- Ξύπνησες ρεμάλι;
- Καλημέρα.
- Τι καλημέρα ρε μαλάκα. Πήγε 4 η ώρα.
Γέλασε δυνατά.
- Που είναι όλοι;
- Γιατί θα με γαμήσεις;
Βάζουμε τα γέλια. Το είπε γιατί κατάλαβε ότι δεν φορούσα τίποτα.
- Άντε στο δωμάτιο της μαμάς από κει να πάρεις τα ρούχα σου. Χθες μπερδεύτηκες λίγο. Θα στα πουν όλα.
"Όχι γαμώ την πουτάνα μου" σκέφτηκα... "τι μαλακία έκανα πάλι;".
Καθώς μπαίνω στο δωμάτιο μισοκοιμόταν.
- Καλημέρα.
- Επ... τα κατάφερες, σηκώθηκες;
- Ναι, ναι. Είναι εδώ τα ρούχα μου;
- Ναι παιδί μου εδώ είναι στο καρεκλάκι. Χθες μπήκες εδώ μέσα, πέταξες τα ρούχα σου, έμεινες γυμνός και μπήκες στο κρεβάτι. Τρόμαξα εγώ, η Ζωή πετάχτηκε, σε πήγα στο δίπλα δωμάτιο σε σκέπασα αλλά δεν ήμουν σε θέση να κάνω κάτι άλλο.
- Μα, μα... ε.. τι λες τώρα;
-Ναι είχαμε μείνει όλοι. Ο μπαμπάς έλεγε "πάει θα μας γαμήσει όλους αυτός" και έκανε πλάκα. Ο Γιάννης πρέπει να το έχει πει σε όλο το χωριό. Κουράγιο.
- ΤΙ ΛΕΣ ΤΩΡΑ;
- Μην αγχώνεσαι. Πλάκα είχε. Δε θυμάσαι τίποτα ε;
- Όχι... τίποτα... Μόνο πονάω λίγο αλλά οκ. Ευχαριστώ… πάω από κει.
- Εκεί που πονάς σου έριξα δύο σφαλιάρες εγώ. Φοβήθηκα εκείνη την ώρα. Φαινόταν πολύ απειλητικό!
Χαμογέλασε και γύρισε από την άλλη. Όντως το καυλί μου πονούσε αφύσικα περίεργα. Κάνω ένα καυτό ντους, βγαίνω, πηγαίνω με μια πετσέτα στο δωμάτιο και εκεί περίμενε η ζωή με μια φίλη της κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερη.
- Εξαφανίζεστε όπως είστε να αλλάξω.
Κατάλαβαν ότι είχα νεύρα. Σηκώθηκαν και έφυγαν. Η Ζωή ίσα-ίσα που είπε καλησπέρα. Με αυτά και με τα άλλα πέρασε το Πάσχα και φύγαμε. Όλα πήγαν καλά στην εξεταστική τον Ιούνιο. Πήγα πάλι καλοκαίρι στο χωριό για 4 μέρες με μια γκόμενα που είχα γνωρίσει εκείνη την περίοδο. Μόνος πήγα μαζί της. Μόνο ο μπαμπάς και η μαμά ήταν εκεί. Οι άλλοι είχαν πάει Αυστρία να δουν τη γιαγιά τους. Περάσαμε καλά. Μετά από αυτό άργησα να πάω πάλι. Χριστούγεννα έκανα με την κοπέλα μου και τους γονείς της. Η οποία είχε ένα πρόβλημα... δεν έδινε κώλο με τίποτα. Και αν μου έδινε πονούσε τόσο πολύ και έκλαιγε που δεν το ευχαριστιόμουν ούτε εγώ. Άσε που μια φορά κάτι είχε γίνει και πήγαμε νοσοκομείο. Να μην τα πολυλογώ, πήγα πάλι Πάσχα. Με την κοπέλα μου αυτή τη φορά που θα έμενε μέχρι μεγάλη Παρασκευή ή Σάββατο.
- Γεια σας. Τι κάνετε;
- Λουκά…
αγκαλιές, φιλιά, πανικός. Ο φίλος μου με βλέπει και μου λέει:
- Ωραίο μουνί…
και γελάμε. Ο μεγάλος του αδερφός ήρθε και με κέρασε ρακόμελο με τη μια.
