- Δημήτρη, ξύπνα! Ακούω τον καθηγητή μου να λέει.
Γέλασε όλη η τάξη μαζί μου. Είχα καρφωθεί στην Κατερίνα, που καθόταν στη διπλανή σειρά. Ήταν ξανθιά, όμορφη με όμορφα καστανά μάτια. Μόνο η Λίζα δε γέλασε από όλα τα παιδιά της τάξης μου. Με τη Λίζα ήμαστε γειτονόπουλα από παλιά. Ήταν ένα μελαχρινό γλυκό κοριτσάκι. Ήταν αδύνατη με ένα όμορφο σώμα και πρόσωπο. Τα μάτια της ήταν πολύ εκφραστικά. Μέναμε στην ίδια γειτονιά. Ένα χρόνο μικρότερή μου. Πηγαίναμε στην ίδια τάξη επειδή εγώ είχα χάσει μια χρονιά στη Β’ Γυμνασίου.
Όλοι ήξεραν τι καψούρα ήμουν με την Κατερίνα. Η Κατερίνα φλέρταρε με αγόρια από πιο μικρή, μια και κατάλαβε πόσο περνούσε η γοητεία της. Εμένα δε μου έδινε καν σημασία. Μια φορά που προσπάθησα θυμάμαι να την προσεγγίσω με γείωσε κανονικά προσβάλοντάς με. Ο καλύτερός μου φίλος ο Νίκος, πήγαινε σε άλλο τμήμα πάντα μου συμπαραστεκόταν, μοιραζόμασταν τα πάντα. Και πάντα μου έλεγε ότι δεν είναι για τα δόντια μου.
Η Κατερίνα ήταν μια κοπέλα από μια ευκατάστατη οικογένεια. Με πατέρα μεγαλέμπορο και μέτοχο σε άλλες επιχειρήσεις. Και φυσικά οι σχέσεις που έκανε ήταν πάντα με αγόρια που ήταν κατά κανόνα πλουσιόπαιδα.
Εκείνη τη μέρα σχολάσαμε. Πήραμε το δρόμο για το σπίτι όπως κάναμε κάθε μέρα. Σε κάποια στιγμή με πλησιάζει ο Κυριάκος, ένας κολλητός της Κατερίνας. Δεν τον αντιλήφθηκα. Μου έχωσε ένα χαστούκι και μου είπε:
- Ξύπνα, κοιμισμένε… κι έτρεξε με το φίλο του, το Χρήστο.
- Αν σε πιάσω, βρε μαλακισμένο, θα σπάσω στο ξύλο… είπα μέσα στα νεύρα.
Μόλις έφτασα σπίτι, βρήκα την αδερφή μου, την Παναγιώτα, να κάθεται στενοχωρημένη στη βεράντα. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Κατάλαβα. Είχαν περάσει τρία χρόνια από το χαμό του πατέρα μας. Κατάλαβα ότι ζούσε μέσα στις αναμνήσεις. Δεν είπα τίποτα. Κάθισα δίπλα της στον ξύλινο καναπέ και τη φίλησα στο μάγουλο. Την αγκάλιασα στοργικά. Δε μιλούσαμε. Τη χάιδεψα στα μαλλιά.
- Έλα, αδερφούλα μου, πάμε μέσα; Πεινάω σα λύκος. Έλα σε παρακαλώ. Το απόγευμα θα πάω για μεροκάματο, της είπα για να την βγάλω από τις σκέψεις της.
- Η μαμά είπε να μην πηγαίνεις. Θέλει να διαβάζεις.
- Το ξέρω, αλλά πρέπει. Μην ανησυχείς.
Σηκωθήκαμε και πήγαμε στην κουζίνα. Η μάνα μας θα σχολούσε αργά από τη δουλειά. Η Παναγιώτα έστρωσε τραπέζι μέχρι να πλυθώ εγώ. Καθίσαμε και φάγαμε ένα ήρεμο γεύμα.
Αμέσως μετά το γεύμα κάθισα να διαβάσω. Στις πέντε ακριβώς πέρασε ο Νίκος από το σπίτι με το μηχανάκι και φύγαμε. Σε λίγο ήμαστε στην κάβα του κυρίου Γιάννη. Έπρεπε να ξεφορτώσουμε το φορτηγό με τα τελάρα. Αρχίσαμε δουλειά. Μας βγήκε το λάδι εκείνη τη μέρα. Έπρεπε να βιαστούμε γιατί το φορτηγό έπρεπε να φύγει αμέσως.
Με το που τελειώσαμε, το αφεντικό μας κέρασε δύο αναψυκτικά. Μας πλήρωσε και πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Έφτασα σπίτι. Με περίμενε η μάνα μου, η κα. Νικολέττα, θυμωμένη.
- Γιατί, Δημήτρη, το κάνεις αυτό; Τι είπαμε τις προάλλες; Δεν είπαμε να κοιτάζεις το διάβασμα;
- Έλα, ρε μάνα, είπα με αγανάκτηση. Διαβάζω. Μην ανησυχείς! Σε παρακαλώ. Εσύ σκοτώνεσαι στο εργοστάσιο. Ε… και εγώ έβγαλα ένα χαρτζιλίκι. Δεν πειράζει. Διάβασα εξάλλου, μέχρι να πάω για δουλειά.
Το βράδυ εκείνο, παρ’ όλη την κούραση που είχα, κάθισα μέχρι τις δύο το πρωί για να τελειώσω μια εργασία.
Την άλλη μέρα στο σχολείο ήμασταν μόνο εγώ και η Λίζα, αυτοί που είχαμε τελειώσει πριν την διορία την εργασία και φυσικά εισπράξαμε τα εύσημα από την καθηγήτρια. Στο διάλειμμα καθόμουν και έριχνα μια ματιά σε κάτι ασκήσεις. Ξαφνικά βλέπω την Κατερίνα να έρχεται προς το μέρος μου. Με κοιτούσε με ένα λάγνο βλέμμα που με έκανε να τα χάσω. Δεν πίστευα στα μάτια μου.
- Γεια σου, Δημήτρη!
- Γειά σου Κατερίνα… είπα μη μπορώντας να κρύψω την ταραχή μου.
- Θα ήθελα μια χάρη, αν μπορείς φυσικά.
- Ναι, γιατί όχι; Αν περνάει από το χέρι μου…
- Περνάει. Κοίτα θέλω βοήθεια με την εργασία. Προσπάθησα μέχρι τώρα και δεν έβγαλα άκρη.
- Αυτό είναι; Δώσε μου το θέμα και θα σου κάνω έναν σκελετό που θα βγει από μόνη της και γρήγορα.
- Να σου πω, μπορείς να έρθεις το απόγευμα κατά τις 7 από το σπίτι; Οι δικοί μου θα λείπουν και οπότε θα έχουμε την ησυχία μας.
- Εντάξει, κανένα πρόβλημα.
Το απόγευμα μετά το διάβασμα πήρα το ποδήλατο και πήγα από το σπίτι της. Έμενε σε ένα προάστιο της πόλης. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε. Ήταν ντυμένη με μια μακό μπλούζα και ένα κοντό σορτς. Έπαθα την πλάκα μου όταν την είδα. Κόμπλαρα σε μια στιγμή.
Πέρασα μέσα και μου πρόσφερε ένα αναψυκτικό. Κάθισα στο σαλόνι. Σε μια στιγμή έσκυψε μπροστά μου να πάρει ένα περιοδικό που έπεσε χάμω. Τούρλωσε τον κώλο της μπροστά μου. Μέσα από το σχεδόν διάφανο άσπρο σορτς φαινόταν σχεδόν όλα. Είχα ανάψει μόλις την είδα. Με προκαλούσε και ήταν ολοφάνερο.
Σε κάποια στιγμή πήγαμε στο δωμάτιό της και καθίσαμε στο γραφείο της. Η εργασία και το θέμα ήταν για μένα κάτι το πολύ εύκολο, γελοίο. Μέσα σε ένα τέταρτο έφτιαξα το σκελετό της εργασίας και μέσα σε δύο μόλις ώρες η εργασία ήταν έτοιμη.
- Έτοιμη, της λέω και της τη διάβασα.
- Αχ… σε ευχαριστώ πολύ, μου λέει, με αγκαλιάζει και με φιλάει στο μάγουλο.
- Δεν κάνει τίποτα είπα με μια μετριότητα.
- Θα με βοηθήσεις και με την επόμενη που θα πάρουμε;
- Ναι, φυσικά… απάντησα.
Κι εκεί ήταν που έσκυψε να με φιλήσει ξανά. Τραβήχτηκα στο πλάι αδέξια και «κατά λάθος» δέχτηκα το φιλί της στα χείλη μου. Στιγμές αμηχανίας και από τους δυο. Ύστερα από ελάχιστα δευτερόλεπτα έκανε μια κίνηση που με έστειλε. Με ξαναφίλησε στο στόμα. Μόλις συνειδητοποίησα τι συμβαίνει ανταπέδωσα κι εγώ με πάθος. Μείναμε να φιλιόμαστε για αρκετό χρόνο. Άρχισα να ερεθίζομαι.
- Μου αρέσεις Δημήτρη, μου είπε.
- Εγώ καιρό σε γουστάρω, αλλά δε μπορούσα να σου το πω, μιας και με απέφευγες.
- Δε σε απέφευγα, απλά τα είχα με άλλον και δεν ήθελα να γίνει σκάλωμα.
Μείναμε αρκετά μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Έφυγα λίγο πριν έρθουν οι δικοί της. Στο δρόμο πετούσα από τη χαρά μου. Έφτασα σπίτι μου. Έφαγα κάτι και πήγα στο δωμάτιό μου. Ήμουν ευτυχισμένος. Η Κατερίνα ήταν το κορίτσι των ονείρων μου τα τελευταία τρία χρόνια. Κι αυτό που μου συνέβαινε δε μπορούσα να το πιστέψω.
Σε κάποια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο.
- Δημήτρη, σήκωσέ το… ακούστηκε η αδερφή μου από το σαλόνι.
Ήταν ο Νίκος.
- Έλα, βρε μαλάκα, πού είσαι; Σε έψαχνα και πριν. Θα πάμε από την κα Μιράντα;
- Όχι, βρε Νίκο!
- Γιατί, τι έχεις; Θα σε κάνει καλά αυτή, ξέρει το φάρμακο!
- Όχι, Νίκο.
Κι εκεί του εξήγησα όλο ο σκηνικό με την Κατερίνα.
- Κοίτα, μαλάκα Μήτσο, η Κατερίνα δεν είναι καλός χαρακτήρας. Πρόσεχε! Αλλά τι να σου πω; Έχεις φάει κόλλημα, ενώ δεν δίνεις σημασία στη Λίζα που είναι ένα φοβερό κορίτσι. Και σε γουστάρει πολύ, έτσι;
- Δεν είναι έτσι όπως νομίζεις, βρε Νίκο. Είναι καλό κορίτσι κατά βάθος.
- Μακάρι να έχεις εσύ δίκιο και εγώ άδικο. Εγώ φεύγω τώρα, πάω στην Μιράντα. Έχω καιρό να γαμήσω.
- Καλά να περάσεις.
Κλείσαμε το τηλέφωνο.
Η Μιράντα ήταν μια ζωντοχήρα γυναίκα γύρω στα σαράντα. Καλοστεκούμενη πολύ για την ηλικία της. Μια ψωλαρπάχρα πρώτης κατηγορίας. Ο άντρας της τη χώρισε γιατί την έπιασε στα πράσα να πηδιέται με δύο αλλοδαπούς εργάτες που είχαν σε ένα κτήμα έξω από την πόλη. Παιδιά δεν είχε και όταν χώρισε τον άντρα της κατάφερε να του αποσπάσει μια ωραία διατροφή. Έτσι η μόνη της έννοια ήταν το πώς θα πηδηχθεί. Μάλιστα την πρώτη φορά που είχαμε πάει με το Νίκο, μας εξομολογήθηκε ότι της αρέσουν οι πιτσιρικάδες. Θυμάμαι σαν τώρα την πρώτη φορά.
Ήταν άνοιξη. Είχαμε πάει με τον Νίκο να κλαδέψουμε κάποια δέντρα από τον κήπο της. Μα κράτησε τότε να μας κάνει το τραπέζι με σουβλάκια. Μάλιστα άρχισε να μυξοκλαίει μπροστά μας, ότι είναι μόνη της και έλεγε και διάφορες άλλες μαλακίες. Σε κάποια στιγμή το γυρίσαμε στα σόκιν ανέκδοτα. Καθόταν απέναντι στο καναπέ φορώντας ένα κοντό φόρεμα που άφηνε τα κάλλη της εκτεθειμένα στα εφηβικά μάτια μας. Εγώ θυμάμαι ερεθίστηκα πολύ. Σε κάποια στιγμή έρχεται και κάθεται ανάμεσα σε μένα με τον Νίκο. Και με μια κίνηση μας χουφτώνει τον πούτσο και τους δύο πάνω από το παντελόνι. Γύρισε και φίλησε το Νίκο στο στόμα, ύστερα εμένα.
Σηκώθηκε και κλείδωσε. Κατέβασε και τα ρολά. Εγώ πήγα και έκανα ένα ντους, όπως μου ζήτησε η ίδια. Ο Νίκος συνέχισε τα χαϊδολογήματα στον καναπέ. Βγήκα και ακολούθησε ο Νίκος.
Με έπιασε από το χέρι και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Ο πούτσος μου είχε μια στύση που ένιωθα ότι θα σπάσει. Με έβαλε να ξαπλώσω. Πήρε λίγο το πουτσοκέφαλο μέσα και έπαιξε. Ύστερα με καβάλησε. Δεν άργησα να φτάσω στο τέλος. Ήταν η πρώτη μου φορά. Γέλασε.
- Στο δεύτερο γύρο θα με κάνεις να χύσω… μην αγχώνεσαι.
Ακολούθησε ο Νίκος. Εκείνος την πήρε πισωκολλητό. Δεν άργησε κι εκείνος να τελειώσει.
Σκουπιστήκαμε και αράξαμε και οι τρεις στο κρεβάτι. Δεν πέρασε δεκάλεπτο και αρχίσαμε πάλι να τη χαϊδεύουμε και οι δυο. Σε λίγο και εγώ και ο Νίκος ήμασταν έτοιμοι. Πρώτος την περιέλαβε πάλι στα τέσσερα ο Νίκος. Όσο την πηδούσε ο Νίκος είχε πάρει τον πούτσο μου στο στόμα της και τα είδα όλα. Τον έπαιρνε μέχρι μέσα. Μου φαινόταν σαν ψέμα.
Μετά από λίγο αλλάξαμε θέσεις. Εκείνη είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της καύλας. Έχυσε δυνατά ξεφωνίζοντας. Ύστερα πάλι την περίλαβε ο Νίκος. Δεν άργησε να χύσει για άλλη μια φορά. Εγώ της τον έχωσα στο στόμα. Τον ρουφούσε με μαεστρία. Έχυσα πάνω στο πρόσωπό της. Ο Νίκος την έχυσε πάνω στα κωλομέρια της. Εκείνη τη μέρα πραγματικά μας ξεζούμισε και εμένα και τον Νίκο. Φύγαμε στις τρεις το πρωί.
Από τότε την επισκεπτόμαστε συχνά. Πάντα με τη δικαιολογία ότι θα κάναμε κάποιες δουλειές. Κάποτε τόλμησα και πήγα μόνος μου. Ήταν Μάης μετά το Πάσχα. Εκείνη τη μέρα είδα και κατάλαβα στην πράξη πόσο κατώτεροι είμαστε οι άντρες σε αντοχές από τις γυναίκες.
Όμως η Μιράντα ήταν και η καλύτερη δασκάλα στον έρωτα. Μας έμαθε ένα σωρό κόλπα στο γαμήσι. Αλλά και δεν ήταν λίγες οι φορές που μας συμβούλευε για το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε στα κορίτσια.
Την άλλη μέρα στο σχολείο η Κατερίνα μου έριχνε πάντα κλεφτές και πονηρές ματιές. Όταν σχολάσαμε τραβήξαμε ξεχωριστό δρόμο για το σπίτι. Όπου βρίσκαμε ευκαιρία να μη μας βλέπουν μάτια φιλιόμαστε και την χούφτωνα. Η ίδια το έπαιζε ντροπαλή. Δε με άφηνε, όπως έλεγε «σε δημόσιο χώρο» να κάνω χειρονομίες.
Έτσι συνεχίσαμε με την Κατερίνα χωρίς να έχουμε προχωρήσει. Ήρθε η ώρα της εργασίας της. Θυμάμαι ότι της την έκανα εγώ χωρίς η Κατερίνα να βάλει καθόλου το χέρι της όπως στην πρώτη.
Ήταν Παρασκευή μεσημέρι. Φεύγαμε από το σχολείο. Ήμασταν σε ένα στενό. Σε κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει.
- Κοίτα, αύριο λέω να πάμε στο εξοχικό του ξαδέρφου μου. Θα μείνουμε εκεί το βράδυ. Οι δυο μας. Θα πάμε με το αυτοκίνητο του μπαμπά το παλιό. Και θα είμαστε μόνοι μας, οι δυο μας.
- Αυτό ακούγεται υπέροχο! Είπα και την φίλησα στο στόμα.
Περίμενα πώς και πώς να περάσει η βραδιά. Ήταν Νοέμβρης. Καθόμουν στη βεράντα στον ξύλινο καναπέ. Σε κάποια στιγμή έρχεται η Παναγιώτα με τη Λίζα.
- Γεια σου, Δημήτρη, είπε η Λίζα, με ένα χαμόγελο.
- Καλώς τα όμορφα κορίτσια, απάντησα.
- Τι κάνεις αδερφούλη μου; Ρεμβάζεις;…
είπε η Παναγιώτα έχοντας διάθεση για πείραγμα. Κάθισε η Λίζα δίπλα μου, και η Παναγιώτα πήγε και έφτιαξε τρεις λεμονάδες. Όσο η Παναγιώτα ήταν μέσα, εγώ με τη Λίζα ανοίξαμε κουβέντα για το σχολείο. Σε κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει μαγκωμένη:
- Δημήτρη, σε βλέπω με την Κατερίνα στο σιρόπι και στο μέλι, αλλά πρόσεχε. Σήμερα την είδα που ψιθύριζαν με την Άννα και τις άλλες καθώς και με τον Προκόπη. Μόλις με είδαν στη σκάλα μαγκώθηκαν όλοι τους. Άκουσα τον Προκόπη, μιας και είναι βροντόφωνος να λέει: «Θα σπάσουμε πολύ πλάκα με το μαλάκα» και την Κατερίνα να λέει κάτι για κάποιο στοίχημα. Δεν ξέρω, πρόσεχε, μην τους εμπιστεύεσαι! Δεν είναι από καλή πάστα. Όλοι τους κακομαθημένα είναι.
- Η Κατερίνα δεν είναι έτσι, βρε Λίζα.
- Καλά, κάνε ό,τι νομίζεις. Εγώ πάντως ότι άκουσα στο είπα. Και θα έχω ήσυχη την συνείδησή μου.
Σε λίγο ήρθε και η Παναγιώτα με τις λεμονάδες. Άκουσε τη συζήτηση με τη Λίζα.
- Καλά σου λέει η Λίζα Δημήτρη. Δεν είναι καλή πάστα αυτή η κοπέλα, ούτε κι εκείνοι που κάνει παρέα.
- Τα παραλέτε κορίτσια…
- Καλά… είπε η Λίζα.
Ήπιαμε τις λεμονάδες λέγοντας διάφορα αστεία. Αργότερα η Λίζα έφυγε. Έμεινα μόνος με την Παναγιώτα. Πήγαμε στην κουζίνα. Η Μάνα μας θα ερχόταν όπου να ‘ναι. Η Παναγιώτα ζέστανε το φαγητό και ετοίμασε τραπέζι.
- Πάντως ο Προκόπης έχει δίκιο, μου λέει η Παναγιώτα.
- Δηλαδή;
- Ε, είσαι μαλάκας, βλάκας και ηλίθιος. Κι από στραβομάρα, σκίζεις!
- Τι λες βρε βλαμμένο;
- Λέω ότι είσαι στραβός! Να έχεις τέτοια κοπέλα δίπλα σου, να λιώνει για σένα και εσύ να τρέχεις πίσω από την ξιπασμένη.
- Ποια κοπέλα; Τι λες Παναγιώτα;
- Για τη Λίζα λέω, ρε βλαμμένε! Δε βλέπεις;
- Γιατί εσύ ξέρεις κάτι;… ρώτησα κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω.
- Εγώ;… τίποτα.
- Μίλα ρε!
- Δεν ξέρω τίποτα, αϊ παράτα με… είπε θυμωμένη.
Σε λίγο φάνηκε και η μάνα μας. Έκανε ένα μπάνιο και ύστερα καθίσαμε όλοι και φάγαμε.
Την άλλη μέρα το πρωί στις 10 χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κατερίνα. Κανονίσαμε να βρεθούμε στις 4 το απόγευμα. Βρεθήκαμε. Ξεκινήσαμε για το εξοχικό τους ξαδέρφου της. Σε μισή ώρα ήμασταν εκεί. Ο ξάδερφός της είχε ένα μεγάλο διώροφο εξοχικό. Μπήκαμε στο σπίτι. Πήγαμε στην κουζίνα για νερό. Φτιάξαμε δύο καφέδες και αράξαμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Σε μια στιγμή την πιάνω και τη φιλάω στο στόμα. Τη χούφτωσα στο στήθος και της το χάιδευα. Σηκώνεται πάνω.
- Έλα να κλείσουμε τα παντζούρια σε παρακαλώ. Δε θέλω περίεργα μάτια. Ξέρεις πόσοι περίεργοι περνάνε και κοιτάζουν από τα παράθυρα;… μου είπε.
- Σωστά, είπα και σηκώθηκα να τη βοηθήσω.
Κλείσαμε τα παντζούρια. Ο χώρος σκοτείνιασε.
- Κοίτα, θέλω να παίξουμε!
- Δηλαδή;… τη ρώτησα.
- Να… θα ξεγυμνωθούμε μέσα στο σκοτάδι και θα ψάχνει ο ένας τον άλλον. Ε, κι αν με βρεις τότε…
και με κοίταξε με ένα υπονοούμενο.
- Εντάξει, απάντησα αφού κι εμένα μου άρεσαν τέτοια παιχνίδια.
Έκανα όπως μου είπε. Έσβησε κι ένα φωτάκι που είχε στο σαλόνι και ο χώρος σκοτείνιασε. Ήρθε και έβαλε μια μπανάνα στα μάτια μου. Στα χέρια της κρατούσε και μια άλλη για εκείνη. Σε λίγο φώναξε:
- Εγώ, αγάπη μου, είμαι έτοιμη, μου είπε. Εσύ;
- Κι εγώ.
- Και τα ρούχα σου;
- Στο μικρό καναπέ.
Άκουσα βήματα προς τον καναπέ. Μετά άκουσα την πόρτα του δωματίου να ανοίγει και να κλείνει.
- Κατερίνα, πού είσαι;… ρώτησα.
Δεν πήρα απόκριση, ησυχία. Εντόπισα το μικρό καναπέ, έψαξα τα ρούχα μου. Δεν τα έβρισκα. Άρχισα να ανησυχώ. Ξαφνικά ανάβουν τα φώτα. Βγάζω τη μπαντάνα. Μπροστά μου όλη η παρέα της Κατερίνας. Και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι έγινε καλά-καλά, άρχισαν να βαράνε τα φλας από μία φωτογραφική μηχανή. Πιο πέρα η Κατερίνα αγκαλιά με το Βασίλη να έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια και με έδειχναν με το δάχτυλο. Σε κάποια στιγμή πάγωσα. Ενώ στην αρχή, έβαλα ένα μαξιλάρι μπροστά μου να κρύψω την γύμνια μου, ύστερα το πέταξα.
- Τα ρούχα μου, είπα.
Πλέον μου είχε «γυρίσει το μάτι». Όλοι τους γελούσαν. Τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Κοίταξα την Κατερίνα.
- Τα ρούχα μου, πουτάνα, παλιοκαργιόλα, πριν γίνει μεγάλο κακό… ούρλιαξα.
- Τι θα γίνει, ρε μαλάκα;… είπε ο Βασίλης μέσα στα γέλια.
Τότε ξεχείλισε το ποτήρι. Άρπαξα ένα σκαμπό και το πέταξα στην πόρτα της εισόδου. Έσπασα το τζάμι. Πήγα στην κουζίνα. Άνοιξα τα ντουλάπια και σε δευτερόλεπτα τα πιάτα και τα ποτήρια ήταν κάτω. Ήρθε ο Βασίλης να με σταματήσει. Τον έπιασα και του έχωσα μια μπουνιά στο στομάχι. Τον πέταξα χάμω και τον κλώτσησα στο κεφάλι. Ξαναπήγα στην κουζίνα και άρπαξα ένα καλό κοφτερό κουζινομάχαιρο. Άρχισα να χαρακώνω το σαλόνι. Ο Βασίλης ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει. Δίπλα του η Κατερίνα. Την άρπαξα από τα μαλλιά και την πέταξα με δύναμη προς το μεγάλο καναπέ που μόλις είχα χαρακώσει. Γονάτισα γυμνός πάνω του. Το γόνατό μου τον πίεζε στο στήθος και έβαλα το κουζινομάχαιρο στο λαιμό του.
- Κατερίνα, αγάπη μου, αν δεν μου φέρεις τα ρούχα, θα του κόψω την καρωτίδα. Θα δεις τον καλό σου να σπαρταράει σα σφαχτάρι.
Σάστισαν όλοι. Σταμάτησαν τα γέλια. Οι άλλοι έτρεμαν από τον φόβο τους. Ο Προκόπης έκανε το τόλμημα και με πλησίασε κρατώντας ένα σκαμπό.
- Προκοπάκο, θέλεις να δεις πώς είναι η κομμένη καρωτίδα;
Εκείνος σάστισε από το φόβο του. Πέταξε το σκαμπό πέρα και αποτραβήχτηκε. Η μύτη του μαχαιριού ακουμπούσε στο λαιμό του Βασίλη. Ο Βασίλης έτρεμε ολόκληρος από κάτω μου. Η Κατερίνα ήρθε και μου πέταξε τα ρούχα μου. Οι υπόλοιποι έτρεμαν κι εκείνοι από το φόβο τους. Κανείς τους δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη.
- Όχι, έτσι, πουτάνα… ούρλιαξα. Θα τα αφήσεις διπλωμένα στον καναπέ. Όπως ακριβώς τα είχα, κατάλαβες; Αλλιώς θα τον σφάξω μπροστά σου!
- Εντάξει, κατάφερε να πει μέσα στον τρόμο της.
Τα δίπλωσε. Ύστερα σηκώθηκα. Ο Βασίλης μόλις που μπόρεσε και πήρε μια βαθιά ανάσα, που από την πίεση σχεδόν του είχε κοπεί. Φόρεσα τα ρούχα μου. Πλησιάζω την Κατερίνα. Της κόβω ένα χαστούκι. Πλησιάζω τη Γιάννα.
- Τις φωτογραφικές μηχανές;
Εκείνη έτρεμε από το φόβο της όσο έβλεπε το μαχαίρι στα χέρια μου.
- Λοιπόν;
- Ορίστε, αυτή είναι μόνο, είπε με μια τρεμάμενη φωνή.
Την πήρα και την άνοιξα. Έβγαλα ο φιλμ, τράβηξα την ταινία έξω, μετά την έβαλα κάτω και την έκανα κομμάτια. Πλησίασα την Κατερίνα.
- Δεν θα με φιλήσεις για αντίο, αγάπη μου;… είπα έχοντας ένα παρανοϊκό βλέμμα.
Έσκυψε, το κεφάλι, τής έκοψα ένα δυνατό χαστούκι που γύρισε το κεφάλι της. Έβαλε τα κλάματα. Πλησίασα και τον Προκόπη. Του έχωσα μια δυνατή γροθιά στη μούρη που του μάτωσα τη μύτη. Γύρισα και έφυγα.
Βγήκα από το σπίτι έχοντας ένα παρανοϊκό ύφος κρατώντας το μαχαίρι. Με το που βγήκα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να σπάσω τα λάστιχα των αυτοκινήτων της Κατερίνας και του Προκόπη πού ήταν δίπλα στον περίγυρο της αυλής. Πέταξα το μαχαίρι πιο πέρα και έφυγα με τα πόδια.
Στο δρόμο με βασάνιζαν οι σκέψεις. Θυμήθηκα τα λόγια του Νίκου, της αδερφής μου, της Λίζας. Πόσο δίκιο είχαν τελικά! Τα έβαζα με τον εαυτό μου. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω, γιατί ήμουν σίγουρος ότι δε μπορεί να έχουν μια μηχανή μόνο για φωτογραφίες. Ύστερα το ξανασκέφτηκα. Σκέφτηκα με τα νεύρα που έχω, αν έκανε κάποιος κάποια σπασμωδική κίνηση δεν θα αργούσε να γίνει το κακό, που θα κατέστρεφε και τη ζωή μου. Συνέχισα το δρόμο μου.
Βγήκα στην άσφαλτο, στον κεντρικό δρόμο. Πιο πέρα είχε μια μικρή πλατεία του συνοικισμού. Σε ένα καφενείο μπήκα μέσα. Ζήτησα τηλέφωνο. Πήρα το Νίκο. Του ζήτησα να έρθει να με πάρει. Κάθισα σε μια καρέκλα να περιμένω τον Νίκο. Μέσα στην αναμπουμπούλα, ό,τι χρήματα είχα μου έπεσαν προφανώς.
