Το e-mail μου είναι το:
Για μένα ήταν ένα παιδικό, εφηβικό όνειρο, ένας άσβεστος πόθος που ξύπνησε από την αρχή και έπρεπε σίγουρα να φτάσει στο τέλος. Από τότε που είχα γνωρίσει τον φίλο μου τον Πέτρο, έως και την ύστατη στιγμή που βρέθηκα να κοιμάμαι με την μητέρα του, στο ίδιο κρεβάτι.
Ο Πέτρος ήταν, είναι και θα είναι πραγματικά ότι καλύτερο μου έχει συμβεί, αφού ήμαστε μαζί, ως δεμένοι φίλοι, από πάρα πολύ μικροί. Όπως και ήταν λογικό οι πολλές ώρες στο σπίτι του, όπου το ξέγνοιαστο παιχνίδι έδινε και έπαιρνε, είναι σίγουρα ότι έχω να θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια με νοσταλγία, όπως επίσης αργότερα τις ξέγνοιαστες στιγμές, επίσης στο σπίτι του, τα καλοκαίρια, κοπάνα από το φροντιστήριο, από τα εφηβικά μου χρόνια.
Με την Κυρία Κατερίνα, την μητέρα του Πέτρου, είχα δεθεί ολοκληρωτικά, πιο πολύ και από την αδελφή του, αφού πλέον δεν την αισθανόμουν ως μια ξένη γυναίκα ή ως μητέρα ενός φίλου, αλλά ως κάτι το δεδομένο, κάτι σαν θεία μου ένα πράγμα. Το ίδιο αισθανόταν και ο Πέτρος για την δική μου μητέρα.
Η κυρία Κατερίνα είχε πολύ καλές σχέσεις με την μητέρα μου και όπως ήταν λογικό για έναν νέο όπως εγώ, άρχισα να την βλέπω, να την ονειρεύομαι και την ποθώ με μια διαφορετικότητα από ένα σημείο και έπειτα. Εξάλλου λογικό δεν είναι;
Όταν αντικρίζεις μια γυναίκα και συναναστρέφεσαι μαζί της με μια οικειότητα, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, πιστεύω ότι κάποια στιγμή, ναι, είναι αλήθεια ότι θα γίνει μέρος των σεξουαλικών σου παιδικών και αργότερα εφηβικών πόθων. Η ηλικία της τότε, όταν εγώ ήμουν εννέα ετών ήταν σαράντα και αυτό που μου άρεσε πιο πολύ επάνω της ήταν ο τύπος της, η ευθύτητα της, το σθένος της, η γλυκύτητα της, μα πάνω απ’ όλα τα πόδια της.
Με τον άντρα της βρισκόταν σε διάσταση, αφού αυτός έλειπε μόνιμα στην Αθήνα και μάλιστα συζούσε με μια άλλη γυναίκα, παρόλα αυτά ερχόταν συχνά και μάλιστα τους έστελνε εμβάσματα για την καλυτέρευση της ζωής τους.
Η κυρία Κατερίνα δεν δούλευε, εκτός από διαστήματα που έτυχε να εργασθεί, κυρίως για την καλυτέρευση των δημοσίων σχέσεων της προφανώς, τουλάχιστον έτσι κατάλαβα αργότερα. Όπως σας προανέφερα αυτό που μου άρεζε περισσότερο πάνω της, ήταν τα πόδια της.
Οι γάμπες της ήταν πάντα ξυρισμένες και γυάλιζαν, ενώ κάτω χαμηλά γύρω από το πόδι της φορούσε πάντα ένα αλυσιδάκι. Ήταν η πρώτη γυναίκα που είδα να φοράει αλυσιδάκι, το οποίο μάλιστα στόλιζαν διαμαντάκια άσπρα, τα οποία ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με τα κόκκινα πάντα βαμμένα νυχάκια της. Η καμάρα της ήταν εξαίσια, ενώ οι ζάρες στην πατούσα της προκλητικές.
