Η Μάνα μου ήταν ένας άγγελος. Μια όμορφη γυναίκα και προπαντός, πολύ καλός άνθρωπος. Ψηλή, λυγερή, μελαχρινή, με μια μεσογειακή ομορφιά. Πάνω από όλα όμως, ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος. Είχε την ατυχία να γνωρίσει τον «πατέρα μου». Ένας ψηλός και όμορφος νέος. Ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Ξεμυαλισμένη θα έλεγε κανείς, όπως μια μέρα, μου τα διηγήθηκε η ίδια. Την παράτησε και έφυγε πίσω στη Σύρο. Η μάνα μου έγκυος σε μένα. Δεν της έδωσε σημασία. Τότε, από όσο γνωρίζω, έπεσε να πεθάνει από τη στενοχώρια της. Δεν καταγόταν από το νησί, αλλά από ένα μέρος της Βόρειας Ελλάδας. Ήταν ορφανή και σχεδόν μεγάλωσε ως υπηρέτρια σε σπίτια πλουσίων στο νησί.
Όταν είχε αυτή τn ατυχία με την «παράνομη» εγκυμοσύνη της, οι αφεντικίνες την πετάξανε από το σπίτι που δούλευε. Δεν ήθελαν μια «παρδαλή», όπως την αποκαλούσαν, να βρίσκεται μέσα στα πόδια τους. Να τους «ξελογιάσει» τους άντρες.
Έτσι βρέθηκε στο δρόμο. Τη βοήθησε ένας καλόγερος ενός μοναστηριού να γεννήσει. Στην αρχή δέχτηκε πιέσεις να με δώσει για υιοθεσία. Δεν το ήθελε όμως. Ήταν υπερήφανος άνθρωπος. Πάλευε και μοχθούσε να με μεγαλώσει.
Δεν ήταν όμως και λίγες φορές που δεχόταν παρενοχλήσεις από διάφορους «γόηδες» του νησιού. Την έβλεπαν και την λιμπίζονταν, καθώς ήταν πολύ όμορφη και γοητευτική γυναίκα. Και μάλιστα, τη θεωρούσαν και εύκολη. Μόνο η κυρά Κατίνα, μια γιαγιά που είχε ένα μικρό ψιλικατζίδικο στη χώρα, την καταλάβαινε. Εκείνη μας λυπόταν. Μας καλομιλούσε πάντα. Ήταν το μόνο φιλικό άτομο που είχαμε σε αυτό το καταραμένο νησί.
Τόσο στο σχολείο, όσο και στον κοινωνικό περίγυρο που μεγάλωσα, δεν ήμουν παρά ο μπάσταρδος του τόπου, ο μούλος. Χωρίς να έχω φταίξει σε τίποτα. Δεν το δεχόμουν αυτό με τίποτα, και πολλές φορές από μικρός πιανόμουν στα χέρια με τα άλλα παιδιά, όταν με αποκαλούσαν έτσι.
Θυμάμαι, όταν μια φορά παίζαμε με τα άλλα παιδιά στην πλατεία του χωριού. Κοντραριστήκαμε με ένα άλλο παιδί, το Γιάννη. Εκείνος ήταν γιος του καπετάν Νικόλα. Πρώτος καπετάνιος, με «κύρος». Ο Γιάννης μην μπορώντας να με νικήσει στη μπάλα που παίζαμε, με έσπρωξε. Τον έσπρωξα κι εγώ.
- Κάτσε καλά βρε μπάσταρδε! Μου είπε. Γιατί παίζεις μαζί μας; Η μπάλα είναι δική μου! Κατάλαβες; Άντε στην πουτάνα τη μάνα σου και άσε μας να παίξουμε!
Ήμουν τότε στην Έκτη Δημοτικού. Κοκκίνισα από τα νεύρα μου. Τον άρπαξα από το μπουφάν και τον πέταξα κάτω. Ήμουν δυνατό παιδί. Τον έβαλα κάτω και τον χαστούκισα. Ύστερα τον κρατούσα με ένα κεφαλοκλείδωμα κάτω στο τσιμέντο. Όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν τριγύρω. Πετάχτηκε ένας θείος του και με άρπαξε από τη μέση. Σηκώθηκα όρθιος. Με έπιασε και μου έριξε δύο δυνατά χαστούκια. Βούιξε το κεφάλι μου.
- Φύγε παλιομπαστάρδι και μην ξαναγγίξεις τον ανιψιό μου άλλη φορά, κατάλαβες;
Έφυγα τρέχοντας. Πήγα στο σπίτι. Η μάνα μου δεν είχε γυρίσει ακόμα από τη δουλειά. Πήγαινε εκείνο τον καιρό και δούλευε καθαρίζοντας σπίτια εύπορων οικογενειών. Πότε πότε δούλευε φροντίζοντας κήπους των ναυτικών· αν και δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν γυναίκες σε τέτοιες δουλειές.
Κάθισα σε έναν παλιό καναπέ που είχαμε στην κουζίνα. Μαζεύτηκα με τα γόνατα στο στήθος και άρχισα να κλαίω.
Η μάνα μου γύρισε και με βρήκε σε αυτό το χάλι. Με πήρε με αγκάλιασε και με παρηγόρησε. Την είδα που βούρκωσε. Πήγα πλύθηκα και καθίσαμε να φάμε. Την έβλεπα που ήταν στενοχωρημένη. Την λυπόμουν κι εγώ. Τότε άρχισα να της λέω αστεία για να της φτιάξω το κέφι. Επιτέλους τα κατάφερα. Την έβλεπα να γελάει. Όταν γελούσε μου φαινόταν ακόμα πιο όμορφη· και μαζί της ομόρφαινε όλος ο κόσμος.
Θυμάμαι, την άλλη μέρα να νέα έφτασαν στη δασκάλα του χωριού. Πέρα από τα χαστούκια που μου έδωσε, στάθηκα και τιμωρία όρθιος για ένα ολόκληρο τέταρτο.
Όταν το έμαθε η μάνα μου, πήγε και της ζήτησε το λόγο. Η ίδια δεν ξέρω πώς δικαιολογήθηκε στη μητέρα μου. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που την πλήρωνα εξαιτίας των άλλων.
Τελείωσα το σχολείο. Τότε έπρεπε να πάμε στη χώρα για το γυμνάσιο. Εγώ αγαπούσα τα γράμματα και ήθελα να σπουδάσω. Το έβλεπε η μάνα μου και με καμάρωνε. Αν και η δασκάλα στο χωριό με υποβίβαζε συνεχώς στα μάτια των άλλων, εγώ δεν το έβαζα κάτω. Έμοιαζα στην αγωνίστρια, την κυρά Χριστίνα, η οποία δε λύγισε και με μεγάλωνε με αξιοπρέπεια.
Η κυρά Κατίνα, εκείνη η καλή γυναίκα, με το μικρό ψιλικατζίδικο, μας παραχώρησε ένα μικρό σπίτι να μένουμε στη χώρα. Η ίδια δεν είχε κανένα στον κόσμο. Φύγαμε από το χωριό και μείναμε μαζί της. Η μάνα μου ουσιαστικά τη φρόντισε στα γεράματά της. Την είχαμε σαν οικογένεια.
Εγώ όσο πήγαινα στο γυμνάσιο και στο λύκειο άρχισα να κάνω διάφορες μικροδουλειές, πότε κουβαλώντας και κάνοντας διάφορα θελήματα, πότε φροντίζοντας κήπους και κάνοντας μερεμέτια και βαψίματα σε σπίτια ναυτικών.
Έφτασα σε ηλικία 17 χρονών. Ήμουν ένα ψημένο, από τη δουλειά, παιδί. Από ομορφιά, πήρα από τη μάνα μου. Θυμάμαι την κυρά Κατίνα που με πείραζε πολλές φορές.
- Βρε, τι λεβέντης έγινες εσύ; Να δεις που θα κάψεις όλες τις καρδιές του νησιού!
Εγώ κολακευόμουν που την άκουγα. Η μάνα μου με καμάρωνε κι ένιωθε περήφανη για το γιο της.
Μέχρι τότε δεν είχα δεσμούς. Τα φλερτ στο σχολείο με κοπέλες που μου άρεσαν, κατέληγαν άδοξα, μια και σε όλους πια ήμουν, δυστυχώς, γνωστός με το παρατσούκλι του μούλου και του μπάσταρδου. Δε μου άρεσε να το ακούω. Εκνευριζόμουν πάρα πολύ. Στο γυμνάσιο θυμάμαι που έφαγα άδικα αποβολή γιατί ξυλοφόρτωσα ένα συμμαθητή μου, μετά το σχολείο, που με προκαλούσε φωνάζοντάς με μούλο.
Στα μαθήματα ήμουν πολύ καλός, αλλά πάντα έξω από τις παρέες. Ακόμα και σε γιορτές όταν με καλούσαν και πήγαινα, είχα πολλές φορές μια διαφορετική αντιμετώπιση, πράγμα που με πλήγωνε και με έκανε να πηγαίνω σπάνια.
Μόνο ένα άτομο με πλησίαζε φυσιολογικά. Ήταν η κόρη της κυράς Μαρίας. Η Κατερίνα ήταν ένα κορίτσι ένα χρόνο μικρότερή μου. Μέναμε στην ίδια γειτονιά, όταν πήγαμε στη Χώρα με τη μάνα μου. Ήταν ένα μελαχρινό αδύνατο κορίτσι με πολύ όμορφο πρόσωπο. Κόρη ενός υπαλλήλου. Το μόνο άτομο που έκανα παρέα ήταν η Κατερίνα. Με σεβόταν και το έδειχνε. Ήξερε την ιστορία μου. Η σχέση μας ήταν φιλική. Εγώ τη βοηθούσα πολλές φορές σε μαθήματα όποτε μπορούσα. Οι γονείς της ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας της ήταν δημόσιος υπάλληλος, και η μάνα της ασχολούνταν με το σπίτι. Πολλές φορές έκανε τη δουλειά της ράφτρας. Η κυρία Μαρία, η μάνα της, έγινε φίλη με τη μάνα μου και τα λέγανε συχνά. Ο κύριος Κώστας ήταν ένας πολύ ευγενικός και κουλτουριάρης άνθρωπος. Του άρεσε πολύ να διαβάζει βιβλία.
Ήταν καλοκαίρι. Έπρεπε να πάω στο σπίτι της κυρίας Ειρήνης. Η κυρία Ειρήνη ήταν γυναίκα ενός καπετάνιου. Ήταν μια όμορφη σαραντάρα γυναίκα. Ο καπετάν Χρήστος έλειπε συχνά ταξίδια. Εκείνον τον καιρό έλειπε ήδη έξι μήνες. Έμενε στο χωριό, που μέναμε με τη μάνα μου πριν πάμε στη Χώρα.
Εκείνη τη μέρα έπρεπε να πάω να τους ασβεστώσω κάτι αυλές και πεζούλια. Δίπλα ακριβώς έμενε κι η αδερφή της. Είχε ένα κακομαθημένο γιο το Νικολάκη. Ήταν μικρότερός μου. Εκεί που δούλευα στην αυλή, ξαφνικά μου έρχεται ένας κουβάς με ασβέστη πάνω μου. Αμέσως μετά γέλια και κοροϊδίες.
- Ασπρίσαμε το μπάσταρδο! Φώναζαν με το φίλο του και γελούσαν.
Είχα εκνευριστεί τόσο πολύ! Αν τους έπιανα δε θα έβγαιναν ζωντανοί από τα χέρια μου. Η κα. Ειρήνη βγήκε αμέσως έξω, μόλις άκουσε το θόρυβο. Με είδε στα χάλια μου.
- Τι σου έκαναν τα βρωμόπαιδα; Άντε να πλυθείς! Θα πάθεις ζημιά με τον ασβέστη επάνω σου.
Πήρα την τσάντα με τα ρούχα μου που ήταν παράμερα. Πήγα στο μπάνιο. Ο ασβέστης είχε ποτίσει όλα μου τα ρούχα που είχα για τη δουλειά. Ακόμα και το σώβρακο. Γδύθηκα. Πλύθηκα για ώρα. Θυμάμαι έτσουζαν τα μάτια μου.
Χτύπησε η πόρτα του μπάνιου. Δεν την άκουσα. Η κα. Ειρήνη μπήκε να μου αφήσει μια πετσέτα. Κι ήμουν ακόμα με τα σαπούνια. Έμεινε να με κοιτάζει· γυμνός όπως ήμουν. Όταν την είδα σοκαρίστηκα. Ντράπηκα.
- Σου έφερα την πετσέτα… μου είπε με ένα χαμόγελο και τα μάτια της είχαν καρφωθεί στον πούτσο μου. Μην ντρέπεσαι! Μου λέει.
Βγήκε. Σε λίγο βγήκα κι εγώ. Μου πρόσφερε έναν καφέ. Έπρεπε να φύγω. Δε γινόταν να καθίσω άλλο εκεί. Τα ρούχα της δουλειάς ήταν χάλια και έπρεπε να φύγω. Κανονίσαμε την άλλη μέρα να πάω να το τελειώσω. Την άλλη μέρα κατά τις δέκα έφτασα στο σπίτι της κας Ειρήνης.
- Έλα Δημήτρη μου να πιούμε έναν καφέ και μετά ξεκινάς να δουλεύεις.
Καθίσαμε στην κουζίνα. Πίναμε τον καφέ μας. Μου έλεγε ότι περνάει άσχημα όσο η κόρη της λείπει στην Θεσσαλονίκη για σπουδές. Μου έλεγε ότι της έλειπε και ο άντρας της.
- Κι εκείνος, πώς να του πω… ερωτεύτηκε τη θάλασσα. Κι εγώ είμαι μόνη μου εδώ. Ξέρεις πόσο δύσκολα περνάω; Ευτυχώς έχω και τη Δώρα δίπλα μου και ξεχνιόμαστε. Κι αυτής ο άντρας λείπει πέντε μήνες. Βέβαια έχει και τα παιδιά της και την πεθερά της μαζί.
Όλη τη ώρα καθόταν απέναντί μου με το ένα πόδι πάνω το άλλο. Σε κάποια στιγμή άλλαξε τα πόδια της αφήνοντας να φανεί λίγο η κιλότα της. Το έκανε ξανά και ξανά. Αντιλήφθηκε, προφανώς, ότι είχε καρφωθεί το βλέμμα μου στα μπούτια της. Το θέαμα με ερέθισε πολύ. Το κατάλαβε κι ίδια.
- Εσύ, Δημήτρη, έχεις καμιά κοπέλα;
- Ποια θα γυρίσει να κοιτάξει εμένα κα Ειρήνη;
- Ε πώς; όμορφο παιδί είσαι, δε γίνεται να με σε γλυκοκοιτάζει καμιά…
- Μπορεί να ξεκινάει καμιά φορά κάποιο παιχνίδι με τα μάτια, αλλά μέχρι εκεί. Με το μπάσταρδο του νησιού καμιά δεν θα ήθελε σχέση. Και μάλιστα σε ένα τόπο που τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν.
- Και δεν αισθάνεσαι την ανάγκη για γυναίκα;…
είπε όλο υπονοούμενα και πριν προλάβω να απαντήσω, με πλησίασε και άρχισε να με χαϊδεύει ανάμεσα στα πόδια. Δε μιλούσαμε. Δεχόμουν παθητικά τα χάδια της, που με άναψαν κανονικά. Σε μια στιγμή με τράβηξε και άρχισε να με φιλάει στο στόμα. Δεν ήθελα και πολύ να ενδώσω. Ήταν η πρώτη πραγματική εμπειρία μου με γυναίκα.
Με έπιασε και με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά της. Με έσπρωξε και με έριξε ανάσκελα στο κρεβάτι. Σε λίγο ήμασταν κι οι δυο γυμνοί και ο ένας φιλούσε τον άλλο. Ήταν ανάσκελα, τη φιλούσα στο στόμα. Άνοιξε τα πόδια της και μπήκα μέσα της. Ζούσα ένα όνειρο. Στα πρώτα δέκα σπρωξίματα ήθελα να χύσω. Τραβήχτηκα έξω και έχυσα πάνω της. Με ξάπλωσε στο πλάι. Με χάιδευε και με φιλούσε.
- Χαλάρωσε αγόρι μου. Ήταν η πρώτη σου φορά. Μην έχεις άγχος. Άσε με μένα να σε οδηγήσω. Έχω να σου μάθω πολλά. Σου άρεσε καθόλου;
- Ναι, πολύ. Τρελάθηκα.
- Θα δεις που οι δυο μας θα περνάμε ωραία, αν το θέλεις κι εσύ.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Σε μια στιγμή βγήκε και πήγε στην κουζίνα. Είχε ξεχάσει να κλείσει την πόρτα. Κλείδωσε και γύρισε ανακουφισμένη. Πήγα κι εγώ στο μπάνιο και πλύθηκα. Σκουπίστηκα σε μια πετσέτα που μου έβγαλε.
Γύρισα στο δωμάτιο και ξάπλωσα γυμνός. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου μέσα στο στόμα της και να τον γλείφει. Αμέσως έγινε σκληρός σαν πέτρα. Τότε με καβάλησε και άρχισε να γαμιέται πάνω μου με λύσσα. Δεν άργησα να νιώσω τα καυλόνερα της να με πλημμυρίζουν. Έχυνε στηριζόμενη με τα χέρια της στο στήθος μου. Το σώμα της τιναζόταν σε κάθε κύμα οργασμού που διαπερνούσε το κορμί της. Εγώ έκανα συντονισμένες κινήσεις. Μου άρεσε αυτό που βίωνα. Πρώτη μου φορά η επαφή με γυναίκα και να πρώτη μου φορά να βλέπω μια γυναίκα να φτάνει σε οργασμό. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Οι ρώγες της είχαν πεταχτεί. Της έπιασα τα βυζιά και της τα φιλούσα απογειώνοντάς την περισσότερο. Λαχάνιασε, ίδρωσε.
Τη γύρισα στα τέσσερα. Στάση που είχα δει παλιότερα σε περιοδικά που έπεφταν πότε πότε στα χέρια μου. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη κρατώντας την από τη μέση. Μου άρεσε που έβλεπα τον κώλο της, τον πούτσο μου να χώνεται βαθιά μέσα στη μουνάρα της. Δεν άργησα να χύσω πάνω στα κωλομέρια της. Ξαπλώσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Δεν μιλούσαμε. Προσπαθούσαμε να βρούμε τις αναπνοές μας. Σε κάποια στιγμή μου λέει:
- Είσαι όμορφο αγόρι κι έχει και ωραία πούτσα, μεγάλη και χοντρή για την ηλικία σου. Δεν ξέρουν τι χάνουν τα χαζοκόριτσα της ηλικίας σου! Τα έχουν ποτίσει να πάρουν κανένα τζιτζιφιόγκο και να είναι μια ζωή δυστυχισμένες.
- Το λες να με κολακέψεις…
- Όχι, Δημήτρη μου. Είναι η αλήθεια.
Με την κα. Ειρήνη γαμηθήκαμε άλλη μια φορά εκείνη τη μέρα. Στην ηλικία που ήμουν δεν ήθελε και πολύ προσπάθεια με έμπειρη γυναίκα να με ανάψει αμέσως. Φεύγοντας μου έδωσε ένα εκατοστάρικο ευρώ.
- Τι είναι αυτά; της είπα.
- Η αποζημίωση για χθες.
- Μα τι λες, σε παρακαλώ… είπα αφήνοντας τα χρήματα στο τραπέζι.
- Όχι, Δημήτρη μου, θα τα πάρεις. Ξέρω ότι τα χρειάζεσαι. Μην είσαι κουτός. Αύριο θα έρθεις να τελειώσεις τις δουλειές σου μου είπε με ένα χαμόγελο.
Έφυγα. Πήγα στο σπίτι. Άνοιξα ένα κόκκινο κουτί ταμείου που είχα και τα έβαλα μέσα. Την άλλη μέρα πήγα και σε δύο ώρες τέλειωσα τη δουλειά. Η κα. Ειρήνη είχε φτιάξει δύο τοστ και έφαγα. Σηκώνεται και κλειδώνει την πόρτα της κουζίνας. Με πιάνει από το χέρι και μου λέει:
- Άντε να πλυθείς. Θα σε περιμένω στο κρεβάτι.
Πλύθηκα. Πήγα και τη βρήκα ολόγυμνη στο κρεβάτι. Έπεσα δίπλα της και άρχισα να τη φιλάω. Κατέβηκα στα βυζιά της. Άρχισα να παίζω με τις ρώγες της. Σε λίγο ήμουν μέσα της με τα πόδια σηκωμένα πάνω. Τη γάμησα περίπου πέντε λεπτά. Η ίδια είχε ένα οργασμό πριν φτάσω να χύσω. Έχυσα πάνω στα βυζιά της. Ξαπλώσαμε.
Με την κα Ειρήνη βρισκόμαστε δύο τρεις φορές τη βδομάδα. Φρόντιζα να είμαι διακριτικός. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε για δυο βδομάδες περίπου. Μου δίδαξε πολλά που δεν ήξερα. Ήταν μια γυναίκα όλο πάθος. Κάθε φορά μου έδινε ένα καλό χαρτζιλίκι, πότε πενήντα και πότε εκατό ευρώ. Την είχα καταβρεί μαζί της. Ήταν ένα άτομο που δε μου πουλούσε ούτε της πουλούσα αγάπη και έρωτες. Η σχέση μας ήταν καθαρά για σεξ και μόνο.
Μια ημέρα είχα πάει μεσημέρι. Ήμαστε στην κρεβατοκάμαρα και την είχα όρθια. Τη γαμούσα από πίσω. Σε κάποια στιγμή ήθελα να χύσω. Γονάτισε και πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της. Έχυνα μέσα της κι εκείνη τα έφτυνε. Μόλις σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο, έμεινε κόκκαλο. Η αδερφή της στεκόταν στο διάδρομο και μας έβλεπε όλη την ώρα προφανώς. Εγώ όταν την είδα με έπιασε πανικός
- Δεν είναι αυτό που νομίζεται κυρία Δώρα …
- Αλλά τι είναι βρε παλληκάρι μου; Τη γαμούσες ή όχι;… μου είπε με αυστηρό ύφος.
Τα έχασα. Σε μια στιγμή η κα. Ειρήνη βγαίνει από το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα. Πήγαν στην κουζίνα. Έμεινα μόνος για οχτώ βασανιστικά λεπτά μέσα. Κοίταζα μέσα στην αγωνία μου το ρολόι. Είχα ντυθεί και ήθελα να εξαφανιστώ σαν το λαγό. Σκεφτόμουν τους μπελάδες, αν το μάθαινε κόσμος. Θα έπρεπε να πάρω τη μάνα μου από το νησί και να φύγω. Και να πάμε πού; Σε λίγο άνοιξε η πόρτα του δωματίου. Μπήκαν και οι δύο χαμογελαστές.
- Κοίτα Δημήτρη μου, η Δώρα θέλει να σε δοκιμάσει και η ίδια. Τι λες; Ξέρεις η καημενούλα έχει κάψες κι αυτή. Φαντάσου ότι κι η ίδια το ίδιο ζόρι τραβάει. Τι λες;
- Δεν ξέρω, απάντησα αμήχανος.
- Να σου πω; γδύσου να σε δω καλύτερα…
είπε επιτακτικά η Δώρα και με μια κίνηση με έσπρωξε στο κρεβάτι. τα είχα χαμένα. Η Δώρα ήταν «επιθετική» γυναίκα, πιο αυστηρή. Η αυστηρότητα αυτή, όμως, της πήγαινε σαν γυναίκα. Την έκανε πολύ σέξι. Σε λίγο με είχαν γυμνό.
- Εκ πρώτης όψεως Ειρήνη μου, δείχνει να έχει ταλέντο ο μικρός. Μεγάλο πούτσο έχει.
- Ναι, η αλήθεια είναι αυτή.
- Να δούμε πόσο αντέχει όμως.
- Αντέχει! Θα το δεις…
κι έπεσαν πάνω μου κι άρχισαν να με φιλάνε και να με χαϊδεύουν. Η Ειρήνη με άρχισε στα γλωσσόφιλα και η Δώρα πήγε σα λυσσασμένη κατευθείαν στον πούτσο μου. Άρχισε να τον γλείφει και να παίζει με το πουτσοκέφαλο. Σιγά σιγά άρχισε να τον χώνει ολόκληρο σχεδόν μέσα στο στόμα της. Στη συνέχεια η Ειρήνη πήρε κι αυτή τον πούτσο μου στο στόμα της και άρχισε το τσιμπούκι. Με είχαν απογειώσει από την καύλα.
- Και τώρα νεαρέ μου, είπε η Δώρα, ώρα να μου γλείψεις το μουνί…
και με καβάλησε δίνοντάς μου το στο στόμα. Έγλειφα την κλειτορίδα της.
- Γάμησε με βρε νιάνιαρο με τη γλώσσα! Μου φαίνεται ότι έχεις πολλά να μάθεις ακόμα. Ένα μεγάλος πούτσος δεν αρκεί. Το γαμήσι θέλει τέχνη. Και θα σου τη μάθω, είπε μέσα στην καύλα της.
Σηκώθηκε η Ειρήνη. Ξάπλωσε ανάσκελα όπως το ίδιο έκανε και η Δώρα. Έπεσα πάνω στη Δώρα και της τον έχωσα με τη μία. Όσο την είχα έτσι την άρχισα στα γλωσσόφιλα. Αναστέναζε από την καύλα. Φαινόταν ότι είχε μήνες να γαμηθεί. Της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να τη γαμάω πιο δυνατά. Με άρπαξε από τα μπράτσα και με έσφιγγε. Έχυνε με λύσσα. Έβλεπα το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο. Λαχάνιασε. Με έπιασε από τη μέση και με πίεζε.
Σε λίγο βγήκα από τη Δώρα και περίλαβα στον πούτσο την Ειρήνη. Τη γαμούσα κι αυτή στη ίδια στάση με την αδερφή της. Πήρα τα μεγάλα βυζιά της και άρχισα να της ρουφάω τις ρώγες. Έχυσε κι η ίδια στο πρώτο πεντάλεπτο. Μόλις τελείωσε με έσπρωξε από πάνω της στο πλάι.
Ξάπλωσα ανάσκελα και μου άρχισαν κι οι δύο ένα καταπληκτικό τσιμπούκι. Πότε η μια και πότε η άλλη. Σε μια στιγμή η Ειρήνη μου έγλειφε τα αρχίδια, ενώ η Δώρα είχε πάρει τον πούτσο μου μέσα στο στόμα. Δεν άντεχα άλλο. Τεντώθηκα. Άρχισα να χύνω. Η Δώρα δε σταμάτησε να μου τον έχει μέσα στο στόμα. Έχυσα μέσα στο στόμα της. Η ίδια τα άφηνε και έτρεχαν από τα χείλη της. Τραβήχτηκε και τη θέση της πήρε η Ειρήνη. Τον έπαιξε για λίγο μέσα στο στόμα της. Ο πούτσος μου ύστερα άρχισε να χαλαρώνει. Ένιωσα ότι με ξεζούμισαν εντελώς. Πέσαμε κι οι τρείς ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Δεν μιλούσαμε. Απολαμβάναμε τη στιγμή. Πρώτη σηκώθηκε η Ειρήνη.
- Πάω μια στιγμή στο μπάνιο κι ύστερα θα ετοιμάζω κάτι να πάρουμε.
- Μην αργήσεις Ρένα μου, γιατί θα κατουρηθώ πάνω μου, είπε η Δώρα.
Η φωνή της είχε μαλακώσει. Έγειρε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει. Σε μια στιγμή μου έδωσε ένα γλωσσόφιλο.
- Μου άρεσε αυτό που κάναμε. Ήσουν καταπληκτικός, Δημήτρη μου! Εσύ άμα θέλεις μπορείς να έρχεσαι καμιά φορά να ξεδίνουμε με την αδερφή μου. Βλέπεις καλοί χρυσοί οι άντρες μας, το μουνί μας, όμως, έχει πιάσει αράχνες με τη δουλειά που διάλεξαν να κάνουν, είπε και χαμογέλασε.
Χαμογέλασα κι εγώ. Η Δώρα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Ακολούθησα εγώ. Ντυθήκαμε και βγήκαμε στο σαλόνι. Η Ειρήνη έφτιαξε καφέδες και έβγαλε και κάτι κουλούρια. Καθίσαμε περίπου στο μισάωρο. Αρχίσαμε τη συζήτηση περί ανέμων και υδάτων.
- Κοίτα Δημήτρη μετά από το ασβέστωμα στην αυλή θέλω και να μου βάψεις και μια αποθήκη που έχω στο πίσω μέρος, είπε χαμογελώντας η Ειρήνη.
- Ε βέβαια! Η αδερφούλα μου, θέλει κι από πίσω. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, θέλω και εγώ λίγο σενιάρισμα από την πίσω μεριά, είπε με υπονοούμενα. Αλλά αυτό άλλη μέρα, όταν θα έρθεις για της Ειρήνης. Θέλει συμμάζεμα ο τόπος, να τον προετοιμάσουμε. Είπε με ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα. Αν και έπιασα τον νόημα της συζήτησης, το έπαιξα εντελώς βλάκας.
- Δεν πειράζει κα Δώρα, θα έρθω εγώ και θα πετάξω ό,τι άχρηστο είναι μέσα. Και μετα θα τον περιποιηθώ το χώρο.