- Παλικάρι, θα πάρεις κάτι, θέλεις κάτι να σου φέρω; Με ρώτησε η κυρία που είχε το καφενείο.
- Και να ήθελα, δε μπορώ να έχω, γιατί δεν έχω χρήματα, της είπα.
- Δεν πειράζει, άλλη φορά. Τι θέλεις να σου φέρω;
- Ένα καφέ. Σκέτο, να πάρω δυνάμεις…
Η κυρία έφερε τον καφέ. Κάθισε μαζί μου στο τραπέζι.
- Ποιος καλός αέρας σε φέρνει χειμωνιάτικά από τα μέρη μας; Σου συνέβη κάτι;
- Μόνο καλός αέρας δεν είναι.
Δεν ξέρω, ένιωθα πολύ πιεσμένος. Της τα είπα όλα. Εκείνη με άκουγε άναυδη. Σε κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο. Πετάχτηκα πάνω και τον φώναξα. Ήρθε.
- Τι έγινε βρε Δημήτρη;
- Έχεις καθόλου χρήματα;
- Ναι, κάτι έχω, γιατί;
- Να πληρώσω τον καφέ.
Τα άκουσε η καφετζού.
- Είπαμε, βρε παλικάρι μου, πληρωμένος ο καφές. Κοίτα να ηρεμήσεις και κοίτα το σχολείο και τη ζωή σου. Και μακριά από το παλιοκόριτσο αυτό.
Φύγαμε με το Νίκο. Του τα έλεγα στο δρόμο. Ο Νίκος φρίκαρε. Δε με περίμενε να αντιδράσω έτσι. Με ήξερε ότι ήμουν σκληρός όταν με πειράζανε, αλλά όχι έτσι. Πήγαμε στο σπίτι. Εκείνος έφυγε αμέσως. Καθόμουν σκεπτικός στο σαλόνι. Σε λίγο ήρθε και η Παναγιώτα. Η μάνα μας είχε πεταχτεί μέχρι την αδερφή της και θα αργούσε λίγο να έρθει. Η Παναγιώτα κάθισε δίπλα μου. Εγώ ήμουν σκεπτικός. Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα προβληματισμένος.
- Κοίτα, Παναγιώτα, σήμερα έγιναν περίεργα πράγματα, που μπορεί να έχουν συνέχεια στο σχολείο. Δε θέλω να επηρεαστείς με ό,τι και να γίνει.
- Καλά, είσαι βλάκας; Τα έμαθα από τον Νίκο. Τον συνάντησα που έφευγε. Τον σταμάτησα και μου τα είπε. Τα ξέρω όλα και είμαι δίπλα σου.
- Σ’ ευχαριστώ.
- Άμα δεν ήμουν δίπλα σε σένα βρε, σε ποιον θα ήμουν;… που από τότε που πέθανε ο πατέρας μας, είσαι η σκιά το σπιτιού, είπε και με χάιδεψε στο κεφάλι.
Καθίσαμε λίγο και της τα είπα.
- Κοίτα, θα μπορούσα, στην κατάσταση που ήμουν, να τους σπάσω όλους τους φλώρους στο ξύλο, αλλά σκέφτηκα εσένα με τη μάνα μας.
- Καλύτερα που δεν το έκανες, τώρα θα τρέχαμε στα δικαστήρια και τις αστυνομίες.
Τη Δευτέρα στο σχολείο όλη η παρέα της Κατερίνας ήταν μαζεμένη, όπως και η ίδια. Με κοίταζαν όλοι περίεργα. Σε κάποια στιγμή βλέπω το Γιάννη με τον Προκόπη στο προαύλιο. Τους πλησιάζω.
- Κοιτάτε παλικάρια, είστε πολύ τυχεροί όλοι σας. Μην κάνετε καμιά μαλακία, γιατί όπως είδατε δεν κωλώνω σε τίποτα.
Οι μέρες περνούσαν. Στα διαλείμματα η παρέα μου ήταν η Λίζα ο Νίκος και η Παναγιώτα με τους φίλους της. Σε μια στιγμή με πλησιάζει ο Γιώργος. Ένα παιδί από την τάξη της Παναγιώτας.
- Δημήτρη, να σου πω κάτι; Κυκλοφορεί μια φωτογραφία στο σχολείο με σένα γυμνό. Την κυκλοφορεί ο Προκόπης με το Γιάννη.
Αυτό ήταν, δεν άντεξα άλλο. Στο επόμενο διάλειμμα, πιάνω την Κατερίνα.
- Όταν σχολάσουμε, θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως.
- Τι έχουμε να πούμε;
- Πολλά, είπα και έφυγα από κοντά της.
Στο σχόλασμα την προσέγγισα.
- Πάμε από το δρόμο που πηγαίναμε παλιά, της είπα με ένα επιτακτικό ύφος, και την τράβηξα από το χέρι.
Ακολούθησε.
Όταν απομακρυνθήκαμε οι δυο μας, τη σταμάτησα.
- Γιατί το έκανες αυτό σε μένα;
Δε μιλούσε. Έσκυψε το κεφάλι. Ίσως φοβόταν.
- Δεν απαντάς; Εγώ να ξέρεις ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. Το ήξερες και το εκμεταλλεύτηκες για τις εργασίες. Και καλά ως εδώ. Αλλά αυτή όλη η καζούρα, γιατί; Και τι στοίχημα βάλατε και το κέρδισες; Ε; να με ξεβρακώσεις; Μάλλον είχατε σκοπό να το παρατραβήξετε το αστείο. Απλά λογαριάσατε χωρίς τον ξενοδόχο. Κατάλαβες; Δεν περιμένατε τέτοια αντίδραση από μένα, έτσι δεν είναι; Είμαι περίεργος τι είπες στον ξάδερφό σου για τις ζημιές.
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι. Δε μιλούσε.
- Ξέρεις τι σας γλίτωσε από τα χειρότερα; Το γεγονός ότι σκέφτηκα την μάνα μου και την αδερφή μου εκείνη την στιγμή. Τίποτα άλλο. Αν το τραβούσα κι άλλο θα καταλήγαμε στις εφημερίδες και την αστυνομία. Άκουσα ότι ο φλώρος που κάνεις παρέα, ο Προκόπης, έχει μια φωτογραφία και τη δείχνει αριστερά και δεξιά. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Αλλιώς θα συνεχιστεί το έργο που άφησα στη μέση. Λοιπόν, σε χαιρετώ. Είσαι έξυπνο κορίτσι. Γειά σου Κατερίνα και θα τα πούμε αύριο πάλι.
Έφυγα. Είχα πολύ ένταση. Δεν πήγα σπίτι. Πήγα στης Μιράντας. Μου άνοιξε την πόρτα. Με το που με είδε κατάλαβε. Κοίταξε γύρω και με τράβηξε μέσα.
- Καλησπέρα, Μιράντα!
- Καλησπέρα, αγόρι μου! Τι κάνεις; Πώς είσαι;
- Καλά, απάντησα, αν και στο ύφος μου φαινόταν άλλο, το οποίο κατάλαβε αμέσως.
- Άμα είναι έτσι το καλά, τότε το άσχημα πώς είναι;
- Σωστά, έχεις δίκιο.
Καθίσαμε στον καναπέ του σαλονιού της. Εκείνη μου πρόσφερε έναν καφέ. Κάθισε δίπλα μου και με άκουγε προσεκτικά. Της τα είπα όλα. Δεν ξέρω, ίσως αυτή η γυναίκα είχε ένα μαγικό τρόπο να με κάνει να της ανοίγομαι.
- Κοίτα, Δημήτρη μου, θέλω πρώτα να ηρεμήσεις. Δε γίνεται να σκέφτεσαι με φουρτούνα στο κεφάλι. Στο λέω, γιατί κι εγώ στη ζωή μου έκανα μεγάλες μαλακίες. Και το μετάνιωσα. Άντε να κάνεις ένα ντους να χαλαρώσεις και θα μιλήσουμε.
Κατάλαβα πού το πήγαινε. Βγήκα από το μπάνιο και με περίμενε θεόγυμνη στο κρεβάτι. Έπεσα πάνω της με λύσσα και τη φιλούσα στα βυζιά της. Της άρεσε αυτό πολύ. Έπαιξα αρκετά με τις ρώγες της, τόσο που δεν άντεχε άλλο.
Με ξάπλωσε και άρχισε να ρουφάει με μαεστρία τον πούτσο. Κατέβηκε στα αρχίδια και άρχισε να τα πιπιλάει με την γλώσσα. Δεν άντεχα άλλο. Ανέβηκε με τη γλώσσα της και έπαιζε το πουτσοκέφαλο χωρίς να με αγγίζει με το χέρι της, χωρίς να μου τον παίρνει μέσα. Σε λίγο ο πούτσος άρχισε να πάλλεται και να χύνει σε κάθε άγγιγμα με την άκρη της γλώσσας της. Στο τελευταίο τίναγμα τον πήρε ολόκληρο μέσα στο στόμα της. Τον ρούφηξε μια δυο φορές.
- Καλά τόση συσσωρευμένη καύλα, βρε αγόρι μου, πώς την άντεχες;
- Ξέρω κι εγώ;
- Πάω να ετοιμάσω κάτι να τσιμπήσουμε. Ντύσου κι έλα στην κουζίνα.
Πήγα πρώτα στο μπάνιο και πλύθηκα. Ύστερα πήγα στην κουζίνα. Είχε ετοιμάσει δυο ομελέτες. Καθίσαμε και φάγαμε. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Ύστερα με έπιασε από το χέρι και με πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Γδυθήκαμε και ξάπλωσε ανάσκελα.
- Γλείψε μου το μουνί. Το έχεις ξανακάνει, αλλά αυτή την φορά θα σου λέω εγώ τι θα κάνεις.
Άρχισα να της χαϊδεύω το μουνί ύστερα άρχισα τα τρυφερά πεταχτά φιλιά πάνω στα μουνόχειλα της. Με έβαλε και έπαιξα με τη γλώσσα μου με τα εξωτερικά μουνόχειλα της. Τρυφερά σαν να ήταν κάτι έτοιμο να σπάσει. Ύστερα προχώρησα προς την κλειτορίδα. Άρχισα να την κουνάω πάλλοντας την γλώσσα μου στη μύτη της κλειτορίδας της. Σιγά σιγά σιγά αύξησα την πίεση και το έκανα πιο γρήγορα. Από τη σχισμή του μουνιού της άρχισαν να τρέχουν υγρά. Με την προτροπή της άρχισα να οργώνω πάνω κάτω με την άκρη της γλώσσας μου τη σχισμή της. Τα υγρά της είχαν ωραία γεύση. Ύστερα περίλαβα και πιπιλούσα την κλειτορίδα της, ενώ της έχωσα δύο δάχτυλα όσο βαθιά γινόταν στο μουνί της και τη μαλάκιζα. Τεντώθηκε προς τα πίσω. Με έπιασε από το κεφάλι και πίεζε τη μούρη μου πάνω στο μουνί της. Τινάχτηκε δυο τρεις φορές με δύναμη. Το μουνί της κυριολεκτικά πλημμύρισε από υγρά. Η ανάσα της ήταν γρήγορη. Εγώ συνέχισα για λίγο ακόμα.
Πήρα πρωτοβουλία και της έβαλα κωλοδάχτυλο, ενώ συνέχιζα το γλείψιμο. Της σήκωσα τα πόδια στους ώμους και άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Τον έχωνα όλον μέσα. Σε λίγο με σταμάτησε.
Σηκωθήκαμε όρθιοι στο πάτωμα. Με αγκάλιασε, πήγα να την φιλήσω. Δε με άφησε. Πάτησε το δεξί πόδι της στο κρεβάτι ώστε να μπορώ να τη γαμήσω στην στάση αυτή. Το έχωσα μέσα δεν έμπαινε ολόκληρος αλλά μπορούσα να παίξω με τα βυζιά της. Με το δεξί χέρι την κρατούσα από τη μέση και την πίεζα.
- Αν πάω να σου φύγω, μην με αφήσεις. Κράτα με γερά, αγκαλιασμένη τη μέση μου. Θα με γαμήσεις, ακόμα και με το ζόρι. Θα με κάνεις να χύσω ξανά. Έχεις μεγάλο πούτσο και μου αρέσει.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε εκείνη τη στιγμή. Σε μια στιγμή πήγε να τραβηχτεί. Έκανα όπως μου είπε. Συνέχισα μάλιστα να την γαμάω με περισσότερη ένταση. Έχυσε πλημμυρίζοντας τον πούτσο μου με υγρά. Σε λίγο έφτασα κι εγώ στο τέλος. τραβήχτηκα και άρχισα τρίβω τον πούτσο μου πάνω στην κλειτορίδα της. Έχυσα πάνω στην κοιλιά της.
Σε λίγο ήμαστε στο σαλόνι. Έφερε δύο πορτοκαλάδες παγωμένες.
- Κοίτα, αυτό το πουτανάκι, την Κατερίνα, πρέπει να την τιμωρήσεις.
- Δηλαδή;
- Να τη γαμήσεις. Θα την πας από τον πιο κάτω δρόμο. Εκεί έχει πολλά σπίτια κλειστά. Σε ένα σημείο είναι μια μισοτελειωμένη οικοδομή. Μπείτε μέσα. Εκεί πέταξέ της τα μάτια έξω. Θα τη γαμήσεις στο όρθιο, όπως εμένα. Αν δεις ότι χύνεις γρήγορα, θα της κάνεις γλειφομούνι. Όπως σου έδειξα. Θα πρέπει να την καυλώσεις για να χύσει. Αν σου κάνεις νούμερα, μη μασήσεις. Εξάλλου γαμημένη είναι, δεν είναι και παρθένα. Μόλις τη γαμήσεις θα κανονίσεις πάλι να βρεθείτε στο ίδιο σημείο την επόμενη. Ξανά ο ίδιο. Την μεθεπόμενη να είσαι σίγουρος ότι θα σου ζητήσει από μόνη της. Τότε θα αρνηθείς. Την μεθεπόμενη θα έρθεις σε μένα. Άκου με που σου λέω. Εμείς οι γυναίκες θέλουμε να ξεφτίλισμα πολλές φορές. Μας αρέσει. Βέβαια δε λέω, το λέει η καρδιά σου και πολύ μάλιστα. Αφού τους έκανες τέτοιο χουνέρι, πάνω που ήθελαν να σου το κάνουν εκείνοι, μπράβο σου!
- Κι αν δεν κάτσει η φάση;
- Θα κάτσει. Βρε, χαίρομαι να βοηθάω αγόρια. Είσαι καλό παιδί κι είναι κρίμα να σε παιδεύει ένα πουτανάκι. Κοίτα να μην κολλήσεις όμως, δεν είναι για σένα. Έτσι συμβούλεψα και το Νίκο που ερωτεύτηκε μια μικρούλα. Του είπα πώς να την προσεγγίσει. Εκείνη όμως είναι καλό κορίτσι, δεν είναι κανένα καργιολάκι όπως η Κατερίνα. Απλά, του βλάκα, του Νίκου του λείπει το θάρρος, ντρέπεται. Αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση και άλλη περίπτωση.
Έφυγα από τη Μιράντα χαλαρός και το ηθικό αναπτερωμένο. Πήγα στο σπίτι. Δε βρήκα κανέναν. Έκανα ένα μπάνιο και πλακώθηκα στο διάβασμα. Το απόγευμα είχα φροντιστήριο.
Την άλλη μέρα στο τελευταίο διάλειμμα πιάνω την Κατερίνα από το χέρι και της λέω.
- Στο σχόλασμα σε θέλω. Είναι κάτι επείγον.
- Καλά θα τα πούμε.
Σχολάσαμε. Πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Την πλησίασα.
- Στο σταυροδρόμι την κάνουμε από τον άλλο δρόμο πρέπει να μιλήσουμε ιδιαίτερα.
- Καλά, είπε μαγκωμένη.
Ίσως να φοβόταν. Προχωρήσαμε οι δυο μας και δεν αργήσαμε να φτάσουμε έξω από την οικοδομή που μου υπέδειξε η Μιράντα. Την έπιασα από το χέρι και την τράβηξα στην οικοδομή.
- Τι κάνεις; Γιατί με έφερες εδώ; Είπες πως θα μου έλεγες κάτι.
- Ναι, ήθελα να σου πω ότι τις δουλειές μου πάντα τις τελειώνω. Δεν αφήνω εκκρεμότητες, είπα και άρχισα να την χουφτώνω.
- Μα, είμαι με το Βασίλη, τι κάνεις;
- Και με μένα όταν έπαιζες, ήσουν με τον Βασίλη, το ξέχασες;
Δε μίλησα άλλο, παρά της έκλεισα το στόμα με ένα γλωσσόφιλο. Στην αρχή αντιστεκόταν, ύστερα ηρέμησε. Άρχισε να ανταποδίδει. Έβαλα το χέρι κάτω από την μπλούζα της και της χούφτωσα ξανά τα νεανικά στητά βυζιά της. Με μια κίνηση της ξεκούμπωσα τον τζιν και έβαλα το χέρι μου μέσα. Της χάιδεψα το μουνί πάνω από το κιλοτάκι που φορούσε. Της κατέβασα κι άλλο το παντελόνι. Από ένα σημείο και μετά άρχισε να γουστάρει. Της κατέβασα το παντελόνι και το έβγαλα. Με κοίταζε σαν χαμένη. Γούσταρε, αλλά φοβόταν. Έτσι τουλάχιστον φαινόταν σε μένα.
Γονάτισα. Την έβαλα να σηκώσει το ένα πόδι και να το ακουμπήσει σε κάτι τσιμεντόλιθους. Άρχισα να της πιπιλάω την κλειτορίδα. Τρελάθηκε. Ύστερα της το έγλειψα όπως μου έμαθε η Μιράντα. Η Κατερίνα τρελάθηκε. Έχυσε μία φορά και δε σταματούσε να βογκάει από καύλα.
Σηκώθηκα και της τον κάρφωσα. Άρχισα να τη γαμάω. Ήταν πιο στενή από την Μιράντα. Συνέχισα για ένα πεντάλεπτο. Έχυσε για δεύτερη φορά. Την κρατούσα από την μέση και την πίεζα με όση δύναμη μπορούσα. Βγήκα και έχυσα πάνω στην κοιλιά της. Κατέβασε το πόδι της, με αγκάλιασε και με φίλησε στο στόμα. Δε μιλούσε παρά με κοιτούσε με ένα καυλιάρικο βλέμμα στα μάτια. Με φίλησε ξανά στο στόμα.
- Αύριο ξανά εδώ, της είπα.
- Εντάξει, είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Φύγαμε ως ένα σημείο μαζί. Ήθελε να με κρατάει από το χέρι. Την άφησα για λίγο, ύστερα το απέφευγα. Αργότερα τράβηξε ο καθένας στο δρόμο του.
Την άλλη μέρα δεν έβλεπε η ίδια την ώρα και την στιγμή να βρεθούμε οι δυο μας. Σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος με κοίταζε πονηρά· πράγμα που αντιλήφθηκε και η Λίζα και κατάλαβα ότι θύμωσε.
Το μεσημέρι πάλι στην κρυψώνα μας. Εκεί πραγματικά έδειξε τα ταλέντα της. Μου πήρε από μόνη της μια πίτα που τα είδα όλα. Και φυσικά αργήσαμε να φύγουμε, μια και τη γάμησα δύο φορές.
Φύγαμε. Εκείνη έμεινε με την εντύπωση ότι θα βρισκόμαστε την άλλη μέρα. Εγώ ακολουθούσα την συμβουλή της Μιράντας.
Την άλλη μέρα μόλις σχολάσαμε με έπιασε από το χέρι και μου λέει.
- Έλα, πάμε!
- Δε γίνεται, έχω σοβαρή δουλειά στο σπίτι. Θα το κανονίσουμε αύριο.
- Καλά σε καταλαβαίνω, είπε με ένα γλυκό χαμόγελο και με φίλησε στο μάγουλο.
Πίσω μου ερχόταν ο Βασίλης. Τη φώναξε. Εγώ συνέχισα. Εκείνη σταμάτησε. Καθώς προχωρούσα παρακάτω γύρισα και κοίταξα. Τσακώνονταν για τα καλά. Είδα που γύρισε και έφυγε θυμωμένος σε άλλη κατεύθυνση. Κατάλαβα τι έγινε. Εγώ τράβηξα το δρόμο για το σπίτι της Μιράντας. Έφτασα. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε. Μπήκα μέσα. Πετάω την τσάντα κάτω και σηκώνω τα χέρια σαν το νικητή.
- Θρίαμβος Μιράντα μου, θρίαμβος…
και την αγκάλιασα και τη φίλησα.
- Είδες; Να την ακούτε τη Μιράντα εσείς, τα μικρά αγοράκια. Ξέρει τι σας λέει. Και τώρα νεαρέ μου άντε να κάνεις μπάνιο. Πρέπει να πληρωθώ κι εγώ, έτσι δεν είναι;
- Εντάξει, αξίζεις ένα θησαυρό!
Πήγα στο μπάνιο. Σε λίγο βγήκα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. η Μιράντα ήταν γυμνή και με περίμενε. Πήγα να πέσω πάνω στα βυζιά της με μανία.
- Ηρέμησε, Δημήτρη μου. Θέλω να μου τα πεις όλα με λεπτομέρεια.
Άρχισα να εξιστορώ τα γεγονότα των δύο προηγούμενων ημερών. Όσο της τα έλεγα τη χάιδευα ταυτόχρονα. Εκείνη είχε ανάψει για τα καλά όπως κι εγώ. Με καβάλησε και άρχισε να χοροπηδάει με μανία. Σε λίγο έχυσε δυνατά. Ακολούθησα κι εγώ χύνοντας πάνω στην κοιλιά μου.
- Θα πληρώσεις καλά σήμερα, Δημητράκη, είπε με ένα χαμόγελο.
- Θα σου δώσω ό,τι έχω και δεν έχω, Μιράντα μου!
- Έτσι μπράβο, έτσι σε θέλω.
Το κάναμε και δεύτερη φορά. Ύστερα βγήκαμε στο σαλόνι.
- Κοίτα, μου λέει. Πρόσεξε μην κολλήσεις μαζί της πάλι. Το ότι χώρισε εκείνο το φλώρο δεν σημαίνει τίποτα. Μην είσαι μαλάκας. Δε θα φτιάξει ξαφνικά χαρακτήρα. Φαντάσου μόνο ότι μπορούσε να σου κάνει το χουνέρι να γυρίσεις γυμνός πίσω. Δεν ήταν λίγο αυτό που σου σκάρωσε αυτό του πουτανάκι. Και γιατί; Για να σπάσει πλάκα με τα άλλα τα κωλοπαίδια. Χωρίς να της κάνεις και κακό. Και μάλιστα την βοήθησες και στις εργασίες· φιλότιμο μηδέν. Δε θέλω να σε βλέπω να σε πιάνει κορόιδο για άλλη μια φορά. Κατάλαβες; Είναι αχάριστη.
- Και τι με συμβουλεύεις;
- Φτύσε τη τώρα. Μην της δίνεις σημασία. Μου είπες τις προάλλες ότι υπάρχει κάποια που σε γουστάρει. Έτσι δεν είναι; Κι επίσης είναι καλή κοπέλα.
- Ναι, από ό,τι μου είπε η αδερφή μου και ο Νίκος, η κοπέλα αυτή με γουστάρει· και γνωριζόμαστε χρόνια τώρα. Είμαστε γείτονες και συμμαθητές.
- Η Παναγιώτα είναι η αδερφή σου;
- Ναι, την ξέρεις;
- Ο τόπος είναι μικρός. Κοίτα να τα βρεις με την άλλη κοπέλα. Έτσι θα είσαι ήρεμος. Θα δώσεις και εξετάσεις τώρα. Αυτή απλά θα σε τρελάνει. Κοίτα, αν τα βρεις με την κοπελίτσα, που είναι καλό κορίτσι, τότε κομμένα και μαζί μου τα πάρε δώσε, κατάλαβες; Όπως έκανε κι ο φίλος σου ο Νίκος, του το ξέκοψα μια για πάντα. Μπορεί να γουστάρω να γλεντάω, αλλά ανάμεσα σε ζευγάρια δε μπαίνω.
- Αυτός τι έκανε;
- Τι να κάνει; Ήταν αμοιβαία τα αισθήματα και τα βρήκανε. Ε, του το είπα… και τυχαία να μου χτυπήσει την πόρτα, δεν πρόκειται να του ανοίξω. Αν και δε νομίζω. Την αγαπάει πολύ τη μικρούλα. Κι είναι κι εκείνος πολύ καλό παιδί και τίμιος χαρακτήρας.
- Τελικά, ρε Μιράντα, είσαι ένας άγγελος. Δεν έχω λόγια για σένα, παρά μόνο τα καλύτερα.
Έφυγα από τη Μιράντα άλλος άνθρωπος. Στο δρόμο σκεφτόμουν όλα όσα μου είπε. έφτασα στο σπίτι. Ήταν η Παναγιώτα με τη Λίζα.
- Χαιρετώ τα όμορφα κορίτσια… είπα με ένα ευδιάθετο ύφος.
Εκείνες με κοιτούσαν περίεργα. Κάθισα μαζί τους. Έβλεπα την Παναγιώτα διαφορετική. Στο πρόσωπό της είδα ζωγραφισμένη την ευτυχία. Είχα πολύ καιρό να την δω έτσι. Η Λίζα ήταν κάπως μαζεμένη. Ήταν Παρασκευή.
- Να σας πω, θέλετε σήμερα το βράδυ να βγούμε να διασκεδάσουμε όλοι μαζί;
- Ναι θέλουμε, είπαν και οι δύο με ενθουσιασμό.
- Ωραία! Θα πω και στον Νίκο να έρθει.
Αμέσως το πρόσωπο της αδερφής μου έφεξε. Τότε πλέον έδεσε το πάζλ της Μιράντας στο μυαλό μου. Το πρόσωπο που ήταν ερωτευμένος ο Νίκος ήταν η αδερφή μου. Δεν είχα πρόβλημα. Χαιρόμουν μάλιστα, γιατί ο Νίκος ήταν ο καλύτερος φίλος μου και ήξερα το πόσο καλό και φιλότιμο παιδί είναι. Αμέσως τον πήρα τηλέφωνο.
- Πώς και δε λες και στην Κατερίνα να έρθει; Ρώτησε η Λίζα.
- Η Κατερίνα, Λίζα μου, τελείωσε για πάντα. Μου την έκανε και της την έκανα. Και να σου πω και κάτι, κατάλαβα πόσο σκάρτος χαρακτήρας είναι. Απλά έπρεπε να πάρω την εκδίκησή μου· και την πήρα.
- Δηλαδή;… ρώτησε η Λίζα.
- Δηλαδή, Λιζάκι μου, ό,τι και να ακούσεις στο σχολείο από διάφορους, να μη δώσεις σημασία. Θα είναι λόγια από πληγωμένους εγωισμούς.
- Εγώ;… λέει η Λίζα με ένα ύφος δήθεν αδιάφορο, εμένα, τι με αφορά;
- Θα σου εξηγήσω αργότερα για ποιο λόγο σου το λέω. Δε μπορώ τώρα. Εντάξει;…
είπα και τη χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο. Εκείνη έλιωσε πραγματικά. Η δε Παναγιώτα, κατάλαβε τις προθέσεις μου, και μια και συναινούσε σε όλο αυτό, αυτό την έκανε περισσότερο ευτυχισμένη.
- Λίζα, δε θα έρθεις να πάμε στο φροντιστήριο;… τη ρώτησα.
- Ναι, θα έρθω, είπε με χαρά.
- Ωραία, θα πάμε μαζί. Άντε πετάξου πάρε τα πράγματα. Σε περιμένω να πάμε μαζί.
Η Λίζα σηκώθηκε και πήγε, θα έλεγα τρέχοντας. Μόλις έφυγε η Λίζα, η Παναγιώτα ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο.
- Αδερφούλη μου, είσαι λεβεντιά. Κύριος! Τι θα κάνεις τώρα; Θα γίνει κάτι;
- Ε, θα δούμε. Μπορεί να μη θέλει.
Η Λίζα ήρθε σε λίγο. Φύγαμε νωρίτερα για το φροντιστήριο. Στο δρόμο δε μιλούσαμε. Σε μια στιγμή σταμάτησα.
- Τι έπαθες, Δημήτρη;
Την έπιασα τα χέρια και την τράβηξα κοντά μου.
- Μου αρέσεις!
Με κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο στα μάτια.
- Σ’ αγαπώ! Καιρό τώρα. Αλλά εσύ είχες μάτια για άλλη.
- Η άλλη πλήρωσε αυτό που της άξιζε. Τώρα έχω μάτια μόνο για σένα. Να το ξέρεις.
Φιληθήκαμε στο στόμα. Με ένα φιλί που δεν έλεγε να τελειώσει. Αγκαλιαστήκαμε τρυφερά. Προχωρούσαμε στο δρόμο χέρι-χέρι. Σε κάποια στιγμή ανταμώνουμε την Κατερίνα. Ήταν μόνη της. Με κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Η Λίζα έκανε να τραβηχτεί. Εγώ την αγκάλιασα και την έσφιξα πάνω μου.
- Γειά σου, Κατερίνα… είπα με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
- Γεια… είπε και έτρεξε και εξαφανίστηκε.