- Καλά εσύ πίνεις από πέρσι;
Λιώσαμε στα γέλια. Δε μπορούσαμε να σταματήσουμε. Και ξαφνικά μπαίνει μέσα η Ζωή. 'Οτι και να έλεγα ήταν λίγο. Της έριχνα περίπου 5-6 χρονάκια. Εγώ τότε κοντά 23 και η Ζωή 17-18, απίθανο σώμα, σίγουρα 1.70, κατάξανθη με φυσικές ανταύγειες. Με αγκάλιασε σφιχτά. Χαιρέτησε τη δικιά μου και μετά μου ρίχνει μια στο στομάχι και μου λέει. Αν δεν με κυκλοφορήσεις απόψε για ποτό θα φας κι άλλες. Γελάμε όλοι.
- Γιάννη θα βγούμε;
- Βαριέμαι.
- Άσε τις παπαρδέλες σε εμένα και πάμε.
- Θα αράξω ρε στο DS.
- Ναι και θα βγω μόνος μου με δύο κορίτσια. Να τσακωθώ πάλι με το μισό σου χωριό.
Γελάσαμε όλοι εκεί.
- Γαμιέσαι. Πάω να φορέσω κάνα τζιν.
Έχουμε πάει σε ένα κλαμπ και με τα πολλά η δικιά μου έχει σκαλώσει με τη Ζωή. Συνέχεια σχολιάζει τι φοράει και πως χορεύει και είναι μικρή και διάφορα τέτοια. Βέβαια δεν ήθελε πολύ να καταλάβουμε ότι ζήλευε. Η ζωή φορούσε ένα φόρεμα μαύρο με ανοιχτό μπούστο, τακούνια, και μύριζε υπέροχα. Η αλήθεια είναι ότι τη χάιδεψα πάνω από 10 φορές κατά λάθος. Το ίδιο και αυτή. Χορέψαμε όλοι μαζί, γιορτάσαμε όμορφα και φύγαμε. Φτάνοντας σπίτι, αφήνω το Γιάννη και τη Ζωή, παίρνω τη δικιά μου και πάμε κάπου απόμερα με το αμάξι να τη σκίσω. Όλη την ώρα σκεφτόμουν τη Ζωή. Είχα πάθει ζημιά. Αργήσαμε να γυρίσουμε. Πάω να μπω στο γνωστό δωμάτιο. Είχε μόνο δύο κρεβάτια. Μου λέει η Ζωή, εσύ πας από εκεί στον Γιάννη. Έτσι κι έγινε. Χωριστήκαμε και πήγαμε για ύπνο. Η μεγάλη εβδομάδα περνούσε και μια μέρα έρχεται η Ζωή και μου λέει:
- Καλά η δικιά σου είναι μπάζο. Κάθεται και μου λέει ότι κάνετε στο σεξ. Μάλλον για να ζηλέψω.
Μένω μαλάκας για άλλη μια φορά.
- Τι; Τι πράμα;
- Ναι ρε. Κάθε βράδυ μου λέει και κάτι.
- Για εμένα;
- Ναι. Με έχει πρήξει.
- Καλά σήμερα φεύγει έτσι κι αλλιώς. Θα κάνει Πάσχα με τους δικούς της. Συγγνώμη.
- Μη ζητάς συγγνώμη. Απλά ζηλεύει που με κοιτάς συνέχεια.
Μου λέει αυτό και φεύγει. Πρώτη φορά με κολλάνε στον τοίχο έτσι. Μεγάλο Σάββατο πρωί έφυγε να πάει Αθήνα. Μείναμε οι γνωστοί. Το βράδυ περάσαμε καλά μετά την ανάσταση και την άλλη μέρα στο τραπέζι στο χωράφι η μουσική ήταν τέρμα. Το κρασί άφθονο. Εγώ είχα γίνει γκολ. Όλοι δηλαδή. Κάποια στιγμή η Ζωή μου πέταξε μια μπηχτή και είχε και κόσμο εκεί και γέλασαν και εγώ νευρίασα. Αλλά το προσπέρασα. Πιο μετά με είπε μαλάκα και το κατάπια κι αυτό. Δεν ξέρω τι ζόρι τράβαγε. Με ξενέρωσε φουλ. Και ως μικρή τι να της απαντήσεις; Η γιαγιά ζήτησε να την πάμε στο σπίτι να ξεκουραστεί. Δεν έχασα ευκαιρία, τη βάζω στο αμάξι και πάω. Την πάω μέσα και φεύγοντας βλέπω έφερνε και τη Ζωή ο Γιάννης με τη μηχανή.
