Το e-mail μου είναι το:
Σάββατο βράδυ... Έχω καλεσμένους φίλους. Από τις 10 και μετά θα άρχιζαν να έρχονται. Στις 9.30 πάω την σκλάβα μου στο δωμάτιό μας. Της δένω τα χέρια στο προσκέφαλο.
Γυμνή… εκτεθειμένο το κορμί και οι τρύπες της. Της δένω και τα μάτια, ανάβω μερικά κεριά… κλείνω το φως, βγαίνω έξω. Κλείνω την πόρτα και την αφήνω μόνη.
Σε λίγο αρχίζουν να χτυπάνε τα κουδούνια. Αρχίζουν να έρχονται οι φίλοι. Οι «καλοί» μας φίλοι. Δεν ξέρει πόσοι είναι. Ούτε ποιοι είναι. Ξέρω πως ακούει, από εκεί μέσα που είναι, φωνές (ίσως καταλαβαίνει μερικοί ποιοι είναι από την φωνή τους), γέλια και κουβέντες. Ακούει να πίνουμε, την μουσική που παίζει, ίσως ακούει και τα βήματα μερικών που πηγαίνουν στην κουζίνα, στο μπάνιο ή στην βεράντα. Και «νοιώθω» το χτυποκάρδι της μην ανοίξει κανείς την πόρτα του υπνοδωματίου και την δει σε αυτήν την θέση. Σε αυτήν την στάση.
Ξέρω πως άκουσε κάποιον. Κάποια στιγμή μετά από ώρα, να ρωτάει:
- «Πού είναι η δικιά σου;»
- «Τι είπες;» του λέω, σαν να μην άκουγα από την μουσική.
- «Πώς και είσαι μόνος; Πού είναι η Ν…….;» ξαναρωτάει αυτός δυνατά.
Ήθελα να το ακούσει εκείνη. «Ένοιωθα» το τρέμουλο στο κορμί της. «Ήξερε» για το τι ήταν «προορισμένη» εκείνο το βράδυ.
Και άκουσε την πόρτα του δωματίου να ανοίγει.
Πια, ακουγόντουσαν καθαρές οι φωνές και η μουσική από το σαλόνι.
Και την είδα να κάνει μια προσπάθεια να κλείσει τα πόδια της. Να «καλυφθεί». Δεν μπορούσε. Ήταν έτσι δεμένη ώστε να μένει εκτεθειμένη στα μάτια οποιουδήποτε.
Ξανάκλεισε η πόρτα. Απόλυτη ησυχία μέσα στο δωμάτιο. Δεν ήξερε ποιοι και πόσοι μπήκαν. Αν ήταν μόνο άντρες, γυναίκες ή ζευγάρια. Δεν ήξερε αν ήμουν και εγώ εκεί. Το μόνο που «ήξερε» ήταν την μυρωδιά των κεριών, πόσο απροκάλυπτα «δινόταν» εκείνη την στιγμή και τις βαριές, λαχανιασμένες ανάσες που άκουγε. Τίποτα άλλο.
Περίμενε κάτι να «συμβεί», αλλά, τίποτα.
Άρχισε να αναστατώνεται. Να νοιώθει αμήχανα. Δεν ήξερε τι γίνεται γύρω της. Άκουγε τις ανάσες, αλλά δεν ήξερε από τι προερχόντουσαν.
Από αυτό που την έβαλα να δούνε;
Από άλλες γυναίκες που «περιποιόντουσαν» τους άντρες ενώ την κοιτούσαν με τις τρύπες της ορθάνοιχτες;
Επειδή πια το κορμί της την «πρόδινε», που άρχισαν οι ρώγες της να τσιτώνουν και το μουνί της να υγραίνεται;
Επειδή ήταν δεμένη και δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό που ζούσε;
Επειδή τόσα μάτια (άραγε ήξερε πόσα;) την κοιτούσαν;
Επειδή δεν ήξερε τι να κάνει; (και αν ήξερε, δεν μπορούσε να το κάνει;)
Ξανάνοιξε η πόρτα και ξανάκλεισε.
Τώρα ήταν που αναστατώθηκε τελείως.
Άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αριστερά και δεξιά σαν κάτι να «έψαχνε».
Είδα τις ρώγες της να ξαναμαζεύονται.
Είδα το κορμί της να σταματάει να ανατριχιάζει.
Την είδα «νευρική».
- «Πως είσαι μωρό μου;» σκύβω και της ψιθυρίζω στο αυτί.
- «Εδώ είστε Κύριε;» απαντάει
- «Ναι» της λέω και της χαϊδεύω τα μαλλιά.
- «Τώρα είμαι καλά» λέει και χαλαρώνει.
Βλέπω να «αφήνεται» πάνω στο κρεβάτι.
Βλέπω τις ρώγες της να ξανατσιτώνουν.
Βλέπω την επιδερμίδα της να ανατριχιάζει ξανά
Ακούω έναν αναστεναγμό να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής της.
Ήξερε πως η νύχτα τώρα ξεκινάει.
Είχε πάει ήδη 12…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.