- Κορίτσι μου, εγώ θα σου τα πω όλα. Να τα ξέρεις κι εσύ, είπα στη Λίζα. Δε θέλω να μάθεις τίποτα από τρίτους…
και μέχρι το φροντιστήριο της τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα. Η Λίζα δε θύμωσε. Κατάλαβε.
- Συνεχίζω να σ’ αγαπώ, μπουμπούνα!
- Κι εγώ σ’ αγαπώ!
Φτάσαμε στο φροντιστήριο. Με το που τελειώσαμε, φύγαμε γρήγορα για το σπίτι. Η Παναγιώτα ήταν έτοιμη. Είχε ντυθεί όμορφα.
- Να σε δω; Ω… θα κάψεις καρδιές απόψε!
- Ωραία δεν είμαι;… είπε και έκανε μια στροφή.
- Να δω ποιος θα σε καμαρώνει απόψε…
είπα αφού πλέον ήταν φανερό ότι επρόκειτο για τον Νίκο. Εγώ έκανα ένα μπάνιο και ντύθηκα. Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η Λίζα. Ήταν ντυμένη πανέμορφα. Ένα κοντό φόρεμα μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο. Ήταν μια θεά. Με το που μπήκε τη φίλησα στο μάγουλο. Μόλις το είδε η Παναγιώτα κατάλαβε. Η Λίζα προχώρησε στο σαλόνι. Η Παναγιώτα την αγκάλιασε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και ήταν σα να μιλούσαν.
- Μπράβο, βρε αδερφέ! Έχεις γούστο, λέει η Παναγιώτα.
- Εγώ ναι, να δω εσύ, βρε βλαμμένο, τι γούστο έχεις.
- Έχει… είπε η Λίζα.
- Να δω και βλέπουμε, αν δώσω τη συγκατάθεσή μου.
Είχα όλη τη διάθεση για πείραγμα εκείνο το βράδυ. Σε λίγο χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο Νίκος. Πήγα εγώ και άνοιξα. Μπήκε μέσα και δεν έπαιρνε τα μάτια του από την Παναγιώτα. Ένιωθαν άβολα και τα δυο. Φύγαμε με το αμάξι του Νίκου. Δε μιλούσαμε ιδιαίτερα. Πήγαμε σε μια πιτσαρία στην αρχή. Εγώ κάθισα δίπλα στη Λίζα. Σε κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο να έχει πιάσει κάτω από το τραπέζι το χέρι της Παναγιώτας. Τότε μου ήρθε να τους πειράξω. Το ψιθύρισα στη Λίζα. Εκείνη με τα βίας κρατιόταν να μη γελάσει.
- Ε, Παναγιώτα, πριν που μιλούσαμε στο σπίτι, ήθελα να σου πω, ότι είσαι μικρή ακόμα να θέλεις έρωτες. Εντάξει, δεν λέω, όμορφη κοπέλα είσαι, αλλά θεωρώ ως μεγαλύτερος αδερφός ότι είναι νωρίς για σένα. Οπότε αλίμονο σε εκείνον που θα απλώσει χέρι πάνω σου. Είμαι ικανός να κάνω και φόνο.
Με κοίταζαν και οι δυο σα χαμένοι. Ο Νίκος κυριολεκτικά είχε παγώσει. Η Παναγιώτα θύμωσε, αλλά το έκρυβε όσο μπορούσε.
- Να σας πω, βρε παιδιά, συνέχισα, δε βάζετε τα χέρια σας πάνω στο τραπέζι. Δεν είναι ωραίο να τα έχετε κάτω.
Εκείνοι σάστισαν και οι δυο. Τα έχασαν εντελώς. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Ο πιο αστείος ήταν ο Νίκος. Είχε τέτοια αμηχανία στο πρόσωπό του… Έβαλαν τα χέρια πάνω στο τραπέζι με μια αμηχανία και μια ενοχή, λες και έκαναν το χειρότερο έγκλημα στον κόσμο. Δε μιλούσαν. Η Λίζα με σκουντούσε όλη την ώρα. Σε μια στιγμή σκύβει και μου ψιθυρίζει.
- Ασ’ τους, μωρέ, κρίμα δεν είναι;
- Κοίτα, Νίκο, αν είναι να πιάνεις το χέρι της αδερφής μου, να το πιάνεις πάνω πάνω από το τραπέζι. Τι στα κομμάτια, θα κρύβεστε κι από μένα βρε κωλόπαιδα; Σας ξέρω και τους δυο σαν κάλπικη δεκάρα. Δε μπορείτε να κρυφτείτε και ξέσπασα στα γέλια.
Η Λίζα ξέσπασε κι εκείνη σε γέλια. Δε μπορούσε πια να αντέξει. Η Παναγιώτα είχε κοκκινίσει στην αρχή από την ντροπή της
- Παναγιώτα μου, επειδή το παλικάρι δίπλα σου το γνωρίζω πολύ καλά και ξέρω πόσο καλό παιδί είναι, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Οπότε σταματήστε να παίζετε το κρυφτό. Μπρος φιληθείτε.
Γύρισα και φίλησα τη Λίζα.
- Να, έτσι γίνεται, ανήλικα… είπα μέσα στα γέλια.
Η Παναγιώτα τότε έπιασε τον Νίκο, που τα είχε εντελώς χαμένα, τον τράβηξε κοντά της και τον φίλησε στο στόμα. Χαμογέλασε και στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η ευτυχία. Σηκώθηκε από το τραπέζι, ήρθε δίπλα μου και με φίλησε στο μάγουλο. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Τη φίλησα στο μάγουλο. Μετά από αυτό πάγος έσπασε στην παρέα. Ήμαστε όλοι τόσο χαρούμενοι εκείνο το βράδυ.
Μετά την πιτσαρία πήγαμε σε ένα μπαράκι. Έβλεπα το Νίκο με την αδερφή μου να είναι και οι δυο τόσο ευτυχισμένοι κι αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Περάσαμε πολύ όμορφα. Εγώ δίπλα στην Λίζα μου ένιωθα μια σιγουριά, μια ασφάλεια. Ένιωθα αυτό το άτομο τόσο δικό μου, που μπορούσα να του εμπιστευτώ τα πάντα. Όλο το βράδυ την κρατούσα και με κρατούσε αγκαλιά. Φύγαμε τα ξημερώματα. Από τα ποτά παραπατούσαμε σχεδόν και οι τέσσερις.
Την Δευτέρα στο σχολείο άργησα λίγο να πάω. Πονούσε τρομερά το κεφάλι μου. Με το που πήγα, στο διάλειμμα, με πλησίασε η Κατερίνα.
- Αυτό θα μου το πληρώσεις.
- Ποιο, βρε Κατερίνα;
- Το ό,τι έπαιξες μαζί μου.
- Το γούσταρες το παιχνιδάκι. Δεν έκανα κάτι που δεν ήθελες Κατερίνα. Εξάλλου ποιος έπαιξε πρώτος; Ε; Και μάλιστα τότε θα μπορούσαμε να έχουμε και δράματα και με ‘σένα την ίδια και με τα άλλα τα κωλόπαιδα από την παρέα σου. Λοιπόν, επειδή δεν είμαι κανένας που θα κωλώσω και στο απέδειξα αυτό, μακριά από μένα, εντάξει; Δε θα βγεις κι από πάνω…
Έφυγε από δίπλα μου. Σε λίγο με πλησίασε η Λίζα.
- Τι έγινε, Δημήτρη μου, τι σου είπε η ξιπασμένη;
- Τίποτα ιδιαίτερο, απλά ζορίστηκε λίγο, που μας είδε μαζί. Δεν πειράζει, θα της περάσει. Να πάει να γαμηθεί το τσόκαρο. Κι έτσι και τολμήσει και κάνει κάτι, θα πιάσει το διάολο από τα αρχίδια για τα καλά αυτή τη φορά.
- Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε εμείς Δημήτρη μου, παράτα την και μην ασχολείσαι.
Την μέρα εκείνη η Παναγιώτα είχε στις τρεις το μεσημέρι φροντιστήριο. Θα γύριζε στις 5. Είπα στη Λίζα να έρθει από το σπίτι να δούμε κάτι για το φροντιστήριο. Δέχθηκε. Φύγαμε μαζί μόλις σχολάσαμε.
Σε λίγο η Λίζα ήταν στο σπίτι μου. Με το που μπήκε αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Φτιάξαμε δύο καφέδες και πήγαμε στο δωμάτιό μου. Κλείσαμε την πόρτα. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Έβαλα το χέρι μου κάτω από την μπλούζα της. Χάιδευα τα όμορφα νεανικά και πλούσια στήθη της. Τράβηξα τη μπλούζα της και έπεσα με πάθος πάνω στις σκληρές ρώγες της. Τις πιπίλισα αρκετά. Ύστερα κατέβηκα στην κοιλιά της με τη γλώσσα μου. Της ξεκούμπωσα το παντελόνι που φορούσε. Εκείνη με διευκόλυνε να της το βγάλω σηκώνοντας τα πόδια. Σε λίγο ήμασταν και οι δυο γυμνοί. Άρχισα να τη φιλάω στο στόμα. Έπιασα τον πούτσο μου και άρχισα να τον τρίβω στο μουνί της. Είχε γίνει μούσκεμα. Με μια κίνηση έσπρωξα μέσα της. Ήταν παρθένα. Την Έσπασα. Εκείνη δαγκώθηκε λίγο στην αρχή. Άρχισα να μπαινοβγαίνω. Σε λίγο δεν άντεξα έτσι στενή που ήταν. Έχυσα πάνω στην κοιλιά της.
Ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα. Την αγκάλιαζα και τη φιλούσα. Ήμαστε και οι δυο ευτυχισμένοι. Με τη Λίζα ένιωθα ότι βρήκα τον άνθρωπό μου. Αυτό το κορίτσι μου ενέπνευσε μια σιγουριά και μια ασφάλεια. Ήξερα από την πρώτη στιγμή που τα φτιάξαμε, πως η Λίζα σε ότι και να μου συνέβαινε θα ήταν εκεί, δίπλα μου. Και αυτή η αίσθηση με έκανε πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο.
Σε λίγο σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Ύστερα πήγα κι εγώ. Γυρίσαμε στο δωμάτιο. Ξαπλώσαμε και αρχίσαμε πάλι τα φιλιά και τα χάδια. Κατέβηκα ανάμεσα στα πόδια της και άρχισα να της γλείφω το μουνί. Η Λίζα απογειώθηκε από την καύλα. Δεν άργησε να φτάσει σε οργασμό. Είχα επιστρατεύσει όλη την τέχνη που μου δίδαξε η Μιράντα. Σε λίγο ήμουν ξανά μέσα της. Αρκετά αυτή τη φορά. Την έβαλα στα τέσσερα και άρχισα να τη γαμάω από πίσω. Αυτή την φορά κράτησε πάνω από μισάωρο. Η Λίζα έχυσε άλλη μια φορά. Εγώ έχυσα πάνω στον κώλο της. Μείναμε ξαπλωμένοι για ώρα και λέγαμε ερωτόλογα. Σε κάποια στιγμή ακούω το κλειδί στην πόρτα. Ήταν η μάνα μου.
- Δημήτρη… φώναξε.
- Ναι, μητέρα, έρχομαι αμέσως.
Ντυθήκαμε με τη Λίζα. Η Λίζα ντρεπόταν στην αρχή. Βγήκαμε από το δωμάτιο.
- Καλησπέρα κα Νικολέτα… είπε η Λίζα μαγκωμένη.
- Καλησπέρα, Λίζα μου, τι κάνεις κορίτσι μου! Μέρες είχα να σε δω παιδί μου! Για να σε δω, ομόρφυνες, φτου να μη σε ματιάσω! Τι κάνεις είσαι καλά; Οι δικοί σου;
- Καλά είναι, μια χαρά.
- Δημήτρη, τι ώρα έχεις φροντιστήριο;
- Στις εφτά, γιατί;
- Έστειλε ο θείος σου κάτι πράγματα, μπορείς να πας να τα πάρεις; Εγώ δεν αισθάνθηκα καλά και έφυγα νωρίτερα από τη δουλειά.
- Γιατί, βρε μάνα, τι έπαθες;
- Δεν ξέρω, ένιωσα μια αδιαθεσία.
- Θέλεις να πάμε στο γιατρό;
- Όχι, είμαι καλύτερα.
Έφυγα με τη Λίζα μαζί. Πήγαμε πήραμε τα πράγματα και γυρίσαμε σπίτι. Σε λίγο φύγαμε για το φροντιστήριο.
Τελειώσαμε το μάθημα και γυρίζαμε με τα πόδια σιγά σιγά λέγοντας αστεία και δίνοντας φιλιά και αγκαλιές ο ένας στον άλλον. Φτάσαμε στα σπίτια μας. Χωριστήκαμε ο καθένας για το σπίτι του. Πλησίασα και είδα την μάνα μου πεσμένη στη βεράντα . Η Λίζα άκουσε τις φωνές μου και γύρισε τρέχοντας. Τη συνεφέραμε. Σε λίγο ήμασταν στο νοσοκομείο της πόλης. Ο γιατρός της έγραψε μια αγωγή και της συνέστησε ξεκούραση για λίγες μέρες.
Φτάσαμε στο σπίτι. Βρήκα την Παναγιώτα με τη μάνα της Λίζας. Η κυρία Φωφώ είχε δει το σκηνικό και περίμενε με αγωνία παρέα με την Παναγιώτα. Εξάλλου, ως γείτονες που ήμασταν τόσα χρόνια, είχαμε πάντα πολύ καλές σχέσεις. Η κα. Φωφώ κάθισε μαζί μας στο σαλόνι. Η μάνα μου έδειχνε να είναι καλύτερα.
- Χρυσό κορίτσι η κόρη σου, Φωφώ μου! Διαμάντι. Ήρθε μαζί μου, με βοήθησε στο νοσοκομείο, τι να πω. Ένα κομμάτι μάλαμα, συγχαρητήρια!
- Και τα δικά σου παιδιά δεν πάνε πίσω Νικολέτα μου, ο Δημήτρης είναι πολύ υπεύθυνος.
Συνέχισαν τη συζήτηση χαλαρά. Η μάνα μου είχε πια συνέλθει. Αργότερα η Λίζα και η μάνα της έφυγαν. Καθόμασταν στο σαλόνι οι τρεις μας.
- Να, μια τέτοια νύφη θα ήθελα για σένα γυιόκα μου, είπε η μάνα μου, χαμογελώντας.
- Ναι, μαμά, είπε η Παναγιώτα έχοντας κι εκείνη διάθεση πειράγματος.
- Η Λίζα είναι χρυσό κορίτσι. Πραγματικά τη θαυμάζω και φυσικά, την αγαπώ…
είπα με σκοπό να τις αδειάσω εντελώς ώστε να μην έχουν κάτι να πούνε στη συνέχεια. Επίσης, μαμά.
- Κι ο Νίκος καλό παιδί είναι, τι λες;… είπα με ένα χαμόγελο και ύφος πειράγματος.
Η κυρία Νικολέτα, που ήταν γάτα και πάντα διάβαζε το μυαλό μας, χαμογέλασε.
- Ο Νίκος, Δημήτρη μου, είναι πολύ καλό παιδί. Χαίρομαι που κάνετε παρέα μαζί. Κι οι γονείς του είναι καλοί άνθρωποι. Να ένα τέτοιο παλικάρι θα ήθελα να παντρευτεί την Παναγιώτα μας.
- Δε σταματάτε λέω εγώ με τα προξενιά σας… είπε η Παναγιώτα με αγανάκτηση.
Η βραδιά κύλισε ευχάριστα. Την άλλη μέρα στο σχολείο με πλησιάζει ένας συμμαθητής, ο Γιώργης.
- Δημήτρη, κοίτα, το μαλακισμένο ο Προκόπης με το Βασίλη κυκλοφορούν μια φωτογραφία σου, με σένα γυμνό να κρατάς ένα μαξιλάρι μπροστά σου. Δες τι θα κάνεις.
- Σε ευχαριστώ, βρε Γιώργη, είπα και τράβηξα στη γωνιά του προαυλίου που ήταν η Κατερίνα με μία φίλη της.
Με το που με είδε μαγκώθηκε.
- Λοιπόν, πες του Βασιλάκη και τον Προκόπη να συμμαζευτούν. Αν συνεχίσουν το παιχνίδι, θα δεις τις περιπτύξεις μας σε αφίσα και κολλημένες στις κολόνες της ΔΕΗ σχεδόν σε όλη την πόλη. Εγώ δεν κωλώνω και το ξέρεις.
Εκείνη έμεινε να με κοιτάζει άναυδη.
- Τι εννοείς; Έχεις φωτογραφίες;
- Φυσικά!
- Να τις δω.
- Αν το θέλεις τόσο πολύ, θα τις δεις στις κολόνες της ΔΕΗ. Αύριο κιόλας. Μπορώ και στην Κεντρική Πλατεία να κολλήσω μερικές. Τι λες;
Έφυγα από δίπλα της. Η Κατερίνα με κοιτούσε παγωμένη.
Ο καιρός περνούσε. Με τη Λίζα δενόμαστε όλο και πιο πολύ. Δεν αμελούσαμε όμως και το διάβασμα. Πολλά απογεύματα εκμεταλλευόμασταν τις ώρες που η Παναγιώτα έλειπε στο φροντιστήριο. Μέχρι να γυρίσει η μάνα μου από τη δουλειά του δίναμε και καταλάβαινε στον έρωτα.
Ο Νίκος με την Παναγιώτα είχαν προχωρήσει τη σχέση τους. Το έμαθα από τη Λίζα. Μάλιστα πολλές φορές η Παναγιώτα πήγαινε με τις ώρες από το Νίκο.
Ήταν Μάρτης. Τον άγχος για τις εξετάσεις φούντωνε περισσότερο και στους δυο μας. Εγώ με την Λίζα μελετούσαμε αρκετά. Πολλές φορές βάζαμε στοίχημα ποιος θα λύσει πιο γρήγορα την άσκηση. Έτσι εξασκούμασταν καλά.
Ήταν απόγευμα,14 Μαρτίου. Κάναμε ένα διάλειμμα από το διάβασμα. Ήμασταν μισοξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου.
- Δημήτρη μου, απόψε λέω να βγούμε να πάμε να φάμε. Πρέπει να ξελαμπικάρει λίγο το μυαλό μας.
- Δεν έχεις άδικο.
- Αλλά πρώτα πρέπει να ξέρεις ότι σήμερα είναι η παγκόσμια ημέρα του π, της μπριζόλας και της…
- Της;
- Πεολειχίας… είπε και έσκασε στα γέλια.
Ύστερα σοβαρεύτηκε. Άρχισε να με φιλάει στο στόμα. Σιγά σιγά κατέβηκε στο στήθος. Με το χέρι της ξεκούμπωσε το τζιν που φορούσα και έβαλε το χέρι από μέσα. Χούφτωσε τον πούτσο μου και άρχισε να τον παίζει σιγά σιγά απογειώνοντάς με. Μου τον έβγαλε έξω και κατέβηκε προς τα κάτω. Τον πήρε τρυφερά μέσα στο στόμα της και άρχισε να παίζει με τη γλώσσα της το πουτσοκέφαλο. Ήταν υπέροχο. Σε κάποια στιγμή μου βγάζει εντελώς τον παντελόνι. Όπως ήμουν ανάσκελα πάει ανάμεσα στα πόδια μου και αρχίζει να τον παίρνει βαθιά. Ήταν τέλειο. Τον έπαιρνε σχεδόν ολόκληρο μέσα της. Πρώτη φορά έβγαζε τέτοιο πάθος καθώς τον έπαιρνε μέσα της ολόκληρο σε κάποιες φάσεις. Έπειτα κατέβηκε και άρχισε να μου γλείφει τα αρχίδια. Τέτοια τρυφερότητα και μαεστρία με ξάφνιασε. Ύστερα από πέντε λεπτά ρουφήγματος, με καβάλησε. Άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω έχοντας καρφωμένο τον πούτσο μου στο μουνί της. Εγώ χάιδευα τα όμορφα βυζιά της. Μου άρεσε που λικνίζονταν καθώς κουνιόταν πάνω μου. Την έπιασα από τη μέση και άρχισα και εγώ να κουνιέμαι. Σε λίγο έχυσε δυνατά πάνω μου. Δεν άργησα να φτάσω κι εγώ στο τέλος. Η Λίζα βγήκε και άρχισε να τρίβει το μουνί της πάνω στον πούτσο μου όσο έχυνα. Όταν τελείωσα, έπεσε πάνω μου και αρχίσαμε τα φιλιά.
- Σ’ αγαπάω, Λίζα!
- Κι εγώ, Δημήτρη μου!
Πέρασε η ώρα. Πλησίαζε να έρθει η μάνα μου. Σηκωθήκαμε γρήγορα και πήγαμε στο μπάνιο. Ύστερα καθίσαμε στο σαλόνι περιμένοντας να έρθει η ώρα για το φροντιστήριο. Φύγαμε για το φροντιστήριο.
Ο καιρός πέρασε. Δώσαμε πανελλήνιες. Η Λίζα όπως και εγώ περάσαμε στην Αθήνα.
Ο δεσμός μας πια δεν ήταν κρυφός από τους γονείς μας. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που ο κ. Αντώνης με την κα. Φωφώ μας καλούσαν στο σπίτι για φαγητό. Ήρθε ο καιρός που έδωσε και η Παναγιώτα εξετάσεις. Εκείνη προτίμησε τη Θεσσαλονίκη· πώς να μην το έκανε αφού ο καλός της, ο Νίκος, πέρασε κι εκείνος εκεί.
Όσο ήταν και η Παναγιώτα στο σχολείο, νοικιάζαμε ξεχωριστά σπίτια με τη Λίζα. Υπήρχε το σκεπτικό ότι πιθανόν να περνούσε και η Παναγιώτα στην Αθήνα. Μετά που ξεκαθάρισε το τοπίο, το πού θα ήταν η Παναγιώτα, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Ήταν καλοκαίρι. Ήμασταν στο σπίτι μας. Ήταν Κυριακή πρωί. Σηκώθηκα και παρακάλεσα την Παναγιώτα να μου σιδερώσει το κουστούμι.
- Μα, πού θα πας έτσι επίσημα; Με ρώτησε.
- Όχι, μακριά. Κάπου εδώ κοντά. Με τα πόδια, απάντησα. Καλά εσείς ακόμα να ετοιμαστείτε;
- Γιατί, ρε; Έχουμε κάτι σήμερα; Ρώτησε κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει.
- Μα δεν σου είπε η μάνα; Σήμερα θα ζητήσω επίσημα τη Λίζα από τους δικούς της.
Σε δύο ώρες ήταν κι εκείνες έτοιμες. Φύγαμε. Εγώ πήγα πρώτα από ένα ανθοπωλείο μια πήρα μια ανθοδέσμη. Η μέρα κύλησε ευχάριστα. Εκείνο το βράδυ βγήκαμε να το γιορτάσουμε όλοι μαζί. Καλεσμένος μας, φυσικά, ήταν κι ο Νίκος.
Το Σεπτέμβρη η Λίζα ξενοίκιασε την γκαρσονιέρα που έμενε. Μείναμε μαζί πια. Ο καιρός περνούσε. Τελειώσαμε τις σπουδές μας και οι δύο και επιστρέψαμε στην πόλη μας. Μετά από ένα χρόνο μόλις απολύθηκα έγινε κι ο γάμος μας. Με την Λίζα μείναμε σε ένα άλλο σπίτι, οι δυο μας. Έπιασα δουλειά σε ένα εργοστάσιο ως μηχανικός που ήμουν. Η αμοιβή, δε μπορώ να πω, ήταν ικανοποιητική και μπορούσαμε να ζούμε άνετα.
Ήταν Αύγουστος. Γύρισα από την δουλειά. Η Λίζα με περίμενε στο σπίτι. Έκανα ένα μπάνιο και κάθισα στο τραπέζι. Άργησα εκείνη τη μέρα. Η Λίζα κάθισε μαζί μου. Έβαλε δύο πιάτα.
- Συγγνώμη, αγάπη μου, δεν έχεις φάει ακόμα;
- Ε, έφαγα, Δημητράκη μου, τσίμπησα λίγα φρούτα. Σε περίμενα να φάμε παρέα, καλέ μου.
Καθίσαμε και φάγαμε συζητώντας για διάφορα. Εγώ δε μετέφερα ποτέ προβλήματα από τη δουλειά μου στο σπίτι. Μπορεί να υπήρχαν πολλές φορές θέματα και προβλήματα που με ζόριζαν, αλλά δεν ήταν στο χαρακτήρα μου να προβληματίζω και γι’ αυτά την αγαπημένη μου, αλλά ούτε και την υπόλοιπη οικογένεια. Σε μια στιγμή η Λίζα σηκώθηκε και πήρε μια μπύρα από το ψυγείο. Έβαλε στο ποτήρι μου γεμίζοντάς το κανονικά. Εκείνη έβαλε μόλις ένα δάχτυλο.
- Λιζάκι μου, γιατί τόση λίγη εσύ;
- Ε, κάποιος λόγος θα υπάρχει. Τελευταία δεν αισθανόμουν καλά και πήγα στο γιατρό σήμερα.
- Και; Τι σου είπε, μωρό μου, τι έχεις;
Με κοίταξε μαζεμένη, πιο πολύ μου φάνηκε νάζι, με ένα γλυκό χαμόγελο, που μαζί μ’ αυτό χαμογελούσαν και τα μάτια της.
- Δημήτρη μου, είμαι έγκυος… είπε και μαζεύτηκε σα μικρό παιδί που φοβόταν να μην το μαλώσουν.
- Τι είπες;… είπα αφήνοντας το ποτήρι μου κάτω. Σηκώθηκα πήγα δίπλα της την αγκάλιασα και τη φίλησα στο μάγουλο.
- Ναι, περιμένουμε μωράκι. Είναι σίγουρο.
- Ομορφιά μου, δε θα μπορούσες να μου πεις τίποτα πιο όμορφο, πιο χαρούμενο από αυτό! Σ΄ αγαπάω!
Την αγκάλιασα και τη φίλησα ξανά. Ύστερα άρχισα να της φιλάω και να της χαϊδεύω την κοιλιά.
- Έλα αγαπημένε μου, φάε το φαγητό σου!
Κάθισα να συνεχίσω το φαγητό μου. Η Λίζα έβαλε κι άλλη μπύρα στο ποτήρι της.
- Μα, κάνει;
- Ναι, μπορώ ακόμα λίγη. Δε θα μεθύσω.
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
Το βράδυ ξαπλώσαμε κατά τις 10 στο κρεβάτι. Άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη φιλάω τρυφερά. Εκείνη ανταπέδιδε τα φιλιά μου. Ξάπλωσε με την πλάτη σε μένα και έβαλα το μπράτσο μου μαξιλάρι. Με το δεξί χέρι της κατέβασα το κιλοτάκι. Έβγαλα κι εγώ το δικό μου και σιγά σιγά τον έχω στη μουνάρα της που ήταν πλημμυρισμένη από υγρά άρχισα να τη γαμάω αργά. Η Λίζα κουνούσε ρυθμικά τον κώλο της δίνοντάς μου περισσότερη ηδονή. Ύστερα μου ζήτησε να γυρίσει ανάσκελα. Πήγα από πάνω της. Σήκωσε τα πόδια της στους ώμους της και άρχισα να τη γαμάω πιο γρήγορα. Βρήκαμε ένα ρυθμό που άρεσε και στους δυο μας. σε λίγο την είδα να κοκκινίζει. Κατάλαβα πως θα τελείωνε. Έχυσα μέσα της. Μαζί μου, ταυτόχρονα έχυνε κι εκείνη. Όταν πια στράγγισα τον έβγαλα και ξάπλωσα δίπλα της. Ήταν τόσο όμορφο! Την πήρα στην αγκαλιά μου και αρχίσαμε να λέμε γλυκόλογα ο ένας στον άλλον. Αποκοιμηθήκαμε γυμνοί και αγκαλιασμένοι.
Ο καιρός πέρασε και η Λίζα μου έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο αγοράκι. Ο μικρός μεγάλωσε σιγά σιγά. Εγώ συνέχιζα να δουλεύω στη δουλειά που δούλευα. Η ζωή μας κυλούσε ήρεμα.
Ήταν αρχές τους καλοκαιριού. Μια μέρα στη δουλειά μας κάλεσε ο διευθυντής και μας ανακοίνωσε ότι στις 3 το μεσημέρι θα σταματούσαμε όλοι τη δουλειά και συγκεντρωνόμαστε σε ένα μεγάλο χώρο. Ήρθε η ώρα. Όλοι μας είχαμε μια αγωνία. Σε λίγο μας ανακοινώθηκε ότι η επιχείρηση άλλαξε χέρια. Και μας παρουσίασε την καινούργια ιδιοκτήτρια. Εκεί ήταν που έμεινα. Η Κατερίνα εμφανίστηκε δίπλα στον πατέρα της, όμορφη καλοχτενισμένη και ντυμένη με ένα ακριβό ταγιέρ που της έδινε ένα αυστηρό χαρακτήρα. Εμένα ήταν σαν να έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Από την άλλη σκεφτόμουν πώς ίσως να ξέχασε τις νεανικές τρέλες που κάναμε τότε. Αφού είπαν τα τυπικά που είπαν, γυρίσαμε στις δουλειές μας. Το βράδυ σχολάσαμε. Πήγα στο σπίτι και ήμουν προβληματισμένος. Η Λίζα κατάλαβε αμέσως ότι κάτι έχω.
- Τι συμβαίνει, Δημήτρη μου, έχεις κάτι;
- Ναι, αγάπη μου. Το εργοστάσιο άλλαξε χέρια.