- Όχι, αγοράκι μου είπε η Δώρα. Αυτή τη δουλειά θα την κάνουμε μόνες μας με την Ειρήνη. Εσύ είσαι ο μάστορας…
και σκάσανε κι δυο στα γέλια. Καθίσαμε λίγο ακόμα στην κουζίνα. Σε μια στιγμή η Δώρα απλώνει το χέρι της κι αρχίζει να μου χαϊδεύει τον πούτσο πάνω από το παντελόνι. Δεν ήθελε και περισσότερο να μου σηκωθεί.
- Ο μικρός είναι έτοιμος. Πάμε μέσα;
- Ναι, πάμε της απάντησα με μια αποφασιστική φωνή.
Την έπιασα από το χέρι και την οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα. Την έπιασα και την έβαλα να γονατίσει με κάπως βίαιο, επιτακτικό τρόπο. Υπάκουσε σα σκυλάκι. Αυτή η γυναίκα που έβγαζε αυτό το αυστηρό του χαρακτήρα της, ήταν πάντα έτοιμη να υποταχθεί σε μια αυστηρή επιβουλή ενός άντρα. Το γούσταρε. Το έδειξε με τον τρόπο που γονάτισε μπροστά μου.
- Έλα αγόρι μου, δώσε μου την πούτσα σου, θέλω να στη ρουφήξω.
- Σκάσε, της είπα, δίνοντάς της ένα απαλό χαστούκι και πιάνοντάς την από το πρόσωπο. Θα κάνεις αυτό που θα σου πω εγώ.
Η κα. Ειρήνη είχε ξαπλώσει γυμνή ανάσκελα στο κρεβάτι. Γύρισα και την κοίταξα.
- Θέλω να σε βλέπω να μαλακίζεις το μουνί σου!
Έβγαλα τον πούτσο μου και τον έδωσα στο Στόμα της Δώρας. Άρχισε ένα βαθύ τσιμπούκι.
- Όλο μέσα καυλιάρα μου. Είπες ότι είναι μεγάλος. Ε, θέλω να σε δω να τον έχεις όλο μέσα σου… και της πίεσα το κεφάλι με δύναμη.
Κόντεψε να πνιγεί. Συνέχισα για λίγο.
- Ξάπλωσε κι εσύ ανάσκελα και άρχισε να βαράς μαλακία για πάρτη μου. Εσύ, Ειρήνη μου, σήκω κι έλα γονάτισε μπροστά μου.
Υπάκουσαν κι δυο. Η Ειρήνη γονάτισε και άρχισε να μου τον παίρνει τρυφερά. Της χάιδευα το κεφάλι και τα μαλλιά. Με εκείνη ήμουν πιο τρυφερός. Η πίπα της ήταν τόσο τρυφερή, τόσο αισθησιακή. Πλέον είχα κι εγώ πάρει θάρρος μαζί τους, κυρίως με τη Δώρα. Δεν ξέφευγα, όμως, να μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Τις έβαλα στα τέσσερα δίπλα-δίπλα και άρχισα το πισωκολλητό. Τις γαμούσα εναλλάξ. Βογκούσαν σα ζώα από την καύλα. Αυτή τη φορά το γαμήσι κράτησε σχεδόν μισή ώρα. Δεν μου ερχόταν να χύσω με τίποτα. Ο πούτσος μου όμως σκληρός σαν στειλιάρι. Τις γαμούσα με δύναμη. Μου άρεσε να βλέπω τη σούφρα τους να πάλλεται σε κάθε μέσα έξω δικό μου. Σε κάποια στιγμή ένιωσα ότι θα έχυνα.
- Σηκωθείτε στα γόνατα… τους είπα.
Σηκώθηκαν και γονάτισαν μπροστά μου. Έπιασαν τα βυζιά τους και περίμεναν να τις χύσω. Έχυσα πάνω στα βυζιά τους και στα πρόσωπά τους παίζοντας τον πούτσο μου.
Κάθισα αποκαμωμένος από την κούραση στο κρεβάτι. Το ίδιο κι αυτές. Ντυθήκαμε και πήγα στην κουζίνα. Ήπια ένα ποτήρι νερό και ύστερα έφυγα. Το βράδυ κάθισα και έπιασα τα βιβλία μου. Θα πήγαινα τρίτη λυκείου. Λεφτά η μάνα μου δεν είχε για φροντιστήρια. Έβρισκα βιβλία και σημειώσεις από παλιούς μαθητές και τα έπαιρνα. Μου τα έδιναν, γιατί με λυπόταν· κι αυτό μου την έδινε στα νεύρα όποτε το καταλάβαινα, αλλά δεν είχα άλλες επιλογές. Είχε πάει 10 το βράδυ. Η μάνα μου ήταν στην κυρία Μαρία. Με βρήκε να διαβάζω. Με χάιδεψε στο κεφάλι και με φίλησε στο μάγουλο.
- Σε λίγο Δημήτρη μου το φαγητό θα είναι έτοιμο. Θα το βάλω στο τραπέζι και θα πεταχτώ μέχρι την κυρία Κατίνα να δω αν θέλει κάτι.
- Καλά μανούλα μου. Σε ευχαριστώ. Σε μισή ώρα τελειώνω αυτό που κάνω.
Την άλλη μέρα σηκώθηκα νωρίς. Καθόμουν σε μια μικρή βεράντα που είχε το σπίτι μου και σκεφτόμουν αυτά που είχαν συμβεί όλες αυτές τις δύο βδομάδες. Παρόλο που μου άρεσε αυτό που έκανα, είχα την αγωνία μου και το άγχος μου. Δεν ήταν απλά κάποια κορίτσια, ήταν παντρεμένες γυναίκες, με οικογένεια. Από την άλλη αισθανόμουν ότι ολοκληρωνόμουν ως άντρας μιας και οι συνομήλικές μου δε με αντιμετώπιζαν καλά. Ένιωθα ξένο σώμα στην κοινωνία του νησιού. «Μα δεν βαριέσαι, είπα κάποια στιγμή μέσα μου, λες και του χρόνου θα είμαι εδώ, θα περάσω κάπου και θα φύγω». Από τις σκέψεις μου ήρθε να με βγάλει η φωνή της Κατερίνας από το δρόμο.
- Δημήτρη θα έρθεις για μπάνιο; Θα πάμε παρέα με τα παιδιά.
- ΟΚ. Λέω θα έρθω.
Κατέβηκα σε πέντε λεπτά. Τραβήξαμε στην παραλία. Εκεί συναντήσαμε μια παρέα με δέκα περίπου άτομα αγόρια και κορίτσια. Οι περισσότεροι πηγαίναμε μαζί στο λύκειο. Σε μια στιγμή αρχίσαμε να παίζουμε βόλεϊ. Εγώ ήμουν πάντα καλός σ’ αυτό. Σε κάποια στιγμή ο Νίκος από την απέναντι ομάδα κάρφωσε ένα καλό χτύπημα. Πήγα να το αποκρούσω. Δε μπόρεσα και πάνω στην έπαρσή του για την επιτυχία τον άκουσα να λέει:
- Παρ’ τα μπάσταρδε!
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πήγα κάτω από το φιλέ και τον έσπρωξα με δύναμη.
- Πάρε το λόγο σου πίσω, θα σε ξεσκίσω κωλόπαιδο! Φώναξα.
- Άντε και γαμήσου ρε…
μου είπε με μάγκικο τρόπο και με ένα βλέμμα υπεροψίας. Τον άρπαξα από το λαιμό με δύναμη. Τον χτυπούσα στο πρόσωπο. Του άνοιξα τη μύτη. Ύστερα τον έπιασα και τον έσυρα μέχρι τη θάλασσα. Είχα σκοπό να τον βάλω να πιει λίγο νερό. Πετάχτηκαν κάτι μεγάλοι άνθρωποι, που μας ήξεραν και μας χώρισαν. Έφυγα, γιατί κάποιος είπε πως καλούσε την αστυνομία. Δεν ήθελα να μπλέξω και τη μάνα μου σε τέτοιες περιπέτειες.
Έφτασα σπίτι. Πήγα έκανα ένα ντους και κάθισα στην κουζίνα. Σε μία ώρα ήρθε η μάνα μου. Είχε πάει να καθαρίσει ένα σπίτι, που πήγαινε συνήθως. Είχε μάθει τα νέα· μιας και ο τόπος μικρός και τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Εγώ δεν είχα ηρεμήσει ακόμα κι η μάνα μου με το που μπήκε μέσα το κατάλαβε. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Με φίλησε και δεν είπε τίποτα.
- Μάνα, μόλις περάσω στη σχολή που θέλω, σε παίρνω και φεύγουμε για την Αθήνα. Δεν τους μπορώ άλλο. Το σιχαίνομαι το κωλόνησο. Όσο και όμορφο να είναι, η κοινωνία τους είναι απαίσια. Βρωμόψυχοι είναι όλοι τους. Κι όλες οι γυναίκες τους πουτάνες… είπα με οργή που ξεχείλιζε μέσα μου. Ο μαλάκας ο Νικολάκης μια και ο πατέρας του είναι καπετάνιος και έχει τα χρήματα νομίζει ότι μπορεί να προσβάλει τον καθένα. Αν δεν ήταν οι άλλοι, οι μεγάλοι, που μας χώρισαν, θα τον είχα πνίξει στην ακρογιαλιά.
- Σώπα, Δημήτρη μου, σώπα ψυχή μου! είπε και με αγκάλιασε δακρυσμένη.
Σε λίγο φάνηκε και η Κατερίνα.
- Κυρία Χριστίνα, είπε στη μάνα μου μόλις μπήκε, ο Δημήτρης δε φταίει σε τίποτα. Αυτό το τσογλάνι φταίει, ο Νίκος.
- Το ξέρω Κατερίνα μου, μην ανησυχείς. Ξέρω ποιος είναι ο Δημήτρης μου. Κάτσε λίγο μαζί του. Εγώ θα πεταχτώ σε δουλειά, και μετά θα πάω από το σπίτι σου, η μάνα σου είναι εκεί;
- Ναι, εκεί είναι.
Με την Κατερίνα καθίσαμε αρκετή ώρα στη βεράντα. Μου ήταν ευχάριστη η παρέα της. Εκεί μου είπε ότι ίσως σε ένα ή δύο χρόνια θα έφευγαν κι εκείνοι από το νησί, επειδή ο πατέρας της θα έπαιρνε μετάθεση. Δεν κατάγονταν από το νησί κι οι ίδιοι. Απλά η μάνα της είχε μια μακρινή θεία κι έτσι κατέληξαν να έρθουν εδώ.
Οι μέρες πέρασαν κι ήρθε η μέρα να πάω στης κας Ειρήνης να της ασβεστώσω την αποθήκη. Πήρα το μηχανάκι, φόρτωσα τα εργαλεία και πήγα στο χωριό. Με το που με είδε η κα Ειρήνη άνοιξε το γκαράζ και μου είπε να βάλω το μηχανάκι μέσα. Ανέβηκα στο σπίτι. Με το που μπήκα με περίμενε η κα Δώρα στην κουζίνα.
- Καλημέρα Δημήτρη!
- Καλημέρα κα Δώρα!
- Κάτσε να πιείς κάτι…
και σηκώθηκε και μου έβαλε ένα χυμό. Καθίσαμε για λίγο. Η Δώρα φορούσε ένα στενό μπλουζάκι χωρίς σουτιέν. Οι ρώγες πεταγμένες. Από κάτω φορούσε ένα κοντό κολάν που διέγραφε τις καμπύλες της.
- Για σήκω να σε δω, της λέω.
- Σηκώνεται όρθια και κάνει μια στροφή.
Και η μια και η άλλη ήταν ωραίες γυναίκες.
- Σκύψε λίγο, της λέω.
Η Ειρήνη άρχισε να γελάει. Το διασκέδαζε. Η Δώρα έδειξε μια αμηχανία στην αρχή, μιας και δε με είχε συνηθίσει έτσι. Άπλωσα το χέρι μου και της χάιδεψα το μουνί πάνω από το κολάν. Τινάχτηκε.
- Όχι εδώ βρε παιδί μου! Τι κάνεις;
Αμέσως την πήρα και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Η Ειρήνη πήγε στο μπάνιο και βγήκε σε πέντε λεπτά. Εγώ ξεγύμνωσα τη Δώρα και της ζήτησα να μου δείξει το μουνί της.
- Τι βίτσια είναι αυτά μικρέ; Ξετσουνίσαμε;
- Ναι, αμέ! Σκύψε τώρα να δω και την κωλοτρυπίδα σου.
Όλη την ώρα χασκογελούσε με τα παιγνίδια που της έβαζα να κάνει. Έσκυψε και άνοιξε τα κωλομέρια της. Ήταν ξυρισμένη εντελώς. Όπως ήταν όρθια έβγαλα τον πούτσο μου και της τον κάρφωσα με τη μία στο μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Πήγε να κρατηθεί. Δεν την άφησα την κρατούσα από τη μέση και την έσπρωχνα με δύναμη.
- Άνοιξε μόνο τον κώλο σου. Σε κρατάω γερά.
Ύστερα με το ένα χέρι την κρατούσα από τη μέση και το άλλο της χάιδευα τα βυζιά. Σε μια στιγμή σταμάτησα να τη γαμάω. Την έπιασα και άρχισα να παίζω με τα όμορφα μεγάλα βυζιά της. οι ρώγες της είχαν πεταχτεί έξω. Αυτό το έκανα αρκετά. Μόνο που δεν τις μάτωσα. Μπήκε και η Ειρήνη γυμνή. Όρθια όπως ήταν στην πόρτα, πριν προλάβει να μπει πιο μέσα την έπιασα και τη φίλησα με ένα γλωσσόφιλο στο στόμα. Κατέβηκα και περίλαβα τις ρώγες της. Είχε κι εκείνη πολύ όμορφο και πλούσιο στήθος. Την παίδεψα αρκετά.
- Όσο σου φιλάω τα βυζιά θέλω να μαλακίζεις το μουνί σου με το δάχτυλο.
Το έκανε χωρίς κουβέντα. Ύστερα τις έβαλα στα τέσσερα και τις δύο. Άρχισα να τις γαμάω πότε τη μια και πότε την άλλη. Έχυσα γρήγορα πάνω στον κώλο της Ειρήνης. Έπιασα τη Δώρα από τα μαλλιά και της έδωσα να μου καθαρίσει τον πούτσο από τα χύσια. Το έκανε με ευχαρίστηση. Πήγαμε στο μπάνιο ένας ένας. Ξαπλωμένοι χαμουρευόμαστε και λέγαμε μαλακίες. Πέρασε πάνω από μισή ώρα.
- Σήκω στα τέσσερα λέω στην Ειρήνη.
Σηκώθηκα. Έβαλα το δάχτυλο στο μουνί της κι άρχισα να την πειράζω. Ύστερα άρχισα να της το γλείφω. Φιλούσα και τα κωλομάγουλα της γύρω από τη σούφρα της. Έβαλα το δάχτυλό μου στον κώλο της. το δέχτηκε άνετα μιας κι είχε φροντίσει η ίδια στο μπάνιο το κωλαράκι της, βάζοντας αρκετό λιπαντικό. Το ένα δάχτυλο έγιναν δύο. Πήγα πίσω της. έπιασε τον πούτσο μου και τον οδήγησε η ίδια μέσα της. Ήταν ένα όνειρο. Άρχισα να τη γαμάω αργά. Το απολάμβανε. Το έβλεπα από τις εκφράσεις του προσώπου της στον καθρέφτη. Η Δώρα πήγε στο μπάνιο. Βγήκε και στήθηκε στα τέσσερα κι αυτή κουνώντας ναζιάρικα τον κώλο της. μια κίνηση που έλεγε ότι θέλει κι αυτή.
Στην Ειρήνη ο πούτσος μου χωνόταν ολόκληρος πια. Προσπαθούσα να μην είμαι άγαρμπος. Παρόλο το μέγεθος της πούτσας μου, ο κώλος της προσαρμόστηκε μια χαρά. Τον έβγαλα και πήγα στη Δώρα. Με κοίταξε με ένα καυλιάρικο βλέμμα που δήλωνε ανυπομονησία. Τον έβαλα σιγά σιγά χωρίς να τη δαχτυλώσω. Η ίδια το φρόντισε μόνη της όσο εγώ έσκιζα τον κώλο της Ειρήνης. Σε λίγο προσαρμόστηκε. Τον έχωνα βαθιά. Ο κώλος της ήταν πιο χαλαρός από της Ειρήνης. Ήταν απόλαυση. Μετά από πέντε λεπτά τον έβγαλα και ξάπλωσα ανάσκελα. Η Ειρήνη κάθισε πάνω μου και με τη μία τον πήρε μέσα της βαθιά. Άρχισε το πάνω κάτω. Σε λίγο ακολούθησε και η Δώρα. Θα έχυνα δεν άντεχα άλλο. Η Δώρα συνέχισε. Έχυσα μέσα της με δύναμη. Σηκώθηκε όταν ο πούτσος μου μαλάκωσε αρκετά.
Καθίσαμε στην κουζίνα. Όταν έφυγα και πήγα να πάρω το μηχανάκι, έβαλα το χέρι μου στο παντελόνι. Έπιασα κάποια χρήματα κι ένα χαρτί. Με έκπληξη είδα ότι μου είχαν βάλει διακόσια ευρώ στην τσέπη. Έπαθα. Στο χαρτί διάβασα
«Αυτά για τον κόπο σου και τις ωραίες στιγμές που ζήσαμε μαζί. Δώρα.»
Χάρηκα με τη φάση, μια και είχα μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Εκείνη τη μέρα το κάναμε άλλες δύο φορές οι τρεις μας. Κι ανανεώσαμε το ραντεβού για μετά το πανηγύρι του χωριού τους σε τέσσερις μέρες δηλαδή. Κι αυτό γιατί δεν ήθελαν να γίνει τίποτα μια και θα ήταν πολύς κόσμος και τα μάτια πολλά και περίεργα.
Τις μέρες εκείνες που ακολούθησαν τις πέρασα ήρεμα. Είχα κάτι μικροδουλειές τα πρωινά, από όπου έβγαζα και κάποια χρήματα. Το βράδυ η μάνα μου μου είπε ότι η κυρία Μαρία μας κάλεσε να πάμε για φαγητό έξω. Συμφώνησα. Θα ήταν κι η Κατερίνα εκεί. Την έπεσα για ύπνο. Σηκώθηκα και ετοιμάστηκα. Η μάνα μου ντύθηκε καλά. Ήταν υπέροχη! Ένιωθα περήφανος που η μάνα μου ήταν τόσο όμορφη γυναίκα. «Η πιο όμορφη του νησιού», έλεγα μέσα μου. Ντύθηκε πολύ κομψά, σωστή κυρία. Βγήκαμε. Συναντηθήκαμε στην πλατεία της αγοράς. Μαζί με την κα Μαρία και τον κύριο Κώστα, ήταν κι ο κος Μανόλης, Μάνος, όπως τον φωνάζανε. Ένας εμφανίσιμος πενηντάρης, λίγα χρόνια μεγαλύτερος από τη μητέρα μου. Η γυναίκα του είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν, από ότι έμαθα στην παρέα που είμαστε, ήταν δικηγόρος στην Αθήνα. Μου ήταν από την πρώτη στιγμή πολύ συμπαθής.
Από την πρώτη στιγμή δεν πήρε τα μάτια του από τη μάνα μου. Εγώ το κατάλαβα από την αρχή, όπως κι ότι η μάνα μου τον γλυκοκοίταζε σε κάποιες στιγμές, αν και η ίδια ήταν πολύ διακριτική. Καθόμουν δίπλα δίπλα με την Κατερίνα και λέγαμε τα δικά μας, κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει. Χαιρόμουν από τη μια, μιας και πάντα θεωρούσα αδικία να είναι η μάνα μου τόσο νέα και όμορφη, μόνη της και απροστάτευτη.
Η βραδιά πέρασε υπέροχα, ευχάριστα. Εγώ από την άλλη, με την Κατερίνα ήρθαμε τόσο κοντά συναισθηματικά. Το ότι με θαυμάζει και… με γουστάρει, το έδειχνε, αλλά ήταν πολύ σοβαρή και μετρημένη κοπέλα σαν τη μάνα της.
Οι μέρες πέρασαν. Μια μέρα πέρασα από την παραλία. Τότε είδα τη μάνα μου με τους γονείς της Κατερίνας και τον κύριο Μανόλη να κάθονται στην παραλία και να πίνουν καφέ. Τους χαιρέτησα από μακριά.
Με την Ειρήνη και τη Δώρα βρεθήκαμε μετά το πανηγύρι· και πραγματικά κάναμε πανηγύρι. Εκείνη τη μέρα πήγα απόγευμα αργά και έφυγα χαράματα. Με ξεθέωσαν οι πουτάνες εντελώς. Κι εκείνη φορά φεύγοντας βρήκα το χαρτζιλίκι μέσα στο παντελόνι μου. Έφυγα χαρούμενος.
Την επόμενη πήγα στο σπίτι της κυρίας Ντίνας. Μια νέα γυναίκα περίπου 35 ετών. Ο άντρας της κι εκείνης ναυτικός. Έπρεπε να της αδειάσω ένα υπόγειο από πράγματα που δεν ήθελε. Είχε ένα γιο στην ηλικία μου το Θανάση. Έκανε παρέα με το Νίκο που είχα πιαστεί στα χέρια. Η κα Ντίνα ήταν μακρινή ξαδέρφη της Δώρας και της Ειρήνης.
Κατέβηκα στο υπόγειο αφού το άδειασα, κι άρχισαν να το βάφω. Υπήρχε μια παλιά πολυθρόνα. Κάθισα να πάρω μια ανάσα. Ήρθε η κα Ντίνα με αν ελληνικό καφέ να μου προσφέρει.
- Τι έγινε Δημήτρη μου, τελειώνουμε;
- Ναι, κα Ντίνα. Τελειώνουμε. Σε μια ωρίτσα θα είναι όλα έτοιμα.
- Έλα πιες τον καφέ σου, να μην κρυώσει. Ήπια μια δυο γουλιές καφέ.
- Μιλούσα με την ξαδέρφη μου την Δώρα από το χωριό. Μου είπε πόσο καλή δουλειά κάνεις, γι’ αυτό σε φώναξα, είπε κοιτώντας με ένα βλέμμα όλο υπονοούμενα.
- Ναι, είπα κάνοντας ότι δεν κατάλαβα, είχα πάει στην αδερφή της και της έκανα κάτι δουλειές.
- Για τις άλλες δουλειές λέω, Δημητράκη. Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις…
- Μάλιστα. Και σας είπε λεπτομέρειες για τις υπηρεσίες που της πρόσφερα;
- Ναι…
και με μια κίνηση βγάζει μια κόκκινη Μπλούζα που φορούσε. Τα βυζιά της μεγάλα μέσα από το στηθόδεσμο. Σηκώθηκα όρθιος έβγαλα τον πούτσο από το παντελόνι και της τον έδωσα στο στόμα. Γούρλωσε τα μάτια κοιτάζοντάς με. Ίσως δεν περίμενε τόσο άμεσο πέσιμο. Άρχισε να μου τον παίρνει ρηχά μέσα στο στόμα. Τη γύρισα και την έβαλα να ακουμπήσει τα χέρια της στον τοίχο. Της κατέβασα το σορτς που φορούσε και της τον έχωσα με τη μία. Την είχα γύρω στο πεντάλεπτο. Δε βιαζόμουν να τελειώσω. Έχυσε πρώτη. Σε λίγο τέλειωσα κι εγώ μέσα της. Δεν με ένοιαζε πλέον. Τις θεωρούσα όλες πουτάνες. Ήξερα από ένα σημείο και μετά τι γινόταν. Καθίσαμε λίγο να συνέλθουμε. Ντύθηκα μην έρθει κανείς και μας πιάσει στα πράσα.
Σε λίγο όμως ήμουν και πάλι έτοιμος. Την έβαλα στα τέσσερα και άρχισα πάλι να τη γαμάω με δύναμη. Μετά από λίγο τον έβγαλα και τον έχωσα με τη μία στον κώλο της. Πόνεσε. Δεν ήταν όμως και παρθένα. Όπως και οι ξαδέρφες της. Σε λίγο η τρυπούλα της προσαρμόστηκε. Έχυσα σε λίγα λεπτά μέσα της. Ο πούτσος μου λερώθηκε λίγο. Μόλις το είδε μου είπε.
- Συγγνώμη. Πάω να σου φέρω να σκουπιστείς. Δεν το είχα στο πρόγραμμα βρε αγόρι μου…
κι έφυγε. Γύρισε με ένα πακέτο μωρομάντηλα. Μόλις ντύθηκα, πήρα τα πράγματά μου να φύγω.
- Τι κάνει ο κόπος σου Δημήτρη μου;
- Πενήντα ευρώ κα Ντίνα. Για το κουβάλημα και το βάψιμο.
Έβγαλε και μου έδωσε 100 ευρώ. Έφυγα χαρούμενος. Τη μεθεπόμενη μέρα η μάνα μου μου είπε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα για λίγες μέρες. Εγώ κατάλαβα, ότι κάτι έτρεχε με το Μάνο. Μάλιστα δεν είχα αμφιβολίες, όταν τους είδα μια μέρα να πίνουνε καφέ σε ένα παραλιακό μαγαζί, οι δυο τους αυτή τη φορά. Θυμάμαι ότι δεν πλησίασα και έκανα το γύρο από διακριτικότητα, να μην τους φέρω σε δύσκολη θέση.
- Εσύ Δημήτρη μου, είπα στην κα Μαρία να σου έχει το νου της.
- Μη φοβάσαι βρε μάνα. Μεγάλωσα πια. Εξάλλου μαγειρεύω, ξέρω κι εγώ τα βασικά. Τι σόι δασκάλα ήσουν;…
κι έσκυψα και τη φίλησα. Από λεπτότητα και σεβασμό δεν τη ρώτησα τι θα έκανε στην Αθήνα. Δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση. Την επομένη η κυρία Χριστίνα έφυγε. Καταλάβαινα ότι ήταν χαρούμενη. Το έδειχνε. Της ευχήθηκα καλό ταξίδι και έφυγε με το λεωφορείο για το λιμάνι.
Με την κα. Ντίνα συναντηθήκαμε άλλες δύο φορές το καλοκαίρι εκείνο. Και τις δυο φορές το φιλοδώρημα ήταν περισσότερο και φυσικά το σεξ μαζί της το χάρηκα περισσότερο, μιας και ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη.
Ο Αύγουστος έφτασε στο τέλος του. Η μητέρα μου μού εξομολογήθηκε ένα βράδυ τη σχέση της με τον κ. Μάνο. Εγώ την αγκάλιασα και τη φίλησα.
- Χαίρομαι! Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένη! Εσύ έκανες πολλά για μένα. Πάρα πολλά. Κι εγώ μανούλα μου χαίρομαι με την ευτυχία σου.
- Το σαββατοκύριακο θα έρθει ξανά εδώ.
- Ωραία. Χαίρομαι να έχω φυσιολογικούς ανθρώπους δίπλα μου και να συζητάω.
Εγώ άρχισα το εντατικό διάβασμα. Ήταν Σεπτέμβρης. Η κα Ειρήνη με πήρε μια ημέρα να της τρυγήσω ένα μικρό αμπέλι που είχε. Δουλειά μιας μέρας. Η δουλειά τελείωσε. Πήγαμε στο σπίτι να φάμε κάτι και να πάρουμε ανάσα. Έπρεπε να απλωθούν πριν τα βάλουμε στη μηχανή για πάτημα. Μόλις τσίμπησα δύο αυγά που είχε ετοιμάσει, βγήκα και άπλωσα τα σταφύλια στους τσίγκους. Γύρισα μέσα στο σπίτι. Ήταν εκεί η Δώρα και η Γωγώ. Δεν τις είδα που μπήκανε. Η Γωγώ ήταν κι αυτή γυναίκα ναυτικού. Δευτεροπαντρεμένη. Χώρισε με τον πρώτο της άντρα γιατί την έπιασε να τον κερατώνει. Ο πρώτος της άντρας ήταν ένας απλός άνθρωπος. Δούλευε στο Δήμο της χώρας. Δεν ανέχτηκε το κέρατο και την έστειλε κανονικά.
Κάθισα στην κουζίνα μαζί τους. Ήμουν επιφυλακτικός, γιατί δεν ήξερα τι ρόλο έπαιζε η κα. Γωγώ. Σε μια στιγμή έρχεται η Ειρήνη και μου λέει.
- Δημήτρη έρχεσαι να δεις κάτι στο χολ;
- Ναι αμέ, και σηκώθηκα.
Μόλις πήγα στο χολ με πιάνει και με φιλάει στο στόμα. ανταπέδωσα με ένα πεταχτό φιλί.
- Κοίτα, είναι κι η Γωγώ στο κόλπο. Γι’ αυτό ήρθε σήμερα εδώ. Λοιπόν τι λες; Κοίτα ο άντρας μου και ο άντρας της Γωγώς θα ξεμπαρκάρουν στο τέλος του μήνα. Ό,τι ευκαιρία έχουμε την έχουμε τώρα. Λοιπόν;
- ΟΚ. Αλλά δεν είμαι για πολλά. Είμαι κουρασμένος.
- Εντάξει.
