Το e-mail μου είναι το:
Και αποκαλούμε φίλο κάποιον άγνωστο της, διότι η όλη επαφή μαζί του, της είχε δημιουργήσει ένα πολύ θερμό κλίμα, μια ατμόσφαιρα πολύ οικεία, ευχάριστη και επιθυμητή.
Οι μεγάλες αποστάσεις θα εκμηδενίζονταν. Εκείνη την ημέρα θα έβλεπε, θα συναντούσε, θα γνώριζε τον αποδέκτη πολλών, πάρα πολλών μύχιων, εκ βαθέων εξομολογήσεων της.
Το πρωί, λίγο πριν πάει στο μαγαζί, τακτοποίησε λίγο το σπίτι. Ήθελε να τον φιλοξενήσει. Το είχε κάπως έμμεσα αναφέρει σε μια επικοινωνία τους, εκείνος όμως είχε κάνει λόγο για κάποιο δωμάτιο. Δεν επέμεινε. Έβαλε όμως να καθαρίζει.
Μάζεψε κάποιες παλιές φωτογραφίες, ανδρικά ρούχα και αποσμητικά, ένα κουτί προφυλακτικά, επίσης έκρυψε, όχι όμως σε μέρος δύσκολα προσβάσιμο.
Κατέβηκε στο μαγαζί παίρνοντας μαζί έναν κόμπο μέσα της, ο οποίος ήταν συνέχεια εκεί σε όλη την διάρκεια της βάρδιας της κάνοντας την να περνά πολύ αργά.
Όταν, επιτέλους τελείωσε, πήγε κατευθείαν στην θάλασσα. Στην πιο απομακρυσμένη. Σ’ αυτήν που ακόμη και τους Αύγουστους ο κόσμος ήταν από ανύπαρκτος έως ελάχιστος. Κάθισε πολλή ώρα. Είχε πάρει μαζί της φαγητό κι ένα βιβλίο. Δεν μπόρεσε όμως ούτε να φάει, ούτε να συγκεντρωθεί. Το φαγητό παρέμενε ανέγγιχτο, οι σελίδες του ανοικτού βιβλίου μη μετακινούμενες. Κοίταζε τις λέξεις οι οποίες δεν της έλεγαν τίποτε, ήσαν απλά σημάδια. Ο νους της ταξίδευε μαζί του… Τον συνόδευε… Τον έφερνε.
Ο ήλιος είχε πλησιάσει την άκρη του ορίζοντα όταν σηκώθηκε να φύγει.
Επέστρεψε στο σπίτι. Άνοιξε ένα σακ βουαγιάζ, πήγε στο μπάνιο και έβαλε αφρόλουτρο, ένα ειδικό σαπούνι, σαμπουάν, μια κρέμα σώματος και γύρισε στο δωμάτιο της.
Άνοιξε την ντουλάπα και άρχιζε να την αδειάζει. Έριχνε στο κρεβάτι παντελόνια και φούστες, πουκάμισα και μπλουζάκια. Τα έπαιρνε στα χέρια της, τα εφάρμοζε στο σώμα της προσπαθώντας για την καλύτερη επιλογή. Απέρριπτε κάθε γκαρσόν στιλ παντελονιού και λαιμάτες, ημιζιβάγκο μπλούζες. Έβαλε πίσω στην ντουλάπα τα ρούχα εκτός από μια μπεζ φούστα και μια λευκή, καλοκαιρινή, κολλητή μπλουζίτσα με V.
Είχε μια κάποια φθινοπωρινή ψύχρα αλλά δεν την πείραζε αυτό. Συνέχισε με τα εσώρουχα. Αποκλείστηκε ένα ζευγάρι κόκκινων, αλλά και κάποια σκούρα. Της άρεσε ένα κρεμ με πολύ ελαφρά αφή του οποίου το σουτιέν δεν ήταν αυστηρό - άφηνε να διακρίνεται το χρώμα του σώματος, τα δυο χρώματα που συναντώνται εκεί. Το λευκό κυρίως και το μικρότερης επιφανείας ροζ.
Τα δίπλωσε, τα έβαλε στην τσάντα της και έφυγε πάλι. Κατευθύνθηκε σε ένα ξενοδοχείο φίλων. Είχε κανονίσει να χρησιμοποιήσει ένα άδειο δωμάτιο, το λουτρό ενός άδειου δωματίου πιο συγκεκριμένα κι ακόμη πιο συγκεκριμένα την μπανιερά του λουτρού μιας και στο σπίτι υπήρχε μόνο μια απλή ντουζιέρα.
Φθάνοντας εκεί, μπαίνοντας στο δωμάτιο, πήγε προς το μπάνιο. Άφησε το καυτό νερό να τρέχει κάνοντας γρήγορα τον μικρό χώρο να γεμίσει ατμούς. Γδύθηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έστειλε φευγαλέα τα χέρια της στο σώμα της και μπήκε στην μπανιέρα.
Τοποθέτησε το ακουστικό σε ένα γαντζάκι και κάτω από το νερό. Έπιασε το μαλλί της το έμπλεκε, το κουλούριαζε και πάλι από την αρχή. Άφησε και το πρόσωπο της στην ροή του νερού, άνοιξε το στόμα της, έπαιζε, αφαλμυριζόταν. Οπισθοχώρησε λίγο, αφήνοντας το νερό να κυλήσει στο σώμα της. Τότε, θέλησε να κόψει τελείως το ζεστό, μόνο κρύο έτρεχε. Δυνάμωσε μέχρι τέλους την ένταση του και από πολύ κοντά, έστελνε το νερό στο στήθος της, στις θηλές της.