- Τι; Και ποιος το πήρε;
- Ο Μαρκάκης, η κόρη του δηλαδή, θυμάσαι την Κατερίνα από το σχολείο;
- Μην μου πεις; Και τώρα;
- Ε, από ό,τι μας είπε και ο πατέρας της δε θα απολυθεί κανείς, γιατί σκέφτεται την επέκταση του εργοστασίου.
- Αυτό είναι καλό, νομίζω…
- Ναι. Δεν ξέρω, το εργοστάσιο είναι της Κατερίνας. Και αύριο μας θέλει όλους, τα στελέχη και όσους έχουν πόστο ευθύνης όπως εγώ.
- Και τι φοβάσαι βρε χαζούλη; Εσύ είσαι καλός. Θυμάσαι τους επαίνους που σου δίνανε μέχρι πρόσφατα;
- Δεν ξέρω όμως, μωράκι μου, αν θυμάται εκείνη τα γεγονότα που συνέβησαν τότε. Δεν ξέρω κατά πόσο το χώνεψε όλο το σπάσιμο που της έκανα τότε.
- Έλα, βρε αγάπη μου, περασμένα ξεχασμένα. Γιατί αγχώνεσαι, αγάπη μου;
Το βράδυ έκανα ένα μπάνιο να χαλαρώσω. Ξάπλωσα περιμένοντας την γυναικούλα μου. Η Λίζα έβαλε το παιδί για ύπνο και έκανε κι εκείνη ένα μπάνιο. Ήρθε στο δωμάτιο τυλιγμένη με ένα μπουρνούζι. Με το που μπήκε έκλεισε την πόρτα και πέταξε το μπουρνούζι. Έμεινε γυμνή κοιτάζοντας με ένα παθιάρικο βλέμμα.
Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει με πάθος. Σε λίγο με είχε γδύσει και άρχισε μια αισθησιακή πίπα. Τον έπαιρνε ολόκληρο μέσα της χωρίς να τον αγγίξει καν με τα χέρια. Ήταν υπέροχη. Ύστερα με καβάλησε χώνοντας τον πούτσο μου ολόκληρο μέσα της. Άρχισε να κουνιέται πίσω μπρος. Εγώ έπιανα τα βυζιά της και τα χάιδευα. Την τράβηξα κάτω και άρχισα να της πιπιλάω τις ρώγες. Της άρεσε πάντα αυτό. σε λίγο άρχισε να κουνιέται πιο έντονα, έχυσε· μαζί της κι εγώ με μεγάλη ένταση. Ένιωθα να αδειάζω εντελώς μέσα της. Ένιωθα σε κάθε τίναγμα ότι με χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα.
Η Λίζα έπεσε ξέπνοη πάνω μου. Έβαλε τη «μουσούδα» της στον λαιμό μου και με φιλούσε τρυφερά. Για λίγο δε μιλούσαμε, απολαμβάναμε την αγκαλιά ο ένας του αλλουνού.
Ύστερα ξαπλώσαμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Με κοιτούσε με ένα γλυκό χαμόγελο. Τη χάιδευα στο πρόσωπο. Εκείνη με κοιτούσε με ένα γλυκό χαμόγελο.
Σε λίγο μας πήρε ο ύπνος. Πιο μετά σηκώθηκα και έκλεισα το παράθυρο. Έκανε λίγο ψύχρα. Ξύπνησε και η Λίζα. Φόρεσε το νυχτικό της και έβαλε το χέρι μου για μαξιλάρι. Με φίλησε και αποκοιμήθηκε σαν άγγελος στην αγκαλιά μου. Σε λίγο με πήρε και μένα ο ύπνος.
Νωρίς το πρωί μας ξύπνησε ο Νίκος, ο γιός μας, στην προσπάθειά του να μπει ανάμεσά μας. Ο μάγκας ξάπλωσε ανάμεσα απολαμβάνοντας την αγκαλιά και των δυο μας.
Σε λίγο χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα. Μαζί μου και η Λίζα. Αν και η Λίζα είχε αργότερα μάθημα στο φροντιστήριο, κάθε πρωί σηκωνόταν και πίναμε τον πρωινό μας καφέ μαζί στην κουζίνα. Ήταν πλέον παράδοση σε μας. Έφυγα για την δουλειά. Στο πρόγραμμα δεν είχα παρά τις προγραμματισμένες εργασίες συντήρησης πριν ξεκινήσει η επόμενη φάση της παραγωγής. Σε κάποια στιγμή ακούω στο μεγάφωνο να ζητάνε παρουσιαστώ στη διεύθυνση. Πήγα και χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε η ιδιαίτερη γραμματέας.
- Γειά σου Μαρία.
- Καλημέρα, Δημήτρη. Σε ζητάει η καινούργια διευθύντρια. Είναι και ο πατέρας της μέσα. Ο κ. Μαρκάκης.
Χτύπησα την Πόρτα.
- Περάστε κ. Καρά, είπε η Κατερίνα με ένα σοβαρό ύφος.
- Καλημέρα, κα Μαρκάκη!
- Καλημέρα κ Μαρκάκη! Είπα απευθυνόμενος στον πατέρα της.
- Καθίστε!
Κάθισα σε μια καρέκλα απέναντι από το γραφείο.
- Κ. Καρά, σας κάλεσα να συζητήσουμε την μετατροπή μιας μονάδας συσκευασίας. Έχω μια παλιότερη έκθεση από σας, που επισημαίνετε την αλλαγή τμήματος του μηχανολογικού εξοπλισμού. Θα ήθελα να το αναλάβετε εσείς προσωπικά, μια και έχω τις καλύτερες συστάσεις για εσάς. Όμως θα ήθελα να γίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Ίσως χρειαστεί να δουλέψετε και υπερωρίες. Θα διαλέξετε εσείς τους ανθρώπους από το εργοστάσιο και θα κάνετε μια ομάδα. Ασφαλώς και θα έχετε και την ευθύνη. Λόγο θα δίνετε εσείς ο ίδιος σε μένα προσωπικά. Σε κανέναν άλλον.
- Εντάξει, είπα.
- Μα, βρε Κατερίνα μου, δεν είναι λίγο ριψοκίνδυνο να θέσουμε τέτοια στενά χρονικά περιθώρια; Σκέψου να σταματήσει η παραγωγή λόγω προβλημάτων… είπε ο πατέρας της.
- Ο κ. Καράς, μπαμπά, θα τα καταφέρει. Κι αν τα καταφέρει θα έχει και την ανάλογη αύξηση στις αποδοχές του.
Εκείνος χαμογέλασε και ύστερα μας χαιρέτησε. Μείναμε στο γραφείο μόνοι μας με την Κατερίνα. Μου έδωσε ένα φάκελο με σχετικά τεχνικά έγγραφα και μου είπε ότι υπάρχει ένας χώρος που θα είναι το γραφείο μου πια. Δύο πόρτες πιο πέρα από το γραφείο της.
Από τη μια όλα αυτά ακούγονταν ωραία. Από την άλλη φοβόμουν. Όση ώρα ήμουν στο γραφείο, της μιλούσα στον πληθυντικό, όπως κι εκείνη σε εμένα. Έφυγα έχοντας υπό μάλης έναν τεράστιο φάκελο με ένα σωρό σχετικά σχέδια και έγγραφα.
Κατέβηκα στο πόστο μου που ήταν ένας μεγάλος κοινός χώρος. Εκεί σε ένα τραπέζι που μοιραζόμαστε με τους συναδέλφους ακούμπησα το φάκελο. Παρήγγειλα έναν ακόμα καφέ από το κυλικείο και κάθισα λίγο σκεπτικός. Με πλησίασε ο Τάσος. Ένα παλληκάρι που δουλεύαμε μαζί. Νεαρός, αλλά αρκετά έξυπνος και καλό παιδί.
- Τι έγινε, βρε Δημήτρη;
- Τίποτα, βρε Τάσο. Ετοιμάσου, για υπερωρίες. Έχουμε αλλαγή της τρίτης μονάδας.
Η ώρα πέρασε χωρίς να καταλάβω. Στα παιδιά δεν είπα πολλές λεπτομέρειες. Σχολάσαμε. Πήγα σπίτι. Βρήκα την μάνα μου με την κυρία Φωφώ. Είχε πάει κι η μάνα μου να της κάνει παρέα. Βέβαια ο λόγος ήταν ο πιτσιρικάς. Σε λίγο φάνηκε και η Λίζα. Καθίσαμε και φάγαμε μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Αργότερα οι συμπεθέρες φύγανε.
Η Λίζα πήγε και έβαλε πλυντήριο. Εγώ κοίμισα τον γιο μας και πήγα να κάνω ένα μπάνιο. Βγήκα και άραξα στο δωμάτιο. Σε λίγο ήρθε και η Λίζα. Ξάπλωσε δίπλα μου. την αγκάλιασα και την φίλησα. Ανταπόδωσε το φιλί μου. Με χάιδεψε στο κεφάλι.
- Τι έγινε Δημήτρη; Μπορεί να κατάφερες το κρύψεις και από τη μητέρα σου, αλλά από μένα όχι. Λοιπόν;
- Τίποτα, να…
και της είπα με λεπτομέρειες όλα όσα είχαν γίνει.
- Ξέρεις, κάτι δεν μου αρέσει. Άλλος στη θέση μου βέβαια θα πετούσε από την χαρά, αλλά κάτι δεν μου άρεσε. Στο ύφος της μερικές φορές. Κι εκείνο που είπε ο πατέρας της σε μια στιγμή, αφεντικό είσαι κάνε ό,τι θέλεις εσύ…
- Κοίτα αγάπη μου. Μην άγχεσαι. Δεν υπάρχει λόγος μωρέ. Ε… και να σου πω και κάτι, δε θα πεθάνουμε. Αν δεις ότι πάει να σε διώξει, ας σε διώξει. Ο θείος ο Βρασίδας όπου να ‘ναι βγαίνει σε σύνταξη. Αναλαμβάνεις εσύ το μηχανουργείο. Εξάλλου τη δουλειά την ξέρεις. Τόσο καιρό δούλευες εκεί.
Δε μίλησα. Η Λίζα πήγε και έβγαλε το πλυντήριο. Έκανε κι εκείνη ένα μπάνιο και ξάπλωσε δίπλα μου. Ήταν γυμνή και άρχισε να τρίβεται επάνω μου. Με κοίταζε με ένα ναζιάρικο ύφος. Σε λίγο ήμουν γυμνός και ο ένας χάιδευε τον άλλον.
Την ξάπλωσα και της άρχισα ένα αισθησιακό γλειφομούνι. Η Λίζα βογκούσε από καύλα. Έπαιζα με τα μουνόχειλα της τρυφερά. Η μόνη επαφή που είχαν τα σώματά μας ήταν η γλώσσα μου και τα μουνόχειλα της. Η Λίζα είχε ανάψει για τα καλά. Της άρεσε να οδηγώ εγώ το παιχνίδι. Η γλώσσα μου σιγά σιγά άρχισε να οργώνει τη σχισμή του μουνιού της. Έχυνε συνεχώς. Έπιασε τα σεντόνια με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές. Έχυσε δυνατά. Σε λίγο ανέβηκα και άρχισα να γαργαλάω την κλειτορίδα της με τη γλώσσα μου. Έχωσα δύο δάχτυλα στο υγρό μουνί της και άρχισα να τη δαχτυλώνω. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ένα δεύτερο κύμα οργασμού χτύπησε το κορμί της. Βογκούσε δυνατά. Έπιασε το κεφάλι μου με τα χέρια της και με χάιδευε στα μαλλιά.
Σηκώθηκα όρθιος κάτω από το κρεβάτι. Κατέβηκε κι εκείνη. Γονάτισε και άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου ναζιάρικα μέσα στο στόμα της. Στην αρχή έπαιζε με το πουτσοκέφαλο. Ύστερα άρχισε να τον παίρνει ολόκληρο μέσα στο στόμα της. Μόνο τα αρχίδια μου έμεναν απ’ έξω. Δεν ήθελα να συνεχίσει κι άλλο γιατί θα έχυνα. Την έστησα στα τέσσερα. Έπιασα το γυμνασμένο κώλο της και τον χάιδεψα. Την κρατούσα από τα κωλομέρια και έχωσα γρήγορα τον πούτσο μου μέσα της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά κρατώντας την από την μέση. Η απόλαυση ήταν μεγάλη καθώς ο γυμνασμένος κώλος της ακουμπούσε πάνω μου σε κάθε μου σπρώξιμο. Βγήκα. Έκυψα και άρχισα να παίζω με την γλώσσα μου τη φρεσκοπλυμένη κωλοτρυπίδα της. Κατέβηκα από ο κρεβάτι. Η Λίζα βγήκε στο φρύδι του κρεβατιού τουρλώνοντας τον κώλο της. Η Στάση αυτή μας βόλευε, γιατί ο πούτσος βρισκόταν στο ύψος του κώλου της. Ήταν η πιο βολική και ξεκούραστη στάση και για τους δυο μας. Μου πρόσφερε τις τρύπες της απλόχερα να τις ξεσκίσω κανονικά. Έχωσα τον πούτσο μου μέσα στο μουνί της ξανά και άρχισα να την γαμάω. Τον έβγαλα. Πήρα το τζελ από το κομοδίνο και της έβαλα αρκετό στον κώλο της. Έβαλα και σε μένα. Τον κεντράρισα και τον έχωσα προσεκτικά. Με λίγες κινήσεις ο πούτσος μου ήταν μέσα σχεδόν ολόκληρος. Άρχισα να τη γαμάω, καθώς έκανα παλινδρομικές κινήσεις και έβλεπα την σούφρα της να πάλλεται. Τον έβγαζα και τον έχωνα ξανά και ξανά. Από κάποια στιγμή και μετά η κωλοτρυπίδα της δεν έκλεινε εντελώς. Βοηθούσε και η στάση της. Το έχωσα δυνατά μέσα της ξανά και άρχισα να την γαμάω δυνατά. Ένιωσα ότι θα έφτανε το τέλος. Δεν τραβήχτηκα. Έχυσα μέσα στον κώλο της. Έμεινα μέσα της για λίγο. Ύστερα βγήκα και ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Την αγκάλιασα και τη φιλούσα στο στόμα.
- Σε αγαπάω κοριτσάκι μου. Σε λατρεύω. Μωράκι μου!
- Κι εγώ άντρα μου. Σε λατρεύω!
Μείναμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Σε λίγο πήγαμε στο μπάνιο. Βγήκαμε. Η Λίζα με αγκάλιασε. Αποκοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Ένιωθα τόση ηρεμία στην αγκαλιά της.
Την άλλη μέρα σηκώθηκε πιο πριν. Ξύπνησα κι εγώ. Καθίσαμε στην κουζίνα μέσα στις γλύκες και πήραμε το πρωινό μας. Έπρεπε να φύγω. Σε λίγο θα ερχόταν η κα Φωφώ και η Μάνα μου να κρατήσουν το Νικολάκη. Τη φίλησα στο στόμα και έφυγα για τη δουλειά. Με το που έφτασα στην δουλειά, με ειδοποίησαν να παρουσιαστώ πάλι στην διευθύντρια. Χτύπησα και μπήκα.
- Καλημέρα κα. Διευθύντρια!
- Καλημέρα κ. Καρά. Σας παρακαλώ να πάτε να εγκατασταθείτε στο γραφείο σας. Και σε δύο ώρες σας θέλω πάλι εδώ.
- Μάλιστα! Θα πάω αμέσως.
Πήγα, με περίμενε ένα μικρό γραφείο, που όμως θα είχα την άνεση και την ησυχία να εργαστώ καλύτερα από ότι όταν ήμουν στο κοινό τραπέζι με άλλους εργαζόμενους. Τακτοποίησα τα πράγματά μου και άνοιξα τον φάκελο που μου είχανε δώσει. Άρχισα να μελετάω τις μελέτες που μου έδωσαν. Πάνω σε αυτές έπρεπε να κάνω την εγκατάσταση του νέου εξοπλισμού που θα έφτανε σε 3 μέρες. Η ώρα πέρασε και χτύπησε το τηλέφωνο. Με κάλεσε να πάω από το γραφείο της.
- Θέλω να φτιάξεις μια ομάδα εργασίας που θα αναλάβετε την εγκατάσταση.
- Την έχω ήδη έτοιμη και έβγαλα από το φάκελο το χαρτί με τα ονόματα.
Διάλεξα άτομα που ήξερα ότι έπιανε το χέρι τους.
- Μάλιστα. Σε πόσο χρόνο θα έχετε ξηλώσει τον παλιό εξοπλισμό;
- Σε δυο μέρες.
- Μου φαίνεται αδύνατο, αλλά τέλος πάντων. Αρχίστε από σήμερα.
Κατέβηκα κάτω. Πήρα τα παιδιά που ήθελα και αρχίσαμε δουλειά. Ξεθεωθήκαμε εντελώς. Μέχρι το τέλος της μέρας τα περισσότερα μηχανήματα ήταν σε ένα κοντέινερ στο προαύλιο χώρο του εργοστασίου. Φύγαμε όλοι αργά. Την άλλη μέρα αποτελειώσαμε μέχρι τις δέκα τη δουλειά και ύστερα τα παιδιά άρχισαν να καθαρίζουν και να ετοιμάζουν το χώρο. Εγώ ήμουν στο γραφείο σκυμμένος πάνω στα σχέδια. Χτύπησε η πόρτα. Ήταν η Κατερίνα.
- Βλέπω τα τελειώσατε κιόλας. Μπράβο Δημήτρη!
- Σας ευχαριστώ, κα. Μαρκάκη. Να είστε καλά.
- Με τα σχέδια πώς πάμε;
- Καλά, τα πήρα και στο σπίτι να τα μελετήσω. Αύριο θα τα έχω όλα έτοιμα.
- Μπράβο… είπε χαμογελώντας και έφυγε από το γραφείο.
Εγώ όλες τις μέρες που ήρθε ο καινούργιος εξοπλισμός, έφευγα τελευταίος από το εργοστάσιο. Ήθελα να είναι όλα στη θέση τους και την επόμενη να μην μας περιμένουν εκπλήξεις.
Πέρασαν οι μέρες. Ο καινούργιος εξοπλισμός εγκαταστάθηκε και δοκιμάστηκε η λειτουργία του.
Ήταν έντεκα το πρωί. Ήμουν σε έναν υπερυψωμένο μεταλλικό διάδρομο και παρατηρούσα τα μηχανήματα. Με πλησιάζει η Κατερίνα.
- Δημήτρη, σήμερα το μεσημέρι θέλω να σου κάνω το τραπέζι. Θα φύγουμε κατά τις δύο. Ξέρω ένα ωραίο εστιατόριο έξω από την πόλη. Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την αφοσίωση που έδειξες όλες αυτές τις μέρες.
- Ευχαριστώ πολύ κα Διευθύντρια, δεν είναι ανάγκη, εξάλλου εγώ σχολάω στις τέσσερις.
- Σήμερα θα σχολάσεις νωρίτερα.
- Εντάξει, είπα νιώθοντας ότι δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς.
Η ώρα ήρθε. Εγώ έβγαλα τη φόρμα εργασίας και ντύθηκα. Πήγαμε με το αμάξι της. Σε ένα τέταρτο ήμαστε στο εστιατόριο. Το γεγονός ότι ήμαστε οι δυο μας με ανησυχούσε κάπως. Καθίσαμε. Η Κατερίνα παρήγγειλε ένα μπουκάλι καλό κρασί.
- Δεν μου λες, Δημήτρη, η Λίζα τι κάνει;
- Καλά είναι, τρέχει με τα φροντιστήρια.
- Ποιος θα το έλεγε ότι θα παντρευτείτε κιόλας. Κανείς δεν το πίστευε τότε.
- Με τη Λίζα ταιριάξαμε από την πρώτη στιγμή, κα Μαρκάκη.
- Α, να σου πω, δεν κόβεις καλύτερα το κα. Μαρκάκη; Ξέχασες ότι ήμαστε συμμαθητές κάποτε; Κι όχι μόνο… συμπλήρωσε κοιτώντας με πονηρά.
- Εντάξει, Κατερίνα. Απλά τώρα δεν είμαστε συμμαθητές· είσαι η εργοδότρια και είμαι ο υπάλληλος.
- Ναι, σε λίγο θα με κάνεις και τον πάπα της Ρώμης, είπε και γέλασε.
- Αλήθεια, εσύ τι έκανες, παντρεύτηκες;
- Ναι, και χώρισα σε λιγότερο από ένα χρόνο. Μου βγήκε λίγο σκάρτος. Βλέπεις σπανίζουν οι πραγματικοί άντρες σήμερα.
- Δεν πειράζει, εσύ να είσαι καλά.
- Τις επόμενες μέρες θα έρθει ο Προκόπης. Είναι λογιστής. Σκέφτομαι να τον κάνω βοηθό στο λογιστήριο. Τι λες; Εξάλλου αυτός που έχουμε θα βγει στην σύνταξη.
- Τι να πω; Δεν ξέρω πόσο καλός είναι στη δουλειά του. Αυτή η δουλειά είναι και ευαίσθητη. Δεν ξέρεις το ρητό που λέει, ο δικηγόρος και ο λογιστής μπορεί να σε σώσουνε, αλλά και να σε θάψουνε;
- Το ξέρω, αλλά να ο κ. Αποστόλης που έχει αρκετή εμπειρία θα κάνει ένα χρόνο να φύγει. Θεωρώ ότι ο Προκόπης θα αποκτήσει εμπειρία δίπλα του.
- Δεν έχεις άδικο.
Η ώρα πέρασε χαλαρά. Η Κατερίνα ήταν τυπική μαζί μου. Όση ώρα μιλούσαμε ήταν χαμογελαστή και με κοιτούσε με ένα όμορφο βλέμμα. Ήταν το ίδιο γοητευτική ως γυναίκα όπως παλιά. Φύγαμε από το εστιατόριο. Η ώρα είχε πάει 4 το απόγευμα. Γύρισα στο σπίτι. Δε βρήκα κανέναν. Έκανα ένα μπάνιο και περίμενα την Λίζα. Είχε πάει 6 το απόγευμα. Σε λίγο μπήκε με το Νικολάκη παρέα. Τους αγκάλιασα και τους φίλησα και τους δύο. Σε λίγο έβαλε τραπέζι.
- Λίζα μου, μην βάλεις για μένα έφαγα στη δουλειά.
- Τι, σάντουιτς;
- Όχι, φαγητό κανονικό…
και εκεί της εξήγησα τη φάση με την Κατερίνα.
- Κοίτα, Δημήτρη μου, η Κατερίνα μην νομίζεις πως άλλαξε χαρακτήρα. Ίδια παρέμεινε. Έμαθα για τις τσαχπινιές της. Γιατί νομίζεις ότι τη χώρισε ο άντρας της; Τον κεράτωσε κανονικά, κι εκείνος, για να έχει αξιοπρέπεια, τη σούταρε.
- Κάτσε, εκείνη μου είπε ότι δεν ήταν και τόσο άντρας, γι’ αυτό τον χώρισε.
- Είδες λοιπόν;
- Τέλος πάντων. Εκείνη εμένα ήθελε να μου κάνει το τραπέζι γιατί τελείωσα την αλλαγή του εξοπλισμού με τον καλύτερο τρόπο. Αλλά μη νομίζεις ότι και εγώ πιάνομαι κορόιδο.
- Πρόσεχε, μόνο αυτό σου λέω.
Η Λίζα έφυγε μετά από μισή ώρα για το φροντιστήριο πάλι. Εγώ έπαιξα με τον μικρούλη, μέχρι που τεντώσαμε και οι δύο από την κούραση. Το βράδυ η Λίζα μας βρήκε να έχουμε αποκοιμηθεί στο σαλόνι σα δυο ρεμάλια με τα παιχνίδια σκόρπια εδώ και εκεί.
Η Λίζα μπήκε μέσα και έπαθε.
- Τι έγινε, βρε παλληκάρια;… είπε και με σκούντησε.
Εγώ άνοιξα τα μάτια. Είχα πιαστεί στον καναπέ. Ο Μικρός κοιμόταν του καλού καιρού στον άλλο καναπέ. Τον πήρα και τον πήγα στο δωμάτιό του. Όταν γύρισα η Λίζα είχε μαζέψει το σαλόνι. Κάθισα νυσταγμένος.
Η Λίζα ήρθε δίπλα μου και με φίλησε.
- Τι έγινε, μπαμπάς και γιος ξεσαλώσατε στο παιχνίδι;
- Ειλικρινά δε σταματήσαμε να παίζουμε από τη στιγμή που έφυγες. Έγινα κουδούνι. Ο μπαγάσας είναι πανέξυπνος!
- Το βλέπω. Άντε να κάνεις ένα μπάνιο.
Σηκώθηκα πήγα στο μπάνιο. Έβαλε κάτι να φάει, γιατί ήταν νηστική όλη τη μέρα. Εγώ πήρα μια μπύρα από το ψυγείο και κάθισα να της κάνω παρέα.
- Θέλεις λίγη μπύρα;
- Μωρέ τέτοια ώρα;
- Έλα, θα την πιούμε μισή-μισή.
Καθίσαμε και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων.
- Α, να σου πω, στο τέλος του μήνα θα έρθει η Παναγιώτα με το Νίκο. Θα μείνουν λίγες μέρες και ύστερα θα πάνε διακοπές σε νησί, είπε η Λίζα.
- Εσύ πού το ξέρεις;
- Μου το είπε η Παναγιώτα. Μιλήσαμε σήμερα λίγο στο τηλέφωνο την ώρα που έφευγα για το φροντιστήριο.
- Ωραία! Πώς και δεν μου είπε κάτι εμένα;
- Ε, το είπε σε μένα, Δημήτρη μου, το ίδιο είναι.
Το βράδυ πήγα να τη χαϊδέψω, στο στήθος και μου είπε ότι δε νιώθει καλά. Κατάλαβα ότι ίσως να πλησίαζαν οι δύσκολες μέρες. Την πήρα αγκαλιά και κοιμηθήκαμε.
Την άλλη μέρα στη δουλειά με το που πήγα βρήκα μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Καλημέρισα τα παιδιά που ήταν στον κοινό χώρο τους εργοστασίου.
Με πλησίασε ο Θωμάς.
- Καλημέρα, Θωμά, είπα.
- Καλημέρα, Δημήτρη.
- Τι έγινε, τι συμβαίνει;
- Τι να συμβαίνει; Η καινούρια αφεντικίνα μας μόλις απέλυσε τον Τάσο και τον Αχιλλέα.
- Γιατί, τι έγινε;
- Τι να σου πω; Όλοι όμως σε θεωρούν συνυπεύθυνο εδώ, να το ξέρεις. Σε είδαν που έφυγες μαζί της. Και από την άλλη είναι περίεργο. Τα παιδιά ξεσκίστηκαν να στήσουν την καινούρια μονάδα.
- Ναι, το ξέρω. Θα πάω να της μιλήσω.
- Είναι αργά νομίζω, Δημήτρη. Ήδη έφυγαν από το εργοστάσιο.
- Καλά, είπα και προχώρησα στο γραφείο μου.
Σε κάποια στιγμή βγήκα και χτύπησα την πόρτα του γραφείου της. Μπήκα. Ήταν η γραμματέας και με ενημέρωσε ότι το πρωί με ήθελε. Χτύπησα την πόρτα της, μπήκα.
- Καλημέρα κα. Μαρκάκη.
- Καλημέρα κ. Καρά! Καθίστε.
- Ευχαριστώ.
- Κοιτάξτε κ. Καρά, η καινούρια μονάδα που πήραμε δε θα χρειαστεί τόσο προσωπικό. Έτσι θα πρέπει να γίνουν κάποιες απολύσεις.
- Μα, γιατί; Υπάρχουν τόσα άλλα τμήματα που μπορούν να δουλέψουν οι άνθρωποι. Εξάλλου, όταν θα είμαστε στη φούρια της παραγωγής έχουμε και ανάγκη πολλές φορές και από επιπλέον προσωπικό. Δεν καταλαβαίνω. Και τα παιδιά που απολύσατε δεν έκαναν κάτι. Ίσα ίσα, νομίζω ότι ξεσκίστηκαν να τελειώσει η εγκατάσταση και μάλιστα έχουν και αρκετή τεχνογνωσία και πείρα στο εργοστάσιο.
- Το ποιους θα απολύω και πότε θα απολύω, αφορά εμένα, κ Καρά. Λοιπόν για να τελειώνουμε. Θέλω μια προσομοίωση των διαγραμμάτων λειτουργίας. Θα πρέπει να γίνει και οικονομική μελέτη. Αυτό θα το αναλάβει ο Προκόπης.
- Μάλιστα, είπα. Βγήκα και πήγα στο γραφείο μου.
Σκεφτόμουν τελικά ότι η Λίζα έχει απόλυτο δίκιο. Ενώ την προηγούμενη μου έδειχνε άλλο χαρακτήρα, την άλλη μέρα συμπεριφερόταν σαν σκύλα.
Ετοίμασα σχολαστικά τις μελέτες και τις είχα έτοιμες. Είχε πάει 5 το απόγευμα. Πήρα την τσάντα μου και κατέβηκα στο πάρκινγκ της εταιρείας. Εκεί διαπίστωσα ότι τα πίσω λάστιχα του αυτοκινήτου ήταν ξεφούσκωτα. «Αποκλείεται, και τα δύο μαζί» σκέφτηκα. Ήμουν μέσα στα νεύρα. Και πάνω που ετοιμαζόμουν να πάρω την οδική βοήθεια, νιώθω ένα ελαφρύ άγγιγμα στην πλάτη. Ήταν η Κατερίνα.
