Είμαι μοναχοπαίδι και συγκεκριμένα μεγάλωσα σε μονογονεϊκή οικογένεια, μόνο δηλαδή με την μητέρα μου, τη Λίτσα. Ας πούμε λίγα πράγματα και γι' αυτή μιας και είναι κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, επίσης. Σωστή μιλφάρα. Μόνο αυτό αρκεί για να την περιγράψει. Ετών 48, ύψος 1.65 και κιλά περίπου 70. Ένα ολοστρόγγυλο κωλαράκι με ελάχιστη κυτταρίτιδα και βυζάρες για γλείψιμο μεγέθους DD.
Την ιστορία τη διηγούμαι από την άνεση του σπιτιού μου, το οποίο είχα να δω πάνω από δύο χρόνια. Γιατί; Όταν ήμουν 19 ετών, είχα μπλέξει σε παραβατικές συμπεριφορές. Ήταν λίγο η έλλειψη πατρικής φιγούρας, λίγο οι κακές παρέες που με οδήγησαν σε αυτό το μονοπάτι. Ευτυχώς, όχι σε σοβαρά αδικήματα. Με συνέλαβαν λοιπόν και με οδήγησαν στις φυλακές όπου σύμφωνα με το δικαστήριο έπρεπε να εκτίσω ποινή δύο ετών. Όταν μπήκα ήμουν πολύ ψαρωμένος και από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει μεγάλη χαζομάρα. Ευτυχώς, η μητέρα μου ερχόταν και με επισκεπτόταν συχνά πυκνά. Την πρώτη δε φορά που ήρθε, την έπιασε το μάτι του Νίκου, ενός σαραντάρη αρχιμαφιόζου που εξέτιε ποινή τριάντα ετών και είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό κύκλωμα και κύκλο γνωριμιών μέσα στη φυλακή. Ο Νίκος, αλλά και η "συμμορία" του, ήταν όλοι πολύ σκληροί άνθρωποι, με άγρια όψη στο πρόσωπο, τρομερή φυσική δύναμη και πολύ άγρια ένστικτα. Όταν έφυγε η μητέρα μου, ο Νίκος ήρθε επίσκεψη στο δωμάτιο μου με την παρέα του και αφού τα έκανε όλα πουτάνα είχαμε τον εξής διάλογο:
- Δ: Τι συνέβη εδώ; Τι θέλετε εσείς εδώ;
- Ν: Μάλλον δεν έχεις ιδέα σε ποιον μιλάς, είμαι ο αρχηγός εδώ μέσα. Και αυτό το χάλι που προκαλέσαμε στο δωμάτιο σου ήταν απλώς μια πρόγευση των όσων θα πάθεις, εκτός και αν...
- Δ: Εκτός και αν τι;
- Ν: Ξες, είμαστε όλοι μας πολλά χρόνια εδώ μέσα και αν μη τι άλλο, μια γυναικεία παρουσία μας λείπει πάρα πολύ... Έχεις ακούσει φαντάζομαι πως ξεκαυλώνουμε μέσα στη φυλακή. Αν δεν θες να γίνεις εσύ ο επόμενος στόχος, θα κανονίσεις μια συνάντηση με τη μάνα σου, που μου άρεσε πολύ.
- Δ: Δεν υπάρχει περίπτωση. Ακόμα και να δεχόμουν κάτι τέτοιο, οι φύλακες δε θα το επέτρεπαν.
- Ν: Κανόνισε το εσύ και άσε τους φύλακες επάνω μου. Και να θυμάσαι όσα σου είπα.
Και έτσι έφυγε. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Σκεφτόμουν τα όσα έλεγε. Σαφώς και αγαπούσα πολύ την μητέρα μου. Σαφώς και δεν ήθελα να πάθει κάτι. Αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης κυριάρχησε. Την επόμενη μέρα πήγα και βρήκα το Νίκο. Δέχτηκα να γίνει έτσι, αλλά του είπα ότι αυτός θα έπρεπε να το ανακοινώσει στην μητέρα μου, καθώς εγώ δεν είχα το σθένος να της το πω. Την πήρα λοιπόν τηλέφωνο και αφού συζητήσαμε τα τυποποιημένα (τι ώρα θα ερχόταν για το επισκεπτήριο, τι ήθελα να μου φέρει), άρπαξε το τηλέφωνο ο Νίκος, όπως είχαμε συμφωνήσει και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
- Ν: Έλα μαντάμ, θέλω να σου πω δυο πράγματα. Στο επισκεπτήριο που θα έρθεις, θέλω να είσαι περιποιημένη, ξυρισμένη, όμορφα ντυμένη. Έτσι θα πληρώσεις την προστασία του γιου σου. Αλλιώς μπορεί να πάρει τη θέση σου αυτός.
