Την έστησα στον καναπέ στα τέσσερα και της κατέβασα το παντελόνι. Φορούσε ένα μικρό λευκό στρινγκάκι. Ο κώλος της, γεμάτος, απελευθερώθηκε απ' το τζιν γεμίζοντας το οπτικό μου πεδίο. «Χμ…», έκανα. Ήταν ηδονή και μόνο να τον κοιτώ. Της κατέβασα το τζιν λίγο ακόμα -ως τα γόνατα- και βάλθηκα να τη χαϊδεύω. Χαζογέλασε λίγο ναζιάρικα.
- Όλο το Σαββατοκύριακο θα σ' έχω με το βρακάκι σου, της είπα.
Μια μικρή σφαλιάρα συμπλήρωσε τα λόγια μου.
- Θέλω να μου είσαι διαθέσιμη να σε πηδάω όποτε θέλω.
- Ε, θα πουντιάσω βρε μωρό μου, μόνο με το βρακάκι.
Τραβήχτηκε λίγο και ξαναπλησίασε.
- Θέλεις το κοριτσάκι σου να πουντιάσει; Φυσικά ήταν καλοκαίρι και μες το σπίτι έσκαγε ο τζίτζικας.
- Θα κάνουμε μια συμφωνία, της είπα.
- Τι συμφωνία;
- Θα μπορείς να φοράς το βρακάκι σου και ένα ακόμη ρούχο. Αλλά μόνο ένα. Και το παραμικρό επάνω σου θα λογαριάζεται σαν ρούχο.
- Και τα καλτσάκια μου;
- Ούτε καλτσάκια σου, ούτε σουτιέν. Σε θέλω γυμνούλα όλο το Σαββατοκύριακο.
Της έβγαλα σιγά-σιγά και τα υπόλοιπα ρούχα. Το σώμα της ήταν απαλό και στητό, μικρού κοριτσιού. Πηδηχτήκαμε μια φορά για να φύγουν οι καύλες και συνεχίσαμε να απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου, με υπονοούμενα και χαδάκια. Το μεσημέρι εγώ μπήκα να κάνω ένα μπάνιο και η Μαριάννα είπε να μαγειρέψει κάτι για να φάμε. Όταν βγήκα έξω τη βρήκα να τηγανίζει πατάτες φορώντας μόνο το βρακάκι της από κάτω, ενώ από πάνω είχε βάλει ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και μια ποδιά για να μη λερωθεί. Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες, πάντως είχε παραβεί τον κανόνα.
- Τι φοράς εκεί;… τη ρώτησα.
- Τι;
Έκανε σαστισμένη. Κοιτάχτηκε από πάνω μέχρι κάτω.
- Δεν είπαμε μόνο το βρακάκι και μια μπλούζα; Τι ποδιά είναι αυτή;
- Δεν ήξερα ότι και η ποδιά θεωρείται ρούχο, απολογήθηκε.
- Οτιδήποτε καλύπτει το σώμα σου θεωρείται ρούχο, της είπα.
- Μα θα γίνω χάλια αν τη βγάλω.
Την πήρα απ' το χέρι λίγο παραπέρα και της έβγαλα την ποδιά και την μπλούζα. Όσο την έγδυνα κοιτούσε χαμηλά ντροπιασμένη. Μου άρεσε. Χούφτωσα το στήθος της και της φόρεσα και πάλι την ποδιά για να μη λερωθεί.
- Έτσι μαγειρεύουν τα καλά κορίτσια…
της είπα. Τη γύρισα πλάτη και της έριξα μια στον πισινό. Ταράχτηκε αλλά δεν είπε τίποτα.
- Το θέμα δεν είναι αν η ποδιά θεωρείται ρούχο ή όχι. Εγώ αυτό που θέλω είναι το σώμα σου να μένει ακάλυπτο για να το χαίρομαι όπως μου αρέσει. Και το ήξερες αυτό, έτσι δεν είναι μωρό μου;
- Δε... δεν το σκέφτηκα.
Έφαγε άλλη μια στον ποπό της. Της τον χάιδεψα λίγο και της έριξα άλλη μία. Ο ήχος, αυτό το ταπεινωτικό «χλατς» και ο τρόπος που το δεχόταν χωρίς να λέει τίποτα, ήταν μια μαγεία.