- Τι έπαθες; ρώτησε με ένα όμορφο χαμόγελο.
- Τι να πάθω κα. Μαρκάκη; Ξεφούσκωσαν τα λάστιχα του αυτοκινήτου. Και να ήταν μόνο το ένα; Εντάξει, θα έβαζα την ρεζέρβα και θα πήγαινα σε ένα συνεργείο. Αλλά είναι και τα δύο πίσω.
- Περίμενε!
- Θα πάρω την οδική βοήθεια.
- Μα τι λες καλέ; Θα πάρω ένα φίλο μου που έχει βουλκανιζατέρ. Θα έρθει και θα το φτιάξει επί τόπου.
- Δεν είναι ανάγκη να μπλέκετε και εσείς σε περιπέτειες.
- Σώπα καημένε. Μέσα στην εταιρία το έπαθες. Εγώ θα το αναλάβω. Σώπα.
Και πήρε τηλέφωνο το δικό της γνωστό. Εκείνος είπε ότι θα είναι σε μια δουλειά και θα μπορούσε να είναι εκεί σε δύο ώρες περίπου. Η Κατερίνα τον κάλεσε να έρθει οπωσδήποτε. Δε μπορούσα να αρνηθώ βοήθεια.
- Να σου πω, βρε Δημήτρη, θέλω μία χάρη.
- Ό,τι θέλετε κα. Μαρκάκη.
- Κόφ’ το το κα. Μαρκάκη. Σε παρακαλώ, εκτός δουλειάς θα είμαι η Κατερίνα, εντάξει; Και θέλω αυτό να μη σε παραξενεύει. Θέλω να έρθεις μέχρι το εξοχικό μου, να δεις λίγο το μηχανισμό της γκαραζόπορτας μια και πιάνει το χέρι σου. Τρίζει πολύ όταν ανοίγει.
- Εντάξει, κανένα πρόβλημα. Πότε θέλεις να έρθω;
- Δεν πάμε τώρα; Μέχρι να έρθει ο τεχνικός για το αμάξι, πάμε με το δικό μου και γυρνάμε.
- Εντάξει.
Άφησα τα κλειδιά του αμαξιού μου στο νέο φύλακα και φύγαμε. Το εργοστάσιο ήταν έξω από την πόλη. Τραβήξαμε στην αντίθετη πλευρά από την πόλη. Σε λίγο πήραμε το δρόμο για τον οικισμό, που ήταν το εξοχικό του ξαδέρφου της. Όταν φτάσαμε, είχε παγώσει το αίμα μου. Μου ήρθαν ένα σωρό αναμνήσεις. Ήμουν σοβαρός σε μια στιγμή, μαγκωμένος.
- Το σπίτι, Δημήτρη, το ξέρεις. Τότε που κάναμε τις τρέλες μας, είπε με απάθεια. Το αγόρασε ο πατέρας μου από τον ξάδερφό μου.
- Μάλιστα.
Φτάσαμε. Κατεβήκαμε από το αμάξι. Πήγαμε σε μια εξωτερική αποθήκη που υπήρχαν κάποια εργαλεία. Πήρα κάποια κλειδιά. Πήγα στην πόρτα. Δεν είχε κάτι σπουδαίο. Απλά χαλάρωσε ένα γρανάζι. Το έσφιξα και πήρα και γρασάρισα όλα τα γρανάζια. Όλα ήταν εντάξει. Δεν έκανα πάνω από δέκα λεπτά να κάνω την διόρθωση. Έγιναν όμως χάλια τα χέρια μου.
- Κατερίνα έχεις κάποιο απορρυπαντικό; Κοίτα πώς έγινα.
- Ναι, πήγαινε στο μπάνιο και θα σου φέρω.
Σε λίγο μου έφερε το σαπούνι. Πλύθηκα αρκετά στα χέρια και στο πρόσωπο. Βγήκα. Η Κατερίνα καθόταν στον καναπέ με μια κομψότητα και χάρη πραγματικής κυρίας. Φορούσε μια φούστα μέχρι το γόνατο και από πάνω μια μπλούζα που τόνιζε τις χάρες της. Στο τραπέζι δύο ποτήρια με χυμό.
- Δημήτρη, μήπως θέλεις καμιά μπύρα; Συγγνώμη που δε σε ρώτησα, αλλά και εγώ με χυμούς την βγάζω τώρα το καλοκαίρι. Δε μπορώ καθόλου το αλκοόλ. Με ζεσταίνει, ιδιαίτερα την μέρα, είπε με ένα όμορφο χαμόγελο.
- Όχι, ευχαριστώ. Ο χυμός μια χαρά είναι.
- Στην υγειά μας λοιπόν, είπε και πήρε το ένα ποτήρι και σχεδόν το κατέβασε ολόκληρο.
- Στην υγειά μας… είπα και ήπια το μισό χυμό.
- Αλήθεια πώς σου φαίνεται το εξοχικό; Ξέρεις, όταν το αγόρασα, έκανα πολλές αλλαγές. Πρώτα από όλα πέταξα τα έπιπλα και άλλαξα εντελώς το σχέδιο της κουζίνας. Θα τη θυμάσαι βέβαια.
- Να σου πω, βρε Κατερίνα, μια φορά ήρθα όλο κι όλο εδώ και από ό,τι θυμάμαι δεν είχα και την καλύτερη περιποίηση. Έγιναν τόσα μέσα σε λίγο χρόνο που εγώ άλλα θυμάμαι κι όχι τη διαρρύθμιση του σπιτιού.
Η απάντηση την σόκαρε λίγο. Χαμογέλασε.
- Θα ήθελα, έστω και καθυστερημένα να σου ζητήσω συγγνώμη. Εντάξει; Είπε και άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στο πρόσωπο.
- Περασμένα ξεχασμένα Κατερίνα μου.
- Είσαι ένας άγγελος. Είπε και έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο.
Ύστερα τραβήχτηκε. Εγώ ήπια και τον υπόλοιπο χυμό από την αμηχανία μου. Εκείνη σηκώθηκε αμέσως και έφερε το μπουκάλι με το χυμό από το ψυγείο. Έβαλε κι άλλο χυμό. Δεν είχε πολύ κι έτσι τον μοιραστήκαμε.
- Έλα πιες το χυμό σου.
Τον ήπια όπως κι εκείνη.
Σε μια στιγμή πέφτει επάνω μου και αρχίζει να με φιλάει. Εγώ τα έχασα και δέχθηκα παθητικά της φιλιά της στην αρχή. Η γυναίκα αυτή έβγαζε ένα μεγάλο πάθος πίσω από το ψυχρό ύφος που έπαιρνε πολλές φορές. Ήταν όπως και παλιά μια όμορφη και γοητευτική γυναίκα. Ο πούτσος μου σηκώθηκε με την μία. Είχα πολύ έντονη στύση. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε εκείνη την ώρα. Ένιωθα πολύ καυλωμένος. Σε μια στιγμή βγάζει με μια γρήγορη κίνηση την μπλούζα της. Μπροστά μου είχα δύο υπέροχες βυζάρες. Με τράβηξε πάνω της και έβαλε την μούρη μου πάνω στα βυζιά της. Σαν να με παρακαλούσε να της τα φιλήσω. Μου έβγαλε την μπλούζα που φορούσα. Άρχισε να με φιλάει στο στήθος, χουφτώνοντας με πάνω από το παντελόνι. Με μια κίνηση ξεκουμπώνει το φερμουάρ και έπιασε τον πούτσο μου πάνω από το μπόξερ που φορούσα. Άρχισε να με χαϊδεύει. Με μια κίνηση τον έβγαλε έξω. Αμέσως μετά ήρθα στον εαυτό μου, λες και με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Σηκώθηκα πάνω και ντύθηκα. Εκείνη με κοιτούσε έκπληκτη.
- Πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, τι κάνεις τώρα;… είπα με μια φωνή μέσα στο άγχος.
- Γιατί, δεν θέλεις; Αφού καύλωσες κι εσύ.
- Ναι, δε λέω, όμορφη είσαι, τι όμορφη, σκέτο πάθος, αλλά δε θέλω να απατήσω την Λίζα με κανένα τρόπο, κατάλαβες; Είπα με αυστηρό τρόπο. Δεν παίρνεις το γνωστό σου να δούμε τι έγινε με το αμάξι;
Την είδα να κοκκινίζει από θυμό. Ύστερα το πρόσωπό της μαλάκωσε κάπως, χαμογέλασε.
- Ναι, μην ανησυχείς, τον παίρνω τώρα.
Και τον πήρε τηλέφωνο. Το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο. Φύγαμε με το αμάξι της. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν. Με έπιασαν οι ενοχές. Σκεφτόμουν τη Λίζα. Πλησιάσαμε στο εργοστάσιο.
- Ξέρεις, Κατερίνα, ίσως δεν έπρεπε να γίνει αυτό που έγινε; Ίσως ήταν ένα λάθος.
- Δε σου άρεσε δηλαδή;… με ρώτησε με αυστηρό ύφος.
- Ναι, δεν λέω, είσαι μια γυναίκα που ποθούσα πάντα. Κι αν δεν είχε συμβεί εκείνη η καζούρα που μου σκάρωσες με τους φίλους σου για να σπάσετε πλάκα, ίσως ακόμα να ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. Σε ερωτεύτηκα τότε, σ’ αγάπησα πραγματικά, αλλά με πρόσβαλες· και δεν τις σηκώνω τις προσβολές. Εκείνη την μέρα, δεν ξέρω κι εγώ πώς δεν είχαμε κάποια τραγική κατάληξη όταν έπιασα το μαχαίρι στα χέρια μου. Σε κάποια στιγμή ήμουν αποφασισμένος για τα χειρότερα. Πραγματικά. Και το θέμα είναι, βρε Κατερίνα, ότι το κωλόπαιδο ο Προκόπης και οι άλλοι το συνέχιζαν τότε…
είπα βάζοντας τα χέρια μου στο πρόσωπό μου. Αναστέναξα μια και ένιωθα τόσο βάρος μέσα μου. Ήμουν κατακόκκινος από την πίεση, δε μπορούσα να το κρύψω. Το κατάλαβε. Κοίταζα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου σχεδόν σε όλη τη διαδρομή. Εκείνη δεν μιλούσε. Με κοίταξε μια δυο φορές με ύφος σαν να καταλάβαινε τη θέση μου. Σε λίγο φτάσαμε στο εργοστάσιο.
- Σε ευχαριστώ για την πόρτα, Δημήτρη, είπε με ένα ψυχρό χαμόγελο.
- Κι εγώ σε ευχαριστώ για τη βοήθεια με το αυτοκίνητο. Γεια σου, καλή ξεκούραση Κατερίνα.
Γύρισε με το αμάξι της και έφυγε. Εγώ πήρα το κλειδί από το φύλακα, μπήκα στο αμάξι και έφυγα. Γύρισα σπίτι. Δε βρήκα κανένα. Ήμουν προβληματισμένος. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Έκανα ένα μπάνιο και κάθισα στο σαλόνι να περιμένω την Λίζα με το παιδί. Σε κάποια στιγμή έφτασε η μάνα μου με τον μικρό. Με το που μπήκε ο μικρός έτρεξε πάνω μου. Παίξαμε αρκετά. Ύστερα κάθισε στο δωμάτιο και έπαιζε με τα παιγνίδια του. Η μάνα μου του έριχνε πότε πότε λοξές ματιές. Σε κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει:
- Δημήτρη μου, είσαι καλά;
- Ναι, γιατί ρωτάς;
- Σε βλέπω σκεπτικό. Σαν κάτι να σε απασχολεί. Έγινε κάτι με τη δουλειά, με τη Λίζα;
- Αχ, βρε μάνα, βουλωμένο γράμμα διαβάζεις! Θα σου πω άλλη ώρα.
- Καλά. Είμαι έτοιμη να σε ακούσω όταν θα είσαι και εσύ έτοιμος να μου πεις.
Αργότερα η μητέρα μου έφυγε. Έμεινα πάλι μόνος μέσα στις σκέψεις μου. Η ώρα είχε πάει δέκα και μισή όταν ήρθε η Λίζα. Έμοιαζε ταλαιπωρημένη. Σηκώθηκα την χαιρέτησα και καθίσαμε λίγο στην κουζίνα. Τσίμπησε κάτι ελαφρύ και πήγε στο μπάνιο. Εγώ κάθισα πάλι στο σαλόνι ζώνοντάς με οι τύψεις. Εκείνο το βράδυ δεν είχε κανείς μας όρεξη για σεξ. Πέσαμε στο κρεβάτι. Την αγκάλιασα τρυφερά και τη φίλησα. Όπως είχε γυρισμένη την πλάτη σε μένα, την άκουσα που αναστέναξε. Σαν να είχε ένα βάρος μέσα της.
Το πρωί της άλλης μέρας πήγα στο εργοστάσιο. Ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε σε λίγες μέρες τις πρώτες συγκομιδές. Εγώ έπρεπε κάθε μέρα να ελέγχω εξονυχιστικά τα μηχανήματα. Σε κάποια στιγμή με φωνάζει η Κατερίνα στο γραφείο της. Περίμενα στο προθάλαμο μαζί με τη Μαρία τη γραμματέα. Δε μιλούσα παρά κοιτούσα κάτι τεχνικά χαρτιά της εταιρείας με τα μηχανήματα.
- Μέσα είναι ένας κύριος. Μηχανικός σαν και σένα, Δημήτρη. Έγινε κάτι; Η διευθύντρια έβαλε αγγελίες και ψάχνει μηχανικούς για το τμήμα παραγωγής που είσαι εσύ. Μάλιστα ζητάει γνώση των καινούριων μηχανημάτων. Με σένα τι γίνεται, θα φύγεις; Συγγνώμη που στο λέω, αλλά γνωριζόμαστε τόσα χρόνια. Μη σου ξεφύγει τίποτα όμως.
- Μείνε ήσυχη Μαρία μου, είπα χαμηλόφωνα. Σε ευχαριστώ.
Σε λίγο με φώναξε μέσα.
- Καλημέρα, κα. Μαρκάκη, με ζητήσατε;
- Ναι, να σας συστήσω. Από εδώ ο κ. Καράς, ο κ. Θεοδοσίου, συνάδελφός σας. Θα σας παρακαλούσα κ. Καρά να τον ενημερώσετε σχετικά με τα καινούρια μηχανήματα.
- Πολύ καλά. Πότε θέλετε να γίνει;
- Τώρα.
- Εντάξει.
- Πάτε κ Θεοδοσίου. Θα σας ενημερώσει ο κ. Καράς.
Βγήκαμε με τον άνθρωπο. Μπήκαμε στο γραφείο μου.
- Τι Ακριβώς σας είπε η διευθύντρια κ. Θεοδοσίου;
- Ότι θέλει να αναλάβω την εποπτεία της καινούριας παραγωγικής μονάδας.
- Πολύ καλά.
Άρχισα την ενημέρωση. Ύστερα βγήκαμε στη μονάδα να τον ενημερώσω επιτόπου. Η ενημέρωση θα συνεχιζόταν και την επόμενη ημέρα. Σχόλασα. Έφυγα με το αυτοκίνητο και πήγα στο μηχανουργείο του θείου μου, του Βρασίδα. Με το που με είδε παρήγγειλε δύο μπύρες. Καθίσαμε.
- Τι θα γίνει βρε ανιψιέ; Θα έρθεις να το αναλάβεις; Δε θέλω να το πουλήσω σε άλλον. Το πονάω και θέλω να πάει σε χέρια της οικογένειας. Έχει πολύ δουλειά. Εγώ σε λίγους μήνες βγαίνω στη σύνταξη. Δε θέλω κάτι από σένα. Άλλον από εσένα δεν έχω. Μην είσαι κορόιδο. Κάθεσαι και δουλεύεις χαμάλης στους μαλάκες.
- Το σκέφτομαι θείε μου, θα σου απαντήσω όμως σύντομα.
- Σκέψου ότι θα είσαι αφεντικό και το μαγαζί έχει πολύ καλό εισόδημα, τη δουλειά την ξέρεις.
Με το θείο Βρασίδα καθίσαμε λίγο ακόμα. Ήταν η ώρα να κλείσει. Φύγαμε παρέα με το αμάξι μου. Όταν έφτασα στο σπίτι, βρήκα τη Λίζα να είναι στην κουζίνα. Μαγείρευε. Η Λίζα μου φάνηκε κάπως σκεπτική.
- Γεια σου, αγάπη μου… είπα και τη φίλησα στο μάγουλο.
- Καλησπέρα, Δημήτρη μου, είπε και ανταπέδωσε με ένα πεταχτό φιλί στο στόμα.
- Τι έχεις;… δεν σε βλέπω καλά. Συμβαίνει κάτι;
- Όχι, απλά κουρασμένη είμαι.
- Πάω να κάνω ένα μπάνιο και θα τα πούμε.
- Δημήτρη, θα φύγω πάλι. Πρέπει. Έχω μάθημα.
- Μα τόσο αργά;
- Ναι, λείπει ένας συνάδελφος και τον αναπληρώνω.
- Καλώς, θα τα πούμε το βράδυ.
Η Λίζα έφυγε για το φροντιστήριο. Εμένα μου φάνηκε όμως σαν κάτι να μου κρύβει. Βγήκα για λίγο στο κέντρο της πόλης. Εκεί είδα από μακριά τον καινούριο μηχανικό, τον Προκόπη και την Κατερίνα να είναι σε μια καφετέρια. Δεν πλησίασα, άλλαξα δρόμο.
Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Παναγιώτα. Είχαν έρθει με το Νίκο. Συναντηθήκαμε με τα παιδιά. Η χαρά ήταν αμοιβαία. Καθίσαμε σε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο που από παλιά έφτιαχνε ωραίο παγωτό. Ο Νίκος τρελαινόταν από μικρός θυμάμαι για το παγωτό αυτό. Άρχισαν να μου λένε τα δικά τους. Εκείνος τελείωσε την ίδια σχολή με μένα. Περίμενε να τελειώσει και η Παναγιώτα ως φιλόλογος. Μου ανακοίνωσαν ότι σε λίγο καιρό θα είναι μαζί μας.
Άρχισα να τους λέω τις εξελίξεις στο εργοστάσιο. Ο Νίκος ειδικά έμεινε με ανοιχτό το στόμα, όταν σε μια στιγμή που η Παναγιώτα πήγε στην τουαλέτα και του είπα για το πέσιμο της Κατερίνας. Γύρισε η Παναγιώτα στο τραπέζι και αλλάξαμε συζήτηση.
Κοίταξα το ρολόι. Σκέφτηκα να πάω από τη Λίζα. Ήμουν σίγουρος ότι είχε τελειώσει. Έφυγα βιαστικός με τα πόδια. Το φροντιστήριο ήταν τέσσερα στενά πιο κάτω, σε ένα σκοτεινό δρόμο. Προχωρούσα με τα πόδια. Έφτασα κοντά στο φροντιστήριο. Μόλις έστριψα, βλέπω τη Λίζα έξω με τον διευθυντή του φροντιστηρίου, το Γρηγόρη. Συζητούσαν έντονα. Το κατάλαβα από τις νευρικές κινήσεις των χεριών της Λίζας. Έδειχνα να λογομαχούν. Σε μια στιγμή τους βλέπω να αγκαλιάζονται. Εκείνος τη φίλησε. Εγώ κρύφτηκα αμέσως πίσω από ένα σπίτι στην γωνία. Έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Ακούμπησα στη μπάρα του πεζοδρομίου να συνέλθω. Ήθελα να φύγω, να τρέξω. Βγήκα στη μέση του οδοστρώματος. Γύρισα να φύγω. Προχώρησα κάμποσα βήματα και σταμάτησα. Ήμουν μέσα στο θυμό και στην σύγχυση. Γύρισα πίσω. Σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερα να τους αρπάξω και να τους σαπίσω στο ξύλο. Καθώς προχωρούσα προς την γωνία του δρόμου ξεπρόβαλε η Λίζα. Ταράχτηκε που με είδε ξαφνικά μπροστά της.
- Δημήτρη; Τι κάνεις εδώ;… είπε με μια ανησυχία.
Κράτησα την ψυχραιμία μου.
- Καλησπέρα, Λίζα μου, ήρθα να σε προλάβω. Είναι εδώ η Παναγιώτα και ο Νίκος. Ήρθαν σήμερα, είπα με ένα χαμόγελο που δεν ξέρω και εγώ πού το βρήκα τότε.
- Ωραία! Πού είναι;… είπε με το ίδιο μαγκωμένο ύφος.
- Στο ζαχαροπλαστείο, μας περιμένουν.
Πλησίασα και τη φίλησα στο μάγουλο. Φύγαμε και πήγαμε στα παιδιά. Η Βραδιά πέρασε χαλαρά, συζητώντας για διάφορα.
- Νίκο, τι λες; Δεν παίρνουμε το μηχανουργείο του θείο του Βρασίδα, μαζί; Θα παίρνουμε και άλλες δουλίτσες απ’ έξω. Γιατί να δουλεύουμε σε ξένες δουλειές αφού μπορούμε να έχουμε τη δική μας;
- Δεν είναι άσχημη ιδέα; Εσείς τι λέτε κορίτσια;… ρώτησε ο Νίκος.
- Εγώ συμφωνώ απόλυτα είπε η αδερφή μου.
- Και εγώ. Είμαι σύμφωνη. Εξάλλου, του Δημήτρη, του το πρότεινα της προάλλες.
Φύγαμε για το σπίτι. Εγώ όσο κι αν προσποιούμουν τον άνετο, μέσα μου ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν το περίμενα αυτό από τη Λίζα. Δε μπορούσα να το χωνέψω. Την άλλη μέρα πήγα στην δουλειά. Έπρεπε να τελειώσω την ενημέρωση στον καινούριο συνάδελφο. Το απόγευμα όταν σχόλασα πήγα κατευθείαν στο σπίτι. Βρήκα τη Λίζα να με περιμένει μέσα στα νεύρα.
- Καλησπέρα… είπα και πήγα να την φιλήσω.
Τραβήχτηκε. Πήρε το κινητό της από το τραπέζι της κουζίνας και μου έδειξε κάποιες φωτογραφίες. Έπαθα σοκ. Οι φωτογραφίες ήταν τραβηγμένες στο εξοχικό της Κατερίνας. Σε μία ήμουν εγώ με το κεφάλι στα βυζιά της και στην άλλη όταν μου είχε βγάλει τον πούτσο έξω. Εγώ ήμουν χωρίς την μπλούζα μου. Τα έχασα κυριολεκτικά.
- Να σου εξηγήσω, Λίζα μου!
- Δεν χρειάζεται, Δημήτρη. Οι φωτογραφίες τα λένε όλα.
- Δε μπορεί, είναι παγίδα όλο αυτό… φώναξα μέσα στα νεύρα.
- Ακόμα και να σε παγίδεψε, σου χουφτώνει τον πούτσο μωρέ. Πώς;… με τη βία το έκανε; Και εσύ είσαι μέσα στην καύλα. Θα με τρελάνεις τώρα; Άντε γαμήσου, Δημήτρη!
Σηκώθηκε πήρε το κινητό της και την τσάντα της και έφυγε. Προφανώς πήγε στο σπίτι της. Έμεινα να πιάνω το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Ήμουν σαστισμένος. Δεν ήξερα από πού μου έρχονταν τα χτυπήματα. Έμεινα αρκετή ώρα χαμένος μέσα στις σκέψεις. Σκέψεις που δε με οδηγούσαν πουθενά. Πήρα το Νίκο στο τηλέφωνο. Του ζήτησα να βρεθούμε οι δυο μας. Ο Νίκος, εκτός από μέλλων γαμπρός μου, ήταν και ο καλύτερός μου φίλος. Μόνο αυτός μπορούσε να με ακούσει. Βρεθήκαμε, του τα είπα με όλες τις λεπτομέρειες.
- Βρε συ Δημήτρη, δες το λίγο ψύχραιμα. Καταρχάς δεν είδες όλο το σκηνικό με τη Λίζα και τον ιδιοκτήτη του φροντιστηρίου. Με το που τους είδες να αγκαλιάζονται δεν είδες τι έγινε μετά. Όσο για την καργιόλα την Κατερίνα, βρόντα τα κάτω και φύγε. Είδες τι σου σκάρωσε. Να σου χαλάσει την οικογένεια; Κοίτα να ηρεμήσεις και να τα βρείτε με τη Λίζα.
- Μα δεν είναι αθώα, γαμώ το μου! Τι να βρω; Σου φαίνομαι να ανέχομαι το κέρατο; Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε!
Γύρισα σπίτι. Δε βρήκα κανέναν. Πήρα τη Λίζα τηλέφωνο και μου το έκλεισε κατάμουτρα. Την άλλη μέρα στο εργοστάσιο πήγα με φορτωμένες τις μπαταρίες. Περίμενα ότι η κίνηση που θα έκανε η Κατερίνα θα ήταν να με απολύσει. Δεν το έκανε όμως. Η ώρα πήγε τρεις το μεσημέρι και δε με κάλεσε όπως συνήθως έκανε κάθε μέρα. Κατέβηκα κάτω με τους εργάτες. Σε μια στιγμή με βλέπει ο αδερφός του Τάσου.
- Δημήτρη, μπορώ να σου πω;
- Ναι, Γιάννη, τι θέλεις;
- Κοίτα, ξέρω ότι εσύ δεν έχεις καμιά ανάμειξη με την απόλυση του Τάσου· κι ο Τάσος το ξέρει. Το ξέρω καλά, Δημήτρη. Όπως και ξέρω ότι τα λάστιχα στα ξεφούσκωσε το καθίκι, ο καινούριος φύλακας. Και κανένας μάστορας δεν ήρθε να στο φτιάξει. Απλά ο ίδιος μαλάκας στα φούσκωσε όταν έφυγες. Στο λέω, γιατί κάτι παίζεται πίσω από την πλάτη σου. Εγώ πάντως δε σου είπα τίποτα. Εντάξει; Δεν θέλω να χάσω τη δουλειά μου, έχω οικογένεια να ταΐσω.
- Εντάξει, μην ανησυχείς, είπα και γύρισα στο γραφείο μου.
Ήμουν μέσα στα νεύρα. Σε μια στιγμή σηκώνομαι. Μπαίνω στο γραφείο της Κατερίνας φουριόζος. Η Μαρία δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει. Μπαίνω ανοίγοντας χωρίς να μιλήσω. Η Κατερίνα ήταν με τον Προκόπη.
- Εσύ, σπάσε, λέω στον Προκόπη.
Εκείνος στην αρχή τα έχασε. Κορδώθηκε και με κοίταξε με ύφος. Τον αρπάζω από τον γιακά, και τον βγάζω έξω. Κλείνω την πόρτα.
- Με ποιο δικαίωμα μπήκες έτσι μέσα στο γραφείο μου;… είπε με ύφος η Κατερίνα.
- Πάρε τηλέφωνο τη Λίζα τώρα να της εξηγήσεις τι ακριβώς έγινε, αλλιώς θα γίνει της πουτάνας εδώ μέσα. Ξέρεις ότι δεν κωλώνω να τα τινάξω όλα στο αέρα.
- Ναι, την παίρνω τώρα αμέσως, είπε με ένα θυμωμένο ύφος και εκείνη.
Και την πήρε.
- Λίζα, καλημέρα. Πήρα να σου πω ότι όσα είδες στις φωτογραφίες είναι αληθινά. Ο Δημήτρης είναι φοβερός εραστής! Και το έκλεισε.
- Τι έκανες;… ούρλιαξα από τα νεύρα μου.
- Είπα ότι είσαι φοβερός εραστής…
και ήρθε και με φίλησε στο στόμα. Εγώ από το σοκ δεν αντέδρασα στην αρχή. Ύστερα της άστραψα ένα δυνατό χαστούκι που της γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. Κάθισε για λίγο σε μια καρέκλα για να συνέλθει.
- Τι κι αν με χτύπησες ρε; Νομίζεις ότι θα πάψω να σ’ αγαπώ; Χτύπα με όσο θες. Σε θέλω ρε μαλάκα, σε θέλω, σ’ αγαπάω… είπε και άρχισε να κλαίει.
Έμεινα άναυδος με την εξέλιξη. Δεν ήξερα αν λέει ψέματα ή αλήθεια. Γύρισα την πλάτη μου με χαμηλωμένο το κεφάλι. Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
- Μη φύγεις, σε παρακαλώ Δημήτρη!
Βγήκα από το γραφείο της. Η Μαρία με κοιτούσε με ένα χαμένο ύφος. Τα άκουσε όλα. Πήγα στο γραφείο μου. Πήρα τα πράγματά μου. Βγήκα στο αυτοκίνητο. Ήρθε ο φύλακας να μου ανοίξει την πόρτα.
- Αν ξαναπλώσεις ξανά χέρι στο αμάξι μου, κωλόπαιδο, θα σε ξεσκίσω, θα σου γαμήσω τη μάνα, κατάλαβες;… είπα και έφυγα.
Βγήκα στο δρόμο. Πήρα το δρόμο έξω από την πόλη προς το εξοχικό της Κατερίνας. Σταμάτησα μακριά από το σπίτι. Το έβλεπα. Μέσα στο μυαλό μου περνούσαν διάφορες σκέψεις. Κόντευα να τρελαθώ. Έπρεπε να πιάσω το κουβάρι από εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα. Να βρω τα λάθη μου.