Έφυγε. Μπήκα στο μπάνιο. Άκουσα που κλείδωσαν την εξώπορτα. Σκουπίστηκα και βγήκα γυμνός. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Η Γωγώ καθόταν σε ένα σκαμπό ντυμένη ακόμα. η Δώρα και η ειρήνη είχαν γδυθεί. Την πλησίασα και με ένα θράσος της έδωσα τον πούτσο μου στο στόμα.
- Αν μου κάνεις καλό τσιμπούκι θα σε γαμήσω κιόλας!
Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Δεν περίμενε να είμαι τόσο άνετος. Στην καθημερινότητά μου ήμουν πολύ μετρημένος και σοβαρός στον έξω κόσμο. Τον πήρε μέσα της και άρχισε να μου τον παίζει μέσα στο στόμα της. Σιγά σιγά χαλάρωσε και άρχισε να μου τον παίρνει πιο βαθιά. Σηκώθηκε και την έγδυσα. Η Ειρήνη και η Δώρα κοίταζαν χαμογελώντας. Την έριξα ανάσκελα στο κρεβάτι και της σήκωσα στους ώμους τα πόδια. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Το μουνί της δεν ήταν κανένα σφιχτό μουνί, αλλά είχε καλή αίσθηση. Ύστερα τη σήκωσα στα τέσσερα. Όσο γαμούσα τη Γωγώ οι άλλες μαλάκιζαν τα μουνιά τους. Ήξεραν ότι μου άρεσε να τις βλέπω να το κάνουν και το έκαναν. Η Γωγώ ήταν λεπτοκαμωμένη γυναίκα. Τα βυζιά της δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο της Ειρήνης και της Δώρας, αλλά ήταν στητά κα ωραία για την ηλικία της. Δεν άντεξα και πολύ. Έφτασα σε οργασμό χύνοντας πάνω στην κωλοτρυπίδα της. Γύρισε και τον πήρε στο στόμα για λίγο. Καθίσαμε όλοι στο κρεβάτι.
- Λοιπόν εσείς κυρίες μου θα έχετε ιδιαίτερη περιποίηση στο δεύτερο γύρο. Μην νομίσετε ότι θα σας αφήσω με το παράπονο.
Γέλασαν κι οι δυο.
- Λοιπόν Γωγώ πώς σου φαίνεται το παλικάρι;
- Όμορφο και σέξι. Κι από καυλί σκίζει ο άτιμος. Έχασα τον κόσμο όταν με έβαλε από κάτω.
- Δηλαδή θέλεις να πεις ότι όταν σε είχα στα τέσσερα δεν σου άρεσε;
- Όχι, Δημήτρη μου, μου άρεσε. Αλλά να δεν περίμενα να βγάζει τόση καύλα τόσο μικρό παιδί.
Δεν είπα τίποτα. Ξάπλωσα να πάρω ανάσα. Δεν ήθελα να πάω στο μπάνιο. Σηκώθηκαν όλες και βγήκαν από το δωμάτιο. Τις άκουσα που μπαινοβγαίναν στο μπάνιο. Εμένα πήγε να με πάρει ο ύπνος από την κούραση. Είχε πάει 6 το απόγευμα. Ίσως και να με πήρε για λίγο. Δε με ενόχλησαν. Σε κάποια στιγμή ανοίγω τα μάτια μου. Σηκώνομαι και πάω στην κουζίνα. Έπιναν καφέ σε μισοσκόταδο. Ύστερα γύρισα πίσω. Ακολούθησαν κι τρεις.
Πέσαμε στο κρεβάτι. Αισθανόμουν βασιλιάς. Άρχισαν κι οι τρεις να περιπαίζουν τον πούτσο μου με τα στόματά τους. Μου τον έκαναν σκληρό. Πρώτη με καβάλησε η Ειρήνη. Άρχισε να χοροπηδάει πάνω στον πούτσο μου με λύσσα. Έπιανε τα βυζιά της και τα τσιμπούσε. Την έπιασα από τους ώμους και την έβαλα να πέσει πάνω μου. Έπιασα τα βυζιά της και τα πιπιλούσα όσο αυτή γαμιόταν πάνω στον πούτσο μου. δεν άργησε να χύσει με σπασμούς.
Ύστερα με καβάλησε η Δώρα. Άρχισε κι εκείνη να χοροπηδάει δυνατά. Τον έπαιρνε σε φάσεις μέσα και κουνούσε μπρος πίσω τη λεκάνη της. Άρχισα να τη χαστουκίζω στην κωλάρα της. Σε λίγο κι ίδια τελείωσε. Και ξανά η σειρά της Γωγώς. Την έβαλα να με καβαλήσει ανάποδα. Άρχισε να κουνιέται. Άρχισα κι εγώ. Βρήκαμε το ρυθμό μας. τη χαστούκιζα στα κωλομέρια. Έπιανα τον κώλο της με τις χούφτες μου και τον ζουλούσα. Έχυσε. Και οι τρεις με είχαν κάνει μούσκεμα με τα μουνιά τους. Σηκώθηκα.
- Και τώρα κοριτσάκια το επιδόρπιο.
Η Ειρήνη κατάλαβε.
- Γωγώ μου πόσον καιρό έχεις να γαμηθείς από τον κώλο;
- Πολύ, όσο λείπει ο άντρας μου.
- Ετοιμάσου να τον φας.
- Μεγάλο τον έχει ο μικρός. Πιο μεγάλο κι από το Στέφανο. Το κάναμε αραιά και πού.
- Τώρα θα τον νιώσεις για τα καλά, είπε η Δώρα. Ο μικρός ξέρει και γαμάει.
Στήθηκαν κι οι τρεις στα τέσσερα η μια δίπλα στην άλλη. Το θέαμα και μόνο με καύλωνε πολύ. Άρχισα να γαμάω τη Δώρα πρώτα. Αργά στην αρχή μέχρι να μπει ο πούτσος μου ολόκληρος. Όταν τον έβαλα ολόκληρο άρχισα το δυνατό σπρώξιμο. Τον έβγαζα εντελώς και τον έχωνα πάλι δυνατά μέσα στον κώλο της. Σε κάποια στιγμή της κράτησα ανοιχτά τα κωλομάγουλα. Η σούφρα της είχε ανοίξει για τα καλά.
Ύστερα περίλαβα την Ειρήνη. Εκείνη έκανε διάφορα σκέρτσα προσπαθώντας να βρει τρόπο να συντονίσουμε τις κινήσεις μας. Τον βρήκαμε. Η γλύκα ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μου άρεσε που τη γαμούσα δυνατά και γύριζε αι με κοίταζε με ένα βλέμμα και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Βγήκα από την Ειρήνη και πήγα στον κώλο της Γωγώς. Τον έχωσα σιγά σιγά
- Πιο αργά σε παρακαλώ, πονάω.
Η Ειρήνη έτρεξε στο μπάνιο και πήρε κι άλλο λιπαντικό. Της έβαλε όπως έβαλε και στο δικό μου πούτσο. Ο Πούτσος μου πια γλιστρούσε πιο εύκολα η Γωγώ μαλάκιζε το μουνί της όσο εγώ της έσΚιζα τον κώλο. Τον έχωνα μέχρι μέσα. Είχε προσαρμοστεί. Σε δύο τρία λεπτά δεν άντεχα άλλο. Ο κώλος της ήταν στενός και δεν άργησα να έρθω σε οργασμό. Έχυσα μέσα της δυνατά. Χαλαρώσαμε.
Κοίταξα το ρολόι. Είχε πάει κοντά οχτώ το βράδυ. Έπρεπε να φύγω. Έφυγα βρίσκοντας ένα καλό χαρτζιλίκι πάλι στην τσέπη του παντελονιού μου. Οι μέρες πέρασαν. Άρχισε το σχολείο. Εγώ είχα βρεθεί μια φορά με την Ντίνα στο σπίτι της. Ήταν Οκτώβρης. Μετά από δέκα μέρες επέστρεψε κι εκείνης ο άντρας όπως και της Δώρας. Σε κάποια στιγμή θεώρησα ότι ήταν καλύτερα που ξέκοψα. Κι έτσι δε θα διέτρεχα κανένα κίνδυνο. Κι εξάλλου τι θα έκανα με όλες αυτές; Να μαθευόταν και κάτι και άντε τότε ξανά νέα προβλήματα.
Ήταν Χριστούγεννα. Κι ενώ οι περισσότεροι στο νησί φεύγανε να πάνε στην Αθήνα για μια δυο μέρες, εμείς μείναμε στο νησί. Ήρθε θυμάμαι και ο κ. Μάνος. Πλέον ο δεσμός του με τη μητέρα μου ήταν γνωστός στον άμεσο κύκλο. Και δε με χάλαγε καθόλου αυτό, όσο έβλεπα τη μητέρα μου ευτυχισμένη. Τα Χριστούγεννα τα περάσαμε με τους γονείς της Κατερίνας. Μαζί μας ήταν κι η κυρά Κατίνα. Η μάνα μου δεν ήθελε να είναι μόνη της εκείνες τι μέρες. Ήταν πολύ όμορφα να είσαι με ανθρώπους που τους θεωρείς δικούς σου. Με τον κ. Μάνο εγώ ήρθα πολύ κοντά. Μας έβλεπε η μάνα μου κι ήταν χαρούμενη.
Μια μέρα καθόμουν στην παραλία σε ένα παγκάκι. Ήταν μετά το σχολείο. Με πλησίασε η Κατερίνα. Κάθισε μαζί μου.
- Τι σκέφτεσαι βρε Δημήτρη μου;
- Τίποτα Κατερίνα μου. Απλά με πιάνει το άγχος μερικές φορές. Άγχος για τις εξετάσεις. Δε λέω, διαβάζω. Αλλά βλέπω και τους άλλους που πάνε φροντιστήρια, και νιώθω άσχημα. Εγώ δεν έχω την πολυτέλεια αυτή. Το καταλαβαίνω. Θα το παλέψω όμως.
- Έτσι μπράβο! Σε θέλω δυνατό. Δε σου πάει εσένα να κατεβάζεις το κεφάλι…
Και πλησίασε και με φίλησε στο μάγουλο. Της έπιασα το χέρι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια.
- Σε ευχαριστώ πολύ για τη συμπαράσταση που μου δίνεις. Είσαι ένας άγγελος. Ώρες ώρες νομίζω ότι το μόνο δικό μου άτομο που έχω εδώ σε αυτόν τον καταραμένο τόπο είσαι εσύ.
- Ε, τα παραλές. Αλλά να σου πω κάτι;… σώπασε για λίγο. Το βλέμμα της είχε μια ανησυχία.
- Τι είναι βρε Κατερίνα;
- Δημήτρη μου, τα ξέρω όλα.
- Ποια όλα;
- Για τα καμώματά σου με τις ξετσίπωτες. Τα ξέρω και στενοχωριέμαι για σένα. Δε σου αξίζει τέτοια ζωή. Ούτε θέλω να βρεθείς σε μπελάδες γιατί… τέλος πάντων. Σου λέω μόνο να φυλάγεσαι. Έχουν μαθευτεί. Σε πολλούς είναι κοινό μυστικό.
- Γίνε πιο σαφής σε παρακαλώ…
- Ε, να για την Ειρήνη και τη Δώρα, για τη Γωγώ, και για την Ντίνα που μένει πιο πάνω. Τα ξέρουν όλοι. Πρώτα απ’ όλα σε είδαν να μπαίνεις στα σπίτια τους και να φεύγεις μετά από ώρες. Κι ύστερα μη νομίζεις τα λένε κι αυτές σε φίλες τους. Σε έχουν στο μάτι. Μόλις φύγουν οι άντρες τους, θα σε φωνάξουν πάλι να τους κάνεις διάφορες «δουλειές». Και θα σε έχουν πιόνι τους. Εσένα, μωρέ, σου αρέσει αυτό που κάνεις;
- Κοίτα, συναισθηματικά νιώθω κενός. Τις βλέπω σαν αντικείμενα του σεξ και τίποτα άλλο. Κι έπειτα βρε Κατερίνα, ξέρεις τι απόρριψη έχω δεχθεί από τα άλλα παιδιά. Τι είμαι εγώ; Ο μούλος τους νησιού, ο μπάσταρδος. Κι από την άλλη έβγαλα κάμποσα χρήματα από τις δουλειές που τους έκανα στα σπίτια τους, που τα έχω μεγάλη ανάγκη.
- Κοίτα η Γωγώ κι η Δώρα είναι φλύαρες. Πρόσεξε κακομοίρη μου μην φτάσουν στ’ αυτιά των αντρών τους.
Με την Κατερίνα φύγαμε για το σπίτι. Στο δρόμο ήμουν σκεπτικός.
- Δημήτρη, δε σου τα είπα να σε γεμίσω με άγχος. Θέλω να σε προφυλάξω. Φοβάμαι για σένα. Φαντάσου να ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο και να βάλεις σε περιπέτειες και την μαμά σου; Γιατί;
Ξεκινήσαμε για το σπίτι μας.
- Κοίτα ρε Κατερίνα, εγώ τί ήμουν; Το μπάσταρδο του νησιού, μούλος. Το έβλεπα και σαν εκδίκηση. Με πλησίαζε καμιά κοπέλα εμένα στο σχολείο; Καμιά. Όποτε με καλούσαν και σε πάρτι πολλές φορές, από μικρός με πλήγωναν. Και να ήθελα κάποια στις παρέες, όλες με κάνανε πέρα με τον πιο προσβλητικό τρόπο.
- Κι όμως σίγουρα, κάποια θα υπήρχε.
- Όχι, Κατερίνα μου, καμιά.
- Ε, τι να σου πω καημένε; Είσαι και λίγο μπουμπούνας και ίσως και να μην έβλεπες καλά γύρω σου.
- Τι εννοείς; Ξέρεις κάτι για καμιά;
- Όχι, βρε βλάκα. Είσαι καλά; Ποια να ξέρω;
Είχαμε φτάσει μπροστά από το σπίτι της.
- Καλό βράδυ Δημήτρη!
- Μια στιγμή! Τι εννοούσες πριν;
- Καλό βράδυ, Δημήτρη…
και μπήκε βιαστικά μέσα στην πόρτα της αυλής τους σπιτιού της. Προχώρησα παρακάτω και στάθηκα. Τότε κατάλαβα, ότι όντως ήμουν πολύ μπουμπούνας.
- «Ηλίθιε! Βλαμμένε!», μονολόγησα προχωρώντας παρακάτω μέχρι την πόρτα μου.
Την άλλη μέρα η Κατερίνα ήταν κάπως ψυχρή μαζί μου. Κρατούσε αποστάσεις. Κάποια στιγμή θέλησα να την πλησιάσω, αλλά έφυγε βιαστική για μια φίλη της.
Οι μέρες πέρασαν. Ήρθε η άνοιξη. Εγώ δεν πήγα ποτέ πια στις «μεγάλες κυρίες». Στρώθηκα στο διάβασμα. Έφτασε ο καιρός των εξετάσεων. Στο πρώτο μάθημα που έδινα ήρθε και η κα. Χριστίνα. Μαζί της, όμως, ήταν και η Κατερίνα.
- Άντε παιδί μου, Καλή επιτυχία μου είπε η μάνα μου και με φίλησε.
- Καλή επιτυχία, μου είπε κι η Κατερίνα με ένα γλυκό χαμόγελο. Δυνατά Ε;… και με φίλησε κι η ίδια στο μάγουλο.
Οι εξετάσεις πέρασαν σε λίγο βγήκαν οι βάσεις. Σημείωσα καλή βαθμολογία. Χάρηκα τόσο πολύ. Την μέρα εκείνη πήρα την Κατερίνα και βγήκαμε βόλτα σε μία παμπ να το γιορτάσουμε. Εκείνη είχε ντυθεί με ένα κοντό φόρεμα σε σκούρο μπλε χρώμα που της πήγαινε τέλεια. Τότε είχα παρατηρήσει πόσο είχε μεγαλώσει κι ομόρφυνε! Ήταν μια σκέτη κούκλα. Εγώ χαιρόμουν που ήμουν μαζί της και το έδειχνα φανερά. Καθίσαμε στην παραλιακή παμπ. Συζητούσαμε, λέγαμε αστεία, γελούσαμε.
- Λοιπόν, κύριε Δημήτρη μας, τι σχολή θα προτιμήσουμε;
- Θα δούμε κοριτσάκι μου. Ελπίζω να περάσω γεωπόνος. Μου αρέσει η φύση τα φυτά, τα λουλούδια και μου αρέσει να δημιουργώ.
- Κι εμένα, αυτό μου αρέσει. Αλλά δεν ξέρω ακόμα. Θα δείξει.
- Θα χαρώ να περάσεις κι εσύ στην ίδια σχολή. Φαντάζεσαι; Τέλεια. Θα είμαστε μαζί!
Η ώρα πέρασε χαλαρά. Με την Κατερίνα ήρθαμε τόσο κοντά, όσο ποτέ. Κάποια στιγμή φύγαμε από την παραλιακή παμπ. Περπατούσαμε στο μικρό λιμάνι της Χώρας. Είχε μια φεγγαρόλουστη νύχτα. Πήγαμε μέχρι το τέλος του βραχίονα. Το σημείο εκείνο ήταν πιο σκοτεινό.
Σε κάποια στιγμή της πιάνω το χέρι καθώς περπατούσα με. Το δέχθηκε, δεν τραβήχτηκε. Σταματήσαμε κοιταχτήκαμε στα μάτια.
- Ξέρεις, μου αρέσεις! Είσαι πολύ όμορφη!
Δεν είπε τίποτα, παρά μόνο με φίλησε πεταχτά στο στόμα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμαστε όρθιοι κι φιλιόμαστε. Σε κάποια στιγμή μου λέει:
- Κι εμένα μου αρέσεις. Από πολύ παλιά. Θυμάσαι τότε που σου είπα ότι είσαι μπουμπούνας; Ε, είσαι τελικά! Για μένα σου μιλούσα, αλλά εσύ πού…
Την έπιασα αγκαλιά και την ξαναφίλησα. Φύγαμε αγκαλιασμένοι. Νιώθαμε τόσο ευτυχισμένοι. Ύστερα καθίσαμε σε ένα παγκάκι στην άκρη του λιμανιού. Ήταν τόσο όμορφα. Είμαστε ερωτευμένοι κι οι δυο. Πρώτη φορά στη ζωή μας. Ένιωθα τόση συναισθηματική πληρότητα που δεν ένιωσα ποτέ! Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να έχω έναν δικό μου άνθρωπο δίπλα μου, κοντά μου.
Το βράδυ φύγαμε κατά τις τρεις με τέσσερις το πρωί. Πήγαμε στο σπίτι της φιληθήκαμε έξω από την πόρτα της. Χωρίσαμε ανανεώνοντας το ραντεβού μας για την επόμενη. Θα πηγαίναμε για μπάνιο.
Μπήκα στο σπίτι. Το υπνοδωμάτιο της μάνα μου ήταν κλειστό. Μια μικρή βαλίτσα υπήρχε στο χολ. Τότε κατάλαβα ότι είχε έρθει ο Μάνος. Πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα. Ήμουν ευτυχισμένος. Ένιωθα τυχερός με την Κατερίνα μου. Την άλλη μέρα, κατά τις δέκα, ξύπνησα από τις κουβέντες του Μάνου και της μάνας μου. Πήγα στη βεράντα και κάθισα μαζί τους.
- Καλώς το λεβέντη μας… είπε ο κ. Μάνος.
Σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι του.
- Συγχαρητήρια, Δημήτρη μου, για τη βαθμολογία. Τα κατάφερες εντελώς μόνος σου! Μπράβο!
- Έμοιασα από την μάνα μου κύριε Μάνο! Αυτή μου έμαθε να μην το βάζω κάτω.
- Χαίρομαι, παλικάρι μου.
Καθίσαμε καμιά ώρα. Σε κάποια στιγμή φάνηκε κι η μάνα της Κατερίνας. Δέχθηκα κι από εκείνη τα συγχαρητήρια. Εκεί στην κουβέντα έμαθα ότι ο κ. Κώστας θα ζητούσε μετάθεση για την Αθήνα. Ήθελε να είναι στην Αθήνα. Για την Κατερίνα περισσότερο. Ήθελε να πάει σε ένα καλό φροντιστήριο για να μπορέσει αν περάσει στο πανεπιστήμιο. Χάρηκα από μέσα μου. Σκέφτηκα, ότι αυτό θα ήταν το ιδανικό. Σε μία ώρα πέρασα και φώναξα την Κατερίνα. Πήγαμε για μπάνιο. Μέσα στη θάλασσα ήμαστε όλο χαρές και παιχνίδια. Δεν έχανε ευκαιρία να με φιλάει πεταχτά στο στόμα. Βγήκαμε και καθίσαμε στα κάτι ξαπλώστρες στην παραλία. Παραγγείλαμε δυο καφέδες. Περνούσαμε ευχάριστα.
Σε κάποια στιγμή βλέπουμε μια παρέα παιδιών αγόρια και κορίτσια να έρχονται προς το μέρος μας. Μαζί τους ήταν ο Νίκος και ο Θανάσης. Δεν τους έδωσα σημασία. Περνώντας από μπροστά μάς χαιρέτησαν. Σε κάποια στιγμή ο Νίκος με μια αγένεια γυρίζει στην Κατερίνα και της λέει:
- Κατερίνα, δεν έρχεσαι μαζί μας; Δεν βαρέθηκες να κάνεις παρέα με το μούλο;
Ήμουν έτοιμος να σηκωθώ και να τον αρχίσω στις φάπες, αλλά η απάντηση της Κατερίνας με άφησε άναυδο.
- Δεν κάνω παρέα με μαλάκες ρε Νίκο, σαν εσένα. Με κάτι βουτυρόπαιδα που ο μπαμπάς τους θαλασσοπνίγεται κι εσείς το παίζετε πρίγκιπες! Τσουτσέκια είστε κι εσείς των πλουσίων του νησιού. Μακάρι να φτάνατε και στο μικρό σας δαχτυλάκι το Δημήτρη. Λοιπόν βουτυρόμαγκα, φύγε τώρα από μπροστά μου γιατί μου χαλάς τη θέα της θάλασσας.
Ο Νίκος κοκκίνισε από την προσβολή που του έκανε η Κατερίνα. Δεν της φαινόταν ότι έχει τέτοιο τσαμπουκά μέσα της. Έδειχνε ένα χαριτωμένο, ένα γλυκό και τρυφερό κοριτσάκι. Μέσα της όμως έκρυβε ένα θηρίο. Ενθουσιάστηκα από την αντίδρασή της. Ο Νίκος πλησίασε στην Κατερίνα.
- Βλέπω ότι σε επηρέασε ο μούλος. Δεν παύει να είναι ένας μούλος, κατάλαβες;
Οι άλλοι έκαναν τάχα ότι τον συγκρατούσαν. Μια κοπέλα, η Χαρά, τον παρακαλούσε να φύγουν για να μη δώσουν δικαιώματα.
- Κοίτα ρε φλώρε, είπε η Κατερίνα. Πριν ανοίξεις το στόμα σου, αναρωτήσου πώς περνάει η μάνα σου όταν λείπει ο πατέρας σου. Ηλίθιε! Όλη η ηθική από πάνω σας πέρασε κι ακούμπησε!
Δεν περίμενα την Κατερίνα έτσι. Δε μάσησε καθόλου. Όσο προσπαθούσαν να με προσβάλλουν, τους πρόσβαλλε κι εκείνη με το χειρότερο δυνατό τρόπο.
- Άντε γαμήσου βρε πουτάνα…
είπε ο Νίκος, μη μπορώντας να βρει να πει κάτι άλλο. Σηκώθηκα όρθιος τον πιάνω και τον σπρώχνω.
- Κοίτα μαλακισμένο, του είπα, φύγε να μην σε ξεκάνω αυτή τη φορά.
Ήρθε κι ο Θανάσης δίπλα του. Σε κάποια στιγμή πετάχτηκε ο ιδιοκτήτης της καφετέριας που είχε τις απλώστρες.
- Παλικάρια, αν θέλετε να τσακωθείτε πάτε αλλού, καταλάβατε;
Με την Κατερίνα φύγαμε. Πήραμε το μηχανάκι και πήγαμε λίγο έξω από τη Χώρα. Υπήρχε ένα σημείο που είχε μια μικρή παραλία, μια σταλιά. Το υπόλοιπο μέρος ήταν βράχοι. Έπρεπε να διασχίσουμε ένα μικρό μονοπάτι σε μια μικρή πλαγιά. Πιο δίπλα από το μονοπάτι υπήρχε ένα μικρό πετρόχτιστο κτίσμα. Σε μια στιγμή με πιάνει από το χέρι και με τραβάει μέσα.
Μπήκαμε στο ερειπωμένο κτίσμα. Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε την πετσέτα του μπάνιου. Καθίσαμε κι οι δυο κάτω, πάνω στην απλωμένη πετσέτα. Αρχίσαμε τα φιλιά και τις γλύκες. Σε κάποια στιγμή άπλωσα το χέρι μου και της χάιδεψα το στήθος πάνω από τη μπλούζα που φορούσε. Το έβαλα παρακάτω και τη χάιδευα στα στητά της βυζάκια.
Ξαπλώσαμε πάνω στην πετσέτα. Της άνοιξα σιγά-σιγά τα πόδια. Ήταν παρθένα. Με αγκάλιασε και με φιλούσε. Ακούμπησα τον πούτσο μου ανάμεσα στα μουνόχειλά της και άρχισα να τον τρίβω. Εστίασα στην τρυπούλα της. Πίεσα μέσα. Δαγκώθηκε. Η πρώτη προσπάθεια ναυάγησε. Πονούσε πολύ. Ύστερα ηρεμήσαμε, αρχίσαμε το ίδιο. Μου παραπονέθηκε ότι πονάει. Πήρα την απόφαση. Έσπρωξα πιο δυνατά και το πουτσοκέφαλο καρφώθηκε μέσα. Σταμάτησα λίγο να συνέρθει. Δάκρυσε. Με κρατούσε αγκαλιά και με φιλούσε στο στόμα.
- Σ’ αγαπάω Δημήτρη μου, σ’ αγαπάω.
- Και εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου!
Συνέχισα σιγά σιγά το μέσα έξω. Δεν άντεξα βγήκα και έχυσα πάνω στα πόδια της. Μείναμε αγκαλιασμένοι. Δεν ξανακάναμε άλλη προσπάθεια. Η ώρα πέρασε. Καθόμαστε αγκαλιά και λέγαμε γλυκόλογα ο ένας τον άλλον. Ένιωθα πρωτόγνωρα. Ήμουν ευτυχισμένος και ένιωθα ερωτευμένος. Ένα συναίσθημα που δεν ένιωθα ποτέ όσο πήγαινα τους προηγούμενους μήνες με τις κυρίες.
Ντυθήκαμε και κατεβήκαμε στην παραλία. Ξαπλώσαμε στις πετσέτες. Δεν κάναμε μπάνιο. Καθόμαστε και μιλούσαμε, φιλιόμαστε και ήμαστε ευτυχισμένοι.
Η ώρα πέρασε και φύγαμε για το σπίτι. Όταν φτάσαμε έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού της με χαιρέτησε με ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Έφυγα ευτυχισμένος. Αισθανόμουν τόσο γεμάτος μέσα μου! Πήγα στο σπίτι. Έκανα ένα ντους και έπεσα για ύπνο. Η ώρα είχε πάει εφτά το απόγευμα. Κοιμόμουν και άκουγα συζητήσεις στην κουζίνα. Αναγνώρισα τη φωνή της μητέρας της Κατερίνας και της μάνας μου. Συζητούσαν για το Μάνο.
- Λοιπόν, βρε Χριστίνα μου, γιατί το παιδεύετε; Ο Δημήτρης σου είναι λογικό παιδί. Δε νομίζω να έχει αντίρρηση να παντρευτείτε με το Μάνο. Δε βαρέθηκες και εσύ τη ζωή σου μόνη σου; Εξάλλου κι ο Μάνος σε θέλει. Το έλεγε τις προάλλες. Θέλει κι αυτός έναν άνθρωπο δίπλα του. Και μαζί σου δείχνει ευτυχισμένος.
- Το ξέρω βρε Μαρία μου. Το έχουμε συζητήσει. Απλά δεν ξέρω πώς να το πω στο Δημήτρη. Έχω την ίδια αγωνία που είχα όταν του είπα για το δεσμό μας.
- Καμία αγωνία. Δεν νομίζω να υπάρξει πρόβλημα. Εξάλλου οι δυο τους τα πάνε μια χαρά.
- Έχεις δίκιο. Αλλά να…
κι εκεί τις διέκοψα κάνοντας την παρουσία μου ξαφνικά στην κουζίνα.
- Ώστε έτσι κα Χριστίνα;… είπα με ένα περιπαιχτικό ύφος. Παντρευόμαστε κι εγώ δεν έχω ιδέα! Αν δεν έρθει σαν πραγματικός τζέντλεμαν να σε ζητήσει από τον κηδεμόνα σου, εμένα δηλαδή, δε δίνω την άδειά μου.
- Δηλαδή, καμάρι μου, δεν σε πειράζει.
Έσκυψα και τη φίλησα στο μάγουλο.
- Με την ευχή μου!
Με χάιδεψε στο κεφάλι. Η κα Μαρία έσκασε στα γέλια. Το ίδιο και η μάνα μου. Έφτιαξα ένα καφέ και κάθισα μαζί τους. Λέγαμε διάφορα αστεία. Σε λίγο φάνηκε κι η Κατερίνα. Ήταν ντυμένη με ένα τζιν παντελόνι και φορούσε μια μπλε μακό μπλούζα από πάνω. Της πήγαιναν τόσο πολύ τα μπλε.