- Ξέρεις τι συμβαίνει όταν κάνεις κάτι λάθος έτσι δεν είναι;
- Ξέρω.
Αλλά δεν ήξερε.
- Πρέπει να στις βρέξω για να μη το ξανακάνεις.
- Πρέπει;
- Φυσικά!
Και έφαγε άλλη μία.
- Συνέχισε τώρα το μαγείρεμα και θα τα πούμε μετά.
Καθίσαμε να φάμε. Ήταν σιωπηλή και μαζεμένη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μιλήσει ή θα τα έκανε χειρότερα. Αποφάσισα να μην κάνω κάτι τώρα. Το ήξερα ότι θα το θυμόταν και θα περίμενε την τιμωρία της, δεν είχα αμφιβολίες. Έτσι έκανα πως όλα ήταν εντάξει. Της μιλούσα και γελούσαμε σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Σε λίγο ξεχάστηκε και αυτή και αφέθηκε ελεύθερη. Το βράδυ της είπα να πάμε μια βόλτα. Βαρέθηκα όλη μέρα σπίτι. Της είχα πάρει ένα φορεματάκι (κοντό, περίπου ως τον αφαλό) και της είπα να το βάλει. Της απαγόρευσα να βάλει εσώρουχα (ούτε πάνω, ούτε κάτω) και γι' αυτό πήρε ένα ψιλό μπουφάν μαζί της, για να μη φαίνονται οι ρώγες της. Στο αυτοκίνητο της χούφτωνα τα μπουτάκια της. Καθίσαμε σ' ένα μπαράκι στην παραλιακή και ήπιαμε χαλαρά το ποτό μας. Ήμασταν σε μια γωνία του μαγαζιού και έτσι, αφού δε μας έβλεπε και κανένας, έβαζα το χέρι μου κάτω απ' το φόρεμά της, προσεκτικά πάντα, μη μας κρεμάσουν και κουδούνια. Της έλεγα τι ήθελα να της κάνω.
Η πιο μεγάλη μου φαντασίωση ήταν να την πάρω σε δημόσιο χώρο, ιδανικά, σε σημείο που μπορεί να μας έβλεπαν, μπορεί και όχι. Το είχα στο μυαλό μου σα μια μεγάλη ταπείνωση για τη γυναίκα. Να δείχνει το σώμα της στον κάθε άγνωστο, αυτό που υποτίθεται πως πρέπει να ρίξεις ιδρώτα για να κατακτήσεις. Ο απόλυτος εκμηδενισμός της. Και μετά ίσως να έμπαιναν και άλλοι στο παιχνίδι και να την παίρναμε παρτούζα από πίσω και από μπρος. Σκληρά, βίαια, σα να ήταν η τελευταία πόρνη. Ένα κομμάτι κρέας για να ικανοποιεί τις πιο ανώμαλες ορέξεις μας. Μ… καύλα. Πήγαμε μια βόλτα στην παραλία. Συνέχισα να της λέω τι ήθελα να της κάνω. Της έλεγα τι υπέροχα που θα ήταν να βρίσκαμε ένα ήσυχο μέρος να πηδηχτούμε σε κοινή θέα, ίσως κάπου σε μια παραλία, σε καμιά απλώστρα, και αν περνούσε κάποιος περαστικός να άκουγε τα πνιχτά βογκητά της. Αυτή μου εκμυστηρεύτηκε πως θα έκανε ό,τι της ζητούσα. Της άρεσε να ευχαριστεί τους άλλους. Μόνο αυτό.
