Έφυγα Τετάρτη από Θεσσαλονίκη για το χωριό μου, σχετικά αργά το βράδυ με ένα σαράβαλο αυτοκίνητο εικοσαετίας. Ήταν το μόνο διαθέσιμο για να κυκλοφορώ, μια και δικό μου αυτοκίνητο πήρα μετά το γάμο. Τρέξιμο πολύ τις προηγούμενες ημέρες και το βράδυ βγήκα μια βόλτα και νωρίς στο σπίτι για ύπνο.
Την Πέμπτη ήμουν στην καφετέρια με κάτι φιλαράκια από το χωριό, όχι πολύ κολλητούς, μια και τότε έλειπα ήδη μια δεκαετία από το χωριό. Οι μέρες περνούσαν και δεν είχα κάνει ακόμα μπάτσελορ, μια παράδοση επίσης του γάμου. Ήμουν όμως αποφασισμένος να κάνω κάτι, αν και οι επιλογές ήταν περιορισμένες. Μου πρότειναν να πάμε σε κανένα μπουρδέλο τα παιδιά, αλλά δεν ήθελα κάτι τέτοιο, ήθελα κάτι πιο σπέσιαλ για την περίσταση. Πάει κι η Πέμπτη.
Έρχεται η Παρασκευή, μια μέρα πριν το γάμο. Βράδυ στην καφετέρια πάλι, να μην κουνιέται τίποτα στο χωριό, ούτε θηλυκή γάτα. Ήπια δυο - τρία ποτά, η ώρα περνούσε και ο κόσμος μαζευόταν στο σπίτι ή πήγαινε καμιά βόλτα αλλού. Έμεινα μόνος με παρέα τον μαγαζάτορα και καθόμουν πια στο μπαρ.
Ώσπου κατά τη μία το βραδύ σκάνε μύτη δυο κοπέλες από το χωριό μου πολύ ελευθέρων ηθών, ξαδέλφες μεταξύ τους. Η μία ήταν πολύ χάλια, η άλλη όμως μουνάρα. Από μικρές γαμιόταν, είχε πάρει το μισό χωριό τουλάχιστον πίπα. Με μένα δεν έτυχε γιατί έλειπα πολλά χρόνια. Είχε μείνει έγκυος και παντρεύτηκε σε κάποια φάση, αν και όλοι ήξεραν ότι το παιδί δεν ήταν του άντρα της, ο οποίος ήταν ξένος και αγαθός και δεν την ήξερε. Μετά κάποια στιγμή βρέθηκε και με δεύτερο παιδί, ιστορία μου-αμαρτία μου...
Εγώ καθόμουν στο μπαρ, είχα πιάσει συζήτηση με τον μαγαζάτορα που ήταν ξαδερφάκι. Στο μαγαζί είχαν μείνει δυο - τρεις κάγκουρες που σιγά - σιγά την έκαναν. Αυτός έπαιζε μουσική μέσα από το μπαρ, εγώ απ έξω, αυτές ήρθαν και κάθισαν μαζί μας, η καλή δίπλα μου. Η άσχημη ήταν γειτόνισσα και ήξερε ότι παντρευόμουν την επόμενη. Μου ευχήθηκαν και οι δύο και συνεχίζαμε να πίνουμε...
Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, άλλωστε βάδιζα στα σίγουρα. Άρχισα να της χαϊδεύω την πλάτη απαλά και σιγά - σιγά το χέρι μου κατέβαινε προς τον κώλο της. Στην αρχή τον χάιδευα από πάνω από τη φούστα, μετά άρχισα να βάζω το χέρι μου από μέσα. Της χούφτωνα εναλλάξ τα κωλομέρια. Εκείνη ανταποκρινόταν, δεν αντιδρούσε και η φωνή της είχε γίνει κάπως ασταθής. Η ξαδέλφη στον κόσμο της. Εγώ αρκετά σουρωμένος πια, ούτε που με ένοιαζε, έβαλα πιο κάτω το χέρι μου και άρχισα να της βάζω κωλοδάχτυλο.
Εκείνη κουνήθηκε και βολεύτηκε καλύτερα πάνω στο δάχτυλό μου, ώστε να μπει πιο βαθιά. Άρχισα να το κουνάω και το κωλαράκι της άρχισε να υγραίνεται. Τώρα πια μπαινόβγαινε με μεγάλη ευκολία. Ο πούτσος μου είχε πιάσει ταβάνι. Κάποια στιγμή, μετά από δέκα λεπτά το έβγαλα, ώστε να φανεί που ήταν τόση ώρα κρυμμένο το χέρι μου, αν και οι άλλοι δύο γενικώς είναι στον κόσμο τους, συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, ενώ εμείς προσπαθούσαμε - όσο μπορούσαμε - να συμμετέχουμε.
Τα ποτά έδιναν και έπαιρναν, η καύλα στο φουλ, είχα γίνει κουδούνι. Το χέρι μου το δεξί στον κώλο της, το αριστερό να πιάνει κάπου - κάπου τον πούτσο μου που πονούσε και να προσπαθεί να τον μαζέψει. Η νύχτα προβλεπόταν πολλή μεγάλη...