Ήρθε ένα γουργούρισμα μέσα της, έκλεισε τα μάτια της και έγειρε πίσω το κεφάλι της απολαμβάνοντας το. Συνέχισε - δεν ήθελε όμως να το παρακάνει και να χάσει ορμές και ζωτικότητα. Μετακίνησε το ακουστικό προσπαθώντας να συγκρατηθεί όμως η εικόνα των θηλών της, της έκανε εντύπωση. Δεν είχε δει ποτέ έτσι το στήθος της, όχι μόνο τις θηλές να έχουν διασταλεί υπερβολικά αλλά όλη η επιφάνεια γύρω ήταν πρησμένη.
Σαπουνιζόταν προσέχοντας κυρίως εκείνο το μέρος χωρίς όμως να παραβλέπει το σώμα της. Πάλι με το ακουστικό και ανάλογη πίεση φρόντιζε τον κόλπο και τον πρωκτό της. Σαπουνίστηκε παντού, ξεπλύθηκε και ξανά με το ειδικό σαπούνι, απολέπισε, καθάρισε την μεγάλη επιφάνεια του στήθους της του οποίου οι θηλές παρέμεναν ερεθισμένες.
Μ’ αυτό το σαπουνάκι και στα οπίσθια της πήγε, πήγε και στους μηρούς της. Κι αφού έδιωξε κάθε αφρό από πάνω της, γέμισε την μπανιέρα με καυτό νερό. Κάθισε ώρα εκεί… Ένιωθε όμορφα αλλά όχι εντελώς χαλαρά. Ο νους της ήταν στην επικείμενη συνάντηση.
Σηκώθηκε, άνοιξε το πώμα και συγχρόνως με εντελώς κρύο νερό συνέσφιγγε έτσι την επιδερμίδα της. Προς το τέλος, ξύρισε τα πόδια της και με ένα ψαλιδάκι φρόντισε κάπως την τριχοφυΐα του ιδιαιτέρου της μέρους. Ξεβγάλθηκε.
Βγήκε με μια πετσέτα. Σκουπίστηκε. Πήγε μπροστά από έναν καθρέπτη και παίρνοντας την κρέμα ξεκίνησε να βάζει. Πρώτα στο πρόσωπο της… Μετά στο μέτωπο και στα μάγουλα. Μια μεγάλη δόση και στα μπράτσα της. Μια πολύ μεγαλύτερη στο στήθος της - με ιδιαίτερη φροντίδα αφιερώθηκε εκεί. Καθώς το έτριβε απλώνοντας την κρέμα κοιτάχτηκε στον καθρέπτη, να δη πως (θα) φαινόταν.
Της άρεσε το θέαμα - ήταν σίγουρη για τον εαυτό της. Κατέληξε σε όλο της το σώμα. Στην κοιλιά, τα οπίσθια και τους μηρούς. Έφερε κοντά πολύ το σώμα της στον καθρέπτη και το ήλεγχε για τυχόν ψεγάδια. Με ικανοποίηση διαπίστωσε σχεδόν τίποτε καταλογιζόμενο παρά μόνον δυο τρεις τριχούλες στο στήθος της, τις οποίες αφαίρεσε.
Κοίταξε τελευταία φορά το γυμνό της σώμα στον καθρέπτη και με ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση ξεκίνησε να ντύνεται. Έλεγξε το κινητό της, είχε ένα μήνυμα. Πολύ γρήγορα στην ανάγνωση… Ναι, ήταν από αυτόν! Έλεγε για ώρα αφίξεως. Επέστρεψε σπίτι της μαζί με αυτόν τον κόμπο που δεν έλεγε να την αφήσει και συνεχώς οξυνόταν.
Έκανε κάποιες τελευταίες προετοιμασίες στο δωμάτιο της και στον εαυτό της. Άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα και έβαψε τα χείλη και τα μάτια της με ένα διακριτικό χρώμα. Έσταξε άρωμα στο πρόσωπο της, λίγο πίσω από τα αφτιά. Τότε σκέφτηκε ότι χρειαζόταν κάτι παραπάνω, γι’ αυτό και έβγαλε την μπλούζα, χαλάρωσε το σουτιέν κι έβαλε ελάχιστη ποσότητα στο στήθος της και ανάμεσα του.
Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν βγήκε από το σπίτι και κατευθύνθηκε προς το μαγαζί. Της άρεσε παρά πολύ η αίσθηση να είναι εκεί σε ώρες που δεν δουλεύει. Να κάθεται, απαλλαγμένη από άγχος, να τρέξει, να ετοιμάσει, να μαζέψει. Αν και πάντα κάτι προέκυπτε και αναγκαζόταν να συνδράμει.
Όμως αυτό το βράδυ ήταν αποφασισμένη να μην κάνη τίποτε. Ακόμη και φωτιά να έπαιρνε δεν θα άφηνε μόνο του τον με πολλά παγάκια φρέντο της. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της καθώς κάπνιζε μαζί με τον καφέ. Πολλά τσιγάρα, συνεχόμενα, επίσης συνεχώς έστελνε χέρι σε τσέπη της να πιάνει το κουτί με τις τσίχλες.