- Καλησπέρα! είπε με ένα όμορφο χαμόγελο.
- Καλώς την Κατερίνα μας! είπε η μάνα μου. Κάτσε Κατερίνα μου! Τι να σου προσφέρω; Ένα γλυκό;
- Έχεις από εκείνο το βύσσινο; Μου αρέσει πολύ.
- Δεν ντρέπεσαι να ζητάς βρε Κατερίνα;
- Γιατί κυρία Μαρία; Ξένη είναι η Κατερίνα;… είπα και σηκώθηκα να της το βάλω εγώ.
Έπιασα και το έβαλα σε ένα πιατάκι και της το πρόσφερα.
- Σ’ ευχαριστώ, μου είπε μια ένα όμορφο χαμόγελο και μια ματιά που έλαμπε.
- Είδες περιποίηση ο γιός σου Χριστίνα μου;
- Το βλέπω είπε η μάνα μου έχοντας κι εκείνη μια περιπαιχτική διάθεση όπως κι μάνα της Κατερίνας.
Άρχισαν να πετάνε πότε πότε κάποια υπονοούμενα κι οι δυο. Εμένα δε με πείραζε, διασκέδαζα. Η Κατερίνα όμως ένιωθε λίγο άβολα όπως κατάλαβα. Σε μια στιγμή γυρίζει και μου λέει.
- Δημήτρη μου, δεν πάμε μια βόλτα να αφήσουμε τις κυρίες να μας κουτσομπολεύουν με την ησυχία τους;
- Ναι, και δεν πάμε; Εξάλλου έχουν να συζητήσουν και για τον κύριο Μάνο, είπα παίρνοντας την εκδίκησή μου για τα πειράγματα που προηγήθηκαν.
- Όπα! Έχασα επεισόδια Δημήτρη; Τι παίζει; Είπε η Κατερίνα με μια δήθεν αφέλεια.
- Ε, να μόλις ως κηδεμόνας ενέκρινα το γάμο της μάνας μου με το Μάνο. Λοιπόν τι λες; Έπραξα σωστά;
- Σωστά έπραξες, Δημήτρη μου! είπε η Κατερίνα.
- Ναι, Δημήτρη μου, είπε η κα Μαρία όλο υπονοούμενα, τονίζοντας αυτό το «Δημήτρη μου».
- Ξέρεις; Πάμε να φύγουμε! Είπε η Κατερίνα. Με βλέπω να τσακώνομαι με την κυρία Μαρία.
Σηκώθηκα πήγα στο δωμάτιό μου. Ντύθηκα και δε πέντε λεπτά περάσαμε την αυλόπορτα. Η Κατερίνα με έπιασε από τη μέση. Περπατούσαμε αγκαλιασμένοι. Σε μια γωνιά του δρόμου που είμαστε μακριά από περίεργα μάτια, κοιταχτήκαμε. Φιληθήκαμε με ένα παθιασμένο γλωσσόφιλο.
Ύστερα τραβήξαμε για την παραλία. Περπατήσαμε κατά μήκος μέχρι το τέλος. Πήραμε ένα μονοπάτι που οδηγούσε σε μια παλιά αποθήκη. Λέγαμε διάφορα. Με το που μπήκαμε μέσα αρχίσαμε τα παθιασμένα φιλιά. Σε λίγο είμαστε γυμνοί κι οι δύο. Έστρωσα το μπουφάν που φορούσα και ξάπλωσε ανάσκελα. Έπεσα πάνω της και άρχισα να φιλάω το όμορφο στήθος της. Όση ώρα της φιλούσα τα στήθη εκείνη βογκούσε και μου χάιδευε το κεφάλι. Άρχισα πάλι να τη φιλάω στο στόμα. έπεσα πάνω της μου άνοιξε τα πόδια της. Δεν είπε τίποτα. Σιγά σιγά έβαλα τον πούτσο μου μέχρι τη μέση στο μουνάκι της. Ήταν υπέροχα. Στην αρχή μου παραπονέθηκε ότι πονούσε. Σε λίγο συνήθισε. Άρχισα να τον χώνω πιο πολύ. Όμως έτσι στενή όπως ήταν δεν άρχισα να φτάσω στο τέλος. Έχυσα πάνω στην κοιλιά της. Μείναμε αγκαλιασμένοι και λέγαμε ερωτόλογα ο ένας στον άλλον. Μου έλεγε πόσο πολύ με αγαπάει.
- Σ’ αγαπώ Δημήτρη μου! Σ’ αγαπώ πολύ.
- Και εγώ σ’ αγαπώ Κατερίνα μου! Δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένο με κάνεις; Με σένα ομόρφυνε η ζωή μου στα ξαφνικά.
Καθίσαμε αρκετά. Ο πούτσος μου άρχισε να σηκώνεται. Μπήκα μέσα της ξανά. Τα πράγματα ήταν πιο εύκολα από πριν. Το μουνί της είχε ανοίξει. Πέρασε ένα πεντάλεπτο. Την ένιωσα να σφίγγεται πάνω μου. Έχυνε και με φιλούσε. Η αναπνοή της γρήγορη και καυτή. Τη γύρισα στα τέσσερα. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Ο Πούτσος μου χωνόταν μέχρι το τέλος μέσα της. Ήταν κάτι το υπέροχο. Κάτι που δεν είχε να κάνει με τις γυναίκες που μέχρι τότε γνώρισα στη ζωή μου, γυναίκες που με έβλεπαν ως μηχανή του σεξ και τίποτα άλλο. Το τέλος ήρθε χύνοντας πάνω στα όμορφα και γυμνασμένα νεανικά κωλομέρια της. Μείναμε αγκαλιασμένοι κάποια λεπτά. Ύστερα σκουπιστήκαμε και πήγαμε στο δρόμο στη παραλία. Καθίσαμε σε μια καφετέρια και παραγγείλαμε παγωτά. Όσο καθόμαστε και τρώγαμε το παγωτό μας, λέγαμε αστεία και περνούσαμε υπέροχα. Η ώρα είχε πάει 10 το βράδυ. Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Προχωρούσαμε αργά.
- Αύριο αγάπη μου τι θα κάνεις;… με ρώτησε.
- Αύριο μωρό μου θα πάω στης κας Ντίνας να της καθαρίσω το περιβόλι.
Σοβάρεψε αμέσως. Έσκυψε το κεφάλι.
- Τι είναι, τι έπαθες τώρα;
- Τίποτα. Απλά να ξέρεις ότι όσο θα είμαστε μαζί, μην τολμήσεις και πας με καμιά από αυτές τις ξετσίπωτες που κερατώνουν τους άντρες τους. Θα σου βγάλω τα μάτια. Δεν κωλώνω εγώ. Την αγκάλιασα.
- Μωρό μου, πριν σου είπα ότι με σένα έχει ομορφύνει η ζωή μου. Είσαι το μόνο άτομο που μου έδωσε τέτοια ευτυχία. Τότε που έκανα αυτά που έκανα, ήμουν μόνος. Τώρα έχω εσένα. Και να ξέρεις για μένα είσαι ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Δεν πρόκειται να σε πληγώσω καρδιά μου. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος.
- Το ξέρω μωρέ, αλλά ανησυχώ. Τις ξέρω καλά αυτές όλες.
Αγκαλιαστήκαμε.
- Μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη.
Με φίλησε στο μάγουλο. Φτάσαμε σιγά σιγά έξω από το σπίτι της. Φιληθήκαμε πεταχτά και είπαμε καληνύχτα.
Την άλλη μέρα πήγα στης κας Ντίνας. Έπιασα δουλειά και σε τέσσερις ώρες τα τελείωσα. Η κα Ντίνα μου είπε να περάσω μέσα να με κεράσει έναν καφέ. Δε δέχθηκα φοβούμενος αυτό που υποψιαζόμουν. Έφυγα βιαστικά. Εκείνη έμεινε να απορεί με τη βιασύνη μου. Με το που έφτασα στη γειτονιά, η Κατερίνα ήταν έξω στη βεράντα του σπιτιού της. Με είδε και χαμογέλασε. Τράβηξα για το σπίτι μου που ήταν πιο κάτω.
Με την Κατερίνα περάσαμε ένα καταπληκτικό καλοκαίρι. Δε μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Οι δικοί μας το είχαν καταλάβει. Απλά δεν μας έλεγαν κουβέντα. Τα πράγματα έδειχναν, ότι κι οι δυο πλευρές ενέκριναν σιωπηλά τη σχέση μας. Ήρθε το τέλος του Αυγούστου. Βγήκαν τα αποτελέσματα. Πέρασα στη σχολή που ήθελα. Εκείνη τη μέρα ήταν κι Μάνος στο νησί. Το βράδυ βγήκαμε έξω να το γιορτάσουμε. Μαζί μας ήταν και η Κατερίνα με τους γονείς της. Καθόμαστε σε μια ταβέρνα κοντά στην παραλία. Σε μια στιγμή ο Μάνος σοβάρεψε. Το ίδιο και η μάνα μου. Ο κ. Κώστας κατάλαβε τι ήθελαν. Χαμογέλασε σε μια στιγμή.
- Λοιπόν, Δημήτρη, είπε η μητέρα μου, ο Μάνος θέλει κάτι να σου ανακοινώσει.
Εγώ γέλασα, παίρνοντας ύφος μεγάλου ανθρώπου.
- Λοιπόν, κύριε Μάνο, τι θέλετε να μου πείτε;
- Κοίτα Δημήτρη μου, με τη μητέρα σου ξέρεις αγαπιόμαστε καιρό τώρα. Και σκεφτήκαμε να… εδώ κόμπιασε σαν έφηβος.
Οι άλλοι με κοιτούσαν να δω τι θα πω. Η Κατερίνα με το ζόρι κρατιόταν να μη σκάσει στα γέλια· πιο πολύ με το ύφος το δικό μου.
- Κοιτάξτε κύριε Μάνο, ως κηδεμόνας της κας Χριστίνας, είπα με ένα σοβαρό ύφος, ξέρεις ότι νοιάζομαι για την ευτυχία της. Κι επειδή σε έκοψα για καλό παλληκάρι… σου δίνω την ευχή μου.
Όλοι έσκασαν στα γέλια. Η Κατερίνα μου έδωσε το χέρι και μου ευχήθηκε.
- Να σου ζήσουν.
- Ευχαριστώ Κατερίνα μου και στα δικά σου!
Εκείνη η βραδιά πέρασε ευχάριστα. Μάλιστα οι μεγάλοι της παρέας, ακόμα και οι κυρίες, του έδωσαν και κατάλαβε στο κρασί. Φύγαμε αργά.
Ήταν μετά από τρεις μέρες θυμάμαι. Πλησίαζε Σεπτέμβρης. Η γιαγιά, η κα Κατίνα που τη φροντίζαμε αρρώστησε. Έπρεπε να πάει στην Αθήνα. Την πήρανε ο Μάνος με τη μητέρα μου και φύγανε. Εγώ έμεινα μόνος για δύο βδομάδες. Η Κατερίνα ερχόταν με φαγητό από τη μάνα της. Εγώ εκείνες τις μέρες κρατούσα το ψιλικατζίδικο της κα Κατίνας. Η Κατερίνα ερχόταν και μου κρατούσε παρέα. Τα βράδια όταν οι δικοί της έπεφταν για ύπνο ερχόταν στο σπίτι μου. Ζήσαμε τον απόλυτο έρωτα. Μία νύχτα, μετά που κάναμε έρωτα ήμαστε ξαπλωμένοι κι αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι.
- Δημήτρη μου, στενοχωριέμαι που θα φύγετε για την Αθήνα. Δε θέλω να σε χάσω.
- Μην στενοχωριέσαι μωρό μου, της είπα. Θα έρχομαι τακτικά. Κι εξάλλου μπορεί και να καταφέρει ο πατέρας σου να πάρει αυτήν την πολυπόθητη μετάθεση. Και τότε θα είμαστε συνεχώς μαζί. Θα δεις θα περάσει ο καιρός. Μόνο που θέλω να διαβάζεις, εντάξει;
- Εντάξει αγάπη μου.
Η μητέρα μου με το Μάνο και την κα Κατίνα γύρισαν. Το Σεπτέμβρη έγινε κι ο γάμος της μάνας μου με το Μάνο. Η Κατερίνα είχε έρθει με τους δικούς της. Περάσαμε μια βδομάδα υπέροχα. Εγώ πότε πότε ξέκλεβα χρόνο και πεταγόμουν στο νησί, πάντα με τη δικαιολογία να δω τι κάνει η κα Κατίνα. Έτσι έβλεπα τακτικά και την Κατερίνα μου. Ο δεσμός μας πια ήταν γνωστός στους δικούς μας. Αν και δεν λεγόταν τίποτα στα φανερά, όλοι το ήξεραν.
Ήταν ένα παγερό βράδυ του Γενάρη. Χτύπησε το κινητό μου. Εγώ διάβαζα στο δωμάτιό μου. Ο Μάνος ήταν στο σαλόνι με τη μάνα μου και συζητούσαν. Χτύπησε το τηλέφωνό μου.
- Δημήτρη μου, δεν είμαι καλά… άκουσα να λέει η Κατερίνα μέσα στα κλάματα, με το που το σήκωσα.
- Γιατί; Τι έχεις μωρό μου; τι συμβαίνει;
- Είμαι στο κέντρο υγείας, μου επιτέθηκαν.
- Ποιος σε πείραξε; Πες μου.
Πήρε το τηλέφωνο η κα. Μαρία.
- Δημήτρη, μην τρομάζεις παιδί μου. Όλα καλά είναι μην ανησυχείς.
Είχα βγει στο διάδρομο για να έχω καλύτερο σήμα. Ο Μάνος κι η μάνα μου άκουσαν το τηλέφωνο. Ήρθαν κι δυο δίπλα μου.
- Τι συμβαίνει παιδί μου;… ρώτησε με αγωνία ο Μάνος.
- Δεν ξέρω τίποτα. Η κα Μαρία μού είπε ότι όλα είναι εντάξει, αλλά εγώ την Κατερίνα δεν την άκουσα καλά.
Σε λίγο η μάνα μου τηλεφώνησε στην κα Μαρία. Τότε μάθαμε ότι το καπετανόπουλο ο Νίκος με το Θανάση το γιο της Ντίνας πήγαν να την βιάσουν την ώρα που γύριζε από το φροντιστήριο. Τελικά τους ξέφυγε. Έγινα πυρ και μανία. Ο Μάνος το κατάλαβε.
- Δημήτρη μου, ηρέμησε. Θα το δω εγώ προσωπικά.
Την άλλη μέρα το απόγευμα έφυγα για το νησί. Δεν με κρατούσε πια κανένας. Έφτασα και πήγα στο σπίτι της Κατερίνας. Με το που με είδε έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά μου. Άρχισε να μου τα λέει όλα. Ύστερα βγήκαμε στο σαλόνι. Καθίσαμε με τους δικούς στης.
- Πήγατε στην αστυνομία κ. Κώστα;
- Ναι, παιδί μου πήγα. Δεν έδειξαν διάθεση να με βοηθήσουν. Δεν υπήρχαν μάρτυρες και κατά συνέπεια δε μπορούμε να τους κατηγορήσουμε. Βλέπεις είναι κι οι πατεράδες τους εδώ και είναι και κολλητοί με το διοικητή κι ένας αστυνομικός, ο Θωμάς, είναι ξάδερφος του άντρα της Ντίνας.
Εγώ έβραζα από τα νεύρα μου. Η ώρα πέρασε. Νύχτωσε. Τους χαιρέτησα όλους και πήγα στο σπίτι της κας Κατίνας. Φάγαμε μαζί το βράδυ.
- Κοίτα Δημήτρη μου, μην κάνεις καμιά φασαρία. Θα μπλέξεις. Είναι παλιάνθρωποι αυτοί.
- Δεν γίνεται κα Κατίνα να περάσει έτσι αυτό.
- Μην κάνεις καμιά ανοησία γιε μου!
Το βράδυ άργησα να κοιμηθώ. Ξύπνησα αργά. Κατά τις δέκα. Βγήκα στο λιμάνι. Τυχαία συνάντησα την κα Ντίνα. Ήταν με τον άντρα της. Με κοίταξαν κι δυο λοξά. Είχαν μια ενοχή στο βλέμμα τους. Τους πλησίασα.
- Να πείτε στο Θανασάκη να φυλάγεται. Πέρασε σε σχολή στην Αθήνα, έτσι δεν είναι; Αν τον πετύχω στην Αθήνα αλίμονο του.
- Τσόγλανε, είπε ο καπετάν Κώστας. Μην πειράξεις το γιο μου! Κατάλαβες μούλε; Κι εξάλλου τι σε νοιάζει εσένα και ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις;
- Καλά, αυτό θα το δούμε! Είπα και έφυγα.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι πήγα πάλι στην Κατερίνα. Σε λίγο ήρθε κι ο πατέρας της. Με κράτησαν και φάγαμε μαζί. Η Κατερίνα άρχισε να συνέρχεται. Σουρούπωσε. Πήγα από την κυρία Κατίνα. Κάθισα λίγο μαζί της. Ύστερα βγήκα να κατέβω στη χώρα. Ήθελα να πάρω γλυκά και φυσικά και το αγαπημένο βύσσινο της Κατερίνας.
Όταν επέστρεφα έπρεπε να περάσω ένα στενό σοκάκι. Γύρω υψώνονταν αρχοντικά του νησιού που το χειμώνα ήταν κλειστά. Φυσούσε ένας κρύος αέρας. Ξαφνικά σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω μπροστά μου τον καπετάν Κώστα, τον άντρα της Ντίνας και τον καπετάν Χρήστο, τον άντρα της Ειρήνης. Ο ένας έτριψε τα χέρια του. Γύρισα από την άλλη με σκοπό να τρέξω. Μπροστά μου ήταν δυο άλλοι φίλοι τους. Με πλησίασαν. Πρώτος ο Χρήστος με έπιασε και μου έριξε μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω. Εκεί δέχθηκα την πρώτη κλωτσιά στα πλευρά. Παρέλυσα εντελώς, μαζεύτηκα κουβάρι. Ύστερα με σήκωσαν και άρχισαν να με χτυπάνε με λύσσα. Δεν μου έλεγαν τίποτα. Με άφησαν κάτω μισολιπόθυμο.
- Μίλα ρε μπάσταρδε! Είναι αλήθεια αυτά που ακούγονται; Λέγε βρε θα σε σκοτώσουμε απόψε.
Κι εκεί έπεσε ένα χαστούκι.
- Γιώργο φέρε το αμάξι! Είπε επιτακτικά ο καπετάν Κώστας.
Σε λίγο με είχανε κουβάρι μέσα σε ένα μικρό βανάκι. Δεν ήξερα που με πήγαιναν. Μάλιστα ο ένας από αυτούς μου πήρε το κινητό και το έσπασε. Βγήκαμε έξω από τη Χώρα. Με πήγαν σε ένα κτήμα όπου ήταν μια μικρή πετρόχτιστη αποθήκη. Μου έδεσαν τα χέρια πίσω. Με πέταξαν χάμω, κλείδωσαν την πόρτα και έφυγαν. Το βράδυ έτρεμα από το κρύο. Δεν κοιμήθηκα. Ήξερα ότι είχαν κάτι κακό στο νου τους.
Κάποια στιγμή σηκώθηκα στα πόδια μου. Πλησίασα την πόρτα. Δεν άνοιγε. Με πήραν τα κλάματα. Ήμουν σε απόγνωση. Κατάλαβα ότι ήταν μάταιο να προσπαθώ να ανοίξω. Κάθισα χάμω να πάρω λίγες δυνάμεις. Από το ξύλο και την κούραση ένιωθα ότι θα λιποθυμούσα. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Με πήρε ο ύπνος. Κρύωνα, έτρεμα. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι. Με την τροπή που πήραν τα πράγματα ίσως να με αποτελείωναν. Έπρεπε να βρω την ψυχραιμία μου. Σχεδόν ξημέρωσε. Άκουσα βήματα έξω από την πόρτα.
- Κοίτα είπαμε να τον πάρουμε βράδυ. Αργήσαμε. Θα μας δει κανένα μάτι.
- Ας περιμένουμε και σήμερα. Το απόγευμα θα τον πάρουμε.
Άνοιξαν την πόρτα. Έκανα πως ήμουν μισοκοιμισμένος. Καθισμένος κάτω με τα πόδια λυγισμένα, τα χέρια δεμένα πίσω. Σε μια στιγμή μπήκαν. Ο Καπετάν Κώστας μου έριξε ένα χαστούκι. Σήκωσα το κεφάλι μου.
- Γιατί με χτυπάτε; Τι στον πούστη σας έκανα;
- Τι έκανες κωλόπαιδο; Μας το παίζεις γαμίκουλας; Θα σε αποτελειώσουμε να το ξέρεις. Μίλα.
- Δεν ξέρω για τι μιλάτε;
- Λέγε ρε πόσες φορές πήγες με την γυναίκα μου;
- Καμία!
- Λες ψέματα μπαστάρδι! Κι έπεσε και άλλο ένα χαστούκι.
- Κώστα, έλα λίγο έξω είπε ο άλλος.
Βγήκαν έξω και κάτι λέγανε ψιθυριστά. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα σηκώθηκα. Έτρεξα και πετάχτηκα έξω. Έσπρωξα τον έναν και έπεσε με τα μούτρα πάνω σε κάτι θάμνους. Σίγουρα χτύπησε στο πρόσωπο καθώς έπεσε.
Εγώ έτρεχα σαν τον λαγό. Με όση δύναμη μου απέμεινε. Έτρεχα την κατηφόρα χωρίς να λογαριάζω τα γδαρσίματα από τους πρίνους. Σε μια στιγμή έπεσα. Σηκώθηκα αμέσως. Έπρεπε να περάσω το δρόμο που ήταν από κάτω. Αν έκοβα δρόμο θα ήμουν πιο γρήγορα στη Χώρα. Χάθηκα από τα μάτια τους. Σε μια στιγμή είδα ένα αυτοκίνητο να σταματάει. Θεώρησα ότι ήταν η μοναδική μου ελπίδα. Ο οδηγός βγήκε και πριν προλάβω να βγω στο δρόμο εκείνος μπήκε μέσα και έφυγε.
Παραπέρα ήταν κάτι θάμνοι από ασφένταμους. Χώθηκα μέσα και κρύφτηκα. Τους έβλεπα που γύρισαν και πήραν το αυτοκίνητο. Σε λίγο πέρασαν από κάτω. Ίσως θεώρησαν ότι με πήρε το αυτοκίνητο. Γι’ αυτό εξάλλου και σταμάτησαν να με ψάχνουν. Έμεινα εκεί μέχρι που σουρούπωσε. Σιγά-σιγά πλησίασα μέσα από κτήματα στη Χώρα. Από την πλαγιά φαινόταν ο δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι. Τους είδα να έχουν στήσει καρτέρι. Περίμεναν ίσως. Δεν γινόταν να πλησιάσω. Προχώρησα λίγο μέσα στα κτήματα κι χώθηκα σε ένα παλιό στάβλο. Μπήκα μέσα. Τα χέρια μου είχαν ματώσει από το σχοινί που με είχαν δέσει. Στο στάβλο βρήκα μια παλιά τσάπα. Έπιασα και τρόχιζα τα σκοινιά μέχρι που τα έκοψα. Ένιωσα μια ανακούφιση. Πήρα την τσάπα δίπλα μου. Κάθισα χάμω. Με πήρε ο ύπνος. Είχα εξαντληθεί.
Οι δικοί μου δύο βράδια τρελάθηκαν. Το πρωί βγήκε ο κύριος Κώστας με την κα Μαρία και την Κατερίνα και ρωτούσαν στη Χώρα αν με είδαν. Ειδοποίησαν και την μάνα μου. Από την αστυνομία έμαθαν ότι ένας οδηγός είδε κάποιον να κατηφορίζει τρέχοντας την πλαγιά. Η Κατερίνα δεν άργησε να βγει να με ψάχνει. Έμπαινε σε κάθε κελί, σε κάθε παλιά αποθήκη και έψαχνε. Πήγε μεσημέρι. Άκουσα φωνές. Τη γνώρισα. Ήταν η Κατερίνα. Πέρασε κάτω από το στάβλο. Βγήκα έξω.
- Κατερίνα! Φώναξα με όσο κουράγιο μου είχε μείνει.
- Δημήτρη! Επανέλαβε.
Γύρισε προς στο στάβλο. Έκανε το γύρο της περίφραξης. Με είδε έξω γονατισμένο έτοιμο να λιποθυμήσω. Έτρεξε προς το μέρος μου
- Αγάπη μου, τι έπαθες; Ποιος σου το έκανε αυτό. Μίλα μου Δημήτρη!
Έπεσα στην αγκαλιά της σχεδόν λιπόθυμος. Με το κινητό της πήρε τη μάνα της. Σε λίγο βρέθηκα στον πάνω δρόμο. Ήρθε ο κ. Κώστας. Με πήραν στο αυτοκίνητο και κατεβήκαμε στο κέντρο υγείας. Μου πρόσφεραν τις πρώτες βοήθειες. Όση ώρα ήμουν ξαπλωμένος με ορό στο χέρι, σε ένα θάλαμο του κέντρου, η Κατερίνα δεν έφυγε από δίπλα μου. Σε μια στιγμή πήγα κάτι να της πω.
- Ησύχασε αγάπη μου! Θα μου τα πεις όλα. Σε μία ώρα θα μπορέσουμε να φύγουμε. Έρχεται και η μητέρα σου με το Μάνο
- Δεν έπρεπε να τους αναστατώσετε!
- Τι λες μωρέ; Μάνα σου είναι, να μην ξέρει. Είναι πολύ σοβαρό αυτό που συνέβη.
Η ώρα πέρασε. Οι γονείς της Κατερίνας με πήραν με το αμάξι και πήγαμε σπίτι. Η κα. Κατίνα ετοίμασε μια ζεστή σούπα. Ήταν όλοι εκεί. Σε λίγο έφτασε κι η μάνα μου με το Μάνο αναστατωμένοι.
- Δημήτρη μου, παιδί μου, είπε και με αγκάλιασε κλαίγοντας.
Ο Μάνος έσκυψε με χάιδεψε στο κεφάλι και με φίλησε στο μάγουλο. Ένιωσα τόσο όμορφα με τη στοργή που μου έδειξε. Τον ένιωθα σαν πραγματικό μου πατέρα. Κάθισαν όλοι μαζί. Στην κουζίνα. Η Κατερίνα δεν έφυγε στιγμή από δίπλα μου. Σηκώθηκα πήγα στο μπάνιο. Ύστερα βγήκα στην κουζίνα. Κάθισα μαζί τους.
- Κάτσε βρε Δημήτρη μου να μου πεις τι έγινε, είπε ο Μάνος με ένα ήρεμο ύφος.
Κι εκεί τους εξιστόρησα την αλήθεια, και για τις περιπέτειες που με έμπλεξαν οι γυναίκες τους και για όλα όσα συνέβησαν πριν την απαγωγή μου.
- Είμαι σίγουρος, λέει ο Μάνος, ότι η απόπειρα βιασμού της Κατερίνας, έγινε για να φέρουν το Δημήτρη στο νησί. Προφανώς είχαν σκοπό να σε βγάλουν από τη μέση. Έτσι, τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε μάρτυρες.
Σε λίγο άρχισα πάλι να νυστάζω. Έπεσα και κοιμήθηκα μετά από ένα ηρεμιστικό που μου είπαν να πάρω οι γιατροί. Ο Μάνος με τη μάνα μου και τον κ. Κώστα πήγαν στο τμήμα. Εκεί ήταν κι ο Θωμάς. Ο ξάδερφος του καπετάν Κώστα. Μόλις τους είδε μαγκώθηκε. Ο Μάνος του έδειξε την ταυτότητά του και ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες για τον συμβάν. Εκείνος είπε ότι δεν ήξερε τίποτα. Έφυγαν, αφού ο Μάνος του κατήγγειλε όσα είχα συμβεί σε μένα. Και μάλιστα η τελευταία κουβέντα του ήταν ότι πλέον θα μιλάει μόνο με την εισαγγελία, και θα ζητήσει να διεξαχθεί έρευνα.
Ξημέρωσε, ήμουν εξαντλημένος ακόμα. κοιμόμουν. Ένιωσα ένα τρυφερό χάδι. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την Κατερίνα να μου χαρίζει το πιο όμορφο χαμόγελο του κόσμου. Γύρισε και κοίταξε γύρω. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στα χείλη.
- Καλημέρα αγάπη μου!
- Καλημέρα καλή μου! είπα και ανταπέδωσε με ένα ακόμα φιλί στο στόμα.
- Πώς αισθάνεσαι σήμερα;
- Καλύτερα. Αρκετά καλύτερα. Βέβαια πονάω όταν κάνω απότομες κινήσεις.
- Πρέπει να ξεκουραστείς. Ο κ. Μάνος με τον μπαμπά μου είναι σπίτι. Μάλλον μας βλέπω να φεύγουμε νωρίτερα από το νησί.
- Αυτό θα είναι ευχάριστο. Έτσι θα σε βλέπω πιο συχνά.