«Δεν γίνεται, πρέπει να βρω τρόπο να εξηγήσω στην Λίζα. Αμ, κι εκείνη η αγκαλιά με το μαλάκα; Άλλο και τούτο» σκεφτόμουν και κόντευα να τρελαθώ. Δεν ξέρω, ήμουν αρκετή ώρα μέσα στο αμάξι και σκεπτόμουν και άκρη δεν έβγαζα. Βγήκα από το αμάξι. Ήμουν μέσα στα νεύρα. Κάθισα κάτω από ένα ψηλό δέντρο. Σηκώθηκα και άρχισα να χτυπάω με μανία τον κορμό του δέντρου, μέχρι που μάτωσαν τα χέρια μου. Ύστερα έφυγα. Πήγα σε ένα καφενείο. Ήπια έναν καφέ. Δεν ήξερα κατά πού να κάνω. Έφυγα, πήγα στο σπίτι. Δεν ήταν κανείς. Προφανώς η Λίζα ήταν στο σπίτι της. Καθόμουν μόνος στην κουζίνα. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η Παναγιώτα.
- Καλώς τη!
- Καλημέρα, Δημήτρη μου… είπε και μπήκε μέσα.
- Τι κάνεις; Είσαι καλά; Ο Νίκος;
- Καλά είναι στο σπίτι του. Αργότερα κανονίσαμε να πάμε στη μαμά για φαγητό. Θα έρθεις κι εσύ;
- Όχι, δεν έχω διάθεση. Έγιναν πράγματα Παναγιώτα μου που μου τίναξαν τη ζωή στον αέρα.
- Τα ξέρω.
- Τα μισά.
- Μου τα είπε ο Νίκος, αλλά και η Λίζα.
- Τα μισά ξέρεις, και εσύ και ο Νίκος. Αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσω τα πρώτα μισά πρώτα και μετά τα υπόλοιπα. Κι αυτό, αδερφούλα μου, πρέπει να το κάνω μόνος. Ύστερα, θα δείξει πού θα καταλήξει το πράγμα.
- Θεέ μου! Σε τι φουρτούνες έμπλεξες, βρε Δημήτρη μου; Η παλιογυναίκα αυτή, πόσο κακό σου έχει κάνει τελικά; Και τώρα να σου διαλύσει το σπίτι…
- Δεν φταίει μόνο εκείνη, έχει και η Λίζα το φταίξιμό της, αλλά τέλος πάντων. Πρέπει να βρω τη λύση μόνος μου.
- Κάνε όπως καταλαβαίνεις. Πρόσεχε όμως.
- Σε ευχαριστώ κι σένα και το Νίκο για τη συμπαράσταση.
- Μα τι λες μωρέ; Αδερφός μου είσαι κι ο Νίκος παιδικός σου φίλος, σαν αδερφός κι αυτός. Γίνεται να μη σου σταθούμε; Εσύ πόσες φορές στάθηκες δίπλα και σε μένα και στο Νίκο. Τι λες τώρα;
Η Παναγιώτα έφυγε. Εγώ πήρα τηλέφωνο τη Λίζα. Το σήκωσε.
- Τι θέλεις;
- Καλησπέρα!
- Τι θέλεις;
- Πες ένα γεια, γαμώ το Θεό σου, πρώτα! Τέλος πάντων, πήρα να μάθω για το παιδί πώς είναι.
- Καλά είναι, βγήκε με τον πατέρα μου βόλτα στις κούνιες στο πάρκο. Θέλεις κάτι άλλο;
- Πώς και δεν είσαι στα μαθήματα; Πήρες άδεια;
- Δεν καταλαβαίνω το υφάκι σου, Δημήτρη; Κενό είχα και ήρθα στο σπίτι μου για λίγο να ξεκουραστώ.
- Α, μάλιστα. Να μην σε ενοχλώ άλλο. Γεια σου, Λίζα.
Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει ένα γεια. Η ώρα είχε πάει 7 το βράδυ. Έβαλα ένα ποτό και άραξα στον καναπέ. Έπρεπε να χαλαρώσω. Όμως ήταν αδύνατον. Ήπια άλλο ένα. Βυθίστηκα μέσα στις σκέψεις. Σε κάποια στιγμή σηκώθηκα. Η ώρα πέρασε, είχε πάει 10 το βράδυ. Βγήκα.
Στην αρχή περπατούσα σα χαμένος. Βγήκα στην πλατεία της πόλης κοντά στο πάρκο. Από μακριά διέκρινα τη Λίζα. Καθόταν με μια παρέα, όλοι συνάδελφοι από το φροντιστήριο. Δύο κοπέλες και ένας νεαρός καθηγητής. Σε λίγο εμφανίστηκε και ο Γρηγόρης. Το αφεντικό της Λίζας. Κάθισε δίπλα στη Λίζα. Εκείνη τον υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο. Εγώ στην αρχή έμεινα αποσβολωμένος. Ήταν όλοι τους μέσα στην τρελή χαρά.
Έπιασα το κινητό μου και η πρώτη κίνηση ήταν να πάρω την Κατερίνα τηλέφωνο. Το σήκωσε. Της ζήτησα να βρεθούμε. Όσο μιλούσα με την Κατερίνα, είχα γυρισμένη την πλάτη και απομακρύνθηκα λίγο. Γύρισα προς το σημείο που καθόταν η Λίζα οι κοπέλες με το νεαρό είχαν φύγει. Έμεινε η Λίζα με τον Γρηγόρη. Συζητούσαν και έδειχναν να περνάνε όμορφα οι δυο τους. Για να συναντήσω την Κατερίνα έπρεπε να περάσω κοντά από την καφετέρια που ήταν εκείνοι. Πέρασα με ένα αδιάφορο ύφος. Με είδαν σίγουρα. Μιλούσα στο κινητό με την Κατερίνα. Σε λίγο συναντηθήκαμε.
- Πάμε να φάμε;
- Ρε συ, με δουλεύεις; Το ξέρω από παλιά αυτό το υφάκι.
- Γιατί, βρε Κατερίνα; Τι έχει το ύφος μου;
- Λίγη τρέλα να πω;
- Έλα, μην φοβάσαι! Δεν τρώω ανθρώπους, είμαι σε δίαιτα.
Γέλασε. Σε λίγο μπήκαμε στο αμάξι μου και φύγαμε. Πήγαμε σε ένα εστιατόριο κοντά σε ένα παλιό κάστρο, είκοσι χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Στο δρόμο της άνοιξα μια κουβέντα για διάφορα θέματα. Συμπεριφερόμουν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Φτάσαμε. Καθίσαμε. Σε όλο το σκηνικό ήμουν ιδιαίτερα ευγενικός και περιποιητικός. Παρήγγειλα ένα μπουκάλι ακριβό κρασί και τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Φάγαμε σε ένα ήρεμο δείπνο. Εγώ ήμουν ευδιάθετος, με τα αστεία μου, με τις ατάκες μου. Την έκανα να γελάει. Σε κάποια στιγμή με κοιτάει στα μάτια.
- Τι θέλεις από μένα, Δημήτρη;
- Εσένα… είπα και την κοίταξα μέσα στα μάτια.
- Είσαι σίγουρος;
- Απόλυτα!
- Μα πριν λίγες ώρες ήσουν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, με χαστούκισες. Θυμάσαι;
- Ναι, γιατί με τη στάση σου με εκνεύρισες. Και με την ευκαιρία σου ζητάω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου.
- Τι να σου πω; Δεν μπορώ να σε ψυχολογήσω. Ποτέ δε μπόρεσα. Πάντα ήσουν απρόβλεπτος.
Δε μιλούσα, την κοίταζα μέσα στα μάτια όσο μου μιλούσε. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε να μιλάει. Της έπιασα τρυφερά το χέρι. Δεν τραβήχτηκε. Άπλωσα το άλλο χέρι και τη χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο. Με κοίταξε με ένα γλυκό βλέμμα.
Σε λίγο ζήτησα το λογαριασμό. Η Κατερίνα έκανε μια κίνηση να πληρώσει. Δεν την άφησα. Μάλιστα έδωσε και ένα καλό φιλοδώρημα στο γκαρσόνι. Η Κατερίνα έδειξε να εκπλήσσεται.
- Έλα, άσε με να πληρώσω τουλάχιστον τα μισά.
- Όχι, Κατερίνα μου, ένας άντρας όταν συνοδεύει μια κυρία, δεν την αφήνει να πληρώσει τον λογαριασμό, αν θέλει να λέγεται άντρας.
Εκείνη χαμογέλασε.
- Είσαι περίεργο τρένο τελικά!
Φύγαμε. Τη συνόδεψα σαν μια πραγματική κυρία στο αυτοκίνητο. Μπήκε μέσα. Κάθισα στο κάθισμα του οδηγού.
- Να σου πω, έχεις κλειδιά από το εξοχικό;
- Ναι, στην τσάντα μου· γιατί;
- Θέλεις να πάμε;
Το σκέφτηκε για λίγο.
- Ναι, γιατί όχι… και σκύβει και με φιλάει στο μάγουλο.
Σε μισή ώρα ήμασταν στο εξοχικό της. Έβαλε δύο ποτήρια νερό και καθίσαμε λίγο στο σαλόνι. Καθόταν δίπλα μου. Την πιάνω από το χέρι και την τραβάω πάνω μου. Άρχισα να τη φιλάω στο στόμα με πάθος. Στην αρχή ήταν αμήχανη, ύστερα με φιλούσε κι εκείνη με πάθος. Σηκώνομαι από τον καναπέ, την πιάνω στην αγκαλιά μου και τη σηκώνω. Εκείνη γαντζώθηκε στο λαιμό μου.
- Πού με πας;
- Πάνω, στην κρεβατοκάμαρα.
- Γιατί;… είπε με ένα νάζι.
- Γιατί σε θέλω πολύ… είπα και ανέβηκα τη σκάλα κρατώντας την αγκαλιά.
Μπήκαμε μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έπεσα κι εγώ δίπλα της και άρχισα να τη φιλάω στο στόμα με πάθος. Σε λίγο ήμασταν γυμνοί και οι δύο. Την είχα ανάσκελα και της έγλειφα τα βυζιά. Οι ρώγες είχαν πεταχτεί έξω από την καύλα. Σε λίγο κατέβηκα στην κοιλιά της και άρχισα να παίζω με το μουνί της. Είχε απογειωθεί. Της σήκωσα τα πόδια. Τον κάρφωσα με την μία μέσα. Η Κατερίνα έφτασε γρήγορα σε οργασμό. Μετά από εκείνη έφτασα σύντομα κι εγώ. Έχυσα πάνω στην κοιλιά της. Ξαπλώσαμε αγκαλιά και της έλεγα τρυφερόλογα. Αργότερα πήγαμε στο μπάνιο. Βγήκαμε και ξαπλώσαμε. Σε κάποια στιγμή κατεβαίνει στην κουζίνα και παίρνει ένα μπουκάλι με χυμό και δύο ποτήρια. Ανέβηκε. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος και την περίμενα. Μόλις μου έβαλε το χυμό, τον ήπια σχεδόν μονορούφι. Λίγο η ζέστη, λίγο το κρασί, το φαγητό και το σεξ, διψούσα πάρα πολύ.
- Μου βάζεις λίγο ακόμα, σε παρακαλώ;
- Ναι, αγόρι μου. Τόσο πολύ διψάς;
- Ναι, έχω κορακιάσει.
Ήπια το χυμό και ξάπλωσα. Ξάπλωσε δίπλα μου. Άρχισα να την πειράζω και να παίζω μαζί της. Το ίδιο και εκείνη. Άρχισα να τη φιλάω στα βυζιά ξανά. Κατέβηκα και περιέλαβα το μουνί της. Το έγλειφα κάνοντάς τη να λιώνει. Σε λιγότερα από πέντε λεπτά η Κατερίνα έφτασε σε οργασμό. Χτυπιόταν κυριολεκτικά στο κρεβάτι.
Ύστερα ξάπλωσα στο κρεβάτι ανάσκελα. Ήρθε ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισε να μου παίρνει τον πούτσο μου μέσα στο στόμα. Τον τσιμπούκωνε τέλεια. Ύστερα κάθισε πάνω μου παίρνοντάς τον βαθιά στο μουνί της. Άρχισε να τρίβεται μπρος πίσω. Μετά χοροπήδαγε με ένα δικό της ρυθμό. Έφτασε στο τέρμα και άρχισε να χύνει. Εγώ έπαιζα με τις ρώγες της.
Την έστησα στα τέσσερα και άρχισα να την γαμάω δυνατά. Μου άρεσε που έβλεπα το καυλί μου να χώνεται ολόκληρο μέσα στη μουνάρα της. Τη γύρισα πάλι ανάσκελα. Της σήκωσα τα πόδια στον ώμο και άρχισα να της τον χώνω με δύναμη. Ήμουν πολύ καυλωμένος. Σε λίγο έφτασα σε οργασμό. Τον έβγαλα και τον έχωσα στο στόμα της. Τον έπαιζε αφήνοντας τα χύσια μου να της ασπρίζουν το πρόσωπο. Όταν τέλειωσε, έγλειψε κάποια με την γλώσσα της. Τη φίλησα πεταχτά στο πρόσωπο. Πήγε να μαζέψει τα μαλλιά της. Πασαλείφτηκε από τα χύσια.
Μπήκαμε στη μπανιέρα και οι δύο. Σαπουνιστήκαμε πρώτα και ύστερα την αφήσαμε να γεμίσει. Αράξαμε μέσα τρίβοντας και χαϊδεύοντας ο ένας τον άλλον. Σε μισή ώρα βγήκαμε. Η ώρα είχε πάει τέσσερις το πρωί. Αποκοιμηθήκαμε γυμνοί και αγκαλιασμένοι.
Ξημέρωσε. Μάλλον καλύτερα μας πήρε 9 το πρωί όταν ξύπνησα. Σηκώθηκα πάνω τρομαγμένος. Κοίταξα το ρολόι. Ύστερα με αγωνία κοίταξα το σκαμπό που είχα ακουμπήσει τα ρούχα μου. Ήταν εκεί. Μια ανακούφιση ένιωσα μέσα μου. Για μια στιγμή ζωντάνεψαν οι αναμνήσεις που έζησα ως μαθητής. Φρίκαρα τελείως. Ντύθηκα. Κατέβηκα κάτω. Η Κατερίνα είχε φτιάξει πρωινό και ήταν στην κουζίνα.
- Έλα, σου έχω καφέ. Θέλεις ζάχαρη;
- Όχι, καθόλου!
Πλησίασα και τη φίλησα στο μάγουλο.
- Καλημέρα! Το παραξηλώσαμε σήμερα με την δουλειά.
- Μην ανησυχείς. Πήρα τηλέφωνο και κανόνισα ό,τι ήταν σε εκκρεμότητα. Εσύ γιατί ανησυχείς; Εκκρεμότητες δεν έχεις και αφού είσαι μαζί μου, σε ποιον θα δώσεις λογαριασμό;
- Σωστά.
Ήπιαμε μια δυο γουλιές καφέ. Την έπιασα τρυφερά από το χέρι. Έσκυψα και τη φίλησα στο στόμα. Αντέδρασε κι εκείνη ανταποδίδοντας με ένα πιο παθιασμένο γλωσσόφιλο.
Σε λίγο τη σηκώνω από το χέρι. Τη βάζω να ακουμπήσει με τα χέρια στον πάγκο της κουζίνας. Της κατέβασα ένα τζιν που φορούσε. Είχα ήδη ανάψει. Έβγαλα τον πούτσο μου και τον κάρφωσα με την μία. Άρχισα να τη γαμάω με ένταση. Σε λίγο την ένιωσα να χύνει. Κι εγώ δε μπορούσα να αντέξω άλλο. Ακούμπησα τον πούτσο μου στην σούφρα της και άρχισα να τη χύνω. Σηκώθηκε όρθια. Με φίλησε με πάθος.
Μάζεψε το παντελόνι της και πήγε στην τουαλέτα. Βγήκε σε ένα τέταρτο. Σε λίγο φύγαμε για το εργοστάσιο. Μείναμε εκεί μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Σε κάποια στιγμή έρχεται στο γραφείο μου.
- Τι θα κάνουμε απόψε;
- Δεν ξέρω. Κοίτα θα πρέπει να πάω στο σπίτι μου. Να πλυθώ, να ξεκουραστώ λίγο. Θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο. Θα πρέπει να δω και το μικρό. Εντάξει;
- Εντάξει σε καταλαβαίνω. Θα περιμένω τηλέφωνο αν είναι, εντάξει;… είπε και έσκυψε και με φίλησε πεταχτά.
Γύρισε και έφυγε. Σε λίγο έφυγα κι εγώ για το σπίτι μου. Έφτασα και βρήκα την Λίζα με το μικρό.
- Καλησπέρα σας… είπα, και ο μικρός έτρεξε στην αγκαλιά μου.
Κάθισα μαζί του και έπαιζα. Σε λίγο η Λίζα ετοίμασε το φαγητό του. Τον πήρε στο τραπέζι και τον τάισε. Εγώ κάθισα στο σαλόνι και άνοιξα την τηλεόραση.
- Κοίτα, Δημήτρη, εγώ θα πρέπει να φύγω πάλι για μάθημα. Θα τον κρατήσεις;
- Και θέλει και ρώτημα βρε Λίζα;
- Εντάξει… είπε.
Ντύθηκε και έφυγε για το μάθημα. Εγώ κάθισα με το Νίκο και άρχισα να παίζω. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβουμε. Τον πήρα και τον πήγα για ύπνο. Ύστερα κάθισα στο σαλόνι. Χωρίς να το καταλάβω η ώρα πήγε 11 το βράδυ. Εκεί ήταν που άρχισαν να ενισχύονται οι υποψίες μέσα μου για τη Λίζα. Έστειλα ένα μήνυμα στην Κατερίνα ότι δε μπορώ να βρεθούμε. Πήρα ένα μαξιλάρι και ένα σεντόνι και ξάπλωσα στον καναπέ. Κατά τις έντεκα και μισή μπήκε η Λίζα στο σπίτι.
- Καλησπέρα!
- Καλησπέρα! Απάντησα με ένα ψυχρό ύφος.
- Ο μικρός;
- Κοιμάται.
Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. Έδειχνε κουρασμένη. Έσκυψε το κεφάλι σκεπτική.
- Θέλεις να μου πεις κάτι;
- Εγώ; Όχι… πώς σου πέρασε από το μυαλό;
- Σε βλέπω σκεπτική, σε απασχολεί κάτι;… είπα με ένα ειρωνικό ύφος.
- Όχι, πάω για ύπνο. Καληνύχτα είπε και σηκώθηκε.
- Καληνύχτα, Λίζα!
Έφυγε. Εγώ ήμουν πτώμα στην κούραση. Με πήρε αμέσως ο ύπνος.
Το πρωί σηκώθηκα πρώτος. Δίπλωσα το σεντόνι και πήγα να το βάλω στην ντουλάπα του υπνοδωματίου. Η Λίζα κοιμόταν του καλού καιρού. Την κοίταξα. Κοιμόταν τόσο ήρεμα, ήταν τόσο όμορφη! Έσκυψα και τη φίλησα στο μάγουλο. Ύστερα τη χάιδεψα ανάλαφρα στα μαλλιά. Αναδεύτηκε λίγο μέσα στον ύπνο της. Γύρισα και έφυγα. Στο δρόμο σταμάτησα σε μια στιγμή για να σκεφτώ. Είχα χρόνο να πάω στην δουλειά.
«Και τώρα τι; Είπα να βγάλω την άκρη και άκρη δεν έβγαλα. Μήπως τα έμπλεξα χειρότερα; Ήθελα να την κάνω να ομολογήσει αυτό που δεν έγινε. Αλλά έλα η ζήλεια μου με οδήγησε στον να πράξω αυτό που ισχυριζόμουν ότι δεν έκανα. Μαλάκα, Δημήτρη! Τι έκανες;» σκεφτόμουν. Κόντευε να μου στρίψει. Αντί να ξεμπλέξω, την κατάσταση την έμπλεξα χειρότερα.
Μπήκα στο αμάξι και πήγα στο εργοστάσιο. Πήγα στο γραφείο. Βρήκα τον καινούριο συνάδελφο να κάθεται στο γραφείο μου σαν το μεγάλο αφεντικό. Το καλημέρισα τυπικά και πήγα στο γραφείο της Κατερίνας. Έλλειπε. Πήγα κάτω στα άλλα παιδιά που ήταν στο κυλικείο. Κάθισα λίγο και μιλούσα μαζί τους. Κάτι δεν μου άρεσε σε όλο αυτό. Μετά από μια ώρα ανεβαίνω στο γραφείο μου. Η πόρτα κλειστή. Πάνω της μια πινακίδα που έγραφε.
«Κώστας Θεοδοσίου, Τεχνικός προϊστάμενος».
Άνοιξα την πόρτα. Εκείνος μιλούσε στο τηλέφωνο. Μου έκανε νόημα να περιμένω λίγο. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, μου είπε να καθίσω στην καρέκλα. Κάθισα λες και κάθισα σε αναμμένα κάρβουνα.
- Κύριε Καρά, θα πρέπει να γίνει έλεγχος και συντήρηση στη γραμμή παραγωγής. Να πάρεις έναν βοηθό και να τον κάνεις.
- Μα, τι έγινε κ. συνάδελφε;
- Κ. Θεοδοσίου παρακαλώ ή κ. προϊστάμενε. Επειδή σε μία βδομάδα αρχίζει η παραγωγή θέλω άλλο ένα έλεγχο. Γιατί ξέρεις ότι, αν έχουμε βλάβες και καθυστερήσεις, η ζημιά θα είναι μεγάλη.
- Μάλιστα, όπως θέλετε.
- Θέλω να γίνει άλλος ένας έλεγχος.
- Εντάξει, είπα και έφυγα βράζοντας στα νεύρα.
Πήγα κάτω. Πήρα τα εργαλεία και έστειλα να τον Γιάννη να κάνει μία καταμέτρηση. Άρχισα να ελέγχω τους συνδέσμους στη γραμμή παραγωγής. Μου τη βίδωσε. Άρχισα να λασκάρω κάποιους συνδέσμους, έτσι ώστε με τις πρώτες τρεις μέρες η γραμμή να τα παίξει. Στις δυο το μεσημέρι τελείωσα όλη τη βρομοδουλειά. Πήγα με τα παιδιά στο κυλικείο να τσιμπήσω. Ύστερα κάναμε κάποιες άλλες εργασίας. Εκεί που δούλευα σκεφτόμουν:
«Από τεχνικός προϊστάμενος, απλός τεχνίτης. Η πουτάνα δεν έχει μπέσα.»
Σε λίγο σχόλασα. Έφτασα στο σπίτι. Δε βρήκα κανέναν. Πήρα το αμάξι και πήγα από τον θείο μου, ήταν στο σπίτι.
- Λοιπόν ανιψιέ, το σκέφτηκες;
- Ναι, θείε, λέω να έρθω στο μηχανουργείο, με τον Νίκο όμως.
- Ωραία! Άμα θέλεις, σου μεταβιβάζω τώρα το μισό, κι όταν με το καλό παντρευτεί με την Γιώτα μας, του γράφω και του Νίκου το άλλο μισό. Τον πρώτο καιρό θα είμαι κι εγώ μέσα στα πόδια σας, για να κρατήσουμε την πελατεία, αν και δεν είναι απαραίτητο· όλοι σε ξέρουν πόσο καλός είσαι. Εντάξει, Δημητρό;
- Εντάξει θείε μου.
Εκείνο το βράδυ κάθισα στο θείο μου και μου έκανε το τραπέζι. Η ώρα είχε πάει 10 το βράδυ όταν έφυγα. Ήμουν πεζός. Ο δρόμοι ήταν έρημοι. Σε κάποιο στενό βλέπω τη Λίζα να μπαίνει στο αμάξι του Γρηγόρη. Της άνοιξε την πόρτα και της χάιδεψε τα μαλλιά. Επιτάχυνα το βήμα. Πλησίασα. Βλέπω το Γρηγόρη να βάζει το χέρι πάνω στο κεφάλι της και να την χαϊδεύει πάλι στα μαλλιά και να είναι έτοιμος να την φιλήσει. Πλησίασα κι άλλο. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν ανοιχτά.
- Γειά σας! Είπα.
Εκείνοι πάγωσαν, τραβήχτηκαν πίσω στο κάθισμα. Είπαν ένα αμήχανο «γεια».
- Γρηγόρη, τι κάνεις; Λίζα, να σε ρωτήσω, πού είναι ο μικρός;
- Στη μάνα μου, είπε με ένα αμήχανο ύφος.
- Ωραία, πάρε την ένα τηλέφωνο να μου τον φέρει στο σπίτι. Θα είμαι εκεί σε 20 λεπτά…
είπα και έφυγα με βιαστικό βήμα. Πήγα στο σπίτι σε λιγότερο από 10 λεπτά. Είχα τόσα νεύρα! Σε λίγο ανοίγει η πόρτα. Ήταν η Λίζα με το μικρό. Ο μικρός έπεσε πάνω μου. Άρχισε να παίζει μαζί μου. Σε λίγο η Λίζα τον πήγε για ύπνο. Εγώ είχα πάρει ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι και έστρωσα στον καναπέ.
- Αν θέλεις να βγεις βγες. Μη χαλάς το πρόγραμμά σου! Είμαι εγώ εδώ. Εξάλλου αύριο θα πάω πιο αργά στην δουλειά.
- Μπράβο, αποκτήσαμε προνόμια βλέπω… είπε με μια ειρωνεία.
- Ναι, είναι οικογενειακό χάρισμα τελευταία.
- Τι εννοείς;
- Τίποτα. Μιλάς για προνόμια και σου απάντησα, Λίζα.
- Δεν μου λες, πας να βγεις κι από πάνω; Σήμερα πήρα και άλλο μήνυμα από την Κατερίνα που μου είπε πού ήσαστε χθες.
- Εγώ, όχι, δεν θέλω να βγω από πάνω. Εγώ Λίζα μου τις ευθύνες μου τις αναλαμβάνω. Και θα το δεις. Ξέρω ότι αυτή η πουτάνα έκανε τα πάντα για να με καταστρέψει. Από το λύκειο. Αλλά όλα εδώ πληρώνονται. Σιγά σιγά. Όλα θα πάρουν το δρόμο τους. Και η Κατερίνα, κι ο Γρηγόρης, όλοι τους… κι εσύ. Περίμενε. Με ξέρεις από παλιά. Δε γυρνάει το κεφάλι μου εύκολα ούτε και κωλώνω να φτάσω στα άκρα.
- Για το Γρηγόρη τι θέλεις να πεις, δε σε καταλαβαίνω;
- Τίποτα για την ώρα. Λοιπόν κοπάνα την για μέσα ή βγες βόλτα. Θέλω να μείνω μόνος μου να σκεφτώ.
- Είσαι καλά μωρέ;
- Εντάξει;
Είπα με ένα αυστηρό ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Η Λίζα έμεινε να με κοιτάζει στα χαμένα. Σηκώθηκα, ντύθηκα γρήγορα-γρήγορα και έφυγα για το πατρικό μου. Όταν πήγα βρήκα την Παναγιώτα με το Νίκο εκεί. Έφευγαν για το σπίτι του Νίκου.
- Νίκο, αύριο το μεσημέρι σε θέλω να μιλήσουμε. Εντάξει;
- Ναι, Δημήτρη κι εγώ σε θέλω. Και αν είναι πάρε και τη Λίζα και ελάτε όλοι εδώ.
- Για τη Λίζα δεν ξέρω, αλλά εγώ θα είμαι.
Τα παιδιά έφυγαν. Η μάνα μου κοιμόνταν. Εγώ πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα. Είχα τέτοια ένταση που δε με κολλούσε ο ύπνος. Κοίταζα το ταβάνι και σκεφτόμουν. Είχε πάει δώδεκα. Σε μια στιγμή παίρνω ένα sms από την Κατερίνα.
«Θέλεις να έρθεις να βρεθούμε απόψε;»
Και απάντησα «Μου είναι αδύνατον, θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα»
Σχεδόν είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Την επόμενη θα τα βροντούσα κάτω. Ξημέρωσε. Σηκώθηκα μετά τη μάνα μου. Στην κουζίνα με περίμενε ζεστός καφές και τοστ.
- Καλημέρα, μάνα!
- Καλημέρα Δημήτρη μου, πώς και δεν έμεινες στο σπίτι σου;
- Ήθελα να σκεφτώ. Έγιναν πολλά, βρε μάνα.
- Κοίτα να σώσεις την οικογένειά σου. Δεν ξέρω πώς; Κοίτα να βρεις τον τρόπο. Και θα τον βρεις. Είσαι δυνατός εσύ. Μόνο πρόσεχε. Εντάξει, παλικάρι μου; Σήμερα θα έρθει ο Νίκος να ζητήσει την Παναγιώτα επίσημα και να ορίσουμε τους γάμους.
- Τέλεια. Χαίρομαι ιδιαίτερα.
Καθίσαμε λίγο ακόμα. Ύστερα έφυγα για το εργοστάσιο. Όταν έφτασα εκεί πήγα κατευθείαν κάτω με στο μεγάλο χώρο μου μαζευόμαστε όλοι μαζί. Συζητούσανε για την καινούρια σεζόν. Βέβαια στο νέο τμήμα θα ήταν λιγότερα άτομα, μια και τα μηχανήματα ήταν πιο καινούρια. Σε λίγο από το μεγάφωνο του χώρου ακούω την Μαρία να με καλεί στο γραφείο της Διεύθυνσης. Ανέβηκα χτύπησα την πόρτα. Μπήκα. Η Μαρία την ειδοποίησε. Μέσα με περίμενε με τον Προκόπη, τον νέο προϊστάμενο και ένα φίλο της, τον Νικήτα, όπως μου τον σύστησε.