Δεν ήθελε να κοιτά την ώρα. Θεωρούσε ότι αυτό θα της επέτεινε την αγωνία η οποία όμως ούτως ή άλλως ήταν πολύ έντονη. Κόσμος περνούσε, ο γνωστός την χαιρετούσε, αυτή αφηρημένη πολύ, αργούσε να ανταποδώσει το γεια (υπήρχαν φορές που δεν χαιρέτησε καν) ενώ κάθε άγνωστη ανδρική φυσιογνωμία της έκανε το στομάχι της να σουβλίζει.
Χτύπησε το τηλέφωνο και μια υπάλληλος την φώναξε. Η Στάσα πήγε μέσα και πήρε το ακουστικό.
- «Με περιμένεις;»
- «Ήρθες; Να έρθω να σε πάρω;»
- «Τώρα ακριβώς;»
- «Πού είσαι;»
- «Πού θέλεις να είμαι;»
- «…»
- «Ε…;»
- «Ξέρεις, δεν ξέρεις…;»
Ακούστηκε ένα χαμόγελο από την άλλη γραμμή.
- «Σε καμιά ώρα πιάνουμε λιμάνι. Θα σε καλέσω πάλι».
Κι έκλεισε η γραμμή. Με αργό βήμα επέστρεψε στο τραπέζι της. Την παραξένεψε μια γυαλάδα διπλά στο ποτήρι της καθώς προσέγγιζε αλλά δεν πρόλαβε να δώσει προσοχή σ’ αυτό. Καθόταν κάποιος στην θέση της. Την κοίταζε και της χαμογελούσε. Η Στάσα ένιωσε την καρδιά της να φεύγει από την θέση της.
- «Μάνο; Εσύ;»
- «Περιμένεις κανέναν άλλον; Να φύγω εάν είναι…»
Πλησίασε η Στάσα, σηκώθηκε ο Μάνος… Μια χειραψία απλώς, η αμηχανία ήταν φανερή.
- «Γιατί όλο αυτό το σκηνικό; Αυτή η πλεκτάνη; Ε;»
- «Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήσουν πολύ άνετα. Άσε που δεν μου αρέσουν τα χαμόγελα λίγο πριν φθάσεις στον άλλον. Σε είδα από πάνω, ήμουν σίγουρος ότι εσύ ήσουν γι’ αυτό και κάλεσα στο μαγαζί και όχι στο κινητό σου…»
Της έκανε εντύπωση ότι αντελήφθη ότι όντως ήταν κάπως αγχωμένη - κυρίως όμως επειδή της το ανάφερε. Μετά από τα τυπικά ερωτήματα περί καλού ταξιδιού, τον ρώτησε εάν ήθελε να πιει κάτι. Ζήτησε ρακή. Η Στάσα ξεκίνησε για μέσα, φτιάχνοντας το μαλλί πίσω από το αφτί της. Μπαίνοντας, κοίταξε εξεταστικά προς τα έξω κι ακούμπησε την πλάτη της σε έναν τοίχο παίρνοντας βαθιά ανάσα.
Ζήτησε από μια υπάλληλο να φτιάξει ένα ποτό, η ίδια πήγε να φέρει μια μπίρα ενώ έστριψε και ένα τσιγάρο. Είχε ανάγκη μερικές βαθιές τζούρες. Ένιωθε το μέσα της να πεταρίζει σε ρυθμούς πολύ δυνατούς, δεν τον φανταζόταν έτσι. Κάθε στοιχείο πάνω του πρόλαβε να της αφήσει μια στίξη… Θυμόταν ήδη κάθε ρούχο του, τις μερικές εκφράσεις που πρόλαβε να πάρει, και τα χαρακτηριστικά του που έκαναν την καρδιά της να χτυπά φωναχτά και να αναγκάζεται να καπνίζει ασταμάτητα.
Είδε την ρακή στον πάγκο και σβήνοντας το τσιγάρο, την πήρε και μαζί με την μπίρα βρήκε πάλι έξω. Ο Μάνος καθόταν σταυροπόδι, κοιτώντας τους περαστικούς παίζοντας με μια μπούκλα από τα μακριά του μαλλιά. Μόλις την κατάλαβε, έστειλε σ’ αυτήν το βλέμμα του διατηρώντας το ίδια ανέκφραστα. Η Στάσα κάθισε, τακτοποίησε την φούστα στα μπλεγμένα πόδια της και δίνοντας του το ποτήρι, πρότεινε το ποτό της.
- «Στα ταξίδια…»
- «Στα καλοκαιριά
Αντευχήθηκε ο Μάνο. Τσούγκρισαν κι η Στάσα τον κοίταξε βαθιά στις κόρες των ματιών του με βλέμμα λεπίδα.
- «Αυτό είναι για σένα».
Ένα ασημένιο αλογάκι θαλάσσης τους κοίταζε. Δεν θυμόταν να του είχε αναφέρει περί τατου, γι’ αυτό και η επιλογή του ήταν περίεργα εύστοχη.
Έπιασαν θέματα κλασσικά, ρουτινιάρικα περί διακοπών, νησιών, εκείνου του νησιού, για βουτιές σε παραλίες κολλητικά σειρηνώδεις. Η Στάσα με κόπο έλεγε στον εαυτό της να προσπαθεί να είναι ήρεμη, ψύχραιμη να μην δείχνει την ταραχή της αφού μπορούσε και την διάβαζε.
Δεν μπορούσε όμως να επιβληθεί στο μέρος του εαυτού της που είχε ζυμωθεί μ αυτόν βράδια πολλά, με λέξεις του που την έκαναν να εύχεται να είναι αληθινός και με μύριες σκέψεις όταν μονή περίμενε να την πάρει ο ύπνος. Ήταν ακατόρθωτο να πειθαρχήσει ο άλλος της εαυτός. Από αυτήν την αντιπαράθεση την έβγαλε το ερώτημα του.