Οι μέρες πέρασαν. Εμείς γυρίσαμε στην Αθήνα. Έπρεπε να βγάλω πέρα τις υποχρεώσεις στη σχολή μου. Κατά το τέλος του Μάρτη η Κατερίνα μου τηλεφώνησε.
- Έλα Δημήτρη μου, πού είσαι;
- Στη σχολή είμαι, Κατερίνα μου, εσύ τι κάνεις μωρό μου;
- Εγώ στην Αθήνα είμαι. Ο μπαμπάς νοίκιασε σπίτι και ήρθα με τη μαμά. Αργά την άνοιξη, αρχές καλοκαιριού θα έρθει κι εκείνος.
- Τέλεια γλυκιά μου! Πότε θα σε δω;
- Λέω απόψε κιόλας.
Κι έτσι έγινε. Δώσαμε ραντεβού στο Σύνταγμα. Πήγαμε βόλτα στο Θησείο. Περάσαμε υπέροχα. Ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Το βράδυ χωριστήκαμε και κανονίσαμε να βρεθούμε πάλι τη μεθεπόμενη. Η Κατερίνα έμενε στο Περιστέρι και εγώ στο Παγκράτι, στο σπίτι του Μάνου. Ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα που είχε. Στην αρχή ήθελα να μείνω μόνος μου, αλλά ο Μάνος δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. Εγώ άρχισα να παίρνω κάποια μικρά μερεμέτια, βαψίματα, και μικροεπισκευές. Είχα και μια αποθήκη του κ. Μάνου στο υπόγειο, και την έκανα δική μου σχεδόν, μιας και έβαζα τα εργαλεία μου εκεί. Ήθελα να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος. Μια ημέρα που πίναμε το καφέ μας με το Μάνο οι δυο μας, μου είπε.
- Μα γιατί, βρε Δημήτρη μου, τώρα ασχολείσαι με αυτά τα πράγματα; Εγώ είμαι εδώ. Ξέρεις ότι σε έχω σαν παιδί μου. Δεν είναι ανάγκη να δουλεύεις;
- Κύριε Μάνο δε μπορώ να μην το κάνω. Πάντα ήθελα να είμαι ανεξάρτητος. Από τότε που τελείωσα το Δημοτικό δούλευα και έβγαζα το χαρτζιλίκι μόνος μου, κι όχι μόνο.
- Το ξέρω και χαίρομαι για σένα. Λίγοι είναι τόσο προκομμένοι όσο εσύ. Πάντως να ξέρεις ότι όποια βοήθεια και να θελήσεις να μη διστάσεις να μου τη ζητήσεις, εντάξει;
- Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι η κουβέντα κύλησε χαλαρά μεταξύ μας.
- Την άνοιξη το σπίτι θα χρειαστεί βάψιμο. Σε δυο σαββατοκύριακα θα το έχουμε έτοιμο.
- Κοίτα τα μαθήματά σου παιδί μου, θα φέρω ένα συνεργείο.
- Όχι, δεν θα το κάνετε αυτό. Να έχετε το μάστορα στα πόδια σας και να πάρετε άλλον; Προσβολή.
Εκεί γέλασε. Σε λίγο φάνηκε κι μάνα μου. Μόλις γύρισε απ' έξω. Είχε πάει για ψώνια. Ήρθε μαζί μας στο σαλόνι. Καθίσαμε και τα λέγαμε.
- Δημήτρη το ήξερες ότι η κ. Μαρία κι η Κατερίνα ήρθαν στην Αθήνα; Ο Κώστας θα έρθει σε λίγους μήνες, είπε η μάνα μου.
- Ναι, το ήξερα μητέρα. Μου το είπε η Κατερίνα. Μάλιστα με την Κατερίνα συναντηθήκαμε ήδη. Θα ξαναβρεθούμε αύριο.
- Ωραία, αυτό είναι καλό μιας κι ο Κωστής το ήθελε από χρόνια αυτό, είπε ο Μάνος.
Την επομένη πήγα στη σχολή. Ένας φίλος μου, ο Μάκης, θα έφευγε για το χωριό του. Τον παρακάλεσα να μου δώσει τα κλειδιά της γκαρσονιέρας του. Μου τα έδωσε χωρίς κουβέντα. Είμαστε πολύ φίλοι. Είμαστε στον ίδιο κλάδο και βοηθούσε ο ένας τον άλλον αρκετές φορές.
Το απόγευμα συναντηθήκαμε με την Κατερίνα στο Σύνταγμα. Πήγαμε για έναν καφέ. Εκεί της είπα για τα κλειδιά του Μάκη. Συμφώνησε να πάμε. Χωρίς καθυστέρηση φύγαμε. Πήραμε ένα ταξί και σε λίγη ώρα ήμαστε εκεί.
Με το που μπήκαμε μέσα αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Μείναμε μισόγυμνοι κι αγκαλιασμένοι. Σε μια στιγμή μου ζήτησε να πάει στο μπάνιο. Βγήκε και μπήκα κι εγώ. Έπεσε στην αγκαλιά μου και με φιλούσε. Τη σήκωσα στα χέρια μου και την πήγα στο κρεβάτι. την ξάπλωσα και άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη φιλάω στα ωραία της βυζιά. Η Κατερίνα αναστέναζε από καύλα. Κατέβηκα προς την κοιλιά της με τη γλώσσα μου.
Η Κατερίνα αφέθηκε εντελώς. Προχώρησα στο μουνί της που το είχε ξυρισμένο. Είχε αφήσει ένα τριγωνάκι μόνο στο πάνω μέρος. Πέρασα τη γλώσσα μου από πάνω στα μουνόχειλά της. Αναστέναζε. Ύστερα με τη γλώσσα μου άρχισα απαλά να γλείφω τη μύτη της κλειτορίδας της. Άρχισα να την παίζω πιο έντονα, να τη ρουφάω. Άνοιξε τα πόδια της. Έχωσα τη γλώσσα μου ανάμεσα στα μουνόχειλά της, μέσα της και άρχισα το πάνω κάτω. Βογκούσε και φώναζε από καύλα.
Ο Πούτσος μου είχε γίνει σκληρός. Της σήκωσα λίγο κι άλλο τα πόδια και τον έβαλα σιγά σιγά μέσα της. Είχαμε να το κάνουμε από τις περιπέτειες του Γενάρη. Τότε που με χτύπησαν. Ήταν στενή πολύ. Άρχισα να μπαινοβγαίνω αργά. Τη φιλούσα και με φιλούσε στο στόμα.
- Σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου! Σε λατρεύω!
- Κι εγώ, αγόρι μου, καρδιά μου.
Σε λίγο έφτασε σε οργασμό. Εγώ με το ζόρι κρατιόμουν. Όταν ένιωσα ότι τελείωσε τον έβγαλα και έχυσα πάνω στην κοιλιά της. Όλη η πρώτη φορά κράτησε λίγο. Δε γινόταν να κρατηθώ περισσότερο. Ξαπλώσαμε δίπλα δίπλα.
- Δεν ξέρεις μωρό μου πόσο χαρούμενο με κάνεις! Όλα μου είναι πιο όμορφα γύρω μου.
- Κι εγώ μωρό μου είμαι ευτυχισμένη. Θα είμαστε μαζί.
- Θέλω να διαβάζεις. Θυμάσαι τι είπαμε. Θα ήταν ευτυχία να περνούσες στη Γεωπονική κι εσύ· μια και αρέσει και σε σένα.
- Ναι, θα ήταν υπέροχο. Θα είμαστε κάθε μέρα μαζί είπε με ένα χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό της και έλαμπε.
Σε λίγο αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Με ξάπλωσε ανάσκελα και έπεσε πάνω μου και άρχισε να μου τον παίρνει στο στόμα. Τον έβαζε μισό μέσα της. Το έκανε με τόσο αισθησιασμό! Κατέβηκε και άρχισε να φιλάει τα αρχίδια μου. Ύστερα με καβάλησε. Κάθισε πάνω μου και τον πήρε με τη μία μέσα. Στην αρχή οι κινήσεις της ήταν αργές, γεμάτες ένταση και πάθος. Την έβλεπα που έκλεινε τα μάτια της σηκώνοντας λίγο το κεφάλι της. Τον απολάμβανε. Μέσα της. Αυτό κράτησε λίγα λεπτά. Επιτάχυνε σε ένα ρυθμό που βόλευε την ίδια. Ήρθε σε μια έκσταση θα έλεγα. Έχυνε με ένα δυνατό οργασμό. Όταν τελείωσε έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλά. Δε σταμάτησα τις κινήσεις. Σε κάθε χώσιμο του πούτσου μέσα της ριγούσε. Οι ρώγες της πεταγμένες έξω από την καύλα. Μείναμε λίγο ακόμα έτσι. Ύστερα τη σήκωσα στα τέσσερα. Πήγα πίσω της. Τον έχωσα με τη μία βαθιά. Η θέα το γυμνασμένου κώλου της με εξίταρε. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά κρατώντας την από τη μέση.
- Ξέσκισέ με αγόρι μου! Έτσι δυνατά θέλω! Είπε μέσα στον παροξυσμό της καύλας.
- Θα στο ξεσκίσω στον πούτσο το μουνάκι σου μωρό μου!
Οι αναστεναγμοί και από τους δύο δυνατοί. Σε λίγο έφτασα στην κορύφωση. Τον έβγαλα και έχυσα πάνω στον όμορφο κώλο της. Όσο έχυνα έτριβα τον πούτσο μου στη σούφρα της. Της άρεσε. Ξαπλώσαμε λαχανιασμένοι. Την πήρα αγκαλιά και άρχισα να τη φιλάω τρυφερά στο στόμα.
- Σε λατρεύω!
- Κι εγώ άντρα μου! Σ’ αγαπάω πολύ.
Με την Κατερίνα βρισκόμαστε τακτικά. Από κάποια στιγμή και μετά ερχόταν στο σπίτι μου και έμεινε. Ο δεσμός μας πια ήταν φανερός στους δικούς μας. Μπήκε στο χορό της προετοιμασίας για τις πανελλήνιες. Το περισσότερο καλοκαίρι το πέρασε στην Αθήνα. Οι δικοί μου πήγαν στο νησί για διακοπές. Ήταν κι η κυρία Κατίνα. Ο Μάνος τη συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτήν τη γυναίκα. Ήξερε το πόσο μας βοήθησε.
Τον Αύγουστο η Κατερίνα με τους δικούς της πήγαν διακοπές στη Λευκάδα για δέκα μέρες. Ήταν ο τόπος καταγωγής του κ Κώστα. Εγώ πήγα στο νησί με τη μάνα μου και το Μάνο. Μόλις γύρισαν από την Λευκάδα, η Κατερίνα ήρθε στο νησί για τρεις μέρες. Μόνη της. Εκεί περάσαμε τρεις υπέροχες μέρες μέσα στην ευτυχία. Διασκέδαση, έρωτα, θάλασσα. Περάσαμε τέλεια. Φύγαμε όλοι μαζί για την Αθήνα.
Είχα κανονίσει να γυρίσω πίσω το σαββατοκύριακο για να βάψω το σπίτι της κυράς Κατίνας. Κι έτσι έγινε. Με το που έφτασα στη Χώρα του νησιού πήγα και πήρα τα χρώματα και τα εργαλεία. Η κα Κατίνα με περίμενε. Είχε μαγειρέψει μια καταπληκτική ψαρόσουπα. Αφού φάγαμε άρχισα δουλειά. Μέχρι το βράδυ είχε βγει η περισσότερη δουλειά.
Το βράδυ βγήκα μια βόλτα στην παραλία. Μόνος μου. Πήγα σε ένα παραλιακό μαγαζί. Πήρα μια μπύρα και καθόμουν και κοίταζα προς τη θάλασσα. Ξαφνικά βλέπω το Θανάση και το Νίκο να κάθονται σε ένα τραπέζι πιο πέρα. Δεν τους έδωσα σημασία. Είχα σκοπό να πιω μια δυο μπύρες και να πάω για ύπνο. Έπρεπε να τελειώσω, αλλά και να βοηθήσω την κα Κατίνα να συμμαζέψει. Ιδιαίτερα με τη μετακίνηση των επίπλων. Οι μάγκες έριχναν πότε πότε λοξές ματιές. Εκείνοι είχαν περάσει κι οι δύο στην Αθήνα. Σπούδαζαν ναυτιλιακά. Αφού ήπια και την άλλη μπύρα μου, σηκώθηκα και έφυγα σιγά σιγά. Ο δρόμος περνούσε αναγκαστικά έξω από το σπίτι του Θανάση. Ξαφνικά ακούω πίσω μου μια φωνή.
- Μούλε! Μπάσταρδε!
Γυρίζω πίσω και του βλέπω να έρχονται κατά πάνω μου. ο Θανάσης όρμησε να με χτυπήσει. Στην πρώτη προσπάθεια απέφυγα το χτύπημα. Τον άρπαξα αμέσως από το λαιμό και τον πέταξα κάτω στη γωνιά στο κράσπεδο. Προφανώς χτύπησε. Ύστερα άρπαξα τον Νικολάκη και του έδωσα κάποιες στο πρόσωπο. Τραβήχτηκε πίσω. Έπιασα τον Θανάση και του έχωσα μια γροθιά που του μάτωσε τη μύτη. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε η μάνα του.
- Τι κάνεις εκεί βρε αλήτη! Γιατί χτυπάς το παιδί μου;
- Τι λες μωρή πουτάνα; Αυτοί μου επιτέθηκαν στα καλά καθούμενα. Στο διάολο όλοι σας!
- Θα δεις βρε μπάσταρδε τι θα σου κάνω… είπε η Ντίνα μέσα στα νεύρα της βλέποντας το γιο της σε τέτοιο χάλι.
- Ότι μου έκανες και στην αποθήκη βρε πουτάνα! Απάντησα με θυμό. Θυμάσαι τα γαμήσια μας; είπα και γύρισα και έφυγα με γρήγορο βήμα.
Την άλλη μέρα μόλις τελείωσα τις δουλειές έφυγα για την Αθήνα με το επόμενο πλοίο. Στην Αθήνα δεν είπα τίποτα, ούτε στην Κατερίνα ούτε και στο σπίτι μου για τα επεισόδια με τους μαλάκες. Η Κατερίνα άρχισε τα εντατικά μαθήματα με τα φροντιστήρια. Ο καιρός περνούσε και εγώ αφοσιώθηκα στα μαθήματά μου. Διάβαζα κι ήμουν τακτικός και συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Ταυτόχρονα δούλευα πού και πού για να έχω δικά μου χρήματα και να κινούμαι με άνεση. Αυτό έδειχναν να το καμαρώνουν η μάνα μου με το Μάνο. Με την Κατερίνα βρισκόμασταν συχνά. Φρόντιζα να την αποφορτίζω από το άγχος της προετοιμασίας, και το έκανα με μεγάλη επιτυχία. Οι δικοί της το καταλάβαιναν αυτό και έδειχναν να το εκτιμάνε.
Ο καιρός των εξετάσεων έφτασε. Εγώ σημείωνα καλή πρόοδο στη σχολή μου. Μάλιστα είχα άριστες σχέσεις με τους περισσότερους καθηγητές. Η Κατερίνα έδωσε και σημείωσε καλή βαθμολογία, περνούσε σε αρκετές σχολές, σύμφωνα με τις προβλέψεις. Τη μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα πήγα στο σπίτι και την πήρα να βγούμε έξω. Πήγαμε με κάτι άλλους φίλους μου που κι αυτοί συνόδευαν τις κοπέλες τους. Πήγαμε σε ένα μαγαζί στη Γλυφάδα.
- Ώστε εσύ ήσουν Κατερίνα μου η αιτία που ο Δημήτρης δεν ενέδωσε στο φλερτ από αρκετές φοιτήτριες! Είπε η Γωγώ, που την ήξερα πολύ καλά. Και εδώ που τα λέμε είχε απόλυτο δίκιο.
- Ώστε φλερτ, Δημητράκη;… είπε η Κατερίνα θέλοντας να με πειράξει. Κανόνισε να σου βγάλω τα μάτια.
Η βραδιά κύλισε υπέροχα. Το βράδυ η Κατερίνα ήρθε σπίτι μου. Μόλις ξαπλώσαμε αρχίσαμε τα φιλιά και τις αγκαλιές. Σε λίγο ήμαστε γυμνοί. Ο πούτσος μου είχε σηκωθεί. Γύρισε την πλάτη και σήκωσε το δεξί της πόδι πάνω στο δικό μου λυγισμένο. Έτσι μπορούσα να μπαίνω καλύτερα μέσα της. Μπήκα με τη μία. Άρχισα να τη γαμάω. Το μουνί της είχε γεμίσει υγρά. Ο κώλος της είχε γίνει μούσκεμα από τα καυλόνερα του μουνιού της. Η Κατερίνα ήταν πολύ καυλωμένη. Έχυσε δυνατά στα πρώτα τέσσερα με πέντε λεπτά. Όσο τη γαμούσα της έβαζα το δάχτυλο στην κωλοτρυπίδα. Συνέχισα λόγο ακόμα. Τον έβγαλα και τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της. Τον έσπρωξα σιγά σιγά. Μπήκα μέσα της. το πουτσοκέφαλο μόνο. Άρχισα να τη γαμάω. Αργά. Ίσως πονούσε, δεν μου το είπε. Όμως το καταλάβαινα. Ήμουν πολύ προσεκτικός. Σε λίγο δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Έχυσα μέσα της, δυνατά και πολλά χύσια. Με τα χύσια μου ο πούτσος μου γλιστρούσε καλύτερα. Τον έβαλα λίγο πιο μέσα της. Σε λίγο βγήκα.
- Αυτό σου το φύλαγα για τη σημερινή μέρα.
- Σ’ αγαπάω! Ήταν η απάντησή της.
Κοιμηθήκαμε ως αργά την άλλη μέρα. Σηκώθηκε πρώτη η Κατερίνα. Κάθισε με τη μάνα μου στο σαλόνι και πίνανε καφέ. Ο Μάνος έφυγε νωρίς για το γραφείο. Σε λίγο σηκώθηκα κι εγώ. Κάθισα μαζί τους.
- Δεν θα πας στη σχολή σήμερα με ρώτησε η μάνα μου;
- Θα πάω αργότερα. Έχω εργαστήριο σήμερα.
- Εγώ θα φύγω σε λίγο. Θα πρέπει με το μπαμπά να πάμε στο φροντιστήριο για να δούμε τις σχολές.
- Τι σκοπεύεις Κατερίνα; Ρώτησε η μάνα μου.
- Την ίδια σχολή με το Δημήτρη. Έτσι θα είμαστε μαζί. Εξάλλου μου αρέσει πολύ ο κλάδος. Έχει αρκετό ενδιαφέρον.
Η Κατερίνα έφυγε για το σπίτι της. Όταν τέλειωσε το μηχανογραφικό, ήρθε και έμενε σε εμένα για λίγες μέρες. Τον Αύγουστο η μάνα μου θα πήγαιναν με το Μάνο διακοπές στην Κρήτη. Εγώ είχα κανονίσει με την Κατερίνα να πάμε στο νησί. Θα μέναμε στης κας Κατίνας. Δεν ξέρω, παρ' όλα τα βάσανα που πέρασα σε αυτό τον τόπο, που πολλές φορές τον καταριόμουν, με τραβούσε η φυσική ομορφιά του. Τον ίδιο ένιωθε και Κατερίνα. Οι γονείς της επίσης θα πήγαιναν στην Λευκάδα μιας και ήταν καλεσμένοι και σε ένα γάμο.
Τις μέρες που ήμαστε στο νησί ζήσαμε τον απόλυτο έρωτά μας. Η κα. Κατίνα μας έβλεπε και μας καμάρωνε.
Μια μέρα κατέβηκα μόνος μου στην αγορά να κάνω κάτι ψώνια. Η Κατερίνα θα μαγείρευε και για την κα Κατίνα και θα συναντιόμαστε στο ψιλικατζίδικο. Ύστερα θα πηγαίναμε για μπάνιο. Στο δρόμο συνάντησα την κα. Ειρήνη και τη Ντίνα. Έκανα πως δεν τις είδα.
- Δημήτρη! Μου φώναξε σε μια στιγμή η Ντίνα.
Γύρισα.
- Μπορώ να σου πω;
- Τι θέλετε κα. Ντίνα; Η προηγούμενη συνάντησή μας δεν ήταν και τόσο πολιτισμένη, αν θυμάστε. Και μετά από αυτό που προσπάθησε ο άντρας σας να κάνει σε μένα, δε νομίζω ότι έχουμε κάτι να πούμε.
- Ηρέμησε βρε Δημήτρη, είπε η κα. Ειρήνη με ένα ήρεμο και χαμογελαστό τρόπο. Δεν έρχεσαι από το σπίτι στο χωριό να τα πούμε και να λύσουμε και την παρεξήγηση; Είπε με ένα ύφος όλο υπονοούμενα. Θα είναι και η Δώρα με τη κα. Γωγώ εκεί, και μου έκλεισε και το μάτι.
- Να λείπει το βύσσινο. Τώρα είμαι με την κοπέλα μου και είμαι ευτυχισμένος. Κοιτάξτε να βρείτε την ευτυχία σας μέσα στο σπίτι σας και στους δικούς σας. Την καλημέρα μου κυρίες μου. Είπα και τράβηξα το δρόμο μου.
Δεν ξέρω τι είπαν οι δυο τους μετά από αυτό. Πήγα στο ψιλικατζίδικο που ήταν πιο κάτω. Η κα. Κατίνα που ήταν έξω στο δρόμο εκείνη τη στιγμή, με κοίταξε περίεργα.
- Έλα μέσα, παιδί μου!
Μπήκαμε.
- Τι σου είπαν οι παρδαλές;
Και της εξιστόρησα τον σύντομο διάλογο. Της ζήτησα να μην πει τίποτα στην Κατερίνα και τη στενοχωρήσουμε.
- Την αγαπάς πολύ, αλλά πρέπει να μιλάτε μεταξύ σας, αν θέλετε να πάτε μπροστά οι δυο σας.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Κατερίνα και άκουσε την τελευταία φράση της κας Κατίνας. Η κα Κατίνα της είπε αμέσως την αλήθεια.
- Κατάλαβες κοπέλα μου τι λεβέντη ερωτεύτηκες;
- Μα γι’ αυτό τον ερωτεύτηκα, γιατί είναι καλός άνθρωπος… ε και γι’ αυτό, διόρθωσε αμέσως μετά.
Με την Κατερίνα πήγαμε για μπάνιο. Ύστερα για φαγητό στο σπίτι με την κα. Κατίνα. Οι μέρες πέρασαν μέσα στις γλύκες, χαλαρά, ήρεμα. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Σε λίγο έβγαιναν τα αποτελέσματα. Την μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα η Κατερίνα με πήρε στο τηλέφωνο.
- Δημήτρη μου, αγάπη μου, μάντεψε πού πέρασα;
- Πού; Είπα αν και υποπτευόμουν.
- Στην ίδια σχολή με σένα. Δεν είναι τέλειο; Θα είμαστε μαζί μωρό μου!
- Αυτό είναι το πιο ωραίο νέο που θα μπορούσα να ακούσω. Θα σε δω σήμερα;
- Σίγουρα. Θα μιλήσουμε και πιο μετά.
Μετά από μένα, πήρε η μητέρα μου με τον Μάνο το τηλέφωνο και μίλησαν κι εκείνοι. Το βράδυ ο κ. Κώστας μας κάλεσε όλους να βγούμε να φάμε, μιας και ήταν με το Μάνο πολύ παλιοί φίλοι.
Βγήκαμε σε ένα παραλιακό εστιατόριο στο μικρολίμανο όλοι μαζί. Εκείνοι μετά το φαγητό παρήγγειλαν κι άλλο κρασί. Εγώ πήρα την Κατερίνα και πήγαμε βόλτα οι δυο μας. Περπατούσαμε αγκαλιασμένοι κι ευτυχισμένοι στην παραλία. Είχε ένα γεμάτο φεγγάρι. Ήμαστε τόσο ευτυχισμένοι. Αργότερα φύγαμε για το σπίτι. Η Κατερίνα ζήτησε την άδεια από την μάνα της να έρθει σε μένα. Στην αρχή η κα Μαρία δίστασε, αλλά ύστερα έδωσε το ΟΚ. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που θα κοιμόταν μαζί μου η Κατερίνα. Ο δεσμός μας εξάλλου δεν ήταν κάτι κρυφό. Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, δεν κοιμηθήκαμε καθόλου. Το περάσαμε μέσα στις αγκαλιές, τα χάδια, τα φιλιά και τον έρωτα. Με την Κατερίνα όποτε το κάναμε ήταν σαν να πετούσαμε στους ουρανούς.
Ήρθε ο καιρός. Η Κατερίνα άρχισε τη σχολή. Δεν υπήρχε μέρα να μην συναντιόμαστε, γεγονός που μας έκανε πολύ ευτυχισμένους και τους δυο. Είχαμε βάλει σκοπό να τελειώσουμε στο χρόνο μας το πανεπιστήμιο. Από εκεί και πέρα θα βλέπαμε τι θα κάναμε.
Ήταν Γενάρης. Εγώ συνέχιζα να κάνω μικροδουλειές σε σπίτια, όπου έβρισκα, προκειμένου να έχω δικό μου χαρτζιλίκι, αν και από το Μάνο δεν είχα κανένα παράπονο. Καθόμουν και περίμενα το λεωφορείο στη στάση έξω από την Σχολή. Εκείνη την ημέρα η Κατερίνα ήταν στο σπίτι μια κι ήταν λίγο άρρωστη. Καθώς περίμενα με πλησιάζει μια φοιτήτρια, την οποία δε γνώριζα. Ήταν μια εμφανίσιμη ξανθιά κοπέλα.
- Καλημέρα, μου λέει.
- Καλημέρα, της απαντάω.
- Είμαι η Βούλα.
- Χαίρω πολύ, Δημήτρης, της συστήθηκα.
- Να σε ρωτήσω, έμαθα ότι ασχολείσαι τον ελεύθερο χρόνο σου με μερεμέτια, ή κάνω λάθος; Το αγόρι της Κατερίνας δεν είσαι;
- Ναι, σωστά, δεν κάνεις λάθος. Γιατί ρωτάς Βούλα;
- Κοίτα ψάχνω κάποιον που να μπορεί να μου βάψει λίγο το μπαλκόνι. Ένα άσπρισμα μόνο, μη φανταστείς και τίποτα ιδιαίτερο.
- Κοίτα, είναι Τετάρτη σήμερα, να το κάνουμε το Σάββατο;
- Κανένα πρόβλημα, δεν θα έπρεπε να το δεις από κοντά να πάρεις ό,τι χρειάζεται;
- Ναι, σωστά.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Το λεωφορείο ήρθε. Εγώ κατέβηκα στην Ομόνοια. Συνέχισα το δρόμο μου.
Το βράδυ πήγα στο σπίτι της Κατερίνας. Την βρήκα στο κακό χάλι. Κάθισα μέχρι αργά μαζί της. Εκεί της είπα για τη Βούλα.
- Ποια Βούλα βρε Δημήτρη; Δεν ξέρω καμία Βούλα. Μπορεί να είναι καμιά από άλλο τμήμα και δεν τη θυμάμαι.
- Μπορεί, ίσως…
Την άλλη μέρα τηλεφωνηθήκαμε με τη Βούλα. Κανονίσαμε να πάω στο σπίτι της. Πήγα. Έμενε στου Γκύζη. Σε ένα μεγάλο άνετο δυάρι. Έμενε με το φίλο της, όπως μου είπε. Με το που πήγα βγήκα και είδα το μπαλκόνι. Δεν ήθελε ιδιαίτερη δουλειά. Το είδα ως ευκαιρία να πάρω κάποια χρήματα ξεκούραστα. Καθίσαμε στο σαλόνι.
- Να φτιάξω καφέ;
- Και δεν κάνεις; Εγώ θα σου γράψω τα υλικά σε ένα χαρτί, όσο εσύ φτιάχνεις τους καφέδες.
- Εντάξει, κάνε τη δουλειά σου Δημήτρη, είπε κι έφυγε για την κουζίνα.
Εγώ έγραψα ότι υλικά χρειαζόταν στο χαρτί και καθόμουν και χάζευα. Μπήκε με τους καφέδες και σε ένα πιάτο είχε κάτι μπισκότα. Κάθισε απέναντί μου χαμογελαστή και άρχισε να μου μιλάει για το σπίτι, που της αρέσει η διακόσμηση.
Καθώς μου μιλούσε ένιωσα να θαμπώνουν όλα γύρω μου. Είχα πιει το καφέ μου. Από μια στιγμή και μετά δεν θυμάμαι τίποτα.
Συνήλθα αργά το απόγευμα σε ένα παγκάκι σε μια πλατεία. Το κεφάλι μου βαρύ. Κάποιοι περαστικοί περνούσαν και με κοίταζαν περίεργα. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εκεί. Έμεινα πάνω από ώρα προσπαθώντας να μαζέψω το νου μου, να καταλάβω τι έγινε. Ήμουν ζαλισμένος. Σηκώθηκα σε κάποια στιγμή προσπαθώντας να περπατήσω. Ένιωθα το σώμα μου βαρύ. Σε μια στιγμή έβαλα το χέρι μου στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν. Το πορτοφόλι ήταν εκεί, τα χρήματα ήταν εκεί. Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει.