Έτσι για καμία ώρα της έβαζα κωλοδάχτυλο κατά διαστήματα, ώσπου νύσταξε η ξαδέλφη της και την πήγα με το αμάξι σπίτι της. Πριν, πιάνω απόμερα τον μαγαζάτορα και τον ρωτάω αν έχει προφυλακτικά. Αυτός μένει δίπλα στο μαγαζί, είπε ότι θα κοιτάξει στο σπίτι και το αυτοκίνητο, αλλά μάλλον όχι. «Ψάξε καλά» του λέω και πήγα την ξαδέλφη πέντε λεπτά μέχρι το σπίτι της. Όταν γύρισα, μου είπε ότι δεν είχε τελικά προφυλακτικά. Δυστυχώς, το πιο κοντινό ανοιχτό περίπτερο ήταν 15 χλμ. μακριά...
Πήρα μετά από λίγο το γκομενάκι και την φόρτωσα στο αυτοκίνητο. Πού να αντέξω να οδηγήσω 15 χλμ. με τέτοια καύλα και σε τέτοια κατάσταση. Έτσι την πήγα στα χωράφια. Σταματάω στην άκρη του χωματόδρομου και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Της έβγαλα γρήγορα την μπλούζα και της ξεκούμπωσα το σουτιέν. Εκείνη μου ξεκούμπωσε το φερμουάρ, τον έπαιξε λίγο και μετά ξεκούμπωσε το κουμπί του παντελονιού μου και μου έπιανε σφιχτά τα αρχίδια. Εγώ χωμένος στις βυζάρες της, της δάγκωνα δυνατά τις ρώγες. Βογκούσε...
Της κατέβασα το παντελόνι και άνοιξα όσο μπορούσα τα πόδια της στη θέση του συνοδηγού. Της έβαλα στην αρχή ένα δάχτυλο στο μουνί κι έπειτα δύο. Της δάγκωνα τις ρώγες δυνατά. Σηκώθηκα, βγήκα έξω από το αυτοκίνητο και πήγα από τη μεριά του συνοδηγού. Την έπιασα δυνατά από το κεφάλι και την τσιμπούκωσα με μανία. Η καριόλα τον πήρε φυσικά μέχρι τέρμα. Μου έσφιγγε δυνατά τα αρχίδια με το χέρι της. Εγώ της κοπανούσα με δύναμη το κεφάλι της στον πούτσο μου. Βογκούσαμε και οι δύο δυνατά.
Όταν τελείωνα, της κάρφωσα τον πούτσο μου στο λαρύγγι της και έτσι χωρίς ανάσα και χωρίς να πει τίποτα την περίμενα να προσπαθεί να τα καταπιεί, έχοντας καρφωμένο στο στόμα της όλο τον πούτσο μου και πιέζοντας δυνατά το κεφάλι της. Κάποια στιγμή ηρέμησα, μπήκαμε στο αμάξι και γραμμή για το περίπτερο. Δεν ήταν φυσικά να κάνεις αστεία με τέτοιες γκόμενες και να γαμήσεις χωρίς προφυλακτικό.
Στο δρόμο καπνίζαμε, πήγαινα σιγά, μια και ούτε εγώ, ούτε το αμάξι ήταν για πολλά - πολλά. Στα μισά του δρόμου ξανακαύλωσα και σταμάτησα σε ένα πάρκινγκ. Τον πέταξα έξω και φυσικά δεν είπε όχι σε μία δεύτερη πίπα. Αυτοκίνητα περνούσαν και μας έβλεπαν αλλά ούτε που με ένοιαζε. Την είχα καρφωμένη πάνω στον πούτσο μου και την τσιμπούκωνα με μανία για κανένα τέταρτο. Η ώρα πρέπει να ήταν πέντε το πρωί. Αφού μου ξαναστράγγισε τον πούτσο, συνεχίσαμε προς την κωμόπολη...
Πήρα τσιγάρα και προφυλακτικά και οδήγησα το αμάξι σε μια ερημιά. Εκεί, πάλι από την θέση του συνοδηγού, τον ξαναπήρε στο στόμα της μέχρι να ξαναγίνει σκληρός. Φόρεσα το προφυλακτικό και της είπα να γυρίσει. Εκείνη έβγαλε τη φούστα της και ακούμπησε τα γόνατά της στη θέση του συνοδηγού, μου πέταξε τον κώλο της έξω, ενώ έσκυψε τελείως και ακουμπούσε το κεφάλι της στο κάθισμα, σε μια ημιόρθια στάση. Άρχισα να της τον καρφώνω στον κώλο, στην αρχή σιγά και μετά με δύναμη. Την γαμούσα δυνατά και εκείνη φώναζε και χτυπούσε τον κώλο της μόνη της στον πούτσο μου με δύναμη.
Συνεχίσαμε έτσι και όταν κόντευα να χύσω, κρατήθηκα και τραβήχτηκα. Της έβαλα δύο δάχτυλα από το δεξί μου χέρι, τα οποία μπήκαν με ευκολία και έπειτα τρία. Την γαμούσα με το χέρι και ύστερα της άνοιξα τον κώλο, βάζοντας δύο δάχτυλα από κάθε χέρι. Δεν έλεγε σε τίποτα όχι η ρουφιάνα. Της τον έβαλα πάλι στον κώλο και την έχυσα στο πρόσωπο, αφού την τσιμπούκωσα βαθιά για τελευταία φορά.
Δεν άντεχα να την πάω εκεί που ήθελε, μια και σπίτι της δεν ήθελε να πάει γιατί ήταν μαλωμένη με τον πατέρα της. Την έβαλα έτσι σε ένα ταξί και γύρισα κακήν κακώς σπίτι.Την άλλη μέρα στο γάμο, ευτυχώς ήρθε μόνο η ξαδέλφη της.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.