- «Βρήκαμε δωμάτιο;»
- «Α, ναι. Μισό! Είχα μερικά κατά νου και έκανα κάποιες ερωτήσεις το απόγευμα. Κάτσε να δω…»
Πήρε το κινητό στα χέρια της και σχημάτισε το νούμερο του σπιτιού της. Εν μέσω στον ήχο του αναπάντητου μιλούσε με κάποια κυρά Βάσω. Η οποία κυρά Βάσω δεν είχε δωμάτια. Σχημάτισε μια απογοήτευση στο πρόσωπο της και έκανε να πάρει αλλού. Σε κάποια νίκη. Το ίδιο αποτέλεσμα.
- «Ελπίζω τώρα ο Δημήτρης να έχει κάτι…»
Πάλι στο σπίτι, κλήση, πάλι κανένα δωμάτιο. Μόνο ένα κι αυτό πανάκριβο. κλείνοντας το τηλέφωνο μαζί με έκφραση αποτυχίας είπε:
- «Μόνο ένα υπάρχει κι αυτό κοστίζει 70 ευρώ…»
- «Πολλά όντως. Αλλά όποιος δεν έχει μυαλό έχει ανοχές σε ακριβές πανσιόν…»
- «Πολύ ακριβό. Σίγουρα δεν θέλεις να σε φιλοξενήσω;
- «Ξέρω εγώ βρε Στάσα;»
- «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Είναι χαζό να δίνεις 70 ευρώ!»
- «Εντάξει, ευχαριστώ».
Και ξανατσούγκρισαν. Τον ξανακοίταξε με το ίδιο βλέμμα. Τότε την ρώτησε:
- «Δεν θα μου δείξεις το μαγαζί σου;»
Σηκώθηκαν και τον άφησε να περάσει πρώτος. Μπήκαν στο άδειο μπαρ αλλά γεμάτο από τραγούδι το οποίο ήταν ακριβώς αυτό που είχαν μελετήσει κάποιο βράδυ, επισημαίνοντας μια πλήρη ταύτιση σε εξεζητημένα γούστα.
Κοίταζε ψηλά, κοίταζε στους τοίχους, τα αναρτημένα αντικείμενα, την όλη διακόσμηση και οι μορφασμοί επιδοκιμασίας ήσαν πολλοί. Γύρισε λίγο και είδε τον χώρο με τα cd. Ο μείκτης φαινόταν από μακριά.
- «Εκεί περνάς τα βράδια σου;»
- «Όχι όλα τα βράδια. Πάμε;»
Τον έπιασε από την μέση παραινετικά και πήγαν προς τα εκεί. Πέρασαν από έναν διάδρομο. Προπορευόμενη η Στάσα, στάθηκε ώστε να περάσει και ο Μάνος γιατί ο χώρος ήταν κάπως στενός. Κάπου εκεί, νιώθοντας τον να την αγγίζει, ή μάλλον τα σώματα να έρχονται σε επαφή, αισθάνθηκε πάλι πολύ περίεργα, την επισκέφθηκε εκείνη η αίσθηση της παράδοσης. Πάνω από την κονσόλα και οι δύο, να σκαλίζουν cd και να αναφέρονται σε τίτλους.
- «Ποια θέλεις να βάλω;»
Ο Μάνος με κάμποσα cd στα χέρια, τα έδωσε και ανέφερε τίτλους. Η επόμενη ώρα τους βρήκε εκεί, να πίνουν, να καπνίζουν και σιγοτραγουδούν. Ρωτώντας που είναι η τουαλέτα, της ζήτησε συγγνώμη και έφυγε. Η Στάσα πήγε στην κουζίνα να φέρει πάγο. Κοντοστάθηκε σε μια γυάλινη επιφάνεια να φτιάξει τα μαλλιά της και σηκώνοντας τα χέρια, μια έκπληξη… Είδε τις θηλές της πάνω από το κολλητό μπλουζάκι να είναι πολύ ευδιάκριτες.
Αισθάνθηκε μια μεγάλη ντροπή - τόση ώρα θα την είχε δει. Έπιασε μια ζεστή πετσέτα και πήγε βιαστικά προς την άλλη τουαλέτα. Σήκωσε την μπλούζα της, έλυσε το σουτιέν της και μπροστά στις όρθιες θηλές της, με την πετσέτα προσπάθησε να τις ηρεμήσει - όχι εντελώς επιτυχώς. Γι’ αυτό και πήρε λίγο χαρτί το οποίο προσέθεσε εκεί ώστε να κρυφθεί κάθε αντίδραση της.
Επιστρέφοντας, βλέποντας τον να φορά ακουστικά και να αυξομειώνει εντάσεις, της ήρθε πάλι αυτή η αίσθηση γοητείας, το αίσθημα της ηδυπάθειας απέναντι του που καιρό ένιωθε. Πλησίασε και του χαμογέλασε. Πήρε το τσιγάρο του, ήπιε κι απ’ το ποτό του και σχολίασε μερικά cd. Οι συμπληρώσεις του στα σχόλια της και οι γνώσεις του την παραξένεψαν.