Το κορμί της ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, αφού οι γλουτοί της ήταν ακόμα σφικτοί, το στήθος της σε πλήρη ανάταση και σε μέγεθος ιδανικό, τόσο ώστε να χωρέσει σε ένα ποτήρι γαλλικής σαμπάνιας, τα μελαχρινά της μαλλιά πάντοτε μοσχοβολούσαν και στόλιζαν την λευκή επιδερμίδα του πολύ γλυκού της προσώπου, το οποίο με την σειρά του στολιζόταν από ένα ζευγάρι πανέμορφα και εκφραστικά πράσινα μάτια και δύο ζωγραφιστά χειλάκια.
Στα δεκαεννιά μου έτη, ήταν ήδη πενήντα ετών και όμως φαινόταν για τουλάχιστον τριάντα πέντε, αφού όλα πάνω της ήταν ακόμα ακμαία.
«Τι να έκανε άραγε η πουτάνα;» σκεφτόμουν συχνά, «και διατηρείται έτσι;». Παρόλο πάντως που είχε χωρίσει πίστευε ότι δεν έπρεπε να συνάψει κάποια άλλη σχέση, αφού δεν γούσταρε να υπηρετεί κανέναν μαλάκα όπως έλεγε και είχα κρυφακούσει από συζητήσεις που έκανε με την μητέρα μου. Όπως μάλιστα της είχε εξομολογηθεί δεν έχει κοιμηθεί με κανέναν έπειτα από τον χωρισμό της, παρά μόνον μια φορά που στο τέλος δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο σεξουαλικό κάλεσμα του παρτενέρ της.
Ο καιρός πέρασε και εγώ βρέθηκα για σπουδές στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω μου την επαρχία, αλλά και όλους μου τους φίλους.
Ο Πέτρος το πρώτο διάστημα με επισκεπτόταν συχνά και η αλήθεια είναι ότι περνούσαμε πολύ όμορφα Σαββατοκύριακα όταν ήταν μαζί μου στην πρωτεύουσα. Έκανα να γυρίσω σπίτι μου, πέραν κάποιων γιορτών και αργιών τέσσερα ολόκληρα χρόνια, αφού τα καλοκαίρια δεν επέστρεφα στην βάση μου, μιας και δούλευα στην Αθήνα. Όποτε μέσα σε αυτό το διάστημα γύρισα στην επαρχιακή μου βάση, ποτέ, μα ποτέ δεν είδα την κυρία Κατερίνα και αυτό διότι το επιδίωκα. Είχα θέσει τους δικούς μου στόχους και δεν υπήρχε περίπτωση να μην τους υλοποιήσω.
Όταν επέστρεψα, όπως ήταν λογικό μου ετοιμάσανε ένα πάρτι για να με ξανά καλωσορίσουνε στην γενέτειρα μου, όλοι οι φίλοι αλλά και οι στενοί μου συνεργάτες και συγγενείς. Ένα παρτάκι στο οποίο πέρασα τέλεια, αφού ήμουν και το τιμώμενο πρόσωπο. Αυτό όμως που περίμενα να αντικρίσω στα είκοσι τρία μου πλέον χρόνια, ήταν η πενηντατετράχρονη πλέον κυρία Κατερίνα.
Όταν την είδα να εισβάλει στο νυχτερινό κέντρο όπου βρισκόμασταν συνοδευόμενη από την φίλη μου, κόρη της και αδερφή του Πέτρο, έπαθα την πλάκα μου πραγματικά. Ήταν καλύτερη από ποτέ και όταν ήρθε δίπλα μου και με αγκάλιασε κατάλαβα ότι μύριζε με αυτόν το υπέροχο τρόπο και πάλι, παρόλα τα τέσσερα χρόνια που είχε επιβάλει ο χρόνος.
- «Καλωσόρισες αγόρι μου!» μου είπε.
- «Καλώς σας βρήκα! Πως είμαστε;»
- «Όπως πάντα, όμορφες, ακμαίες, μόνες και στενοχωρημένες που σε χάσαμε για τόσο καιρό…»
Είπε δίνοντας στα λόγια της μία αίσθηση χιούμορ, προφανώς για να μην παρεξηγηθεί. Πάντως μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που με κοιτούσε, πίστευα ότι θα ήταν περίεργη ιδέα μου και συνέχισα να διασκεδάζω. Η ώρα πέρασα για τους μεσήλικες και σιγά, σιγά άρχισαν να φεύγουν.