Πέρασε ένα κύριος ηλικιωμένος.
- Με συγχωρείτε κύριε; Ποιο μέρος είναι εδώ; Ρώτησα.
Εκείνος με κοίταξε περίεργα.
- Στην πλατεία στο Γκύζη είσαι νεαρέ μου;… τι θέλεις;
- Να βγω σε ένα κεντρικό δρόμο να πάρω ταξί.
Μου έδειξε ένα δρόμο που έβγαζε στην Αλεξάνδρας. Τον περπάτησα με τα πόδια. Παραπατούσα, αλλά το είχα ανάγκη. Μου φάνηκε ατέλειωτος. Βγήκα στη Λεωφόρο. Σταμάτησα ένα ταξί και έδωσα τη διεύθυνσή μου.
Έφτασα στο σπίτι. Με το που μπήκα έπεσα στον καναπέ. Ύστερα σηκώθηκα. Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα. Το είχα έννοια μου να μη με δει η μάνα μου κι Μάνος σε αυτό το χάλι. Έπεσα στο κρεβάτι. Αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα την άλλη μέρα το μεσημέρι. Η μάνα μου ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε μεσημεριανό.
- Δημήτρη μου, θα πιεις καφέ να σου κάνω;
- Ναι, μαμά, φτιάξε μου.
Πήγα στο μπάνιο. Μπήκα στη ντουζιέρα και πλύθηκα αρκετή ώρα. Είχα συνέρθει. Προσπαθούσα να βγάλω άκρη, αλλά δεν θυμόμουν τίποτα πέρα από τον καφέ. Κάθισα ήπια τον καφέ μου και στη συνέχεια πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα. Ήταν ήδη στη σχολή. Κανονίσαμε να βρεθούμε εκεί.
Έφτασα στη σχολή. Περίμενα στο διάδρομο που συνήθως συναντιόμαστε. Δεν ήταν εκεί.
- «Θα έρθει», σκέφτηκα. «Κάτι θα έγινε»
Σε κάποια στιγμή παίρνω ένα μήνυμα.
«Κοίτα, Δημήτρη, μην με περιμένεις άδικα. Δε θα έρθω στο ραντεβού, ούτε και σε κανένα πια. Είσαι ένας ψεύτης και τίποτα άλλο. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα. Έλεγα ότι διαφέρεις από τους άλλους, αλλά έπεσα έξω»
Έμεινα κόκαλο. Σε λίγο έλαβα μια φωτογραφία στο κινητό μου. Ήμουν εγώ γυμνός και μια γυναίκα γυμνή από πάνω μου. Έμοιαζε ότι κάναμε έρωτα. Έμεινα να κοιτάζω τη φωτογραφία σα χάνος. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Αν δεν ήμουν εγώ, θα έλεγα ότι όντως είναι αληθινή.
Βγήκα από τη σχολή. Περπάτησα όλη την Ιερά οδό μέχρι την Πειραιώς. Έφτασα στο σπίτι με τα πόδια. Στο δρόμο παραμιλούσα. Δεν ήξερα τι έγινε. Κόντευα να τρελαθώ.
Μπήκα στο σπίτι. Είπα μια ξερή καλησπέρα και πήγα στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσα. Πήρα την Κατερίνα τηλέφωνο. Μου το έκλεισε κατάμουτρα. Της έστειλα ένα μήνυμα ότι πρέπει να βρεθούμε. Δεν απάντησε. Τότε της έστειλα άλλο ένα που της έλεγα τα πράγματα όπως τα βίωσα, όπως τα θυμόμουν. Ύστερα από πολύ ώρα πήρα ένα μήνυμα:
«Η φωτογραφία τα λέει όλα από μόνη της. Δε με παραξενεύει. Από το σώμα της φαίνεται ότι πρόκειται για ηλικιωμένη. Δεν ξέρω ποια είναι. Αλλά δεν με παραξενεύει. Εξάλλου συνηθισμένος είσαι στα ώριμα φρούτα. Έπρεπε να το περιμένω. Μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Τελειώσαμε Δημήτρη! ΤΕΛΟΣ»
Έμεινα κόκαλο. Πιάνω το κινητό μου και παίρνω τηλέφωνο τη Βούλα. Έπρεπε να μάθω την αλήθεια. Κι ο μόνος τρόπος ήταν να βρω τη Βούλα. Το τηλέφωνό της όμως κλειστό.
Ξανακοίταξα τη φωτογραφία που μου έστειλε η Κατερίνα. Παρατήρησα ότι η γυναίκα αυτή είχε μαύρα μαλλιά όπως είχε η Ειρήνη. Ναι, πρέπει να ήταν αυτή. Δε γίνεται. Δε μπορεί. Αλλά από πού κι ως πού; Κι έπειτα η Βούλα μου είπε ότι ήξερε την Κατερίνα. Αλλά η Κατερίνα δεν ήξερε καμιά Βούλα. Όλα έμπλεκαν σε ένα μυστήριο μέσα στο μυαλό μου, ένα δύσκολο γρίφο. Και από την άλλη, μόνος. Κι έπρεπε μόνος μου να βρω τι έγινε.
Οι μέρες περνούσαν. Η Κατερίνα δε μου μιλούσε πια. Όποτε με έβλεπε στο πανεπιστήμιο άλλαζε δρόμο. Υπέφερα πολύ. Ήμουν σε απόγνωση. Μου ερχόταν να τρελαθώ. Ήρθε Φλεβάρης. Στη σχολή να πιέζομαι να τελειώσω κάποιες υποχρεώσεις και να έχω διάβασμα. Κι από την άλλη να μην μπορώ να συγκεντρωθώ.
Μια μέρα είδα την Κατερίνα να είναι με μια παρέα στη στάση του λεωφορείου. Ένας συμφοιτητής της την φλέρταρε φανερά. Η ίδια ήταν κάπως διαχυτική μαζί του. Πλησίασα. Με είδε και μαζεύτηκε. Την πλησίασα.
- Καλησπέρα Κατερίνα. Τι κάνεις;
- Καλά Δημήτρη. Εσύ πώς είσαι;
- Καλά. Θέλω να σου πω κάτι.
- Άσ’ το καλύτερα Δημήτρη. Πάει τέλειωσε. Σε παρακαλώ!
- Ωραία! Απλά μια κουβέντα θα σου πω. Ότι την αλήθεια θα τη βρω. Και θα σου την παρουσιάσω με στοιχεία· ακόμα κι αν χρειαστεί να χυθεί αίμα. Ο μπάσταρδος έχει ψυχή κι είναι άνθρωπος με μπέσα μέσα του. Να το ξέρεις αυτό. Κατάλαβες. Γεια σου Κατερίνα. Ένα και μοναδικό μήνυμα θα λάβεις. Την αλήθεια. Μετά τράβα το δρόμο σου. Γεια σου…
και πέρασα απέναντι, στο ρεύμα για την Αθήνα. Σταμάτησα ένα ταξί και έφυγα. Δεν άντεχα να τη βλέπω. Μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. Δεν ξέρω η ίδια πώς ένιωσε. Ίσως και να με ξεπέρασε. Αλλά για το γαμώτο έπρεπε να φτάσω το μαχαίρι στο κόκαλο.
Οι δικοί μου αν και κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει με μένα και την Κατερίνα, δε με ρώτησαν από διακριτικότητα. Οι σχέσεις μου με τους γονείς της παρέμειναν καλές. Εξάλλου ο Μάνος με τον κ. Κώστα ήταν χρόνια φίλοι.
Το Πάσχα πλησίασε. Οι δικοί μου αποφάσισαν να πάνε στο νησί. Εγώ θα πήγαινα πιο μετά από εκείνους. Η μάνα μου έφυγε με το Μάνο την Μεγάλη Τρίτη. Έπρεπε η μάνα μου να ετοιμάσει το σπίτι της κυράς Κατίνας.
Ήταν Μ. Πέμπτη. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και πήρα τηλέφωνο την κα. Ειρήνη. Εκείνη έκανε πως χάρηκε στο τηλέφωνο. Όμως η φωνής της μου φάνηκε κάπως μαγκωμένη.
- Θα ήθελα να σε δω τώρα τις μέρες του Πάσχα, της είπα. Η Δώρα και η Γωγώ είναι καλά; Οι άντρες τους ταξιδεύουν ή όχι;
- Ο άντρας της Γωγώς είναι εδώ Δημήτρη. Αλλά της Ντίνας έχει φύγει, όπως και της Δώρας. Μόνο που η Δώρα θα πάει στη Θεσσαλονίκη να περάσει το Πάσχα.
- Τέλεια. Κι ακόμα πιο τέλεια να βρισκόμαστε οι τρεις μας με τη Ντίνα. Τι λες;
- Σύμφωνοι. Αλλά δεν ξέρω… η Ντίνα ίσως δεν θέλει. Μετά τα επεισόδια με τον άντρα της… Εγώ δεν έχω πρόβλημα και σου το έδειξα· ελπίζω κι εσύ μαζί μου.
- Ε, κάτσε να έρθω και θα δούμε. Στην τελική θα είμαι όλος δικός σου.
- Κι η μικρούλα;
- Τέρμα η μικρούλα. Δεν τα έβρισκα μαζί της. Έγινε και μια στραβή και χάλασε το πράγμα. Καλύτερα βέβαια. Με εκνεύριζε πολύ. Ησύχασα.
- Χαίρομαι που είσαι ρεαλιστής.
- Πάντα ήμουν. Και στο σεξ μου αρέσουν οι έμπειρες γυναίκες. Με σας, εννοώ τη Δώρα και τη Γωγώ, θυμάσαι τότε οι τρεις μας, έζησα το απόλυτο όνειρο. Και δεν μπορώ να πω· και με την Ντίνα στο υπόγειο ήταν φοβερό. Όταν την περίλαβα μισόγυμνη από πίσω ένιωσα πραγματικό αρσενικό.
- Τέτοια πες μου να ζηλεύω.
- Κοίτα, σίγουρα, αν το θέλεις και εσύ βέβαια, με σένα θα κάνω φάση. Πρέπει να βρούμε οπωσδήποτε την ευκαιρία. Ε, πες το με τρόπο και στη Ντίνα. Φίλες είστε. Δεν θα μας χάλαγε και λίγο παρεΐστικο. Μια χαρά πιστεύω ότι θα είναι. Να ξέρεις ότι έχω ξεχάσει ότι έγινε πριν ένα χρόνο. Δεν κρατάω κακία. Εξάλλου δικαιολογημένη ήταν η αντίδραση του άντρα της. Αλλά φταίτε και σεις. Δεν κρατάτε το στόμα σας κλειστό. Γιατί; Έπρεπε να μιλήσετε αριστερά και δεξιά; Τέλος πάντων. Σε κλείνω να κάνω ένα μπάνιο. Θα τα πούμε από κοντά.
- Θα σε περιμένω Δημήτρη μου. Θα κοιτάξω να πείσω και τη Ντίνα.
Κλείσαμε το τηλέφωνο. Καθόμουν και σκεφτόμουν. «Καλή ως σκέψη. Να μη στραβώσει όμως. Αλλά χέστηκα!» έλεγα από την άλλη. «Τι χειρότερο να συμβεί; Την Κατερίνα μου την έχασ, με τον πιο άδικο τρόπο. Δεν ξέρω αν θα ξαναγυρίσει ποτέ σε μένα. Απλά θέλω να της δείξω την αλήθεια και πόσο τίμιος ήμουν.»
Το απόγευμα έφυγα για το νησί. Με το που έφτασα νοίκιασα ένα μηχανάκι. Έπρεπε να μετακινούμαι ελεύθερα. Το βράδυ βγήκα να περπατήσω. Στο δρόμο συνάντησα πολλούς γνωστούς. Πήρα την κα Ειρήνη. Χάρηκε μόλις με άκουσε. Κανονίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι της μετά τις 12:00.
Πήγα… με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Καθίσαμε λόγο στην κουζίνα. Μου πρόσφερε ένα αναψυκτικό. Όπως έστριψε προς την πόρτα σε μια στιγμή την παρατήρησα από το πλάι. Τα μαλλιά της κοντά κομμένα στο ίδιο μήκος όπως και τη φωτογραφία. Ήμουν σίγουρος. Ήταν εκείνη πάνω μου. Αλλά έπρεπε να της αποσπάσω ομολογία.
Μόλις γύρισε προς εμένα, ήμουν όρθιος. Την αρπάζω και τη φιλάω με πάθος στο στόμα. Άρχισα να τη γδύνω. Την έπιασα στα χέρια μου και τη σήκωσα. Την πήγα στην κρεβατοκάμαρα.
Μπορεί πριν δύο χρόνια σχεδόν η πρωτοβουλία να ανήκε σε εκείνη, αλλά τώρα ήθελα το παιχνίδι να το οδηγήσω εγώ. Την ξάπλωσα και άρχισα να παίζω με τις ρώγες της που πετάχτηκαν από την καύλα. Κατέβηκα στο μουνί της και περίλαβα την κλειτορίδα της. αναστέναζε. Όσο της ρουφούσα κι πιπίλιζα την κλειτορίδα της τη γαμούσα με τα δύο δάχτυλα που της έχωσα μέσα. Την έκανα να χύσει μέσα σε λίγα λεπτά. Ύστερα της σήκωσα τα πόδια στους ώμους και καρφώθηκα μέσα της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Βογκούσαμε κι οι δυο από καύλα. Δεν άργησα να φτάσω στο τέλος. Έχυσα μέσα της δυνατά. Δε με ένοιαζε καθόλου αν το ήθελε ή όχι. Το ήθελα, το ποθούσα εγώ εκείνη τη στιγμή· κι αυτό έκανα.
Ξαπλώσαμε λαχανιασμένοι στο κρεβάτι. Πράγματι ένιωσα πολύ δυνατό οργασμό και το κατάλαβε. Γυρίσαμε στο πλάι και αγκαλιαστήκαμε. Τη φιλούσα λες τρυφερά στα χείλη λες και ήμαστε χρόνια ερωτευμένοι. Εκείνη είχε παραδοθεί εντελώς. Σε κάποια στιγμή πήγε να πει κάτι.
- Σ… Μη μιλάς σε παρακαλώ. Μη μου χαλάς τέτοια όμορφη στιγμή.
Σώπασε. Δεν είπε τίποτα. Με φίλησε και σφίχτηκε πάνω μου. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο να κατουρήσω. Είχε περάσει μία ώρα. Δεν πλύθηκα καθόλου. Γύρισα στο δωμάτιο. Την έπιασα και την έβαλα να γονατίσει μπροστά μου. Της τον έδωσα στο στόμα έτσι άπλυτος που ήταν.
- Δεν πλύθηκες καθόλου μωρέ;
- Μου αρέσουν οι μυρωδιές της καύλας…
της είπα και την πίεσα να μου τον πάρει βαθιά. Τον πήρε και άρχισε να με πιπώνει με πάθος. Την κρατούσα το κεφάλι και της το πίεζα. Τα μάτια της δάκρυσαν. Τον έβγαλα.
- Θέλω το κωλαράκι σου! Στήσου στα τέσσερα.
Υπάκουσε σαν σκλάβα. Τον κεντράρισα και άρχισα να πιέζω άγαρμπα.
- Πονάω, Δημήτρη μου! Άνοιξε το συρτάρι και βάλε λίγο τζελ. Θα μου τον ματώσεις έτσι.
Το έκανα, πήρα το τζελ και της τον λάδωσα για καλά. Τον έχωσα σιγά σιγά αυτή τη φορά. Μόλις μπήκε σχεδόν ο μισός, άρχισα το δυνατό σπρώξιμο. Σε λίγο η ψωλή μου χωνόταν ολόκληρη μέσα της και την ξέσκιζε κανονικά. Κράτησα αυτή τη στάση γύρω στο πεντάλεπτο.
Ύστερα ξάπλωσα ανάσκελα και την έβαλα να καθίσει ανάποδα πάνω μου. Κάθισε. Τον πήρε σιγά σιγά. Όσο τον έβλεπα που χώνονταν μέσα της με ερέθιζε περισσότερο. Άρχισε να χοροπηδάει. Σε λίγο έφτασε σε οργασμό. Έχυνε· το καταλάβαινα από τις σπασμωδικές κινήσεις. Συγκεντρώθηκα και τέλειωσα μαζί της χύνοντας στον κώλο της. Όταν τελείωσε ξάπλωσε ανάσκελα πάνω μου. Την κρατούσα από τα βυζιά και της τα χάιδευα.
Εκείνο το βράδυ δεν κάναμε τίποτα άλλο από το να γαμιόμαστε σαν τα σκυλιά, συνέχεια μέχρι το πρωί. Τη γάμησα σε όλες τις στάσεις που μου ερχόταν στον μυαλό. Κοντά στα χαράματα ετοιμάστηκα να φύγω.
- Επειδή απόψε δεν κοιμήθηκα, θα σε πάρω να συναντηθούμε ξανά. Δεν σε χορταίνω πουτανίτσα μου, κατάλαβες; Με τρελαίνεις!
Με φίλησε στο στόμα.
- Κι εσύ με τρελαίνεις αγόρι μου, σίγουρα θα τα ξαναπούμε.
- Και κανόνισε και με την Ντίνα να γίνει φάση. Μόνο φρόντισε να με ειδοποιήσεις. Θέλω να προετοιμαστώ κατάλληλα, να γεμίσω τις μπαταρίες καλά.
- Μείνε ήσυχος.
Έφυγα. Πήγα σπίτι. Έκανα ένα μπάνιο και ξεράθηκα μέχρι το απόγευμα. Το βραδάκι βγήκαμε να φάμε μετά τον Επιτάφιο. Ήταν μαζί μας και η κυρά Κατίνα.
- Δημήτρη μου, μού λέει σε μια στιγμή, Με την Κατερίνα τι γίνεται;
- Τέρμα κα Κατίνα. Δεν τα βρίσκαμε και το τελειώσαμε.
- Κρίμα, κι ήσαστε τόσο ταιριαστοί. Ήσαστε πολύ ταιριαστό και όμορφο ζευγάρι.
- Ε, τι να κάνουμε, τυχερά είναι αυτά.
- Σωστά, τυχερά, αλλά σίγουρα τέλειωσε; Μέσα σας, η καρδιά σας τι λέει.
- Τέρμα κα Κατίνα. Και καλύτερα.
- Είσαι πολύ σκληρό παιδί τελικά Δημήτρη μου, είπε ο Μάνος.
- Άμα «περάσεις ωραία» μικρός μαθαίνεις να γίνεσαι και σκληρός και περήφανος. Φτάνει να έχεις και καλό δάσκαλο δίπλα σου, είπα κοιτάζοντας τη μάνα μου που ήταν απέναντι.
- Παιδί μου, εγώ δεν θέλω να πληγώνεσαι, κατάλαβες Δημήτρη μου;
- Αυτό που λες, αγάπη μου, λέει ο Μάνος στην μάνα μου, είναι αδύνατο. Το θέμα είναι να βρίσκει πάντα τη δύναμη και να συνεχίζει στη ζωή. Κι ο Δημήτρης μας φαίνεται να την έχει τη δύναμη.
Η βραδιά κύλισε χαλαρά. Πήγαμε σπίτι κατά τη μία. Τη νύχτα έλαβα ένα μήνυμα από την κα. Ειρήνη.
- «Ξεκουράστηκες; Εδώ είναι κι η Ντίνα και σε περιμένουμε.»
Το είδα ως μάνα εξ ουρανού. Πήρα το κινητό και έφυγα με το μηχανάκι. Σε ένα τέταρτο ήμουν πάνω στο χωριό. Με περίμεναν στην κουζίνα. Η κα. Ντίνα ήταν μαζεμένη. Τις καλησπέρισα με ένα χαμόγελο και μια άνεση.
- Γιατί είσαι έτσι εσύ; Τη ρώτησα. Σαν να σε μαλώσανε.
- Κοίτα Δημήτρη, θα ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για λογαριασμό του άντρα μου. Δεν έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα.
- Το ξέρω, απάντησα. Εσείς φταίτε. Αν είχατε κρατήσει το στόμα σας κλειστό, τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Αλλά βλέπετε σε σας ταιριάζει η παροιμία, «Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει».
- Μας βρίζεις δηλαδή κι από πάνω; Είπε θιγμένη η Ντίνα.
- Όχι, αλλά γιατί αρχίσατε να μιλάτε; Δεν το κατάλαβα ποτέ αυτό! Εντάξει σας καταλαβαίνω, δεν σας παρεξηγώ. Γυναικάρες είτε όλες σας, αλλά ρε πούστη μου κλείστε το ρημάδι το στόμα. Ξέρετε ότι ήμουν και ανήλικος. Θα βρίσκατε μεγάλο μπελά. Εγώ, δεν ήθελα να το τραβήξει ο Μάνος. Θα τρέχατε κι εσείς κι οι άντρες σας και δεν θα φτάνατε.
- Τέλος πάντων βρε παιδιά, δεν ήρθαμε να τσακωθούμε, είπε η Ειρήνη. Δεν πας να κάνεις ένα μπάνιο Δημήτρη μου;
- Μόλις έκανα, λίγο πριν φύγω. Εσείς για να δω σε τι κατάσταση είστε;
- Πάμε μέσα να δεις είπε με ένα καυλιάρικο βλέμμα η Ντίνα, και σηκώθηκε πρώτη.
- Έτσι μπράβο! Της είπα. Αυτό το ύφος σου πάει. Και της έδωσα ένα χαστούκι στον πισινό.
Μπήκαμε στο δωμάτιο. Η Ντίνα κάθισε με τα ρούχα. Εγώ γδύθηκα αμέσως. Το ίδιο έκανε κι η Ειρήνη.
- Εσύ της εκκλησίας είσαι; Είπα αστειευόμενος, με τα ρούχα θα γαμηθείς πάλι;
Και της πιάνω τη μπλούζα και της τη βγάζω. Σηκώθηκε όρθια.
- Στάσου! Της λέω. Θέλω να τα βγάλεις όπως κάνεις στριπτίζ. Μπορεί να μην έχουμε μουσική αλλά θέλω αισθησιακό γδύσιμο.
Η Ντίνα υπάκουσε και έριξε το ρυθμό γδυσίματος. Εγώ δίπλα στην Ειρήνη της άνοιξα τα πόδια και με τα δάχτυλά μου έπαιζα και άνοιγα τα μουνόχειλά της φάτσα στη Ντίνα.
- Ντίνα μου, θέλω να με δεις να της κάνω γλειφομούνι κι εσύ να βαρέσεις μαλακία για πάρτη μας!
Το έκανε. Όρθια όπως ήταν άρχισε να μαλακίζεται. Εγώ έγλειφα το μουνί της Ειρήνης. Της έπαιζα την κλειτορίδα. Η Ειρήνη βογκούσε. Το ίδιο και η Ντίνα. Ύστερα ξάπλωσα δίπλα στην Ειρήνη. Της είπα να αρχίσει και εκείνη τη μαλακία. Εγώ έπαιζα τον πούτσο μου απαλά. Είχε γίνει κάγκελο. Σε λίγο βλέπω την Ντίνα να στηρίζεται στη συρταριέρα. Έχυνε. Τα πόδια της λύγιζαν από την καύλα. Η Ειρήνη συνέχιζε.
- Συνέχισε μέχρι να χύσεις, της είπα επιτακτικά. Θέλω να χύσετε βαρώντας μαλακία για πάρτη μου πουτανάρες μου, μουνάρες μου!
Σε λίγο έχυσε και η ειρήνη.
Ξάπλωσα πίσω. Έπεσαν σαν λυσσάρες πάνω στον πούτσο μου και άρχισαν ένα ονειρεμένο τσιμπούκι. Θα έχυνα και το κατάλαβαν. Πρώτη με καβάλησε η Ντίνα. Άρχισε να χοροπηδάει παίρνοντας τον πούτσο μου ολόκληρο μέσα στο μουνί της.
Ύστερα άλλαξαν με την Ειρήνη. Οι εναλλαγές συνεχίστηκαν λίγο ακόμα. με είχε καβαλημένο η Ντίνα. Τον είχε πάρει βαθιά μέσα της και κουνούσε την λεκάνη της πίσω μπρος. Έχυσα μέσα της κρατώντας την από την λεκάνη. Έχυσα δυνατά. Το σώμα μου έτρεμε από οργασμό. Ξαπλώσαμε κι οι τρεις ανάσκελα λαχανιασμένοι. Η Ντίνα πήγε στο μπάνιο πρώτη. Η Ειρήνη πήγε στην κουζίνα να πιει νερό.
Βρήκα τότε την ευκαιρία και έβαλα το κινητό μου στο βίντεο. Σε σημείο πάνω στη συρταριέρα που ήταν κάτι εσώρουχα. Πήγα κι εγώ στην κουζίνα. Καθίσαμε μισή ώρα να συνέλθω και σηκώθηκα πρώτος για το δωμάτιο.
- Πάμε κορίτσια. Μην καθόμαστε πολύ γιατί θα κρυώσει το ψητό.
Γέλασαν.
- Έχουμε καλό φούρνο εδώ είπε η Ειρήνη, δείχνοντας το μουνί της.
- Για να δω τη θερμοκρασία.
Κι έχωσα το δάχτυλό μου μέσα στο μουνί της.
- Τον έχεις προθερμάνει καλά βλέπω!
Έσκασαν στα γέλια. Σηκώθηκαν και πήγαμε κι οι τρεις στην κρεβατοκάμαρα. Τις έβαλα στα τέσσερα με τη μούρη στο στρώμα.
- Θέλω να μου τουρλώσετε το κωλαράκι σας να το ετοιμάσω. Απόψε θα σας το ανοίξω για τα καλά.
Υπάκουσαν σαν σκυλίτσες που είναι σε οίστρο. Γύρισα να πάρω το τζελ που ήταν πάνω στη συρταριέρα. Πάτησα το βίντεο να γράφει. Έσκυψα και άρχισα να τις περιποιούμαι. Πρώτα την Ειρήνη και μετά την Ντίνα. Οι σούφρες τους ήταν έτοιμες. Τον έχωσα στην Ντίνα. Με δύναμη. Πόνεσε λίγο στην αρχή, αλλά γρήγορα συνήθισε. Της τον έχωνα κανονικά. Ύστερα περίλαβα την Ειρήνη. Ήταν τέλειο. Σε κάποια φάση, παίρνω μια μπλούζα. Τη φοράω στο κεφάλι της Ντίνας
- Τι κάνεις εκεί; μου λέει.
- Πάψε, και θα δεις. Μου αρέσουν τα παιγνίδια.
Τη δική μου μπλούζα τη φόρεσα στο κεφάλι της Ειρήνης. Αρχίσανε να γελάνε. Τους άρεσε το σκηνικό. Έπιασα το κινητό και τράβηξα βίντεο σε όλο το δωμάτιο.
- Τι θα μας κάνει άλλο το τρελόπαιδο;… είπε η Ντίνα.
Ύστερα έβαλα το κινητό πάνω σε στο κομοδίνο. Άρχισα να τις γαμάω στο μουνί εναλλάξ. Γουστάρανε. Σε λίγο άρχισα να τις ξεσκίζω τις κωλοτρυπίδες. Έχωνα τον πούτσο μου δυνατά, πότε στη μια και πότε στην άλλη. Κάποια στιγμή τις έπιασα από τη μέση και τις έβαλα να ακουμπάνε κοντά κοντά τους κώλους τους.
- Έτσι κοριτσάκια μου, να μην κάνω ολόκληρο δρομολόγιο.
Τους έβγαλα τις μπλούζες. Έβαλα την Ειρήνη να ξαπλώσει ανάσκελα. Ύστερα έβαλα την Ντίνα να καβαλήσει την Ειρήνη. Τα βυζιά της Ντίνα ακουμπούσαν πάνω στης Ειρήνης. Στην αρχή ήταν μαζεμένες και κοίταζε η μια την άλλη περίεργα. Άρχισα να γαμάω την Ειρήνη στο μουνί. Εγώ είχα ό,τι πιο ωραίο θα μπορούσα να έχω μπροστά μου. Δυο μουνιά και δύο κώλους έτοιμους για σκίσιμο. Έβγαλα τον πούτσο μου και τον κάρφωσα στο μουνί της Ντίνας. Βογκούσε και έχυνε από καύλα.
- Σας αρέσει η στάση μουνάρες μου; ρώτησε με μια φωνή μέσα στο πάθος και στην καύλα.
- Ναι, πολύ απάντησε η Ντίνα.
- Δεν σας αρέσει που ακουμπάνε και τρίβονται τα βυζιά σας όσο σας σπρώχνω;
- Ναι, απάντησε η Ειρήνη, που της είχα καρφώσει τον πούτσο στο μουνί της.
- Και γιατί δεν παίζετε και λίγο μεταξύ σας; Ντρέπεστε; Είπα και γέλασα.
Έβγαλα τον πούτσο μου από το μουνί της Ειρήνης και τον έχωσα στον κώλο της. Η Ντίνα τραβήχτηκε προς τα πάνω για να διευκολύνει την κατάσταση. Τα βυζιά της ήρθαν κοντά στο πρόσωπο της Ειρήνης
- Ρούφα της τις ρώγες, είπα με επιτακτικό τρόπο στην Ειρήνη.