- «Πάμε λίγο έξω; Ζεστάθηκα και ιδρωμένος δεν μπορώ. Άσε αυτό το cd να παίζει. Ε;»
Η Στάσα συμφώνησε. Βγαίνοντας, αναπόφευκτα, πάλι τα κορμιά ενώθηκαν λίγο, ηλεκτρίστηκαν τα υφάσματα. Είχαν πιει πολλά ποτά, είχε περάσει και η ώρα… Ο Μάνος, ενώ προσπαθούσε να το κρύψει, μερικά χασμουρητά έδειχναν την κατάσταση του.
- «Νύσταξες, ε; Λογικό. Μακρύ ταξίδι. Θέλεις να φύγουμε;»
- «Και το μαγαζί;»
- «Δεν δουλεύω καλέ. Εγώ μόνο πρωινά…»
- «Πάμε εάν θέλεις τότε…»
Πήραν τα πράγματα και η Στάσα τον βοήθησε. Περπατώντας, ακούσια αγγίζονταν ενώ σε ένα σκοτεινό σημείο σταμάτησε λέγοντας:
- «Τώρα καταλαβαίνω γιατί τόσα χρόνια είσαι εδώ. Αυτή η θέα, αυτό το μέρος και μόνο σε κάνει να βγάζεις ρίζες…»
- «Ναι. Κάπως έτσι…»
Ο αέρας με τους ήχους που έδινε στα φύλλα συμμετείχε κι αυτός στις καταφάσεις. Όταν έπαυσε, ξεκίνησαν, συνέχισαν την πορεία τους.
- «Εδώ είμαστε! Άσε τα πράγματα σου όπου θέλεις. Διάλεξε όποιο κρεβάτι θέλεις. Κι από εκεί το μπάνιο…»
- «Ευχαριστώ πολύ. Δεν είναι επιτηδευμένο αυτό που λέω, αλλά σίγουρα δεν σε ξεβολεύω;»
- «Έλα καλέ μου. Εξάλλου το δωμάτιο μου είναι εκεί. Μην αγχώνεσαι!»
- «Εντάξει. Θα χρησιμοποιήσω λίγο το μπάνιο σου…»
Πήρε μαζί του αλλαξιές και μπήκε. Η Στάσα μόνη, έστριψε ένα τσιγάρο και άρχισε να καπνίζει. Άκουσε τους θορύβους του νερού και αισθάνθηκε άβολα ωραία. Σκύβοντας, είδε πάλι τις θηλές της να μυτερώνουν την μπλούζα παρά την όποια προστασία είχε βάλει πριν.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Τα φώτα που έτρεμαν από την δύση και κάποιος γκιώνης της θύμισαν άλλα, προηγούμενα βράδια… Ήρεμα από το θέμα που τώρα την ταλάνιζε, όχι όμως ήρεμα γενικώς.
- «Είμαι έτοιμος. Πρέπει να σου έφαγα πολύ ζεστό νερό!»
- «Δεν πειράζει. Εξάλλου με κρύο κάνω πάντα μπάνιο…»
Πέρασε από μπροστά του, τον είδε με ένα μπλε σορτς και ένα φανελάκι με τον Τσε. Χαμογέλασε.
- «Λοιπόν… Τα σεντόνια είναι καθαρά. Πάρε και κουβέρτα εάν θέλεις. Εντάξει;»
- «Εντάξει Στάσα. Ευχαριστώ!»
Μπήκε στο δωμάτιο της, πήρε ρούχα και ξαναβγήκε. Ο Μάνος ήταν ήδη ξαπλωμένος και πάντα έπαιζε με μια μπούκλα του. Πήγε στο λουτρό έκλεισε την πόρτα και γδύθηκε. Σαφώς και κοίταξε αμέσως το στήθος της. Οι θηλές της ήταν σε κατάσταση μάλλον απερίγραπτη. Μπήκε γρήγορα στο ντους. Σκεπτόμενη τα προ πέντε λεπτών ένιωσε πάλι άβολα.
Θέλησε να ελέγξει τις θηλές της, τις αμετάβλητες θηλές της. Προσπάθησε λίγο να τις ηρεμήσει με τα χέρια της, ήξερε όμως ότι αυτό που έκανε δεν ήταν κίνηση ηρεμίας γι’ αυτό και σταμάτησε. Γρήγορα άνοιξε το ντους και με το κρύο νερό κάπως βοηθήθηκε. Λούστηκε, σαπουνίστηκε καλά. Τελείωσε σχετικά γρήγορα. Μέσα εκεί, σκουπίστηκε, φόρεσε εσώρουχα και μια φόρμα.
Όταν βγήκε, τον είδε να κοιμάται. Κοντοστάθηκε λίγο, τον κοίταξε, τον παρατήρησε και είπε στον εαυτό της ότι ήταν ακριβώς όπως τον φανταζόταν κάποια βράδια ανορθόδοξης παράδοσης. Ξάπλωσε στο δωμάτιο της. Στο λιγοστό φως έστριψε ένα τσιγάρο, άνοιξε το παράθυρο και ο καπνός κάθε άλλο παρά την ηρεμούσε.
Σηκώθηκε να πετάξει το τσιγάρο, έβγαλε την φόρμα και με τα εσώρουχα και ξάπλωσε. Σκεπάστηκε και προσπάθησε να κοιμηθεί. Ήταν όμως απίστευτα δύσκολο κάτι τέτοιο. Δεν θυμόταν, δεν της είχε ξανασυμβεί να νιώθει τόσο έντονη σαρκική επιθυμία λόγω πρότερης ισχυρότατης πνευματικής έλξης. Καταλάβαινε το σώμα της να ζητά εν μέσω συνεχών ψυχικών οργασμών.