Η μάνα μου πάγωσε για λίγο και μετά από λίγο ακούστηκε τουτ, τουτ, τουτ. Το έκλεισε. "Αυτό ήταν", είπα από μέσα μου. Την έχω γαμήσει. Ο Νίκος οργισμένος μου έδωσε μια μπάτσα και είπε:
- Τι κάνει αυτή η γαμιόλα; Μου έκλεισε το τηλέφωνο; Θα περάσει καλά αν έρθει τελικά.
Τρομοκρατημένος πήγα στο κελί μου. Οι μέρες περνούσαν. Έφτασε η μέρα του επισκεπτηρίου. Η ώρα περνούσε και δεν εμφανιζόταν. Ο Νίκος και οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει να προσέρχονται στο κελί μου. Ώσπου έγινε το θαύμα. Ήρθε. Οι προσευχές μου εισακούστηκαν. Ήταν εκθαμβωτική. Φορούσε δεκάποντα τακούνια και ένα μακρύ εφαρμοστό κόκκινο φόρεμα που αναδείκνυε τέλεια την κωλάρα της. Από πάνω, τόνιζε εξαίσια το μπούστο της. Καύλωσαν οι πάντες. Μέχρι και οι φυλακές. Την έφερε ένας φύλακας μέσα στο κελί. Ήμασταν γύρω στα έξι άτομα μέσα. Εγώ, ο Νίκος, τρεις φίλοι του Νίκου και η μάνα μου. Ο φύλακας κλείδωσε την πόρτα. Ήμασταν μόνοι μας πλέον. Η μάνα μου πήγε να συστηθεί. Και αμέσως έφαγε μια γερή μπάτσα που την έπιασε στο πρόσωπο και λίγο στις βυζάρες της από τον Νίκο που μονολόγησε:
- Εδώ δε μας αρέσουν οι χαιρετούρες. Θα σου δώσω το κωλάντερα στο χέρι.
Η μάνα μου ζαλίστηκε από το ταρακούνημα. Ευτυχώς την έπιασε ένας φίλος του Νίκου, ο οποίος την σφιχταγκάλιασε από πίσω ώστε το καυλί του να ακουμπάει στην κωλάρα της και άρχισε να χουφτώνει τα βυζιά της. Η μάνα μου άρχισε να λέει:
- Άσε με ρε μαλακά, θέλω να φύγω…
αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Την έβαλαν να στέκεται στα γόνατα και κατέβασαν τα παντελόνια τους. Όλοι τις είχαν πολύ μακριές και παχιές, αλλά ο Νίκος είχε την μεγαλύτερη.
- Δες εδώ τι θα φας μωρή καργιόλα…
είπε στην μάνα μου, η οποία μόλις το αντίκρισε θορυβήθηκε. Οι τύποι ήταν ασυγκράτητοι σαν ζώα. Ο Νίκος απευθύνθηκε πάλι σε εμένα:
- Έλα εδώ μυξιάρικο, βοήθα την μανούλα να μας πάρει πίπα.
- Πως να τη βοηθήσω;…
αναρωτήθηκα εγώ και αυτός μου είπε να την πιάσω από το πίσω μέρος του κεφαλιού και όταν θα μου λέει να σπρώξω, να σπρώχνω προς την πούτσα του. Έτσι και έγινε. "Σπρώξε", είπε και άρχισα να σπρώχνω με δύναμη καθώς η μάνα μου αδυνατούσε να το πάρει όλο στο στόμα. Ήταν τόσο παχύ που κόντευε να της ανοίξει τα χείλη. Άρχισαν να ακούγονται περίεργοι ήχοι από το τσιμπούκωμα και μόλις έχυσε ο Νίκος, της φώναξε:
- Κατάπινε μωρή καταπιόλα, όλα. Μην αφήσεις τίποτα.
Όσα δεν κατάπινε, είτε υπερχείλιζαν από τις χειλάρες της και έσταζαν στα βυζόμπαλα της και από εκεί κάτω στο πάτωμα, είτε έβγαιναν από την μύτη της. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και έναν-έναν τους πίπωσε όλους . Όταν τελείωσε είχε δακρύσει.
