίζεται, δεν τραβιέται. Της έχει κοπεί η ανάσα, ο λαιμός της δείχνει πρησμένος, με το ψωλοκέφαλο καρφωμένο μέσα του, πνίγεται, βήχει. Μην αντέχοντας άλλο, τραβάει το κεφάλι της πίσω και τον βγάζει από το στόμα. Ξαναβήχει… σάλια τρέχουν από την ψωλή μου, από το στόμα της κι από τα χείλια της. Στάζουν στις βυζάρες της, μου σφίγγει δυνατά την ψωλή μου στη χούφτα της και αρχίζουν οι σπασμοί…
- Α... Έρχομαι… έρχομαι...
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, την κρατάει… (εισπνοή)
- Χύσε ψωλού μου, χύσε, για το καυλί που θα σε ξεσκίσει, άστα να τρέξουν καργιόλα, άδειασε...
- Χύνω... χύνω η πουτάνα… χύνω… τι καύλα θεέ μου… χύνω!
Τρίβει το καυλί μου στο πρόσωπό της, στα χείλη της, στις βυζάρες της. Το κρατάει σφιχτά και το τρίβει πάνω της σπαρταρώντας και με κομμένη την ανάσα το ξαναρουφάει. Με πιπώνει δυνατά και άγρια ενώ η χούφτα της ανεβοκατεβαίνει στον πούτσο μου, στο ρυθμό των σπασμών της. Δεν αντέχω άλλο… τ’ αρχίδια μου θέλουν ν’ αδειάσουν!
- Έρχεται καργιόλα… έρχεται καυτό να σε ποτίσει, θα σου πνίξω το στόμα πουτάνα, θα σου γλυκάνω τα τσιμπουκόχειλα…
Κρατιέμαι όσο μπορώ, είναι το πρώτο της τσιμπούκι, δεν ξέρω που τα θέλει. Σφίγγει τα χείλη της στο ψωλοκέφαλο και περιμένει…
- Χύνω… σε χύνω στο στόμα πουτάνα, παρ’ τα, παρ’ τα να ξεδιψάσεις γαμιόλα, ρούφα τα...
Της γεμίζω το στόμα ψωλόχυμα άλλα τρέχουν από το στόμα της και στάζουν στο στήθος της. Προσπαθεί να τα καταπιεί. Τα καταφέρνει, τα πίνει, γλείφει τα χείλια της, μου γλείφει το ψωλοκέφαλο, τα καθαρίζει όλα, δεν αφήνει σταγόνα.
- Τι έχανα τόσα χρόνια;… τι καύλα είναι να τα πίνεις, τι ηδονή, αχ μωρό μου, μαζί σου θα κάνω τα πάντα, από σένα ξεκινάει η ερωτική μου ζωή. Από σένα Πάνο μου. Μη με παρεξηγήσεις, δεν ξέρω, όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για μένα. Αχ καυλιάρη μου, τι μου χαρίζεις αγάπη μου;… ξαναζώ, ξαναζώ...
Σκύβω και κολλάω το χείλη μου στα δικά της. Έχουν ακόμα την γεύση μου. Γλωσσοφιλιόμαστε παθιασμένα. Σηκώνεται, κρεμιέται από πάνω μου χωρίς να σταματήσουμε να φιλιόμαστε. Έχει κολλήσει το κορμί της πάνω μου. Με κρατάει σφιχτά. Μόλις ξεκολλάμε τα χείλη μας, με πιάνει από το χέρι και με πάει στο διάδρομο, μάλλον προς την κρεβατοκάμαρα. Περνάμε μια κρεβατοκάμαρα μ’ ένα τύπου αμερικάνικο διπλό κρεβάτι.
- Αυτή είναι το δικό μου δωμάτιο. Πάμε στο δικό του. Θέλω να με ξεσκίσεις πάνω στο κρεβάτι του. Εκεί που με φωνάζει για να μου χώσει το γαριδάκι του. Εκεί που τόσα χρόνια νόμιζα πως έκανα έρωτα. Απόψε θα κάνω… απόψε θα ξεσκιστώ σαν πουτάνα πάνω στο κρεβάτι του.