- Καλά γιατί δεν ήρθατε με εμένα;
- Γιατί η Ζωή ήθελε να φύγει να πάει βόλτα με φίλες της.
- Γιατί δεν το είπες νωρίτερα; Τσάμπα δρομολόγια.
- Έλα δεν την ξέρεις;
Την αφήνει σπίτι, του λέω κάτσε να πάρω ρε ένα φορτιστή. Μπαίνω μέσα στο σπίτι και μου λέει η Ζωή.
- Τι έγινε; Παρεξηγήθηκες πριν στο τραπέζι που σε είπα μικροτσούτσουνο;
- Της λέω δεν τόλμησες να το πεις γιατί είσαι κότα.
- Ναι αλλά όλοι κατάλαβαν τι ήθελα να πω και γέλασαν.
- Ότι έχεις γίνει τοσουλάκι δεν το έχουν καταλάβει όμως. Μαλακισμένο.
Μου ρίχνει μια σφαλιάρα και της αστράφτω ένα πολύ δυνατό χαστούκι. Τόσο που έμεινε το χέρι πάνω της.
- Άντε και γαμήσου. Δε σέβεσαι τίποτα...
και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Ο Γιάννης είχε φύγει. Έφυγα κι εγώ. Πήγα στο γλέντι και συνέχισα. Η ώρα είναι 3 τα ξημερώματα και λέμε να τα μαζέψουμε. Η αλήθεια είναι ότι είχα πιει πολύ και μέσα μου έβραζα. Φτάνουμε σπίτι. Ανεβαίνω πάνω και λέει ο μπαμπάς¨
- Λουκά, τράβα να μαζέψεις τη Ζωή μην της χέσω τον πατέρα.
Περίμενα να έρθει κάποιος μαζί μου αλλά όλοι ήταν χώματα. Με πολλά-πολλά νεύρα φεύγω για άλλη μια φορά να κάνω κάτι που με εκνεύριζε ακόμα περισσότερο. Φτάνω στο μαγαζί που μου είπαν ότι είναι (δεν έχει και πολλά 2 είναι όλα κι όλα). Πάω στη παρέα της.
- Που είναι;
- Ε… μη νευριάσεις. Λείπει.
- Πες της σε 3 είναι εδώ.
- Ρε Λουκά ηρέμησε… εδώ πιο κάτω είναι.
- Που;
Με πάει μια φίλη της πιο κάτω και μέσα σε ένα αγροτικό χαμουρευόταν. Χτυπάω τζαμί, χέστηκαν.
- Εσύ βάζεις μπλούζα και μπουφάν και εσύ μένεις μέσα στο αμάξι και έτσι και μου απευθύνετε το λόγο θα σας πετάξω στο ποτάμι.
Ντύνεται, βγαίνει έξω. Ο άλλος έκλασε. Κοιτούσε σα γατί. Λέω στην φίλη της "Ευχαριστώ και να προσέχεις". Δεν ξέρω γιατί. Εκεί έχασα μάλλον λίγη αγριάδα αλλά δεν πειράζει. Έτσι μου βγήκε.
- Τι έπαθες;…
μου λέει καθώς την πηγαίνω στο αμάξι. Της ανοίγω πόρτα, την σπρώχνω, κλείνω, μπαίνω μέσα, βάζω μπροστά και μου ξαναλέει.
- ΤΙ ΕΠΑΘΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ; ΘΑ ΤΑ ΠΩ ΟΛΑ ΣΤΟ ΜΠΑΜΠΑ.
- ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ…
και της αστράφτω άλλο ένα χαστούκι. Το βούλωσε, φτάνουμε σπίτι και με το που πάω να σβήσω το αμάξι μου πιάνει τα αρχίδια και μου λέει:
- Αν νομίζεις ότι είμαι ακόμα κοριτσάκι κάνεις λάθος. Κάνω στροφή και πάω στο χωράφι. Έσπασα το αμάξι στις λακκούβες μέχρι να φτάσω. Έβρεχε τόσο πολύ.
- Στείλε μήνυμα ότι θα πιούμε άλλο ένα ποτό στη μάνα σου.
- Το έστειλα.
- Κατέβα.