Αυτή η φάση είχε περάσει. Τώρα θα περνούσαμε στο κυρίως μέρος. Ο Νίκος μου ζήτησε να την ξεντύσω όσο αυτήν την έπαιζαν και ξανακαύλωσαν. Είχα μια ελπίδα ότι αφού είχαν χύσει τόσο πολύ, δε θα καύλωναν πάλι. Αλλά που τέτοια τύχη. Σε δύο λεπτά ήταν όλοι τους πέτρα. Εν τω μεταξύ εγώ πήγα από πίσω της και κατέβασα το φερμουάρ, με αποτέλεσμα το φόρεμα της να πέσει κάτω. Αυτό που αντίκρισα ήταν τέρμα καυλωτικό. Για το κάτω μέρος είχε επιλέξει ένα κωλόστρινγκο που εφάρμοζε τέλεια στην χαραμάδα της και τόνιζε τα αφράτα κωλομέρια της τα οποία ήταν για ζούληγμα. Από πάνω είχε βάλει ένα σουτιέν το οποίο είχε δύο σχοινιά από τα οποία κρατιόταν από την πλάτη και καθόλου ύφασμα. Είχε ελάχιστο μόνο όταν έφτανε κανείς στη ρώγα. Κάλυπτε δηλαδή μόνο τη ρώγα. Φυσικά μετά βίας κρατούσε αυτές τις βυζάρες. Δε θα κρυφτώ, είχα καυλώσει όσο δεν πάει. Η μάλλον πάει και παραπάνω.
Η καύλα του Νίκου, ο οποίος την αρπάζει, της βάζει το κεφάλι στη χέστρα και το πιέζει με δύναμη να μείνει εκεί. Έπειτα, έσκισε το στρινγκ και άρχισε να ακουμπάει το πουτσοκέφαλο στην κωλοτρυπίδα και να τη χτυπάει με αυτό. Ήταν πέντε φορές η τρύπα της. Τότε μόνο η μάνα μου κατάλαβε τι γινόταν. Άρχισε να λέει πανικόβλητη:
- Όχι, όχι στον κώλο, σε παρακαλώ. Θα κάνω ότι θες. Αλλά όχι στον κώλο μου.
Ο Νίκος με φώναξε από πίσω και μου είπε:
- Θα φτύσεις μια στο καυλί μου και μια στο κωλοτρυπίδι. Κοίτα να το κάνεις όσο καλύτερα μπορείς, γιατί από αυτό θα εξαρτηθεί το πώς θα περάσει η μάνα σου.
Φτύνω λοιπόν στο καυλί του. Τώρα η σειρά της μάνας μου. Διστάζω για κανένα δίλεπτο. Το καταλαβαίνει και μου λέει:
- Φτύσε, τι περιμένεις; Θες να με ξεσκίσει τα ράμματα;
- Τα ράμματα θα στα σκίσω ούτως η άλλως.
Πλησιάζω και ρίχνω μια παχιά. Με το δάχτυλο μου αλείφω το σάλιο, κατά μήκος της τρύπας, ώστε να πάει παντού. Είναι έτοιμη. Ο Νίκος μου λέει να κάνω πίσω και έτσι κάνω. Πλησιάζει το καυλί του και η μάνα μου τον παρακαλάει ξανά:
- Όχι στον κώλο, σε παρακαλώ.
Αυτός γελάει και αρχίζει να κάνει "α μπε μπα μπλομ" ανάμεσα στο μουνί και στον κώλο. Πέφτει στο μουνί της. Ανακουφιζόμαστε προς στιγμή. Με κοιτάει και σχολιάζει:
- Κανείς δε μου κλείνει εμένα το τηλέφωνο γαμιόλα…
και με μια κίνηση παίρνει το καυλί του και το χώνει στην κωλοτρυπίδα. Αυτό ήταν. Η μάνα μου αρχίζει τα μπινελίκια:
- Γαμώ το σπίτι σου, γαμώ το μουνί που σε πέταγε…
και άλλα. Ο Νίκος την έχει αρπάξει από τα καπούλια και από πίσω της ανοίγει τον κώλο. Και τι καπούλια! Ζουμερά, ζουμερά. Οι μπάτσες πέφτουν βροχή. Σε αυτήν τη στάση την παίρνουν όλοι και ο τελευταίος τραβάει και το καζανάκι. Τα μπούτια της είναι κατακόκκινα. Μόλις βγαίνει και η τελευταία πούτσα, είμαι σε απευθείας επαφή με την ορθάνοιχτη τρύπα. Προσπαθεί να αναπνεύσει. Και η μάνα μου και η τρύπα της που συσπάται. Ίσως προσπαθεί να αποβάλει τα χύσια. Και η μάνα μου νομίζει ότι εγώ είμαι αγαθός. Συνεχώς επαναλαμβάνει:
- Δημήτρη, σε παρακαλώ, μην κοιτάς. Δεν είναι τίποτα.