Μπαίνουμε μέσα. Είναι σκοτεινά. Ανάβει και τα δύο πορτατίφ, αριστερά και δεξιά ενός ημίδιπλου κρεβατιού. Μ’ αφήνει και βγαίνει βιαστικά. Επιστρέφει με δυο λεπτά μαντήλια κεφαλής. Τα ρίχνει πάνω στα πορτατίφ. Ένα γλυκό, ερεθιστικό κόκκινο φως πλημμυρίζει το δωμάτιο. Ξαπλώνουμε, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, χαϊδευόμαστε, τριβόμαστε. Γυρνάω σε στάση 69, με τη Σούλα από πάνω μου. Τη γλειφομουνιάζω και με πιπώνει. Της βάζω ένα δάχτυλο στο μουνί. Έχει καυλώσει, στάζει. Τη δαχτυλιάζω, η ανάσα της αρχίζει να γίνεται γρηγορότερη, δεν αφήνει την πούτσα μου από το στόμα της. Ένα «μ…» γεμίζει καυλιάρικα το δωμάτιο, που βγαίνει κάθε λίγο και λιγάκι από μέσα της. Βγάζω το δάκτυλο και το χώνω στο κωλοτρυπίδι της. Είναι στενό, αδούλευτο. Της γλείφω τη μουνάρα και την κωλογαμώ με το δάχτυλο. Τη νιώθω, έχει αρχίσει να τρέμει, θα χύσει πάλι. Θα την παιδέψω λίγο. Γυρνάω, με κοιτάει φιλήδονα στα μάτια. Το περιμένει, το ζητάει, θέλει να νιώσει την ψωλάρα μου στη μούνα της. Της ανοίγω τα πόδια, πιάνω το καυλί μου και την πινελιάζω. Όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Αναστενάζει, βογκάει, θέλει πούτσα, το φωνάζει όλο της το κορμί, το ζητάει!
- Μη με παιδεύεις ψωλαρά μου, σκίσε με την πουτάνα, ένα χρόνο έχει να με γαμήσει, δεν αντέχω, ξέσκισέ με σε παρακαλώ, ξέσκισέ μου το μουνάκι, κάνε με γυναίκα, γάμα με καργιόλη...
Καρφώνω το καυλί μου μέσα της αργά-αργά, να νιώσει τους 20 πόντους στειλιάρι να την ανοίγουν. Είναι στενομούνα από την αγαμία κι αυτό με καυλώνει άγρια.
- Ναι… αυτό είναι πούτσος, τι καύλαρος είσαι γαμιά μου;… σιγά-σιγά, πονάω, ούτε όταν ξεπαρθενιάστηκα δεν πόναγα έτσι, αχ... τι γλύκα, τι καύλα θεέ μου!
Της κρατάω τα πόδια από τους αστραγάλους, ψηλά και ανοιχτά. Την ξεμουνιάζω, έχουμε βρει ρυθμό και χτυπιέται πάνω στην πούτσα μου. Τη γαμάω αργά να νιώθει το καυλί μου να γλιστράει μέσα της. Αναστενάζει βογκάει, παραληρεί. Καρφώνω την ψωλή μου όλη μέσα της. Τ’ αρχίδια μου τη χτυπάνε στα κωλομάγουλα. Πέφτω πάνω της. Τη γαμάω πιο δυνατά τώρα. Γλωσσοφιλιόμαστε. Η ανάσα μου, ανάσα της. Έχει τρελαθεί στην καύλα.
- Σκίσε με αγορίνα μου, άνοιξέ με στα δύο τη γυναίκα, ναι, ναι, χτύπα μου τη μήτρα, με ξεσκίζεις ψωλαρά μου, τι πούτσα τρώω η πουτάνα;... γάμα με, ξεχείλωσε με. Τρίζει το κρεβάτι, ποτέ δεν το έχω ακούσει να τρίζει, ξέσκισέ με!
- Τι μούναρος είσαι καύλα μου; Τι τρελό γαμήσι κάνεις;… παρ’ την ψωλάρα μου γαμιόλα. Σου σκίσω τη μήτρα πουτάνα, θα στη δώσω στο χέρι.
Με μια κίνηση και χωρίς να βγω από μέσα της, την γυρνάω και τη φέρνω από πάνω. Έχει τρελαθεί. Παραληρεί και χοροπηδάει στο καυλί μου, το παίρνει όλο μέσα της. Την κρατάω από τα κωλομάγουλα. Οι βυζάρες της είναι μπροστά μου. Της χώνω το μεσαίο δάκτυλο στο κωλοτρυπίδι και της δαγκώνω τη ρώγα.