Γι’ αυτό και η παρουσία της στο κρεβάτι, τόσο κοντινά με τον Μάνο για τον οποίον σχεδόν από την πρώτη στιγμή αναρωτήθηκε εάν το έξω του πλησίαζε έστω λίγο το μέσα του και η πιστοποίηση ότι και εξωτερικά απέπνεε το ίδιο ελκυστικό σύμπλεγμα συναισθημάτων, την έκανε να βασανίζεται. Θυμόταν την στιγμή που τον πρωτοείδε, την στιγμή που τον πρωτάγγιξε, το σώμα του όταν ακούμπησε το δικό της αθέλητα. Μ’ αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε…
Όχι όμως με καλά όνειρα. Σε ένα από αυτά, έβλεπε ότι είχε πέσει και χτυπήσει το πονεμένο πόδι της. Ο πόνος ήταν απίστευτα φυσικός - όσο και έντονος. Ξύπνησε με κραυγές, ο πόνος ήταν αληθής. Την είχε πιάσει κράμπα. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και προσπαθούσε να τεντώσει το πόδι αλλά η κατάσταση της ήταν οδυνηρή γι’ αυτό και συνέχιζε τις κραυγές. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Μάνος.
- «Τι έπαθες;»
- «Κράμπα…», κατάφερε να πει εν μέσω αναφιλητών.
- «Περίμενε, χαλάρωσε το πόδι, μην το τεντώνεις εσύ…»
Τράβηξε το σεντόνι και την έπιασε από τον μηρό. Έκανε κάποιες δυνατές μαλάξεις με την Στάσα να φωνάζει. Ξαναξάπλωσε όμως αφού της φαινόταν ότι βοηθούσε. Συνέχιζαν οι μαλάξεις, συνέχιζαν οι φωνές αλλά ένιωθε κάπως καλύτερα. Σηκώθηκε πάλι να του δείξει που ακριβώς, κι έτσι όπως γύρισε να την κοιτάξει, τα πρόσωπα βρέθηκαν πολύ κοντά, οι ματιές συναντήθηκαν και απολύτως ταυτόχρονα φιλήθηκαν.
Όχι όμως ένα απλό φιλί. Ο ένας άρπαξε τον άλλον… το στόμα του Μάνου αυτό της Στάσας. Ξάπλωσε πάλι και ο Μάνος ήρθε πλάγια πάνω της έχοντας πάντα το χέρι του στο γόνατο της. Η Στάσα κινήθηκε προς τα μέσα κάνοντας τον να ανέβει κι αυτός στο κρεβάτι και να αγγιχτούν τα κορμιά τους.
Τρελάθηκε νιώθοντας να είναι σκληρός ανάμεσα στα πόδια του και κόλλησε κι άλλο την λεκάνη της εκεί. Το φιλί συνεχιζόταν απίστευτα δυνατά με τις γλώσσες τους να έχουν γίνει μία και να μην μπορούν να μιλήσουν παρά μόνο να αφήνουν βογκητά.
Η Στάσα κινήθηκε κι άλλο προς το μέρος του. Τον πίεζε περισσότερο εκεί, ήθελε όμως να βρεθεί από κάτω του. Κάτι που ο Μάνος δεν φάνηκε να θέλει να κάνει αφού με λοξές ματιές κοίταζε το κορμί της που φωτιζόταν από ένα γαλάζιο τρίτωνα. Είχε φέρει το ένα της χέρι στην πλάτη του αγκαλιάζοντας τον σφιχτά ενώ με το άλλο τον άγγιζε συνεχώς στο πρόσωπο.
Ο Μάνος άφησε το γόνατο της και σιγά - σιγά ανέβασε το χέρι του πιο ψηλά καταλήγοντας στο εσώρουχο της. Έβαλε ένα δάκτυλο στο λαστιχάκι και βάλθηκε να το γυρίζει, να παίζει, να το τεντώνει. Τα μαλλιά του πλέκονταν με τα μαλλιά της. Το φιλί συνεχιζόταν και η Στάσα έστειλε το χέρι της στο στήθος του τρίβοντας τον.
Ο Μάνος πλέον κοίταζε το κιλοτάκι της τεντώνοντας το λάστιχο και προσπαθώντας να πάρει το εσώρουχο την μορφολογία του σώματος της. Η Στάσα κουνήθηκε προς τα κάτω, κι αμέσως σύρθηκε προς τα πάνω κάνοντας το εσώρουχο να χαλαρώσει, να κατεβεί λίγο και δαγκώνοντας του το αφτί του είπε ψιθυριστά:
- «Βγάλ’ το μου…»
Ο Μάνος σηκώθηκε λίγο και πιάνοντας το, το κατέβασε σιγαά με την Στάσα να βοηθά σηκώνοντας την λεκάνη της. Η αφή του υφάσματος στο εσωτερικό μέρος των γλουτών της και η αργή κίνηση την πέθαινε. Κυρίως όμως η ιδέα ότι ήρθε η στιγμή που θα του δινόταν και σαρκικά μιας και ψυχικά προ πολλού του είχε δοθεί…
Έκλεισε τα πόδια της ώστε να βγει και αμέσως τα άνοιξε παρέχοντας αποκαλυπτική θέα. Μια άλλη θέα της έδωσε την χαριστική βολή. Έχοντας μπροστά της τον Μάνο ο οποίος της αφαιρούσε το κιλοτάκι, είδε το εσώρουχο του να είναι οριακά τεντωμένο. Έστειλε το χέρι της εκεί, τον άγγιξε όμως μόνο στο μέρος κάτω από τον αφαλό.