- Κ. Καρά τελειώσατε τους ελέγχους;
- Ναι, της απάντησα.
- Να ξέρετε από σήμερα θα δίνετε λόγο στον κ. Θεοδοσίου, για ό,τι γίνεται κάτω στη μονάδα παραγωγής.
- Ξέρετε, κα. Διευθύντρια, εγώ δεν θα δίνω λόγο ούτε στον κ. Θεοδοσίου, ούτε και σε σας από εδώ και πέρα. Παραιτούμαι.
Και έβγαλα τη δήλωση παραίτησης από την δουλειά.
- Όσο για τον άνθρωπο που θα πρέπει να σας δίνει λόγο για τεχνικά θέματα, υπάρχουν αρκετά ικανά άτομα στο εργοστάσιο. Αρκεί να τα ανακαλύψετε. Αν δε με θέλετε κάτι άλλο, επιτρέψτε μου να αποχωρήσω. Καλή σας μέρα.
Έμειναν έκπληκτοι. Δεν περίμεναν τέτοια άμεση αντίδραση από μένα. Έφυγα. Κατέβηκα κάτω στα παιδιά. Τους το ανακοίνωσα. Οι περισσότεροι απόρησαν. Φεύγοντας, πήγα κατευθείαν στο μηχανουργείο του θείου. Του τα είπα.
- Καλώς όρισες αφεντικό! Είπε ο θείος μου και με αγκάλιασε.
Κάθισα μαζί του αρκετά. Αργότερα έφυγα. Πήγα στο πατρικό μου σπίτι. Κάθισα λίγο με τη μάνα μου και ύστερα την έπεσα για ύπνο. Έπρεπε να είμαι φρέσκος για το βράδυ. Σηκώθηκα αργά το απόγευμα από τη φασαρία που έκαναν η μάνα μου με τη Γιώτα. Στην κουζίνα επικρατούσε ένας πανικός. Έφυγα για το σπίτι μου. Μπήκα μέσα. Δε βρήκα κανέναν. Έκανα ένα μπάνιο και σιδέρωσα τα ρούχα μου. Κάθισα να πιώ ένα καφέ. Σε λίγο μπήκε η Λίζα μόνη της μέσα.
- Καλησπέρα… είπε με ψυχρό ύφος.
Δεν της μίλησα καν. Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου. Σηκώθηκα πήγα στο δωμάτιο. Εκείνη ήταν στην κουζίνα. Έψηνε ένα τοστ για να φάει. Σε λίγο βγήκα ντυμένος. Πήρα τα κλειδιά και έφυγα χωρίς καν να της μιλήσω. Το βράδυ εκείνο πέρασα χαλαρά με τους δικούς μου ανθρώπους. Η Παναγιώτα ήταν ευτυχισμένη. Σε κάποια στιγμή τραβάω το Νίκο απόμερα.
- Κοίτα, Νίκο, εγώ παραιτήθηκα από το εργοστάσιο της καργιόλας. Από την επόμενη εβδομάδα ξεκινάω στο θείο. Μίλησα στο θείο για σένα. Δεν έχει πρόβλημα. Λοιπόν καλέ μου φίλε, συνεταίρε και γαμπρέ μου, ετοιμάσου. Και μια και αποφασίσατε τόσο γρήγορα το γάμο, κανόνισε, θέλω ανιψάκι σύντομα.
Εκείνος με αγκάλιασε συγκινημένος. Καθίσαμε λίγο στην βεράντα του σπιτιού οι δυο μας.
- Δημήτρη μου με τη Λίζα τι γίνεται;
- Μάλλον θα το διαλύσουμε Νίκο. Πριν κάτι μέρες ήταν στην πλατεία μαζί του, προχθές τους έπιασα στο αμάξι να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Σοκαρίστηκαν όταν με είδαν. Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Σκέφτηκα να τον βουτήξω και να τον σπάσω στα χαστούκια. Αλλά τι θα έβγαινε; Αλλά θα το κάνω, δε θα περάσει έτσι. Θα κανονίζω την καργιόλα, την Κατερίνα, πρώτα και μετά εκείνους.
- Κοίτα, μη μπλέξεις, σε παρακαλώ!
- Όχι, μην ανησυχείς, δε θα μπλέξω.
Η ώρα πέρασε. Είχαμε πιει με τον Νίκο λίγο παραπάνω. Ύστερα η Παναγιώτα με πήγε με το αμάξι τους μέχρι έξω από το σπίτι μου και με άφησε. Δεν ήμουν σε θέση να οδηγήσω.
Μπήκα μέσα. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Γδύθηκα και πήγα στο μπάνιο. Βγήκα. Έστρωσα στον καναπέ και έσβησα το φως. Σε μισή ώρα ακούω ένα αυτοκίνητο να σταματάει απ’ έξω. Πετάχτηκα και κοίταζα πίσω από την κουρτίνα. Βγήκε η Λίζα από το αμάξι του Γρηγόρη. Χαιρετώντας τον εκείνος έσκυψε και τη φίλησε πεταχτά στο στόμα. Εκείνη τον έσπρωξε κοιτώντας τριγύρω με αγωνία μην τους δει κανένα μάτι. Δεν κοίταξε προς το σπίτι. Προφανώς αφού δεν είδε το αυτοκίνητό μου, θεώρησε ότι δεν ήμουν εκεί. Εγώ έπεσα στον καναπέ και έκανα τον κοιμισμένο.
Μπήκε μέσα στο σπίτι. Άναψε το φως. Με το που με είδε κοκάλωσε. Εγώ έκανα πως ξύπνησα από το φως. Σηκώθηκα κάθισα δήθεν νυσταγμένος στον καναπέ. Κοίταξα ο ρολόι μου. Ήταν δύο το πρωί. Σηκώθηκα χωρίς να της μιλήσω και πήγα στο μπάνιο. Βγήκα. Η Λίζα ήταν στην κουζίνα. Έπινε νερό. Πήγα και εγώ. Πήρα ένα ποτήρι και έβαλα νερό. Είχε ένα βλέμμα ένοχο. Την ήξερα καλά. Την κοίταξα καλά στα μάτια.
- Αύριο πριν φύγεις για τη δουλειά, θέλω να ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα τα πράγματα. Κατάλαβες; Κι ύστερα ας πάμε κι εσύ κι εγώ στο διάολο κι ακόμα παραπέρα, έτσι όπως τα κάναμε.
- Εντάξει, είπε έχοντας την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Εγώ έπεσα και ξεράθηκα στον ύπνο. Λίγο το ποτό, λίγο η στενοχώρια, λίγο η κούραση…
Το πρωί ξύπνησα από το θόρυβο που έκανε η Λίζα στην κουζίνα. Σηκώθηκα κι εγώ. Έκανα ένα μπάνιο και ντύθηκα. Πήγα στην κουζίνα.
- Να σου φτιάξω καφέ;… με ρώτησε.
- Όχι, θα κάνω μόνος μου.
- Καλώς.
Έκανα τον καφέ μου και κάθισα απέναντι στο τραπέζι.
- Κοίτα καλά τα κάναμε σκατά οι δυο μας, πρέπει να φροντίσουμε για το παιδί, κατάλαβες;
- Εσύ τα έκανες σκατά, Δημήτρη!
- Όπως βλέπεις, είναι καλύτερα να τελειώνουμε (συνέχισα παραβλέποντας το σχόλιό της). Την επόμενη βδομάδα θα πάω σε δικηγόρο για το διαζύγιο. Εδώ που φτάσαμε, πλέον είναι μονόδρομος. Ξέρεις την παροιμία που λέει: «αν ραγίσει το γυαλί…».
Έσκυψε το κεφάλι. Δε μίλησε.
- Απλά να ξέρεις, συνέχισα, ότι όσοι έβαλαν το χέρι τους και κατάφεραν να μας χωρίσουν θα το πληρώσουν. Ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει.
- Τι εννοείς, Δημήτρη; Έχεις κι εσύ ευθύνη.
- Ναι, δεν την αποποιούμαι. Αλλά είναι δύο άτομα που θα το πληρώσουν ακριβά αυτό που έκαναν. Θα το δεις και θα το μάθεις. Απλά να μην τα πολυλογούμε, κοίτα να βρεις δικηγόρο για το τυπικό του θέματος.
Με κοίταζε μπλοκαρισμένη. Είδε πως ήμουν σοβαρός και ήξερε ότι εννοούσα αυτά που έλεγα. Σηκώθηκα και έφυγα. Η Λίζα με κοίταζε παγωμένη. Σίγουρα κατάλαβε ότι εννοούσα εκτός από την Κατερίνα, και το Γρηγόρη. Έφυγα και κατευθείαν πήγα σε μία καφετέρια. Κάθισα και παρήγγειλα μια μπύρα. Σε λίγο πήρα την Κατερίνα τηλέφωνο.
- Καλησπέρα, Κατερινάκι!
- Καλησπέρα, Δημήτρη! Είπε με ένα ύφος που φάνηκε ότι εξεπλάγη.
- Να σου πω, κοριτσάκι μου, θέλεις να βρεθούμε μετά τη δουλειά;
- Ναι, θέλω είπε μετά από λίγες στιγμές αμηχανίας. Τι ώρα σχολάς;
- Έχω σχολάσει από χθες. Ξέχασες; Εγώ τώρα έχω απεριόριστο χρόνο. Εσύ δεν ξέρω.
- Εγώ, αν θέλεις, μπορούμε να βρεθούμε σε μια ώρα.
- Εντάξει. Σε περιμένω.
Σε μία ώρα ήρθε στην καφετέρια που καθόμουν. Ήπιε ένα χυμό. Η Κατερίνα ήταν ντυμένη με ένα παντελόνι τζιν που τόνιζε τα όμορφα πόδια της. Από πάνω φορούσε ένα μπλουζάκι μπλε που ταίριαζε με τα ξανθά μαλλιά της. Μπήκαμε μέσα στο αμάξι. Τράβηξα την εθνική προς το Βόλο.
- Μα πού πάμε;
- Ε, πού να πάμε, βρε Κατερίνα μου, κάπου αλλού. Όλο στα ίδια και στα ίδια, δεν βαρέθηκες;
- Ναι, έχεις δίκιο. Αλλά δε θα αργήσουμε; Δε θέλεις να γυρίσεις απόψε;
- Όχι, εγώ δεν έχω πρόβλημα. Μπορώ να καθίσω και μέχρι το Σαββατοκύριακο.
- Και εγώ δεν έχω πρόβλημα, μου απάντησε έχοντας ένα ύφος υπεροψίας που δε μπορούσε να κρύψει.
- Θα περάσουμε όμορφα. Το αξίζουμε, δεν το αξίζουμε;
- Μα φυσικά!
Άπλωσα το χέρι μου και την χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο. Μετά από δύο ώρες φτάσαμε. Καθίσαμε σε ένα παραλιακό μαγαζί και φάγαμε. Αργότερα βγήκαμε βόλτα στην παραλία. Είχα κλείσει ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο. Στις εννιά το βράδυ νιώθαμε και οι δυο πτώματα στην κούραση. Πήγαμε στο ξενοδοχείο. Κάναμε ένα μπάνιο και ξαπλώσαμε γυμνοί στο κρεβάτι. Γύρισα προς το μέρος της. Άρχισα να την φιλάω τρυφερά στο πρόσωπο και στα χείλη.
- Είσαι και θα είσαι ο νεανικός μου πόθος που δεν λέει να σβήσει ποτέ, της είπα.
Χαμογέλασε και με κοίταξε με την πιο γλυκιά ματιά του κόσμου. Ώρες-ώρες αυτή η ομορφιά αυτής της γυναίκας μπορούσε να σε θαμπώσει. Αυτό το νεανικό ξένοιαστο ύφος της την έκανε να φαίνεται τόσο αθώα!
Σε λίγο τα σώματά μας ήταν αγκαλιασμένα νιώθοντας τον πόθο ο ένας του αλλουνού. Την έσπρωξα προς τα πίσω και την έβαλα να ξαπλώσει ανάσκελα. Άνοιξε τα πόδια της. Μπήκα μέσα της και άρχισα να τη γαμάω τρυφερά, αργά. Όσο τη γαμούσα σε αυτή τη στάση της έλεγα τρυφερόλογα και τη φιλούσα. Η Κατερίνα αφέθηκε εντελώς. Ένιωθα το μουνί της να έχει πλημυρίσει από την καύλα. Της σήκωσα τα πόδια και τα έβαλα στον ώμο. Άρχισα να επιταχύνω το ρυθμό. Έφτασε σε οργασμό. Μαζί της τελείωσα κι εγώ μέσα της. Για πρώτη φορά. Μείναμε αγκαλιασμένοι. Τη φιλούσα και την χάιδευα.
- Δημήτρη μου, είμαι κουρασμένη.
- Κι εγώ, αγάπη μου, ας κοιμηθούμε αγκαλίτσα να ξεκουραστούμε.
- Αγάπη μου, αγάπη μου… είπε και με φίλησε στο στόμα.
Έβαλε το μπράτσο μου για μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια της. Εγώ τη χάιδευα τρυφερά στο πρόσωπο. Σε λίγο αποκοιμήθηκε. Δεν άργησε να με πάρει κι εμένα ο ύπνος. Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε αργά. Η κούραση, κυρίως από το στρες ήταν φαίνεται μεγάλη. Κατεβήκαμε στην παραλία σε ένα μαγαζάκι να ποιούμε τον καφέ μας.
- Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί παραιτήθηκες;
- Γιατί με υποβίβασες; Και μάλιστα με τέτοιον άσχημο τρόπο; Ποιος σου είπε εσένα ότι δέχομαι τις προσβολές; Και εδώ που τα συζητάμε, γιατί συνεχώς προσπαθείς να με μειώνεις, να με προσβάλλεις; Τι σου έχω κάνει; Αυτό από εσένα δε μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω. Από το λύκειο ακόμα. Πήγα στην δουλειά μου και ξαφνικά, βλέπω τον άλλον να έχει βάλει ταμπέλα στην πόρτα και να μου δίνει εντολές, λες και ήμουν κανένα παιδάκι. Και να πω ότι είχε περισσότερες γνώσεις ή εμπειρία από μένα; Τρίχες έχει. Εγώ μπορώ να κρατήσω όλο το εργοστάσιο στα χέρια μου. Αυτός, πολύ αμφιβάλω, έστω και μια μονάδα. Είδα πόσα ξέρει και τι ξέρει από την πρώτη μέρα που συζητήσαμε.
Δε μίλησε, απλά χαμήλωσε το κεφάλι. Αυτό με τσάτισε περισσότερο, αλλά το έκρυψα.
- Λοιπόν, ομορφούλα μου, δεν ήρθαμε εδώ να μιζεριάσουμε και να κατηγορεί ο ένας τον άλλον. Δε θα βγει τίποτα. Έλα χαμογέλασε! Σου πάει αυτό το όμορφο χαμόγελο…
είπα πιάνοντάς της το χέρι τρυφερά. Εκείνη χαμογέλασε.
- Έτσι μπράβο! Κοίτα αυτά τα λουλούδια στο παρτέρι απέναντι. Δεν είναι όμορφα; Ξέρεις γιατί είναι όμορφα; Γιατί χαμογέλασες εσύ. Έτσι γίνεται. Όταν χαμογελάς αυτό συμβαίνει. Ομορφαίνουν τα πάντα.
Σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν και ήρθε δίπλα μου. Με φίλησε πεταχτά στο στόμα και με αγκάλιασε. Δε μιλούσαμε. Ύστερα πήγαμε και αγοράσαμε μαγιό και το μεσημέρι πήγαμε για μπάνιο. Ήταν όμορφα. Παίζαμε σα μικρά παιδιά στην παραλία. Όσο έβλεπα το υπέροχο γυμνασμένο σώμα της ένιωθα ότι συνόδευα μια θεά. Το απόγευμα πήγαμε στο ξενοδοχείο. Κάναμε ένα ντους και αράξαμε στο κρεβάτι. Αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Στάθηκα όρθιος και την έβαλα να γονατίσει. Της έδωσα τον πούτσο μου στο στόμα της. Τον έπαιρνε βαθιά μεν, αλλά όχι ολόκληρο μέσα της. Η πίπα της αισθησιακή.
Την έστησα στα τέσσερα και πήγα από πίσω. Περίμενε να της τον καρφώσω με τη μία. Δεν το έκανα. Έσκυψα πάνω στον τουρλωμένο κώλο της και άρχισα να της φιλάω στα κωλομέρια. Με τη γλώσσα μου έπαιζα το μέρος ανάμεσα στην κωλοτρυπίδα της και τον μουνί της. Τρελάθηκε από καύλα. Το μουνί της έσταζε από καύλα. Ύστερα άρχισα να παίζω τη γλώσσα μου γύρω από την κωλοτρυπίδα της. Έχωσα δύο δάχτυλα στο μουνί της και άρχισα να την δαχτυλώνω. Έχυσε με δυνατούς σπασμούς. Ξάπλωσα. Την έβαλα να με καβαλήσει ανάποδα. Άρχισε να κουνιέται. Έβλεπα τον πούτσο μου να χώνεται στη μουνάρα της και με τρέλαινε. Ύστερα την έβαλα να τρίβεται πάνω μου. Της άρεσε κι εκείνης. Ο πούτσος μου ήταν μούσκεμα από τα υγρά της.
Τη γύρισα ανάσκελα. Της έχωσα πάλι τον πούτσο μου στο μουνί. Βρήκαμε έναν ρυθμό που άρεσε και στους δυο μας. Σε λίγο την ένιωσα να χύνει. Μόλις είδα ότι τελείωσε, τον έβγαλα και τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της.
- Έχω πολύ καιρό να το κάνω. Θα πονέσω, Δημήτρη μου!
- Μη φοβάσαι. Δε θα πονέσεις, στο υπόσχομαι.
Έχωσα ένα δάχτυλο μέσα στον κώλο της και τον αντίχειρα μέσα στο μουνί της. άρχισα να τη γαμάω. Τα υγρά της πλημμύρα. Αυτό διευκόλυνε στο να χώσω και δεύτερο δάχτυλο μέσα στη σούφρα της. Η τρύπα της δεν άργησε να χαλαρώσει. Τότε της έβαλα ένα μαξιλάρι κάτω από τη μέση της. Σήκωσα τα πόδια της ψηλά και έχωσα μια δυο φορές τον πούτσο μου στο μουνί της. Τον έβγαλα και τον κεντράρισα στην μουσκεμένη από τα υγρά της κωλοτρυπίδα. Πίεσα σιγά-σιγά. Δεν ήθελα να την πονέσω. Σε λίγο χώθηκε το πουτσοκέφαλο. Άρχισα να τη γαμάω.
- Αν πονέσεις, έστω και λίγο, να μου το πεις, εντάξει μωρό μου;
- Ναι... αχ, το κάνεις τόσο όμορφα. Δεν με έχει πονέσει καθόλου αγόρι μου.
Συνέχισα. Όπως τη γαμούσα πήρα το κινητό. Τράβηξα μια φωτογραφία τον πούτσο μου όπως χωνόταν στον κώλο της. Της την έδειξα.
- Έλα ρε, μην τραβάς φωτογραφίες!
- Μα για μας είναι βρε μωρό μου, ύστερα θα της σβήσω.
Τράβηξα κι άλλες. Σε κάποιες να φαίνεται και το πρόσωπό της.
Άφησα το κινητό και άρχισα να τη γαμάω πιο δυνατά. Προσέχοντας όμως να μην την πονέσω. Σε λίγο ο πούτσος μου πρήστηκε εντελώς και έχυσα μέσα της δυνατά. Έπεσα λαχανιασμένος πάνω της έχοντας καρφωμένο τον πούτσο μου ακόμα τον κώλο της. Τη φιλούσα τρυφερά στα χείλη στο πρόσωπο και το απολάμβανε. Ύστερα βγήκα. Ένιωσα ότι είχα λερωθεί λίγο. Σηκωθήκαμε κι οι δυο και πήγαμε στο μπάνιο. Πλυθήκαμε. Μέχρι το βράδυ που βρήκαμε να φάμε δεν κάναμε τίποτα άλλο εκτός από έρωτα. Αργά το βράδυ ήμασταν και οι δυο κομμάτια από τα ποτά. Πέσαμε ξεροί.
Το πρωί μας ξύπνησε ο ήχος του κινητού της. Ήταν από το εργοστάσιο η Μαρία. Τη ζητούσαν από ένα συνεταιρισμό. Έπρεπε να πάει.
- Μην ανησυχείς κοριτσάκι μου. Θα σε πάω εγώ. Δε θα αργήσουμε.
Κατεβήκαμε στην ρεσεψιόν. Πλήρωσα το λογαριασμό. Φύγαμε. Στο δρόμο οδηγούσα πολύ γρήγορα.
- Δημήτρη, είπαμε να φτάσουμε, όχι να σκοτωθούμε στο δρόμο.
- Εντάξει, το κάνω γιατί είπες ότι επείγει.
- Δεν πειράζει, θα το κανονίσω αλλιώς, είπε και πήρε την Μαρία.
Έδωσε εντολή στη Μαρία να κανονιστεί το ραντεβού αργότερα. Παρακάλεσε και τον πατέρα της να πάει εκείνος μέχρι εκείνη να φτάσει στο εργοστάσιο.
- Εντάξει, είπε. Κανονίστηκε. Μπορείς σε παρακαλώ να πας πιο αργά; Δεν υπάρχει λόγος πια να τρέχουμε σαν τρελοί.
- Εντάξει.
- Να σε ρωτήσω, με τη Λίζα πώς είστε;
- Χωρίζουμε. Μάλιστα, εγώ έκανα το πρώτο βήμα. Από βδομάδα θα πάω σε δικηγόρο. Αφού έτσι το θέλησες!
- Εγώ; Είσαι καλά μωρέ;
- Ναι! Αν εσύ δε μου ριχνόσουν, αν της έλεγες την αλήθεια για το εξοχικό, αν δεν έβαζες το βλάκα τον φύλακα να μου ξεφουσκώσει τα λάστιχα, δε θα γινόταν τίποτα, δεν θα είχα χαλάσει την οικογένειά μου. Και πιο πολύ να ξέρεις, στενοχωριέμαι για το παιδί.
Δε μίλησε.
- Στο Βόλο όταν το έφερε η κουβέντα δε μου απάντησες. Θα μου δώσεις ποτέ κάποια απάντηση; Και κάτι άλλο. Γιατί με υποβίβασες στο εργοστάσιο; Τη μια μέρα μου είχες δώσει θέση προϊσταμένου και μόλις σου έβγαλα όλη την δύσκολη δουλειά, έβαλες από πάνω μου ένα φιόγκο να μου το παίζει διευθυντής. Στο ξαναλέω, πιστεύεις ότι έχει περισσότερες γνώσεις από εμένα; Εγώ γνωρίζω το εργοστάσιο καλύτερα από τον καθένα να ξέρεις. Δε μπόρεσα να σε καταλάβω. Τι πιστεύεις, ότι θα με δεις να ταπεινώνομαι μπροστά σου επειδή είσαι όμορφη και πλούσια; Σου έδωσα ποτέ τέτοια εντύπωση;
- Θέλεις να έρθεις πίσω στη δουλειά; Μπορώ να σε βάλλω στη θέση που ήσουν πριν.
- Όχι, Κατερίνα. Όχι! Εγώ, εκεί που φτύνω δεν τρώω. Να το ξέρεις αυτό. Μου κατέστρεψες την οικογένεια. Δε θα σου το συγχωρήσω ποτέ αυτό…
είπα με σοβαρό ύφος. Εκεί σώπασε, μαζεύτηκε. Σε λίγο φτάσαμε στο εργοστάσιο. Πριν κατέβει από το αμάξι με κοίταξε.
- Θα ξαναβρεθούμε;
- Ελπίζω πώς όχι. Τέλος Κατερίνα. Και μην κάνεις καμιά άλλη μαλακία θα το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτή την φορά.
Δεν πίστευε και η ίδια αυτά που άκουγε, αν κρίνει κανείς από το αμήχανο ύφος που με κοιτούσε. Τη μια ήμουν μέσα στις γλύκες και τα φιλιά και την άλλη την αντιμετώπιζα με μια απίστευτη εχθρότητα· κάτι αντίστοιχο με εκείνο που έκανε εκείνη με μένα. Κατέβηκε από το αμάξι και δεν είπε ούτε ένα γεια. Είχε το θυμό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, είχε το παλιό απαίσιο ύφος που έπαιρνε πολλές φορές, όταν τσατιζόταν. Έφυγα και πήγα στο θείο μου κατευθείαν. Καθίσαμε και συζητήσαμε κάποια πράγματα. Είχε πολύ δουλειά.
- Δημήτρη, άσε τις βλακείες. Από αύριο έλα να αναλάβεις τιμόνι. Εντάξει παλικάρι μου;
- Ναι, θείε μου! Πάω από το σπίτι τώρα.
- Να πας, να τελειώσεις ότι έχεις να κάνεις και από αύριο δεν ξέρεις πόση δουλειά σε περιμένει…
Έφυγα. Πήγα σε ένα δικηγόρο γνωστό μου και του είπα για το θέμα. Επειδή με γνώριζε χρόνια, στην αρχή προσπάθησε να με μεταπείσει, να προσπαθήσω να τα βρω με την Λίζα. Εγώ επέμεινα στην απόφασή μου.
Το απόγευμα η αίτηση ήταν έτοιμη, με πήρε η γραμματέας του να πάω να την πάρω. Και αυτό έγινε. Ύστερα γύρισα στο σπίτι μου. Σε λίγο φάνηκε η Λίζα μόνη της. Ήταν σκεπτική. Είπε μια καλησπέρα. Εγώ ούτε που της έδωσα σημασία. Σηκώθηκα και έφυγα από το σπίτι. Περπατούσα μόνος μου. Πήγα στο πατρικό μου. Ολόκληρο το υπόλοιπο καλοκαίρι δεν πήγα από το σπίτι μου. Πήγα μια φορά που έλειπε η Λίζα και πήρα τα περισσότερα καλοκαιρινά μου ρούχα. Η Δουλειά στο μηχανουργείο ήταν πολλή.
Στα τέλη του Αυγούστου κλείσαμε ως συνήθως έφυγα και πήγα μία βδομάδα διακοπές μόνος μου. Ήθελα να είμαι μακριά από όλους και όλα. Πραγματικά αυτή η μοναξιά με έκανε να σκεφτώ. Να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Το τηλέφωνο το είχα κλειστό. Ελάχιστες φορές το άνοιγα και μόνο για να πάρω να μάθω τι κάνει το παιδί, μιας κι εκείνο τον καιρό το κρατούσε η μάνα μου.
Μια φορά που είχα ανοίξει το κινητό μου για να μάθω για το παιδί, με πήρε η Κατερίνα. Ήταν μέσα στο πανικό. Η γραμμή χάλασε· όπως το περίμενα. Όλη η παραγωγή είχε σταματήσει και γινόταν ένας πανικός.
- Δημήτρη, μπορείς να έρθεις σε παρακαλώ;
- Όχι, Κατερίνα μου, όχι. Έχεις καλό επιστήμονα εκεί. Κοτζάμ γραφειάρα τού έδωσες και δεν ξέρει να κάνει κάτι; Είπα ειρωνικά.
- Σε παρακαλώ, βρε Δημήτρη, αυτός δε μπορεί, δεν έχει τις δικές σου τις γνώσεις!
- Όχι, Κατερίνα μου, και πάλι όχι. Γιατί να σε σώσω; Εσύ έσωσες τον γάμο μου; Όχι. Με κατέστρεψες και θα σε καταστρέψω, όπως μπορώ από τώρα και στο εξής θα σου την κάνω.
- Άντε γαμήσου, μαλάκα! Είπε μέσα στο θυμό της.
- Θα το δούμε στο τέλος αυτό, είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Γύρισα. Ήμουν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Μπήκε Σεπτέμβρης πια. Ένα βράδυ βγήκα με τον Τάσο που δουλεύαμε στο εργοστάσιο μαζί. Πήγαμε σε ένα μαγαζί να πιούμε μια μπύρα και να τα πούμε. Σε κάποια φάση με ρώτησε για τη Λίζα. Χωρίς να δώσω πολλές εξηγήσεις του είπα ότι χωρίζουμε.
- Την είδες προηγουμένως που μπήκε στο δίπλα εστιατόριο; Ήταν με κάτι καθηγητές από το φροντιστήριο και το σχολείο. Μεγάλη παρέα.
- Θέλεις να πάμε να φάμε; Κερνάω Τάσο.
- Ρε, συ Δημήτρη, τι μαλακίες λες; Όχι. Πας για καυγά. Το ξέρω αυτό το ύφος σου. Όχι, Δημήτρη, μην το κάνεις.
Δεν τον άκουσα. Φύγαμε ο καθένας για το αμάξι του. Μπήκα στο αμάξι. Ο Τάσος με χαιρέτησε και έφυγε. Άνοιξα το ντουλάπι. Μέσα είχα την αίτηση διαζυγίου. Πήρα το φάκελο. Βγήκα.
Πλησίασα το εστιατόριο. Η Λίζα καθόταν με τον Γρηγόρη δίπλα δίπλα. Ήταν όλοι τους μέσα στην τρελή χαρά. Μπήκα στο μαγαζί. Η Λίζα με τον Γρηγόρη πάγωσαν μόλις με είδαν. Πλησίασα στο τραπέζι.
- Καλησπέρα σας! Είπα με χαμόγελο.