Φοβάται για την ψυχική μου υγεία, μάλλον. Που να ήξερε ότι εγώ κοντεύω να χύσω. Ο Νίκος το έχει καταλάβει. Διατάζει δύο από την παρέα του να με ξεβρακώσουν. Με δένουν λοιπόν σε μια καρέκλα και μου κατεβάζουν το παντελόνι και το βρακί. Η πούτσα μου είναι κάγκελο. Ο Νίκος γελάει και μονολογεί:
- Δες το σίχαμα, εμείς διαλύουμε τη μάνα του και αυτός χύνει. Τι έχεις να πεις γι' αυτό Λιτσάρα;
Η μάνα μου δεν πιστεύει σε αυτό που βλέπει και συμπληρώνει:
- Άντε γαμήσου ρε μαλακισμένο. Εγώ υποφέρω και εσύ καυλώνεις;
Ο Νίκος την σηκώνει στο αέρα και αρχίζει να την γαμάει με δύναμη. Οι βυζάρες πάλλονται ρυθμικά, όπως και οι μπουτάρες. Καθώς την κρατάει έτσι στον αέρα, μπαίνει και ένας δεύτερος από πίσω. Έχουν πιάσει ρυθμό. Η μάνα μου τσιρίζει. Την έχουν κάνει σάντουιτς. Αφού την πήραν έτσι σε διάφορες στάσεις, ο Νίκος τη σηκώνει πάλι στον αέρα. Περνάει τα χέρια του κάτω από τα μπούτια της και την στηρίζει έτσι ώστε και οι δύο να κοιτάνε εμένα και το στήθος του Νίκου να ακουμπάει στην πλάτη της μάνας μου. Όπως είπα, τα χέρια τα έχει περάσει κάτω από τα μπούτια και τα έχει φέρει στο μουνί της με το οποίο έχω απευθείας οπτική επαφή. Απέχει μόλις δύο εκατοστά. Έχει παντού ξεραμένα χύσια. Ο Νίκος μου λέει:
- Το βλέπεις; Από αυτή την τρύπα βγήκες. Την ίδια τρύπα που εμείς σήμερα καταστρέψαμε.
Αρχίζει να τρίβει την κλειτορίδα της μάνας μου και μετά από ένα λεπτό, πριν καν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου, η μάνα μου χύνει σαν σιντριβάνι και φωνάζει:
- Παρ' τα μπάσταρδε, παρ' τα μέσα στην μούρη σου ανώμαλε.
Αφού έγινε και αυτό, την άφησαν κάτω ώστε να τη χύσουν στην μάπα. Έφαγε πολύ φλόκι. Το πιο καυλωτικό όμως ήταν όταν, ενώ ήταν γεμάτη χύσια η μάπα της, ο Νίκος της είπε: "φιλάκι;". Αυτή έκανε προσπάθεια να του δώσει και ο Νίκος τραβήχτηκε και της είπε: "άντε γαμησου". Όλοι έσκασαν στα γέλια.
Ένας-ένας άρχισαν να φεύγουν από το κελί μου. Μείναμε εγώ και η μάνα μου, η οποία ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μου. Την έντυσα και την έστειλα στο καλό. Και εγώ έριξα πολλές μαλακίες. Η μάνα μου συνέχισε να έρχεται κάθε σαββατοκύριακο. Είχε πάρα πολλά χρόνια να φάει πούτσα και τώρα την είχε καταβρεί έστω και αν την μεταχειριζόταν σαν σκουπίδι. Ίσως αυτό χρειαζόταν. Έναν άνδρα να την κάνει να αισθανθεί γυναίκα, να της δίνει πούτσα και ξύλο. Αυτή είναι η φύση της γυναίκας άλλωστε. Υποτακτική. Και εγώ καθόμουν φυσικά να βλέπω τσάμπα τσόντα και να μαζεύω τις καπότες τους που τις πετούσαν πάνω της μόλις τελείωναν. Ευτυχώς την έβγαλα φθηνά και τώρα είμαι έξω και ασφαλής, έτοιμος να διηγηθώ άλλες πολλές ιστορίες με την μάνα μου.
Copyright protected OW ref: 178119
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.