Το e-mail μου είναι το:
Τα χείλη του τρέμουν καθώς προσπαθεί να μιλήσει. Το στόμα του ανοίγει απ’ την έκπληξη. Είναι δυνατόν; Η πιο κρυφή του επιθυμία είναι μπροστά του με σάρκα και οστά… Η… Σκοτεινή Θεά του είναι εκεί. Τα πόδια του τρέμουν και προσπαθεί να ψιθυρίσει τα’ όνομά της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά. Τα μάτια της. Θεέ μου, αυτά τα μάτια της… Περίγραμμα με μαύρο αϊ λάινερ και βαμμένα τέλεια. Πάντα έλεγε πως έχει υπέροχα μάτια, αλλά τώρα.. Είναι διαφορετικά. Η ίδια της είναι διαφορετική. Μια άλλη. Ομορφότερη από ποτέ!
Το βλέμμα του ταξιδεύει στο λαιμό της και βλέπει το βελούδινο μαύρο περιλαίμιό της. Ένας κόμπος στο λαιμό του καθώς το βλέμμα του πέφτει στο στήθος της που πιέζεται από τον κορσέ της, ο οποίος κολακεύει το σώμα της. Το βλέμμα του προχωράει ακόμη πιο χαμηλά. Εκεί που το μαύρο κιλοτάκι και οι ζαρτιέρες της αγκαλιάζουν τους γοφούς της. Θα μπορούσε να τελειώσει απλώς και μόνο βλέποντας αυτό το υπέροχο… πλάσμα που στεκόταν μπροστά του. Βρισκόταν στον παράδεισο! Στα χέρια της κρατούσε κάτι… Μαύρο… Πάλι εκείνος ο κόμπος στο λαιμό του… Αφήνει το βλέμμα του να ταξιδέψει χαμηλότερα… Θεέ μου, τα πόδια της… Φορούσε της μπότες που της είχε εκείνος δείξει πριν καιρό και εκείνη είχε γελάσει αμήχανα. Τώρα αγκαλιάζουν τα καλλίγραμμα πόδια της. Γονατίζει και αρχίζει να σέρνετε προς το μέρος της. Και τότε εκείνη φεύγει!!!
Τα μαλλιά της, μακριά ως τη μέση της και κόκκινα σαν το αίμα μιας φρέσκιας πληγής. Τα χείλη της βαμμένα σχεδόν στην ίδια κόκκινη απόχρωση. Τα μεγάλα, πράσινα μάτια της που με ένα βλέμμα θα μπορούσαν να σε κάψουν. Το δέρμα της τέλεια μαυρισμένο. Ο κόκκινος κορσές που σφίγγει το στήθος της. Φαίνεται έτοιμο να πεταχτεί με μια της κίνηση. Όπως και στις φαντασιώσεις του, το κιλοτάκι της ίσα που καλύπτει το μουνάκι της. Διχτυωτές κάλτσες αγκαλιάζουν τα πόδια της. Και οι μπότες! Αχ! Αυτές οι μπότες! Μαύρο δέρμα αγκαλιάζει της γάμπες της. Και στο χέρι της του κολάρο.
Η Σκοτεινή Θεά προχωρά προς το μέρος του και τον πιάνει από τα μαλλιά. Σκύβει προς το μέρος του και καθώς εκείνος σηκώνει το κεφάλι για να μυρίσει την γλυκιά της μυρωδιά εκείνη τον χτυπάει στον κώλο! «Αλέξη. Ξέρω ότι τόσο καιρό σκέφτεσαι πράγματα που θα’ θελες να κάνεις. Σκέφτηκα, μια και είναι τα γενέθλια σου, πως θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Σπέσιαλ. Για την περίσταση.»
Τα γενέθλια του.. Το είχε ξεχάσει. Τα πόσα έκλεινε. Το μυαλό του σταμάτησε για μια στιγμή. Τότε είδε τα χέρια της να κινούνται προς το λαιμό του. Κολάρο; Πως τολμά; Την κοιτάζει στα μάτια. «Σαμπρίνα. Ποια νομίζεις πως είσαι...»
Η φωνή του αρχίζει να τρέμει καθώς η άλλη γυναίκα προχωρά προς το μέρος του και του δίνει μία στον κώλο με το μαστίγιο. «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ η Σαμπρίνα! Είναι η Αφέντρα. Η Αφέντρα ΣΟΥ. Και θα κάνεις ότι θέλω εγώ!» Σηκώνει το βλέμμα του προς τη σύζυγό του. Τη βλέπει τελείως διαφορετικά τώρα. Το μαύρο κολάρο εφαρμόζει στο λαιμό του. Τον πνίγει λίγο. Εκείνη κοιτάζει την άλλη γυναίκα που στέκεται από πάνω του και της γνέφει. «Λοιπόν. Σκλάβε. Πουτάνα μου. Θα με αποκαλείς Αφέντρα Σαμπρίνα. Και αυτή η πανέμορφη κυρία είναι η Αφέντρα Κάτια. Κατάλαβες σκλάβε. Ένα αδιόρατο κούνημα του κεφαλιού. «ΤΙ;» Το χτύπημα της Αφέντρας Κάτιας ήταν γρήγορο και δυνατό. Έσκυψα το κεφάλι. «Μάλιστα Αφέντρα Σαμπρίνα. Μάλιστα Αφέντρα Κάτια. Είμαι… Είμαι ο υπάκουος σκλάβος σας». Η σύζυγός του έγνεψε ευχαριστημένη και απομακρύνθηκε. «Φόρεσε του το λουρί». Αφού το έκανε, η Αφέντρα Κάτια πήγε στην άλλη μεριά του δωματίου και κοίταξε το «ζωάκι» της. «Ακολούθησέ με πουτάνα! Στα τέσσερα!». Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, εκτός από αυτό που κι ο ίδιος καταβάθος ήθελε; Ήταν ευτυχισμένος. Την ακολούθησε έτσι. Στα τέσσερα. Με το κεφάλι σκυμμένο. Υποταγμένος. Και τόσο καυλωμένος!
Πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Τα είχε αλλάξει όλα. Στις άκρες του κρεβατιού κάτι μαύρο. Έμοιαζε με σκοινί. Μαύρο σκοινί; Το βλέμμα του έπεσε στα κεριά. Τόσα πολλά κεριά. Ξανακοιτά το κρεβάτι. Σαν να έχει πράγματα πάνω του. Προσπαθεί να καταλάβει τι βλέπει και τότε νιώθει το μαστίγιο στον κώλο του. Η Αφέντρα Κάτια του φωνάζει «Σου είπε κανείς να τα κοιτάξεις;» Χαμηλώνει το κεφάλι. «Όχι Αφέντρα Κάτια.» Την άκουγε να περπατά στο δωμάτιο. Τα χτυπήματα των τακουνιών της. Ήθελε σαν τρελός να της γλύψει τις μπότες. Τα χτυπήματα σταμάτησαν μπροστά του. Το οπτικό του πεδίο γέμισε απ’ τις μπότες της. Δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι του.
Τότε εκείνη έβαλε το χέρι του κάτω από το πηγούνι και του σήκωσε το κεφάλι μέχρι να την κοιτάξει στα μάτια. Υπήρχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Και τόσο καιρό νόμιζε πως ήξερε αυτή τη γυναίκα. Σκατά! Το μιλούσε κι αυτός, απορροφημένος στις σκέψεις του δεν την άκουσε. Αισθάνθηκε την καμτσικιά στον κώλο του για άλλη μια φορά. «Με άκουσες σκλάβε;». Κούνησε το κεφάλι του . Λάθος! Άλλη μια καμτσικιά στον κώλο του. «Σου είπα να σηκωθείς και να γδυθείς!»
Υπάκουα σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να γδύνεται. Ήταν τόσο καυλωμένος που σκεφτόταν ότι θα τον τιμωρούσε μόλις το καταλάβαινε. Και τότε έκπληκτος ένιωσε τα χέρια της πάνω του. Του τράβηξε το μποξεράκι του και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του και το άφησε και αυτό να πέσει κάτω. Ένιωθε την ανάσα της στο λαιμό του. Αγγίζοντας ελαφρώς τα χείλη του, του ψυθίρισε «Κοίταξε με». Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι.». Ανυπακοή. Το ήθελε πραγματικά αυτό; Ναι. Το ήθελε. Ήθελε να την βλέπει να προσπαθεί να τον υποτάξει. Σήκωσε το χέρι της, έτοιμη να τον χτυπήσει κι εκείνος υποχώρησε. Τότε πήρε τα ηνία η Σκοτεινή Θεά του.
Με τις μπότες ήταν τώρα ψηλότερη από αυτόν. Την φοβόταν. Το χέρι της έπιασε τον πούτσο του που συνέχιζε να είναι σκληρός. Τον έσφιγγε. Πονούσε και καύλωνε συγχρόνως. Ρίγος τον διαπέρασε. Τραβώντας τον από τον καυλωμένο του πούτσο τον έφερε κοντά της. Το πρόσωπό της ήταν κοντά στο δικό του όταν του ψιθύρισε «Οι πιο κρυφές σου επιθυμίες πραγματοποιούνται. Ότι πάντα ήθελες σκλάβε είναι τώρα εδώ. Μπροστά σου. Και… Μωρό μου… Θα σε υποτάξω!». Κουνάει το κεφάλι του μη μπορώντας να μιλήσει, αφού εκείνη τον γράπωνε με περισσότερη δύναμη, τσιμπώντας μάλιστα το πουτσοκέφαλο. Του ξέφυγε ένα μουγκρητό πόνου κι εκείνη, αντί να χαλαρώσει τη λαβή της, τον έσφιξε ακόμη περισσότερο. «Θα σε υποτάξω Αλέξη. Θα γίνεις σκλάβος μου. Η πουτάνα μου.» Ψέλλισε «Ναι» κουνώντας το κεφάλι του. Εκείνη έσκυψε προς το μέρος του. Η καυτή της ανάσα στο αυτί του. «Ναι…Τι Αλέξη;» «Ναι…Αφέντρα Σαμπρίνα.» Εκείνη χαμογέλασε και επιτέλους ελευθέρωσε τον πούτσο του από τη λαβή της. Πέταξε προς το μέρος του κάτι. Δερμάτινα ρούχα. «Φόρεσε τα!» του είπε.
Τα καλύτερα τώρα ξεκινούσαν…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.