- Καλησπέρα είπαν όλοι, μια και με τους περισσότερους γνωριζόμαστε.
Η Λίζα και ο Γρηγόρης είχαν παγώσει κυριολεκτικά.
- Ε… Λίζα μου με συγχωρείς για την ενόχληση. Πήρα την αίτηση διαζυγίου από το δικηγόρο. Ορίστε. Ρίξε μια ματιά και εσύ και θα σε πάρω να βρεθούμε να το τελειώνουμε. Συγγνώμη και πάλι για την ενόχληση, είπα και έφυγα.
Δεν ήξερα αν ήταν σωστό αυτό που έκανα, αλλά μέσα μου ένιωθα μια ικανοποίηση. Σίγουρα ένιωσαν άβολα μπροστά σε τόσο κόσμο. Μπήκα στο αμάξι. Έφυγα για το σπίτι μου αυτή τη φορά. Σε μία ώρα και κάτι εμφανίστηκε και η Λίζα. Μπήκε μέσα στα νεύρα.
- Γιατί το έκανες αυτό;
- Ποιο;
- Δε μπορούσες να μου το δώσεις κατ’ ιδίαν; Έπρεπε μέσα σε τόσο κόσμο;… φώναξε με νεύρα.
- Γιατί, βρε Λίζα μου, κρυφό το έχεις; Εξάλλου ρε κοπελιά, όλοι σχεδόν ξέρουν ότι τραβιέσαι με το μαλάκα. Με περνάς για ηλίθιο;
- Τι λες, βρε;… ποιο μαλάκα;
- Με το Γρηγόρη λέω. Και μη δικαιολογείσαι. Πριν ακόμα πάρεις τις φωτογραφίες από την πουτάνα, την Κατερίνα, σε φίλησε. Μην μου λες μαλακίες! Τη βραδιά που ήρθε ο Νίκος με την Παναγιώτα, θυμάσαι που τρακάραμε στην διασταύρωση και μόλις με είδες, τα είχες χάσει; Σε φίλησε λίγο πιο πριν. Σας είδα. Και μην πας να βγεις από πάνω, μαλακισμένη! Άι στο διάολο! Και στο αμάξι όταν σας συνάντησα σου χάιδεψε τα μαλλιά. Και όταν σε έφερε το βράδυ που αρραβωνιάστηκε η Παναγιώτα, σε φίλησε στο στόμα έξω από το σπίτι μας και μην μου το παίζεις αθώα περιστερά, εντάξει; Μην σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις. Εγώ να ξέρεις ότι τότε που σου είπα ότι οι φωτογραφίες ήταν ψεύτικες, ήταν όντως. Κατάλαβες; Μετά από τα δικά σου τα καμώματα βέβαια, στο λέω ανοιχτά, ότι βρέθηκα δύο φορές με την καργιόλα την Κατερίνα κι αυτό γιατί έκανε διάφορα για να μου διαλύσει το σπίτι και να διαλύσει και μένα ως άνθρωπο. Και έπρεπε να την βάλω στο χέρι με άλλο τρόπο, και την έβαλα τώρα. Όσο έλειπα διακοπές, το εργοστάσιο μπλόκαρε, η μισή παραγωγή σχεδόν είναι στον αέρα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί το σαμποτάρισα κάτω από την μύτη τους. Κατάλαβες Λιζάκι; Ο Δημήτρης δεν άλλαξε, είναι όπως ακριβώς τον ήξερες παλιά. Και τώρα ήρθες να μου βάλεις και χέρι, γιατί σου έδωσα την αίτηση στο εστιατόριο μπροστά στον κόσμο και σας χάλασα την παρέα και σε πρόσβαλα; Λοιπόν η αίτηση είναι αυτή και δεν κάνω πίσω. Με πρόσβαλες με την συμπεριφορά σου και δεν το σηκώνω, δεν το ανέχομαι. Κατάλαβες; Πριν ακόμα γίνει με το πουτανάκι τίποτα, την έκανες την στραβή Λίζα. Κι εγώ ο μαλάκας νόμιζα ότι η Κατερίνα ήταν μόνος ο διάολος απέναντί μου και προσπαθούσα να σώσω το σπίτι μου. Σε αγαπούσα πολύ, να το ξέρεις αυτό. Πάλευα με νύχια με δόντια να απαλλαγώ από την καργιόλα. Πίστευα ότι με αγαπούσες κι ήθελα να στηριχτώ πάνω σου, αλλά έπεσα έξω, ο μαλάκας!
Εκεί βούρκωσα, αλλά κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να το καταπιώ και να μην αφήσω τον εαυτό μου να λυγίσει. Με κοιτούσε αμίλητη μετά το ξέσπασμά μου αυτό. Τα είχε χάσει. Εγώ σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Βγήκα και πήγα στο δωμάτιο. Πήρα κάποια εσώρουχα σε μια τσάντα. Πριν φύγω, γύρισα και την κοίταξα.
- Την Κατερίνα θα την ξεφτιλίσω, τόσο στη δουλειά, όσο και σε όλη την πόλη. Σε λίγο δε θα μπορεί να βγει να κυκλοφορήσει έξω, ούτε να δει κατάματα τους εργάτες που έχει στο εργοστάσιο που αγόρασε. Μου διέλυσε την οικογένεια και δεν θα περάσει έτσι αυτό. Όσο για το Γρηγοράκο, να του πεις ότι θα τον δείρω μπροστά σε κόσμο. Θα φάει η μούρη του τσιμέντο. Κι όχι μόνο, θα τον βρίσω, θα του τα φωνάξω μπροστά σε γονείς και μαθητές. Θα τον κάνω που να μην έχει μούτρα να κυκλοφορήσει. Να του το πεις αυτό. Να το περιμένει. Τώρα, πότε θα του κάτσει τέτοιο λαχείο; Και θα τον ειδοποιήσω. Φρόντισε να μην είσαι παρούσα στο κάζο που θα του κάνω, γιατί θα πάρουν τα σκάγια κι εσένα. Άμα ντροπιάστηκες με το αποψινό, φαντάσου με αυτό που ετοιμάζω…
είπα και έφυγα. Η Λίζα έμεινε με την αίτηση στα χέρια. Τα είχε χαμένα. Ήξερε πως ό,τι λέω, το κάνω. Δεν είμαι κανένας που λέει λόγια του αέρα.
Το βράδυ εκείνο πήγα από το Νίκο. Εκτύπωσα τις φωτογραφίες που ήταν γυμνή η Κατερίνα. Ύστερα πήγα στο πατρικό μου και κοιμήθηκα. Την άλλη μέρα ήμουν πριν από όλους στο μηχανουργείο. Δεν ξέρω, αλλά είχα τόση ενέργεια που δε σταματούσα τη δουλειά. Ίσως έτσι ένιωθα ότι μου έφευγε το άγχος και η στενοχώρια. Ο θείος μου με έβλεπε και καμάρωνε.
Πέρασε ο Σεπτέμβρης. Μπήκε πια Οκτώβρης. Ο Νίκος με την Παναγιώτα παντρεύτηκαν σε ένα μικρό εκκλησάκι, σε πολύ στενό κύκλο. Εγώ πήγα και ήμουν μαζί με το γιο μου το Νικολάκη. Η Λίζα ήρθε στο γάμο της Παναγιώτας, στην εκκλησία μόνο, ως καλεσμένη των παιδιών, ξεχωριστά, με δύο ξαδέρφες της. Ο Νίκος ήταν ήδη από το Σεπτέμβρη στη δουλειά μαζί μου και τα πράγματα είχαν στρώσει για τα καλά. Ο Θείος μας μας έβλεπε αγαπημένους και καμάρωνε. Μια μέρα είπα στο Νίκο ότι θα πεταχτώ σε μια δουλειά. Έφυγα. Πήγα στο εργοστάσιο. Πήγα κατευθείαν στο γραφείο της Κατερίνας.
- Καλησπέρα, Μαρία!
- Καλησπέρα, Δημήτρη!
- Είναι μέσα η Διευθύντρια;
- Ναι μέσα είναι. Μια στιγμή να την ειδοποιήσω.
Πέρασα μέσα χωρίς να περιμένω. Με κοιτούσε με ένα αυστηρό βλέμμα.
- Καλησπέρα, τι θέλεις;
- Θυμάσαι που σου είπα ότι θα σε ξεσκίσω; Ήρθε η ώρα…
και έβγαλα τη φωτογραφία με το όνομά της. Σε αυτή τη φωτογραφία η Κατερίνα ήταν ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά. Φαινόταν το μουνί της μέσα στα χύσια μου και το πρόσωπό της φυσικά.
- Μόλις σχολάσει η βάρδια, θα μοιραστεί στους εργάτες που θα σχολάνε. Να σε δω αύριο πώς θα τους αντιμετωπίσεις. Τι θα κάνεις; Θα τους απολύσεις όλους μέσα στην φούρια της παραγωγής;
- Με εκβιάζεις; Θα σε κλείσω μέσα!
- Δεν είναι εκβιασμός, αλλά εκδίκηση. Δεν ζητάω κάτι να με κατηγορήσεις για εκβιασμό. Απλά σε ενημερώνω γι’ αυτό που θα κάνω. Εγώ χτυπάω κατά μέτωπο, όπως κι εσύ. Είμαστε, φαίνεται, από την ίδια πάστα φτιαγμένοι.
Το ύφος της μαλάκωσε αμέσως, όταν είδε ότι μιλούσα σοβαρά.
- Σε παρακαλώ, συγγνώμη για ό,τι σου έκανα. Μην το κάνεις!
Τα μάτια της βούρκωσαν. Ήξερε ότι θα το έκανα. Αλλά είχα σκοπό να παρατείνω λίγο την αγωνία της. Γύρισα την πλάτη μου και έφυγα χωρίς καν τους χαιρετήσω.
Μπήκα στο αμάξι και γύρισα σπίτι μου. Ήμουν εξουθενωμένος. Ξάπλωσα στον καναπέ. Αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Ξύπνησα από το θόρυβο που έκανε η Λίζα. Είχε πάει 8 το βράδυ. Μπήκε μέσα.
- Καλησπέρα, Δημήτρη!
- Καλησπέρα, Λίζα!
- Πώς και δεν πήγες στο πατρικό σου;
- Βλέπω συνήθισες στην ιδέα. Σου φαίνεται παράξενο που ήρθα. Μήπως θέλεις να φιλοξενήσεις κανέναν και σου χαλάω τα σχέδια; Αν είναι, πες μου και θα φύγω, είπα ειρωνικά.
- Θέλω να μιλήσουμε.
- Εντάξει. Κάνε καφέ και σ’ ακούω. Α, απόψε δεν έχεις φροντιστήριο;
Δεν μίλησε. Έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε απέναντί μου.
- Την διάβασες την αίτηση; Δεν έχουμε να μοιράσουμε και τίποτα. Απλά θα έχουμε την κηδεμονία του παιδιού από κοινού. Τι λες;
- Ναι, τη διάβασα. Συμφωνώ, είπε με μια ανησυχία στο βλέμμα της.
- Ναι, αν κρίνω από το ύφος σου, μάλλον κάτι άλλο θέλεις να πούμε, Έτσι δεν είναι;
- Ναι, πρόκειται για εκείνο που είπες.
- Ποιο;
- Το ότι θα πάρεις εκδίκηση.
- Ναι, θα το κάνω. Τι πιστεύεις επειδή πέρασε λίγος καιρός, το ξέχασα; Ρώτα και την Κατερίνα σε τι αναμμένα κάρβουνα κάθεται από σήμερα. Έλα παρ’ την τηλέφωνο τώρα. Δε λέω ψέματα.
- Με πήρε η ίδια. Μου είπε τι έχεις σκοπό να κάνεις. Δημήτρη, μην το κάνεις!
- Γιατί; Για να με πείτε μαλάκα από πίσω μου; Όχι Λίζα. Θα σας ξεφτιλίσω όλους όσους μου διαλύσατε το σπίτι. Θα αρχίσω από εκείνη. Κάθε πράμα στον καιρό του.
- Με πήρε κλαίγοντας. Μου ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της. Με παρακάλεσε να σου πω δυο κουβέντες.
- Και τι άλλο σου είπε;
- Ότι δεν είχε γίνει τίποτα πριν το τηλέφωνο εκείνο από το γραφείο και χωρίς να τη ρωτήσω, μου είπε ότι και οι φωτογραφίες ήταν δικό της κατασκεύασμα, ότι ναι μεν σου ρίχτηκε, αλλά εσύ τη σταμάτησες.
- Ωραία! Δηλαδή θέλεις να πεις ότι την πίστεψες;
- Ναι, είπε με σκυμμένο το κεφάλι της.
- Λίζα, άσε τις μαλακίες! Φοβάσαι και για τα δικά σας χουνέρια! Αυτό είναι. Χέστηκες για την Κατερίνα. Απλά είδες και ιδιαίτερα μετά το τηλεφώνημα της Κατερίνας, ότι δεν το γλιτώνετε το χουνέρι και κοιτάτε να με κάνετε να κάνω πίσω. Όχι Λίζα. Δεν κάνω πίσω. Κι εσύ και ο Γρηγοράκος και εκείνη καταστρέψατε εκείνο που αγαπούσα περισσότερο. Την οικογένειά μου. Σε λάτρευα. Αλήθεια σου λέω. Εγώ ξέρω τι περνούσα σε όλη αυτήν την κατάσταση. Ήθελα να σου πω, να σου εξηγήσω τα πράγματα, όπως ακριβώς έγιναν. Αλλά εκεί που πήρα την απόφαση, πριν ακόμα μάθεις τίποτα, εσύ με είχες ήδη κερατώσει.
- Δεν έχει συμβεί τίποτα ανάμεσα στο Γρηγόρη κι εμένα, Δημήτρη.
- Σε φίλησε ή όχι; Έβγαινες και φλέρταρες μαζί ναι ή όχι; Ε, τώρα κυκλοφορούσατε και άνετα μαζί. Μη μου πεις ότι δεν πηδήχτηκες μαζί του; Ε, κι αν δεν έγινε, θα γίνει· το γουστάρετε και οι δύο. Αλλά τέλος πάντων, τι συζητάμε τώρα; Τα πράγματα μεταξύ μας δεν πρόκειται να φτιάξουν. Άδικα προσπαθείς. Το πουστράκι θα το ξεσκίσω, όπως και εκείνη την καργιόλα.
- Δεν έκανα τίποτα μαζί του, βρε Δημήτρη! Αλήθεια στο λέω.
- Έχει σημασία; Αργά ή γρήγορα, όπως σου είπα, θα του κάτσεις. Τι νόημα έχει; Μα δε μου λες, νομίζεις ότι μιλάς σε κανένα παιδί; Αύριο θα πάρουν το αφισέτο στο εργοστάσιο. Μετά έχει αφισοκόλληση στην πόλη. Και ταυτόχρονα επίθεση στο φροντιστήριο. Θα είναι η μέρα που θα ξεβολευτούν για τα καλά όλοι όσοι με πείραξαν.
Δε μίλησε. Ήταν βουρκωμένη. Ίσως έβλεπε την καταστροφή να έρχεται. Θα ήταν αδύνατο να βρει δουλειά οπουδήποτε στην πόλη μετά από ένα τέτοιο επεισόδιο ρεζιλέματος. Είδε τον κλοιό να σφίγγει γύρω της. Έβγαλα το τηλέφωνο και βρήκα το τηλέφωνο του φροντιστηρίου. Πήρα τον Γρηγόρη.
- Έλα, Γρηγοράκο! Κοίτα, αύριο, όταν θα είσαι γεμάτος, δηλαδή κατά τις έξι με εφτά το απόγευμα, λέω να περάσω από εκεί να τα πούμε μια στιγμή. Τι λες; Θα μπορέσεις;
Δε μίλησε. Έκλεισε το τηλέφωνο. Προφανώς πανικοβλήθηκε. Η Λίζα με κοιτούσε με γουρλωμένα τα μάτια.
- Τι έκανες;… είπε σαστισμένη.
- Ό,τι και με την Κατερίνα. Πρώτα ειδοποιώ και μετά χτυπάω. Στο δόξα πατρί. Έτσι είμαι εγώ. Τίποτα πισώπλατα, όλα μπροστά, αντρίκια. Ε;
- Σε παρακαλώ, Δημήτρη. Κι άρχισε να κλαίει. Δεν έγινε τίποτα μωρέ! Αυτός μου ριχνόταν. Το βράδυ που με είδες τον έσπρωξα πίσω και έφυγα. Δεν τα είδες όλα.
- Και μετά; Το χάδι στο αυτοκίνητο; Το φιλί έξω από το σπίτι;
- Αυτά έγιναν μετά από τα δικά σου με την Κατερίνα, αλλά και πάλι τον απώθησα.
- Μάλιστα… και θέλεις να σε πιστέψω;
- Ναι ρε να με πιστέψεις· αλήθεια σου λέω… είπε κι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
- Όχι! Λίζα μου, αν ήθελες να μην διαλυθεί το σπίτι μας, θα κοίταζες να βρεις την αλήθεια. Εξάλλου, την Κατερίνα, την ήξερες τι άνθρωπος είναι. Την πίστεψες όμως. Λοιπόν να τελειώνουμε. Όλα θα γίνουν όπως είπα.
Σε λίγο χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Γρηγόρης. Με δύο λόγια της είπε να μην ξαναπάει για δουλειά. Σε μια στιγμή έμεινε αμίλητη. Ύστερα με κοίταξε και μου είπε.
- Τέρμα η δουλειά μου. Με σχόλασε!
- Κι εγώ, Λίζα μου, για να σώσω το σπίτι μου, παραιτήθηκα. Δεν έγινε και τίποτα. Θα βρεις αλλού. Αλλά αυτός όμως το ξύλο δεν το γλιτώνει. Δεν θα την βγάλει έτσι ανώδυνα.
Έμεινε με χαμηλωμένο το κεφάλι. Σε λίγο πήρε την τσάντα της και έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Προφανώς πήγε στη μάνα της.
Την άλλη μέρα σχόλασα κατά τις έξι το απόγευμα. Πήγα πρώτα από την μάνα μου και πήρα ό,τι άπλυτα ρούχα είχα. Η μάνα μου εκείνες τις μέρες έλειπε στο χωριό. Πήγα στο σπίτι μου. Βρήκα τη Λίζα. Ήταν με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα. Το κατάλαβα. Δεν είπα τίποτα. Έκανα ένα μπάνιο και έβαλα πλυντήριο. Κάθισα στην κουζίνα. Είδα ότι στο φούρνο της κουζίνας υπήρχε φαγητό. Σηκώθηκα να πάω στην αποθήκη. Ήθελα κάτι για το αυτοκίνητο. Έκανα γύρω στο μισάωρο. Πήρα τα πράγματα που ήθελα και τα πήγα στο αμάξι.
Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι, βρήκα τραπέζι στρωμένο και το φαγητό σερβιρισμένο στα πιάτα. Η Λίζα έδειχνε να έχει συνέλθει από το κλάμα. Δεν είπα τίποτα. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Πήρα μία μπύρα από το ψυγείο και δύο ποτήρια από το ντουλάπι. Η Λίζα κάθισε στην απέναντι πλευρά. Έβαλα λίγη μπύρα στο ποτήρι της.
- Δεν έχει άλλη στο ψυγείο; Με ρώτησε.
- Ναι, έχει.
- Βάλε μου λίγη ακόμα, σε παρακαλώ!
Όσο τρώγαμε δε μιλούσαμε. Τελειώσαμε το φαγητό. Σηκωθήκαμε και καθίσαμε στο σαλόνι. Δε μιλούσαμε. Ύστερα από λίγο η Λίζα μάζεψε το τραπέζι. Εγώ έφτιαξα δύο καφέδες. Όπως κάναμε και παλιά, όταν είμαστε αγαπημένοι. Πήρα τους καφέδες και πήγα στο σαλόνι. Η Λίζα ακολούθησε με δύο ποτήρια νερό. Καθίσαμε δίπλα δίπλα στον ίδιο καναπέ.
Κοιταχτήκαμε.
- Θα μου πεις τι έγινε μεταξύ σας, Λίζα;
- Ναι, εσύ;
- Ναι.
Κι εκεί μου εξήγησε ότι εκείνος της την έπεφτε από την αρχή που πήγε στο φροντιστήριο. Κι όταν την είδε να τρελαίνεται με τα τηλέφωνα της Κατερίνας, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να επιμένει περισσότερο.
- Να ξέρεις όμως ότι εγώ δεν κοιμήθηκα μαζί του. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι έκανα και ίσως η συμπεριφορά μου να του έδωσε θάρρος, δεν ήξερα μεν τι έκανα, αλλά ως ένα σημείο· απλά βγαίναμε μαζί έξω κι εκείνος με πολιορκούσε συνεχώς. Με πίεζε. Ήθελα να τα βροντήξω κάτω και να φύγω. Αλλά και εσύ, οδήγησες τα πράγματα στο άλλο άκρο, γιατί; Γιατί εκείνο το γαμημένο βράδυ που με φίλησε δεν παρουσιάστηκες; Θα έβλεπες ότι τον έσπρωξα με δύναμη πίσω και τον έβρισα. Αν παρουσιαζόσουν, δε θα χειροτέρευε η κατάσταση μεταξύ μας. Το πολύ-πολύ να του έχωνες και δυο μπουνιές και να μην οδηγούταν εκεί η κατάσταση, να έφευγα απλά από την δουλειά. Κατάλαβες; Θέλω να ξέρεις ότι δε σταμάτησα να σ’ αγαπώ. Κι ας πήγες με την άλλη, την πουτάνα.
- Ζήλεψα, θύμωσα Λίζα μου. Πολύ όμως. Αισθάνθηκα ότι ο εχθρός δεν είναι μόνο απ’ έξω, αλλά και μέσα στο ίδιο το σπίτι μου. Σε μια στιγμή ήθελα να φύγω μακριά και να εξαφανιστώ. Καταλαβαίνεις τι έπαθα, Λίζα μου; Η μαλακία μου είναι ότι δεν έφυγα από την αρχή από το κωλοεργοστάσιο. Δε θα είχαμε φτάσει ως εκεί. Τέλος πάντων. Πρέπει όμως να σου ξεκαθαρίσω ότι ο Γρηγοράκης θα φάει λίγα χαστουκάκια, όπως και η Κατερίνα θα το πάθει το χουνέρι της. Μας έφτασαν να χωρίσουμε καταλαβαίνεις; Μου χάλασαν το σπίτι, την οικογένειά μου, ό,τι αγαπούσα περισσότερο, έχασα εσένα που… ακόμα σ’ αγαπώ και θα τους την χαρίσω; Ποτέ!
- Δε σου το χάλασαν, Δημήτρη μου, είπε με βουρκωμένα μάτια. Δεν με έχασες ποτέ, αγαπημένε μου! Μια φουρτούνα ήταν. Εμείς, αγάπη μου είμαστε εδώ, όπως παλιά, ε; Φάγαμε μαζί, ήπιαμε την μπυρίτσα μας, τον καφέ μας, όπως παλιά…
είπε και στα μάτια της ήταν μια ζεστασιά ζωγραφισμένη και μια αγωνία κι άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου και το χάιδευε. Έμοιαζε σαν να με ικέτευε. Την κοίταξα στα μάτια. Την έπιασα και την τράβηξα πάνω μου. Τη φίλησα στα χείλη. Όταν ξεκολλήσαμε την κοίταξα μέσα στα μάτια.
- Σ’ αγαπώ! Κορίτσι μου, σ’ αγαπώ. Δεν έπαψα ποτέ να σ’ αγαπώ, Λίζα μου.
- Κι εγώ σ’ αγαπώ. Πολύ όμως. Κι όσες φουρτούνες κι αν περάσουμε, θα είμαστε εδώ. Ε, Δημήτρη μου;
Έγειρε επάνω μου και με αγκάλιασε. Την αγκάλιασα κι εγώ. Σε λίγο ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει. Η Λίζα ούτε που σάλεψε από την αγκαλιά μου. Ήταν η πεθερά μου με τον πεθερό μου. Έφεραν το μικρό. Κοιμόταν στην αγκαλιά του πεθερού μου. Με το που η κα Φωφώ είδε τη Λίζα μου στην αγκαλιά μου και χαμογελαστή, αναστέναξε. Σαν να της έφυγε ένα βάρος. Η Λίζα σηκώθηκε και έβαλε το μικρό στο κρεβάτι. Ο πεθερός μου κάθισε απέναντί μου και αρχίσαμε μια κουβέντα για το μηχανουργείο. Κάθισε και η κα Φωφώ. Ήταν χαρούμενη και το έδειχνε. Την κοίταξα και χαμογέλασα.
- Μπόρα ήταν, κα Φωφώ, πάει, πέρασε. Τώρα βγήκε λιακάδα. Κοίτα τι ωραίος ήλιος… κι ας νύχτωσε!
Αμέσως η κα. Φωφώ σηκώθηκε χαρούμενη και πήρε το κινητό της. Πήρε αμέσως την μάνα μου να της πει τα μαντάτα. Πήγε λίγο παράμερα, στην κουζίνα και μιλούσε ψιθυριστά.
«Στα έλεγα, δε στα έλεγα, Νικολέτα μου; Θα περάσει. Δεν γίνεται αλλιώς.»
Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, η Λίζα τη Ρώτησε.
- Τι λέγατε, μαμά, με την κα. Νικολέτα;
- Τίποτα, τα δικά μας.
- Κάθε μέρα μιλούσαν, είπε ο πεθερός μου. Σκέφτονταν να βρουν τρόπο να σας κάνουν να βρείτε ξανά. Μέχρι και μυστικά συμβούλια από μένα κάνανε.
- Εσύ να πάψεις, δεν ξέρεις… είπε η πεθερά μου με ένα αυστηρό ύφος.
Αργότερα φύγανε. Εγώ με την Λίζα πήγαμε στο κρεβάτι μας. Ξαπλώσαμε. Είμαστε αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Κατερίνα. Χωρίς να με ρωτήσει, η Λίζα πήρε το κινητό μου και το σήκωσε.
- Τι θέλεις Κατερίνα; Μην ξαναενοχλήσεις τον άντρα μου, για θα σου βγάλω τα μάτια, κατάλαβες;… είπε με ένα άγριο ύφος, κι έκλεισε το τηλέφωνο.
- Αγάπη μου λέω να σε προσλάβω τηλεφωνήτρια.
- Να με προσλάβεις. Και θα δεις πού θα στείλω τον κάθε ενοχλητικό που θα πειράξει τον άντρα μου, την οικογένειά μου.
Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος! Σε λίγο ήμασταν και οι δύο γυμνοί. Με καβάλησε με τη μία. Έπαιρνε βαθιά τον πούτσο μου στο μουνί της. Εκείνο το βράδυ δε σταματήσαμε να κάνουμε έρωτα. Σχεδόν δεν κοιμηθήκαμε καθόλου.
Την άλλη μέρα στη δουλειά την ώρα που πίναμε καφέ, ο Νίκος πήγε να μου πει, να μην κάνω καμιά τρέλα με την Κατερίνα και τον Γρηγόρη. Με ήξερε καλά, άμα μου έμπαινε η ιδέα, τι αγύριστο κεφάλι ήμουν.
- Κοίτα, ρε συ, να τα βρεις με την Λίζα. Δε μπορεί να μην σ’ αγαπάει. Και δεν πιστεύω ότι έκανε κάτι. Την ξέρω χρόνια, δεν είναι τέτοια κοπέλα.
- Τα βρήκαμε, Νίκο. Τα βρήκαμε. Χθες βράδυ. Τίποτα δεν έγινε μεταξύ τους.
- Σοβαρά; Παίρνω την Παναγιώτα να της το πω, να χαρεί. Στεναχωριέται και δεν κάνει στην κατάσταση που είναι.
- Όπα! Τι εννοείς Νικολάκη; Το έκανες το θαύμα σου βρε;
- Ναι, είναι ενάμιση μήνα έγκυος.
Τον αγκάλιασα και τον χτύπησα στην πλάτη. Σε μια στιγμή μας βλέπει ο θείος και ήρθε μαζί μας. Ο Νίκος του είπε τα ευχάριστα της Παναγιώτας και τα δικά μου. Εκείνος χαμογέλασε γεμάτος ικανοποίηση. Αμέσως ο Νίκος πήρε την Παναγιώτα και μάλιστα είχε το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση.
- Έλα, βρε Νίκο μου, δεν το πιστεύω. Ψέματα σου λέει! Τον ξέρω καλά. Το λέει για να μην του τριβελίζεις το κεφάλι, του απάντησε η Παναγιώτα. Δεν τον ξέρεις τον Δημήτρη;
- Όχι, βρε αγάπη μου… αλήθεια σου λέω!
- Το ξέρω βρε χαζέ! Με τη Λίζα είμαι στην πλατεία, καθόμαστε, πίνουμε καφέ και τα λέμε. Α, να σου πω; Θα πάμε για παγωτό το απόγευμα;
- Αδερφούλα μου κερνάω εγώ, είπα δυνατά να με ακούσει.
Τις φωτογραφίες της Κατερίνας τις έσκισα. Στο φροντιστήριο του Γρηγόρη δεν πήγα για να του κάνω φασαρία. Εξάλλου, από τη στιγμή που τα βρήκα με τη Λίζα, τίποτα πια από αυτά δεν είχε σημασία. Κοίταξα μπροστά, όπως συνήθως έκανα στη ζωή μου. Κοίταξα το σπίτι μου, τους δικούς μου ανθρώπους, τη Λίζα μου.
Copyright protected OW ref: 180710
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.