Ο Μάνος σήκωσε το κεφάλι του το πήγε πίσω και μια σιγανή μουρμούρα έδειξε την κατάσταση του. Κι αυτός δεν την χάιδευε παρά μόνον στα πόδια ψηλά, σε ένα πράγματι βελούδινο δέρμα. Ήταν φανερό ότι ουδείς εκ των δύο έκανε την πρώτη κίνηση σε μέρη περισσότερο ζεστά.
Η Στάσα όμως καιγόταν γι’ αυτό και ενώ κούναγε την λεκάνη της λέγοντας του έμμεσα να την θωπεύσει εκεί που ήθελε, έβαλε το χέρι της μέσα στο μπόξερ του αφού πρώτα έσπασε το κουμπί και τον ψηλάφισε, έφερε στο γαλάζιο φως το μόριο του. Τότε ακριβώς κι ο Μάνος κίνησε το χέρι ψηλά και αισθάνθηκε την υγρή διάθεση της.
Φώναξε δυνατά τότε, έκλεισε τα πόδια της εγκλωβίζοντας τον εκεί και με τα χέρια της του τράβηξε το μπόξερ απότομα προς τα κάτω αποκαλύπτοντας τον τελείως. Ο Μάνος αφήρεσε το εσώρουχο και στάθηκε στα γόνατα του. Κοίταξε την Στάσα… Με την ανάποδη της παλάμης της χάιδεψε το μάγουλο ακολουθώντας πορεία προς τα κάτω. Στον λαιμό, στον ώμο, διέσχισε το χέρι της κι από την παλάμη της πήγε στην μέση της, κοιτώντας πάντα την διαδρομή του χεριού του.
Η Στάσα παρακολουθούσε την πορεία του βλέμματος του, ένιωθε το χάδι του. Ήλεγχε και το σώμα του, τον παρατηρούσε, αχόρταγα τον κοίταζε, να της αποτυπωθεί κάθε μέρος του που μαρτυρούσε την διάθεση του. Σταμάτησε αυτό όταν έκλεισε τα μάτια της. Αισθάνθηκε τα δάκτυλα του να φθάνουν στο σημείο της, άνοιξε τα πόδια της κι άλλο αφήνοντας τον Μάνο να έχει την παλάμη του εκεί, να της καλύπτει το αιδοίο.
- «Σε θέλω…», άφησε μια παράκληση της. «Πολύ!», προσθέτοντας το πόσο.
Ο Μάνος την άφησε. Κύλησε πάνω της, έφερε το πρόσωπο του στο δικό της κι άρχισε να την φιλά. Τον ένιωθε πάνω της, αντιλαμβανόταν την διάθεση του πότε στην μέση της, πότε στην λεκάνη της. Ξεκίνησε να την κουνά, να ευθυγραμμισθούν, όμως ο Μάνος περιοριζόταν σε φιλιά.
Τότε του γλίστρησε, σηκώθηκε κάπως. Ο Μάνος γύρισε ανάσκελα και τακτοποίησε τα μαλλιά του. Η Στάσα πήγε πάνω του. Του έπιασε τα χέρια και έσκυψε φιλώντας τον, με φιλιά πεταχτά και ρουφηχτά. Κατέβηκε και φίλησε τις ρώγες του. Για λίγο. Του χάιδεψε την κοιλιά, σύρθηκε κι άλλο προς τα κάτω. Κάθισε στα γόνατα του, έκανε μια βαθιά επίκυψη, με τα χέρια της έκανε έναν μεγάλο κύκλο.
Αρχίζοντας από το στήθος του, την κοιλιά του, κατέληξε λίγο πριν από το πέος του. Τον κοίταξε στα μάτια, είδε ένα ατάραχο ύφος γι’ αυτό και με τον δείκτη της τον άγγιξε εκεί νιώθοντας τον να ανταποκρίνεται περισσότερο. Μάζεψε τα μαλλιά της καλά, χαμήλωσε κι άλλο και πλησιάζοντας, του φίλησε την στύση, με τα μάτια της πάντοτε καρφωμένα στα δικά του.
Επεσήμανε το ατάραχο ύφος να αμβλύνεται, ήθελε όμως να χαθεί εντελώς. Γι’ αυτό και πιάνοντας την, έφερε την φύση του στο στόμα της με πολύ αργές κινήσεις και πάντα ελέγχοντας του την έκφραση. Συνέχισε στον ίδιο ρυθμό για αρκετή ώρα κι όταν τον είδε με κλειστά μάτια να βαριανασαίνει, σταμάτησε. Τον φίλησε, σηκώθηκε και ανέβηκε πάνω του.
Προσέγγισε το πρόσωπο του, τον μύρισε, του χάιδεψε τα μάγουλα, ανακάτεψε τα μαλλιά του. Στήριξε το μέτωπο της στο δικό του και από τα μάγουλα το ένα της χέρι, τα δάκτυλα της στο στόμα του. Το δεξί της χέρι το κατηφόρισε σε μέρη σκοτεινότερα. Έπιασε το πέος του και χωρίς καθυστερήσεις, το έβαλε στον κάθιδρο κόλπο της.