- Γιατί τι έγινε;
- ΚΑΤΕΒΑ!
Κατεβαίνει και άρχισε να βρέχεται. Έτρεμε σα βρεγμένο γατί. Τη βουτάω από το χέρι, την πάω μέσα σε έναν παλιό στάβλο που τώρα είχε μόνο κάτι κουνελάκια σε μια γωνιά.
- Φοβάμαι πολύ, πάμε καλύτερα σπίτι το μετάνιωσα.
- Τώρα κάνω εγώ κουμάντο, εσύ σκας.
Κρύωνε πάρα πολύ. Της βγάζω τη μπλούζα. Έτρεμε από το κρύο. Είχε δύο απίστευτες βυζάρες. Της δαγκώνω τα βυζιά και φώναξε δυνατά. Έλεγε ότι κρυώνει. Της βγάζω τη φούστα και τη γυρίζω. Της τραβάω 2 χαστούκια στην κωλάρα τόσο δυνατά που πόνεσα πάρα πολύ κι εγώ. Νόμιζα ότι θα μείνω χωρίς χέρι. Ούρλιαξε. Την ξαναγυρίζω, της δαγκώνω τη ρώγα και κάνει απότομη κίνηση και της τη σκίζω. Άρχισε να τρέχει αίμα. Εγώ καύλωσα, αυτή τρόμαξε κι άλλο. Την στήνω πάνω σε κάτι μπάλες από άχυρο, της σκίζω το βρακάκι και της τον χώνω στον κώλο.
- Α… βοήθεια… βοήθεια! Σε παρακαλώ σταμάτα, βοήθεια. Α… σε παρακαλώ συγγνώμη!
- Θα δεις τώρα πως γαμάω να έχεις να λες στα τραπέζια.
- Θα τα πω όλα, θα τα πω, σταματά σε παρακαλώ. Ά... πονάω!
- Κάνε ότι θες. Θα δεις πως είναι η πούτσα τώρα.
Είχα θολώσει. Τη γαμούσα με λύσσα όμως είχα βάλει αρκετό σάλιο να μπαινοβγαίνει άνετα. Ο κώλος της άρχισε να μαλακώνει και συνέχιζα να τη χαστουκίζω και να της παίζω το μουνάκι της. Μετά από λίγο άρχισε να κουνιέται πιο δυνατά.
- Μ' αρέσει. Αχ… πονάει πολύ, μ' αρέσει.
- Το ξέρω.
- Θέλω κι άλλο πούτσο, θέλω κι άλλο. ΘΕΛΩ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΑ.
- Θα σε ξεσκίσω εγώ, μη φοβάσαι.
- Γάμα με, ήθελα να με γαμήσεις από τα 12 μου. Είμαι άρρωστη. Ήθελα να με γαμήσεις από τότε. Όλες της γάμησες.
- Τώρα γαμάω εσένα, σκάσε.
- Γαμάς την αδερφούλα σου στον κώλο.
- Γαμάω μια πουτάνα!
- Η αδερφούλα σου είναι. Και εσύ με έκανες έτσι. Πονάει αλλά θέλω κι άλλο, πιο πολύ. ΠΙΟ ΠΟΛΥ.
Ο πούτσος μου καύλωσε πιο πολύ και άρχισα να τη χύνω μέσα στον κώλο της και να την καρφώνω. Έχυνα, ξαναέχυνα και της έπαιζα το μουνάκι και έχυνε και αυτή.
- Λουκά μου ζαλίζομαι πολύ.
Αφού έχυσε χλόμιασε και την πήρα στα χέρια. Την έβαλα στο αμάξι. Πήγαμε σπίτι και την άφησα στο δωμάτιο της. Ήταν ξημερώματα. Πλύθηκα και έπεσα για ύπνο. Κάπως έτσι έφαγε την πρώτη πούτσα στη ζωή της η Ζωή. Το πρωί βρήκα ένα γράμμα δίπλα μου.
"Αν σε πλήγωσα τότε συγγνώμη. Αν είπα μαλακίες και πάλι συγγνώμη. Τίποτα δεν έκανα γιατί σε μισώ αλλά γιατί σε αγαπώ αδερφούλη. Αυτό που έκανες εχθές ήταν ότι καλύτερο μου έχουν κάνει αν και πονάω πάρα πολύ. Σε περιμένω να σηκωθείς".
Copyright protected OW ref: 165920
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.