Εμείς οι νεολαίοι θα συνεχίζαμε μέχρι πρωίας αφού ήταν Σάββατο βράδυ και την επομένη δουλειές δεν είχαμε. Βρέθηκα λοιπόν για λίγο έξω από το μαγαζί με τους γονείς μου, την κυρία Κατερίνα που θα την πήγαιναν σπίτι και τον Πέτρο.
- «Ελπίζουμε να σου άρεσε το πάρτι…», είπε η μητέρα μου.
- «Φυσικά!» της απάντησα ενθουσιασμένος. «Ήταν ότι καλύτερο μου έχει συμβεί αυτό το διάστημα!»
Η κυρία Κατερίνα τότε μου έγνεψε:
- «Πότε θα σε ξαναδούμε κύριε;»
Και ο πατέρας μου της απάντησε λέγοντας της:
- «Θα φύγει την Δευτέρα για κάτι τελευταίες δουλειές στην Αθήνα και θα επιστρέψει την Παρασκευή».
Μόλις άκουσε αυτό η κυρία Κατερίνα τότε είπε χαρούμενη:
- «Αχ! Πολύ καλά! Τι λες; Θέλεις να κατέβουμε μαζί; Εγκαινιάζει ο πατέρας του Πέτρου μια νέα του δουλειά και πρέπει να είμαι εκεί. Τα παιδιά δεν μπορούν να έρθουν και με την ευκαιρία αυτή κάθομαι λίγο παραπάνω για κάτι ψώνια και γυρνάμε μαζί. Τι λες;»
Τι να έλεγα λοιπόν εγώ; Απλά δέχτηκα, τους καληνύχτισα και επέστρεψα στο γλέντι που μου είχαν οργανώσει οι φίλοι μου, σκεπτόμενος το πως, αλλά και το γιατί. Η επόμενη μέρα με βρήκε σε πολλές καφετέριες, σε πολλά φιλικά σπίτια και το βράδυ στο κρεβάτι μου σκεπτικό, ένα βράδυ το οποίο άργησε πάρα πολύ για να περάσει.
Το πρωί όμως της Δευτέρας ξημέρωσε κι εγώ βρέθηκα στα υπεραστικά ΚΤΕΛ της παραλιακής μου πόλης και σε λίγη ώρα συνάντησα την κυρία Κατερίνα. Ήταν ντυμένη απλά και πολύ ευχάριστα, καθώς και ανάλαφρα, βλέπετε ήταν καλοκαίρι. Αχ, αυτό το καλοκαίρι, τι τραβάμε κι εμείς; Φορούσε ένα μπλε ξεθωριασμένο στενό τζιν, ένα λευκό μπλουζάκι, είχε τα μαλλιά της δεμένα ψηλά και φορούσε ένα ζευγάρι κομψά πέδιλα που άφηναν γυμνό σχεδόν όλο της το πόδι. Τα νυχάκια της ήταν βαμμένα με ένα κρασουλί χρώμα, ενώ για άλλη μία φορά με τρέλανε, αφού στο ένα δακτυλάκι του ενός ποδιού φορούσε ένα δακτυλιδάκι, αλλά και όπως πάντα, κλασσικά πλέον, ένα πανέμορφο ασημένιο αλυσιδάκι.
Τελικά ξεκινήσαμε, άλλα σε όλο το ταξίδι ομολογώ ότι ήμουν καυλωμένος στα τέρματα, τόσο πολύ σε σημείο που όταν φτάσαμε στον «Λεβέντη» έτρεξα στην τουαλέτα για να τελειώσω μόνος μου. Πρέπει να με πήρε όμως χαμπάρι και για πρώτη φορά να κατάλαβε το τι σήμαινα για αυτή. Το λέω διότι την είδα αναστατωμένη και με μία συμπεριφορά απέναντι μου πρωτόγνωρη και συνάμα περίεργη.
Στην υπόλοιπη διαδρομή κοιτούσε έξω από το παράθυρο δίχως να βγάλει μιλιά και ώρες, ώρες γυρνούσε μου χαμογελούσε με ένα αθώο βλέμμα, που έμοιαζε να μου απευθύνει τον λόγο, ρωτώντας με γιατί…
Σαφώς και συνεχίζεται σύντομα!
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.