Νιώθοντας το μέσα της ένα από τα φυλλοκάρδια «Αχ!» άφησε να φύγει. Ήταν αλλού. Σηκώθηκε λίγο κάνοντας τις κινήσεις πιο εύκολα ηδονικές και του άφησε τα χέρια στα οπίσθια της ρυθμικά κινούμενα. Μετά από λίγες κινήσεις ήρθε σε οργασμό που δεν είχε ξαναζήσει.
Ένιωσε τον εαυτό της να χωρίζεται σε χίλια κομμάτια… ανατριχίλες παντού, ήχοι δυνατότεροι και μακρόσυρτοι. Ελάττωσε λίγο την κίνηση της, η κίνηση όμως του Μάνο της επέτεινε τον οργασμό - μάλλον συνεχιζόταν αυτό που ένιωθε από νωρίς το βράδυ.
Ήταν μια περίεργη κατάσταση γι’ αυτή. Ένιωθε συνεχώς όχι ερεθισμένη, αλλά διαρκώς να βιώνει οργασμούς. Και τώρα βεβαίως πολύ περισσότερο. Ο Μάνος την είχε αγκαλιάσει από την πλάτη, την είχε φέρει πιο κοντά του, πάνω του, κολλημένοι ήταν και ανεβοκατέβαινε αυξάνοντας τους και από τους δύο τους δυνατούς στεναγμούς.
Η Στάσα τον αγκάλιασε δυνατά, πολύ στοργικά και αγαπησιάρικα, έφερε το κεφάλι του στο στήθος της και συνέχισε να ανεβοκατεβαίνει πάνω του. Ο Μάνος άφησε τα χέρια του από τα οπίσθια της και με χαρακτηριστική λαχτάρα της έπιασε το στήθος πάνω από το σουτιέν έχοντας κολλήσει εκεί το βλέμμα του. Αυτή, σήκωσε λίγο τον κορμό της, τεντώθηκε λίγο, γύρισε πίσω και είδε τα γόνατα του Μάνου λυγισμένα, τα πόδια του να κινούνται σταθερά προς το μέρος της.
Τον χάιδεψε στους μηρούς του και με το χέρι προσπάθησε να δει στο σκοτεινό μέρος, εκεί που γίνονταν ένα. Ψηλάφισε, ήλεγξε την περιοχή που είχε γεμίσει από τα υγρά της. Γύρισε πάλι μπροστά, έβαλε τα χέρια της στον θώρακα του, στηρίχτηκε και άρχισε να σηκώνει και κατεβάζει την λεκάνη πολύ περισσότερο απ’ ότι πριν.
Ο Μάνος της πρότεινε τα δάκτυλα του κι η Στάσα τα πιπιλούσε έχοντας κλειστά τα μάτια. Τότε ήταν που ένιωσε έναν δεύτερο οργασμό να την αποσυντονίζει περισσότερο. Δάγκωσε τα δάκτυλα και φώναζε δυνατά, όχι κάτι συγκεκριμένο αλλά ενδεικτικό της.
Ο Μάνος πάλι με τις παλάμες του της έπιανε τα οπίσθια οδηγώντας τα πάνω κάτω σε μια Στάσα που κινείτο χαλαρά πλέον. Τα υγρά της είχαν γεμίσει την περιοχή όλη, και την λεκάνη του Μάνου η οποία πάνω στην κίνηση κολλούσε στην δική της.
Η Στάσα όμως δεν είχε κορεστεί. Ένιωθε σαν να άρχιζε τώρα ο έρωτας. Τον ξανακοίταξε στα μάτια. Επίμονα. Ανασηκώθηκε, κάθισε πάνω του κινούμενη χαλαρά και έστειλε τα χέρια της στην πλάτη. Έλυσε το σουτιέν, χωρίς όμως να το βγάλει. Το κράτησε για λίγο σταθερό στο στήθος της μπροστά και πιάνοντας το από την μέση το αφήρεσε.
Ο Μάνος δεν έδιωχνε το βλέμμα από τα μάτια της αγνοώντας τις όρθιες θηλές της που τον σημάδευαν προκλητικά και κυρίως απαιτητικά. Γι’ αυτό η Στάσα κινήθηκε μπροστά, έσκυψε και εναπόθεσε το βαρύ της στήθος στο πρόσωπο του. Ο Μάνος τότε σταμάτησε να κινεί την μέση του. Άγγιξε ελαφρά τους μαστούς της, την έσπρωξε λίγο προς τα πάνω ώστε να δει όλον τον όγκο τους και άρχισε με την γλώσσα του να τους εξερευνά.
Η Στάσα τότε οργάστηκε για τρίτη φορά κρατώντας τον εαυτό της με πολύ κόπο στην ίδια στάση διότι ήθελε να συνεχίσει να του δίνει την δυνατότητα να ασχοληθεί με το στήθος της. Ο Μάνος τότε δαγκώνοντας τις απίστευτα μεγάλες και σκληρές θηλές της άρχισε να κινείται πάλι.
Τον κατάλαβε η Στάσα ότι τελείωνε, ένιωθε τον κόλπο της να πάλλεται από τους σπασμούς του πέους του Μάνου ο οποίος κραύγαζε δυνατά χωρίς όμως να αφήνει το στήθος της από το στόμα του.
Τον ακολούθησε και η Στάσα δίνοντας και παίρνοντας από το σώμα της έναν ακόμη οργασμό. Αφέθηκε πάνω του κι αυτός πιάνοντας την, την γύρισε και ευρισκόμενος πάνω της. Εφάπτονταν το σώμα του στο δικό της… Ξανάρχισε περισσότερο παθιάρικα να την φιλά…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.