Εκείνη δίστασε στην αρχή, αλλά μετά το σκαμπίλι που της έδωσα στον κώλο το έκανε. Στην αρχή με δισταγμό. Ύστερα το ξεπέρασε και έπαιζε κανονικά με τις ρώγες της Ντίνας. Έβγαλα τον πούτσο μου από τον κώλο της Ειρήνης, τράβηξα την Ντίνα από τη μέση φέρνοντας το πρόσωπό της πάνω στα βυζιά της Ειρήνης. Της το έχωσα με τη μία στην κωλοτρυπίδα της.
- Ξέρεις τι να κάνεις Ντινάκι μου! Κοίτα η φίλη τι βυζάρες έχει!
Με τη μια έπεσε πάνω της και άρχισε το πιπίλισμα. Έχυνε ταυτόχρονα με δυνατό οργασμό. Δεν άντεχα άλλο. Τις έβαλα να γονατίσουν στο πάτωμα. Άρχισαν να μου τον γλείφουν. Έχυσα στα χείλη. Πότε της μιας πότε της άλλης. Κάθισα λαχανιασμένος στην άκρη του κρεβατιού. Η Ντίνα ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο.
- Ήσουν υπέροχος!
- Σε ευχαριστώ για το κομπλιμέντο. Να δεις τι έχει για τρίτο γύρο!
- Δεν το πιστεύω! Είπε η Ειρήνη. Αντέχεις ακόμα;
- Ε, άμα ξεκουραστώ… Δεν πάτε να ετοιμάσετε να τσιμπήσουμε κάτι; Να πάρουμε λίγες δυνάμεις;
- Πάμε, είπε η Ειρήνη με έναν ενθουσιασμό.
Βγήκαν κι δυο από το δωμάτιο. Πήρα το κινητό και έκλεισα την εγγραφή. Ύστερα πήρα ένα σχοινί που είχα στο μπουφάν μου. Άπλωσα τα κομμάτια πάνω στο κρεβάτι. Πήγα στην κουζίνα. Καθίσαμε αρκετά λέγοντας διάφορες μαλακίες. Κυρίως πάνω στο σεξ. Η συζήτηση κύλησε χαλαρά. Είχαν ήδη περάσει δύο ώρες κοντά. Κόντευε να ξημερώσει. Σε κάποια στιγμή λέω:
- Πάμε;
- Μπορείς; Με ρώτησε η Ειρήνη όλο υπονοούμενα.
- Μπορώ, θα δείτε.
Πήγαμε στο δωμάτιο. Μόλις η Ειρήνη αντίκρισε τα σχοινιά είπε.
- Α, Δημήτρη δεν σε είχα για τόσο βιτσιόζο;
- Είμαι, αλλά να ξέρεις ένα πράγμα. Μου αρέσει να αρέσει αυτό που κάνω και στον άλλο. Τη γυναίκα εννοώ. Αλλιώς δεν έχει σημασία. Αν καταλάβαινα ότι κάποια από σας δυσανασχετούσε με αυτό που της έκανα, θα το σταματούσα αμέσως. Θέλω να βλέπω τον άλλο να ευχαριστιέται.
Η Ντίνα με χάιδεψε στο πρόσωπο και μου χαμογέλασε.
- Είσαι πολύ γλυκός.
Έδεσα την Ειρήνη στα πόδια και τα χέρια της πίσω. Δυνατά να μην μπορεί να λυθεί. Ύστερα και την Ντίνα. Τις ξάπλωσα στο κρεβάτι. Στην αρχή έδωσα τον πούτσο μου στην Ειρήνη.
- Είσαι η σκλάβα μου… της είπα. Πάρε τον βαθιά. Μέχρι το λάρυγγα.
Το έκανε. Τα μάτια γούρλωσαν και δάκρυσαν καθώς πίεζα το κεφάλι της. Τον έβγαλα και τον έδωσα στην Ντίνα το ίδιο σκηνικό. Το γούσταραν οι πουτάνες. Τις γύρισα ανάσκελα και τον έχωσα στο μουνί της Ντίνας. Ύστερα την σήκωσα πιο πάνω βάζοντας ένα μαξιλάρι κάτω από τη μέσης της. Τον κάρφωσα με βία στον κώλο της. Πονούσε. Τον έβαλα με τη μία μέσα βαθιά. Στο πρόσωπο όμως διαγραφόταν ο πόνος που ένιωθε. Δε μου ζήτησε όμως να σταματήσω. Συνέχισα δυνατά. Ύστερα περίλαβα την Ειρήνη. Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο. Ύστερα τον έχωσα στο μουνί της Ντίνας. Σε κάποια στιγμή μου ήρθε να χύσω. Το πρώτο τίναγμα το δέχθηκε η Ντίνα μέσα στο μουνί της, αμέσως καρφώθηκα στο μουνί της Ειρήνης και στράγγισα ότι είχε απομείνει μέσα μου. Σηκώθηκα και κάθισα στο σκαμπό. Έπιασα το κινητό μου. Έπιασα τα πόδια της Ντίνας και της φωτογράφισα τον μισάνοιχτο κώλο και το μουνί.
- Τι κάνεις εκεί; Όχι, φωτογραφίες Δημήτρη!
- Μην ανησυχείς. Δεν φαίνονται πρόσωπα. Δεν είμαι βλάκας. Τις θέλω για μένα. Όταν είμαι μόνος στην Αθήνα γουστάρω να τον παίζω για πάρτη σας. Κοίτα πως σου τον έκανα…
και της έδειξα τη φωτογραφία με τη μισάνοιχτη σούφρα. Εκείνη γέλασε με ικανοποίηση. Το ίδιο έκανα και στην Ειρήνη. Μάλιστα εκείνη σήκωσε τα πόδια της μόνη της. Σηκώθηκα όρθιος. Εκείνες ήταν γονατιστές και με κοιτούσαν ναζιάρικα.
- Λοιπόν, θα μου πείτε τώρα, μια και είστε τόσο υπάκουα κοριτσάκια, τι έγινε τη μέρα εκείνη στου Γκύζη; Ποιανής κόλπο και ιδέα ήταν και γιατί;
Κέρωσαν κι οι δυο. Δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη. Με κοιτούσαν σαν χαμένες. Η Ειρήνη κάθισε στο κρεβάτι δεμένη.
- Ώστε, αυτό ήταν το σχέδιό σου;
- Ναι, αυτό. Είχα ένα υπέροχο δεσμό κι εσείς κοιτάξατε να μου τον χαλάσετε. Γιατί; Ε; Ο άντρας σου Ντίνα κόντεψε να με σκοτώσει, κι ο δικός σου Ειρήνη. Αν δεν ήταν εκεί η Κατερίνα να με σώσει θα ήμουν μακαρίτης. Το ήξερα. Αλλά γιατί, πουτάνες;
Η Ντίνα με κοιτούσε τρομαγμένη.
- Τι σκοπεύεις να κάνεις; Λύσε μας και θα σου τα πούμε.
- Όχι, πουτάνα, θα μου τα πεις δεμένη. Εδώ που είναι το σπίτι δεν μας ακούει κανείς. Γι’ αυτό δεν το διαλέξατε το μέρος, για να ξεσκιστείτε στο γαμήσι με την ησυχία σας; Εσύ, κα Ειρήνη, μια κι ήσουν τόσο καλή μαζί μου, θα μου πεις με το καλό ή θα σας κουρέψω; Φαντάζεστε να κυκλοφορείτε ψαλιδισμένες πασχαλιάτικο στο νησί;
- Κοίτα σκεφτήκαμε ότι ο μόνος τρόπος να σε έχουμε ήταν να σε χωρίσουμε με την Κατερίνα.
- Τώρα με έπεισες! Να υποθέσω ότι το σχέδιο ήταν της Ντίνας, είναι έτσι ή δεν είναι; είπα γυρίζοντας προς τη Ντίνα.
- Ναι, έτσι είναι, είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι.
- Και το άλλο το πουτανάκι η Βούλα ποιο είναι;
- Η κοπέλα του Θανάση.
- Α, μάλιστα! Κι ο Θανασάκης στο κόλπο!
Δεν μιλούσαν από μια στιγμή και μετά.
- Κοιτάτε θα ομολογήσετε αυτό που κάνατε σε μένα μπροστά στην κάμερα του κινητού. Ύστερα θα σας λύσω. Εντάξει;
- Εντάξει είπε η Ειρήνη έχοντας, όπως και η Ντίνα, ένα βλέμμα ανησυχίας στο πρόσωπό τους.
- Λέγε λοιπόν κα. Ειρήνη. Κι άρχισα να γράφω το βίντεο.
Η Ειρήνη άρχισε να μιλάει. Ομολόγησε ότι με είχαν σχεδόν ναρκώσει κι ότι με είχαν βάλει στο παγκάκι εκείνες, όταν άρχισα να συνέρχομαι. Σε κάποια στιγμή σταμάτησε.
- Συνέχισε γαμώ το σου… της είπα και της έδωσα ένα δυνατό χαστούκι που γράφτηκε στο βίντεο. Έγινε κάτι μεταξύ μας όσο ήμουν ναρκωμένος;
- Όχι, απολύτως τίποτα. Έπεσα πάνω σου και η Ντίνα τράβηξε τις φωτογραφίες.
Σε λίγο έβαλα και την Ντίνα να ομολογήσει. Στο τέλος έδωσα ένα δυνατό χαστούκι στην κάθε μια. Σταμάτησα το βίντεο. Τις έλυσα τα πόδια. Έφυγα. Υπέθεσα ότι θα πήγαιναν στην κουζίνα και θα έβρισκαν ένα μαχαίρι με το οποίο θα έκοβε η μια τα σχοινιά της άλλης.
Πήγα σπίτι. Ήταν χαράματα. Πήρα την Ειρήνη τηλέφωνο.
- Κοίτα, αν κάνετε καμιά μαλακία, το βίντεο που σας γαμάω έχει σταλεί σε φίλο μου στην Αθήνα. Θα δείτε το εαυτό σας σε πορνοσάιτ. Κανονίστε! Φίρμες θα γίνετε!
Οι μέρες του Πάσχα πέρασαν. Εγώ ήμουν από τη μια ικανοποιημένος, αλλά από την άλλη σκεφτόμουν την Κατερίνα. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να της πω την αλήθεια. Φύγαμε όλοι μαζί για την Αθήνα. Αντέγραψα τα βίντεο στο Laptop και έκανα εκείνα που ήθελα να δώσω στην Κατερίνα σε dvd. Μαζί μου πάντα κουβαλούσα στα πράγματά μου το dvd με τις ομολογίες των δύο γυναικών. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να πάω στο σπίτι της να το δώσω στην ίδια. Όμως, από την μια δεν με άφηνε ο εγωισμός, από την άλλη ντρεπόμουν την κα Μαρία και τον κ. Κώστα. Δε θα ήθελα να γίνει επεισόδιο μπροστά τους, σε καμιά περίπτωση.
Μια μέρα μετά το Πάσχα είχα βγει για ψώνια στην Αθήνα. Περπατούσα σε ένα δρομάκι κοντά στο σύνταγμα. Σε μια στιγμή βλέπω την Κατερίνα να έρχεται από απέναντι πιασμένη χέρι χέρι με ένα νεαρό. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πήγα στην πλευρά του δρόμου όπου ήταν αυτοί.
- Καλημέρα, Κατερίνα, μπορώ να σου πω;
- Καλημέρα Δημήτρη. Δεν μπορώ τώρα, μια άλλη φορά.
- Πρέπει να σου μιλήσω. Και πρέπει να σου δώσω ένα βίντεο να δεις. Θυμάσαι που σου είπα θα μάθω την αλήθεια;
- Άκου, ρε φίλε, παράτα την ήσυχη. Σου είπε ότι δεν γουστάρει να μιλήσετε, σπάσε τώρα… είπε ο φίλος της σπρώχνοντάς με προς τα πίσω με έναν τσαμπουκά.
Δεν ήθελα περισσότερο, σήκωσα το χέρι μου και με μια γρήγορη και δυνατή γροθιά στο πρόσωπο τον πέταξα χάμω. Η Κατερίνα σάστισε.
- Τι κάνεις Δημήτρη; Σου είπα τέλος ρε, τέλος… είπε μέσα στα νεύρα.
- Και εγώ, σου είπα ότι θα μάθω την αλήθεια, με όποιο τίμημα. Ήταν παγίδα όλο εκείνο. Δες το βίντεο, που ομολογούν οι ένοχοι. Σε λίγο θα ομολογήσει και το κωλόπαιδο ο Θανάσης και η φίλη του η Βούλα. Θα φτάσω εκεί που δεν έφτασα στη ζωή μου. Όχι για να σε κάνω να γυρίσεις σε μένα – βλέπω ότι ήδη με έχεις ξεγράψει κι αντικαταστήσει – αλλά για να δεις πόσο άδικη ήσουν, όταν σου μιλούσα και δεν με άκουγες. Αλλά τι λέω;… ίσως και εσύ με έβλεπες όπως με έβλεπαν όλοι άλλοι, κι ήταν η ευκαιρία σου αυτή να με ξεφορτωθείς. Δες όμως το βίντεο και θα καταλάβεις, έτσι για το γαμώτο, για τα όσα ζήσαμε και της έδωσα το dvd.
Ο τύπος είχε συνέλθει από το χτύπημα.
- Με συγχωρείς, ρε φίλε, δεν έχω τίποτα μαζί σου. Ειλικρινά σου ζητάω συγγνώμη. Αν θέλεις να με χτυπήσεις χτύπα με, αν θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, του είπα.
- Δεν είσαι στα καλά σου ρε φίλε! Δεν είσαι καθόλου καλά!
Και στάθηκα μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση. Δεν είπε τίποτα άλλο. Η Κατερίνα με κοίταζε με ένα βλέμμα, έτοιμη να κλάψει. Έφυγαν αμέσως.
Τις επόμενες μέρες ήμουν στις μαύρες μου. Το έβλεπαν τόσο ο Μάνος όσο και η μητέρα μου. Προσπάθησαν κι δυο να με προσεγγίσουν, αλλά μάταια. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν και για τίποτα. Έπρεπε να κανονίσω και το Θανάση. Αλλά έπρεπε να του δώσω αφορμή. Ένα απόγευμα καθόμουν και παίδευα τον εαυτό μου, ώστε να βρω τρόπο να τον προσεγγίσω. Από ένα βίντεο τύπωσα κάποιες σκηνές όπου φαινόταν καθαρά το πρόσωπο της μάνας του γυμνής. Το έβαλα σε ένα φάκελο και πήγα στου Γκύζη, εκεί που μου έστησαν την παγίδα. Περίμενα ώρες έξω από το σπίτι. Σε μια στιγμή φάνηκε στο δρόμο να έρχεται. Τον πλησίασα.
- Γειά σου Θανασάκη… του είπα. Κοίτα τι σου έχω…
και του έδωσα το φάκελο. Εκείνος τον άνοιξε. Θύμωσε, κοκκίνησε από το θυμό. Όρμησε να με χτυπήσει. Του έχωσα μια γροθιά στο στομάχι και τον άρπαξα από το λαιμό. Τον έβαλα κάτω και τον χτυπούσα αλύπητα. Του είχα κάνει το πρόσωπο αγνώριστο. Τον άφησα μέσα στα αίματα και έφυγα. Μαζί μου πήρα και τη φωτογραφία. Στο δεύτερο στενό πήρα ένα ταξί. Πήγα στο σπίτι.
Πλύθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσα. Με πήραν τα κλάματα. Δεν άντεχα άλλο την ψυχική πίεση. Καθόμουν και σκεφτόμουν όλα όσα τράβηξα. Θεωρούσα έναν και μοναδικό υπεύθυνο για όλα αυτά. Τον φυσικό μου πατέρα. Τον μισούσα πραγματικά. Όλα όσα τράβηξα ήταν συνέπεια της συμπεριφοράς του προς τη μάνα μου. Δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ. Θα ήθελα εκείνη τη στιγμή να τον έχω μπροστά μου και να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
Εκείνο τον καιρό με πήρε από κάτω. Ήμουν όμως και ευερέθιστος. Τσατιζόμουν με το παραμικρό. Ακόμα και με το Μάνο και τη μάνα μου. Όμως απέναντί τους συμπεριφερόμουν πάντα ευγενικά. Απλά έφευγα για να μην γίνει παρεξήγηση. Πιεζόμουν πολύ μέσα μου.
Ήρθε η εξεταστική. Άρχισα να διαβάζω μήπως και ξεχαστώ. Με την Κατερίνα δεν είχαμε πια καμιά επαφή. Από εκείνο το επεισόδιο στο δρόμο δεν ξαναμιλήσαμε. Ούτε καν στο τηλέφωνο. Κι εγώ ήμουν πολύ περήφανος. «Αν εκείνη είχε λίγο φιλότιμο θα έπρεπε να δει το βίντεο. Και να μου κάνει έστω ένα τηλεφώνημα, αλλά δεν πειράζει», έλεγα μέσα μου. «Καλύτερα έτσι».
Ήμαστε στα μέσα της εξεταστικής. Μια μέρα ήμουν στη βιβλιοθήκη της σχολής. Συνάντησα μια γνωστή μου συμφοιτήτρια. Την Λένα. Πήγαμε στο κυλικείο της σχολής. Ήταν μια όμορφη κοπέλα. Είχε σχέση με κάποιο παλικάρι που σπούδαζε νομική. Μιλούσαμε κυρίως για το μάθημα, που έπρεπε να δώσουμε. Σε μια στιγμή βλέπω την Κατερίνα από μακριά να έρχεται. Πήγε στο κυλικείο και παρήγγειλε ένα καφέ.
- Δημήτρη, την είδες την πρώην σου; Είπε η Λένα μιας και μας ήξερε και τους δυο αρκετά.
- Ναι, την είδα Λένα μου, Κι είδες ότι δεν έδωσε σημασία. Δεν πειράζει όμως. Ας είναι. Εγώ ως άτομο έδειξα πόσο σωστός είμαι. Ίσως είναι καλύτερα. Ίσως κάποια μέρα βρω κάποια που να με καταλαβαίνει πραγματικά. Με την Κατερίνα, αποδείχθηκε ότι μάλλον δεν με καταλαβαίνει. Είναι και το γεγονός ότι μου συνέβησαν πολλά. Και ίσως είναι και φυσικό να σπάσει κι εκείνη. Κάπου μέσα μου τη δικαιολογώ. Με έναν μπάσταρδο είναι πολύ δύσκολο να κάνεις χωριό.
- Συγγνώμη, Δημήτρη μου, τι λες; Βρίζεις τον εαυτό σου; Γιατί ρε μαλάκα, επειδή χωρίσατε;
- Δεν ξέρεις Λένα μου! Δεν ξέρεις. Είναι πολλά που δεν ξέρεις. Αυτήν τη λέξη που άκουσες τώρα την ακούω εγώ από τότε που γεννήθηκα, αλλά είναι μεγάλη ιστορία.
- Τι να σου πω; Αλήθεια, απόψε θέλεις να έρθεις να κάνουμε εκείνο το project που είπαμε μπας και γλυτώσουμε από την πρόοδο που είναι να δώσουμε το Σεπτέμβρη; Θα είναι κι ο Γιάννης εκεί. Εκείνος τουλάχιστον θα μας βοηθήσει στο κομμάτι που αναφέρεται στο Δίκαιο. Τι λες;
- Δεν έχω αντίρρηση Λένα μου. Θα πρέπει να πάω στο σπίτι να πάρω το laptop. Εκεί έχω τα πάντα όλα.
Η Λένα μου έδωσε τη διεύθυνσή της. Το ραντεβού ήταν στις εφτά το βράδυ. Ήθελα να πάρω ένα ταξί. Η Λένα έμενε στο περιστέρι. Ο Μάνος εκείνη τη μέρα ήταν στο σπίτι.
- Θέλεις, βρε Δημήτρη μου, να σε πάω εγώ με το αυτοκίνητο; Πού να τρέχεις με το ταξί;
- Να μην σας βάζω σε κόπο κύριε Μάνο; Είπα από ευγένεια.
Αν και με βόλευε η πρόταση, γιατί ήμουν αρκετά φορτωμένος με πράγματα. Φύγαμε. Στο δρόμο με ρώτησε πως είμαι αυτό τον καιρό. Με ρώτησε για την Κατερίνα.
- Κοιτάξτε, με την Κατερίνα τελειώσαμε από το χειμώνα. Τις προάλλες την είδα με κάποιον άλλο.
- Εσύ όμως Δημήτρη, δεν είσαι με κάποια άλλη… γιατί; Μήπως τη σκέφτεσαι ακόμα;
- Έχουν γίνει πολλά βρε Μάνο μου. Δε μπορώ να σου τα πω. Θα πρέπει να είμαστε οι δυο μας. Δεν θέλω να τα ακούσει η μάνα μου και στενοχωριέται.
- Σωστά σκέφτεσαι. Θα κανονίσουμε λοιπόν μια μέρα να πάμε κάπου να τα πούμε. Εντάξει Δημήτρη μου;
Σε λίγο φτάσαμε στον προορισμό. Πήγα στα παιδιά. Στην αρχή η Λένα έλλειπε. Μου άνοιξε ο Γιάννης. Καθίσαμε και πίναμε καφέ. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Ο Γιάννης ήταν πολύ καλό παιδί. Σε λίγο ήρθε κι η Λένα από το super market. Καθίσαμε λίγο και μετά στρωθήκαμε στη δουλειά. Ο Γιάννης μας βοήθησε πολύ με το νομικό κομμάτι του project. Η ώρα είχε πάει 11 το βράδυ. Την Εργασία σχεδόν την τελειώσαμε. Διορθώσεις μείνανε μόνο. Το κεφάλι μας είχε γίνει καζάνι.
- Παλληκάρια, λέει ο Γιάννης. Δεν τα παρατάτε για σήμερα, κι αύριο μέρα είναι. Δημήτρη να βάλω ένα ουίσκι να πιούμε;
- Και δε βάζεις, βρε Γιάννη; Είναι ότι πρέπει τώρα, να χαλαρώσουμε λίγο. Ζαλίστηκα.
- Πάω να φέρω κάτι, είπε η Λένα. Να μην το πιούμε και σκέτο… και πήγε στην κουζίνα.
Εγώ με το Γιάννη μιλούσαμε για διάφορα θέματα. Είχαμε βάλει και την τηλεόραση και χαζεύαμε. Ήρθε και η Λένα κι έφερε μια πιατέλα με ξηρούς καρπούς.
- Να σε ρωτήσω βρε Δημήτρη κάτι; Χωρίς παρεξήγηση, είπε η Λένα.
- Τι είναι, πες μου!
- Με την Κατερίνα τι έγινε και τα χαλάσατε; Εμένα δεν το χωράει ο νους μου. Μέχρι πριν τα Χριστούγεννα θα έλεγε κανείς ότι είστε το πιο αγαπημένο ζευγάρι του κόσμου. Το δείχνατε εξάλλου κι δυο. Τι έγινε; Και κάτι άλλο. Μου είπες μια κουβέντα στο κυλικείο που με τρώει. Με συγχωρείς για την αδιακρισία μου, αλλά σε γνωρίζω καιρό τώρα, και σε βλέπω ότι υποφέρεις.
- Λένα μου, δεν νομίζεις ότι μπαίνουμε σε ξένα χωράφια;… είπε ο Γιάννης με μια ευγένεια που τον διέκρινε πάντα.
- Δεν πειράζει, Γιάννη μου, αφορμή είναι ότι είδαμε την Κατερίνα με τη Λένα στο κυλικείο μια μέρα στη σχολή και ούτε που μας μίλησε.
- Λοιπόν, κοίτα. Δεν επιμένω γιατί αυτά πονάνε, είπε η Λένα, αλλά σε ξέρω καιρό, και σε βλέπω να υποφέρεις.
Εκεί άρχισα να τους εξιστορώ την ιστορία της ζωής μου. Τους τα είπα όλα. Σε μια στιγμή δάκρυσα. Η Λένα με το Γιάννη άκουγαν με το στόμα ανοιχτό.
- Πάντως είσαι ήρωας, είπε ο Γιάννης. Κρατήθηκες κι εσύ κι μάνα σου στο ύψος σας. Το πάλεψες και το παλεύεις ακόμα. Την αγαπάς όμως την Κατερίνα. Και να σου πω και κάτι βρε Δημήτρη, είναι όμως άδικη μαζί σου.
Η Λένα δε μιλούσε. Είχε σοκαριστεί με τα όσα άκουσε.
- Τέλος πάντων παιδιά, η ζωή πρέπει να προχωρήσει. Η ίδια αγαπά μόνο τους δυνατούς. Έτσι με έμαθε η κυρά Χριστίνα. Κι έτσι σκοπεύω να πορευτώ στη ζωή μου. Θα την ξεπεράσω κι αυτή τη φουρτούνα. Πού θα πάει. Θα κάνει μπουνάτσα, όπως έλεγε κι ο Καρκαβίτσας στις ιστορίες του.
- Πάντως, θα έπρεπε κάποιος να της τα πει της μαλακισμένης της Κατερίνας, είπε η Λένα. Από περιέργεια και μόνο, το βλαμμένο, δεν έπρεπε να δει το dvd που της έδωσες; Δεν έπρεπε; Είναι μαλακισμένο τελικά και δεν της το είχα.
Έφυγα κατά τις δύο από τα παιδιά. Πήρα ένα ταξί. Με το που έφτασα στο σπίτι ο Μάνος με τη μάνα μου με περίμεναν στο σαλόνι.
- Καλά βρε Δημήτρη μου, δεν με έπαιρνες να έρθω να σε πάρω;
- Δεν πειράζει, σιγά. Με το που βγήκα στο δρόμο αμέσως βρήκα ταξί.
Καθίσαμε λίγο στο σαλόνι και λέγαμε διάφορα. Έπειτα πήγα για ύπνο. Ξεράθηκα. Την άλλη μέρα σηκώθηκα και έπιασα την εργασία. Έκανα τις απαραίτητες διορθώσεις και την έστειλα με email στη Λένα. Μετά από δύο ώρες με πήρε.
- Δημήτρη μου νομίζω ότι είναι μια χαρά. Την τυπώνω και την πάμε αύριο μαζί στον καθηγητή. Θα είναι το απόγευμα εκεί.
- Εντάξει, Λένα μου, θα τα πούμε στη σχολή.
Την άλλη μέρα πήγα πιο νωρίς στη σχολή. Έπρεπε πάλι να πάω στη βιβλιοθήκη. Εκεί ήταν κι η Κατερίνα. Δεν της έδωσα σημασία. Πέρασα δίπλα της κι ούτε που τη χαιρέτησα. Κάθισα σε ένα τραπέζι να μελετήσω κάτι βιβλία. Η Κατερίνα καθόταν από πριν στο ίδιο τραπέζι ακριβώς απέναντί μου. Εγώ άνοιξα τα βιβλία και άρχισα να κρατάω σημειώσεις. Η Κατερίνα σήκωνε το βλέμμα της και έριχνε πεταχτές ματιές πότε πότε. Σε λίγο φάνηκε κι Λένα. Με χαιρέτησε από μακριά. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Είδε την Κατερίνα.
- Γειά σου Κατερίνα, τι κάνεις;
- Γεια σου Λένα…
είπε η Κατερίνα με ένα μαγκωμένο ύφος, προφανώς εξαιτίας της παρουσίας μου. Εγώ συνέχισα τη δουλειά που έκανα. Τελείωσα και πήγα τα βιβλία στη θέση τους. Γύρισα. Η Κατερίνα με τη Λένα συζητούσαν.
- Δημήτρη, ο καθηγητής θα αργήσει κανένα τέταρτο. Δεν ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στην εργασία;
- Δώσε μού την, να τη δω.
Έπιασα την εργασία και την διάβαζα. Σε κάποια στιγμή ακούω μια γυναικεία φωνή πίσω μου ακριβώς.
- Λένα;
- Παναγιώτα, τι έκπληξη είναι αυτή; Και σηκώθηκε και χαιρέτησε τη φίλη της.
- Μπορώ να καθίσω για λίγο;
- Μα και βέβαια, είπα εγώ ευγενικά και σηκώθηκα και της πρόσφερα τη θέση μου. πήρα ένα άλλο κάθισμα που ήταν πιο πέρα και κάθισα δίπλα στη Λένα.
- Ε, να σας συστήσω. Από δω η Παναγιώτα από εδώ ο Δημήτρης.
- Χαίρω πολύ, είπε η Παναγιώτα.
- Παρομοίως απάντησα δίνοντας το χέρι μου.
Η Παναγιώτα ήταν μια καστανόξανθη ψηλή κοπέλα με ένα όμορφο πρόσωπο. Λίγο γεματούλα θα την έλεγα αλλά με ωραίες αναλογίες στο σώμα της. Καθίσαμε και λέγαμε διάφορα. Εγώ ήμουν διαχυτικός μαζί της και έλεγα αστεία. Σε μια στιγμή σηκώθηκα να χαιρετήσω κάποιο βοηθό καθηγητή που μπήκε στη βιβλιοθήκη. Η Παναγιώτα ρώτησε την Λένα.
- Αχ, ποιος είναι αυτός ο κούκλος; Που τον έκρυβες τόσον καιρό βρε συ;
- Ο Δημήτρης, Παναγιώτα μου είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Καλό παιδί.
- Δεν μου λες είναι μόνος του ή έχει δεσμό;
- Μόνος του από ό,τι ξέρω. Είχε μια σχέση αλλά δεν τα πήγαν καλά και χώρισε μήνες τώρα. Από αυτά που ξέρω, μόνος του είναι. Γιατί, ενδιαφέρεσαι φιλενάδα;
- Αν ενδιαφέρομαι λέει; Κοίτα κανόνισε να βγούμε για καφέ! Σε παρακαλώ Λένα μου! Μου αρέσει πολύ.