- Με πέθανες πουτσαρά μου, με τελείωσες, χύνω, βρύση η μουνάρα μου, τρέχει...
Σπαρταράει με σπασμούς πάνω στον πούτσο μου. Τα μουνόζουμα ξεχειλίζουν από τη μουνάρα της. Χύνει ασταμάτητα. Τόσες φορές και χύνει ακόμα κάργα.
- Ναι, χύσε την ψωλάρα μου πουτάνα, μούσκεψέ τη, χύνε καργιόλα απ’ όλες τις τρύπες, χύνε...
Τη γυρνάω στα τέσσερα και την πηδάω πισωκολλητά. Βγάζω την πούτσα μου, την τρίβω στηΝ κλειτορίδα της και την ξανακαρφώνω στη μουνάρα της. Τα καυλόζουμα τρέχουν στα μπούτια της. Σφίγγει τα σεντόνια, δαγκώνει το μαξιλάρι, χύνει συνέχεια, αγάμητη η κυρία αλλά από την πολύ μαλακία, χύνει ασταμάτητα. Μια την κωλοδαχτυλιάζω και μια παίζω με τα βυζόμπαλα της. Έχει χαθεί στην καύλα και την ηδονή. Της ρίχνω και μερικά κωλοσκάμπιλα... πονάει. Βογκάει, αναστενάζει, χτυπιέται, γαμιέται σα σκύλα. Ούτε ξέρω πόση ώρα την ξεσκίζω. Τ’ αρχίδια μου θέλουν πάλι ν’ αδειάσουν.
- Καριόλα θα σε χύσω, με πέθανες ψωλαρπάχτρα, με πέθανες...
- Ναι, χύσε με, όλα μέσα στη μουνάρα μου. Πνίξε μου τη μήτρα γαμιά μου, άδειασε τον μέσα, έλα να τα νιώσω...
- Παρ’ τα... παρ’ τα στη μουνάρα σου. Χύνω... σε χύνω καργιόλα.
- Τα νιώθω μέσα μου... χύνω, χύνω μαζί σου, χύνω...
Πέφτω πάνω της. Δεν αντέχω άλλο. Μένουμε για λίγο έτσι για να βρούμε τις αναπνοές μας. Ξαπλώνω δίπλα της. Φέρνει το κεφάλι της στο στήθος μου και το κάνει μαξιλάρι. Περνάει το πόδι της πάνω από το δικό μου. Τα χύσια μου και τα ζουμιά της, αδειάζουν στο μπούτι μου. Κάτι υγρό νιώθω στο στήθος μου. Δάκρυα! Κλαίει. Της σηκώνω το κεφάλι και την κοιτάω στα μάτια. Είναι δακρυσμένα. Μου σκάει ένα ρουφηχτό φιλί.
- Από ευτυχία αγάπη μου, δάκρυα χαράς και ευτυχίας, αυτό που ζω μαζί σου είναι ένα όνειρο, όνειρο ζωής αγάπη μου, ναι σ’ αγαπώ Πάνο μου, έδωσες νέο νόημα στη ζωή μου, μου έδειξες τι είναι ζωή. Σ’ ευχαριστώ αγόρι μου. Δεν είμαι καμιά παιδούλα, παντρεμένη γυναίκα είμαι, αλλά άσε με να σ’ αγαπώ, το έχω ανάγκη.
Την τραβάω επάνω μου και κολλάω τα χείλη μου στα δικά της. Έτσι μας παίρνει ο ύπνος. αγκαλιασμένους και με τα χείλη ενωμένα.
Μας ξυπνάει το κινητό της.
- Καλημέρα ξαδερφούλα, πως και πρωινή πρωινή;
- (...)
- Όχι... να μην έρθεις για καφέ.
- (...)
- Ναι. Έχω παρέα
- (...)
- Να μην σε νοιάζει. Αυτό μας έλειπε, να κάτσεις εκεί που είσαι.
- (...)
- Που το κατάλαβες μωρή τρελή;
- (...)
- Είπαμε όχι... δε χρειάζεται να τον γνωρίσεις, να κάτσεις σπίτι σου. Θα σε πάρω εγώ όταν μπορέσω. Δεν ξέρω πότε. Το βράδυ.
Της ψιθυρίζω κάνοντας νόημα... αύριο βράδυ.
Μπορεί και αύριο το βράδυ. Ή και μεθαύριο. Γεια σου ξαδέρφη...
Copyright protected OW ref: 179231
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.