Πήραμε το αμάξι και πήγαμε ως την Περαία. Ήταν βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, πίσσα σκοτάδι παντού και η παραλία έρημη. Ξαπλώσαμε σε κάτι ξαπλώστρες και ξεκινήσαμε το παιχνίδι. Άρχισα απ' τα πόδια της και ανέβαινα προς τα πάνω. Κάτω απ' το φόρεμα ήταν γυμνή, όπως τη γέννησε η μαμά της, και αυτό με τρέλαινε ακόμη περισσότερο. Τη χάιδευα και τη χούφτωνα παντού αχόρταγα, λαχταρώντας να την αγγίξω παντού, να κατακτήσω κάθε πιθαμή του κορμιού της. Παραδόξως, δε με ένοιαζε για τους «άλλους». Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό. Απολάμβανα το σώμα της, τη θάλασσα, το αεράκι. Αθεράπευτα ρομαντικός, το ξέρω. Της έβγαλα το φόρεμα και μπήκα μέσα της. Βόγκηξε ελαφρά στην πρώτη επαφή. Βάλθηκα να αλωνίζω τη μικρή τρυπούλα της. Αυτή πρόθυμη, δεχόταν την κάθε μου κίνηση. κάθε βαθιά διείσδυση, κάθε χάδι στο κορμί της. Μούγκριζε και αυτή και μούγκριζα και εγώ σα ζώο. Την κάρφωνα δυνατά μέχρι μέσα, να απολαύσω κάθε εκατοστό της τρυπούλας της, κάθε άγγιγμα που με έφερνε όλα και πιο κοντά στην ολοκλήρωση.
Παραδομένη στα χέρια μου, το απολάμβανε. Δεν τραβήχτηκα ποτέ. Τελείωσα μέσα της ξανά και ξανά, μέχρι να ικανοποιήσω το τέρας που με έτρωγε. Μετά χαλαρώσαμε και μείναμε αγκαλιασμένοι μέχρι που πήρε να χαράζει. Στο δρόμο της επιστροφής είχε γείρει κουρασμένη στο κάθισμα, έτοιμη να την πάρει ο ύπνος. Την συνέφερε ένα χάδι μου στο πόδι .
- Σου χρωστάω κάτι τελευταίο για σήμερα, της είπα.
- Δεν το ξέχασα, μου είπε. Δεν ξεχνώ ποτέ ό,τι μου λες.
Πήρα ένα παράδρομο και βγήκα σ' ένα έρημο μέρος, μακριά απ' τον πολιτισμό. Κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε ψυχή. Το πρώτο φως της μέρας έκανε το τοπίο ειδυλλιακό. Βγήκα απ' τ' αμάξι και της άνοιξα την πόρτα. Τη βοήθησα ευγενικά να βγει, πιάνοντάς της το χέρι. Της χάιδεψα το μάγουλο και την κοίταξα στα μάτια.
- Θα φάω πολλές; με ρώτησε.
- Όσες πρέπει καρδιά μου.
Κούνησε το κεφάλι.
- Με θέλεις γυμνή;
- Ναι.
Γύρισε πλάτη, έσκυψε πάνω στο αυτοκίνητο και άφησε το φόρεμά της να πέσει. Μου πρόσφερε το κωλαράκι της εκτείνοντάς το προς τα έξω. Έσκυψε το κεφάλι και περίμενε.
- Θυμάσαι τι έκανες και τιμωρείσαι;
- Φόρεσα περισσότερα ρούχα απ' όσα μου επιτρέπονταν, είπε.
- Ωραία.
Έφαγε την πρώτη. Σκέφτηκα ότι κάποιος μπορεί να έβλεπε (καλημέρα στον άγνωστο ματάκια) και καύλωσα ξανά. Δύο ακόμα σε κάθε κωλομέρι και άρχισε να παίρνει το κατάλληλο χρώμα.
- Τι κάνουν τα καλά κορίτσια όταν τιμωρούνται Μαριάννα;
- Το δέχονται φυσικά.
- Και τι άλλο εκτός απ' αυτό;
- Μετράνε.
- Μέτρα είκοσι λοιπόν.
Τις μέτρησε όλες μια-μια. Μετά τη 12η άρχισε να κλαψουρίζει, αλλά δεν κούνησε ρούπι. Υπάκουη μέχρι το τέλος. Υπέροχη. Τελείωσε το μέτρημα και συνέχισα να τη βαράω. Τρόμαξε. Νόμιζε πως είχαμε τελειώσει. Ήθελα να την κάνει να κλάψει λίγο ακόμα. Σαδισμός. Τα δάκρυά της ήταν η χαρά μου. Στάθηκα λίγο παραπέρα να θαυμάσω το έργο μου. Μια δαρμένη κοπέλα υποχείριό μου. Θα έτρωγε άλλες τόσες αν το έκρινα απαραίτητο. Ο κώλος της ήταν κόκκινος, τιμωρημένος. Ο κώλος ενός καλού κοριτσιού.
(Copyright protected OW ref: 92633)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.