Η Κατερίνα κάθισε γύρω στο πεντάλεπτο. Ύστερα μάζεψε νευρικά τα πράγματά της κι έφυγε λέγοντας ένα ξερό γεια στη Λένα. Εγώ όλα αυτά τα έμαθα από τη Λένα. Μου τα είπε στο διάδρομο όταν πηγαίναμε στο αμφιθέατρο να συναντήσουμε τον καθηγητή.
- Άντε Δημητράκη, πάλι έκαψες καρδιές! Μου είπε αστειευόμενη.
- Ε, τι να κάνουμε Λένα μου; αρέσουμε!
Πίσω μας ερχόταν η Κατερίνα. Εγώ με τη Λένα μιλούσαμε δυνατά. Δεν είχα αντιληφθεί την Κατερίνα. Η Λένα, όμως, την είχε δει κι γι’ αυτό άρχισε αυτήν την κουβέντα και τα αστεία μαζί μου.
- Λοιπόν συνάδελφε, λέω να το γιορτάσουμε απόψε. Δεν πάμε να πιούμε κανένα ποτό; Θα πω και στην Παναγιώτα να έρθει.
- Δεν ξέρω βρε Λένα μου, δεν ξέρω. Δεν έχω διάθεση.
- Τη σκέφτεσαι ακόμα ε;
- Ποια μωρέ;
- Την Κατερίνα. Γι’ αυτή μιλάω.
- Ναι, βρε Λένα μου τη σκέφτομαι. Ποτέ δεν έπαψα να τη σκέφτομαι. Αλλά τι νόημα έχει πια, τελειώσαμε. Θα την ξεπεράσω κι αυτή τη φουρτούνα!
- Το ξέρω, είσαι καλός καπετάνιος εσύ! Μη σκοτίζεσαι. Αλλά μην ζορίζεσαι. Η Παναγιώτα έχει πάθει μαζί σου. Όποτε θέλεις εσύ, μου λες κι εγώ θα κανονίσω τη φάση. Εσύ αποφασίζεις φιλαράκι; Εντάξει; Και με χάιδεψε τα μαλλιά.
Χτύπησε το κινητό της. Σταμάτησε να απαντήσει. Εκείνη τη στιγμή μας προσπέρασε η Κατερίνα. Την είδα και έμεινα κάγκελο. Θύμωσα με τη Λένα σε μια στιγμή. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο τη ρώτησα:
- Καλά ρε βλαμμένο, την είδες που ήταν πίσω μας;
- Όχι, ρε μαλάκα δεν την είδα. Σου το ορκίζομαι! Είπε η Λένα.
Δεν την πίστεψα.
- Έγινε η μαλακία τώρα. Αλλά να σου πω, στα τέτοια μου. Σκοτίστηκα. Να σου πω, να κανονίσομε σύντομα με τη Παναγιώτα. Εντάξει;
- Καλά, θα το δω και θα σου πω, είπε η Λένα.
Δώσαμε την εργασία στον καθηγητή και φύγαμε. Χωρίσαμε. Εγώ πήγα στη στάση προς την Αθήνα κι Λένα προς την αντίθετη. Κοιτάζοντας καλύτερα στην απέναντι στάση είδα τη Λένα να μιλάει με την Κατερίνα. Έφυγα. Πήγα σπίτι. Ήμουν κουρασμένος. Η μάνα μου έλειπε. Είχε πάει αργά το βράδυ. Ήρθε ο Μάνος.
- Πού είναι η μαμά; τον ρώτησα.
- Πήγε στην κα Μαρία μου είπε. Είχαν καιρό να συναντηθούν. Κι έτσι μάλλον θα αργήσει. Έλα κάθισε να τα πούμε. Να μου κάνεις και παρέα.
Κάθισα μαζί του. Ανοίξαμε δυο μπύρες. Αρχίσαμε να μιλάμε. Θεώρησα ότι ήταν ευκαιρία μιας και δεν ήταν εκεί η μάνα μου να του τα πω. Του τα είπα. Ξαλάφρωσα.
- Έπρεπε να μου μιλήσεις πιο πριν Δημήτρη. Έκανες πράγματα που θα μπορούσες να μπλέξεις άσχημα. Δώσε τόπο στην οργή παλληκάρι μου και προχώρα τη ζωή σου. Μπορώ να πω ότι στενοχωρήθηκα και εγώ κι μητέρα σου, με την εξέλιξη στης σχέσης σας με την Κατερίνα. Σας καμαρώναμε που είσαστε μαζί. Αλλά, για μας, σημασία έχεις εσύ. Κατερίνες θα βρεις πολλές. Ο Δημήτρης είναι ένας και μοναδικός. Τότε που σε νάρκωσαν, αν μου το έλεγες, θα πηγαίναμε να κάνουμε μια ανάλυση να δούμε τι σου δώσανε και μετά θα αναλάμβανε ο νόμος. Είχα τον τρόπο να τους τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί. Και τότε στο νησί κακώς δε θέλατε συνέχεια εσύ κι η μάνα σου.
Ύστερα η συζήτηση κύλησε χαλαρά. Αργότερα ήρθε και η μάνα μου. Μας βρήκε που μιλούσαμε και πίναμε μπύρα και καμάρωνε. Μπήκε στην κουζίνα και έφερε ένα πιάτο με μεζέδες. Κάθισε μαζί μας. Αργά το βράδυ πήγα στο δωμάτιό μου. Ξάπλωσα. Άνοιξα το κινητό μου γιατί είχε ξεμείνει από μπαταρία. Είχα ένα μήνυμα από τη Λένα.
«Ξέρω ότι με είδες στη στάση να μιλάω μαζί της. Τελικά είναι πεισματάρα, παρ' όλο που πρέπει να είναι κολλημένη μαζί σου ακόμα. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις»
«Σε ευχαριστώ Λένα μου. Εγώ από την πλευρά μου έκανα αυτό που έπρεπε και μάλιστα με μεγάλο κίνδυνο. Δεν έχω να κάνω κάτι άλλο. Καληνύχτα»
«Καληνύχτα»
Σε λίγο βλέπω κι άλλο ένα μήνυμα. Αυτό ήταν από την Κατερίνα. Εκεί έπαθα.
«Επειδή το CD χάθηκε, θα μπορούσες να μου δώσεις ένα άλλο με το βίντεο που είπες ότι έπρεπε να δω;»
«Λυπάμαι, αλλά δεν έχω άλλο αντίγραφο. Ας μην πέταγες την ευκαιρία που είχες να δεις την αλήθεια. Δεν με άφησες ούτε μια φορά να σου εξηγήσω. Σου έλεγα ότι με παγίδεψαν, αλλά εσύ δεν με άκουσες ούτε μια φορά. Μάλιστα προχώρησες και σε σχέση με κάποιον άλλο. Και τώρα έρχεσαι να μου πεις ότι έχασες το CD που σου έδωσα και θέλεις να σε πιστέψω; Ένα πράγμα θα σου πω: Να μην είσαι τόσο άδικη με το παλληκάρι που τα έχεις, όσο ήσουν με μένα. Καλή τύχη Κατερίνα»
Δεν πίστευα αυτά που έγραψα. Το γεγονός ήταν ότι, άλλο ήθελα να της πω, αλλά ο εγωισμός και η υπερηφάνεια μου δε με άφηναν. Δεν επέτρεπα κανέναν να με τσαλαπατήσει, ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσω στο άδικο, έτσι μ’ έμαθε η πουτάνα η ζωή.
Την επομένη στη σχολή συνάντησα τυχαία την Παναγιώτα. Φαγώθηκε να πάμε για καφέ. Δέχθηκα την πρότασή της. Βγήκαμε το ίδιο βράδυ στο Θησείο. Εκείνη φόρεσε ένα κοντό μίνι φόρεμα που έδειχνε τα κάλλη της. Περάσαμε αρκετή ώρα χαζεύοντας αριστερά και δεξιά. Σε λίγο ανηφορίσαμε στον πεζόδρομο. Ήταν μια όμορφη φεγγαρόλουστη νύχτα. Σε κάποια στιγμή η Παναγιώτα με πιάνει από το χέρι. Καθώς φτάσαμε σε ένα πιο σκοτεινό σημείο γυρίζω προς τη μεριά της την πιάνω και τη φιλάω στο στόμα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο. Καθίσαμε σε κάτι πέτρινα πεζούλια. Όλη την ώρα τη χούφτωνα. Είχα ερεθιστεί και προσπαθούσα να το κρύψω.
- Δεν πάμε σπίτι μου, Δημήτρη, η συγκάτοικος λείπει. Τι λες;
- Και δεν πάμε;… απάντησα.
Πήραμε ένα ταξί και σε λίγο βρεθήκαμε στην Κυψέλη που έμενε. Μπήκαμε στο σπίτι της. Ήταν ένα μεγάλο τριάρι. Καθίσαμε λίγο στο σαλόνι.
- Πώς σου φαίνεται το σπίτι μου;
- Ωραίο είναι, άνετο.
Σε λίγο βρεθήκαμε πάλι αγκαλιά να φιλιόμαστε με πάθος. Με πήρε και με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Γδυθήκαμε και έπεσα πάνω της. Άρχισα τα φιλιά στο λαιμό της και σύντομα πέρασα στα στήθη της. Της σήκωσα τα πόδια και μπήκα μέσα. Το μουνί της ήταν υγρό, πράγμα που δε με δυσκόλεψε καθόλου. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Την έστησα στα τέσσερα θαυμάζοντας την κωλάρα της έχυσε με ένα δυνατό οργασμό τρίβοντας την κλειτορίδα της. Μετά από λίγο δε μπορούσα και εγώ να κρατηθώ. Έχυσα πάνω στο μεγάλο της κώλο.
Ξαπλώσαμε και χαϊδευόμαστε. Εκεί μου έλεγε πως της άρεσα από την πρώτη στιγμή. Η Παναγιώτα ήταν από ένα χωριό της Λάρισας, πράγμα που δε χρειαζόταν να μου το πει μιας και η προφορά της την πρόδιδε, όσο και να το προσπαθούσε. Είχε όμως και μια χωριάτικη συμπεριφορά. Δε θα έλεγα κακή, αλλά έβγαζε κάτι μπρούταλ από μέσα της. Μπορώ να πω ότι το διασκέδαζα μαζί της. Ίσως μέσα μου ένιωθα ότι εκδικούμουν την Κατερίνα. Όλο το βράδυ το περάσαμε κάνοντας σεξ. Ήταν κυριολεκτικά αχόρταγη. Εγώ από την άλλη ξαλάφρωσα, μια και είχα καιρό να κάνω σεξ, από το Πάσχα.
Με την Παναγιώτα βγήκαμε την άλλη μέρα να πάμε στη σχολή. Εκείνη ήταν διαχυτική μαζί μου, σαν να έλεγε σε όλους και όλες, «κοιτάξτε τι γκόμενο βρήκα». Αυτό βέβαια με ενοχλούσε αφάνταστα, γιατί είχα μάθει να είμαι πολύ διακριτικός. Με το που πέρασε η ώρα επέμενε να πάμε πάλι σπίτι της. Το ίδιο σκηνικό. Σεξ μέχρι πρωίας.
Ξημέρωσε Τετάρτη. Σηκώθηκα να πάω στο μπάνιο. Χτύπησε το σταθερό της τηλέφωνο. Το σήκωσε. Άκουσα που έστειλε κάποιον στο διάολο. Όταν γύρισα στο κρεβάτι τη ρώτησα με αφέλεια.
- Ποιος ήταν; Τι έγινε πρωί πρωί;
- Μη στενοχωριέσαι, ο πρώην μου ήταν. Μετάνιωσε και με πήρε να μου ζητήσει συγνώμη.
- Συγγνώμη, πότε έγιναν αυτά;
- Πριν δέκα μέρες. Τι νόμιζε, ότι δε θα βρω άλλον; Βρήκα και καλύτερο… και με φίλησε στο μάγουλο.
- Μπορείς να μου πεις τι έγινε;
- Τι τα θες βρε παιδάκι μου; Τι σε νοιάζει εξάλλου; Κοίτα θέλω πρωινές τρελίτσες, είπε με νάζι…
κι άρχισε να με φιλάει παντού. Δεν άργησε να μου σηκωθεί. Την έστησα στα τέσσερα και άρχισα να την γαμάω δυνατά. Βογκούσε και φώναζε. Ύστερα τη γύρισα ανάσκελα και έπεσα πάνω της. Πήγα να τελειώσω και με κρατούσε με δύναμη να τελειώσω μέσα της. τραβήχτηκα απότομα. Σηκώθηκα στα γόνατα και της τον έδωσα στο στόμα. Τελείωσα μέσα της. Όσο έχυνα δεν τον έβγαλε καθόλου. Στο τέλος έφτυσε και τα τελευταία που είχα αδειάσει μέσα στο στόμα της.
Σηκωθήκαμε και πήγαμε στην κουζίνα. Φτιάξαμε καφέ. Ύστερα έπρεπε να πάω από το σπίτι μου. Σηκώθηκα και έφυγα. Τον περισσότερο δρόμο μέχρι την Ομόνοια τον πήγα με τά πόδια. Έπρεπε να σκεφτώ. Πάντα το έκανα αυτό όταν είχα ανάγκη να ηρεμήσω. Με την Παναγιώτα το είδα σαν μια ευκαιρία μιας βραδιάς. Έπρεπε να την ξεφορτωθώ, και γρήγορα. Κάποια στιγμή έφτασα στο σπίτι.
- Πού ήσουν βρε Δημήτρη μου δυο μέρες;
- Με μια φίλη μου ήμουν βρε μάνα. Γιατί ρωτάς; Σου έστειλα μήνυμα στο κινητό, δεν το είδες;
- Το είδα. Χθες πέρασε κι η Κατερίνα από δω. Σε ζητούσε. Ήρθε με την ελπίδα να σε βρει. Κάτι για το πανεπιστήμιο μου είπε.
- Και γιατί δεν μου έστειλε μήνυμα; Δεν καταλαβαίνω. Τέλος πάντων, θα την πάρω τηλέφωνο.
Έφυγα πήγα στο δωμάτιό μου. Πήρα καθαρά ρούχα και πήγα στο μπάνιο. Όταν βγήκα ήρθε κι ο Μάνος.
- Καλησπέρα Μάνο!
- Καλησπέρα Δημήτρη!
Καθίσαμε όλοι μαζί το μεσημέρι και φάγαμε. Όλη την ώρα λέγαμε αστεία και γελούσαμε. Σε κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η Παναγιώτα. Πήγα στο δωμάτιο.
- Καλησπέρα μωρό μου… είπε.
- Καλησπέρα Παναγιώτα. Τι κάνεις;
- Σε σκέπτομαι μωρό μου!
- Και εγώ Παναγιώτα μου σκέφτομαι.
- Τι σκέφτεσαι;
- Πώς ό,τι κάναμε ήταν ωραίο. Αλλά ίσως είναι καλύτερα να το σταματήσουμε εδώ. Θεωρώ ότι είναι καλύτερα να το διακόψουμε πριν αρχίσει να γίνεται πιο επώδυνο. Ξέρω ότι αγαπάς τον Τάσο σου. Έτσι δεν είναι;
- Όχι, εγώ εσένα θέλω.
- Και πώς τότε σε μια στιγμή με φώναξες Τάσο πάνω που το κάναμε. Το θυμάσαι;
- Όχι, πότε το έκανα;
- Το έκανες κορίτσι μου. Δεν τον έχεις ξεπεράσει κι αυτό είναι αλήθεια. Κάνε μου μια χάρη. Πάρε τον τηλέφωνο και βρείτε τα. Κι αυτός θα σε αγαπάει για να σε παίρνει τηλέφωνο.
Σώπασε δεν έλεγε τίποτα.
- Σου εύχομαι καλή τύχη Παναγιώτα μου! Είσαι καλή κοπέλα. Ακολούθησε την καρδιά σου, πριν το μετανιώσεις…
κι έκλεισα το τηλέφωνο. Ούτε κι εγώ δεν πίστευα αυτό που έκανα. Τελείωσα τη φάση γρήγορα, χωρίς να ανοίξει μύτη. Την άλλη μέρα βγήκαμε με κάτι φίλους στο Θησείο για ούζα. Ήμαστε μεγάλη παρέα. Μεταξύ αυτών η Λένα με το Γιάννη. Το ραντεβού συνηθιζόταν κάθε τέλος της εξεταστικής. Δεν πέρασε μισή ώρα, έσκασε μύτη και μια άλλη παρέα από φοιτητές. Ανάμεσά τους ήταν κι η Κατερίνα. Ήταν κι φίλος της που την είχα συναντήσει τότε. Με το που με είδαν μαζεύτηκαν κι οι δύο. Εγώ δεν έδωσα σημασία.
Πίναμε τα ούζα μας, λέγαμε αστεία. Σε κάποιο διπλανό τραπέζι καθόταν τρεις άντρες. Θα έλεγα ότι ήταν γύρω στα πενήντα. Άρχισαν να συζητάνε διάφορα. Από τις κουβέντες κατάλαβα ότι ήταν από τη Σύρο.
- Και δεν μου λες ρε Γιώργη, λέει ο ένας από αυτούς. Θυμάσαι τι ωραία που περνούσαμε όταν ήμαστε με το συνεργείο σε διάφορα νησιά;
- Πώς δεν θυμάμαι; Ξεχνιόνται αυτά; Θυμάσαι βρε Τάκη την παντρεμένη που πήδαγες; Τη γυναίκα του καπετάνιου;
- Περνούσατε ζάχαρη μου φαίνεται τυχερούληδες; Εμένα ρε γαμώτο δεν μου έτυχε το λαχείο τότε που ήμαστε νέοι. Μετά γάμος οικογένεια… πού καιρός για τρέλες.
- Ετούτος εδώ βρε Νίκο είχε ξεμυαλιστεί με μια υπηρέτρια. Τη θυμάσαι βρε;
- Ε, πώς ξεχνιέται τέτοια μουνάρα. Μια καλλονή ήταν η πουτάνα.
- Πώς τη έλεγαν ρε συ;
- Χριστίνα την έλεγαν. Δεν ήταν από το νησί. Θυμάμαι μάλιστα που σκέφτηκε και το τέχνασμα της εγκυμοσύνης για να με τυλίξει. Αλλά δεν μπορώ να πω… πέρασα καλά μαζί της…
κι άρχισαν να γελάνε. Εγώ είχα γυρισμένη την πλάτη σ’ αυτούς. Εκείνη που αμέσως κατάλαβε ότι κάτι θα συνέβαινε ήταν η Κατερίνα, από απέναντι. Αργότερα το είδε και η Λένα με το Γιάννη.
- Τι έγινε βρε Δημήτρη; Ρωτάει ο Γιάννης.
- Ακόμα τίποτα, Γιάννη, τώρα θα γίνει.
Σηκώθηκα από το τραπέζι. Γύρισα κι έπιασα ξαφνικά τον κ. Γιώργο από το γιακά. Χωρίς δεύτερη σκέψη του έδωσα μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο που τον έριξε από την καρέκλα. Άρπαξα μια καρέκλα και του την έφερα στο κεφάλι. Οι άλλοι δύο σηκώθηκαν και με άρπαξαν από τη μέση. Ο ένας με χτύπησε δυνατά στο στομάχι και στο πρόσωπο.
- Ρε κάθαρμα, ποιος νομίζεις ότι είσαι και μιλάς έτσι για ανθρώπους που μόνο κακό τους έκανες, παλιοαλήτη;… του φώναξα μέσα στα νεύρα.
Σηκώθηκε να με χτυπήσει. Ξέφυγα από τους άλλους και τον άρπαξα από το λαιμό. Ήταν κι εκείνος δυνατός. Κυλιστήκαμε στην αυλή του μαγαζιού. Τα άλλα παιδιά κοιτούσαν άναυδοι. Σε κάποια στιγμή με έπιασε από την μέση και με πέταξε πιο πέρα.
- Σταμάτα το Δημήτρη μου… ακούω την Κατερίνα σε μια στιγμή να ουρλιάζει.
Με το που τέλειωσε τη φράση της είδα τους αστυνομικούς να έρχονται στο μαγαζί. Μου έβαλαν χειροπέδες. Το ίδιο και σε εκείνον. Μας οδήγησαν στο τμήμα της Ακρόπολης. Στο δρόμο ένας αστυνομικός με χαστούκισε, γιατί ήμουν νευρικός. Φτάσαμε στο τμήμα. Με έβαλαν στο κρατητήριο. Σε λίγο με φώναξε ο αξιωματικός υπηρεσίας.
- Κοίτα μάγκα. Ο άλλος θα σου κάνει μήνυση. Θα πας αυτόφωρο. Δεν τη γλυτώνεις. Τώρα, όμως, θέλω να μου εξηγήσεις γιατί του επιτέθηκες; Οι άλλοι κατέθεσαν ως μάρτυρες. Εσύ; Έχεις κάποιον μάρτυρα;
- Εγώ προτιμώ να σου πω την αλήθεια. Τι λες, θέλεις να την ακούσεις; Αλλιώς πρέπει να μιλήσω με δικηγόρο.
- Για να σε ακούσω λοιπόν, είπε γλυκαίνοντας κάπως τη φωνή του. Ηρέμησε και πες μου!
- Ο άνθρωπος που χτύπησα κ. Αστυνόμε είναι ο φυσικός μου πατέρας· τον οποίο φυσικά ποτέ δεν γνώρισα. Εξαιτίας του μεγάλωσα ως ο μπάσταρδος, ο μούλος, της μικρής κωλοκοινωνίας που μεγάλωσα. Κυνηγημένος μια ζωή. Χωρίς να έχω φταίξει πουθενά. Κι εκεί που έβαλα σε μια σειρά τη ζωή μου, ήρθε αυτός δίπλα μου και μιλούσε τόσο υποτιμητικά για τη μάνα μου. Καταλάβατε;
Ο αστυνόμος άρχισε να με ρωτάει διάφορα. Σε λίγο χτύπησε η πόρτα του γραφείου. Ο αστυφύλακας είπε ότι είναι ένας δικηγόρος που θέλει να με αναλάβει. Ήταν ο Μάνος, μαζί του η Κατερίνα. Η Κατερίνα ήταν κλαμένη. Φαινόταν από τα μάτια της.
- Εσύ τον κάλεσες; Τη ρώτησα.
- Ναι, εγώ. Είσαι καλά; Μια χαρά. Τους είπα την αλήθεια.
Σε λίγο έφτασε κι μάνα μου, φανερά ταραγμένη.
- Τι έγινε Δημήτρη μου;… τι έπαθες;
- Τίποτα βρε μάνα ηρέμησε.
Σε λίγο βγήκε κι ο κ. Γιώργος από το γραφείο του Διοικητή. Θα του υποβάλω μήνυση, είπε στο φίλο του καθώς ερχόταν προς το γραφείο που ήμαστε όλοι οι άλλοι. Η πόρτα ανοιχτή.
- Να του υποβάλεις Γιώργο…
είπε η μάνα μου με ένα θυμωμένο ύφος. Αλλά πριν το κάνεις να ξέρεις ότι αυτός που σου επιτέθηκε είναι γιος σου, που εξαιτίας σου βασανίστηκε στη ζωή του. Προχώρα. Είναι αυτός που εξαιτίας σου μεγάλωσε μέσα στην απόρριψη, στις κλωτσιές και στις φάπες. Κατάλαβες μαλάκα;…
είπε και λύγισε βάζοντας τα κλάματα. Ο Μάνος έπιασε τη μάνα μου να ηρεμήσει.
- Αστυνόμε να τελειώνουμε. Είπα θυμωμένος.
- Μια στιγμή, είπε ο Μάνος. Θα υποβάλουμε κι εμείς μηνύσεις. Τώρα μάλιστα. Κι έβγαλε μια κόλλα χαρτί.
Ο Μάνος κάθισε σε ένα τραπέζι και άρχισε να συντάσσει τη μήνυση. Εκείνος είχε παγώσει. Με κοίταγε και δεν μιλούσε. Προφανώς απλώς σοκαρίστηκε με τις αποκαλύψεις. Ύστερα βγήκα στο θάλαμο αναμονής με τη μάνα μου και την Κατερίνα. Ο Μάνος ήταν μέσα στο Διοικητή. Σε λίγο αποχώρησαν ο Γιώργος κι φίλοι του. Ο Μάνος ήρθε και μου είπε ότι το θέμα έληξε. Εκείνος δεν υπέβαλε μήνυση, μιας κι ο Μάνος τον απείλησε ανοιχτά με πολλά τραβήγματα στα δικαστήρια. Ίσως να έπαιξαν ρόλο κι οι κουβέντες της μάνας μου.
Στο δρόμο φύγαμε με το αυτοκίνητο του Μάνου. Εγώ στο πίσω κάθισμα με την Κατερίνα. Έκανε να μου πιάσει το χέρι. Τραβήχτηκα. Εκείνη μαγκώθηκε. Πήγαμε στο σπίτι. Εγώ έκανα ένα μπάνιο. Οι υπόλοιποι καθόταν στο σαλόνι. Βγήκα και κάθισα μαζί τους.
- Με συγχωρείτε για τους μπελάδες που σας έβαλα, είπα. Ειλικρινά ζητάω από όλους σας συγγνώμη. Κατερίνα σε ευχαριστώ για το τηλέφωνο και το ενδιαφέρον που έδειξες.
- Πας καλά; Τι με ευχαριστείς βρε Δημήτρη;
- Μια χαρά. Ξέρω τι λέω.
- Τέλος πάντων, λέει η Κατερίνα, εγώ θα φύγω.
Βγήκαμε έξω. Τη συνόδεψα ως τη στάση του Μετρό.
- Και να ζητήσεις συγγνώμη και από το παλληκάρι που σε συνόδευε. Εξαιτίας μου χάλασε η παρέα σας.
- Είσαι στα συγκαλά σου μωρέ; Τι λες; Με τον παιδί τελειώσαμε. Εδώ και αρκετό διάστημα. Απλοί φίλοι είμαστε. Επειδή με είδες μαζί του, πάει να πει ότι και τα έχουμε; Εσύ, θα το πεις στης Παναγιώτας αυτό που έγινε;
- Τώρα η Παναγιώτα! Μας τελείωσε. Γύρισε στον καλό της.
Γέλασε. Το πρόσωπό της έλαμψε.
- Άντε να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις! μου είπε χαϊδεύοντάς με στο πρόσωπο.
Της έπιασα τρυφερά τα χέρια. Την τράβηξα κοντά μου.
- Το είδες το βίντεο;
- Ναι, το είδα. Συγγνώμη αγάπη μου! Συγγνώμη! Δημήτρη μου σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ. Και χαμήλωσε το βλέμμα της.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Η ίδια δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω μου.
- Ξέρεις, μωρό μου, η κυρία Χριστίνα, παρά τα επεισόδια που της σκάρωσα, πρόλαβε και έφτιαξε σουτζούκια και ξέρω ότι σου αρέσουν. Θέλεις να έρθεις να φάμε παρέα;
- Αν θέλω λέει!
Γυρίσαμε πίσω πιασμένοι χέρι-χέρι. Ανεβήκαμε πάνω. Όταν μας είδε ο Μάνος με τη μάνα μου, στα πρόσωπά τους ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
- Κατερίνα, θα με βοηθήσεις λίγο με το φαγητό;
- Ναι, βέβαια, είπε η Κατερίνα και πήγαν προς την κουζίνα.
- Πατέρα, τι λες; Πάμε να βρούμε κανένα καλό κρασί να πιούμε; Είπα απευθυνόμενος στο Μάνο.
Εκείνος με αγκάλιασε και με χτύπησε στην πλάτη.
- Και δεν πάμε, γιε μου;
Η μάνα μου με την Κατερίνα έμειναν να μας κοιτάζουν συγκινημένες. Σε λίγο γυρίσαμε. Φάγαμε το πιο ευτυχισμένο γεύμα της ζωής μου. Από τότε το Μάνο δεν τον αποκάλεσα ποτέ με το όνομά του, παρά μόνο πατέρα. Ήταν κάτι που δεν ένιωσα ποτέ, κι αυτό με έκανε πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο.
Με την Κατερίνα τελειώσαμε τη σχολή. Εγώ έπιασα στην αρχή δουλειά σε μια μεγάλη εταιρία. Η Κατερίνα άνοιξε ένα γεωπονικό κατάστημα. Πήγε καλά κι ύστερα αφοσιώθηκα κι εγώ σε αυτό. Παντρευτήκαμε και έχουμε τρία υπέροχα παιδάκια.
Ήταν Χριστούγεννα. Είχαμε μαζευτεί όλοι στο νέος μας σπίτι. Μετά το τραπέζι καθίσαμε στο σαλόνι και πίναμε το καφέ μας, οι μεγάλοι, ως συνήθως παίζανε με τα μικρά. Η κυρά Χριστίνα κάθισε δίπλα μου. Έβαλα το χέρι και την αγκάλιασα. Την κοίταξα.
- Τι λες κυρά Χριστίνα μου; Είχαμε δίκιο που δεν το βάλαμε κάτω, ε; τι λες;
- Είπαμε αγόρι μου, η ζωή αγαπάει τους δυνατούς…
είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Copyright protected OW ref: 172996
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.